Ο τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο – Ζήσης Φωτάκης
Τον Αύγουστο του 1940, η Γερμανία είχε θέσει ήδη υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και η Luftwaffe βομβάρδιζε ανηλεώς (αλλά χωρίς αποτέλεσμα) την τελευταία εστία αντίστασης που είχε απομείνει στις Βρετανικές Νήσους. Παράλληλα, ο Χίτλερ κατέστρωνε το πλέον μεγαλεπήβολο από τα σχέδιά του – την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.
Το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας όμως δεν είχε αvάλογεs επιτυχίες να επιδείξει. Ο Μουσολίνι χρειαζόταν επειγόντως μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, ώστε να ενισχύσει το κύρος του. Η Ελλάδα φάνταζε ιδανικός στόχος, καθώς θα εξυπηρετούσε και τα ιταλικά σχέδια για απόλυτη κυριαρχία στη Μεσόγειο.
Εξάλλου, ουδέποτε σχεδόν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι ελληνοϊταλικές σχέσεις υπήρξαν αρμονικές: από την κατάληψη των Δωδεκανήσων έως την αμφιλεγόμενη πολιτική της Ιταλίας έναντι της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη και από τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας έως τη σταθερή υποστήριξη των αλβανικών θέσεων για την Ήπειρο, η Ρώμη δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι θεωρούσε την Αθήνα περιφερειακό της αντίπαλο.
Για να ξεκινήσει όμως ο πόλεμος, που τόσο επιζητούσε ο Μουσολίνι, χρειαζόταν μία αφορμή. Έτσι, ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά. Εντούτοις, ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις. Στις 15 Αυγούστου του 1940, οι προκλήσεις ξεπέρασαν κάθε όριο, με τον απρόκλητο τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη». Το γέρικο σκαρί υπέκυψε και όλα συνέτειναν πλέον στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε. Η «εκδρομή στην Ελλάδα», που προσδοκούσε όμως ο Μουσολίνι, θα κατέληγε σύντομα σε ναυάγιο…
Σειρά προκλήσεων
Στο ξεκίνημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ναυτική σημασία του γεωγραφικού χώρου και στόλου της Ελλάδας δεν είχε την αντίστοιχη βαρύτητα που εμφάνιζε το καλοκαίρι του 1914. Το γεγονός αυτό που, εν πολλοίς, απέρρεε από την προτεραιότητα που απέδιδε η Μεγάλη Βρετανία στην προάσπιση των αυτοκρατορικών της συμφερόντων στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, τη ναυτική ρώμη του Γαλλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο και την αρχική ουδετερότητα της Ιταλίας, γέννησε ίσως σε κάποιους την ελπίδα ότι n χώρα μας δεν θα χρειαζόταν να αναμειχθεί στον νέο αυτόν Αρμαγεδδώvα. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την πτώση της Γαλλίας στον Άξονα και την έξοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας τον Μάιο του 1940.
Τους μήνες που ακολούθησαν, η καχυποψία του Μουσολίνι αναφορικά με τις γερμανοσοβιετικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, n πιθανότητα ότι ο αγγλικός στόλος θα κατέφευγε στα ελληνικά ύδατα στην περίπτωση που η αγγλοκρατούμενη Αίγυπτος κυριευόταν από τους Ιταλούς και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μεταξά στην αγγλική πολιτική – κυριότερα δείγματα του οποίου υπήρξαν η αποδοχή της αγγλογαλλικής εγγύησης της Ελλάδας έναντι πιθανής απειλής από τον Άξονα (Απρίλιος 1939) και η άρνησή της να ανανεωθεί το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, τον Σεπτέμβριο του 1939 – οδήγησαν στην ωρίμαση των επεκτατικών επιδιώξεων που έτρεφε, από παλιά, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας.
Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα τη 12n Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά από αέρος το βοηθητικό πλοίο «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα» ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη. Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας. Στο τέλος του ίδιου μήνα τα ελληνικά αντιτορπιλικά, «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», ό,τι καλύτερο είχε τότε το ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της ιταλικής αεροπορίας.
Οι ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας.
Η ηγεσία του Π.Ν.
Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στον βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού «Έλλη» στον εορτασμό της Κοίμησnς της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου.
Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του ελληνικού στόλου. Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Οι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησις της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας.
Χτύπημα με ασαφή αίτια
Τα άμεσα αίτια του τορπιλισμού της «Έλλης» δεν είναι ακόμα σαφή. Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. Άλλοι, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Πρίγκιπα Ερμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος. Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, ο κυβερνήτης του ιταλικού υποβρυχίου Delfino που τορπίλισε την «Έλλη», πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε.
Ο Τορπιλισμός της Έλλης, υπό Ιταλικού Υποβρυχίου την 15η Αυγούστου 1940, εις τον Λιμένα της Τήνου. Χρωμολιθογραφία, Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α.Ε.
Όποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του ευδρόμου καταδρομικού «Έλλη», γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ns Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του Delfino ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών. Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες. Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν.
Υποβρύχιο κλάσεως «Squallo», όμοιο με το «Delfino». Αποτελούσε την πιο σύγχρονη έκδοση υποβρυχίων του ιταλικού στόλου.
Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το ελληνικό καταδρομικό δεν βρήκε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας απαράσκευη. Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, [με καταγωγή από το Ανυφί Ναυπλίου]* ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Επιπροσθέτως, το επιβατηγό «Έσπερος» που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του.
Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της «Έλλης» ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ns και 3ns τορπίλης που αστόχησαν.

Εφημερίδα «Καθημερινή», Σάββατο 17 Αυγούστου 1940. Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα για τον τορπιλισμό της «Έλλης».

Εφημερίδα «Καθημερινή», Σάββατο 17 Αυγούστου 1940. Διαβάστε ολόκληρο το δημοσίευμα για τον τορπιλισμό της «Έλλης».
Προετοιμασία για πόλεμο
Την επαύριο του τορπιλισμού της «Έλλης», δεν εξερράγη ελληνο-ιταλικός πόλεμος πάρα την περαιτέρω κλιμάκωση των ιταλικών προκλήσεων. Η χώρα ολοκλήρωσε απλώς τις τελευταίες της προετοιμασίες για τον μεγάλο αγώνα που επέκειτο. Η ηθική όμως προετοιμασία είχε, εν πολλοίς, ολοκληρωθεί λόγω του τορπιλισμού της «Έλλης».

Το «Έλλη» με ανεπτυγμένα τα επιστεγάσματα από καραβόπανο κάποια καλοκαιρινή ημέρα. Κάπως έτσι έστεκε το μοιραίο πρωινό της 15ης Αυγούστου 1940.

Το εύδρομο – καταδρομικό «Έλλη» ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν δέχθηκε το μοιραίο πλήγμα από ιταλική τορπίλη στο λιμάνι της Τήνου, το 1940, ήταν ήδη παρωχημένο τεχνολογικά. Ωστόσο, παρέμενε πολύτιμη μονάδα επιφανείας για το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, ιδιαίτερα για συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκράτσι: «Η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα έναν λαό βαθιά διαιρεμένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει εν ανάγκη για την πατρίδα του».
Αυτή είναι και η κληρονομιά της «Έλλης» στο έπος του 1940 και κατ’ επέκταση στην εθνική μας επιβίωση.
*Σημείωση Βιβλιοθήκης: Άγγελος Χατζόπουλος. Σπούδασε στην Ακαδημία Πολέμου του Γάινουβ(;) της Αγγλίας και μιλούσε τέσσερις γλώσσες. Απόγονος της ιστορικής οικογένειας των Κωτσονόπουλων, ο προπάππους του Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, γιατρός στο επάγγελμα, υπήρξε δήμαρχος Ναυπλίου επί σειρά ετών. Ο παππούς του (από τη μητέρα του) Β. Λελάκης εστάλη από τη βασίλισσα Αμαλία για πέντε χρόνια στο Μόναχο για σπουδές και υπήρξε ο πρώτος γυμνασιάρχης ευρωπαϊκών σπουδών.

Άγγελος Χατζόπουλος. Ο Κυβερνήτης του καταδρομικού «Έλλη» σε νεαρή ηλικία (Ανθυποπλοίαρχος). Προσωπικό Αρχείο Γιώργου Χατζόπουλου.
Ο πατέρας του ήρωα κυβερνήτη Άγγελου Χατζόπουλου, Παναγιώτης Χατζόπουλος, με καταγωγή από το Ανυφί, υπήρξε γενικός αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού και σπούδασε για μία πενταετία στο Παρίσι. Ο κυβερνήτης Χατζόπουλος λίγο μετά τον τορπιλισμό θέλησε να μοιραστεί την τύχη του πλοίου του, ωστόσο οι αξιωματικοί του τον πήραν σηκωτό και επιβιβάστηκαν σε σωστική λέμβο… Σύμφωνα με τα ιστορικά ντοκουμέντα, μετά το σήμα για εγκατάλειψη του αντιτορπιλικού, τελευταίοι έφυγαν από την «Έλλη» οι πλωτάρχης Δούσης, υποπλοίαρχος Στεριόπουλος, ανθυποπλοίαρχοι Λεβαντίνος και Κυριαζόπουλος, σημαιοφόροι Μαργαρίτης, Χορς, Διαμαντής και τελευταίος ο κυβερνήτης πλοίαρχος Άγγελος Χατζόπουλος. (Γεώργιος Ρόκκας, Εφημερίδα «Αργολική Φωνή», Ναύπλιο, Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 1977).
*Ζήσης Φωτάκης,
διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Εφημερίδα «Καθημερινή», ιστορία, Κυριακή 6 Ιουνίου 2010.
*Ο Ζήσης Φωτάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία Βόλου. Υπότροφος και απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πτυχίο Ιστορίας) συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης απ’ όπου και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στην Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης και διδακτορικό δίπλωμα στη Ναυτική Ιστορία.
Τόσο κατά τη διάρκεια των σπουδών του όσο και μετά την αποφοίτησή του ο Δρ. Φωτάκης τιμήθηκε με ικανό αριθμό διακρίσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι διατέλεσε υπότροφος του Υπουργείου Παιδείας της Τσεχίας, ερευνητικός εταίρος του Ναυτικού Μουσείου του Γκρήνουιτς, υπότροφος της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, ερευνητικός εταίρος υπό την αιγίδα του ιδρύματος Fulbright καθώς και Ακαδημαϊκός Επισκέπτης στο Πανεπιστήμιο Yale και στη Ναυτική Σχολή Πολέμου των Η.Π.Α.. Επίσης, το 2009 βραβεύτηκε η μονογραφία του “Greek Naval Strategy and Policy, 1910-1919” (Routledge, 2005) από την Ακαδημία Αθηνών.
Έχει διδάξει σε ικανό αριθμό ΑΕΙ και ΑΣΕΙ, είναι δε Μόνιμος Επίκουρος Καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, Διδάσκων Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και διδάσκων Στρατηγικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι, τέλος, Διευθυντής του Εργαστηρίου Ναυτικής Ιστορίας της Ελλάδας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Σχετικά θέματα:
- Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940
- Δικτατορία του Μεταξά – 4 Αυγούστου 1936
- Ανάλυση της στρατηγικής των Ιταλών στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) βάσει των στρατηγικών αναλυτών Σουν Τσου, Κλαούζεβιτς, Ζομινί και Φούλερ












Σχολιάστε