Μακρυγιάννης Ιωάννης (1797-1864)
Αγωνιστής του 1821 και αργότερα στρατηγός, γνωστός για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Γεννήθηκε στο Αβορίτι της Φωκίδας, ένα χωριουδάκι τρεις ώρες δρόμο μακριά από το Λιδωρίκι. Ήταν μωρό ακόμη, όταν ο πατέρας του Δημήτριος Τριανταφύλλου δολοφονήθηκε από τους Τούρκους. Ο ίδιος ονομάστηκε αργότερα Μακρυγιάννης για το ψηλό του ανάστημα. Η μάνα του, η φτωχή Βασιλική, που τον είχε γεννήσει επιστρέφοντας στο σπίτι μ’ ένα δεμάτι ξύλα στην πλάτη, αναγκάστηκε να φύγει στη Λειβαδιά.
Eφτάχρoνoς ο Γιάννης μπήκε υπηρέτης. Αργότερα, το 1811, σε ηλικία 14 ετών, τον έστειλε η μάνα του υπηρέτη στην Άρτα, στο σπίτι του Θανάση Λιδωρίκη. Εκεί ασχολήθηκε ταυτόχρονα με το εμπόριο, έμπορας και δανειστής, με αποτέλεσμα στις παραμονές της επανάστασης να έχει αποκτήσει σημαντική περιουσία και συνείδηση μικροαστού. Έμεινε στην Άρτα δέκα χρόνια.
Παραμονές του Αγώνα κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Τον Μάρτιο 1821 τον έστειλαν οι Φιλικοί στην Πάτρα, για να εκτιμήσει την κατάσταση και κινδύνεψε να συλληφθεί. Επέστρεψε στην Άρτα, αλλά οι Τούρκοι, που είχαν τις πληροφορίες τους, τον φυλάκισαν περνώντας του σίδερα στα πόδια και τον βασάνιζαν 70 μέρες, για να τους μαρτυρήσει πού έκρυβε το βιος του. Ο Μακρυγιάννης, προσποιούμενος τον ετοιμοθάνατο, κατόρθωσε να ξεφύγει και ύστερα από περιπέτειες, έφτασε στο Πέτα, όπου πολέμησε στο πλευρό του Γώγου Μπακόλα.
Κατόπιν αρρώστησε και κατέβηκε στο Μεσολόγγι κι από κει στα Σάλωνα, μέχρι που έγινε καλά. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις στην ανατολική Στερεά Ελλάδα. Τον Αύγουστο 1822 ακολούθησε σαν μικροκαπετάνιος τον Οδ. Ανδρούτσο και τον Γιάννη Γκούρα στην Αθήνα, όπου έγινε για λίγο πολιτάρχης (αστυνόμος). Απογοητευμένος, όμως, από τα φερσίματά τους και προπαντός από τη φιλαργυρία και την πλεονεξία του Γκούρα, τους εγκατέλειψε και κατέβηκε στον Μοριά.
Ο Κολοκοτρώνης τού έδωσε εντολή να ακολουθήσει το γιο του Γενναίο. Αλλά ούτε στο Μοριά ήταν ευχαριστημένος από την αταξία και τις αντιθέσεις των πολιτικών, ιδιαίτερα του Μαυροκορδάτου. Όταν σχηματίστηκε το παράνομο εκτελεστικό στο Κρανίδι και υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, ο Μακρυγιάννης βρέθηκε με το νέο εκτελεστικό του Κρανιδίου στο πλευρό του Γ. Κουντουριώτη, του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου και πολέμησε για λογαριασμό τους εναντίον της άλλης παράταξης στη Δαλαμανάρα (9 και 10 Μαΐου 1824). Μετά τον έστειλαν στην Αρκαδία και Μεσσηνία, επειδή οι κάτοικοι αρνούνταν να πληρώνουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Κόντεψε μάλιστα να συλληφθεί και επιστρέφοντας στ’ Ανάπλι διηγήθηκε στους κυβερνητικούς τις περιπέτειές του. Τότε τον πίεσαν να μεταβεί στην Αθήνα και να πείσει τον Γκούρα, τον Καρατάσο, τον Γάτσο και άλλους να κατέβουν στον Μοριά, να πολεμήσουν τους «αντάρτες». Με τα πολλά παρακάλια τους έπεισε, κατέβηκαν εκείνοι και εξαπέλυσαν όργιο αρπαγών και αυθαιρεσιών. Ο Μακρυγιάννης παραπονιόταν για όλα αυτά, αλλά ο ίδιος είχε μεγάλη ευθύνη για το φούντωμα του εμφυλίου.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον είχε κάνει αντιστράτηγο για τις υπηρεσίες που της είχε προσφέρει. Ο αγνός Μακρυγιάννης παρασύρθηκε από τη δίνη των γεγονότων. Χωρίς να το καταλάβει, έγινε όργανο της παράνομης κυβέρνησης. Ο ίδιος σημειώνει στ’ απομνημονεύματά του: «Δεν ήξερε κανείς τι να κάμει. Ήμουν άμαθος από τέτοια». Ήταν μια ειλικρινής εξομολόγηση. Απογοητευμένος εξάλλου από όλους, σημειώνει παρακάτω: «Μούτζες και στρούτζες να ’χουν και το ’να και τ’ άλλο μέρος».
Όταν ο Ιμπραήμ πάτησε τον Μοριά, ο Μακρυγιάννης τον πολέμησε στο Νιόκαστρο και μετά στους Μύλους, αποφασιστικά τούτη τη φορά (13 Ιουνίου 1825), μαζί με τον Δημ. Υψηλάντη, τον Κων/νο Μαυρομιχάλη και άλλους και στάθηκε ο κυριότερος συντελεστής της νίκης. Τραυματίστηκε μάλιστα σοβαρά στο δεξί χέρι.
Αργότερα παραιτήθηκε από τον βαθμό του στρατηγού και κατατάχθηκε ως απλός στρατιώτης στο τακτικό σώμα του Φαβιέρου για εκγύμναση. Μετά έγινε πολιτάρχης στην Αθήνα. Όταν ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη, ο Μακρυγιάννης πολέμησε ηρωικά, ιδιαίτερα στις μάχες του Σερπετζέ (θέατρο Ηρώδη του Αττικού), όπου και τραυματίστηκε. Πήρε μέρος και σε πολλές άλλες μάχες, στον Πειραιά και αλλού, και έφερε σε πέρας πολλές επικίνδυνες αποστολές.
Επί Καποδίστρια διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου (1828-1830), αλλά έγινε αντικαποδιστριακός και αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά. Την εποχή του Όθωνα έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τους αγωνιστές του 1821 και υποστήριξε τα δίκαιά τους. Οι αντιβασιλικοί μπαινόβγαιναν στο σπίτι του στην Πλάκα. Εκεί δόθηκε και ο όρκος πριν από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που έκανε μαζί με το Δημ. Καλλέργη «Ορκιζόμαστε αβιάστως να φυλάξωμεν την πατρίδα μας, ότι κινδυνεύει από τους τοιούτους… Και ορκίζομαι εγώ πρώτος ο Mακρυγιάννης να φυλάξω όλα αυτά…».
Η μεγαλύτερή του προσφορά κατά την Οθωνική περίοδο ήταν η επανάσταση αυτή, που είχε ως αποτέλεσμα ν’ αποκτήσει η χώρα μας το πρώτο της Σύνταγμα (1844). Οι βασιλικοί τον κατηγόρησαν στη συνέχεια για συνωμοσία και τον φυλάκισαν (1852). Καταδικάστηκε σε θάνατο, η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση και τέλος αποφυλακίστηκε (1854) με εντολή του τότε πρωθυπουργού και συναγωνιστή του Δημ. Καλλέργη. Η φυλακή και η κακομεταχείριση τον κατέβαλαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε καταληφθεί από βαθιά θρησκευτικότητα και προσευχόταν συνεχώς σε μια σπηλιά κοντά στη γειτονιά του, που την είχε μετατρέψει σε ερημητήριο. Μετά την έξωση του Όθωνα τιμήθηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου (1862) και αντιστρατήγου (1864). Μετά από λίγες μέρες πέθανε σε ηλικία 67 χρονών. Ο λαός της Αθήνας τον έκλαψε και τον κήδεψε με μεγάλες τιμές στο Α΄νεκροταφείο. Είχε αποκτήσει δώδεκα παιδιά με την Κατερίνα Σκουζέ, που είχε παντρευτεί στην Αθήνα το 1825. Η συνοικία της Αθήνας όπου κατοικούσε πήρε το όνομά του.
Τ’ απομνημονεύματά του τα διακρίνει πηγαίο πεζογραφικό ταλέντο με πολλές αφηγηματικές αρετές. Το ύφος είναι απλό και ανεπιτήδευτο και θεωρείται υποδειγματικό. Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά σε ηλικία 33 χρόνων – «στα γεράματά του», όπως σημειώνει χαριτολογώντας – «έμαθε γράμματα, για να γράψει το βίο του». Τα χειρόγραφά του ανακάλυψε και αποκατέστησε με πολύ κόπο ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος και τα εξέδωσε με εκτενή πρόλογο το 1907.
Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:
«Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Γάλλος Στρατιωτικός) να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;’ – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν»
Αδελφοί αναγνώστες!
Επειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σημειώνω εδώ και ξηγώμαι πότε με κόλλησε αυτείνη η ιδέα, -από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το ‘Αργος – και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά.
‘Οτι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ‘σ τα γραφόμενα, και… τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης. Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ‘διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ‘μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ως την σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν.
Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων, όχι να ‘χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος της πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα. Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη μήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον.
Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ‘παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μας κυβερνούν, και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος τό’ ‘φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία, και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ‘ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ‘χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
‘Ολα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του. Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ‘διοτέλειές του και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη Σεπτεβρίου -οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα – και τό’ ‘χομεν εις το χαρτί και αντίς να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα. ‘Ολοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ αρχής, είναι άγιοι ομπρός ‘σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.
Δια όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ‘σ αυτήν την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να μην τους απατάγη η ‘διοτέλεια.
Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς. ‘Ολο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ‘μέρα. ‘Οταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.
Στρατηγός Μακρυγιάννης
Οικία στρατηγού Μακρυγιάννη στο Άργος
Πρόκειται για πλινθόκτιστη ισόγεια μονοκατοικία, που είχε τετράρριχτη κεραμοσκεπή. Από παλιές φωτογραφίες και δημοσιεύματα φαίνεται ότι το σπίτι του στρατηγού Μακρυγιάννη ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής.Ο Μακρυγιάννης την περίοδο 1829-1832 έζησε στο Άργος και το σπίτι το έκτισε τότε, περίπου το 1830, και έμενε σ’ αυτό, όταν άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του. Αυτή τη στιγμή η στέγη έχει καταρρεύσει, τα κουφώματα δεν υπάρχουν και οι τοίχοι ολοένα φθίνουν, μια και η πλίθρα είναι ιδιαίτερα ευπαθής στην υγρασία και τη βροχή. Έχει κηρυχτεί διατηρητέο μνημείο.
Πηγές
-
Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
-
Στρατηγού Mακρυγιάννη, Aπομνημονεύματα, τόμος A΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006)
Διαβάστε επίσης:
Επιτρέψατέ μου να διαφωνήσω σε αρκετά σημεία που αναφέρονται σχετικά με τη δράση του στρατηγού Μακρυγιάννη στην Αργολίδα και την Πελοπόννησο. Αναφέρεστε αρκετά υποτιμητικά στο πρόσωπό του και στη δράση του και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο οτι δεν υπάρχει συνέχεια στον τρόπο της γραφής σας με το να γράφετε εμβόλιμα ανακρίβειες σε κείμενα που έχετε πάρει αλλά όχι αυτούσια από τις αναφερόμενες πηγές βιβλιογραφίας. Πολύ απλά «…τον έστειλαν οι Φιλικοί» λες και ο ίδιος δεν ήταν Φιλικός. Ανακρίβειες σχετικά με τη δράση του και τη δράση γενικά των Ρουμελιωτών στην Πελοπόνννησο αλλά και του φορτώνετε την ευθύνη για τον εμφύλιο. Δηλαδή τον υποβαθμίζετε συνεχώς αλλά παρόλ’ αυτά φέρει και ευθύνη για τον εμφύλιο ως αρκετά σημαντικός αλλά με αρνητικό πρόσημο.
Βέβαια στο τέλος παραθέτετε απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του που δόξα τω αγνώστω θεώ των Ελλήνων βρέθηκε ο Ρουμελιώτης Διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους και βρήκε καταχωνιασμένα τα Απομνημονεύματα και τα ανέδειξε. Το ότι ο Σεφέρης τα χαρακτηρίζει ως θαύμα της νεότερης ελληνικήςλογοτεχνίας δεν το αναφέρετε.
Πιστέψτε με, δεν παρασύρομαι και δεν είμαι συναισθηματικά φορτισμένος, την κληρονομιά του τυχαίνει να τη φέρω και το γνωρίζω από παράδοση, αλλά αν δεν ήταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης με τόση αρκαδική προπαγάνδα αλλά και το έντονο αρκαδικό στοιχείο που υπάρχει στο νομό μας ο μόνος αγωνιστής που θα ξέραμε θάταν ο Κολοκοτρώνης.
Όμως στην περιοχή που μένω και μέχρι τη Γλυκειά η περιοχή λέγεται Κολοκοτρωνέικα και αρκετοί απ’ αυτούς βρέθηκαν μετά με μεγάλο κλήρο. Ο πρόγονός μου όμως δεν πήρε τίποτα, μέχρι και το σπαθί του πήρανε, του μεγάλου αγωνιστή χτύπημα μεγάλο κι αυτό αν ήτανε.
Δυστυχώς η ιστορία γράφεται όπως επιτάσσει η εκάστοτε κατεστημένη τάξη κι εξυπηρετεί σκοπιμότητες, όμως καλό θα ήτανε όπως και σε κάθε επιστημονική εργασία ύπο δημοσίευση, πέρα από τη σχετική βιβλιογραφική αναφορά, το γραπτό να συνοδεύεται και από την υποσημείωση με την αναφορά και την πηγή με οποιοδήποτε σύστημα κατά Harvard ή κατά Oxford ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τότε οι εργασίες εγκρίνονται.
Ευχαριστώ.:
Αγαπητέ Κύριε Τριανταφύλλου,
Κατ’ αρχήν θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για την επιστολή σας, με την οποία αποδεικνύετε ότι είστε αναγνώστης της Αργολικής Βιβλιοθήκης.
Βέβαια, δεν κατανοούμε το καταγγελτικό ύφος της εν λόγω επιστολής κι αυτό διότι πουθενά δεν δηλώνουμε ότι το κείμενό που έχουμε αναρτήσει αποτελεί ιστορική διατριβή ή ενδελεχές βιογραφικό.
Ως Έλληνες πολίτες επιχειρούμε – λόγω βαθύτατης αγάπης και σεβασμού προς τους ήρωες αλλά και τους ανώνυμους αγωνιστές προγόνους μας- να αποτίσουμε φόρο τιμής, αναγνωρίζοντας στα πρόσωπά τους εκείνους που προσφέροντας το αίμα τους, ελευθέρωσαν το Γένος μας.
Επί του προκειμένου τώρα. Το κείμενο που έχουμε αναρτήσει είναι παρμένο από το βιβλίο του φιλολόγου καθηγητή Οδυσσέα Κουμαδωράκη « ΑΡΓΟΣ το πολυδίψιον» και δεν αποτελεί συρραφή ή σπάραγμα άλλων κειμένων.
Το ότι τον «…έστειλαν οι Φιλικοί» καθόλου δεν υπονοεί ότι δεν ήταν και ο ίδιος Φιλικός. Εξ’ άλλου γνωρίζουμε ότι ο Μακρυγιάννης είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από το 1820. Απλά, του ανετέθη η αποστολή να μεταβεί στην Πάτρα, για να εκτιμήσει την εκεί επικρατούσα κατάσταση.
Δεν εντοπίσαμε κάποιο σημείο στο κείμενό μας που να θίγει τον ηρωισμό και την μεγαλοσύνη του Στρατηγού, ούτε κανείς μας ανέφερε ότι εξαργύρωσε τις πολύτιμες υπηρεσίες του προς το Έθνος και τις λαβωματιές του από τις μάχες, με κάποια υλικά αγαθά. Δεν κατανοούμε λοιπόν την ύπαρξη μιας υφέρπουσας μοχθηρίας για τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους αγωνιστές της Επανάστασης.
Το ευτυχές και σημαντικό γεγονός ότι η αποκατάσταση και δημοσίευση (1907) των Απομνημονευμάτων οφείλεται στον Γιάννη Βλαχογιάννη που με εξαιρετική φροντίδα επιμελήθηκε και επεξεργάστηκε, μια και όπως γνωρίζετε ο Στρατηγός έγραφε σύμφωνα με την γλώσσα που μίλαγε και την οποία χαρακτήριζε η έντονη ρουμελιώτικη προφορά, κανείς δεν το αμφισβήτησε ή το αποσιώπησε.
Μας καταλογίζετε ευθύνη γιατί δεν αναφέρουμε ότι ο Σεφέρης τα « χαρακτηρίζει ως θαύμα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας». Πάντως, σας γνωρίζουμε ότι «Το έργο στην αρχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Εκτός από τον Παλαμά κανείς σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη σημασία του. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για ν’ ασχοληθούν μαζί του λογοτέχνες και κριτικοί και να φέρουν τον Μακρυγιάννη και το έργο του στο προσκήνιο της πνευματικής μας ζωής».
Τέλος, αφού σας θυμίσουμε ότι ο Στρατηγός « τα τελευταία χρόνια του είχε καταληφθεί από βαθειά θρησκευτικότητα και προσευχόταν συνεχώς σε μια σπηλιά κοντά στη γειτονιά του, που την είχε μετατρέψει σε ερημητήριο» πιστεύουμε ότι θα ήταν πιο αρμονικό να επικαλείστε τον συγκεκριμένο Θεό και όχι « τον άγνωστο Θεό των Ελλήνων» αφού Αυτόν ακριβώς γνώρισαν τελικά στην Πνύκα με την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου.
Πάντως, Κύριε Τριανταφύλλου, θα περιμέναμε η ιστοσελίδα σας να ήταν πλουσιότερη και αρτιότερη, αποτελώντας ουσιαστική πηγή άντλησης πληροφοριών και σπάνιων στοιχείων που ίσως εσείς ως γόνος της οικογένειας θα διαθέτατε γύρω από την ζωή του Μακρυγιάννη, πράγμα το οποίο αποτελεί προσδοκία και ευχή μας.
Τέλος, σας καλούμε να διαθέσετε στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη όποιο στοιχείο έχετε στην κατοχή σας, ώστε να τροποποιήσουμε και να βελτιώσουμε το κείμενό μας, κάτι που συχνά συμβαίνει αφού μια από τις αρχές που διέπουν την Βιβλιοθήκη είναι ο συνεχής εμπλουτισμός των πληροφοριών που παρέχουμε, σύμφωνα με όποια νέα στοιχεία περιέρχονται σε γνώση μας, αποφεύγοντας την στατικότητα και την τυποποίηση.
Με ιδιαίτερη τιμή
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Ιστορίας και Πολιτισμού.
Συγχαρητήρια στην Αργολική Βιβλιοθήκη, για την τέλεια και σοβαρή δουλειά που έχει κάνει. Πιστεύω πως πρέπει να είναι η μοναδική στην Ελλάδα. ΜΠΡΑΒΟ.
Πολύ σωστό σχόλιο. Συμφωνώ απολύτως.
Υπέροχη δουλειά.Μπράβο!!!Είναι τόσο εύκολο να μαθαίνεις τόσο σημαντικά πράγματα.Εύγε!!!!