Η Χρονολογία της Γέννησης του Ιησού
Ο ερχομός του Χριστού στη γη προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη από τον Βαλαάμ (Αριθμοί 24:17), τον Ησαΐα (Ησαΐας 9:6), κ.ά. Επί εποχής του Κικέρωνα (106-43 π.Χ.), υπήρχαν διάφορες σιβυλλικές προφητείες για την αναμονή ενός αθάνατου Βασιλέως και αγνού Άνακτα. Το Μαντείο των Δελφών έδωσε – είκοσι περίπου χρόνια στον Καίσαρα, ότι μετά από αυτόν θα βασιλέψει ένα Εβραιόπουλο. Πολλοί συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Βιργίλιος, ο Σουίδας και ο Τάκιτος, αναφέρθηκαν στις φήμες περί άφιξης ενός νέου Βασιλιά, ενώ και οι τρεις Μάγοι αναφέρθηκαν στο Βασιλιά των Ιουδαίων (Ματθαίος 2:2).
Επίσης, ορισμένα κείμενα της κινεζικής γραμματείας (6ος – 1ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται να παραπέμπουν στην έλευση του Ιησού, όπως και κάποια σύγχρονά τους κείμενα στην ινδική και θιβετική γραμματεία (Βουδιστικά και Ινδουιστικά) και σε άλλες παραδόσεις. Οι Πέρσες, επίσης, ανέμεναν ένα Σωτήρα που θα γεννιόταν από παρθένο και τη γέννησή Του θα ανήγγελλε ένας μοναδικός αστέρας.
Η Θεία Γέννηση δεν είναι προσδιορισμένη χρονολογικά, παρά μόνο μπορεί να καθοριστεί με υπολογισμούς, με βάση τα παρακείμενα ιστορικά γεγονότα. Διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε το έτος 0, για δύο βασικούς λόγους:
- Η σημερινή μέθοδος χρονολόγησης (π.Χ. και μ.Χ.) δεν άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως [1] παρά μετά το 10ο αιώνα μ.Χ. και βασίζεται σε εισήγηση του Σκύθη μοναχού Διονύσιου του Μικρού: ο Αββάς Διονύσιος συνέταξε το 525 μ.Χ. τους πασχάλιους πίνακες και – με σκοπό να τερματιστεί η χρονολόγηση με βάση τη βασιλεία του Διοκλητιανού (διώκτη των Χριστιανών) – ταύτισε το τέλος του διοκλητιανού έτους 247 με την αρχή του 532 μ.Χ.

Άγιος Μπιντ (Βέδας) ο επιστήμων. Ένας από τους «άγνωστους» Αγίους της Εκκλησίας μας, ειδικά στον ελληνορθόδοξο κόσμο. Θεωρείται ως ο σπουδαιότερος Αγγλοσάξονας επιστήμονας. Εισήγαγε στον δυτικό κόσμο την μέθοδο της χρονολόγησης σε π.Χ. και μ.Χ.
Ο Διονύσιος θεώρησε, λανθασμένα, ως έτος γέννησης του Χριστού το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης [2], το οποίο και ονόμασε primo anno Domini (πρώτο έτος Κυρίου). Ο Άγγλος μοναχός Βέδας ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το σύστημα χρονολόγησης μ.Χ. στην εκκλησιαστική ιστορία που συνέταξε το 731, εφευρίσκοντας και το σύστημα π.Χ. για τα χρόνια πριν από τη γέννηση του Ιησού.
- Η έννοια του μηδενός δεν υπήρχε ανέκαθεν στην Ευρώπη, παρά μόνο εισήχθη στην Ισπανία, αρχικά, τον 11ο αιώνα και στην υπόλοιπη ήπειρο μέσα στο 12ο αιώνα από την Ινδία, μέσω των Αράβων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, απλά δεν υπάρχει έτος 0, αφού ούτε ο Διονύσιος, αλλά ούτε και ο Βέδας δεν είχαν στη διάθεσή τους τον αριθμό αυτό! Έτσι και οι δεκαετίες, οι αιώνες και οι χιλιετίες ξεκινούν με τα έτη που λήγουν σε 1 και όχι σε 0 (π.χ. 2001).
Τα Ευαγγέλια μας πληροφορούν ότι ο Χριστός γεννήθηκε επί εποχής Ηρώδη (Ματθαίος 2:1 και Λουκάς 1:5), ο οποίος απέθανε όταν ο Ιησούς ήταν ακόμη παιδί (Ματθαίος 2:14-15). Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο Ηρώδης ήταν για έξι μήνες βαριά άρρωστος, γύρω στα 70, και πέθανε μετά από μια έκλειψη σελήνης πριν το εβραϊκό Πάσχα. Ο Ηρώδης, όμως, πέθανε το έτος 750 από κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.) και, σε συνδυασμό με τη διαταγή του για θανάτωση των 14.000 νηπίων κάτω των 2 ετών (Ματθαίος 2:16-18), σημαίνει ότι ο Χριστός θα έπρεπε να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 747 ή 748 από κτίσεως Ρώμης (δηλαδή το 7 ή 6 π.Χ.), αφού όταν Τον συνάντησαν οι τρεις Μάγοι ήταν παιδίον και όχι βρέφος (Ματθαίος 2:11). Σεληνιακές εκλείψεις τότε έγιναν στις 15 Σεπτεμβρίου και 23 Μαρτίου 5 π.Χ. (Πεσάχ: 22 Απριλίου), στις 13 Μαρτίου 4 π.Χ. (Πεσάχ: 12 Απριλίου) και 9/10 Ιανουαρίου 1 π.Χ. (το εβραϊκό Πάσχα εορτάστηκε στις 8 Απριλίου). Η πρώτη έκλειψη θα πρέπει να αποκλειστεί, αφού ο Ηρώδης, αν και ασθενούσε, ζούσε στο χειμερινό παλάτι του στην Ιεριχώ, όπως και οι δύο επόμενες, αφενός μεν επειδή το 4 π.Χ. η έκλειψη δεν ήταν εύκολα παρατηρήσιμη από την Παλαιστίνη (και, συνεπώς, το φεγγάρι δεν θα ήταν κοκκινωπό), αφετέρου δε διότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της έκλειψης και του εορτασμού του Πάσχα ήταν πολύ μικρός για τις προετοιμασίες που αναφέρει ο Ιώσηπος.
Επιπλέον, η πληροφορία ότι διατάχθηκε η διενέργεια απογραφής από τον Αύγουστο Καίσαρα (Λουκάς 2:1-2) φαίνεται να συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, αφού τότε προκηρύχθηκαν τρεις μεγάλες απογραφές πληθυσμού: το 28 π.Χ., το 8 π.Χ. και το 14 μ.Χ. Εντούτοις, η απογραφή του 8 π.Χ. δεν ήταν αυτή που ανάγκασε τον Ιωσήφ και τη Μαρία να ταξιδέψουν: ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την αργοπορία της γνωστοποίησης των διαφόρων ανακοινώσεων την εποχή εκείνη, η απογραφή που αναφέρει το Ευαγγέλιο δεν θα ήταν αυτή του 8 π.Χ. αλλά η υπογραφή του όρκου πίστεως στον Αύγουστο Καίσαρα, επ’ ευκαιρία του αργυρού Ιωβηλαίου της βασιλείας του, στις 5 Φεβρουαρίου 2 π.Χ. Η υπογραφή του όρκου πίστεως, όπως μας αναφέρει ο Ιώσηπος, ήταν υποχρεωτική για όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηκόους και μη, οι οποίοι θα έπρεπε να μεταβούν στον τόπο καταγωγής τους [3].
Το πιο πάνω εδάφιο αναφέρει μια αντιφατική πληροφορία, ότι δηλαδή η απογραφή ήταν η πρώτη που έγινε επί θητείας του ηγεμόνα της Συρίας Κυρηνίου, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο ύπατος Κυρήνιος έγινε λεγάτος της Συρίας το 6 μ.Χ.: μια μερίδα μελετητών θεωρεί ότι ο Λουκάς λανθάνεται, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Ευαγγελιστής αναφέρεται σε απογραφή που έγινε ΠΡΙΝ την κυβερνεία του Κυρηνίου. Μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε το 1828 στη Ρώμη αναφέρει ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας και το 12-8 π.Χ., επομένως ίσως η απογραφή διατάχθηκε προς το τέλος της ηγεμονίας του και, κατά τον ιστορικό Τερτυλλιανό, εκτελέστηκε καθυστερημένα από το διάδοχό του Σατουρνίνο, παραμένοντας ωστόσο συνδεδεμένη με το όνομα του Κυρήνιου.

Η προσκύνηση των Μάγων, 1630. Λάδι σε καμβα, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Pieter van Lint (Πίτερ φαν Λιντ, 1609-1690).
Όσον αφορά την εποχή της Θείας Γέννησης, ο Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στην άνοιξη (ίσως και το θέρος ή το φθινόπωρο), αφού οι ποιμένες ζούσαν τότε έξω στην ύπαιθρο (Λουκάς 2:8). Το θείο Βρέφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στο δυνατό ψύχος του Δεκεμβρίου στη βυθισμένη στις βροχές και την παγωνιά ύπαιθρο και οι ποιμένες δεν θα βρίσκονταν με τα πρόβατά τους έξω στην εξοχή. Η άνοιξη, μάλιστα κατά την περίοδο του Πεσάχ, είναι η πιθανότερη εκδοχή, ταιριάζοντας χρονικά με την επίσκεψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Ζαχαρία (Λουκάς 1:5-13) και εξηγώντας το γεμάτο με κόσμο πανδοχείο (Λουκάς 2:7) και το γεγονός ότι, όπως όλοι οι ευσεβείς Εβραίοι, ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει στα Ιεροσόλυμα για το Πεσάχ, έστω και αν η Μαριάμ ήταν ετοιμόγεννη. Επιπλέον, ήταν λογικότερο να επισκεφθεί την κοντινή Βηθλεέμ για να καταγραφεί, για να γλυτώσει ένα ειδικό ταξίδι από τη Ναζαρέτ.
Περαιτέρω, στο Δανιήλ 9:25 προφητεύεται ότι 483 χρόνια μετά το διάταγμα για την αποκατάσταση και ανοικοδόμηση των Ιεροσολύμων θα εμφανιστεί ο Μεσσίας (ο χρισμένος) στην ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με μια σχολή σκέψης, όταν ο Ιησούς λέει – αμέσως μετά τη βάπτισή Του (Ματθαίος 3:13-17, Μάρκος 1:9-11 και 3:1, Λουκάς 3:2123 και Ιωάννης 1:29-34) – πως έτσι πληρώθηκε η προφητεία (Μάρκος 1:15), αναφέρεται σε αυτή την προφητεία. Δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ θεωρείται πως έγινε το 457 π.Χ., ο Χριστός θα πρέπει να βαπτίστηκε το 27 μ.Χ., επομένως θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 3-2 π.Χ., καθώς ξεκίνησε να διδάσκει όταν έγινε 30 ετών (Λουκάς 3:23). Κήρυττε δε και διακονούσε για 3 ½ χρόνια μετά τη βάπτισή Του (Ιωάννης 2:13 και 23, 4:35, 6:4 και 11:55).
Ωστόσο, ο Άγιος Ιωάννης ξεκίνησε να κηρύττει γύρω στο 28 μ.Χ. (Λουκάς 3:1-2), σε ηλικία 30 ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Γνωρίζοντας δε ότι ο Χριστός ήταν μικρότερος του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή κατά έξι μήνες, θα μπορούσε η Βάπτισή του Θεανθρώπου στον Ιορδάνη ποταμό να έγινε μεταξύ 28-29 μ.Χ., ενώ η επίσκεψή Του στο Ναό της Ιερουσαλήμ κατά το 46ο έτος της κατασκευής του (Ιωάννης 2:20) φαίνεται να έγινε μεταξύ 27-29 μ.Χ., καταλήγουμε δε πάλιν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 2 π.Χ.
Σύμφωνα με τη ιουδαιοχριστιανική παράδοση, τα γενέθλια δεν αποτελούν εορτασμό, μάλιστα, η Εκκλησία εορτάζει μόνο τρία γενέθλια: α) του Ιησού Χριστού, β) της Παναγίας και Υπεραγίας Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και γ) του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (24 Ιουνίου), ο οποίος θεωρείται ο μεγαλύτερος προφήτης και ο βαπτιστής του Χριστού.
Το 245 μ.Χ. ο Ωριγένης στην Αλεξάνδρεια γράφοντας για το Λευιτικόν 12:1-8 – σχολιάζει ότι η Αγία Γραφή αναφέρει μόνο αμαρτωλούς να γιορτάζουν τα γενέθλιά τους, όπως το Φαραώ, ο οποίος κρέμασε τον αρχισιτοποιό (αρχιμάγειρά) του (Γένεση 40:20-22), και τον Ηρώδη, ο οποίος ζήτησε την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή επί πίνακι (σε δίσκο) από τη Σαλώμη (Μάρκος 6:21-27). Επιπλέον, η Αγία Γραφή αναφέρει Άγιους να καταριούνται την ημέρα της γέννησής τους, όπως τον Ιερεμία (Ιερεμίας 20:14-15) και τον Ιώβ (Ιώβ 3:1- 16). Ωστόσο, δεν μοιράζονταν όλοι την άποψη του Ωριγένη, ιδιαίτερα, αφού ο Ιησούς δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος.
Τα Χριστούγεννα φαίνεται πως άρχισαν να εορτάζονται το 134 μ.Χ., με απόφαση του Πάπα Τελεσφόρου. Καθώς η νέα θρησκεία έπρεπε να κτίσει πάνω σε υφιστάμενες δομές, σε μια εποχή που η ειδωλολατρία επικρατούσε και οι διωγμοί των Χριστιανών ήσαν συχνοί, έτσι η εορτή ήταν κινητή είτε γιορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου (εορτή του θεού Ήλιου στην Ανατολή), είτε στις 22 Δεκεμβρίου (Μπρουμάλια, χειμερινό ηλιοστάσιο).
Φαίνεται πως τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως ξεχωριστή εορτή στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α’ (336-352) στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα εορτής του Ανίκητου Ήλιου στη Δύση. Αυτό τεκμαίρεται και από το ημερολόγιο του Φιλόκαλου, που συντάχθηκε το 354 μ.Χ.
Στην Ανατολή ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη αργότερα: στην Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε το 397 από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ως εδραίωση της Ορθοδοξίας μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Ουάλη τον προηγούμενο χρόνο, υποστηρικτή του Αρείου.
Στην Αντιόχεια καθιερώθηκε μεταξύ 386-388, επίσης από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ενώ στην Αλεξάνδρεια μόλις το 430. Σύμφωνα με το κήρυγμα που εκφώνησε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια γύρω στο 386, η σύλληψη του Ιησού (Λουκάς 1:26) είχε ανακοινωθεί κατά τη διάρκεια του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ (Λουκάς: 1:10-13), τον οποίο υπολόγισε – με βάση τα καθήκοντα που εκτελούσε ο Ζαχαρίας κατά την Ημέρα του Εξιλασμού (Yom Kippur) – περί τον έβδομο μήνα του εβραϊκού ημερολογίου (Λευιτικόν 16:29 και Βασιλείς Α’ 8:2), δηλαδή τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου.
Οι σχισματικοί Δονατιστές της Καρχηδόνας γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου ήδη από το 311 και αρνούνταν να γιορτάσουν τα Θεοφάνια (τα οποία θεωρούσαν καινοτομία), ενώ σε μερικές περιοχές της Δύσης τα Χριστούγεννα συνέχισαν να συνεορτάζονται με τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου μέχρι και μετά το 380. Θα πρέπει, εδώ, να σημειωθεί ότι ο συνεορτασμός των δύο εορτών είχε ως αποτέλεσμα να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στη βάφτιση, αντί στη ενσάρκωση του Χριστού. Να αναφέρουμε εδώ ότι η προσκύνηση των Μάγων [4] εορτάζεται στις Δυτικές Εκκλησίες στις 6 Ιανουαρίου και στις Ανατολικές στις 25 Δεκεμβρίου.
Η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου επικράτησε αφού συνέπιπτε με τις μεγάλες ειδωλολατρικές εορτές Σατουρνάλια (προς τιμήν του Θεού Κρόνου) και Μπρουμάλια (χειμερινό ηλιοστάσιο), τη γιορτή του Ανίκητου Ήλιου, τη γέννηση του θεού Μίθρα και την εβραϊκή γιορτή των Φώτων (Χανουκά) και ικανοποιούσε δε τόσο τη Δύση όσο και την Ανατολή. Επί Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (306-337), οι Χριστιανοί συγγραφείς (όπως ο Άγιος Αμβρόσιος) αφομοίωσαν αυτή την εορτή ως τα γενέθλια του Ιησού, συσχετίζοντάς Τον με τον ήλιο δικαιοσύνης (Μαλαχίας 4:2) και το φως του κόσμου (Ιωάννης 8:12).
Στο πεντάτομο έργο του Κατά Αιρέσεων (π. 180) ο Άγιος Ειρηναίος ταύτισε τη σύλληψη του Χριστού με την 25η Μαρτίου και τη σύνδεσε με τη γέννησή Του εννέα μήνες μετά, στις 25 Δεκεμβρίου. Ο σύγχρονος του θεολόγος Ιππόλυτος της Ρώμης, αν και γνώριζε την 25η Δεκεμβρίου, προτιμούσε τη 2α Απριλίου, ενώ ο Άγιος Επιφάνιος της Σαλαμίνας (310-403) θεωρούσε ότι η σύλληψη του Ιησού έγινε στις 20 Ιουνίου και ανέφερε μια παλαιά απόκρυφη παράδοση ότι η εγκυμοσύνη της Παναγίας κράτησε 10 μήνες.
Ο Άγιος Πολύκαρπος (†167) θεωρούσε ότι ο Χριστός μάλλον γεννήθηκε και βαπτίστηκε ημέρα Τετάρτη, αφού ο Ήλιος δημιουργήθηκε την τέταρτη ημέρα από το Θεό, προσδιόριζε δε την Τετάρτη αυτή γύρω στις 25 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας.
Επιπλέον, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου συσχετίστηκε με την εαρινή ισημερία (εκεί κατέληξε και ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας Σέξτος Ιούλιος ο Αφρικανός το 221), ενώ το θερινό ηλιοστάσιο και η φθινοπωρινή ισημερία συσχετίστηκαν με τη γέννηση και τη σύλληψη του Αγίου Ιωάννη, αντίστοιχα. Έτσι, η Χριστιανική Εκκλησία κατάφερε να αντικαταστήσει τις ειδωλολατρικές εορτές με χριστιανικές, συμπέρασμα στο οποίο, ανασκοπώντας, κατέληξαν και στοχαστές, όπως ο Άγγλος φυσικομαθηματικός Isaac Newton (1642- 1726), ο Γερμανός θεολόγος και ανατολιστής Paul Ernst Jablonski (1693-1757) και ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Louis Duchesne (1843-1922).
Ωστόσο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, γύρω στο 200 μ.Χ., κάνοντας αναφορά στην ημερομηνία γέννησης του Χριστού, αναφέρει διάφορες γνωστές ημερομηνίες (19/20 Απριλίου, 20 Μαΐου), συσχετίζοντας μάλιστα τη Θεία Γέννηση με το Θείο Πάθος (21 Μαρτίου ή 21 Απριλίου), όχι όμως τις 25 Δεκεμβρίου, συσχετισμό της Θείας Γέννησης με το Θείο Πάθος κάνουν ο Νεύτωνας και ο Louis Duchesne.
Μερικοί θεωρούσαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στην ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, επομένως και ο Ιησούς θα έπρεπε να είχε συλληφθεί εκείνη την ημερομηνία. Ο Duchesne παραθέτει, επίσης, το γεγονός ότι ο ιστορικός Ερμείας Σωζόμενος (400-450) ανέφερε ότι οι αιρετικοί Μοντανιστές της Φρυγίας (2ος αιώνας) γιόρταζαν το Πάσχα την Κυριακή κοντά στις 6 Απριλίου και έτσι θεωρούσαν ότι η σύλληψη του Χριστού έγινε στις 6 Απριλίου και η γέννησή Του στις 6 Ιανουαρίου, πιθανή προέλευση του εορτασμού στις 6 Ιανουαρίου. Ο διαχωρισμός της εορτής της Γέννησης του Χριστού τοποθετείται στο πλαίσιο των χριστολογικών ερίδων της εποχής κατά την οποία συνέβη.
Αν και η ξεχωριστή από τα Θεοφάνια εορτή δεν επικράτησε αμέσως σε όλη την χριστιανική επικράτεια, η έναρξή της στη Ρώμη λίγο μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325) και η τελική καθολική αποδοχή της μετά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) φαίνεται να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Η 25η Δεκεμβρίου κηρύχθηκε δημόσια αργία το 529 από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό: απαγορεύθηκε η εργασία και τα δημόσια έργα. Έως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστόλων στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.
Ο συνεορτασμός των Χριστουγέννων με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμώνα είχε ως αποτέλεσμα την οικειοποίηση από τους Χριστιανούς προϋπαρχόντων εθίμων, όπως η ανταλλαγή δώρων, τα γλέντια και τα χαρτοπαίγνια (από τα Σατουρνάλια), η χρήση πρασινάδων και φώτων και η αγαθοεργία (από το ρωμαϊκό νέο έτος).
Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια παράμετρος, που περιπλέκει τα πράγματα: το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθαίος 2:2 και 9), για το οποίο υπάρχουν διάφορες θεωρίες:
- Μετεωρίτης: Καθημερινά, εκατομμύρια μάζες «βομβαρδίζουν» τη Γη μας, σπανίως όμως είναι ορατές με γυμνό μάτι, η δε διάρκειά τους δεν ξεπερνά τα λίγα δευτερόλεπτα και σίγουρα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Οι διάττοντες Δρακοντίδες ήταν ορατές το 3 π.Χ.
- Υπερκαινοφανής αστέρας: Η αιφνίδια εμφάνιση καινούργιων αστεριών στο στερέωμα, τόσο λαμπρών που να γίνονται αντιληπτοί και διά γυμνού οφθαλμού, δεν συμβαίνει συχνά. Ένας τέτοιος αστέρας εμφανίστηκε το Μάρτιο του 5 π.Χ., σύμφωνα με Κινέζους και Κορεάτες αστρονόμους, στον κοντινό γαλαξία της Ανδρομέδας (αστερισμός του Αιγόκερου), ενώ τον Οκτώβριο του 1604 ένα σουπερνόβα στον αστερισμό του Οφιούχου παρατηρήθηκε από τον Γερμανό αστρονόμο Johannes Kepler.
- Κομήτης: Οι κομήτες είναι τεράστια πετρώματα που περιβάλλονται με πάγο, που, όταν προσεγγίζουν τον Ήλιο, εξατμίζεται και φαίνονται σαν κόμη (ουρά), εξού και το όνομά τους. Ωστόσο, οι κομήτες τότε συνδέονταν με κακούς οιωνούς, επομένως θα ήταν απίθανο οι τρεις Μάγοι να έρθουν γι’ αυτόν από την Ανατολή με δώρα. Πάντως, το 12 π.Χ. ο κομήτης του Χάλεϋ ήταν ορατός από τη Γη, ενώ το 5 π.Χ. Κινέζοι αστρονόμοι παρατήρησαν έναν κομήτη.
- Σύνοδος πλανητών: Λόγω της διαφορετικής ταχύτητας του κάθε πλανήτη του πλανητικού μας συστήματος, σπάνια έρχονται στην ίδια τροχιά. Αυτό το σπάνιο φαινόμενο συνέβηκε τρεις φορές το 7 π.Χ. με τους πλανήτες Δία και Κρόνο στον αστερισμό των Ιχθύων (που συσχετίζονται με το εβραϊκό έθνος) και μία φορά το 6 π.Χ. με τους Δία, Κρόνο και Άρη (και πάλιν στους Ιχθύες). Η συζυγία του 7 π.Χ. παρατηρήθηκε από Βαβυλώνιους αστρολόγους. Μεταξύ 3-2 π.Χ., ωστόσο, συνέβηκε μια άνευ προηγουμένου σειρά από συζυγίες:Κρόνος και Ερμής, Κρόνος και Αφροδίτη (αμφότερες στον αστερισμό του Καρκίνου), Δίας και Αφροδίτη (ο πατέρας των Θεών και η μητέρα της γονιμότητας) στον αστερισμό του Λέοντα σύμβολο Βασιλέων), Ερμής, Δίας και Αφροδίτη (δύο φορές), Δίας και Βασιλίσκος (τρεις φορές) και Ερμής και Άρης (όλα στο Λέοντα). Άλλοι «υποψήφιοι» είναι ο πλανήτης Ουρανός, που πέρασε κοντά από τον Κρόνο το 9 π.Χ. και την Αφροδίτη το 6 π.Χ., καθώς επίσης και ο πλανήτης Δίας, που φάνηκε να παραμένει ακίνητος στον ουρανό το 2 π.Χ.
- Θεωρία του Κέπλερ: το 1614, ο αστρονόμος Johannes Kepler και η υπόλοιπη ανθρωπότητα είδε τον Άρη να πλησιάζει τον Κρόνο και το Δία και υπολόγισε ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 6 π.Χ., όταν συνέβηκε ένα παρόμοιο «τρίγωνο» (Δίας, Κρόνος και Άρης).
- Υπερφυσική θεωρία: ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345-407) υποστηρίζει ότι ήταν ένα καθαρά υπερφυσικό φαινόμενο, ενώ ο Ιερός Αυγουστίνος (354-430) αναφέρει ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο, αλλά ένα θαυμαστό άστρο που ανέτειλε για πρώτη και τελευταία φορά, για το γεγονός της ενανθρώπισης του Θεανθρώπου.

Η προσκύνηση των Μάγων, 1624. Έργο του Ολλανδού ζωγράφου, Abraham Bloemaert (1564- 1651), Centraal Museum (Ουτρέχτη, Ολλανδία).
Το αστέρι της Βηθλεέμ δεν εμφανίζεται στα άλλα τρία Ευαγγέλια, ωστόσο αναφέρεται στις προφητείες (Αριθμοί 24:17). Το ίδιο συμβαίνει με την επίσκεψη των Μάγων, η οποία αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 60:1-7 και Ψαλμοί 72:10). Επιπλέον, στα Ευαγγέλια συχνά ο Ιησούς αναφέρεται ως Ναζωραίος ή Ναζαρηνός (δηλαδή από τη Ναζαρέτ, χώρο καταγωγής της μητέρας του), αλλού ότι γεννήθηκε στη Βηθλεέμ (Ματθαίος 2:1), ενώ στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη αναφέρεται ότι ο Χριστός προερχόταν από τη Γαλιλαία (Ιωάννης 7:41 και 52). Σύμφωνα με μια θεωρία, ο Ιησούς γεννήθηκε στη Ναζαρέτ και η τοποθέτηση της Θείας Γέννησης στη Βηθλεέμ αντικατοπτρίζει την επιθυμία των Ευαγγελιστών για πλήρωση της προφητείας (Μιχαίας 2:2-5).
Την εποχή εκείνη η Ναζαρέτ ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Γαλιλαίας, ενώ η Βηθλεέμ και η Ιερουσαλήμ στην επαρχία της Ιουδαίας.
Αν και όλοι οι Χριστιανοί γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, αυτό δεν συμβαίνει την ίδια ημέρα για όλα τα δόγματα. Οι Ρωμαιοκαθολικοί και Ανατολικοί Καθολικοί, οι Αγγλικανοί και οι Προτεστάντες εορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου και τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου, όπως και οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι που ακολουθούν το αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Κύπρου, Ελλάδας, Πολωνίας, Αλβανίας και Αυτόνομες Εκκλησίες Τσεχίας & Σλοβακίας, Φινλανδίας και Εσθονίας, καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής). Επίσης, στις 25 Δεκεμβρίου/6 Ιανουαρίου εορτάζουν τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνια, αντίστοιχα, δύο Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες (Συριακή ή Ιακωβιτική και Ινδική Εκκλησία στο Μαλαμπάρ), καθώς και οι Νεστοριανοί (Ασσυριακή ή Χαλδαϊκή Εκκλησία).
Οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι που ακολουθούν το Γρηγοριανό ημερολόγιο (Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας και Γεωργίας, Αρχιεπισκοπή Όρους Σινά και Άγιον Όρος), εορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 7 Ιανουαρίου και τα Θεοφάνια στις 19 Ιανουαρίου (Γρηγοριανές ημερομηνίες που αντιστοιχούν στις Ιουλιανές 25 Δεκεμβρίου και 6 Ιανουαρίου, αντίστοιχα), όπως και οι σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες.
Τις ίδιες ημερομηνίες (7/19 Ιανουαρίου) εορτάζουν και μερικές από τις Παλαιές Ανατολικές Εκκλησίες (Αιθιοπική, Ερυθραίας, Κοπτική). Εξαίρεση αποτελεί η Αρμενική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία για λόγους παράδοσης συνεχίζει το συνεορτασμό των Χριστουγέννων μαζί με τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου.
Ο συνεορτασμός αυτός δεν έχει ημερολογιακή βάση, αλλά αποτελεί αδιάσπαστη συνέχεια της παλαιάς χριστιανικής παράδοσης. Εξάλλου, οι Αρμενορθόδοξοι ακολουθούν το νέο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο, εκτός από το Αρμενικό Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, το οποίο συνεχίζει να ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο και συνεορτάζει τα Χριστούγεννα με τα Θεοφάνια στις 19 Ιανουαρίου, ημερομηνία που στο ιουλιανό ημερολόγιο αντιστοιχεί με την 6η Ιανουαρίου.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι σίγουρο πως ο Χριστός θα πρέπει γεννήθηκε μεταξύ 7 και 2 π.Χ. και ότι το σύστημα χρονολόγησης που χρησιμοποιούμε είναι λανθασμένο! Σε τελική ανάλυση, όμως, δεν έχει τόση σημασία το τι συνέβη στον ουρανό εκείνη τη νύχτα, ούτε και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς, γιατί εκείνο το βράδυ στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ συνέβηκε το μεγαλύτερο θαύμα των αιώνων, η γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Ίσως, ακόμη, το γεγονός ότι η ημερομηνία γέννησης του Μεσσία περιβάλλεται από μυστήριο να προσθέτει στο νόημα της ουσίας της Θείας Γέννησης…
Υποσημειώσεις
[1] Παρά το γεγονός ότι ο Καρλομάγνος (†814) και οι διάδοχοί του υποστήριζαν τη χρήση του συστήματος χρονολόγησης μ.Χ., οι Πάπες και οι ρωμαιοκαθολικές χώρες δεν άρχισαν να χρησιμοποιούν το σύστημα παρά μόνο μετά τον 11ο αιώνα. Το 1422 η Πορτογαλία έγινε η τελευταία δυτική χώρα που υιοθέτησε το σύστημα αυτό. Η Ρωσία το υιοθέτησε το 1700 και
μέσα στο 19ο και 20ο αιώνα οι υπόλοιπες χώρες.
[2] Η κτίση της Ρώμης τοποθετείται στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Έτσι, το έτος 754 από κτίσεως της πόλης (ab urbe condita) αντιστοιχεί με το έτος 1 μ.Χ. (αφού δεν υπάρχει έτος 0). Ο Διονύσιος υπολόγισε τη γέννηση του Ιησού λανθασμένα, μάλλον κατά 3-4 χρόνια.
[3] Την εποχή εκείνη ήταν σύνηθες οι Ρωμαίοι υπήκοοι να επαναδιαβεβαιώνουν την υπηκοότητά τους κάθε πέντε χρόνια και να ανανεώνουν τα προνόμια που είχαν. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την εβραϊκή κοινότητα, πόσο μάλλον για τη Μαρία και των Ιωσήφ που αμφότεροι έλκυαν την καταγωγή τους από το Βασιλιά Δαβίδ. Αν η απογραφή διατάχθηκε το 8 ή 7 π.Χ., σημαίνει ότι η επαναδιαβεβαίωση θα έγινε το 3 ή 2 π.Χ.
[4] Τα δώρα που έφεραν στο Θείο Βρέφος οι τρεις Μάγοι, ο Πέρσης γέροντας Μελχιώρ, ο νεαρός Ινδός Γασπάρ και ο μελαμψός Άραβας Βαλτάσαρ, ήσαν συμβολικά: χρυσό για το Βασιλιά, λιβάνι για το Θεό και σμύρνα (μύρο) για τον άνθρωπο που θα πέθαινε.
Αλέξανδρος – Μιχαήλ Χατζηλύρας
Ερευνητής, Μελετητής, Συγγραφέας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας (Κύπρος) το 2015.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Το αστέρι της Βηθλεέμ
- Η γέννηση του Ιησού – «Βρέφος Κείμενον εν Φάτνη».
- Ηρώδης ο Μέγας (73 – 4 π.Χ.) – Η σφαγή των νηπίων κατά την Καινή Διαθήκη.
- Έτος 1 μ.Χ.
- Έτος ένα – Η καθημερινή ζωή στη Ρώμη και στον κόσμο.
- Από το χριστόξυλο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
- Κάλαντα – Από τις ρωμαϊκές calendae στα ελληνικά κάλαντα.
- Από το χριστόξυλο στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Σχολιάστε