Καλλέργης Δ. Εμμανουήλ (1835-1909)
Σπανίως η τύχη εξύφανε τόσον γλυκύπικρον δράμα δια την ζωήν ενός θνητού. Ο Εμμανουήλ Καλλέργης, αφ’ ου ανεπτύχθη και εμορφώθη λαμπρώς και κατέστη έτοιμος να υπηρετήσει την πατρίδα, τότε ακριβώς εχάθη. Ο κακός δαίμων εφθόνησε τον τρισόλβιον θνητόν, όπως εφθόνησαν οι θεοί τον Βελεροφόντην, θελήσαντα ν’ αναβή μετά του Πηγάσου εις τον Όλυμπον, και τον μεν πτερωτόν ίππον του ανήρπασαν και κατέταξαν εις τους αστερισμούς, αυτόν δε κατέρριψαν εις την γην δια να διέλθη πλάνητα και οικτρόν τον υπόλοιπον βίον.
Δ.Κ. Βαρδουνιώτης.
(Μη μας κακίσετε για την ορθογραφία. Η λογική του διαδικτύου μας υποχρεώνει να αποδίδουμε έτσι ορισμένα κείμενα).
Στις 17 Απρίλη του 1835 ο στρατηγός Καλλέργης και η σύζυγός του Σοφία, φέρνουν στον κόσμο ένα πανέμορφο αγόρι. Τον Εμμανουήλ.
Ο στρατηγός Δημήτριος Καλλέργης πανευτυχής διανύει την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Αγαπητός από όλους τους Έλληνες για την προσφορά του στον ιερό αγώνα, απολαμβάνει την ικανοποίηση ότι η πατρίδα αναγνώρισε τις θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε για την ελευθερία της. Αργότερα, όταν ο Εμμανουήλ θα γίνει 8 χρονών, ο στρατηγός θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Μακρυγιάννη και άλλους αξιωματικούς στον αγώνα για την απόκτηση Συντάγματος. Ο Όθωνας που αρχικά αντιδρούσε, αναγκάστηκε να ενδώσει και να δεχτεί να αποκτήσει η Ελλάδα το πρώτο της Σύνταγμα. Ένας ακόμη λόγος για να τον αγαπήσει και να τον δεχτεί ως μεγάλο πατριώτη και αγωνιστή ο Ελληνικός λαός. Αργότερα, διορίζεται υπουργός των Στρατιωτικών, Πρεσβευτής κ.λ.π.
Η Μητέρα του Σοφία, ήταν κόρη του μεγάλου προύχοντα της Κορινθίας Θεοχάρη ή Θεοχαράκη Ρέντη, που υπήρξε α΄και εξ απορρήτων Γραμματέας και ομογάλακτος* του Τούρκου διοικητή της Κορίνθου Κιαμήλ Μπέη. Παρά την θερμή φιλία του με τον Μπέη της Κορίνθου και την προσφορά των υπηρεσιών του, όταν η πατρίδα τον χρειάστηκε ανταποκρίθηκε άμεσα και χωρίς δεύτερη σκέψη. Το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία από τον Αντώνιο Πελοπίδα. Το 1820 η Φιλική Εταιρία και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον διόρισαν « Γενικόν Επίτροπον των πραγμάτων» της « Πελοποννησιακής Εφορείας». Το 1821 και ενώ έχει ξεσπάσει η επανάσταση εκλέχτηκε δυο φορές Γερουσιαστής της « Πελοποννησιακής Γερουσίας» και συμμετείχε στην Α΄Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άργος, την 1η Δεκεμβρίου 1821. Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Κορίνθου όταν ο Κεχαγιάμπεης αναχώρησε και συνεργάστηκε για την δημιουργία αρτοποιείων στις Κεγχρεές και στα Εξαμίλια για τις ανάγκες του στρατού. Τον ίδιο χρόνο έδρασε και στα Τρίκορφα συνεργαζόμενος με τους Α. Υψηλάντη, Π.Π. Γερμανό, Ασημ. Ζαΐμη, Παν. Νοταρά κ.α. Τελικά, θυσιάζοντας τα πάντα στον αγώνα, πέθανε πάμπτωχος το 1825 στα Τρίκαλα Κορινθίας σε ηλικία μόλις 42 χρόνων.
* Πατέρας του Θεοχάρη, ήταν ο προύχοντας Χρήστος Ρέντης ο οποίος συνδεόταν με βαθειά φιλία με τον πατέρα του Κιαμήλ, Νουρή Μπέη. Ήταν τόση η φιλία των δύο ανδρών, ώστε από κοινού αποφάσισαν και ανέθεσαν τον θηλασμό των γιών τους στην ίδια τροφό.
Η Σοφία Καλλέργη, υπήρξε διάσημη για την σπάνια ομορφιά της, την μόρφωσή της και τα πλούτη της. Ένεκα αυτών των προσόντων η Σοφία έγινε το μήλο της έριδας μεταξύ των σημαντικότερων νέων της περιοχής. Την ερωτεύτηκε παράφορα ο ήρωας του αγώνα και γιος του μεγιστάνα της Κορινθίας Σωτήρη Νοταρά, Ιωάννης Νοταράς. Ωραίος ως αρχαίος θεός, γενναίος, πλούσιος και με το αξίωμα του στρατηγού, γνωστός με τον χαρακτηριστικό τίτλο Αρχοντόπουλο, αποτελούσε τον ιδανικό σύζυγο για την χαριτόβρυτη κόρη του Θεοχαράκη Ρέντη.
Όμως και άλλος Νοταράς, ο Παναγιωτάκης ερωτεύτηκε την Σοφία. Κι αυτός σημαντικός. Αντιστράτηγος κι αργότερα υπασπιστής του Όθωνα.
Για την καρδιά λοιπόν της ωραίας Σοφίας, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των δύο αντεραστών. Το 1826, κάηκε δυο φορές το Σοφικό και το πανέμορφο δάσος των πεύκων της Σολυγείας, η Ζάχολη, η Καστανιά, η Λαύκα και άλλες περιοχές ενώ σκοτώθηκαν περίπου 2000 Κορίνθιοι.
Νικητής από τον ολέθριο εμφύλιο και άδικο πόλεμο, βγήκε ο Ιωάννης Νοταράς. Μνηστεύθηκε την Σοφία αλλά δεν πρόλαβε να κάνει το γάμο. Σκοτώθηκε στο Φάληρο, μαζί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στην φονική μάχη του Φαλήρου.
Αργότερα, παντρεύτηκε τον φίλο του αρραβωνιαστικού της στρατηγό Δημήτριο Καλλέργη και έζησε μαζί του αρμονική και ευτυχισμένη ζωή. Παρακολούθησε όλη την πολιτική ιστορία της ελεύθερης πλέον Ελλάδας μέχρι τον θάνατο του στρατηγού το 1868.
Εμμανουήλ Καλλέργης

Εμμανουήλ Καλλέργης μαθητής στην στρατιωτική σχολή Saint-Cyr. Φωτογραφία από το Περιοδικό, « Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 36, Σεπτέμβριος 1990.
Ο Εμμανουήλ Καλλέργης έχει υπέροχα παιδικά χρόνια. Σε ηλικία 17 ετών και ενώ ακόμη είναι μαθητής του Γυμνασίου Ναυπλίου, ο πατέρας του τον στέλνει στο Παρίσι. Γίνεται δεκτός με αγάπη και ιδιαίτερη χαρά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μετά αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα τον Γ΄που είναι στενός φίλος του πατέρα του. Ο νεαρός Εμμανουήλ, εύσωμος, ευθυτενής, ωραιότατος και ιδιαίτερα ευφυής, εγγράφεται στην περίφημη και αριστοκρατική στρατιωτική σχολή του Αγίου Κύρου. Είναι αρχές του 1853. Σε έξι μήνες γνωρίζει και μιλάει την Γαλλική γλώσσα ως μητρική. Παρακολουθεί τα μαθήματα της σχολής με προσοχή και επιμέλεια και το 1855 ολοκληρώνει τις σπουδές του με άριστα. Με την φροντίδα του αυτοκράτορα, εισάγεται στη σχολή των Γενικών Επιτελών, στην οποία φοιτά για δυο χρόνια. Τελειώνοντας τις σπουδές του κατατάσσεται για δυο χρόνια στα περίφημα Ιππικά συντάγματα των Ουσσάρων και των Δραγώνων. Το 1859, μετά από 7 χρόνια σπουδών, είναι πλέον έτοιμος να υπηρετήσει την πατρίδα. Φτάνει στην Ελλάδα, δίνει εξετάσεις στον στρατό, αριστεύει και κατατάσσεται στο Πυροβολικό ως Ανθυπολοχαγός. Είναι η 11η Δεκεμβρίου 1859.
Δυστυχώς, δεν έμεινεν εν τη πατρίδι, όπου ανέμενεν αυτόν λαμπρόν μέλλον ως εκ της οικογενειακής περιωπής και της εξόχου προσωπικής μορφώσεως και αξίας του. Χαιρέκακος και φθονερά ειμαρμένη ώθει αυτόν προς την Γαλλίαν, προς ην τω ενέπνευσεν απαρηγόρητον νοσταλγίαν, δια να τον χάση δια παντός η Ελλάς, ήτις τότε έμελλε να δρέψη τους καρπούς των σπουδών του, συνάμα δε να καταστρέψη και αυτόν δια παντός.
Δ.Κ.Βαρδουνιώτης.
Ο Εμμανουήλ, δεν θέλει να παραμείνει στην Ελλάδα. Επιθυμεί να επιστρέψει στο Παρίσι. Προσπαθεί και καταφέρνει να τοποθετηθεί στην Πρεσβεία της Ελλάδας στο Παρίσι ως στρατιωτικός ακόλουθος. Μάλιστα, εκείνη την εποχή Πρέσβης είναι ο πατέρας του.(1859).
Τον Δεκέμβριο του 1860, προάγεται στον βαθμό του Υπολοχαγού και μετατίθεται στο σώμα των Γενικών Επιτελών. Από τις αρχές του χρόνου όμως η ζωή του Εμμανουήλ, κυλά σαν όνειρο. Νεαρός, 25 χρόνων, κομψότατος και πολύ ωραίος, πνευματώδης και λεπτός στους τρόπους, δεξιοτέχνης κιθαρίστας και δεινός χορευτής, γιος στρατηγού και πρεσβευτή, ευνοούμενος του αυτοκράτορα, αγαπητός και αποδεκτός από τους αριστοκράτες της Γαλλίας, περνά μια ζωή πολυτελή, γεμάτη ατέλειωτες διασκεδάσεις.
Μάλιστα, η αυτοκράτειρα Ευγενία προτιμά να χορεύει μαζί του, στους ατέλειωτους χορούς του παλατιού. Δείχνει απροκάλυπτα την ιδιαίτερη συμπάθεια που τρέφει για τον ωραίο Έλληνα. Κι αυτός δεν μένει ασυγκίνητος. Την άνοιξη του 1861, ο Εμμανουήλ ερωτεύεται παράφορα την αυτοκράτειρα. Η συμπεριφορά του, ανεξέλεγκτη πλέον, δημιουργεί πρόβλημα στην αυλή. Όλοι στο παλάτι φοβούνται το σκάνδαλο που μπορεί να ξεσπάσει.
Ο Γραμματέας του αυτοκράτορα αναγκάζεται να ειδοποιήσει τον πατέρα του και πρεσβευτή – που ήταν σε άδεια στην Ελλάδα- για την προκλητική και χωρίς όρια διαγωγή του γιού του. Ο στρατηγός Καλλέργης φροντίζει αμέσως να επιστρέψει ο Εμμανουήλ στην Ελλάδα και παράλληλα παρακαλεί τον Υπουργό των Στρατιωτικών Δημήτριο Βότσαρη, να τον ανακαλέσει από την θέση του στο Παρίσι. Στις 2 Ιουνίου του 1861, ο Εμμανουήλ Καλλέργης επιστρέφει στην Ελλάδα και τοποθετείται στην διάθεση του Υπουργείου Στρατιωτικών.
Ο αθεράπευτος έρωτας του για την αυτοκράτειρα της Γαλλίας τον παρέσυρε σε καταστάσεις δυσάρεστες και οδυνηρές. Το Αρχηγείο – κατανοώντας την ψυχική του αδυναμία- φρόντισε να τον μεταθέσει διαδοχικά στη Διλοχία των Σκαπανέων, στη Σχολή Ευελπίδων, στα Στρατηγεία ανατολικής και δυτικής Ελλάδας κ.α.
Ο θάνατος του πατέρα του το 1867, επιβαρύνει περισσότερο την υγεία του. Έρχεται στο Ναύπλιο, όπου παραμένει μέχρι το 1869. Το 1869 η μητέρα του Σοφία τον φέρνει στο Άργος, στο οποίο θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωή του.
Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να βελτιώσει τα πράγματα. Είναι πάντα περίλυπος και δυστυχής. Το 1869 τίθεται σε διαθεσιμότητα. Το 1872 σε αργία. Το 1878 προάγεται σε Ταγματάρχη των Γενικών Επιτελών. Το 1886, η ασθένειά του κρίνεται ανίατη και αποστρατεύεται. Μετά απ’ αυτά, ο Εμμανουήλ πάσχει πλέον από βαριά μελαγχολία που με τον χρόνο και τα γεγονότα, επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο και μετατρέπεται σε μανία καταδίωξης. Έχει συχνές κρίσεις που τον εξουθενώνουν.
Ο χρόνος δεν λειτουργεί ευεργετικά για τον- πάλαι ποτέ- λαμπρό αξιωματικό. Ζει μια ζωή μονότονη και άχαρη. Η μόνη παρηγοριά του είναι η κιθάρα του. Όσο κι αν τον κατέβαλε η ασθένειά του, ο χαρακτήρας του παρέμεινε αναλλοίωτος. Μέχρι το τέλος υπήρξε πνευματώδης, ευγενικός με τους ανθρώπους, προσηνής κι ευχάριστος. Οι παρέες της πόλης επεδίωκαν πάντα την συντροφιά του. Κι αυτός τους αποζημίωνε με την κιθάρα του και το τραγούδι του. Μολονότι τα οικονομικά του ήταν σε άθλια κατάσταση, ποτέ δεν δέχτηκε βοήθεια από κανένα. Πάντοτε αξιοπρεπής, περιφρονούσε τις απολαύσεις και τις πολυτέλειες, ξεπερνώντας τις στερήσεις με αξιοθαύμαστη υπομονή και στωικότητα.
Τεσσαράκοντα όλα έτη διήλθε πάσχων τας φρένας. Ουδέποτε ελησμόνησε την ευγένειαν της συμπεριφοράς του, την αξιοπρέπειαν του και την υπερηφάνειαν της καταγωγής του. Πάντοτε εστερείτο χρημάτων, διότι ήτο εις άκρον φιλάνθρωπος και ελευθέριος, ως εκ της νόσου του δε, ουδέποτε εμερίμνησε περί της ιδίας του συντηρήσεως και των αναγκών του. Οι εν Αθήναις κάλλιστοι ανεψιοί του κ.κ. Δημ. Και Ιω. Καλλέργαι εφρόντιζον πάντοτε περί αυτού φιλοστόργως και αφειδώς. Αλλ’ αυτός δια της ελευθεριότητος του κατώρθωνε να ήνε πάντοτε απένταρος! Τα θυλάκια του ήσαν πίθος των Δαναίδων.
Αυτή είναι η πικρή ιστορία του Εμμανουήλ Καλλέργη. Μια ιστορία ζωής, έρωτα, πάθους, τρέλας, θανάτου. Ο Εμμανουήλ αγάπησε τόσο, ώστε να αγνοήσει την κοινωνία, να αδιαφορήσει για όσα άλλοι μάχονται, να περιφρονήσει τα πλούτη και την δόξα, επιλέγοντας να ζήσει στον δικό του κόσμο, τον κόσμο του ρομαντισμού, της θυσίας, της αιματηρής αγάπης.
Έζησε στο πατρικό του σπίτι. Το μέγαρο Καλλέργη που κτίστηκε επί Καποδίστρια. Στον μεγάλο και περιποιημένο κήπο του, περνούσε πολλές ώρες απομόνωσης και στοχασμών. Μισή ώρα πριν πεθάνει τραγουδούσε ένα χαρούμενο, ελαφρύ τραγουδάκι. Την Λουλούκα.
Τον ακριβέστερον όμως και μελαγχολικώτερον χαρακτηρισμόν και επίλογον της όλης ζωής του έδωκεν αυτός ο ίδιος εις μία φράσιν. Συνομιλών προ τινος καιρού μετά του ανεψιού του κ. Δημ. Καλλέργη τω είπεν˙” Είμην πρώτος εις το Παρίσι και τελευταίος εις το Άργος”.
Δ.Κ.Βαρδουνιώτης.
Πηγές
-
Αργολικόν Ημερολόγιο 1910. Εκδιδόμενων υπό του εν Αθήναις συλλόγου των Αργείων.Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Δημ. Τερζόπουλου 1910.
-
Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτου, « Καταστροφή του Δράμαλη », Εκ των τυπογραφείων Εφημερίδος ¨Μορέας¨, Εν Τριπόλει 1913.
-
Δωροβίνης Κ. Βασίλης, «Το Καλλέργειο (Παλάτιον της Κυβερνήσεως) στο Άργος / 160 χρόνια από την οικοδόμησή του», Περιοδικό: Αρχαιολογία & Τέχνες, τεύχος 36, Σεπτέμβριος 1990.
Σχολιάστε