«Κανονιστικές πειθαρχίες» και «τεχνολογίες της βίας» στη νότια Πελοπόννησο. Ξαναδιαβάζοντας το φαινόμενο της αντεκδίκησης (γδικιωμού) στον προφορικό-λαϊκό πολιτισμό της Μάνης*- Γιώργος Ανδρειωμένος
Εισαγωγικά
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα, και μοναδικά ως προς τον τρόπο της εξέλιξής τους, έθιμα της ελληνικής γης είναι εκείνο της αντεκδίκησης (πιο γνωστό με τη βενετσιάνικη ονομασία του: βεντέτα), το οποίο εντοπίζεται σε πολλές περιοχές της υφηλίου, αλλά και του ελληνισμού – προεξαρχουσών της Μάνης και της Κρήτης. Μάλιστα, στη λωρίδα της νότιας Πελοποννήσου, που εκτείνεται, χονδρικά, από τη Βέργα του νομού Μεσσηνίας, στη δυτική πλευρά, και από το Γύθειο του νομού Λακωνίας, στην ανατολική, καταλήγοντας στο ακρωτήριο Ταίναρο, υπό τη σκιά του Ταϋγέτου, και αποκλήθηκε από τους ιστορικούς, τους μελετητές και τους περιηγητές Μάνη, το έθιμο αυτό αποκαλείται από τους ντόπιους γδικιωμός – με την έννοια ότι καλείται κάποιο μέλος της ευρύτερης οικογένειας να πάρει το αίμα του πίζου, ώστε να (γ)δικιωθεί, μέσω της (αντ)εκδίκησης, ο φόνος ενός συγγενικού προσώπου, του οποίου το αίμα που χύθηκε ζητά δικαίωση και αποκατάσταση της τρωθείσας οικογενειακής τιμής.
Το φαινόμενο, βέβαια, αυτό έχει, πλέον, σχεδόν εκλείψει ανάμεσα στους Μανιάτες, ειδικά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου συντελέστηκαν τόσα πολλά και ακραία εγκλήματα, λόγω πολιτικών (πρωτίστως) αλλά και προσωπικών (δευτερευόντως) διαφορών, ώστε παλαιότεροι πολιτισμικοί κώδικες, που επικρατούσαν επί αιώνες στην άγονη και άνυδρη αυτή περιοχή, ανάμεσα στους οποίους και το έθιμο του γδικιωμού, σταδιακά εκφυλίστηκαν ή, τέλος πάντων, έχασαν την πρότερη δραστικότητά τους και σημασία τους.
Βέβαια, σε αυτό το τελευταίο συνετέλεσαν και μια σειρά από άλλοι παράγοντες, όπως η ίδρυση σχολείων και η μείωση του αναλφαβητισμού, η σταδιακή ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου και η επαφή με άλλες περιοχές, η εμπέδωση ενός κράτους δικαίου και η επίλυση των διαφορών μέσω των δικαστηρίων, η αλλαγή της στάσης των πολιτικών του τόπου που έπαψαν να ενθαρρύνουν ακόμη και να υποστηρίζουν με παρεμβάσεις τους στη δικαιοσύνη) τις προσωπικές διαμάχες προκειμένου να αποκτήσουν οι ίδιοι οφέλη, η μετανάστευση των Μανιατών σε άλλες περιοχές της ημεδαπής και της αλλοδαπής με αποτέλεσμα την ουσιαστική ερήμωση των χωριών κ.λπ.
Τάσσος, «Το στιλέτο» (περ. Νεοελληνικά Γράμματα, 16–11–1940). Το χαρακτικό κοσμεί το εξώφυλλο των πρακτικών του Συνεδρίου «Βία και εξουσία: ίχνη στο σώμα της λογοτεχνίας», όπου φιλοξενείται και η παρούσα ανακοίνωση.
Ωστόσο, όπως έδειξε πρόσφατη τηλεοπτική σειρά («Η γη της ελιάς»), αλλά και διάφορα λογοτεχνικά έργα, ο γδικιωμός συνεχίζει να κινεί την προσοχή και να προξενεί την εντύπωση του σύγχρονου κοινού, το οποίο, σε γενικές γραμμές, είναι ανενημέρωτο ως προς το συγκεκριμένο έθιμο, που στις παλαιότερες εποχές δέσποζε στη Μάνη, σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μην είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί πως η περιοχή βρισκόταν, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, σε έναν διαρκή πόλεμο μεταξύ των οικογενειών της. Μάλιστα, ο πόλεμος αυτός ήταν πραγματικός, με τους δικούς του κανόνες και με αρχές που προσιδιάζουν σε μιαν αληθινή πολεμική σύρραξη.
Επομένως, έχει αξία να επιχειρήσει κανείς να ανιχνεύσει τις βαθύτερες αιτίες που προκαλούσαν το αιματηρό αυτό έθιμο, ειδικά στη Μάνη, να αναλύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και να εξηγήσει πώς λειτουργούσε μέσα στη μανιάτικη κοινωνία – μιας και, εκτός από προσωπικές, είχε, κυρίως, κοινωνικές προεκτάσεις, αφού εμπλέκονταν στον κύκλο του αίματος ολόκληρες οικογένειες και ο περίγυρος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα και, ορισμένες φορές, παρενέβαινε με τρόπο αποφασιστικό είτε στην ανάπτυξη είτε στη διευθέτηση των διαφορών.
Τέλος, ας σημειωθεί πως ιστορίες από τέτοιες συγκρούσεις και αντεκδικήσεις διασώθηκαν σε πλήθος παραδόσεων, διηγήσεων και δημοτικών τραγουδιών της περιοχής, προσδίδοντας στο έθιμο του γδικιωμού μια μοναδικότητα, αφού σπάνια, σε άλλες περιοχές που ενδημεί η βεντέτα, τα καθέκαστά της τραγουδιόνται ή αποτελούν αντικείμενο λαϊκών αφηγήσεων.
Ο χαρακτήρας των Μανιατών, ο ρόλος της πατριάς και το έθιμο του γδικιωμού
Η βιβλιογραφία γύρω από το συζητούμενο θέμα είναι αρκετά αξιόλογη – αν και τα τελευταία χρόνια δεν απασχολεί τους λαογράφους και τους ιστορικούς της Μάνης στον βαθμό που παλαιότερα τους κέντριζε το ενδιαφέρον. Έτσι, έχει σημασία, κατά τη γνώμη του γράφοντος, να δει κανείς, αφενός μεν, πώς περιγράφεται η αυτοδικία και ο γδικιωμός από γνώστες του θέματος – ιδίως από παλαιότερους (και, επομένως, πιο κοντινούς στο ζήτημα) μελετητές που αναφέρθηκαν στο εν λόγω έθιμο, όχι μόνο για να συζητήσουν το φαινόμενο αλλά και για να συμβάλουν, με τις προτάσεις τους, στη θεραπεία του -, αφετέρου δε, τους τρόπους με τους οποίους ο δικαιωμός ξεπροβάλλει μέσα από τις αφηγήσεις τοπικών δημοτικών τραγουδιών.

«Η Βεντέττα Εν Μάνη» του Νικόλαου Κατσικάρου, 1933. Μια σημαντική μελέτη για τα έθιμα της Βεντέτας «γδικιωμού».
Όλα ξεκινούν από τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του Μανιάτη: ποτέ δεν ξεχνά πόσο υποχρεωμένος αισθάνεται απέναντι σε όσους ευεργέτησαν τον ίδιο ή κάποιο συγγενή του, όπως και ποτέ δεν λησμονεί όσους τον έβλαψαν ή πρόσβαλαν δικό του άνθρωπο· μάλιστα, η ατίμωση και – πολύ περισσότερο – ο φόνος κάποιου συγγενικού προσώπου ήταν πράξεις που δεν μπορούσαν να συγχωρεθούν εύκολα, με αποτέλεσμα το κακό και η έχθρα να περνούν από γενιά σε γενιά.
Τέτοιοι συγγενείς θεωρούνται όσοι ανήκουν στην ίδια οικογένεια ή φέρουν επώνυμα των οποίων οι οικογένειες έχουν κοινή καταγωγή, ενώ, σε παλαιότερες εποχές, αναλάμβανε μία οικογένεια τέτοιου είδους «ιερές υποχρεώσεις» προς κάποιαν άλλην, με την οποία δεν συνδεόταν με κάποιον συγγενικό δεσμό αλλά με ένα είδος αμοιβαίας συνθήκης, είτε παντοτινής είτε συγκυριακής αλληλοϋποστήριξης, που αποκαλείτο «συντροφιά». Φυσικά, προτεραιότητα είχαν οι εξ αίματος συνδεόμενοι με συγγενικούς δεσμούς και ιδίως όσοι έφεραν το αυτό οικογενειακό όνομα, ανεξαρτήτως του πόσο κοντινή ή απομακρυσμένη ήταν η συγγένεια· και αυτό το τελευταίο κυριάρχησε στα κατοπινότερα χρόνια.
Ας σημειωθεί ότι στη Μάνη ο ρόλος της οικογένειας (πατριάς, γενιάς) υπήρξε εξόχως σημαντικός, μιας και η κοινωνική οργάνωση ήταν κατά βάση πατριαρχική. Μάλιστα, ο παλαιός διαχωρισμός των οικογενειών της περιοχής σε Νικλιάνους (=ισχυρούς) και Φαμέγιους (=ασθενείς), η συνήθεια οι πρώτοι να φέρονται δεσποτικά, κυριαρχικά και υπεροπτικά απέναντι στους δευτέρους (που, σε έναν βαθμό, ανακαλούν στη μνήμη τις σχέσεις Σπαρτιατών και Ειλώτων), καθώς και οι διαμάχες μεταξύ των ισχυρών οικογενειών δημιουργούσαν ένα περιβάλλον εκρηκτικό και διαρκούς έντασης.
Οι ισχυρότερες των πατριών, μάλιστα, κλείνονταν στους πετρόκτιστους πύργους τους, οι οποίοι κτίζονταν από όλα τα μέλη τους και ανήκαν σε όλη τη γενιά, έχοντας οικογενειακό χαρακτήρα, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Νικλιάνοι κατακρήμνιζαν τους πύργους των Φαμέγιων, όταν οι τελευταίοι επιχειρούσαν το κτίσιμό τους. Χώρια που στη στενή αυτή λωρίδα της γης οι παλαιότερες και ισχυρότερες των οικογενειών αποτελούνταν από πολυάριθμα μέλη, φέροντα σε πολλές περιπτώσεις διαφορετικά επώνυμα αλλά συνδεόμενα με εξ αίματος συγγένεια μεταξύ τους.
Σε ένα φυσικό περιβάλλον, λοιπόν, άνυδρο και πετρώδες, στο οποίο το συγκοινωνιακό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και συγκροτείτο πρωτίστως από μονοπάτια, με ελάχιστη αναλογικά καλλιεργήσιμη γη και με λούρες χωραφιών, στις οποίες ο γεωργός και ο κτηνοτρόφος έπρεπε να δώσει έναν καθημερινό «πόλεμο» για να τις καταστήσει αποδοτικές, έστω και κατ’ ελάχιστον, σε ένα μέρος όπου κυριαρχούν κλιματολογικές συνθήκες εντελώς άστατες και όπου τα παραγόμενα λιγοστά προϊόντα μόλις και μετά βίας επαρκούσαν να παράσχουν τις εντελώς απαραίτητες θερμίδες για τις κοπιώδεις εργασίες των κατοίκων που απαιτούνταν να γίνουν ώστε να επιβιώσουν, σε έναν τόπο με περισσή φτώχεια όπου κατοικούσαν πολύ περισσότερες ψυχές απ’ όσες θα μπορούσε να θρέψει, ήταν μάλλον φυσικό να εμφανιστούν φαινόμενα διεκδικήσεων γαιών – ειδικά από τη στιγμή που η δύναμη των ισχυρότερων οικογενειών μπορούσε εύκολα να δοκιμαστεί επί των ασθενεστέρων.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τη μακροχρόνια έλλειψη ποινικού κώδικα και την επικράτηση του εθιμικού δικαίου, την άμιλλα για το ποιος θα φονεύσει περισσότερους αντιπάλους κατά τις εχθροπραξίες με επίδοξους εισβολείς, την ιδέα της ένδοξης και κάποτε ευγενούς) καταγωγής του, καθώς και ένα είδος παθολογικού εγωισμού, θρεμμένου, αφενός μεν, από τις δύσκολες συνθήκες με τις οποίες έπρεπε ο Μανιάτης να αντιπαλέψει και να βγει νικητής, ώστε τελικά να επιβιώσει, αφετέρου δε, από το απάτητο των εδαφών από επιδρομές και επιχειρήσεις δυνάμεων που προσπάθησαν να υποτάξουν τη Μάνη, μπορεί, ενδεχομένως, να κατανοήσει, έως έναν βαθμό, ευκολότερα τη θρυλούμενη στενοκεφαλιά των ντόπιων, ιδίως κατά τα παλαιότερα χρόνια, την ευθιξία τους, ακόμη και τα φαινόμενα των αντεκδικήσεων, πάντα στο πλαίσιο του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, τόσο σε ατομικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο, μιας και οι πατριές υπήρξαν, όπως ειπώθηκε, διαχρονικά κύριο συστατικό της κοινωνικής οργάνωσης στα μέρη αυτά.
Οι αντιμαχίες, οι φιλονικίες και οι αντεκδικήσεις, στο πλαίσιο των οποίων καλούνταν οι άρρενες συγγενείς:
Να ‘ρθη κοντά μου να do διού
να do δαγκάσ’ από τ’ αυτί
να μεγαλούση ν’ αξιωθή
ο πατέρα του να γδικιωθή!…[1]
ήταν, λοιπόν, ένα μάλλον καθημερινό φαινόμενο στη συγκεκριμένη περιοχή, ιδίως στους παλαιότερους αιώνες, όπως μαρτυρείται από έναν αριθμό πηγών.
Άλλος άλλον καρτερεί διά να τον φονέψη…
και άλλος φονικόν χρωστά και άλλου χρωστούνε,
θα γράψει χαρακτηριστικά ο Νικήτας Νηφάκος στο περίφημο στιχούργημά του, ενώ και η λαϊκή μούσα δεν παρέλειψε να αποτυπώσει τις καταστροφές και τα οδυνηρά αποτελέσματα του εθίμου στα εύγλωττα δίστιχα:
μαύρη μας μοίρα και κακιά
πού να σταθούμε τ’ αρφανά!
και
σπίτια ξεσπιτωμένα μου
κλειδιά παραδομένα μου!…
ή στους σπαρακτικούς στίχους της συζύγου του θανόντος:
Ώιμε και τί να γενού
η άμερη κ’ η καψερή
και πού να πάου να σταθού
ωσά δεντρί με στο βουνί;
πώς θ’ αναστήσου τ’ αρφανά
δίχως πατέρα ν’ αργαστή;
Το ίδιο εύγλωττο και εξόχως παραστατικό, ως προς την κατάσταση που επικρατούσε στα 1716 με 1717 στη Μέσα Μάνη, είναι ένα χειρόγραφο ημερολόγιο ενός πρακτικού χειρουργού ιατρού, ονόματι Παπαδάκη, καταγόμενου από τη Λάγια,[2] στο οποίο αναφέρονται με λεπτομέρειες πόσους και πόσες εγιάτρεψε από πολλά χωριά της περιφέρειας αυτής: οι τραυματίες αναφέρονται, ανά τόπο, με τα παρατσούκλια τους και τα τραύματα έχουν προκληθεί με ποικίλα μέσα[3] και σε όλα σχεδόν τα μέρη του σώματος.[4]
Το τελετουργικό του γδικιωμού
Και ποιες ήταν οι ανάλογες υποχρεώσεις που είχε καθήκον να εκπληρώσει, ως προς τη διαδικασία της αντεκδίκησης, ο «φυσικός Μανιάτης» απέναντι στους οικείους του που έφεραν το ίδιο όνομα ή συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς;
Πρώτ’ απ’ όλα, όφειλε να «αποδώσει εντόκως τα ίσα», όπως λεγόταν, σε αυτούς που τόλμησαν να προσβάλουν μέλος της οικογενείας τους, ώστε να αρθεί η οποιαδήποτε προσβολή της οικογενειακής τιμής, διότι η τελευταία δεν περιοριζόταν μόνο στο άτομο, στο σπίτι και στους στενούς συγγενείς που είχαν προσβληθεί, αλλά επεκτεινόταν και σε καθέναν που έφερε το αυτό επώνυμο.
Η υποχρέωση, ωστόσο, αυτή γινόταν ακόμη εμφατικότερη στην περίπτωση που κάποιο μέλος της οικογένειας είχε φονευθεί, οπότε οιοσδήποτε συγγενής, για να μη θεωρηθεί δειλός ή άτιμος και να τηρήσει το εθιμικά προσδιορισμένο αυτό «ιερό του χρέος» απέναντι στους συμπολίτες του, στους συγγενείς του αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό, έπρεπε να φροντίσει να εξαλειφθεί το αντίστοιχο οικογενειακό «άγος», αποδίδοντας «τα ίσα» κατά παντός μέλους της εχθρικής οικογενείας.
Το «Οικογενειακό Συμβούλιο»
Το απορρέον εκ των ανωτέρω εγχείρημα δεν το αναλάμβανε κάποιος απερίσκεπτα και χωρίς προετοιμασία. Όσοι άνδρες της οικογένειας μπορούσαν να φέρουν όπλα, προσκαλούνταν να συγκεντρωθούν στην οικία κάποιου μέλους των συγγενών – στα παλιότερα χρόνια του πιο ηλικιωμένου και αργότερα του πλουσιότερου ή του πλέον προβεβλημένου – και συσκέπτονταν προκειμένου όχι μόνο να αποφασιστεί το ποιος, πότε και πώς θα αναλάμβανε να πάρει εκδίκηση για την προσβληθείσα οικογενειακή τιμή, αλλά και ποια θα ήταν τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για να στεφθεί με επιτυχία η απόπειρα και να αντιμετωπιστούν όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν από την άλλη πλευρά. Γιατί το μόνο που ήξεραν καλά όσοι συμμετείχαν σε μια συνάθροιση όπως η πιο πάνω, ήταν πως, αν ξεκινήσουν τα φονικά από κάποιον Μανιάτη, τα αποτελέσματα της αντεκδικήσεως θα παρέσυραν «και τον έσχατον» των συγγενών του.
Και τούτο δεν ίσχυε μόνο για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο γδικιωμός θα πραγματοποιείτο σε τοπικό επίπεδο, αλλά και όταν επρόκειτο να επισυμβεί σε χώρους μακρινούς από τη Μάνη, ακόμη και στην αλλοδαπή· σε μια τέτοια περίπτωση, η επιλογή του «εκτελεστή» της βεντέτας γινόταν ανάμεσα στα κατώτερα (ηλικιακά) μέλη της γενιάς ή ρίχνονταν «σκαρφιά» (=κλήροι) για να αναδειχθεί τυχαία ποιος από τους νέους «θα πάρει το αίμα πίζου» – αυτός, μάλιστα, αποκαλείτο «βγαρτός».
Ιδού ένα λαϊκό άσμα της Μέσα Μάνης, που δεν περιγράφει απλώς με λεπτομέρεια το όλο «τελετουργικό» μιας τέτοιας «εκτέλεσης» στα ξένα, αλλά και τις τιμές που θα απολάμβανε στο εξής, ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, ο «εκδικητής»:
Σαράντα πέντε σερνικοί
στο πεταλίδι στο Σταυρί
όλοι εσυφωνήσασι
κι όλοι γενιά το κάμασι·
μονάχ’ ο Γιάννης κι ο παπάς
εβγήκαν από τη γενιά·
εβγάλασ’ ένανε βγαρτό,
του Παναγιώτη το κουφό
χρήματα του μαζώξασι
και πλοίο τ’ αγοράσασι
και τον εμπαρκαρίσασι.
Επήρε σβάρνα τα νησά
τ’ αραξοβόλια παγανιά
κι εϊδάη στο Σπετσόνυδρι
πούχ’ έναν πρωτοξάδερφο
και φραγκοράφτης είτανε·
τον έντυσε στα φράγκικα
τον έβαψε στ’ αράπικα
κι έδικε μία κι έφυγε
κι εϊδάηκε στη Μπαβαριά,
κι εϊδά στο σιδερόδρομο
οπούτανε ο Λάζαρος.
Ανέβη πάνου στην ετιά
και του ρίχνει μια κουμπουριά
του ρούφηξε τη βασταγιά
και χάμου τόνε ξάπλωσε·
έσκουξε μια σκληρή φωνή:
«- Μ’ έφα’ ο Αράπης το σκυλί!»
«- Δεν είμ’ Αράπης φυσικός
είν’ του Πέτρακα ο κουφός!…»
Κι απέι σηκώθη κι έφυγε,
διάη στο Σιδερόκαστρο,
οπ’ είτανε κι ο μπάρμπα του.
Τα συχαρήκια τούπαρε
τ’ εσκότωσε το Λάζαρο.
«- Α νειν’ αλήθεια βρε παιδιά
πέντε καϊκια νέχουμε
και τη μπουμπάρδα χωριστά,
όλα θα τα πουλήσουμε
και πύργο θα σου χτίσουμε,
μέσα θε να ζε βάλουμε
για να ζε προφυλάξουμε!…».
Σε κάθε περίπτωση, αφού λαμβανόταν η σχετική απόφαση, αυτή θα εκτελείτο παρά τις επιταγές και τις προβλέψεις του όποιου «τιμωρού Νόμου» της Πολιτείας – όσο και αν οι Μανιάτες υπολόγιζαν τον νόμο και το ενδεχόμενο της φυλάκισής τους.[5]
Η «χωσιά»
Για να επανέλθουμε και πάλι στο «τελετουργικό» του γδικιωμού, για έναν «φυσικό Μανιάτη» των παλαιότερων εποχών ούτε άξια στιγματισμού ανανδρία, μήτε έλλειψη γενναιότητας σηματοδοτεί η ενέδρα για φόνο, η αποκαλούμενη «χωσιά». Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που σε μια ανάλογη διαμάχη οικογενειών στη Μάνη ισχύουν κανόνες αντίστοιχοι εκείνων ενός πολέμου μεταξύ λαών ή εθνών. Αρκεί, μόνο, να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ότι, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα, δεν ξεκινά καμμιά εχθροπραξία πριν κηρυχθεί επίσημα η έχθρα μεταξύ δύο οικογενειών για τον τάδε ή τον δείνα λόγο.
Από την άλλη, αν η προσβολή λάμβανε χώρα ενώπιον πολλών μαρτύρων, τότε οι δύο που πρωταγωνίστησαν σε αυτή αντάλλασσαν φυσίγγια και καθόριζαν και το χρονικό διάστημα που έπρεπε ένας εκ των δύο να έχει φονευθεί:
Ο Πυλακάκος κι ο Παυλής
εκάθουντα στο μαγαζί
κι εκεί επίνασι κρασί
και εφιλονικήσασι
κι αλλάξασι τι σφαίρε τους,
αναφέρει σχετικά ο ανώνυμος λαϊκός δημιουργός της Μάνης.
Σκοπός ήταν, ειδικά όταν είχε διαπραχθεί φονικό, ο προσβληθείς «να πάρει το αίμα του πίσω», κατά το κοινώς λεγόμενο, επαναπαύοντας τόσο τη συνείδησή του όσο και το πνεύμα του φονευθέντος συγγενή του. Ταυτόχρονα, με την πράξη του αυτή, ο εκδικητής θα εύρισκε δικαίωση και στη συνείδηση των συμπολιτών του και θα θεωρείτο από αυτούς «φιλότιμος», διότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή του για αντεκδίκηση του φονευθέντος (ή άλλως προσβληθέντος ή, και ατιμασθέντος) συγγενή του.
Η επιλογή της ενέδρας («χωσιάς») ως κυρίαρχου τρόπου εκδικήσεως γινόταν και για έναν ακόμη λόγο: να ληφθούν με περίσκεψη όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μην υπάρξουν απώλειες για τους ενεδρεύοντες ή στα φανερά εκδικουμένους, αλλά και να μην φανούν οι τελευταίοι ανίκανοι να πετύχουν τον στόχο τους – και επομένως να μην ατιμαστούν. Για τον λόγο αυτό, όπως προαναφέρθηκε υπαινικτικά και πρωτύτερα, η πράξη της εκδίκησης έπρεπε να σχεδιαστεί προσεκτικά, με ηρεμία και χωρίς βιασύνη, έστω και αν χρειαζόταν ο εκδικούμενος να αναμένει μακρύ χρονικό διάστημα. Πριν, ωστόσο, τραβήξουν τη σκανδάλη του όπλου τους ή το μαχαίρι από το θηκάρι τους για να πλήξουν τον αντίπαλο, όφειλαν οι εκδικούμενοι να αναλογιστούν και τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής· γιατί, αν άνοιγε ένας κύκλος αίματος, ένας Θεός ξέρει αν και πότε θα έκλεινε.
Μπορούσε, δε, ο «αντεκδικητής», όπως ειπώθηκε μόλις πιο πάνω, να περιμένει χρόνια ολόκληρα είτε για να ενηλικιωθεί είτε για να βεβαιωθεί ότι η απόπειρά του θα στεφθεί από επιτυχία, όπως καταδεικνύει με παραστατικό τρόπο το ακόλουθο απόσπασμα της λαϊκής μούσας:
«- Τα πλήρωσες τα μάρμαρα
μ’ ασήμι και με μάλαμα
το πλήρωσες το δανεικό
στα χρόνια τα δεκαοχτώ!…»
Αντεκδικήσεις για ζητήματα Τιμής
Πέρα από τον φόνο κάποιου συγγενή, που μπορούσε να σηματοδοτήσει την απαρχή σειράς αντεκδικήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων οικογενειών, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι σε αντίστοιχες περιπέτειες θα βρισκόταν και η γενιά κάποιου που «ατίμασε» μια συγχωριανή ή συντοπίτισσά του.
Ωστόσο, το πράγμα δεν έχει ακριβώς έτσι. Μπορεί, δηλαδή, η προσβολή της τιμής μιας γυναίκας να έπρεπε να ικανοποιηθεί με αίμα, όχι μόνον του πρωταιτίου της, αλλά και της παθούσης – είτε ήταν μητέρα, σύζυγος, αδελφή ή μητέρα -, αλλά, εάν αυτή είχε πέσει θύμα αποδεδειγμένου βιασμού, το ανάθεμα έπεφτε εξολοκλήρου στον διαπράξαντα το αδίκημα. Σε περίπτωση, επομένως, μοιχείας ή απώλειας της αγνότητας (παρθενίας) της γυναίκας, αυτή μεν έπρεπε να θανατωθεί, συνήθως από τον αδελφό της – και αν δεν υπήρχε αυτός, από τον πατέρα της ή τη μητέρα της ή και από τον πλησιέστερο συγγενή, στην περίπτωση που οι γονείς ήταν υπέργηροι· ο δε «ατιμάσας» θα έπρεπε κι αυτός να πεθάνει – εκτός και αν επέλεγε να εκπατριστεί εφ’ όρου ζωής.
Και τί συνέβαινε στην περίπτωση που ο «ατιμάσας» δεχόταν να νυμφευθεί την διακορευθείσα παρθένον κόρη; Μα, φυσικά, δεν υπήρχε λόγος για να φονευθεί ο ένας ή η άλλη· ναι, αλλά με μια λεπτομέρεια, όμως, μάλλον καταδικαστική για την κοπέλα, η οποία θα εθεωρείτο, πλέον, και από τις δύο οικογένειες, περίπου ως σκεύος της οικίας του συζύγου, υποτιμούμενη από τους οικείους του τελευταίου αλλά και μη προστατευόμενη από τα αδέλφια ή τους συγγενείς της.
Από την άλλη, ο σύζυγος μπορούσε να αφαιρέσει τη ζωή της συζύγου του μόνο εάν την έπιανε στην αγκαλιά άλλου άνδρα επ’ αυτοφώρω. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ήτοι εάν υπήρχαν υποψίες ή κουτσομπολιά μεταξύ των χωριανών περί μοιχείας, αυτός όφειλε απλώς να γνωστοποιήσει τις ενέργειες της γυναίκας του στους γονείς και στους αδελφούς της, οι οποίοι, με τη σειρά τους, έσπευδαν να τη σκοτώσουν άμεσα, ώστε να μη θεωρηθούν «άτιμοι» οι ίδιοι και η οικογένειά τους· εάν δεν το έπρατταν, πολύ εύκολα θα αποκηρύσσονταν από τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας και θα ετίθεντο, κατ’ ουσίαν, εκτός αυτής.
Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι, εάν για κάθε αντιπαλότητα που αναφυόταν μεταξύ δύο οικογενειών οι κίνδυνοι και οι καταστροφικές συνέπειες αφορούσαν το σύνολο των μελών τους, σε ζητήματα προσβολής της τιμής μιας γυναίκας την ευθύνη έφερε αποκλειστικά ο δράστης και όχι οι γονείς, τα αδέλφια ή οι συγγενείς του.
Και κάτι ακόμα, εξίσου σημαντικό, μιας και η παρούσα ανακοίνωση αναφέρεται στο έθιμο του γδικιωμού: δεν επιτρεπόταν σε μια οικογένεια πράξη αντεκδίκησης για φόνο μέλους της που είχε διαπραχθεί εξαιτίας της προσβολής, από μέρους του, της τιμής γυναικός που ανήκε στην «αντίπαλη» οικογένεια – «αντίπαλη» με την έννοια ότι ο δράστης είχε φονευθεί από κάποιον συγγενή της «ατιμασθείσας» κοπέλας. Αλλά και αν δεν σκοτωνόταν άμεσα ο δράστης μιας τέτοιας «ατιμίας», η καθημερινότητά του καθίστατο αρκούντως εφιαλτική, επειδή, αφενός μεν, κινδύνευε να χάσει οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή του, αφετέρου δε, οι οικείοι του απέφευγαν να τον συναναστρέφονται και να τον συνοδεύουν όπου κι αν πηγαίνει, καταφρονώντας τον και αποστρεφόμενοι την παρέα του· στην πράξη, οι δικοί του αδιαφορούσαν αν οι συγγενείς τη παθούσας τον σκοτώσουν, εκδικούμενοι την ατίμωσή της από αυτόν, θεωρώντας ότι, στην περίπτωση που αυτό συνέβαινε, θα είχε ξεπλυθεί η ντροπή από το μέτωπο των αδικηθέντων και θα ηρεμούσε ο τόπος. Ίσως, μάλιστα, λόγοι σαν και τους πιο πάνω εξηγούν το γεγονός ότι στη Μάνη, οποιαδήποτε γυναίκα, σε οιεσδήποτε συνθήκες, είτε παντρεμένη είτε ελεύθερη, μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα, δίχως να φοβάται τίποτα και κανέναν, ενώ «οικογενειακά δράματα» αυτού του είδους εμφανίζονταν σπανιότατα στην επικράτειά της.
Η θέση των γυναικών στη Μάνη και ο ρόλος τους στον γδικιωμό
Παράλληλα, μεγάλο ενδιαφέρον είχε στη Μάνη η θέση της γυναίκας στην οικογένεια, η μέριμνα για την ανατροφή των παιδιών της και η εμπλοκή της στην εξέλιξη των φαινομένων γδικιωμού.
Σίγουρα, ο τοπικός πληθυσμός έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα αγόρια, μιας και τοιουτοτρόπως η οικογένεια αποκτούσε «κληρονόμο», ενώ, ταυτόχρονα, μέλη της κλειστής της κοινωνίας έφταναν κάποτε έως του υπερβολικού σημείου να θεωρούν «άκληρο» όχι απλά όποιον στερείτο τέκνων αλλά και αυτόν που είχε μόνον κορίτσια· τούτο, όμως, δεν σήμαινε ότι όταν οι Μανιάτες αποκτούσαν κόρες, αδιαφορούσαν γι’ αυτές· ίσα-ίσα, δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ των παιδιών τους. Για τούτο και αφού παντρευόντουσαν οι Μανιάτισσες, μπορεί να συμπαραστέκονταν στους συζύγους τους, αλλά δεν ξεχνούσαν τους γονείς, τα αδέλφια τους και τους συγγενείς τους· και βρίσκονταν, πραγματικά, σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν η οικογένεια του συζύγου τους συγκρουόταν με εκείνην του πατέρα τους. Στην πράξη, όλες οι δουλειές του σπιτιού, καθώς και οι αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες απαιτούσαν την καθημερινή συνδρομή τους, ενώ μάθαιναν να αναπληρώνουν επάξια τους άντρες όταν οι περιστάσεις το επέβαλλαν.
Εκεί, πάντως, που είχαν πάντα τον πρώτο λόγο ήταν στο μεγάλωμα των παιδιών τους· με τις κόρες τους οι σχέσεις ήταν μακρότερες, αφού οι τελευταίες έμεναν κοντά στις μανάδες τους ίσαμε τον γάμο τους· όμως, ειδικά τα αγόρια, η μητέρα τα ανέτρεφε μόνη έως την ηλικία των επτά περίπου ετών, οπότε στη διαπαιδαγώγησή τους ξεκινούσε να εμπλέκεται η λεγόμενη «γεροντική», ήτοι οι γέροντες, συγγενείς ή γείτονες, που τους ανέθεταν διάφορες ασκήσεις και παιχνίδια μέσω των οποίων θα εντάσσονταν ομαλότερα στις απαιτήσεις της κοινωνίας και θα έφταναν στην εφηβεία έτοιμοι, ώστε να παραλάβουν το όπλο από τα χέρια του πατέρα τους.
Στα πρώτα, λοιπόν, αυτά χρόνια των αρσενικών παιδιών, οι Μανιάτισσες μητέρες ήταν αυτές που τα «μυούσαν» στη νοοτροπία του γδικιωμού: συνεχείς αναφορές σε όπλα, πολέμους, φονικά, μαύρα ρούχα σε ένδειξη πένθους και αναμονές για εκδίκηση κατέκλυζαν τα αυτιά των μικρών αγοριών, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι υπερβολή να μιλήσει κανείς για κανονική
πλύση εγκεφάλου – όπως, άλλωστε, δείχνουν και σχετικά άσματα της περιοχής.
Να μεγαλούσης, ν’ αξιωθής!
Και το σαρμά να ζαλωθής
να κυνηγήσης το φονιά
απ’ αγκρεμά κι από βουνά
το δίκιο μας να «γδικιωθή»
το αίμα του πατέρα ζου! …
παραγγέλλει η μάνα στους γιούς της καθώς τους γαλουχεί. Και όταν αυτοί φανούν αντάξιοι του χρέους τους και της ανακοινώσουν ότι εξετέλεσαν την εντολή που τους έδιδε παιδιόθεν, αυτή καταλαμβάνεται από αγαλλίαση και επαινεί τον «εκδικητή»:
«- Μάννα τα συχαρήκια μου,
εγδίκιωσα το Βέτουλα
και σκότωσα το Πέτρακα.»
«- Α λες αλήθεια Γιάννη μου
στον πάνου πάτο ν’ ανεβής
και κληρονόμος νάσαι συ!…»
Και αλλού:
«- Τώρα που μεγαλούσατε
κι ο καιρός είναι βολικός
να πάρτε τα ντουφέκια ζας
να κυνηγήστε τους οχτρούς,
μα σαν ξεχωριστώτερα
το Μπαύλο να σκοτώσετε!»
—————
«- Μάννα τα συχαρήκια μας
το πήραμε το δίκιο μας.»
Η μάννα τους τ’ αγκάλιασε
και σταυρωτά τα φίλησε:
«- Δόξα στη τύχη κι ύχυτας!…
Τώρα είμαι μάννα με παιδιά
και δε νείμαι μάννα ξάκληρη!»
Χώρια που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν η γυναίκα (σύζυγος, συνήθως) που έπαιρνε τον νόμο στα χέρια της και εκδικείτο τον φόνο κάποιου ανδρός· γνωρίζοντας, ενδεχομένως, ότι θα κινήσει λιγότερες υποψίες, μιας και εθεωρείτο «αδύνατο μέρος» και δεν την πυροβολούσαν παρά μόνο εάν εξερχόταν οπλισμένη και άρχιζε να βάλει κατά ανθρώπινων στόχων, η Μανιάτισσα εμφανίζεται να παίρνει τα βουνά και να ανταποδίδει «τα ίσα» στον φονέα του αγαπημένου της προσώπου:
«- Έννοια ζου σένα Κωνσταντή
γλήγορα θα ζε γδικιωθού
τρομάρα μου, ε Κώστα μου,
ε, Κώστα μου γιορνταμιλή!
Εζούστηκα με λαιμαριά
πούχε φουσέκια μπόλλικα
κι είχα το γκρα στα χέρια μου
κι έτρεξ’ απάνου στα βουνά,
α, για να βρέκου το φονιά.
Τον ηύρα τον αγνάντεψα
σ’ ένα κοτρόνι κάθοτα
κι έχιαχνε το ντουφέκι του
αξένοιαστος ο άτιμος!
Σιγά-σιγά εζύγωσα
σ’ ένα κοτρόνι πίζου του
άκουσα που εσφύριζε
φαίνεται πως χαιρότανε
γιατί τον εγδικήθηκε
το γέρο το πατέρα του!
Του τράβηξα μία ντουφεκιά,
τον ηύρεκε μέσ’ τα μυαλά
τούφαε μέση και καρδιά,
κι έτσα τον εγδικήθηκα
το Κώστα μου τον ντερντιλή!…»
Με άλλα λόγια, οι Μανιάτισσες έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις βεντέτες, τόσο εκδικούμενες οι ίδιες ή μαχόμενες δίπλα στους οικείους τους εναντίον των αντίπαλων γυναικών ή φροντίζοντας τους δικούς τους, ακόμα και θρηνώντας τους, όσο και υποδαυλίζοντας τα πάθη των αντρών της οικογένειας.
Περιπτώσεις «ανακωχής» των αντιμαχομένων και η άρση του γδικιωμού
Η «τρέβα»
Ειπώθηκε πιο πάνω ότι το ξεκίνημα μιας βεντέτας δύο οικογενειών στη Μάνη ισοδυναμούσε με πόλεμο. Στη διάρκεια, δε, της διαμάχης, μπορούσε η κάθε πλευρά να χρησιμοποιήσει όσα όπλα και μέσα είχε στη διάθεσή της. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και σε συνθήκες πραγματικής μάχης, έτσι και στον «πόλεμο» αυτόν υπήρχαν περίοδοι ανακωχής («τρέβας» στην ορολογία των ντόπιων), προκειμένου να σταθεί δυνατόν να τελεστούν διάφορα ιερά μυστήρια (γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες κ.λπ.) ή να καλλιεργηθούν τα χωράφια όσων πολεμούσαν, καθώς και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Η «τρέβα», επομένως, είχε δύο κυρίαρχες μορφές: αυτήν που θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει εκτάκτου ανάγκης (της σποράς, του θερίσματος, του μαζέματος των ελιών, της τέλεσης κάποιου μυστηρίου), ώστε να είναι δυνατόν να συντηρηθούν οι για μήνες, πολλές φορές, κλεισμένοι σε πύργους αντιμαχόμενοι ή να είναι σε θέση να τελέσουν βασικά θρησκευτικά μυστήρια· και σε εκείνην που θα αποκαλείτο κοινωνικής ανάγκης, η οποία επιβαλλόταν από τους γέροντες άλλων οικογενειών και εκδηλωνόταν με τρεις τρόπους: ως ατσαχάλευτη, κατά την οποία δεν μπορούσε να προστεθεί ούτε ένα τσάχαλον (=ξυλαράκι) σε πύργο που αποπειράτο να ανεγείρει μία εκ των αντιμαχόμενων γενιών και χάρη του οποίου είχαν ξεκινήσει οι εχθροπραξίες· ως αντουφέκιστη, κατά την οποία οι συμπλεκόμενες πατριές είχαν μεν το δικαίωμα να αλληλοπυροβολούνται μόνο μέσα από τους πύργους τους, αλλά εάν αστόχευε κάποιος που πυροβολούσε όφειλε να δώσει το όπλο του σε αυτόν που είχε δεχθεί τα πυρά – κάτι εντελώς προσβλητικό για τον πυροβολήσαντα αλλά και για όλη την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να διστάζουν εκατέρωθεν οι σκοπευτές να βάλουν κατά των αντιπάλων τους, υπό τον φόβο ενδεχόμενης αποτυχίας· τέλος, υπήρχε και η (σπανιότερα εμφανιζόμενη) περιορισμένη ή μερική «τρέβα», κατά την οποία μέλη από τις αντίπαλες οικογένειες δήλωναν αποχή και ουδετερότητα, είτε γιατί έρχονταν σε διένεξη με συγγενείς τους είτε επειδή συνδέονταν με φιλία ή άλλο τρόπο (λάδι, στεφάνωμα, αδελφοποιτοσύνη) με εκπροσώπους της άλλης γενιάς.
Το «συνέβγαρμα»
Οι κινήσεις αυτές των αντιμαχομένων επιτυγχάνονταν, επίσης, χάρη στο λεγόμενο «συνέβγαλμα». Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη συνήθεια, ο φονιάς (ή και οιοσδήποτε από τους συγγενείς του) μπορούσε να μεταβεί όπου επιθυμούσε, με την προϋπόθεση ότι θα συνοδευόταν από τον αποκαλούμενο «συνεβγαλτή» ή «ξεβγαρτή» – ο οποίος λειτουργούσε σαν ένα είδος ασπίδας (καλύτερα: λευκής σημαίας) για όποιον συνόδευε.
Ο «συνεβγαλτής» ανήκε σε άλλη, ισχυρή εννοείται, οικογένεια της περιοχής και, όποια και αν ήταν η ηλικία του, ήταν πρόσωπο τόσο σεβαστό, που μπορούσε να συνοδεύει άφοβα το σόι του δολοφόνου, ακόμη και περνώντας μπροστά από την πόρτα της οικίας των παθόντων· έχει, δε, μεγάλο ενδιαφέρον ότι «συνεβγαλτής» – και μάλιστα σεβαστότερος παντός άλλου – μπορούσε να είναι και κάθε ξένος που βρέθηκε στον τόπο.[6]
Σε κάθε περίπτωση, το «ξέβγαρμα» δεν λαμβανόταν πάντοτε υπόψιν όταν επιχειρείτο τη νύχτα, μιας και ο ενεδρεύων μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι δεν είδεκε – κάτι που έπρεπε να έχει κατά νου ο «ξεβγαρτής» όταν αποφάσιζε να εξυπηρετήσει μία από τις αντιμαχόμενες γενιές όσο επικρατούσε σκότος και αμφιβολία.
Τέλος, υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες «κόβονταν τα ξεβγάρματα», ιδίως όταν είχαν συντελεστεί παραβάσεις της τιμής μιας οικογένειας (για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω) ή όταν είχαν επισυμβεί αλλεπάλληλες αντεκδικήσεις και ήταν πολύ δύσκολο να καταλαγιάσει το μίσος των αντιμαχόμενων οικογενειών· τότε, ο «ξεβγαρτής» το σκεπτόταν καλά πριν μεσολαβήσει, όσο ισχυρός και αν ήταν. Σε ανάλογες σκέψεις έμπαινε ο «συνεβγαλτής» εάν κάποια από τις δύο οικογένειες είχε δείξει απιστία σε φιλότιμο πρόσωπο που είχε επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν – και, ως εκ τούτου, είχε προκηρυχθεί η απαγόρευση του ξεβγάρματος.
Το «ψυχικό»
Είχε, ωστόσο, βρεθεί και ο τρόπος για να σταματήσουν τα φονικά και να μη λάβει μια βεντέτα τεράστιες διαστάσεις. Τούτο επιτυγχανόταν πρωτίστως μέσω του λεγόμενου «ψυχικού». Σύμφωνα με το συγκεκριμένο έθιμο, μπορούσε να συγχωρεθεί ο φονιάς (και, εν επεκτάσει, οι συγγενείς του) από την οικογένεια του φονευθέντος, με την ακόλουθη διαδικασία: οι ισχυρότερες οικογένειες της περιοχής όπου είχε διαπραχθεί ο φόνος, είτε αμέσως μετά την τέλεσή του είτε μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος,[7] παρενέβαιναν στους συγγενείς του σκοτωμένου, τονίζοντας ότι πρέπει να φανούν υψηλόφρονες έναντι των εχθρών τους, μιας και οι τελευταίοι ζητούν το έλεος και τη συγχώρεση των «αδικηθέντων».
Τα πράγματα, με άλλα λόγια, έπρεπε να οδηγηθούν στη λεγόμενη «σάξη». Όσοι μεσίτευαν, από την άλλη μεριά, όφειλαν να μην «εκβιάζουν» το «ψυχικό», ενώ έπρεπε να είναι σεβαστοί και ισχυροί, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην παρατηρηθούν φαινόμενα παρεκκλίσεων από αυτά που θα συμφωνούνταν· γιατί, αν συνέβαινε κάτι ανάλογο, εμπλεκόταν, πλέον, στα φονικά και η οικογένεια που μεσίτευε, η οποία βρισκόταν, πλέον, αντιμέτωπη, και αυτή, απέναντι σε όσους δεν θα τηρούσαν τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί.
Όταν, λοιπόν, οι παρεμβαίνοντες εισακούγονταν, τότε όλοι οι συγγενείς του διαπράξαντος τον φόνο, άοπλοι και με τον καλύτερο («κάλλιο») της οικογενείας τους να προηγείται, συνοδευόμενοι και από τους μνημονευθέντες «μεσίτες», μετέβαιναν στην οικία του παθόντος. Εκεί, είχαν παραταχθεί σε στήλες όλοι οι συγγενείς του φονευθέντος, από το σαλόνι του σπιτιού έως και την αυλόπορτα.
Αφού εισερχόταν στο σπίτι ο φονιάς (ή ο καλύτερος από τους οικείους του, εάν αυτός βρισκόταν στη φυλακή), έσκυβε και γονάτιζε εμπρός στους γονείς του σκοτωμένου, οι οποίοι βρίσκονταν στην κεφαλή των στηλών των συγγενών τους, και τους φιλούσε τα χέρια, θέτοντας παράλληλα το μέτωπό του στις παλάμες τους, δίχως να σηκωθεί, έως ότου εκείνοι θελήσουν να του επιτρέψουν να το πράξει, ασπαζόμενοι παράλληλα αυτόν και αναφωνώντας: «Ήτα τυχερό μας! Έτσα τό ‘θελ’ ο Θεός!»[8] – χαρακτηριστικές φράσεις που επαναλαμβάνονται πολλές φορές και από όλους τους παρισταμένους κατά τη διάρκεια της τελετής.
Ακολουθούσαν, δε, ασπασμοί μεταξύ όλων των παρευρισκομένων και, ενωμένοι πλέον, εξέρχονταν από την οικία όπου λάμβανε χώρα το προαναφερθέν τελετουργικό και κάθονταν σε φιλικό καπηλειό, πίνοντας συνήθως τρία ποτά, από τα οποία το πρώτο προσφερόταν από όσους μεσίτευσαν, το δεύτερο από την οικογένεια του θύματος και το τρίτο από τους συγγενείς του δολοφόνου, ώστε να επισφραγιστεί η συμφιλίωση και να διαλυθεί ησύχως η ομήγυρις.
Αξίζει, δε, να επισημανθεί ότι, μετά από μια τέτοια τελετή, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «ψυχαδερφοσύνης» που είχε τοιουτοτρόπως επιτευχθεί, ο δεσμός των δύο οικογενειών καθίστατο άρρηκτος και ιερός, επιβάλλοντας τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη της μιας προς την άλλη, σε κάθε περίσταση.
Συμπερασματικά
Όπως και να ‘χει το πράγμα, ο γδικιωμός δεν θα μπορούσε να νοηθεί έξω από τα καθαρά τοπικά έθιμα της Μάνης, αλλά και δύσκολα θα γινόταν κατανοητός αν δεν συναρτάτο με τον χαρακτήρα των Μανιατών, οι οποίοι – πέρα από λιγόλογοι – ήταν συνήθως κατηφείς και μελαγχολικοί. Για τον λόγο αυτό, τα δημοτικά τους τραγούδια και τα λαϊκά τους στιχουργήματα υπήρξαν πάντοτε, σε μεγάλο βαθμό, πένθιμα και θρηνητικά. Αρκετοί είναι οι λόγοι που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά – για μερικούς από τους οποίους έγινε μνεία και ανωτέρω.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν αυτά να συνδεθούν με τη βραχώδη, ξερή και απόκρημνη γη της Μάνης – ιδίως από την περιοχή του Οιτύλου έως και το ακρωτήριο Ταίναρο -, κάτι που αύξανε τον καθημερινό σωματικό κάματο και έκανε την εξασφάλιση της τροφής πολύ δύσκολη, αφού η καλλιεργήσιμη γη ήταν πολύ περιορισμένη σε έκταση και, ως εκ τούτου, πολύτιμη και (κατ’ επέκταση) διαφιλονικούμενη σε πολλές περιπτώσεις – και μάλιστα σε μια λωρίδα γης που κατοικείτο, στα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, από δυσανάλογα μεγάλο, σε σχέση με την έκτασή της, πληθυσμό· η πενία, λοιπόν, των Μανιατών και των Μανιατισσών δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια για διασκέδαση και ευθυμία.
Άλλος λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί το διηνεκές πένθος των κατοίκων της, λόγω της συμμετοχής των τέκνων τους σε κάθε εθνικό αγώνα, και των συνεπαγόμενων απωλειών που υφίσταντο σε ανθρώπινες ζωές εξαιτίας αυτού.
Σημαντικότερη, όμως, αιτία για την κατήφεια και μελαγχολία των ανθρώπων της περιοχής ήταν ο θρήνος τόσων οικογενειών εξαιτίας των πολυάριθμων φονικών και αντεκδικήσεων, που εθιμικά λάμβαναν χώρα στα χώματά της, για αιώνες, και δηλητηρίαζαν τις σχέσεις των τοπικών κοινωνιών, για ποικίλους λόγους: από μία ύβρι και ένα χαστούκι, στο πλαίσιο μιας λογομαχίας, έως έναν φόνο για ζητήματα τιμής ή κτηματικές διαφορές, εμπλεκόταν ένα σόι ολόκληρο σε μιαν αιματηρή σύγκρουση για να διασωθεί η περηφάνεια της φαμίλιας· ένα οικογενειακό συμβούλιο στην οικία της «κεφαλής της γενιάς» οδηγούσε στην απόφαση της αντεκδίκησης, με ηρεμία, ωριμότητα, σχεδιασμό, προετοιμασία που καθόριζαν πού, πώς και πόσοι θα μετείχαν, με ποιαν ένταση και με ποιες εκτιμώμενες απώλειες…
Ένας «φυσικός Μανιάτης» των παλαιότερων χρόνων ανατρεφόταν με την αρχή: «αν δεχτείς την μπατσιά, περίμενε τη μαγκουριά! Αν δεχτείς και τη μαγκουριά, περίμενε την κουμπουριά»!
Σε μια κοινότητα, λοιπόν, με ευερέθιστους και οξύθυμους ανθρώπους, δεν ήταν τόσο δύσκολο να εκληφθούν ως προσβολές παντοίου είδους συμπεριφορές, συνεπιφέροντας, με τη σειρά τους, την εκδίκηση και την αντεκδίκηση, ήτοι τον έναν φόνο μετά τον άλλο, γενιά τη γενιά, για πολλά χρόνια.
Επιπλέον, συχνά οι γδικιωμοί σχετίζονταν και με τον αγώνα κάποιων οικογενειών για κατίσχυσή τους έναντι άλλων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που λιγότερο ισχυρές γενιές προσέφευγαν στη στήριξη άλλων, κραταιοτέρων, προκειμένου να βγουν με τις μικρότερες δυνατές απώλειες από τέτοιες διαμάχες. Ταυτόχρονα, υπήρχαν οικογένειες που ήταν αναγκασμένες να λειτουργούν ως πελάτες κάποιας πανίσχυρης φάρας του τόπου στον οποίο κατοικούσαν, αναγκαζόμενες, τοιουτοτρόπως, να γίνονται μέρος των αντιπαραθέσεων μεταξύ
ισχυρών σογιών και να συμμετέχουν στα πένθη τους, δείχνοντας ότι συμβαδίζουν παντοιοτρόπως με τις διαθέσεις των πατρώνων τους και πως βρίσκονται απέναντι στους αντιπάλους των τελευταίων. Έτσι, το πένθος ήταν διαρκές και η κατήφεια μαζί με τη μελαγχολία εμφανείς σε όλους τους Μανιάτες. Τοπικές έριδες και πόλεμοι με εξωτερικούς εχθρούς συνεπάγονταν συνεχείς απώλειες ανθρώπινων ζωών, και τα θρηνητικά μοιρολόγια δεν είχαν τελειωμό. Και όμως: η ροή του αίματος δεν έλεγε να σταματήσει· ίσως γιατί στο DNA τους υπήρχαν βαθιά ριζωμένα άγρια ένστικτα και κάτι το αιμοβόρικο – ακόμη και αν το φάσμα της αποτυχίας ενός ανάλογου εγχειρήματος ήταν ορατό.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: ότι ο γδικιωμός, όσο και αν σε προηγούμενους αιώνες εξασφάλιζε υπόληψη από τα νύχια ως την κορφή σε όσους συμμετείχαν σε αυτόν, ικανοποιώντας την περηφάνεια της γενιάς και το κοινό αίσθημα περί φιλότιμου άντρα, έχει πλέον μάλλον ανθρωπολογικό, ιστορικό και φιλολογικό ενδιαφέρον – και, από πολλές πλευρές, καλύτερα που έχουν έρθει έτσι τα πράγματα, αφαιρώντας από πολλούς «καλοθελητές» επιχειρήματα για να «καταδικάσουν» τους καταγομένους από την ένδοξη αυτή γη, «στολίζοντάς» τους με χαρακτηρισμούς που έχουν, κατά μείζονα λόγο, αρνητικό πρόσημο. Γιατί αυτοί οι «καλοθελητές» θα έμεναν μόνο στις αρνητικές συνέπειες του εθίμου και δεν θα υπολόγιζαν τις περιπτώσεις που επιτυγχανόταν, τελικά, η άρση του μίσους και των αλληλοσκοτωμών, μέσω του «ψυχικού» και της «ψυχαδερφοσύνης», συνήθεια που καταδείκνυε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, πρυτάνευε, τελικά, η λογική και κατίσχυε η συγχώρηση του εγωισμού και της φαγωμάρας.
Από την άλλη, όσο και αν μετά τον Εμφύλιο η ανάπτυξη της συγκοινωνίας, η ευρύτερη μόρφωση του πληθυσμού, η αλλαγή στάσης των πολιτευτών της περιοχής, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση των Μανιατών, η εδραίωση της Δικαιοσύνης και η αποτελεσματικότερη αστυνόμευση των κατοίκων της, η καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής τους και, γενικότερα, η άνοδος του πνευματικού και βιοτικού επιπέδου της χώρας, συνετέλεσαν ώστε να κλείσει ο κύκλος του αίματος λόγω αντεκδικήσεων και να αναδειχθούν περισσότερο τα (πολλά) θετικά στοιχεία αυτής της στενόμακρης χερσονήσου και των ανθρώπων της, έμεινε στο στόμα του λαού η φράση: «το κρατάει μανιάτικο», για να θυμίζει, έστω και μερικώς, κάτι από τον χαρακτήρα τους, σε συνάρτηση με το έθιμο που συζητήθηκε στην παρούσα εργασία.
Ταυτόχρονα, όμως, το έθιμο του γδικιωμού συνεχίζει να παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μια μοναδικότητα – σε σχέση με τον τρόπο που εκτυλίσσονται βεντέτες σε άλλες περιοχές. Επρόκειτο, όπως καταδείχθηκε, για μια καθολική μάχη οικογενειών και προσώπων, με συγκεκριμένους κανόνες, τους οποίους έπρεπε να σεβαστούν όσοι συμμετείχαν σε μια τέτοια αντιπαράθεση. Παράλληλα, το έθιμο αυτό έχει και μιαν ακόμη μοναδικότητα: έχει διασωθεί σε πλήθος αφηγήσεων και δημοτικών τραγουδιών, τα οποία οι συλλογείς τους θεωρούν μοιρολόγια.
Μπορεί, πράγματι, να ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των μοιρολογιών. Ωστόσο, δεν θα ήταν άστοχο να θεωρηθεί πως τα τραγούδια αυτά συγκροτούν παράλληλα μια ιδιαίτερη κατηγορία (έστω υπο-κατηγορία) από μόνα τους, αφού έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο και περιγράφουν ένα έθιμο το οποίο αναπτύχθηκε σε μια τόσο ιδιαίτερη περιοχή, που κατοικήθηκε διαχρονικά από τόσο ξεχωριστούς και ιδιαίτερους ανθρώπους.
*Η παρούσα εκδοχή αποτελεί ένα είδος «προπλάσματος» -κατά πολύ- εκτενέστερης συνθετικής εργασίας, η οποία θα ολοκληρωθεί εν ευθέτω χρόνω· για τούτο και αποφασίστηκε από τον γράφοντα να δοθεί στο τέλος μόνο μια επιλεγμένη συναφής βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε και όχι αναλυτικές επεξηγηματικές υποσημειώσεις.
Υποσημειώσεις
[1] Έως και ιερείς παραδίδονται σε σχετικά δημοτικά τραγούδια να συμμετέχουν σε διαδικασίες γδικιωμών: Άλλος δε φταίει τίποτες / ο Τουρλουμούσης ο παπάς, / που έδωκε τη διαταγή / στο γυιό του και στο Θοδωρή. /- Α δε τονε σκοτώσετε / το Δήμο του Τζανιάνουνε, / τη κατάρά μου νάχετε! ή Μα ντρέπουμαι να την ειπού / τη συφορά του Στουριανού/ νόπου τόνε χτυπήσασι / τα τρία Λεουτσόγγονα / κι ο ιερέας ο παπάς / ο ξάδερφός τους ο Θωμάς, / το κεφαλάρι της γενιάς.
[2] Το χειρόγραφο απόκειται στη βιβλιοθήκη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος (κώδικας υπ’ αριθ. 214).
[3] Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής: μπαλοτιά (ή ντουφεκιά), πετριά, σπαθιά στελετιά, αγκρέμισμα, ξύλο, βαρήματα, κλοτζιά, μπαλστιά (=με μπαλτά), στη σιδεροστιά (=με σιδερόβεργα).
[4] Κατά σειρά (και όχι συχνότητα) εμφάνισης, παραδίδονται τα ακόλουθα τραυματισθέντα μέρη του σώματος ανδρών και γυναικών: κεφάλι, πόδι, αυτί, μάγουλο, φτέρνα, παΐδια, στήθος, χέρι, πρόσωπο, μυς, γόνατο, πλάτη, ώμος, οπίσθια, κόκκαλα, μπράτσα, κούτελο, μέση, λαιμός, μάτι, δάχτυλα, μασχάλη, ματόφρυδο, παλάμη, σβέρκο, πτέρνα, στόμα, μύτη, έντερα, νεφρά, κοιλιά, χείλη, σαγόνια, παλάμη.
[5] Είναι εντελώς ενδεικτικό, σε αυτή τη συνάφεια, το πεντάστιχο: Όπου κι αν είσαι Κωνσταντή / στο σπίτι μας να μην ερθής / τ’ ήρθασι χωροφύλακοι / και θα ζε πάσι φυλακή / να δικαστής επιζωής!…
[6] Ας σημειωθεί ότι, στα παλαιότερα χρόνια, ο «ξεβγαρτής» μπορούσε να ήταν και ένα μικρό παιδί κάποια ισχυρής, ως επί το πλείστον, οικογένειας· ήταν αρκετό να κρατάει μια μαγκούρα, ένα κομπολόι ή ένα δαχτυλίδι μέλους της οικογένειας αυτή, ώστε να τηρηθεί και να γίνει σεβαστή η συνήθεια. Στη δεκαετία του 1930, ο «ξεβγαρτής» μπορούσε να είναι και ένα ευυπόληπτο άτομο, ένας φιλότιμος άντρας, που δεν χαρίζει εύκολα το δίκιο, έστω κι αν ανήκει σε οικογένεια Φαμέγιων, ενώ δεν υπολογιζόταν ένας Νικλιάνος που δεν συγκέντρωνε τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
[7] Το «ψυχικό» λάμβανε χώρα συνήθως όχι μετά τους πρώτους φόνους της βεντέτας, αλλά μετά από παρέλευση ικανού διαστήματος συνεχών αντεκδικήσεων. Αρκετές φορές τις παρεμβάσεις αυτές τις έκαναν οι «γεροντάδες» της τοπικής κοινωνίας – αποκαλούμενοι και «γεροντική».
[8] Αυτή η φράση παραδίδεται και ως ακολούθως: «έτσα ήτο τυχερό μας να γενή» ή «έτσα τόθελε ο μεγαλοδύναμος» ή «έτσα τόθελε ο Θεός».
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Maurer, Georg Ludw. von, Das Griechische Volk […] Erster Band, Χαϊδελβέρη: In der Akademischen Buchhandlung von J. C. Β. Mohr, 1835, 0. 193-212 κ.α.
- Mirambel, Andre, «Blood vengeance («Maina») in Southern Greece and among the Slavs», Byzantion 16.2 (1942-1943) 381-392.
- Thumb, Α., «Die Maniaten. Ein Beitrag zur Boltsfunde des heutigen Griechenlands», Deutsche Rundschau LXXXXV (April- Mai-Juni 1898) 110-127.
- Vlavianos, Β., Zur Lehre von der Blucrache mit besonderec Beriior cichtigung der Erscheinung dieser sitte in Mani, Ιένα, 1924.
- Xanthakou, Margarita, «Violence en trois temps: vendetta, guerre civile et desordre nouveau dans une region grecque», στο De la violence ΙΙ. Seminaire de Francoise Heritier, Παρίσι : Odile Jacob, 2005, σ. 177-189.
- Yemeniz, Ε., «Le Magne et les Mainotes. Récits et scenes de moeures de la Grèce», Revue des deux mondes 56 (1865) [προσβάσιμο στο: Wikisource – τελευταία επίσκεψη: 6.11.2023].
- Αλεξάκης, Ελευθ. Π., Τα γένη και η οικογένεια στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης. Διδακτορική διατριβή, Αθήναι, 1980.
- Ανωνύμως, «Μία επίκαιρος έρευνα. Αι Μανιάτικαι εκδικήσεις», εφ. Ελληνική, 6–11.01.1933.
- Βουγιουκλάκης, Κώστας Ν., Η Μάνη ανά τους αιώνες. Ιστορία, λαογραφία, γεωγραφία, μυθολογία, Αθήνα: Τροχαλία, 1997.
- Δαμιανάκου, Βούλα (επιμ.), Μανιάτικα μοιρολόγια, Αθήνα: Επικαιρότητα, 1997.
- Δημάκος, Γ., «Μία επίκαιρος έρευνα των “Παναθηναίων”. Η Μανιάτικη Βεντέττα», Παναθήναια 5 (22 Ιανουαρίου 1933) 192–193· 6 (29 Ιανουαρίου 1933) 226–227· 7 (5 Φεβρουαρίου 1933) 262–263· 8 (12 Φεβρουαρίου 1933) 294–295· 9 (19 Φεβρουαρίου 1933) 338–339· 10 (26 Φεβρουαρίου 1933) 389· 11 (5 Μαρτίου 1933) 407.
- Ζαφειρακόπουλος, Δ. Κ., «Μανιάτικα έθιμα: Γεροντική, συνέβγαλμα, τρέβα, ψυχικό», Λαογραφία, τ. Δ′, Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1912–1913, σ. 387–402.
- Καλλιδώνης, Πάνος, Μανιάτικα μοιρολόγια: «Βεντέτες – ιπποτισμοί – τραγωδίες». Ομηρικαί ραψωδίαι ή Πινδαρικά έπη;, Πειραιεύς [1972;].
- Καλονάρος, Π., «Η ιστορική αλήθεια διά το έθιμον της Μανιάτικης εκδικήσεως. Δεν έχει σχέσιν με την Κορσικανήν βεντέτταν», εφ. Ακρόπολις, 8.01.1933, σ. 3-4. -, Ηθογραφικά Μάνης: η Μάνη και τα έθιμά της – οι οικογένειες – οι μανιάτικες έχθρες – η γυναίκα στη Μάνη, Αθήναι: Δημητράκος Α.Ε., 1934.
- Κάσσης, Κυριάκος Δ., Μοιρολόγια της Μέσα Μάνης. Πρώτος τόμος: Ανέκδοτα κείμενα και άγνωστα ιστορικά μοιρολογιών και οικογενειών, Αθήνα 1979· Μοιρολόγια της Μέσα Μάνης, Δεύτερος τόμος: Ανέκδοτα κείμενα και άγνωστα ιστορικά μοιρολογιών και οικογενειών, Αθήνα 1980· Μοιρολόγια της Μάνης του 20ού αιώνα, Γ′. Μεσοπολέμου – Πολέμου – Κατοχής – Εμφυλίου και Νεώτερα, Αθήνα, 1981.
- Κατσικάρος, Ν. Θ., Η βεντέττα εν Μάνη (Μικρά ψυχο-φυσιολογική και κοινωνιολογική μελέτη), [Αθήνα 1933] [φωτοαναστατική ανατύπωση, Αθήνα: Ελεύθερη Σκέψις 1998, με τον τίτλο: Η βεντέττα στη Μάνη].
- Μέξης, Δήμος Ν., Η Μάνη και οι Μανιάτες. Θέματα για την ιστορία τους, τη λαογραφία και την τέχνη, Αθήνα: Εστία, 1977.
- Mirambel, André, «Μάνη – Μανιάτες» [μτφρ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλος], Νέα Εστία 7.79 (1 Απριλίου 1930) 341–346· 80 (15 Απριλίου 1930) 413–418 (ιδίως στις σ. 415–417).
- Μπόφος-Πυργουλάκος, Σταύρος Β., Ο γδικιωμός, [Αρεόπολη:] Εκδόσεις Αδούλωτη Μάνη, 2017.
- Νηφάκης, Νικήτας, Μανιάτικα ιστορικά στιχουργήματα. Εκδιδόμενα εκ χειρογράφων κωδίκων με προλεγόμενα και σημειώσεις υπό Σωκρ. Β. Κουγέα, Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών, 1964 [Δημοσιεύματα του Μεσαιωνικού Αρχείου].
- Πασαγιάννης, Κώστας, Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια, Αθήναι: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων – Βιβλιοπωλείον Ι. Ν. Σιδέρη, 1928.
- Πατριαρχέας, Βασιλ. Δ., «Η αυτοδικία εν Μάνη. Ιστορική, γλωσσική και λαογραφική συμβολή», Το Νέον Κράτος 23 (Ιούλιος 1939) 450-465.
- Πατσουράκος, Ιωάννης Β., Η Μάνη και οι Μανιάται, υπό – Δ.Φ. Καθηγητού, Εν Πειραιεί: Εκ του Τυπογραφείου της εφημ. «Αστήρ», 1910.
- Πετρούνιας, Βασίλειος Ε., Μανιάτικα μοιρολόγια. Ανάγνωση και (εξ αποστάσεως) περιγραφή, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σία, 1934.
- Στρατηγόπουλος, Α. Μ., «Μανιάτικη Βεντέττα (η ζωή, τα ήθη και τα έθιμα της Μάνης)», εφ. Πατρίς, 13.10–26.11.1929.
- Χρυσανθόπουλου, Λ. (μτφρ.), Συλλογή τοπικών της Ελλάδος συνηθειών. Εξ επισήμων προς την Ελλ. Κυβέρνησιν των τοπικών αρχών απαντήσεων και Απόσπασμα της περί συνηθειών
- πραγματείας, κατά το ρωμαϊκόν δίκαιον, του Δ. Χρ. Φρεδ. Γλουκ (Glûck). Μεταφρασθέν εκ του Γερμανικού υπό –, Αθήνησιν: Τύποις Μιλτιάδου Κ. Γκαρπολά, 1853.
* Γιώργος Ανδρειωμένος
Βία και εξουσία: ίχνη στο σώμα της λογοτεχνίας, πρακτικά της ΙΖ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, 24–26 Νοεμβρίου 2023. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Νεοελληνικών και Συγκριτολογικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2025.
– Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
* Ο Γιώργος Ανδρειωμένος (1964), αριστούχος πτυχιούχος του Τμήματος Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986) και διδάκτορας του αγγλικού Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (1991), είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (2008 κ.εξ.). Έχει διατελέσει Ερευνητικός Εταίρος του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (1991-1992) και Επιστημονικός Συνεργάτης της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ, 1993-1994), ενώ έχει διδάξει μαθήματα της ειδικότητάς του στο Πανεπιστήμιο Πατρών (ΠΤΔΕ, 1995-1997) και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (ΤΞΓΜΔ και ΤΑΒ, 1997-2008), καθώς και σε άλλα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της ημεδαπής και της αλλοδαπής (Σχολή Ξεναγών Ρόδου, Σχολή Αξιωματικών ΕΛΑΣ, Bosworth Tutors College [Northampton], Πανεπιστήμιο του Mainz). Έχει λάβει σειρά υποτροφιών για την ολοκλήρωση των σπουδών του και την ενίσχυση ερευνών του. Επιπλέον, έχει διατελέσει, επί σειρά ετών, μέλος διαφόρων επιτροπών αξιολόγησης, μεταξύ των οποίων στο Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και Πιστοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών και στην Κεντρική Επιτροπή των Πανελληνίων Εξετάσεων του ΥΠΑΙΘ, καθώς και στα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του ΥΠΠΟ της Ελλάδας και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Έχει εποπτεύσει οχτώ ολοκληρωμένες διδακτορικές διατριβές και έχει συντονίσει το επιστημονικό πρόγραμμα «Ηράκλειτος», στο πλαίσιο του οποίου εκπονήθηκαν οχτώ διδακτορικά στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, ενώ υπήρξε στο ίδιο Ίδρυμα αναπληρωτής πρύτανη για θέματα διοίκησης και προσωπικού (2013-2017), αντιπρύτανης διοικητικών θεμάτων (2017-2022) και διευθυντής του Διακρατικού ΠΜΣ για την Ειδική Αγωγή (σύμπραξη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του ιταλικού Πανεπιστημίου του Τορίνο) και του ΠΜΣ για τον Βυζαντινό Πολιτισμό που οργανώνει το Τμήμα Φιλολογίας σε συνεργασία με το ΙΝΕΒΥΠ στον Μυστρά. Κατά το παρόν, είναι πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας, διευθύνει το ΠΜΣ «Αρχαία και Νέα Ελληνική Φιλολογία», προΐσταται του Εργαστηρίου Διαχρονικής Μελέτης της Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας «Νίκος Καρούζος» και έχει οριστεί γενικός φιλολογικός επόπτης των εκδόσεων του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Πολλές επιστημονικές εργασίες του έχουν κυκλοφορήσει αυτοτελώς ή έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις του σε μεγάλο αριθμό συνεδρίων και έχει δώσει πολυάριθμες διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.










Σχολιάστε