Κλασικά Γράμματα και Έλληνες φιλόλογοι: ανασκόπηση της συμβολής τους από τους αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι τις ημέρες μας* – Αλεξάνδρα Ροζοκόκη
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» άρθρο της Δρ. Αλεξάνδρας Ροζοκόκη, Διευθύνουσας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής Γραμματείας στην Ακαδημία Αθηνών, με θέμα:
«Κλασικά Γράμματα και Έλληνες φιλόλογοι: ανασκόπηση της συμβολής τους από τους αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι τις ημέρες μας».
Ο χαρακτηρισμός κλασικός (classicus) προκειμένου να προσδιορίσει τους συγγραφείς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας ως συγγραφείς «πρώτης τάξεως», χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 2ο αι. μ.Χ. από τον λατίνο συγγραφέα Αύλο Γέλλιο (NA 19.8.15). Ο όρος Κλασικά Γράμματα* περιλαμβάνει την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία επειδή για την ποιότητά τους κρίθηκαν άριστες και ανυπέρβλητες, άξιες ν’ αποτελούν πρότυπο. Τα ομηρικά έπη τράβηξαν από νωρίς την προσοχή γραμματισμένων (γραμματικών) οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη διάσωση, την αποκατάσταση, την ερμηνεία τους. Τον 6ο αι. π.Χ. στην Αθήνα μ’ εντολή του Πεισιστράτου ένας κύκλος λογίων από τη μητροπολιτική και Μ. Ελλάδα ασχολήθηκε με την εξυγίανση του κειμένου της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Από τους παλαιότερους γραμματικούς και κριτικούς του Ομήρου ήταν ο Θεαγένης από το Ρήγιο της Κ. Ιταλίας (έζησε τον 6ο αι. π.Χ.), ο Στησίμβροτος από τη Θάσο (δίδαξε στην Αθήνα κατά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.), ο Αντίμαχος από την Κολοφώνα (επιμελήθηκε έκδοση των ομηρικών επών κι έγραψε Βίο Ομήρου τον 4ο αι. π.Χ.). Ως πρόδρομοι της φιλολογίας μπορούν να εκληφθούν ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο Ηράκλειτος και ο Ηρόδοτος για το ενδιαφέρον τους να ετυμολογούν λέξεις· ακόμη οι σοφιστές Πρωταγόρας, Πρόδικος και Ιππίας, οι φιλόσοφοι Σωκράτης και Πλάτων, επειδή ερμήνευαν επικά και αρχαϊκά ποιήματα και γενικώς ασχολούνταν με τη γλώσσα. Ο Αριστοτέλης δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος φιλόλογος καθώς τόσο η λογοτεχνική κριτική όσο και η τέχνη της ερμηνείας βρίσκουν τις αρχές τους σ’ αυτόν (Διον. Χρυσ. 53.1· βλ. Ποιητική και δύο χαμένα έργα του Περί ποιητών, Απορήματα Ομηρικά).

Ο Αριστοτέλης με το δάσκαλό του Πλάτωνα στην Ακαδημία, λεπτομέρεια από το έργο «Η σχολή των Αθηνών», νωπογραφία του Ραφαήλ Σάντσιο. Τοιχογραφία. Ανάκτορα του Βατικανού, Ρώμη. Επιλογή εικόνας: Αργολική Βιβλιοθήκη.
Βέβαια, η φιλολογία θ’ αναπτυχθεί συστηματικά στα ισχυρά και πλούσια ελληνιστικά βασίλεια. Στις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας (το πρώτο ερευνητικό ίδρυμα), διασώζονται, μελετώνται και προβάλλονται με συστηματικό τρόπο τ’ αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Φιλόλογοι (όπως ο Καλλίμαχος και ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, ο Αλέξανδρος Αιτωλός, ο Λυκόφρων από τη Χαλκίδα, ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη, ο Κράτης από την Κιλικία, ο Ευφορίων από τη Χαλκίδα, ο Δίδυμος από την Αλεξάνδρεια, κ.ά.π.) εκδίδουν με κριτικό τρόπο τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, παραμερίζοντας ψευδεπίγραφα, αντιπαραβάλλοντας γραφές χειρογράφων, απομακρύνοντας προσθήκες/παρεμβολές και διορθώνοντας φθαρμένα σημεία του κειμένου· συντάσσουν πλούσια ερμηνευτικά υπομνήματα και μελέτες, γεωγραφικές, γλωσσικές, γραμματολογικές, ιστορικές, βιογραφικές, μετρικές, ή γενικώς μελέτες που αφορούν κάθε έκφανση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Χωρίς τους αλεξανδρινούς φιλολόγους πολλά θα είχαν χαθεί ήδη από νωρίς. Μολονότι το έργο τους δεν είναι απαλλαγμένο από σφάλματα ή ατέλειες, εντούτοις θεωρείται κεφαλαιώδους σημασίας: οι κριτικές εκδόσεις και τα σχόλιά τους επηρέασαν όλες τις μεταγενέστερες εκδόσεις και σχολιασμούς. Κάποιες από τις βασικές φιλολογικές αρχές τους ισχύουν ακόμη.
Τον 3ο και 2ο αι. π.Χ., οι Ρωμαίοι από τη μια κατακτούσαν τις ελληνικές πόλεις της Κ. Ιταλίας και Σικελίας, από την άλλη εμπιστεύονταν την εκπαίδευση των παιδιών τους σ’ Έλληνες δασκάλους, δούλους ή απελεύθερους. Οι ημιέλληνες Λίβιος Ανδρόνικος κι Έννιος μετέφραζαν συνεχώς Έλληνες συγγραφείς, ενώ οι διαλέξεις που ο Κράτης από την Κιλικία έδωσε στη Ρώμη, έθεσαν τις βάσεις της λατινικής φιλολογίας.
Οι βυζαντινοί λόγιοι, έχοντας συνείδηση ότι είναι φορείς μιας σημαντικής παράδοσης, μελέτησαν, σχολίασαν, προσέλαβαν και διέσωσαν κείμενα της αρχαιότητας. Καταλυτική η επίδραση του Πλάτωνα και Αριστοτέλη σε φιλοσόφους όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, Ιωάννης Ιταλός, Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων. Τον 9ο αι. η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την αρχαία ελληνική παράδοση οδήγησε στον πρώτο βυζαντινό ουμανισμό. Ο Λέων ο Σοφός, ο πατριάρχης Φώτιος, ο αρχιεπίσκοπος Αρέθας, κ.ά. έσκυψαν με αγάπη, μελέτησαν, ερμήνευσαν και διέσωσαν αρχαίους συγγραφείς. Ο Ευστάθιος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, αποτελεί τη σημαντικώτερη φιλολογική μορφή του 12ου αι. για το μνημειώδες του υπόμνημα των ομηρικών επών· φαίνεται ότι ανακάλυψε δώδεκα επιπλέον τραγωδίες του Ευριπίδη. Αξιόλογο το έργο των αδελφών Ισαάκ και Ιωάννη Τζέτζη ( του πρώτου για τα μετρικά σχόλια στον Πίνδαρο, του δεύτερου για τα σχόλια στον Ησίοδο, Αριστοφάνη και Λυκόφρονα). Κορυφαίος φιλόλογος της παλαιολόγειας αναγέννησης (13ος/14ος αι.) και κάτοχος της λατινικής γλώσσας ο Μάξιμος Πλανούδης μετέφρασε στα ελληνικά, έργα του Αυγουστίνου και του Οβιδίου, ενώ εξέδωσε πλήθος κειμένων της κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Άξιος μαθητής του ο Μανουήλ Μοσχόπουλος (σχολίασε Όμηρο, Ησίοδο, Πίνδαρο, τραγικούς και Θεόκριτο). Με τον Δημήτριο Τρικλίνιο η φιλολογία έφτασε στο απόγειό της. Ο Τρικλίνιος εξέδωσε και υπομνημάτισε Ησίοδο, τραγικούς, Αριστοφάνη, Πίνδαρο, Θεόκριτο· η μεγαλύτερη προσφορά του έγκειται στην ορθή ανάλυση των μετρικών δομών του αρχαίου δράματος. Από τα μαθήματα ελληνικών του Μανουήλ Χρυσολωρά στη Φλωρεντία και στο Μιλάνο (τέλη του 14ου αι.) ωφελήθηκαν αρκετοί Ιταλοί, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσει η μετάφραση ελληνικών κειμένων. Μετά την άλωση της Κων/λης Έλληνες λόγιοι δίδαξαν στη Δύση, ενώ άλλοι όπως ο καρδινάλιος Βησσαρίων συγκρότησαν βιβλιοθήκες με ελληνικά χειρόγραφα. Η δημοσίευση έργων των Ελλήνων κλασικών σε τυπογραφεία της Φλωρεντίας και Βενετίας μ’ επιμέλεια του Δημήτριου Χαλκοκονδύλη, Μάρκου Μουσούρου, κ.ά. συνετέλεσε στην αναγέννηση των γραμμάτων στη Δύση. Στη Γαλλία ο Ερμώνυμος από τη Σπάρτη, καθηγητής στο Παν/μιο των Παρισίων, έβγαλε επιφανείς μαθητές, μεταξύ των οποίων ο Έρασμος.
Κι ενώ στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία οι κλασικές σπουδές αναπτύσσονταν σταθερά, στον υπόδουλο ελλαδικό χώρο είχαν σβήσει. Εξαίρεση αποτέλεσαν όσοι Έλληνες είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν στη φωτισμένη Ευρώπη. Ένας απ’ αυτούς ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) που για το πλούσιο εκδοτικό του έργο (17 τόμους περιλαμβάνει η σειρά Ελληνική Βιβλιοθήκη με έργα αρχαίων Ελλήνων) θεωρείται ως ο πατριάρχης των κλασικών γραμμάτων στη νεώτερη Ελλάδα.
Η οικονομική ένδεια και άλλες δυσχέρειες που κατέτρυχαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (πόλεμοι, πολιτικές ταραχές, κ.λπ.) δεν ευνόησαν την πρόοδο των κλασικών σπουδών. Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι Έλληνες κλασικοί φιλόλογοι των οποίων το επιστημονικό έργο χάρη στην πρωτοτυπία, την ορθότητα, την ευφυΐα έδωσε ώθηση στη μελέτη των κλασικών γραμμάτων και αποτέλεσε σε διεθνές επίπεδο σημείο αναφοράς. Αναφέρω τους Γρηγόριο Βερναρδάκη (1848-1925), Ιωάννη Συκουτρή (1901-1937), Ιωάννη Θ. Κακριδή (1901-1991) και Στυλιανό Καψωμένο (1907-1978). Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 60 και μετά, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των πανεπιστημιακών τμημάτων κλασικής φιλολογίας, τη συγκρότηση επιστημονικών βιβλιοθηκών, τη χορήγηση περισσότερων υποτροφιών για μετεκπαίδευση πτυχιούχων στο εξωτερικό με σκοπό την αρτιότερη κατάρτισή τους. Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες κλασικοί φιλόλογοι με επιστημονικές μελέτες και άρθρα δείχνουν μια παρουσία στο διεθνές στερέωμα. Ζητούμενο όμως, εξακολουθεί να παραμένει η ποιότητα – όχι η ποσότητα· δηλ. η εκπόνηση μελετών που δεν αναμασούν ούτε περιπλέκουν χιλιοειπωμένα, αλλά όντως ανοίγουν δρόμους στην κλασική φιλολογία επιλύοντας ή συνεισφέροντας στην επίλυση προβλημάτων.
Οι στέρεοι επιστήμονες αποτελούν προϊόν ενός στέρεου εκπαιδευτικού συστήματος. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές πρέπει να είναι ικανώς καταρτισμένοι για να μπορούν να διδάσκουν μ’ επάρκεια τους φοιτητές. Τούτο επιτυγχάνεται όταν οι πανεπιστημιακοί εκλέγονται μ’ επιστημονικά και όχι μ’ άλλου είδους κριτήρια (π.χ. πολιτικά, οικογενειακά, φιλικά, κ.λπ.). Η πλημμελής, μαζική παραγωγή χιλιάδων εξερχομένων πτυχιούχων δεν ωφελεί σε τίποτα. Η συρρίκνωση του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών (είτε από μετάφραση είτε από πρωτότυπο) στη Μέση Εκπαίδευση, η επαφή των μαθητών με την αρχαία ελληνική γλώσσα μέσα από βαρυφορτωμένα – συχνά ακατάλληλα για την ηλικία τους – διδακτικά εγχειρίδια, οι ελάχιστες γνώσεις Λατινικών που οι μαθητές λαμβάνουν στο Λύκειο, δεν δομούν μιά κατάλληλη βάση για σοβαρές πανεπιστημιακές σπουδές. Ακούγεται όλο και πιο συχνά ότι η ίδρυση Κλασικών Λυκείων θα λύσει το πρόβλημα καθώς εκεί θα μορφώνονται όσοι μαθητές ενδιαφέρονται για τα κλασικά γράμματα· κι αυτοί θα εξέρχονται καλύτερα προετοιμασμένοι να παρακολουθήσουν ανώτατες σπουδές. Τα Κλασικά Λύκεια μπορούν ν’ αποβούν ωφέλιμα, αρκεί οι διδάσκοντες σ’ αυτά να διαθέτουν γερή κατάρτιση και να έχουν εκλεγεί μετά από σοβαρές αξιοκρατικές διαδικασίες. Οι Έλληνες φιλόλογοι δεν υπολείπονται σε οξύνοια των ξένων συναδέλφων τους. Η εγγύτητα που εκ φύσεως διαθέτουν λόγω γλώσσας και νοοτροπίας, αποτελεί πλεονέκτημα ώστε να προσπελάσουν καλύτερα τα κείμενα των προγόνων τους. Όμως το πλεονέκτημα από μόνο του δεν αρκεί· χρειάζεται άρτια μόρφωση, πειθαρχία, αφιέρωση στο αντικείμενο, σοβαρή κι υπεύθυνη δουλειά· έτσι οι κλασικές σπουδές θ’ ακτινοβολήσουν με λαμπρό τρόπο στη χώρα μας.
Αλεξάνδρα Ροζοκόκη
Διευθύντρια Ερευνών στην Ακαδημία Αθηνών
* Ομιλία στο Ίδρυμα «Μαρία Τσάκου», 17.12.2017.
* Οι επισημάνσεις με bold έγιναν από την Αργολική Βιβλιοθήκη.
Read Full Post »