«Το Απάνθισμα των Εγκληματικών» – Ο Πρώτος Ποινικός Κώδικας της Ελεύθερης Ελλάδος – Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης, Επίτιμος Αντιεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Οι πυλώνες που συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Ελλάδος ήταν η Εθνική Παράδοσις, η Ορθόδοξος Εκκλησία, η Πνευματική ηγεσία (Φαναριώτες), οι οργανωμένες πολεμικές ομάδες στην θάλασσα και την ξηρά (κλέφτες και αρματωλοί), το Εμπορικό Ναυτικό, οι Φιλέλληνες, ο Κοινοτικός Βίος και οι θεσμοί του Δικαίου (συντεχνίες, συνεταιρισμοί και γενικότερα οι θρησκευτικές και πολιτικές ενώσεις). Κατά την διάρκεια της δουλείας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Πανταζόπουλος «εχαλκεύθη και ηνδρώθη η περί δικαίου συνείδησης του δουλεύοντος Έθνους».
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αρμόδια δικαστήρια για την επίλυση των ιδιωτικών διαφορών των Ελλήνων ήταν τα εκκλησιαστικά – επισκοπικά δικαστήρια. Η εφαρμογή όμως του ποινικού δικαίου, που είχε ως βάση του την διδασκαλία του Κορανίου, ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των τουρκικών δικαστηρίων, που σκοπός τους ήταν κυρίως η προστασία της εξουσίας του κατακτητή από εγκλήματα που στρέφονταν εναντίον του, όπως η ληστεία, η πειρατεία, η προσβολή της πολιτειακής του εξουσίας και της δημόσιας τάξης.
Σε ορισμένες τοπικές κοινωνίες, όπου οι Τούρκοι είχαν περιορισμένη εξουσία, είχε εφαρμογή ένα εθιμικό ποινικό δίκαιο των υπόδουλων για εγκλήματα αγρονομικά, αγορανομικά αλλά και για κλοπές, σωματικές βλάβες, και εγκλήματα κατά των ηθών. Οι Έλληνες επίτροποι-κριτές επειδή δεν μπορούσαν να εκδόσουν εκτελεστές αποφάσεις, επέβαλαν πρόστιμα υπέρ του κατακτητή ενώ κατά κανόνα φρόντιζαν για τον συμβιβασμό των αντιμαχόμενων πλευρών ώστε να μην αναμιγνύεται ο κατακτητής. Σε ορισμένες περιοχές, όπως η Μάνη και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, όπου η τουρκική παρουσία δεν ήταν έντονη, οι ποινικές υποθέσεις εκδικάζονταν από τους Έλληνες, ενώ στην Μάνη εφαρμοζόταν ο άτεγκτος νόμος της αντεκδίκησης, η λεγόμενη βεντέτα, δηλαδή η ιδιωτική ανταπόδοση.
Μετά την έναρξη του Αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία και τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους κρίθηκε απαραίτητο να θεσπισθεί ένας ποινικός κώδικας ο οποίος σκοπό είχε αφ’ ενός μεν να προστατεύσει τις ελευθερίες των Ελλήνων αφ’ ετέρου δε να εγγυηθεί τις ελευθερίες αυτές από αξιόποινες δραστηριότητες. Έτσι στο άρθρο 97 του Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου η Πρώτη Εθνική Συνέλευση (1822) ανέθεσε στο Εκτελεστικό Σώμα να συστήσει επιτροπή για να καταρτίσει, εκτός των άλλων, και ποινικό κώδικα. Επειδή η επιτροπή αυτή δεν συστάθηκε, η Β’ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος την 1-4-1823 διόρισε εννεαμελή επιτροπή από δύο επισκόπους, δύο ιερομόναχους, ένα ιεροδιάκονο και τέσσερις λαϊκούς για να εκθέσει «τα κυριότερα των εγκληματικών εκ του προχείρου ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και άλλοθεν».
Μέλη της Επιτροπής αυτής ήταν ο Επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, ο Επίσκοπος Ταλλαντίου Νεόφυτος, οι ιερομόναχοι Βενιαμίν ο Λέσβιος και Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ο ιεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντάς και οι λαϊκοί Πανούντζος Νοταράς, που αργότερα επί Καποδίστρια έγινε Πρόεδρος του Ανεκκλήτου Κριτηρίου, δηλαδή του σημερινού Αρείου Πάγου με έδρα το Άργος, Ιωάννης Κοντουμάς, Γεώργιος Αινιάν και Ιωάννης Ζαΐμης. Ο τελευταίος αργότερα έγινε βουλευτής Καλαβρύτων και ήταν και ο πρώτος δήμαρχος της ελεύθερης Πάτρας.
Η Επιτροπή αυτή με τις πολεμικές επιχειρήσεις σε πλήρη εξέλιξη, στις 17-4-1823, δηλαδή σε δεκαέξι μόνο ημέρες, συνέταξε και παρέδωσε στην Εθνική Συνέλευση ένα ποινικό κώδικα τον οποίο η Συνέλευση ονόμασε «Απάνθισμα των Εγκληματικών» που έγινε νόμος το έτος 1824 με τον τίτλο «περί αμαρτημάτων και ποινών».
Η αναφορά υποβολής του έργου αυτού από την Επιτροπή, που έχει την μορφή Εισηγητικής Εκθέσεως, αναφέρει χαρακτηριστικά «Συνελθόντες πολλάκις εις εν και μελετήσαντες εσκεμμένως του Νόμους των αειμνήστων Αυτοκρατόρων Χριστιανών και άλλους Κώδικας της ευνομούμενης Ευρώπης συνερανίσθημεν το περί αμαρτημάτων και ποινών τούτο Απάνθισμα, σπουδάσαντες να εφαρμόσωμεν πάντα εις την ενεστώσαν του Έθνους μας περίστασιν, κατά την επιταγήν της Σεβαστής Εθνικής Συνελεύσεως».
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ο Ποινικός Κώδικας που ίσχυσε από το έτος 1951 μέχρι την 1-7-2019 χρειάστηκε περίπου σαράντα έτη για να ολοκληρωθεί, ενώ οι Επιτροπές που συνέταξαν τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα εργάστηκαν από το έτος 2005 μέχρι το έτος 2019, δηλαδή για 14 έτη.
Ο νόμος αυτός που είχε προσωρινό χαρακτήρα, επικυρώθηκε από την Γ’ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας, συμπληρώθηκε από τον Καποδίστρια τα έτη 1830 (κιβδηλεία) και 1831 (τύπος) και ίσχυσε μέχρι την άνοιξη του 1834, δηλαδή για δέκα έτη, οπότε καταργήθηκε από τον νέο Ποινικό Νόμο του Γερμανού νομομαθούς Μάουρερ που ίσχυσε ουσιαστικά μέχρι το 1951 με κατά καιρούς τροποποιήσεις. Αυτός ο νόμος, δηλαδή το Απάνθισμα, ήταν ο πρώτος «ποινικός κώδικας» της ελεύθερης Ελλάδος με 89 καθορισμένα εγκλήματα. Τα μέλη της Επιτροπής που τον συνέταξαν, όπως αναφέρει ο αείμνηστος καθηγητής Γεωργάκης «κατείχον εις τα γράμματα και τον διαφωτισμόν εξέχουσαν θέσιν», είχαν δε επιρροές κυρίως οι ιερωμένοι από τις περί δικαίου απόψεις του Μεγάλου Βασιλείου και του αδελφού του Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης, οι οποίοι είχαν ως βάση όχι την Παλαιά Διαθήκη ή το Ρωμαϊκό Δίκαιο αλλά την διδασκαλία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που δίδασκαν εκτός των άλλων ότι η ποινή εκτός από ανταποδοτικό χαρακτήρα πρέπει να έχει και στοιχεία ειδικής πρόληψης.
Βασικά χαρακτηριστικά του νέου Ποινικού Κώδικα
Το Απάνθισμα κάλυπτε μερικά εγκλήματα ενώ για τα υπόλοιπα ίσχυε το Βυζαντινό Δίκαιο (Βασιλικά) καθώς και οι νόμοι που θα εξέδιδε η Διοίκηση. Προκειμένου να αποφευχθεί η αυστηρότητα του βυζαντινού δικαίου με Ψηφίσματα του 1828 συστήθηκε κατά την εφαρμογή τους να τηρούνται και οι αρχές της επιείκειας και του ορθού λόγου.
Η αρχή της επιείκειας βασίζεται στην διδασκαλία του Αριστοτέλη ο οποίος αναφέρει ότι «Το επιεικές δίκαιον μέν εστί, ου κατά Νόμον δε, αλλ’ επανόρθωμα νομικού Δικαίου» δηλαδή η επιείκεια είναι διόρθωση και βελτίωση του Νόμου. Πάνω στην αρχή αυτή ουσιαστικά βασίζεται και η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου αν από την τέλεση της πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότεροι από ένας νόμοι. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το Απάνθισμα δεν έχει σχετική διάταξη για την βασική αρχή του ποινικού δικαίου Nullum crimen, nulla poena sine lege [που σημαίνει στην ελληνική «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο»], την οποία ο Ρήγας Φεραίος είχε αναγράψει στο άρθρο 10 του Συντάγματος, και η οποία έχει ελληνική καταγωγή αφού αναφερόταν ρητά στον Αρμενόπουλο και τα Βασιλικά.
Το Απάνθισμα: α) επεδίωκε να απονέμεται η ποινική δικαιοσύνη με βάση τα βιώματα του λαού β) ήταν επηρεασμένο τόσο από το έργο του Ιταλού νομομαθούς Cesare Beccaria «Περί εγκλημάτων και ποινών», που είχε μεταφράσει ο Κοραής το έτος 1802, όσο και από τον γαλλικό ποινικό κώδικα και γ) ανταποκρίθηκε στις κοινωνικές ανάγκες ενός υπό διαμόρφωση κράτους που χρειαζόταν άμεσα έναν ποινικό κώδικα. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Κοραής το έτος 1823 εξέδωσε για δεύτερη φορά το παραπάνω έργο με την αφιέρωση «Τοίς μέλλουσι δικασταίς των Ελλήνων».
Ο Ποινικός αυτός Κώδικας: α) δεν έχει γενικό μέρος και διατάξεις για την συμμετοχή, την απόπειρα και τον καταλογισμό και β) δεν έχει διατάξεις για την συρροή και την παραγραφή.
Το κεφάλαιο για την παραγραφή συμπληρώθηκε το έτος 1829 από τον Καποδίστρια στα πλαίσια μιας ρύθμισης που είχε τον τίτλο «Εγκληματική Διαδικασία» που καθόρισε την σύντομη παραγραφή των εγκλημάτων με έναρξη αυτής τον χρόνο τελέσεως.
Για τις λοιπές παραπάνω παραλείψεις (συμμετοχή, απόπειρα, καταλογισμός, συρροή) υπάρχουν σχετικές ρυθμίσεις σε επιμέρους εγκλήματα. Για το κεφάλαιο αυτό η νομοθεσία αυτή επικρίθηκε πολύ με πρωταγωνιστή τον Maurer που απέδωσε τα κενά αυτά στην παντελή έλλειψη Ελλήνων νομικών επιστημόνων. Τις αιτιάσεις αυτές τις αποκρούει με επιτυχία ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης στην μελέτη του «Ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου κατά την ιστορική του εξέλιξη», ο οποίος θεωρεί ότι οι ελλείψεις αυτές αποτελούν ένα από τα φιλελεύθερα στοιχεία του νομοθετήματος, αφού ληφθεί υπόψη ότι στόχος της συντακτικής επιτροπής ήταν η άμεση αντιμετώπιση πρακτικών αναγκών. Εξάλλου στο νομοθέτημα αυτό υπάρχουν δύο βασικές σύγχρονες για την εποχή γενικές διατάξεις που αφορούν: α) την υποχρέωση κάθε δράστη να ανορθώσει την προξενηθείσα εκ μέρους του ζημία, και β) την υποχρέωση αυτού που έχει διαπράξει ανθρωποκτονία να διατρέφει τα τυχόν ανήλικα παιδιά ή τους άπορους γονείς του θύματος.
Το Απάνθισμα αποτελείται από τρία τμήματα Ειδικού Μέρους, διαιρούμενα περαιτέρω σε κεφάλαια, όπου τυποποιούνται τα επιμέρους 89 εγκλήματα. Ο διαχωρισμός των εγκλημάτων σε Τμήματα και Κεφάλαια είναι απολύτως συστηματικός και γίνεται με βάση το προσβαλλόμενο μέγεθος – έννομο αγαθό.
Στην σειρά, όπως και ο Γαλλικός Π.Κ. του 1810, προηγούνται τα εγκλήματα που στρέφονται κατά του κοινωνικού συνόλου και ακολουθούν όσες αξιόποινες πράξεις στρέφονται κατά ατομικών εννόμων αγαθών.
Τα επί μέρους εγκλήματα
Πρώτο Τμήμα
Το Πρώτο Τμήμα του Απανθίσματος φέρει τον τίτλο «Περί αμαρτημάτων εναντίον της κοινής ασφάλειας» και έχει εννέα επιμέρους Κεφάλαια.
Το πρώτο κεφάλαιο αφορά αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά της «Εξωτερικής Ασφάλειας της Επικρατείας», με κορυφαίο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, που χαρακτηρίζει ως δράστη εσχάτης προδοσίας «όποιον σηκώσει άρματα εναντίον της πατρίδας», σε αντίθεση με τον Ποινικό Νόμο του Μάουρερ του 1833, ο οποίος χαρακτήριζε ως υπαίτιο του εν λόγω εγκλήματος εκείνον που «επέβαλε χείρα κατά του ιερού προσώπου του Βασιλέως».
Το δεύτερο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις για την «εσωτερική Ασφάλεια της Επικράτειας», όπως η πρόκληση εμφυλίου πολέμου που απειλείται με θάνατο. Επίσης με θάνατο απειλείται και όποιος «καταπατήσει τας περί υγειονομίας διαταγάς». Η ρύθμιση αυτή που έχει την μορφή «λευκού ποινικού νόμου» λόγω της ασάφειάς της ήταν ανεπιτυχής αφού την περίοδο αυτή οι απαγορευτικές διατάξεις της Διοίκησης που αφορούσαν τη δημόσια υγεία ξεπερνούσαν τις τριακόσιες.
Το τρίτο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις «Περί αμαρτημάτων εναντίον των Δικαιωμάτων του πολίτου», που έχει χαρακτηριστεί ως ένα εκ των πιο δημοκρατικών στοιχείων του νομοθετήματος, αφού προστατεύει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο τα πολιτικά δικαιώματα, και τιμωρεί: α) όποιον εμποδίζει τον πολίτη να ασκήσει τα δικαιώματά του β) όποιον αγοράζει η πωλεί ψήφους και γ) όποιον νοθεύει τις εκλογές.
Το τέταρτο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις σχετικά με την παραχάραξη νομισμάτων με επτά διαφορετικά εγκλήματα από τα οποία δύο απειλούνται με την ποινή του θανάτου, όπως η χωρίς άδεια δημιουργία νομισμάτων και η εμπορία των νομισμάτων αυτών. Ο αυστηρός κολασμός των εγκλημάτων αυτών οφειλόταν στο ότι τα εγκλήματα αυτά ήταν πολύ συνηθισμένα την εποχή αυτή. Η ίδια ποινή απειλείται για την κιβδηλεία αφού ορίζεται ότι: «Όποιος κόψη κίβδηλα νομίσματα να θανατώνεται».
Το πέμπτο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις «Περί Πλαστογράφων» με απειλούμενες χαμηλές ποινές φυλάκισης αφού τα εγκλήματα αυτά (κατάρτιση – νόθευση) είχαν μικρή σημασία για την εποχή αυτή, όπου κυριαρχούσε η ασφάλεια του κράτους.
Το έκτο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις «Περί καταχρήσεως των Υπουργών της Διοικήσεως», με τις οποίες κολάζεται η «Κατάχρηση της Υπαλληλικής Ιδιότητας» που προσβάλει παράνομα την ατομική ελευθερία ή τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Παράλληλα όσοι παραβιάζουν τις διατάξεις αυτές εκπίπτουν από το αξίωμα που έχουν και στερούνται του δικαιώματος να αναλάβουν οποιοδήποτε αξίωμα για μια δεκαετία. Εδώ έχουν υπαχθεί τα εγκλήματα της παραβάσεως καθήκοντος, της παραβίασης οικιακού ασύλου, της παράνομης κατακράτησης και της παράνομης συλλήψεως και φυλακίσεως.
Το έβδομο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις περί δωροδοκίας των Δημόσιων Υπουργών με τις οποίες κολάζεται μόνο η παθητική δωροδοκία, δηλαδή η απαίτηση ή λήψη παράνομων ωφελημάτων από τον αξιωματούχο, ενώ δεν τιμωρείται η ενεργητική δωροδοκία των δημόσιων λειτουργών από πολίτες. Υποκείμενο του εγκλήματος αυτού είναι και οι Κριτές δηλαδή οι δικαστικοί λειτουργοί. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι, όπως αναφέρει ο αείμνηστος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπ. Κανίνιας στο βιβλίο του «Η δικαιοσύνη στο Μεσολόγγι 1821- 1826», το θέμα των παρεμβάσεων των στρατιωτικών (καπιτάνων) στις αντιδικίες των πολιτών αποδυνάμωνε την απονομή της δικαιοσύνης, ενώ απασχόλησε τον Δεκέμβριο του 1823 την Συνέλευση των Προκρίτων και Αρχηγών των Όπλων που αποφάσισε «… οι στρατιωτικοί να μη θεωρούν κρίσεις μήτε να παίρνουν τζερεμέδες και άλλα δοσίματα από τον λαόν …».
Το όγδοο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις για εγκλήματα που τελούνται κατά των φορέων της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας όπως η απείθεια και η Αντίσταση κατά της Καθεστώσας Εξουσίας με την μορφή βίας από ομάδες πολιτών ενόπλων ή αόπλων κατά Υπουργών που εκτελούν τα καθήκοντά τους. Σε περίπτωση που το έγκλημα αυτό τελείται από περισσότερα από είκοσι άτομα, τιμωρούνται μόνον οι «πρωταίτιοι» αυτών».
Το ένατο κεφάλαιο περιέχει διατάξεις περί «Φυγαδεύσεως των Φυλακωμένων» τόσο από δόλο όσο και από αμέλεια. Δράστης του εγκλήματος αυτού δεν είναι ο ίδιος ο κρατούμενος που αποδρά, αλλά ο δεσμοφύλακας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι εάν η απόδραση κρατουμένου οφείλεται σε αμέλεια του δεσμοφύλακα η απειλούμενη ποινική κύρωση είναι φυλάκιση από δέκα έως είκοσι μέρες, ενώ, αντίθετα, αν η απόδραση έγινε κατόπιν συνεννόησης, ο φύλακας τιμωρείται με την ίδια ποινή για την οποία ήταν ήδη φυλακισμένος ο κρατούμενος που απέδρασε.
Ως τελική αποτίμηση του πρώτου Τμήματος, λοιπόν, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ως μεγαλύτερης απαξίας κρίθηκαν από τη Συντακτική Επιτροπή τα εγκλήματα που σχετίζονται με την Εξωτερική και Εσωτερική Ασφάλεια της χώρας, πράγμα που ανταποκρινόταν απόλυτα στα κοινωνικά και εγκληματολογικά δεδομένα της εποχής, αφού το ελληνικό κράτος ήταν ακόμα υπό σύσταση, και δεν είχε απελευθερωθεί μεγάλο μέρος της σημερινής ελληνικής επικράτειας. Πέραν αυτού, ως προς τις νομοτυπικές υποστάσεις των εγκλημάτων παρατηρείται ότι αυτές, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη σαφήνεια και προστατεύουν γνήσια έννομα αγαθά.
Δεύτερο Τμήμα
Το Δεύτερο Τμήμα έχει τον τίτλο «Περί των Αμαρτημάτων εναντίον της Προσωπικής Ασφάλειας» και έχει επτά επί μέρους Κεφάλαια.
Στο πρώτο κεφάλαιο «περί φόνου» τιμωρείται με θάνατο «κάθε φονεύς εκ προμελέτης» και όταν χρησιμοποιεί για την θανάτωση δηλητήρια ή φάρμακα, ο εκ προμελέτης βρεφοκτόνος και αυτός που φονεύει κάποιον από τους γονείς του. Ηπιότερα: α) με φυλάκιση από 10-15 έτη τιμωρείται η θανάτωση που δεν οφείλεται σε προμελέτη β) με φυλάκιση 10 ετών η απόπειρα θανάτωσης και γ) με φυλάκιση πέντε ετών η εκούσια υπαναχώρηση από την απόπειρα θανάτωσης.
Στο δεύτερο κεφάλαιο «περί πληγών και κτυπημάτων εκουσίων» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν την πρόκληση σωματικών βλαβών από πρόθεση ενώ αναγνωρίζουν ως λόγο απαλλαγής του δράστη αν αυτές προκλήθηκαν στα πλαίσια νόμιμης άμυνας. Επίσης υπάρχει ειδική διάταξη για την προστασία της ζωής του εμβρύου, τιμωρώντας τον δράστη, που προκαλεί την αποβολή της εγκύου, προβλέποντας μάλιστα αυστηρότερες ποινές, όταν συνεργός στην πράξη είναι κάποιος ιατρός, φαρμακοποιός και όταν η πράξη έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο τόσο του εμβρύου όσο και της εγκύου, θυμίζοντας κατά κάποιο τρόπο την μορφή των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων. Η προστασία του εμβρύου την εποχή αυτή οφειλόταν στον αυξημένο αριθμό αμβλώσεων λόγω των δυσμενών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.
Στο τρίτο κεφάλαιο «περί φόνου και πληγών ακουσίων» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν: α) με φυλάκιση έξη μήνες την ανθρωποκτονία από αμέλεια β) με φυλάκιση πέντε ετών την ανθρωποκτονία από δράστη ευρισκόμενο σε «βρασμό μέθης», ενώ αν η μέθη ήταν εκ προμελέτης αυτός θανατώνεται. Τέλος κρίνεται ποινικά ανεύθυνος ο δράστης ανθρωποκτονίας που έχει ηλικία κάτω των επτά ετών.
Στο τέταρτο κεφάλαιο «περί αμαρτημάτων και Διαφθειρόντων τα Ήθη» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν: α) τη δημόσια αναισχυντία β) τον βιασμό γ) όποιον ύπανδρο φθείρει παρθένον με την βία δ) όποιον ύπανδρο φθείρει παρθένον και όποιον ανύπαντρον τελεί την ίδια πράξη στον οποίο παρέχει την δυνατότητα απαλλαγής αν την νυμφευτεί ε) την αποπλάνηση ανηλίκου ηλικίας κατώτερης των 12 ετών στ) τον αρσενοκοίτην ζ) τον ύπανδρο που τρέφει παλλακίδας η) την διαφθορά της νεολαίας με παρακίνηση ή διευκόλυνση σε ασελγείς πράξεις θ) την μοιχεία και ι) την διγαμία. Έτσι σύμφωνα με τα ήθη της εποχής κολάζονται οι περιπτώσεις του «αρσενοκοίτη» και της παλλακίδας. Για εγκλήματα κατά των ηθών τα δικαστήρια κατά την εποχή της Επανάστασης δεν εφάρμοζαν τις διατάξεις του Απανθίσματος, αλλά τις διατάξεις των βυζαντινών ποινικών νόμων, δηλαδή των Βασιλικών.
Στο πέμπτο κεφάλαιο «περί αρπαγής γυναικών» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν την αρπαγή γυναικών με διαβάθμιση των ποινών αν αυτή είναι παρθένος, ύπανδρος ή χήρα.
Στο έκτο κεφάλαιο «περί ψευδομαρτύρων» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν την ψευδομαρτυρία στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια με απειλούμενη ποινή αυτή η οποία επιβλήθηκε στο θύμα της ψευδομαρτυρίας εξαιτίας αυτής.
Στο έβδομο κεφάλαιο «περί συκοφαντών και υβριστών» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν: α) τη συκοφαντία, που ήταν μια σοβαρή προσβολή του παθόντα, τόσο με φυλάκιση και χρηματική ποινή όσο και με αποστέρηση αξιωμάτων και θέσεων και β) την εξύβριση με λόγια ακόμα και μέσο τον τύπο (φυλλάδια ή χειρόγραφα).
Τρίτο Τμήμα
Το Τρίτο Τμήμα του Απανθίσματος φέρει τον τίτλο «Περί αμαρτημάτων εναντίον της ιδιοκτησίας» και έχει τρία επιμέρους Κεφάλαια.
Στο πρώτο κεφάλαιο «περί κλοπής στα κεφάλαια», υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν: α) την ληστεία χωρίς να υπάρχει ορισμός αυτής, που ήταν συχνό φαινόμενο, με φυλάκιση 10-19 έτη ενώ αν παράλληλα ο δράστης διαπράξει και ανθρωποκτονία τιμωρείται με θάνατο, β) την πειρατεία χωρίς να υπάρχει ορισμός αυτής, που τιμωρείται με φυλάκιση 10-19 έτη ενώ ο αρχηγός αυτής θανατώνεται και γ) την κλοπή: 1) με φυλάκιση 19 ετών αν αυτή τελείται νύχτα, από δύο ή περισσότερους δράστες ή ενόπλους ή με θραύση θυρών, αντικλείδια, σκάλλα ή τρύπημα τοίχου 2) με φυλάκιση 5 ετών αν χρησιμοποιήθηκε βία και με φυλάκιση 10-15 έτη αν προκλήθηκε στο θύμα πληγή και 3) με φυλάκιση 15 ημερών μέχρι ένα έτσι στις απλές περιπτώσεις.
Το έγκλημα της πειρατείας, που ήταν συχνό φαινόμενο στην προεπαναστατική περίοδο βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, αφού σε πολλές περιπτώσεις είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην τοπική οικονομία, ιδίως των ελληνικών νησιών. Το έγκλημα αυτό περιορίστηκε πολύ μετά την έλευση του Καποδίστρια που έδωσε εντολή στο Α. Μιαούλη ο οποίος στις Βόρειες Σποράδες κατέστρεψε τα πλοία των πειρατών και συνέλαβε αυτούς.
Ο αείμνηστος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σπ. Κανίνιας στο βιβλίο του «Η δικαιοσύνη στο Μεσολόγγι 1821-1826» αναφέρει περίπτωση καταδίκης για πειρατεία από το δικαστήριο των Εκκλήτων το έτος 1824 του Διον. Ρουμελιώτη, χωρίς όμως να αναφέρεται τόσο η ποινή που επιβλήθηκε όσο και αν εφαρμόστηκε η παραπάνω διάταξη για την πειρατεία. Η απόφαση αυτή δεν εκτελέστηκε γιατί η δράση του Δ. Ρουμελιώτη οφειλόταν σε εντολές των τοπικών αρχών ώστε να εμποδιστεί η μεταφορά 2.000 αλόγων από τους Τουρκοαιγυπτίους στην Πρέβεζα. Μάλιστα ο Α. Μαυροκορδάτος συνέταξε πριν την εκδίκαση της υποθέσεως αυτής ειδική αναφορά για το ότι ο δράστης ενεργούσε για την προστασία του Μεσολογγίου και γενικότερα της Ελλάδος ενώ η καταδίκη απαγγέλθηκε πανηγυρικά για να ικανοποιηθεί ο Αρμοστής των Ιονίων Νήσων που ζητούσε την παράδοση του δράστη σε αυτόν, επειδή παρενόχλησε και πλοία των Ιονίων Νήσων. Τελικά στον Ρουμελιώτη επιβλήθηκε η ποινή της εξορίας που ικανοποίησε τον Αρμοστή η οποία διοικητικά στην συνέχεια αμφισβητήθηκε από την Διοίκηση. Η περίπτωση αυτή, όπως αναφέρει ο Σ. Κανίνιας, αποτελεί στην ουσία επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην διακηρυγμένη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Ακόμα ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται σε περίπτωση ανθρωποκτονίας από πρόθεση Έλληνα από δύο υπηκόους Ιονίων Νήσων όπου έγινε ερώτημα στην Κεντρική Διοίκηση αν υπάρχει αρμοδιότητα εκδίκασης της υποθέσεως αυτής ή πρέπει αυτοί να λογοδοτήσουν στα δικαστήρια των Ιονίων Νήσων (ετεροδικία). Μάλιστα στο ερώτημα υπάρχει η ακόλουθη δραματική επιφύλαξη «μολονότι είναι εις την καρδίαν μας, καθώς πρέπει να είναι εις την καρδίαν παντός Έλληνος, ακριβές το δικαίωμα το δικαστικόν της Ελλάδος», δηλαδή προτείνεται να εκδικασθεί η υπόθεση στην Ελλάδα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο για την «Κατάχρηση Εμπιστοσύνης» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν όσους χωρίς δικαίωμα να προσβάλουν έγγραφα με την μορφή της κατάρτισης, της νόθευσης και της χρήσης πλαστών. Επίσης τιμωρείται και όποιος ανοίξει ή κρατά με δόλο γράμμα άλλου προσώπου.
Στο Απάνθισμα δεν υπάρχουν διατάξεις για το έγκλημα της απάτης επειδή οι οικονομικές σχέσεις της εποχής ήταν σε πρωτόγονο στάδιο, ενώ τιμωρεί την νοθεία τροφίμων και ποτών που είναι μία μορφή απάτης.
Στο τρίτο κεφάλαιο περί «Εμπρησμού και άλλων Ζημιών» υπάρχουν διατάξεις που τιμωρούν τον εμπρησμό, που διακρίνεται αν τελείται από δόλο ή από αμέλεια, την βλάβη κοινωφελών εγκαταστάσεων (γέφυρες, οικοδομές), την καταστροφή δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και την δηλητηρίαση ζώων μεταφοράς αγαθών, βοών και προβάτων.
Οι επιμέρους «γενικές» ρυθμίσεις
Υπαιτιότητα: Το Απάνθισμα δεν έχει γενικές διατάξεις για την υπαιτιότητα, αλλά έχει διαβάθμιση στις ποινές σε επιμέρους εγκλήματα. Έτσι στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας, οι ποινικές κυρώσεις διαβαθμίζονται ανάλογα με την υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή αν ο φόνος έγινε «εκ προμελέτης», ήταν «εκούσιος» ή εξ αμελείας. Η διάκριση σε εκ προμελέτης και εκούσιο φόνο δεν ισχύει όταν θύμα της πράξης είναι ένας εκ των γονέων του δράστη, ενώ ανάλογη ποινική μεταχείριση με τον κοινό δράστη ανθρωποκτονίας έχει και ο βρεφοκτόνος. Η ποινή, που επιβάλλεται για την εκ προμελέτης ανθρωποκτονία, είναι ο θάνατος. Ανάλογη διαβάθμιση στις ποινικές κυρώσεις με κριτήριο την υπαιτιότητα του δράστη υπάρχει: α) στο έγκλημα της φυγάδευσης ενός κρατουμένου, αναλόγως αν ο κρατούμενος απέδρασε σε συνεργασία με τον φύλακα ή εξ αμελείας αυτού και β) στο έγκλημα του εμπρησμού αν τελείται από δόλο ή από αμέλεια. Δηλαδή ο κανόνας είναι τα εγκλήματα να τιμωρούνται αν τελούνται από δόλο – «θεληματικώς» και από αμέλεια – «εξ απροσεξίας» μόνο εκεί που ορίζεται ρητά.
Καταλογισμός: Το Απάνθισμα έχει για την ανθρωποκτονία ρυθμίσεις ανάλογες με τις σημερινές και ως προς την διαβάθμιση των ποινών όπως αν αυτή τελείται σε βρασμό ψυχικής ορμής ή τελείται από ακαταλόγιστο δράστη. Εκτός από τις προβλέψεις για την υπαιτιότητα, για τους «μανιακούς» και τους ανηλίκους κάτω των επτά ετών προβλέπεται ότι αποκλείεται η ικανότητα προς καταλογισμό, καθώς γίνεται δεκτό ότι οι ανήλικοι έως 12 ετών δεν πράττουν καν.
Απόπειρα: Στο έγκλημα «περί φόνου» προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για την απόπειρα και τη συμμετοχή σε αυτό. Έτσι προβλέπεται μικρότερη ποινή στον δράστη που απέτυχε να σκοτώσει κάποιον εκ προμελέτης ή εξ αμελείας, ενώ σκόπευε να τον σκοτώσει. Αντίστοιχες ρυθμίσεις υπάρχουν για την απόπειρα στο κεφάλαιο «περί πληγών και κτυπημάτων», στον βιασμό ή οποιαδήποτε άλλη «ατιμία κατά της σεμνότητας». Τέλος αν ο δράστης υπαναχωρήσει με δική του θέληση από απόπειρα ενός εγκλήματος που ξεκίνησε, το οποίο με δική του θέληση δεν ολοκλήρωσε, τιμωρείται με το ένα τρίτο της απειλούμενης ποινής για το ολοκληρωμένο έγκλημα.
Συμμετοχή: Σε επί μέρους εγκλήματα προβλέπονται ποινικές κυρώσεις σε αυτούς που συμβάλουν στην τέλεση ενός εγκλήματος είτε ως συμμέτοχοι ή ηθικοί αυτουργοί, που τιμωρούνται με την ποινή του αυτουργού, είτε ως συνεργοί που τιμωρούνται με μειωμένες ποινές. Τα εγκλήματα αυτά είναι η ανθρωποκτονία, η αρπαγή γυναικών και η ψευδομαρτυρία.
Λόγοι άρσης αδίκου: Ειδικά στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης το άδικο αυτών αίρεται αν αυτά έγιναν «για τη νόμιμη υπεράσπιση» του δράστη.
Αποκατάσταση του θύματος: Το Απάνθισμα περιέχει διατάξεις «για ένδειξη στοργής προς το θύμα», όπως προβλεπόταν στο βυζαντινό δίκαιο, όπως η υποχρέωση του δράστη: α) να προικίσει το θύμα της πράξης του και β) να πληρώνει στο θύμα τις ζημίες, που του προκάλεσε με την εγκληματική του πράξη. Ακόμα στο: α) έγκλημα της ψευδομαρτυρίας προβλέπεται η επιβολή ποινής στον δράστη ίση με αυτή που επιβλήθηκε στο θύμα του εξαιτίας της ψευδομαρτυρίας του β) στο έγκλημα που τέλεσε υπουργός με κατάχρηση του αξιώματός του προβλέπεται η έκπτωση από αυτό, η στέρηση της δυνατότητας να διεκδικήσει ανάλογα αξιώματα και η «παίδευσή του κατά το αμάρτημά του» γ) στην απόδραση του κρατουμένου αν υπήρχε συνεννόηση του φύλακα ο τελευταίος, εκτός από τη φυλάκιση, «παιδεύεται» ανάλογα με την πράξη του κρατούμενου, δηλαδή εκτίει ποινή ανάλογη με αυτή που εξέτισε ο κρατούμενος και δ) στο έγκλημα της διγαμίας προβλέπεται η αποκατάσταση της δεύτερης συζύγου αν αγνοούσε τον προηγούμενο γάμο. Τέλος ο δράστης του φόνου είχε υποχρέωση να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά του θύματος μέχρις ότου ενηλικιωθούν. Τέλος προβλέπεται η καταβολή αποζημίωσης: α) από τον ζωοκλέπτη διπλάσια της αξίας του ζώου που αφαίρεσε β) από δραγάτη (αγροφύλακα) για την αφαίρεση των καρπών που είχε οριστεί να φυλάσσει γ) από αυτόν που θανατώνει ξένο ζώο.
Οι ποινές
Η θανατική ποινή: Η ποινή του θανάτου, είχε αρχίσει να αμφισβητείται ως ποινή από τότε από τον Caesare Beccaria στο έργο του «Περί Αμαρτημάτων και Ποινών», ενώ στο Απάνθισμα προβλέπεται μόνο για λίγες σοβαρές αξιόποινες πράξεις ενώ ελάχιστες θανατικές ποινές εκτελέστηκαν. Μία από αυτές που δεν εκτελέστηκε ήταν και αυτή του Θ. Κολοκοτρώνη, που καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Τα απειλούμενα με θανατική ποινή εγκλήματα ήταν η εσχάτη προδοσία, αυτά εναντίον της εσωτερικής ασφάλειας του Κράτους (πρόκληση εμφυλίου πολέμου, παραβίαση των υγειονομικών διατάξεων, παραχάραξη, ανθρωποκτονία, κλοπή που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου) και ο φόνος.
Ποινές στερητικές της ελευθερίας: Η στερητική της ελευθερίας ποινή είχε ως κατώτατο όριο τις τρεις μέρες και ως ανώτερο τα δεκαεννέα έτη, ενώ: α) δεν προβλεπόταν καθόλου η ισόβια κάθειρξη και β) δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ φυλάκισης και κράτησης. Ακόμα δεν προβλεπόταν η γνωστή σήμερα συρροή εγκλημάτων και η επιβολή συνολικής ποινής αφού ο θεσμός αυτός ήταν άγνωστος την εποχή αυτή και νομοθετήθηκε δεκαετίες μετά από Ποινικούς Κώδικες της Ευρώπης. Ο δικαστής μπορούσε να επιβάλει κατά κανόνα φυλάκιση εντός των πλαισίων του νόμου ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις η απειλούμενη ποινή ήταν συγκεκριμένη όπως αυτή της φυλάκισης πέντε ετών για το έγκλημα της εμπορίας κίβδηλων νομισμάτων.
Σωματικές ποινές: Προβλεπόταν (Γενικά – Κεφαλαίο Α’) για ελάχιστες αξιόποινες πράξεις (κλοπή εργαλείων και ζωοοκλοπή) η ποινή του ραβδισμού από είκοσι μέχρι εκατό ραβδισμούς, παρά το ότι αυτή η ποινή ήταν αντίθετη με το Πρώτο Προσωρινό Πολίτευμα (γνωστό και ως Σύνταγμα της Επιδαύρου) που απαγόρευε τα βασανιστήρια. Επειδή η ποινή ήταν απάνθρωπη δεν εφαρμόστηκε ποτέ, ενώ είχε επιβληθεί μόνο μία αφορά από το Ειρηνοδικείο Πραστού της Αρκαδίας. Άλλη αντίστοιχη ποινή ήταν αυτή των δεσμών, που προβλεπόταν μόνο για την αντίσταση κατά της καθεστώσας εξουσίας και στον εμπρησμό από πρόθεση.
Χρηματική Ποινή: Η χρηματική ποινή προβλεπόταν σε πολλά εγκλήματα άλλοτε ως μόνη ποινή σε εγκλήματα «Κατάχρησης των Υπουργών της Διοίκησης» και άλλοτε με φυλάκιση (παραχάραξη), και ήταν από δέκα έως εκατό χιλιάδες γρόσια, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Σε εγκλήματα δωροδοκίας δικαστή η Χρηματική Ποινή ήταν διπλάσια του δώρου, που ελήφθη.
Λοιπές ποινικές κυρώσεις: Άλλες κυρώσεις μειωτικές της τιμής ήταν η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, και η αποστέρηση της δυνατότητας κατάληψης υπουργικού λειτουργήματος, που προβλεπόταν σε εγκλήματα που τελούσαν δημόσιοι λειτουργοί.
Συμπεράσματα
Το Απάνθισμα την εποχή που θεσπίστηκε ήταν, κατά τον καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, λόγος ελληνικός, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, και ιδιαίτερα προοδευτικός για τα δεδομένα της εποχής δηλαδή ήταν ένα κατ’ εξοχήν ελληνικό νομοθέτημα.
Ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Ι. Θεοτόκης γι’ αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «Την γην των προπατόρων μας απελευθερώσαμεv με χειμάρους αιμάτων των βαρβάρων εχθρών, εμείvαμεv ελεύθεροι, εσυvθέσαμεv Νόμους, απεκατεστήσαμεv vόμιμοv και τακτικήν Διοίκησηv, και σήμερον εκδίδεται και το παρόν Εγκληματικόν Απάνθισμα, σκοπόν έχουσα η Διοίκησης μετ’ αυτό, (ήδη πρώτον ευρούσα ευκαιρίαν) να συστήσει και Κριτήρια, δι’ ων να μην επιτρέπεται ο δυνατός να αδική τον αδύνατον, ούτε ο πλούσιος τον πτωχόν».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Τηλέμαχος Φιλιππίδης, που έφυγε από την ζωή πριν από λίγους μήνες σε ηλικία άνω των 100 ετών, στο έργο του «Η ποινική νομοθεσία κατά την Εθνεγερσίαv» που ήταν και η βασική πηγή όσων είχα την τιμή να σας εκθέσω, το Απάνθισμα ήταν ένα νομοθέτημα ελληνογενές, ελληνοτραφές και ελληνοπρεπές που εκφράζει με διαύγεια τις αντιλήψεις των αγωνιστών του 1821.
Τελικά το Απάνθισμα, όπως αναφέρει ο καθηγητής Ι. Γεωργάκης στο έργο του Ποινικόν Δίκαιον και Φιλοσοφία, ήταν «το καρυοφίλι εις τας χείρας του Κράτους, όπλον αμείλικτον και τιμωρόν δια την ισχύν του Οίκου της Ελλάδος».
Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης,
Επίτιμος Αντιεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
«Ιερά και Ιστορική Μονή Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων – Διακόσια Χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση 1821-2021» – Πρακτικά Συνεδρίου, Ι. Μ. Αγίας Λαύρας, 29-30 Μαΐου 2021, Καλάβρυτα 2023.
Σχετικά θέματα:
- Θανατική ποινή: Η πρώτη εφαρμογή και «υποδοχή» της στη νεότερη Ελλάδα
- Δήμιοι και θανατικές εκτελέσεις
- «Ημερολόγιο» φυλακών της πόλης του Ναυπλίου
- Δήμιοι του Ναυπλίου
- Στρατιωτικές φυλακές Ναυπλίου: Η άγνωστη φυλακή της πόλης
- Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας
- Φυλακές Ναυπλίου
- Μεντρεσές Ναυπλίου
- Αγροτικές Φυλακές Τίρυνθας
Σχολιάστε