Εκατό χρόνια «Στο Κλαρί»: Το ληστρικό φαινόμενο στο Ελληνικό Κράτος – Βασίλης Κ. Γούναρης, Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ
Είναι αδύνατον να συνεισφέρει κανείς πρωτότυπα επιχειρήματα στη μελέτη του ληστρικού φαινομένου στην ελληνική επικράτεια. Μολονότι θα μπορούσαν να γίνουν – και γίνονται – ακόμη πολλές μελέτες περίπτωσης, εστιασμένες στη δράση ληστών ή συμμοριών, οι πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες του φαινομένου έχουν ήδη περιγραφεί περισσότερο από όλους από τον Γιάννη Κολιόπουλο, με τις δύο μονογραφίες του, οι οποίες και χρησιμοποιούνται εκτενώς στην επισκόπηση αυτή.[1]
Η ληστεία είναι διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο, που στον ελληνικό χώρο είχε τη δική του ιστορία. Η διαχρονικότητά του βοήθησε την ένταξή του στο ελληνικό εθνικό ιστορικό αφήγημα, γιατί εξυπηρετούσε και ιδεολογικούς και πρακτικούς λόγους. Οι ιδεολογικοί αφορούσαν την κληρονομιά της «κλεφτουργιάς» της Τουρκοκρατίας και την εμπλοκή της στα προεπαναστατικά κινήματα και στην Επανάσταση του 1821. Εξαγιασμένη εκ του αποτελέσματος και λεκτικά αποκαθαρμένη από το άχθος της ληστείας, η μνήμη της «κλεφτουργιάς» κληροδοτήθηκε και διαδόθηκε μέσω των σχολικών βιβλίων και της πεζογραφίας. Ακόμη διαδίδεται. Χρησιμοποιήθηκε ευκολότατα ως ιδεολογικό άλλοθι, ηθικό πλεονέκτημα και μέθοδος παραπλάνησης από γενεές ληστών και ανταρτών κάθε είδους.[2]

Προσωπογραφία κλέφτη από τη Στερεά Ελλάδα. Δημοσιεύεται στο: Belle Henri, «Trois années en Grèce». Παρίσι, Librairie Hachette, 1881. Συλλογή: Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη.
Θα αποκαλούσα τη μνήμη αυτή ως την ακαταμάχητη «γοητεία της φουστανέλας», μια παράδοση τόσο σαγηνευτική, ώστε ηθελημένα ταυτίστηκε και τυποποίησε την ελληνική πολεμική αρετή. Φυσικά δεν ήταν μόνον η ένδυση που γοήτευε αλλά και η συνολική ιδεολογία του παλικαρισμού, ως αιώνιας έκφρασης της αντίστασης και της περιφρόνησης των Ελλήνων προς κάθε είδους καθεστωτικές, κοινωνικές, πολιτικές, νομικές συμβάσεις και περιορισμούς που παραβιάζουν ό,τι – αυθαίρετα – εκλαμβάνεται ως φυσικό δίκαιο.[3]
Το πρακτικό μέρος της ένταξης στο ελληνικό ιστορικό αφήγημα αφορούσε την ανταμοιβή και την αποκατάσταση όλων των ενόπλων που είχαν δραστηριοποιηθεί κατά την επαναστατική περίοδο: οι άτακτοι πολεμιστές του ’21 και όσοι ακολούθησαν το παράδειγμά τους τον επόμενο αιώνα δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να μείνουν στο περιθώριο ούτε της ιστορίας, ούτε της κοινωνικής πρόνοιας. Και δεν έμειναν βέβαια.[4]
Όμως η εύκολη ένταξη της ληστείας στο ελληνικό ιστορικό αφήγημα και η χρήση του ως αποδεικτικού υλικού της ιστορικής συνέχειας και της επιβεβαίωσης βολικών εθνικών στερεοτύπων ελάχιστα συνεισφέρουν στην κατανόηση του φαινομένου. Αντιθέτως το συσκοτίζουν. Αν αφαιρέσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά των εκφάνσεων του ληστρικού φαινομένου σε όλες τις κοινωνίες και εποχές, δηλαδή τη βίαιη απόσπαση περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την κάλυψη της ανισότητας του πλούτου, και συνάμα απομακρύνουμε τα διακοσμητικά φυσεκλίκια και τις φουστανέλες, αντιλαμβανόμαστε ότι το φαινόμενο δεν είναι ενιαίο, ακόμη κι αν οι πρακτικές ή η ρητορεία του επαναλαμβάνονται. Δεν είναι ενιαίο, γιατί η λειτουργία του μεταβλήθηκε ποικιλοτρόπως από τα τουρκοκρατούμενα Άγραφα του 18ου αιώνα – για να μιλήσουμε σχηματικά – έως τη μεσοπολεμική Μακεδονία και τη μεταπολεμική Ήπειρο.
Η ανασφάλεια στους ορεινούς όγκους οριοθετούσε το κενό της οθωμανικής ή γενικότερα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Κυρίαρχοι των δυσπρόσιτων βουνών ήταν οι κλέφτες, ομάδα η οποία δεν περιλάμβανε μόνον ελληνόφωνους χριστιανούς αλλά και μέλη πολλών άλλων πληθυσμιακών ομάδων, μεταξύ αυτών χριστιανούς και μουσουλμάνους Αλβανούς.
Ήταν οργανωμένοι συνήθως σε σώματα μικρά, δέκα έως δεκαπέντε ατόμων, τους νταϊφάδες (taife) ή μπουλούκια (bölük), υπό την αρχηγία του καπετάνιου, του πρώτου κλέφτη. Συμπράξεις μεγαλύτερες, έως και εκατοντάδων ανδρών, δεν αποκλείονταν, αν το επέτρεπαν οι συνθήκες. Τότε τα σώματα ήταν σε θέση να απειλήσουν όχι μόνον φρουρούμενα καραβάνια αλλά, επίσης, χωριά και κωμοπόλεις. Η εξόντωσή τους δεν ήταν εύκολη, αφού απαιτούσε δυσανάλογες θυσίες. Τα ληστρικά σώματα μεριμνούσαν για την ασφάλεια των ανθηρών κτηνοτροφικών κοινοτήτων-από τις οποίες κυρίως επανδρώνονταν – συμμετέχοντας και στη ζωοκλοπή. Παρενοχλούσαν, επίσης, κατά παραγγελία, επιφανείς του βουνού και του κάμπου.
Έχει επισημανθεί ότι πολύ απείχαν από το πρότυπο του τιμωρού των πλουσίων ή του προστάτη των φτωχών χωρικών.[5] Ζούσαν κυρίως σε βάρος των τελευταίων αλλά και των μετακινούμενων πραματευτάδων και τεχνιτών. Αυτοί ήταν οι ευκολότεροι στόχοι τους. Για να πετύχουν την αναγνώρισή τους και, ενδεχομένως, την αμνήστευσή τους, έπρεπε να συντηρήσουν τη φήμη τους με πράξεις σκληρές, τολμηρές και εξευτελιστικές για τους διώκτες τους. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέπεται η κοινωνική αναγνωρισιμότητα που διέθεταν, λόγω ακριβώς της διάθεσης σύγκρουσης με τους κατέχοντες και της ένοπλης αντίστασης ακόμη και εναντίον της οθωμανικής διοίκησης. Η λεβεντιά, η παλικαριά, η μπέσα –αν είχαν –, η επιδεξιότητά τους στα όπλα και, κυρίως, η ελεύθερη ζωή τους, ακόμη κι αν ήταν σύντομη, αποτελούσαν ένα κεφάλαιο που ασκούσε ανάμικτη γοητεία και δέος, περισσότερο δέος στους χωρικούς, που ζούσαν ταπεινά και φοβισμένα.[6]
Η οθωμανική θεσμική απάντηση στην πρόκληση των κλεφτών και των ατάκτων αλλά και γενικότερα στο ζητούμενο της εξασφάλισης των ορεινών ήταν το αρματολίκι. Ο αναποτελεσματικός αρματολός μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν ικανό κλέφτη, ο οποίος εξεβίαζε τον διορισμό του, επιτείνοντας τη δράση του. Ο υποταγμένος κλέφτης αποκαθίστατο ως εντεταλμένος αρματολός, μέσω της τελετής του προσκυνήματος, που μερικές φορές, διά της απιστίας του πασά, μπορούσε να λειτουργήσει ως μέθοδος παγίδευσης και δολοφονίας διαπρεπών και άπληστων παρανόμων. Η άσκηση βίας ήταν μια μορφή ασταθούς επιχειρηματικότητας, που έπρεπε να ασκείται με ένταση και συνέπεια, όποτε δινόταν η ευκαιρία, αλλά με εφικτούς και συγκεκριμένους στόχους, όχι μέχρι θανάτου. Η σύγκρουση της Πύλης με τον Αλή πασά και η Ελληνική Επανάσταση δοκίμασαν στα όριά της τη λογική αυτή. Πάνω από όλα, η κατοχή των όπλων, οι συναφείς αρετές που προϋπέθετε η σκληρή ζωή των ορεσίβιων ενόπλων αλλά και τα θαυμαστά επιτεύγματά τους, τούς καλλιέργησαν μια άνωθεν θεώρηση της κοινωνίας.[7]
Μια δεκαετία επαναστατικών και εμφυλίων συγκρούσεων ανέμιξε αξεδιάλυτα και πολλαπλασίασε τους ενόπλους. Στον απόηχο της Επανάστασης και εν μέσω της εκτεταμένης αλβανικής και βοσνιακής εξέγερσης, το αρματολίκι κατέρρευσε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία φάνηκε να παραδίνεται στην ορμή των απλήρωτων πολεμιστών. Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, η διάλυση των ατάκτων, η αδυναμία και η απροθυμία απορρόφησής τους στον τακτικό στρατό, ειδικά των ετερόχθονων Θεσσαλών, Μακεδόνων και Σουλιωτών, η αναστολή του Αγώνα παρά τις δελεαστικές ευκαιρίες για πλιάτσικο στη γείτονα επικράτεια, η βραδεία συγκρότηση του συνόρου και, βέβαια, η υιοθέτηση ενός αυστηρού ποινικού κώδικα δημιούργησαν μεγάλη και πολιτικά εκμεταλλεύσιμη αναταραχή στον πολυπληθή χώρο των ενόπλων, καπετάνιων και παλικαριών.[8]
Από ποινικής άποψης οι κλεφταρματωλοί, εν μέσω λεηλασιών και αντικυβερνητικών δηλώσεων, παραπόνων για τις οφειλόμενες ανταμοιβές και πολλών διπλωματικών πιέσεων που ξεκίνησαν πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια, μετατράπηκαν σε ληστές και «αποστάτες». Όμως δεν είχαν μπει στο περιθώριο. Ήταν επόμενο ότι το βασίλειο του Όθωνα διεκδίκησε το μονοπώλιο της βίας και ελίχθηκε για να το αποκτήσει.
Η αυστηρή ποινική νομοθεσία και οι εκστρατείες για την εξόντωσή τους συνδυάσθηκαν με επικηρύξεις, δημόσιες καρατομήσεις, την απονομή βασιλικής χάριτος υπό προϋποθέσεις αλλά και με εναλλακτικές λύσεις, δηλαδή την ένταξη στη Βασιλική Φάλαγγα, την Εθνοφυλακή, την Οροφυλακή και τη Χωροφυλακή. Ήταν λύσεις ελάχιστα ελκυστικές και ανεπαρκείς, γιατί οι επιλογές των ενόπλων συνδέονταν στενά με ένα ακόμη φλέγον πρόβλημα: το οικονομικό μέλλον των ορεινών κοινοτήτων και των τσελιγκάτων από όπου οι ένοπλοι κατάγονταν και όπου επένδυαν τις απολαβές τους σε είδος και κύρος.
Μετά τη χάραξη των συνόρων, οι ημινομαδικοί ποιμενικοί πληθυσμοί του ηπειρωτικού χώρου βρέθηκαν αντιμέτωποι με την καινοφανή – και ίσως ακατανόητη για αυτούς – διάσπαση των χειμερινών και θερινών βοσκών καθώς και του δικτύου διακίνησης των προϊόντων και των προμηθειών τους. Βρέθηκαν επίσης αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη νομοθεσία, με τον αποσπασματάρχη, τον ανακριτή και τον εισαγγελέα. Παράλληλα επιδεινωνόταν η σχέση τους με τους καλλιεργητές των πεδινών. Η αναστάτωση και η αντίδραση των κτηνοτρόφων, στο πλευρό των ληστών, ήταν αναμενόμενη, ειδικά σε μια περίοδο όπου η ασφάλεια – λόγω των λιποταξιών στον νεοσύστατο τακτικό οθωμανικό στρατό – δεν ήταν δεδομένη, η ζωοκλοπή κανόνας και η επαφή τους με το κράτος ελάχιστη. Το μοναδικό πλεονέκτημα που πρόσφερε το σύνορο ήταν το ακαταδίωκτο των συμμοριών ένθεν κακείθεν.[9]
Η ουσιαστική πρακτική που δρομολογήθηκε για τον έλεγχο της ληστείας ήταν η αναβίωση, με νέους όρους, του αρματολικίου. Επιφανείς οπλαρχηγοί του Αγώνα, ισχυροί πλέον παράγοντες των ορεινών περιοχών, χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για την υποκίνηση της ληστρικής δράσης – έως του σημείου της γενικευμένης εξέγερσης, όπως συνέβη το 1836 – με σκοπό την ενίσχυση του κύρους και την πολιτική αποκατάστασή τους στο νέο σύστημα εξουσίας. Γνώριζαν ότι η έξαρση της ληστείας, συνδυασμένη με κατηγορίες περί απολυταρχίας, αδιαφορίας προς τους παλαιμάχους αλλά και με το αίτημα Συντάγματος, αποτελούσε σοβαρή πολιτική απειλή. Εξέθετε την κυβέρνηση του Όθωνα στην ελληνική και διεθνή κριτική και δοκίμαζε τις αντοχές των δομών του νέου και υπό διεθνή παρακολούθηση κράτους.[10]
Προφανώς η ληστρική απειλή δεν μπορούσε να χειραγωγηθεί πλήρως για την επίτευξη σαφών πολιτικών στόχων. Οι ληστές δεν ήταν αντιεξουσιαστές· ή δεν ήταν μόνον αντιεξουσιαστές.[11] Σύντομα εκτρέπονταν στη λαφυραγωγία. Όμως, η ένοπλη στάση ως μορφή διαπραγμάτευσης είχε από παλιά το νόημά της. Ο κόσμος των κλεφτο-παλικαριών αποτελούσε ένα σοβαρό κοινωνικό κεφάλαιο. Δεν βρισκόταν στο περιθώριο της εξουσίας – αν ήταν ποτέ στο περιθώριο – αλλά συγκροτούσε, μέσω των στρατιωτικών δομών του Αγώνα, ένα πελατειακό κομματικό δίκτυο, που έφτανε μέχρι την κυβέρνηση, με τον Κωλέττη ως τον πλέον αναγνωρίσιμο πολιτικό αρχηγό του. Το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να αποποιηθεί τον ρόλο του υπέρτατου προστάτη.
Το Σύνταγμα του 1844, μετά τη σύμπραξη ληστών και παλαιών επαναστατών στη σεπτεμβριανή εξέγερση του 1843, και η ταυτόχρονη θεσμική αποκατάσταση του αλυτρωτισμού με τη γνωστή ομιλία του Κωλέττη αποτελούν τομή στην εξέλιξη του ληστρικού φαινομένου. Η είσοδος στην κοινοβουλευτική περίοδο εξέθεσε τους επιφανείς πολέμαρχους του ’21 στις προτιμήσεις των πελατών τους, που πλέον ήταν ψηφοφόροι τους. Δεν είναι εύκολο να αναδειχθούν και να αποδειχθούν οι συνδέσεις του πολιτικού και του ληστρικού κόσμου, ακόμη κι αν θεωρούνταν πάντοτε ως δεδομένες.
Προφανώς μέσω των δημοτικών αρχόντων, των κομματαρχών και των τσελιγκάδων, οι βουλευτές, είτε ανήκαν στον χώρο των αρματολικών γενών είτε όχι, συνδέονταν με τα ληστρικά κυκλώματα. Η αμοιβαιότητα των συμφερόντων ήταν το αποτέλεσμα σχέσεων κοινωνικών – κουμπαριάς – ή και ανάγκης. Η πολιτική επικράτηση χρειαζόταν πάντοτε πίεση και πειθώ από πρόσωπα κατάλληλα να ασκήσουν βία. Τα ίδια πρόσωπα μπορούσαν να εγγυηθούν πιο αποτελεσματικά από ό,τι η Χωροφυλακή την προστασία συγκεκριμένων περιουσιών, γεωργικών και κτηνοτροφικών. Ως αντάλλαγμα, οι κλεφτο-καπετάνιοι προσδοκούσαν την ατιμωρητί δράση τους σε βάρος άλλων ή την αμνήστευσή τους. Ήταν προσδοκία λογική και εφικτή, λόγω της αδυναμίας του κράτους να συντηρεί φυλακές και φυλακισμένους. Ο ληστής που διέθετε προστάτη στην εξουσία, όπως λεγόταν, ήταν στην ουσία κρατικός υπάλληλος. Όλες αυτές οι εκτροπές της νομιμότητας, είτε για υπερβάλλοντα ζήλο κατά τη δίωξη είτε για την επιλεκτική προστασία των ληστών, αποδίδονταν από τους πολιτικούς αντιπάλους της στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η κριτική αυτή καθιστούσε το κράτος συνυπεύθυνο για τη ληστεία, του στερούσε, θα λέγαμε, το ηθικό πλεονέκτημα του διώκτη.[12]
Το 1844 αποτελεί τομή για έναν ακόμη λόγο. Η επίσημη διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας και η πολιτική επικράτηση του Κωλεττισμού ανέδειξαν τους ενόπλους των βουνών ως παραστάτες της εθνικής αξιοπρέπειας· αυτοί ήταν ο στρατός του έθνους και όχι του κράτους.
Πρώτη ένδειξη ήταν η σκανδαλώδης υποκατάσταση τακτικών στρατιωτικών μονάδων από άτακτες, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Κωλέττη (1843-47). Απόδειξη ήταν τα γεγονότα που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, όταν η συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Ρωσίας απετράπη, ως γνωστόν, από τη δραστική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Με την ιδεολογική κάλυψη του θρησκευτικού πολέμου που είχε κηρύξει ο τσάρος Νικόλαος στα Βαλκάνια, οι καπετάνιοι του Ραδοβιτσίου, στην Ήπειρο, επαναστάτησαν τον Ιανουάριο του 1854, προσδοκώντας παράλληλα, μαζί με άλλους συναδέλφους τους στη Θεσσαλία, ότι, κι αν δεν ελευθερώνονταν, θα κατόρθωναν να ενισχύσουν και να αποκαταστήσουν τη θέση τους στο οθωμανικό σύστημα ασφαλείας, η οποία είχε κλονισθεί. Την επανάστασή τους, που χαρακτηρίστηκε ως δεύτερος ξεσηκωμός, ακολούθησαν ενθουσιασμένοι όλοι οι ληστές του ελληνικού βασιλείου, μέσα σε μια απίστευτη έκρηξη παρανομίας, την οποία δεν κατάφεραν να σταματήσουν ούτε τα τείχη των φυλακών. Η έξοδός τους ανακόπηκε με αγγλογαλλική ανοιχτή επέμβαση, λίγο πριν κλιμακωθεί σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Επέστρεψαν, λοιπόν, σε λίγους μήνες οι επαναστάτες στις βάσεις τους, σέρνοντας πίσω τους δεκάδες χιλιάδες αιγοπρόβατα και γελάδια αλλά και σημαντικά ποσά σε μετρητά, αφού λεηλάτησαν και φορολόγησαν συστηματικά Ήπειρο και Θεσσαλία, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Μαζί τους ακολούθησαν και αρκετοί λησταντάρτες πρόσφυγες, που αδυνατούσαν να επιστρέψουν πλέον στις βορείως του συνόρου πατρίδες τους.[13]
Η επιστροφή τους δεν συνοδεύθηκε από διάλυση των συμμοριών, αφού ο όγκος τους – τουλάχιστον 2.000 άνδρες στη Ρούμελη – όχι μόνον καθόριζε τους συσχετισμούς ισχύος των τοπικών αρχηγών, αλλά επίσης ασκούσε πίεση για μαζική αμνηστία. Όμως δεν ήταν δυνατόν ούτε να συγκρατηθούν, ούτε να προσποριστούν τα προς το ζειν. Πολλοί κατέφυγαν στα τάγματα της μισθοδοτούμενης από τους δήμους και αμφισβητούμενης για τη νομιμοφροσύνη των ανδρών της Οροφυλακής.
Ακολούθησε μια διετία σοβαρών και διαρκών ληστρικών επιθέσεων, άλλοτε στοχευμένων εναντίον ευπόρων γαιοκτημόνων – ακόμη και μέσα σε πολυπληθή αστικά κέντρα – άλλοτε γενικευμένων εναντίον χωριών, οι οποίες αμαύρωσαν το ηρωικό προφίλ των παλικαριών. Ο αριθμητικός συσχετισμός δυνάμεων ήταν υπέρ των σωμάτων καταστολής. Είναι άγνωστο, όμως, πόσοι πράγματι ήταν οι άνδρες που μπορούσαν να κινητοποιήσουν, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες, και κατά πόσο ήταν όλοι τους διατεθειμένοι να συνδράμουν τη δίωξη των ληστών. Πάντως η επιτήρηση και η αναμόρφωση της Οροφυλακής και η κινητοποίηση των αποσπασμάτων της Χωροφυλακής, ειδικά στη Ρούμελη, έφερε σημαντικά αποτελέσματα.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1855 είχαν συλληφθεί 524 ληστές και 204 συνεργάτες τους, ενώ είχαν σκοτωθεί σε συμπλοκές άλλοι 61.[14] Οι δίκες προχωρούσαν με λιγότερο ταχείς ρυθμούς, αφήνοντας τους «βασιλείς των ορέων» να σαπίζουν πριν καν καταδικαστούν. Το πλαίσιο της δίωξης ήταν ευνοϊκό, όχι μόνον λόγω της μεταστροφής του Τύπου. Τον Απρίλιο του 1856 υπογράφτηκε ελληνοτουρκική σύμβαση συνεργασίας για την καταπολέμηση της μεθοριακής ληστείας. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη δίωξη εγκλημάτων που είχαν διεξαχθεί στην όμορη επικράτεια, τη συνεργασία στην καταδίωξη, ακόμη και την ελεύθερη είσοδο τακτικού στρατού εκατέρωθεν για τον σκοπό αυτό. Παράλληλα, κινητοποιήθηκε και ο οθωμανικός στρατός σε Ήπειρο και Θεσσαλία, υποχρεώνοντας αρκετούς ληστές να επιχειρήσουν, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, να συνθηκολογήσουν. Μια αναφορά επισήμανε πως από την υπογραφή της σύμβασης συνεργασίας περίπου χίλιοι ληστές είχαν είτε σκοτωθεί είτε συλληφθεί. Σχεδόν 500, σύμφωνα με μια άλλη εκτίμηση, είχαν σκοτωθεί ή εκτελεστεί από το 1854 έως το 1858.[15]

Περικλής Παπαγεωργίου, Θωμάς Γκαντάρας, Λευτέρης Πλάτανος, Δημήτρης Παπαγεωργίου. Ληστές των Kαμβουνίων, 1922.
Όμως το ζήτημα της ληστείας δεν είχε λήξει. Η ανάγκη της υποκατάστασης των τακτικών ενόπλων δυνάμεων από άτακτους πολεμιστές προέκυψε αρκετές φορές μέχρι το τέλος του αιώνα και ακόμη αργότερα: κατά την Κρητική Επανάσταση του 1866, την Ανατολική Κρίση του 1877- 1878, της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885) και την κρίση, μέχρι πολέμου, των ελληνοτουρκικών σχέσεων του 1896-1897. Φυσικά κάθε εμπλοκή τους την ακολουθούσε κύκλος έντονης ληστρικής δράσης εντός και εκτός συνόρων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να απαξιώσουμε εξ ορισμού τα πατριωτικά αισθήματα των εμπλεκομένων και τις οικογενειακές τους παραδόσεις. Η επαναλαμβανόμενη δραστηριοποίηση στα επαναστατικά επεισόδια παγίωσε την πίστη του έθνους ότι οι καπετάνιοι των παλικαριών ήταν όντως οι ενδεδειγμένοι και αποτελεσματικότεροι ηγέτες του ελληνικού αλυτρωτισμού, ενώ την ίδια περίοδο η εκπαίδευση και η πεζογραφία καθαγίαζε συστηματικά το παρελθόν των κλεφτών. Αρκεί να θυμηθούμε τη φωτογραφία του φουστανελοφορεμένου Παύλου Μελά, αξιωματικού και μεγαλοαστού το 1904. Βόλευε φυσικά και τους ίδιους τους παρανόμους.

Παύλος Μελάς (1870-1904), αξιωματικός πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού και μακεδονομάχος, 21η Αυγούστου 1904.
Αν και εξέφραζαν την παράδοση, η αναβάπτισή τους στον εθνικισμό του 19ου αιώνα ήταν απολύτως διαχειρίσιμη. Φυσικά η ρομαντική αυτή εμπιστοσύνη στα παλικάρια εξέφραζε την περιφρόνηση προς το ανεπιτυχώς εκσυγχρονιζόμενο κράτος και τις ένοπλες δυνάμεις του, υποταγμένες στα κελεύσματα της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Δεν εξηγούσε όμως από μόνη της τη διάρκεια και την επιμονή του φαινομένου. Οι ληστές μπορούσαν όντως να μεταμορφωθούν σε εθνικούς ήρωες, να φορτωθούν τις ευθύνες της Πολιτείας, να δοξαστούν, να ηττηθούν, να τιμωρηθούν ή να αμνηστευθούν. Αλλά μετά επέστρεφαν στα λημέρια τους.
Η επιμονή της ληστείας χρήζει εξήγησης, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν αφ’ ενός η τεράστια πίεση που δέχτηκε η χώρα λόγω της γνωστής σφαγής επιφανών αλλοδαπών από κλέφτες στο Δήλεσι (1870)[16] αλλά και πολλές άλλες απαγωγές και ομηρίες ευρωπαίων περιηγητών, από τις οποίες έγινε γνωστός ο Νταβέλης, αφ’ ετέρου τα σκληρά μέτρα περί συλλογικής ευθύνης και οικογενειακών εκτοπισμών, που προέβλεπε ο Ν.374/1871 του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου.[17]

Η «Σφαγή στο Δήλεσι» ήταν η σύλληψη, η ομηρία και τελικά η θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις αρχές του Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι. Το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας, Αγγλίας και Ιταλίας, και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη. Οι ληστές οδηγούνται στην Αθήνα για να δικαστούν. Περιοδικό «Illustrated London News» (11 Ιουνίου 1870).

Η δίκη των ληστών της «Σφαγής στο Δήλεσι» από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, λιθογραφία του περιοδικού «Illustrated London News» (11 Ιουνίου 1870). Η δίκη, των επτά ληστών που είχαν επιβιώσει, πραγματοποιήθηκε στη μεγάλη αίθουσα του Βαρβακείου, την αίθουσα τελετών του σχολείου. Αριστερά σε φυσική εξέδρα της αίθουσας κάθεται ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ν. Ράδος έχοντας κοντά του δύο δικαστές, τον πρωτοδίκη Φραγκόπουλο και τον πάρεδρο Χορμόβα. Στη μία άκρη του τραπεζιού καθόταν ο Βασιλικός Επίτροπος και στην άλλη ο γραμματέας του δικαστηρίου. Στο βάθος, κάτω από το παράθυρο και αριστερά του Προέδρου, πίσω από τις κολώνες, διακρίνονται ο ένορκοι. Οι επτά κατηγορούμενοι, όλοι τραυματισμένοι, ήταν τοποθετημένοι κάτω και μπροστά από τους δικαστές. Δύο εξ αυτών, οι Λεωνίδας Καλομοίρας και Φώτιος Οικονόμου, ήταν τοποθετημένοι σε φορεία κάτω στο πάτωμα. Οι δύο συνήγοροί τους, οι Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και Πάνος Γουλιμής, κάθονται σε ένα τραπεζάκι κοντά τους και περιτριγυρισμένοι από φρουρούς. Στο κέντρο, στο βάθος, σε άλλο τραπεζάκι διακρίνονται οι δημοσιογράφοι. Οι πέντε από τους επτά ληστές αποκεφαλίστηκαν στο Πεδίον του Άρεως, στις 8 Ιουνίου 1870.
Οποιαδήποτε ερμηνεία πρέπει να λάβει υπόψιν της καταρχήν ότι η κατάρρευση του κόσμου των ορεινών συνεχιζόταν και στην ελληνική και την οθωμανική επικράτεια. Στη δεύτερη, μάλιστα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, στη δεκαετία του 1860, έπαυσε να λειτουργεί το αρματολίκι με οποιαδήποτε μορφή.
Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος μόνον της Ηπείρου το 1881 προκάλεσε νέα αναταραχή στην κίνηση των κοπαδιών, ενώ όλες οι μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την κατοχή γαιών, και στις δυο επικράτειες, ήταν προς όφελος των καλλιεργητών των πεδινών. Οι καλλιέργειες μείωναν τους βοσκότοπους και αύξαναν τα προβλήματα διέλευσης των κτηνοτρόφων. Τα εθνικά κινήματα – στα οποία πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις αλβανικές εξεγέρσεις – επίσης πολλαπλασίαζαν τους κινδύνους μεγάλων ζημιών, ασχέτως της στάσης που θα τηρούσαν τα τσελιγκάτα. Με δυο λέξεις, τα οικονομικά προβλήματα και η ανασφάλεια οδηγούσαν στην αναζήτηση εναλλακτικών πόρων και ενόπλων συμμαχιών.
Υποβλεπόμενες από την κεντρική εξουσία ως ληστοτρόφες, οι ορεινές κοινότητες υφίσταντο όλη την αγριότητα των διωκτικών αρχών, πολλές φορές άδικη ή υπερβολική. Έτσι ενδυναμωνόταν η πίστη στις δικές τους αρχές δικαιοσύνης και εντιμότητας, αρχές οι οποίες δεν απέκλειαν τη ληστεία. Αυτός ήταν ο κόσμος των κατατρεγμένων παλικαριών και έτσι τον περιέγραψε από τα τέλη του 19ου αιώνα και το δημοφιλέστατο ληστρικό μυθιστόρημα.[18]
Οι ορεινοί πληθυσμοί ήταν ταυτόχρονα οι φορείς και τα θύματα του ληστρικού φαινομένου. Από την άλλη, η εναλλακτική απασχόλησή τους στην υπηρεσία του κράτους, ως οροφύλακες κ.λπ. ήταν ελάχιστα αποδοτική και σε κάθε περίπτωση αδύνατον να αντισταθμίσει τα οφέλη μιας κλέφτικης περιόδου. Γενεές Ελλήνων (όπως και Αλβανών) λιποτακτών και κάθε είδους φυγόδικων θεωρούσαν απολύτως φυσικό αλλά και έντιμο να «βγουν στο κλαρί». Εξ άλλου, η ζήτηση ενόπλων δεν αφορούσε πλέον μόνον τα ορεινά. Οι συμμορίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, επιτελούσαν πλέον πολιτικό ρόλο και στα πεδινά, όχι βέβαια ως εκλογείς.

Οι λήσταρχοι Ματρώζος και Σαλογιάννης (Δράση: αρχή 20ου αιώνα-1928) – Αρχείο Φώτη Κόντογλου. Η φωτογραφία στάλθηκε από άγνωστο στο Φώτη Κόντογλου με την εξής σημείωση στην πίσω όψη: «Κύριε Φώτιε, ο πρώτος είναι ο ληστής Ματρώζος ευρισκόμενος εις φυλακάς Αιγίνης εις ισόβια δεσμά. Ο δε Σαλογιάννης ή Πατσοκήλης εφονεύθη κατά την σύλληψίν του. Με συγχωρής δια την αργοπορίαν».
Νομίζω ότι καθοριστικό ρόλο στη στενότερη σύνδεση των συμμοριών με τον πολιτικό παραγοντισμό και τις ανάγκες του σύγχρονου κράτους έπαιξε ο αγώνας για τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Η επ’ αμοιβή θητεία στις ένοπλες ομάδες ή η ένταξη συμμοριών στο μισθολόγιο των ιδιωτικών κομιτάτων – όχι χωρίς τις αντιρρήσεις των προξενείων – συνοδευόμενη μάλιστα με μεγάλη αναγνωρισιμότητα και κοινωνική αποδοχή, έφερε ακόμη πιο κοντά παράνομους κάθε είδους με τους προστάτες του αλυτρωτισμού, αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του στρατού, με τους οποίους συμπολέμησαν μέχρι και τους Βαλκανικούς πολέμους σε όλα τα μέτωπα. Όμως ο ρόλος τους δεν σταμάτησε εκεί, καθώς οι ίδιοι επιφανείς στρατιωτικοί και πολιτικοί αναμίχθηκαν ενεργά στην πολιτική σκηνή που συγκροτήθηκε στις νέες χώρες και διευκόλυναν την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κομματικό και πελατειακό σύστημα.[19] Η διαδικασία δεν ήταν απλή, διότι η περίοδος 1913-1936 ήταν πολιτικά ταραγμένη, αφ’ ενός λόγω του Εθνικού Διχασμού, αφ’ ετέρου λόγω των μειονοτήτων που το κράτος επιθυμούσε να αστυνομεύσει και οι πολιτικοί να χειραγωγήσουν προς όφελός τους.
Υπό συνθήκες ανώμαλες, στο πλαίσιο του Μεγάλου Πολέμου που διεξαγόταν και στην ελληνική επικράτεια, στα όρια μια εμφύλιας σύγκρουσης και με απεριόριστη διάθεση χρήσης βίας, οι ένοπλες συμμορίες, όπως του Γιαγκούλα, των Κουμπαίων και των Ρεντζαίων, είχαν πολλαπλές ευκαιρίες εναλλαγής ρόλων, εθνικών, πολιτικών και ληστρικών. Η παράνομη δράση τους συνίστατο πλέον σε σύγχρονα ποινικά αδικήματα και όχι μόνο στη ζωοκλοπή. Οι πολυάριθμες λιποταξίες της περιόδου, από την άλλη, πρόσφεραν άφθονο δυναμικό, εκπαιδευμένο στη χρήση όπλων και διατεθειμένο να τραβήξει τη σκανδάλη.[20]
Εξ άλλου, ελάχιστα είχε αλλάξει το γεωργικο-κτηνοτροφικό προφίλ της ελληνικής ορεινής κοινωνίας και οικονομίας. Αντίθετα, η αγροτική μεταρρύθμιση και η διανομή γαιών σε μικρούς καλλιεργητές αλλά όχι σε κτηνοτρόφους έκανε ακόμη δυσκολότερη τη ζωή των δεύτερων.
Έχει υποστηριχθεί ότι η ληστεία δεν οφειλόταν στις εγκληματικές προθέσεις των κατοίκων αλλά στις δύσκολες συνθήκες που δημιουργούσε η πολιτεία μέσω του φοροεισπράκτορα, του δασοφύλακα και του χωροφύλακα αλλά και της κατάχρησης του μέτρου του εκτοπισμού των ληστοτρόφων.[21] Ακόμη κι αν αυτό είναι δύσκολο να αποδειχθεί, σίγουρα αποτελούσε σταθερό μοτίβο της ρητορίας/απολογίας των ληστών, που γνώριζαν ότι απευθύνονταν σε μια κοινή γνώμη ευαίσθητη και δεκτική στις κατηγορίες σκληρότητας, δολιότητας και διαφθοράς που εξαπέλυαν κατά του κράτους και θετικά διακείμενη – και για λόγους σχολικής εκπαίδευσης – προς την «κλεφτουργιά».
Η αίσθηση της πολιτικής εμπλοκής επιτάθηκε από τις πολιτικές κατηγορίες που αλληλοεκτοξεύθηκαν μεταξύ Λαϊκών και Βενιζελικών, με αφορμή συγκλονιστικές ληστείες, όπως του τρένου στον Δοξαρά της Λάρισας το 1924, της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας στην Πέτρα Πρεβέζης το 1926, την απαγωγή των βουλευτών Μελά και Μυλωνά κοντά στα Ιωάννινα το 1928 και την απαγωγή του γερουσιαστή Χατζηγάκη και άλλων 120 ατόμων κοντά στα Τρίκαλα το 1929.[22]
Παρά τις προσπάθειες του Βενιζέλου, τα κατασταλτικά μέσα του Ιωάννη Μεταξά αλλά και τη νομοθεσία του για περιστολή της αιγοβοσκής (1937) – άρα και της νομαδικής κτηνοτροφίας – τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 έφεραν και πάλι το επίκεντρο της ελληνικής ιστορίας στα ορεινά, αλλά βέβαια για διαφορετικούς λόγους. Πέραν της διαπιστωμένης γοητείας της «κλεφτουργιάς», έχει υποστηριχθεί πως ρόλο στη συγκρότηση της ένοπλης αντίστασης κατά των κατακτητών έπαιξαν τόσο τα ληστρικά όσο και τα παραστρατιωτικά δίκτυα του Μεσοπολέμου, ειδικά στην κατοχική και μετακατοχική αντιπαράθεση του ΕΔΕΣ με τους Τσάμηδες· αν και γνωστότερες είναι οι «προσχωρήσεις» ληστών στον ΕΛΑΣ, που εξασφάλισε ο Άρης Βελουχιώτης στη Ρούμελη.

Ο λήσταρχος Γεώργιος Καραθανάσης από την Αράχοβα, που, επικεφαλής ομάδας εγκάθετων, επιχείρησε να δολοφονήσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αργά το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933, στην περιοχή Παράδεισος Αμαρουσίου, «κατ’ εντολήν κρατικών λειτουργών και αξιωματούχων της χωροφυλακής», χωρίς όμως να τα καταφέρει. (Αρχείο: Άρης Ρούσσαρης).
Ένα άλλο μέρος παράνομων άσκησε το ληστρικό και δολοφονικό του έργο προσχωρώντας στον χώρο των Ταγμάτων Ασφαλείας. Κάποιο μέρος των δικτύων αυτών φαίνεται ότι επιβίωσε μεταπολεμικά και δραστηριοποιήθηκε μέσα από τα Τάγματα της Εθνοφυλακής.[23] Αλλά δεν ήταν πλέον ποινικά διωκόμενοι οι ένοπλοι αυτοί άνδρες. Ήταν μέρος του κρατικού συστήματος ασφαλείας. Εξ άλλου, μετά τον Εμφύλιο, τα βουνά είχαν παύσει να αποτελούν ζωτικό οικονομικό χώρο. Τα παλικάρια και οι παλικαράδες πήγαν στις πόλεις για ένα διαφορετικό αντάρτικο, που εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα εσωτερικής ασφάλειας και να εμπνέει κάποιους νοσταλγούς.
Είναι δύσκολη και ανοιχτή στην έρευνα η αποτίμηση της ληστείας ως προβλήματος ασφάλειας. Οι διαθέσιμες στατιστικές δείχνουν ότι οι συμμορίες απασχολούσαν χιλιάδες άνδρες και επιβάρυναν το δικαστικό και το σωφρονιστικό σύστημα. Τα νομοθετικά και άλλα μέτρα σύστασης σωμάτων ασφάλειας, οι αναφορές του Τύπου, οι διεθνείς παρεμβάσεις τεκμηριώνουν πως το πρόβλημα δεν ήταν αμελητέο. Η βαρύτητά του, όσον αφορούσε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και τη διεθνή εικόνα του βασιλείου, είναι ξεκάθαρη. Είναι επίσης ξεκάθαρη η σημασία της ληστείας ως παράγοντα της πολιτικής σκηνής από τις αντικαποδιστριακές και αντιοθωνικές εξεγέρσεις έως τις απαγωγές βουλευτών στον Μεσοπόλεμο. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να αποτιμηθεί πόσο σημαντικούς πόρους απορροφούσαν τα μέτρα εναντίον τους, ειδικά αν θυμηθούμε πως η υποστήριξη των ληστών όσο και των διωκτών τους βάρυνε κατά μεγάλο μέρος τις τοπικές κοινωνίες – το περίφημο αίτημα φιλοξενίας «κότα-πίτα».
Είναι επίσης αδύνατο να εκτιμηθεί η οικονομική ζημία που επέφερε η ληστρική δράση στους ιδιώτες. Οι αναφορές σε χιλιάδες χρυσές λίρες, γρόσια και σε εκατομμύρια δραχμές που καταβλήθηκαν ως λύτρα από οικογένειες, κοινότητες, το ελληνικό κράτος ή από ξένες κυβερνήσεις μάς δίνουν μια εικόνα των ανώτερων ορίων του ληστρικού τζίρου, χωρίς να σημαίνει πως όλα αυτά ήταν κέρδη ή κέρδη κατά κεφαλήν ούτε καν ότι υπήρχαν τακτικά κέρδη. Οι αναφορές στα χιλιάδες αιγοπρόβατα που άλλαζαν χέρια κατά τις επιδρομές στη Θεσσαλία επίσης σηματοδοτούν εξαιρετικές ληστρικές κινητοποιήσεις αλλά όχι την κανονικότητα της ζωοκλοπής. Ακόμη όμως κι αν μπορούσαν να αποτιμηθούν οι παραπάνω ζημίες και πόροι θα έπρεπε να αναρωτηθεί ο ιστορικός αν τα ποσά αυτά, ως ποσοστά του εθνικού προϊόντος, ήταν μεγαλύτερα ή μικρότερα από όσα δαπανούσαν ή ζημίωναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την αντιμετώπιση της ληστείας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως οι απαγωγές Βρετανών υπηκόων για απόσπαση υπέρογκων λύτρων, π.χ., ήταν σύνηθες φαινόμενο σε ολόκληρο τον μεσογειακό χώρο κατά τον ύστερο 19ο αιώνα.[24] Ακόμη κι αν οι υπολογισμοί αυτοί είναι αδύνατοι, πρέπει πάντως να δεχτούμε ότι η ληστεία βιωνόταν ως σημαντικό ζήτημα ασφάλειας του ελληνικού κράτους για έναν αιώνα.
Συνοψίζοντας, πρέπει να επισημανθεί εκ νέου ότι προφανώς υπάρχει ένα κοινό πλαίσιο της εξέλιξης του ληστρικού φαινομένου στον ελληνικό χώρο: είναι τα βουνά και η ορεινή οικονομία, ένας χώρος μακριά από την κάθε είδους κρατική εξουσία, που ευνοεί – όχι μόνον στην Ελλάδα – την ανάπτυξη μιας προνεωτερικής κουλτούρας ανεξαρτησίας, υπέρβασης των κοινωνικών συμβάσεων, δεμένης με συγγενικά δίκτυα και κορωνίδα της τα νεαρά παλικάρια, πρότυπα φυσικής αντοχής, εκφραστές και υπερασπιστές της απόλυτης ανεξαρτησίας.
Η ληστεία προέκυψε μέσα από τα προβλήματα που δημιούργησε η μετά πολλών αντιστάσεων ενσωμάτωση του ανθηρού αυτού χώρου στην υπόλοιπη κοινωνία και οικονομία του ελλαδικού χώρου, μέχρι την πλήρη παρακμή και αφομοίωσή του. Φυσικά δεν ήταν όλα τα παλικάρια ληστές ούτε όλοι οι ληστές γέννημα και θρέμμα των βουνών. Όμως εκεί ήταν πάντοτε τα καταφύγιά τους και ο χώρος που διαμόρφωνε το ήθος και τις «επαγγελματικές» αρετές τους. Έτσι κλέφτες, ληστές και παλικάρια ταυτίστηκαν. Τα βουνά έμειναν τα ίδια, όμως το ήθος των κλεφτοπαλικαριών άλλαζε. Όσο το κέντρο εξουσίας ήταν μακριά, προσκυνούσαν τους Οθωμανούς τοπάρχες και τους Αλβανούς δερβεναγάδες και έμπαιναν στη δούλεψη αρματολών ή άλλων ευπόρων που εξασφάλιζαν τη μισθοδοσία τους. Μπήκαν στην υπηρεσία και του ελληνικού έθνους-κράτους, εμπλούτισαν την ιδεολογία τους με εθνικά και πολιτικά αιτήματα, που διευκόλυναν τη δράση τους εντός και εκτός συνόρων. Η συνεργασία ήταν αμοιβαία επωφελής. Όμως από αρνητές του κράτους έγιναν εν τέλει σύμβολα και φορείς – έστω αφερέγγυοι – της εθνικής ιδεολογίας, μαχητές της επέκτασης των ελληνικών συνόρων, μιας τακτικής που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της εποχιακής λεηλασίας. Μακροπρόθεσμα όμως το σύνορο ήταν θηλιά στον λαιμό τους. Η εμπλοκή τους στις εθνικές περιπέτειες τούς έφερε κοντά στη λογική των κοινοβουλευτικών ανταγωνισμών, τους έκανε αν όχι υπαλλήλους του Δημοσίου, σίγουρα πελάτες του, αφού από αυτό προσδοκούσαν αμνηστία, προστασία, οπλισμό και ευκαιρίες δράσης. Δεν ήταν βολικοί πελάτες, αλλά πάντως η παλικαριά και το ένοπλο επάγγελμά τους δεν είχαν νόημα έξω από το ελληνικό εθνικό και κρατικό πλαίσιο. Όταν ο μεθοριακός αλυτρωτισμός ολοκληρώθηκε επιτυχώς, το 1913, πέρασαν πλέον οριστικά στην «πολιτική ληστεία», όχι μόνον με την καταπίεση των ψηφοφόρων ή άλλων εσωτερικών εχθρών αλλά και με τις πολιτικές προκλήσεις που συνιστούσε η ποινική δράση τους. Βέβαια, η λέξη «παλικαριά» δεν έπαψε να χρησιμοποιείται για τους παρανόμους κάθε είδους, όμως πάντοτε εντός εισαγωγικών.
Υποσημειώσεις
[1] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές: η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα (Αθήνα: Ερμής, 1979) και John S. Koliopoulos, Brigands with a Cause: Brigandage and Irredentism in Modern Greece 1821-1912 (Oxford: Oxford University Press, 1987).
[2] Riki van Boeschoten, From Armatolik to People’s Rule: Investigation into the Collective Memory of Rural Greece, 1750-1949 (Amsterdam: A.M. Hakkert, 1991).
[3] Koliopoulos, Brigands with a Cause, 292-325.
[4] Βλ. τις «Εισαγωγικές παρατηρήσεις» στο Βασίλης Κ. Γούναρης (επιμ.), Ήρωες των Ελλήνων: οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων (Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής, 2014), 11-26. Βλ. επίσης Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός (Αθήνα: Πλέθρον 1997) και Σωτηρούλα Βασιλείου, Ανταμοιβές των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης 1828-1844 (Αθήνα: Παπαδόπουλος, 2021).
[5] Koliopoulos, Brigands with a Cause, 31-33.
[6] Δημήτρης Θ. Τσιάμαλος, Οι αρματολοί της Ρούμελης: μελέτη για τις αρματολικές συγκρούσεις και τα αρματολικά-συγγενικά δίκτυα της περιοχής κατά την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο του 1821 (Αθήνα: Παπαζήσης 2009), 43-60· Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος, 1821-1862 (Αθήνα: Παπαζήσης, 2005), 49-52.
[7] Koliopoulos, Brigands with a Cause, 20-66· Βασίλης Κ. Γούναρης, Δεν είν’ ο περσινός καιρός… Έλληνες κλεφταρματολοί και Αλβανοί στασιαστές, 1829-1831 (Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2019), 31-32.
[8] Γούναρης, Δεν είν’ ο περσινός καιρός, passim.
[9] Κολιόπουλος, Ληστές, 2-63.
[10] Koliopoulos, Brigands with a Cause, 86-104.
[11] Για την άποψη αυτή βλ. Κυριάκος Δ. Κάσσης, Αντιεξουσιαστές και ληστές στα βουνά της Ελλάδας (Α΄ 1821-871) (Μάνη-Αθήνα: Ιχώρ-ΑΛΛΕΑΣ, 2000).
[12] Koliopoulos, Brigands with a Cause, 105-134.
[13] Ό.π., 135-166.
[14] Ό.π., 159.
[15] Ό.π., 165-166.
[16] Romilly Jenkins, The Dilessi Murders: Greek Brigands and English Hostages (London: Prion Lost Treasures, 1998).
[17] Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος (μέσα 19ου-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα: Εστία), 79.
[18] Χρήστος Α. Δερμεντζόπουλος, Το ληστρικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, μύθοι-πα- ραστάσεις-ιδεολογία (Αθήνα: Πλέθρον 1997).
[19] Βασίλης Κ. Γούναρης «Ο Μακεδονικός Αγώνας στο τέλος του: προσπάθειες αναδιοργάνωσης και καινούριες κατευθύνσεις», Πρακτικά του Συμποσίου «Ο Μακεδονικός Αγώνας» (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1987), 113-124 και του ιδίου «Βουλευτές και Καπετάνιοι: Πελατειακές σχέσεις στη μεσοπολεμική Μακεδονία», Ελληνικά 41 (1990), 313-335.
[20] Spyros Tsoutsoumpis, Land of the Kapedani: Brigandage, Paramilitarism and Nation-building in 20th Century Greece”, Balkan Studies 51 (2016), 35-67.
[21] Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος, 141 και 145.
[22] Αναστασόπουλος, Η ληστεία στο ελληνικό κράτος, 147-68 και του ιδίου, Παραβατικές συμπεριφορές και καταστολή στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο: το παράδειγμα του Νομού Ιωαννίνων, τ. 1-2 (Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 2012).
[23] Spyros Tsoutsoumpis, Violence, Resistance and Collaboration in a Greek Borderland: The Case of the Muslim Chams of Epirus”, Qualestoria 43 (2015), 119-138.
[24] Martin Blinkhorn, «Avoiding the Ultimate Act of Violence: Mediterranean Bandits and Kidnapping for Ransom, 1815-1914», στο Stuart Carroll (επιμ.), Cultures of Violence: Interpersonal Violence in Historical Perspective (Houndmills, Basingstoke & New York: Palgrave, 2007), 192-211.
Βασίλης Κ. Γούναρης
Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ
Τα διακόσια χρόνια του Ελληνικού Κράτους Δομές και Θεσμοί 8. «Ένοπλες δυνάμεις και εσωτερική ασφάλεια (1830-2022)», Αθήνα 2023, Τράπεζα Πειραιώς – Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Σχετικά θέματα:











Σχολιάστε