Η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος, όπως την έζησε και την εξιστόρησε ο Γιουσούφ Μπέης ο Μοραΐτης
Ο Ναυπλιώτης Γιουσούφ Μπέης, αξιωματούχος, μέλος του σώματος των ιππέων της Υψηλής Πύλης, βρέθηκε στην Πελοπόννησο το 1821 για να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούσαν τις φοροενοικιάσεις, δηλαδή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, το οποίο φαίνεται ότι είχε, άγνωστο όμως υπό ποιους όρους. Επισκέφθηκε το Ναύπλιο, για να συναντήσει τους συγγενείς του, εγκλωβίστηκε όταν άρχισε η πολιορκία του και παρέμεινε εκεί ως την παράδοσή του το Νοέμβριο του 1822.
Ο Οθωμανός αξιωματούχος ήταν γιος του γεννημένου στο Ναύπλιο διοικητή του πασαλικιού του Μοριά Αχμέτ πασά Σαλλάμπας και μητέρα του υπήρξε μια Ελληνίδα που αιχμαλωτίστηκε κατά τα Ορλωφικά. Ο ίδιος μιλούσε ελληνικά και είχε κοινωνικές επαφές με Έλληνες.
«Αληθινά η μητέρα του Ισούφ μπέη και του αδελφού του, Ζουλ Φουκάρ μπέη, ήταν χριστιανή και προτού επαναστατήσουμε την είχα δει. Ο αδελφός της ζούσε στις Σπέτσες και ονομαζόταν ο Νικολής της Πασίνας», γράφει στα απομνημονεύματά του ο γνωστός Φωτάκος, γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο Γιουσούφ μπέης επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την έλευση του Κυβερνήτη, και η Κυβέρνηση τον διόρισε υπάλληλο προς μετάφραση των τουρκικών εγγράφων, τα οποία απέλειπαν στις ιδιοκτησίες.
«Η αρχή των κινημάτων των Ρωμιών ήταν στα μέσα του μήνα Φεβρουαρίου του έτους 1821 από τη γέννηση του Χριστού. Στο διάστημα αυτό, εγώ ο αμαθής και αδύναμος από κάθε άποψη, Αχμέτ Πασά – ζαντέ Μιρ Γιουσούφ ο Μοραΐτης, όντας ιππέας της Υψηλής Πύλης, στάλθηκα από την Υψηλή Πρωτεύουσα για να ρυθμίσω κάποιες φοροεκμισθώσεις και με την ευκαιρία πήγα να επισκεφτώ τους δικούς μου στην πόλη και γενέτειρά μας, το Ναύπλιο.
Διέμεινα εκεί κάποιο διάστημα για τις ταπεινές δουλειές μου και εκεί ήμουν, όταν το εν λόγω μιλλέτι ξεκίνησε την ανυποταξία του».
Κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού μας, γράφει ο Γιουσούφ Μπέης, τους είκοσι δύο μήνες που πέρασαν από τη στιγμή που οι αντάρτες στη χερσόνησο του Μοριά ξέφυγαν από τα όρια της υποταγής μέχρι την παράδοση του Ναυπλίου, εγώ ο ουτιδανός δούλος ετοιμαζόμουν να ολοκληρώσω μια συνοπτική ιστορία της ανταρσίας σε πέντε μέρη, περιγράφοντας όσο ήταν δυνατόν τα γεγονότα που προέκυψαν και τις καθημερινές διαδοχικές μάχες.
Ωστόσο, τη στιγμή της εισόδου των αμαρτωλών απίστων στο εν λόγω κάστρο, τα βιβλία μου έπεσαν στα χέρια των καταραμένων και η εν λόγω ιστορία σκίστηκε και έγινε ένα με το χώμα.
Με την ηχηρή παρέμβαση του αρωγού Θεού βρήκα δρόμο από τα τυραννικά χέρια του εχθρού σε τόπο σωτηρίας και κατέληξα, με τη θεία χάρη και διευκόλυνση, στη Σμύρνη με το πλοίο του άγγλου ναυάρχου Χάμιλτον.
Στην πόλη αυτή έμεινα τεσσερισήμισι μήνες άρρωστος και, αφού ξεκουράστηκα, με υψηλή διαταγή ταξίδεψα στην Υψηλή Πρωτεύουσα για να συνεχίσω να προσεύχομαι για τη μακροημέρευση του ευεργέτη και γενναιόδωρου εξοχότατου σουλτάνου μας.
Στο διάστημα αυτό, μιλούσα με τον συγγενή μου Μεχμέτ Ουρφή Εφέντη, νυν διερμηνέα του Ιράν και του Τουράν και γνώστη των τεσσάρων γλωσσών. Είναι ένας αγνός άνθρωπος που ανήκει στους γνώστες της αλήθειας και των λεπτομερειών του κράτους και της θρησκείας και που προσέχει και σκέφτεται τις γνώσεις και το λόγο.
Καθώς λοιπόν του είχα περιγράψει επανειλημμένα την αναστάτωση που συνέβη στη χερσόνησο και τις θλιβερές περιπέτειές μου, εξέφρασε την επιθυμία να αναλάβω να ξαναγράψω σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν στο Μοριά.
Επειδή μέχρι και αυτήν τη στιγμή ο ταπεινός καίγομαι όλο φωτιά και βασανίζομαι με όλες τις αναμνήσεις και τις λεπτομέρειες από τα προηγούμενα γεγονότα στα οποία υπήρξα μάρτυρας, τον αποχωρισμό και τον πόνο των συγγενών και των οικείων, τα βάσανα και τις δυσκολίες που τράβηξα, ζήτησα από τη γενναιόδωρη εξοχότητά του να με απαλλάξει.
Αυτός όμως επέμεινε να γράψω εγώ την πραγματεία, υπαινισσόμενος ότι όσοι σπουδάσουν κατόπιν το συνοπτικό αυτό έργο θα ωφεληθούν…»
Έτσι, μετά το 1828, ο Γιουσούφ Μπέης πείθεται να ξαναγράψει τις περιπέτειές του.
Για την έκρηξη της Επανάστασης στο Άργος γράφει:
«Οι κάτοικοι του Άργους, που βρίσκεται δυόμισι ώρες μπροστά από το κάστρο του Ναυπλίου, είχαν από παλιά καλές και αρμονικές σχέσεις με τους απίστους της πόλης. Έτσι, κάποιοι άντρες και γυναίκες από την τάξη των χριστιανών δεν ξέχασαν το δίκαιο του ψωμιού και του αλατιού και έδειξαν την αφοσίωσή τους: υπέδειξαν τις κακές προθέσεις του των Ρωμιών για τους μουσουλμάνους και ειδοποίησαν κρυφά ότι συσκέπτονταν οι Ρωμιοί για να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους μουσουλμάνους και να έχουν το νου τους. Εκείνοι είχαν αμφιβολίες και το σκέφτονταν.
Ωστόσο, σύμφωνα με το ρητό «όταν θέλει ο Θεός κάτι, το προκαλεί», μια Κυριακή, που ήταν η 12η μέρα του εν λόγω έτους, κάποιοι κάτοικοι του Ναυπλίου ονόματι Γενισεχιρλί Ιμπίς και Χάιτα Χασάν βρέθηκαν για δουλειές τους στο παζάρι της εν λόγω πόλης, στο Άργος δηλαδή, όπου συγκεντρωνόταν πλήθος, ήρθαν στο κέφι και έριξαν μια πιστολιά.
Με τη σκέψη να μη δοθεί αφορμή για να φανερωθεί το μοχθηρό σχέδιο των άπιστων ραγιάδων που ήταν μαζεμένοι στο παζάρι, εκείνοι σκόρπιζαν και έφευγαν από την πόλη, ενώ οι οπλισμένοι άπιστοι ληστές που ήταν κρυμμένοι και περίμεναν στα περίχωρα της πόλης φοβήθηκαν και άρχισαν να κινούνται – θέλοντας και μη – από τις καθορισμένες θέσεις τους και να φανερώνουν τους εαυτούς τους. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έχασαν κάθε αίσθηση ασφάλειας και άρχισαν να φεύγουν προς το Ναύπλιο.

Η Ακρόπολη του Άργους. Χαρακτικό, του Γάλλου αρχαιολόγου και αυτοδίδακτου ζωγράφου Αλεξάντρ Λενουάρ (1761-1839), π. 1810.
Δύο μέρες μετά, διακόσιοι μουσουλμάνοι βγήκαν από το κάστρο, το Παλαμήδι, και μπήκαν στην εν λόγω πόλη, διέρρηξαν τα κτίρια όπου βρήκαν προμήθειες και τις μετέφεραν στο Ναύπλιο.
Προκειμένου να φυλαχτούν από τις επιθέσεις του εχθρού οι κρατικοί μύλοι, που βρίσκονται τέσσερα μίλια μπροστά από το κάστρο και έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτούν, κρίθηκε σκόπιμο να σταλούν κάποιοι στρατιώτες.
Κάπου τριάντα άντρες μεταφέρθηκαν με καΐκια εκεί για να φυλούν το μέρος. Την τρίτη μέρα, εξακόσιοι οπλισμένοι άπιστοι, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ήρθαν στους μύλους από το Άργος και έστησαν ενέδρα έξω από τους τοίχους και τους κήπους. Τους είδαν όμως κάποιοι μουσουλμάνοι στρατιώτες και ειδοποίησαν τους υπόλοιπους. Αμέσως ο στρατός του ισλάμ άρχισε τη μάχη μέχρι το πρωί.
Όταν ξημέρωσε, επειδή οι εχθροί ήταν πολλοί και οι μουσουλμάνοι λίγοι, έδωσαν με μπαρούτι σινιάλο στο κάστρο για να στείλει ενισχύσεις. Στάλθηκαν άλλοι διακόσιοι πολεμιστές. Καταλαβαίνοντας ότι δεν πρόκειται να καταφέρουν να αντέξουν, οι εχθροί της πίστης άρχισαν να φεύγουν βιαστικά, ενώ οι μουσουλμάνοι στρατιώτες από πίσω τους πολεμούσαν.
Στη διάρκεια της μάχης, ένας μουσουλμάνος στρατιώτης τραυματίστηκε, ενώ από τους εχθρούς της πίστης έπεσαν δύο κεφάλια. Στη βράση της μάχης, όμως, οι μουσουλμάνοι δεν μπόρεσαν να δώσουν προσοχή στα γύρω μέρη και ξαφνικά είδαν ότι ένα εχθρικό πλοίο, που είχε εμφανιστεί από τη μεριά των Σπετσών, είχε φτάσει κοντά στο λιμάνι φοβούμενοι για τη ζωή τους, με χίλιες δυσκολίες αλλά και πολλή γενναιότητα, κατάφεραν να φτάσουν και να μπουν στο κάστρο.
Τη δεύτερη μέρα, με την παρακίνηση κάποιων και προκειμένου να πληροφορηθούν για τους αμαρτωλούς απίστους, διαλέχτηκαν και στάλθηκαν κάποια άτομα μαζί με τον Χουσεΐν αγά, κάτοικο του Άργους, στη Δαλαμανάρα. Ωστόσο, οι άπιστοι τους εμπόδισαν με τουφεκιές να μπουν στην πόλη και έτσι επέστρεψαν ντροπιασμένοι.
Μέχρι εκείνες τις μέρες οι εχθροί δεν είχαν εμφανιστεί πουθενά. Παραμόνευαν στα βουνά και τους λόφους σε μία ώρα απόσταση. Οι μουσουλμάνοι που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους έβγαιναν εδώ και κει από το κάστρο και έπαιρναν πράγματα που έβρισκαν στα χωριά.
Την τέταρτη μέρα του Μαρτίου, κάπου τετρακόσιοι άπιστοι είχαν συγκεντρωθεί στο χωριό Άρεια, που βρίσκεται στα ανατολικά του κάστρου, σε απόσταση τριών τετάρτων από το κάστρο του Ναυπλίου. Όταν αυτό επιβεβαιώθηκε με αυτόπτες μάρτυρες, οι μουσουλμάνοι στρατιώτες βγήκαν από το κάστρο και επιτέθηκαν εναντίον του εχθρικού στρατού στο χωριό αυτό: τους έτρεφαν σε φυγή, και κατά τη διαφυγή τους οι γενναίοι γαζήδες πήραν ένα κεφάλι από τους εχθρούς και επέστρεψαν.
Ύστερα από τρεις μέρες, την έβδομη μέρα του Μαρτίου, φάνηκε από το κάστρο ότι περίπου εξακόσιοι άπιστοι, οι περισσότεροι ραγιάδες του Κάτω Ναχιγιέ, δηλαδή της Ερμιόνης, είχαν οχυρωθεί και ετοιμάζονταν για πόλεμο στο λόφο Παπαφενά, ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το κάστρο.
Με το πρωί, τριακόσιοι γενναίοι τους επιτέθηκαν. Οι άπιστοι είχαν φτιάξει μετερίζια με τους βράχους, που ήταν σαν κάστρο, και αμύνονταν, ωστόσο, οι μουσουλμάνοι με μια τουφεκιά έκαναν έφοδο και ανέβηκαν στο βουνό. Όταν το είδαν οι καταραμένοι, αμέσως άφησαν τα τουφέκια τους και άρχισαν να φεύγουν από όλες τις μεριές. Ο στρατός του ισλάμ τους έφτασε, και τα κεφάλια δεκαεφτά από αυτούς έπεσαν από το σπαθί του. Κρέμασαν τα κεφάλια μπροστά από το κάστρο, έπιασαν και έναν αιχμάλωτο και γύρισαν χαρούμενοι στο κάστρο.
Έτσι, λοιπόν, οι κολασμένοι άπιστοι δεν εμφανίζονταν από πουθενά για οχτώ μέρες και οι κάτοικοι του κάστρου είχαν την καρδιά τους ήσυχη….»
Αυτά γράφει ο Γιουσούφ μπέης για την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στο Άργος, τα οποία δημοσιεύονται στο βιβλίο: «Οι Οθωμανικές αφηγήσεις για την Ελληνική Επανάσταση: Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβ-ντέτ Πασά», μια μελέτη της Σοφίας Λαΐου, επίκουρου καθηγήτριας οθωμανικής ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και του ιστορικού – οθωμανολόγου Μαρίνου Σαρηγιάννη, μια έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών που πραγματοποιήθηκε το 2019.
Επιμέλεια
Αναστάσιος Τσάγκος
Γενικός Γραμματέας Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης
Σχολιάστε