Αμπέλι και κρασί στον παραδοσιακό πολιτισμό της Πελοποννήσου. Μια εθνογραφική προσέγγιση – Ευδοκία Ολυμπίτου
Η τριλογία «αμπέλι, ελιά, σιτάρι» και «κρασί, λάδι, ψωμί», οι τυπικές, δηλαδή, καλλιέργειες της μεσογειακής χλωρίδας και τα αντίστοιχα βασικά στοιχεία της ελληνικής διατροφής, αποτελούν τις περισσότερο διαδεδομένες αγροτικές δραστηριότητες που συγκροτούν ένα πλούσιο συμβολικό πολιτιστικό σύστημα. Οι τοπικές εμπειρικές γνώσεις και παραδόσεις διαχέονται, ταξιδεύουν, διαδίδονται σε διαφορετικούς τόπους, όχι μόνον σε αυτούς που παράγουν τα προϊόντα αυτά, αλλά και σε όλους εκείνους που τα καταναλώνουν. Επιπλέον, κοινές ανάγκες και παρόμοιες συνθήκες διαμορφώνουν έναν μάλλον κοινό εθιμικό κώδικα στην κατανάλωσή τους, στις σχετικές θρησκευτικές πρακτικές και τη λαϊκή λατρεία των αγροτικών, κυρίως, αλλά και των αστικών περιοχών.
Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο κρασί, επιχειρούμε να προσεγγίσουμε τον πλούσιο χώρο της λαϊκής εμπειρικής γνώσης και κοσμοθεωρίας που αναζητά ορθολογικές αλλά και μεταφυσικές, μαγικοθρησκευτικές λύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του καθημερινού του βίου, αλλά και να ερμηνεύσει ό,τι διαταράσσει την ασφαλή μονοτονία της ζωής του. Ο χαρακτήρας του κειμένου είναι μάλλον περιγραφικός και ελλειπτικός, αφού αποτελεί μία, κατ’ ανάγκην, σύντομη περιήγηση σε αυτό το πολύπλευρο τοπίο των εθιμικών κοινοτήτων και ιδιαιτεροτήτων, στο οποίο το κρασί διατηρεί πρωτεύοντα ή και κυρίαρχο ρόλο.
Στα πλαίσια ενός κόσμου που διαβίωνε και δρούσε με συλλογικές μορφές και τρόπους, το κρασί συμπλήρωνε και ενίσχυε κάθε μορφής δεσμούς, συνοδεύοντας τόσο τη χαρά όσο και τη λύπη – από την κοινή εργασία στο χωράφι έως το γάμο ή το πένθος, την κοινοτική γιορτή, την αρχή και το τέλος κάθε κύκλου της αγροτικής ζωής. Σχεδόν ταυτόσημο με κάθε ευχή και πρόποση, κυρίως για καλή υγεία, ήταν απαραίτητο στη χριστιανική τελετουργία, άξιο ως προσφορά και δώρο σε κάθε περίσταση. Συνοδεύει όλα τα γλέντια, επισφραγίζει συμφωνίες και συμφιλιώσεις[1], είναι απαραίτητο κέρασμα στην έναρξη και την ολοκλήρωση των αγροτικών εργασιών, στο λιοτρίβι όταν βγει το καινούριο λάδι[2] ή ακόμη σε όσους συμμετέχουν σε τελετές θεμελίωσης κτισμάτων[3].
Το κρασί συμπλήρωνε την καθημερινή λιτή διατροφή αλλά και τα γιορταστικά γεύματα πλούσιων και φτωχών, αστών και αγροτών. Ακροβατώντας ανάμεσα στη λελογισμένη χρήση και την υπερβολική κατανάλωση, μπορούσε να είναι θρησκευτικά και κοινωνικά αποδεκτό ή κατακριτέο, καθοσιωμένο ή αμαρτωλό.
Προικοσύμφωνα, διαθήκες, δωρεές, αφιερώσεις, πράξεις αγοραπωλησίας και διάφορα χρονικά που μνημονεύουν καλές και κακές χρονιές, ασθένειες των αμπελιών και τις οικονομικές τους επιπτώσεις, αλλά και ιστορικά ανέκδοτα μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την αξία των αμπελώνων για τις κοινωνίες του παρελθόντος[4]. Εκτός από τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, ποικίλες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες διασώζουν μεγάλο πλούτο πληροφοριών που αναφέρονται στον υλικό και πολιτισμικό βίο των παραδοσιακών κοινωνικών σχηματισμών, καταδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους ένα βασικό διατροφικό αγαθό του ελληνικού χώρου τροφοδοτεί παραδόσεις και θρύλους, συνοδεύει τελετουργίες και επενδύεται με πολλαπλούς συμβολισμούς.

Πελοπόννησος, σχέδιο του Olfert Dapper, μια παραστατική απεικόνιση στην οποία η Πελοπόννησος μοιάζει με αμπελόφυλλο. Olfert Dapper, «Naukerige Beschryving van Morea», Amsterdam 1688, Συλλογή Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (δάνειο από ΜΙΕΤ, Η Πελοπόννησος. Χαρτογραφία και Ιστορία, 16ος-18ος αιώνας, ΜΙΕΤ 2006).
Η αμπελοκαλλιέργεια στην Πελοπόννησο
Η γεωγραφία του αμπελιού στην περιοχή της Πελοποννήσου είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη, αν και ορίζεται από το γεωφυσικό περιβάλλον και το κλίμα. Ονόματα χωριών και μικροτοπωνύμια όπως Αμπέλι, Αμπελά, Αμπελάκι, Αμπελάκια, Αμπελιώνα, Αμπελώνας, Αμπελόκαμπος, Αμπελόκηποι, Αμπελος, Αμπελόφυτο, ή Παλιάμπελο, που απαντώνται στην Πελοπόννησο, είναι και αυτά ενδεικτικά της εξάπλωσής του.[5] Παρόλο που το αμπέλι αποδίδει σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα: «αμπέλι του χεριού σου και ελιά από τον παππού σου», συνήθιζαν να λένε στην Πελοπόννησο, για ορισμένες περιοχές «τα πολλά τ’ αμπέλια και τα λίγα πρόβατα είναι φτώχεια…».[6] Ωστόσο, για τους ορεινούς πληθυσμούς, οι προφορικές μαρτυρίες σημειώνουν ότι η εποχή του τρύγου έδινε τη δυνατότητα να αναζητήσουν εποχική εργασία σε αμπελουργικές περιοχές.[7] (περισσότερα…)






