Ποδοσφαιρικές μνήμες, Ελληνικότητα και οικονομική κρίση: Ο Otto Rehhagel στο ρόλο του πολιτικού διαμεσολαβητή! – Νικόλαος Πατσαντάρας
Η παρούσα μελέτη διαπραγματεύεται δύο γεγονότα που σχετίζονται παραδειγματικά με την Ελληνικότητα και τις επιλεκτικές κατά οικονομική, πολιτική και κοινωνική περίσταση μεθόδους νοηματικής ανατροφοδότησης της. Το πρώτο γεγονός είναι το θριαμβευτικό και πέραν πάσης προσδοκίας επίτευγμα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου το 2004. Το δεύτερο γεγονός είναι η επίσκεψη του αρχιτέκτονα αυτού του θριάμβου Otto Rehhagel στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2013 – περίοδο της οικονομικής κρίσης – ο οποίος αναλαμβάνοντας το ρόλο άτυπου πολιτικού διαμεσολαβητή επιχείρησε να συνεισφέρει στην αποκατάσταση της ελληνο-γερμανικής φιλίας.
Εισαγωγικές Σκέψεις
Το 2004 η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου υπό την καθοδήγηση του Γερμανού προπονητή Otto Rehhagel, διαψεύδοντας όλες τις προβλέψεις, κατέκτησε το Ευρωπαϊκό κύπελλο. Αυτός ο ανέλπιστος αθλητικός θρίαμβος αποτέλεσε σημαντική αφορμή για την συγκρότηση συμβολικών ιστορημάτων αναφορικά με το ποιοι είναι οι Έλληνες και τι τους συνέχει! Το καλοκαίρι του 2004 τα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Πορτογαλίας καθώς επίσης οι κεντρικές πλατείες και οι δρόμοι πόλεων στην Ελλάδα και ανά την υφήλιο όπου υπήρχαν Έλληνες, αντανακλούσαν χώρους εκδήλωσης καλλιέργειας, κατασκευής αλλά και διαμφισβήτησης ιδεολογιών και αφηγημάτων που συνδέουν τους Έλληνες, με την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. Στα σχετικά δημοσιεύματα του τύπου η ποδοσφαιρική ομάδα και ο προπονητής, αφυπνίζοντας διαχρονικά ελληνικά χαρακτηριστικά, εμφανίζονται ως σύμβολα εθνικής συνέχειας, συνοχής και προόδου! Η επιτυχία αυτή αποδόθηκε κυρίως στον γερμανό προπονητή και στην τακτική που αυτός ακολούθησε με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ένα ελληνογερμανικό επίτευγμα! [1] Ο Rehhagel αντιμετωπίσθηκε ως εθνικός ήρωας. Επειδή δε βοήθησε την Ελλάδα να βρει τη θέση που της αξίζει στον σύγχρονο κόσμο, ταυτίσθηκε σε μια υπερβατική εκδοχή με τον μυθικό ήρωα Ηρακλή (Bild, 5/7/2004)!
Μετά την ευρωπαϊκή νίκη στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούσε το σλόγκαν: Οι Έλληνες χρειάζονται τον Γερμανό τους για να πετύχουν τα «αδύνατα» (Το Βήμα 16/3/2013)! Πέραν των σπουδαίων τιμητικών διακρίσεων που του απένειμε το ελληνικό κράτος, το γερμανικό κράτος τον βραβεύει το 2005 με τον Bundesverdienstkreuz I Klasse για την συνεισφορά του στην ελληνο-γερμανική φιλία. (Athener Zeitung 13/5/2005).
Ωστόσο η διεθνής οικονομική κρίση του 2009 έπληξε τους Έλληνες περισσότερο από άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η κρίση αυτή μετασχηματίσθηκε σε μια πολιτική-κοινωνική κρίση μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας. Το γερμανικής επινόησης σχέδιο για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, δεν χαρακτηρίσθηκε από την πλειονότητα των ΜΜΕ και των πολιτικών εκπροσώπων (τον ελληνικό πολιτικό λόγο), ως σχέδιο οικονομικής ανόρθωσης, αλλά ως προσπάθεια επιβουλής της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας και του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Έτσι καλλιεργήθηκαν εχθρικές προς τη Γερμανία αντιδράσεις στο πολιτικό αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο.
Τον Μάρτιο του 2013 σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της εικόνας του Βερολίνου στην ελληνική κοινωνία, ο Rehhagel επισκέφθηκε την Αθήνα ως εκπρόσωπος της Καγκελαρίου Angela Merkel. Όμως στο ρόλο του άτυπου πολιτικού διαμεσολαβητή, ο εθνικός ήρωας του 2004 αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα και καχυποψία.
Η μελέτη αυτή έχοντας ως σημείο αναφοράς ένα αθλητικό γεγονός και έναν βασικό πρωταγωνιστή αυτού του γεγονότος επιδιώκει να αναδείξει και να αναλύσει κάποιες σημαντικές πτυχές συγκρότησης της ελληνικής εθνικής ιδιαιτερότητας (Ελληνικότητας).
Τρεις αλληλένδετες νοηματικά ενότητες συγκροτούν την προσπάθεια αυτή. Στην πρώτη ενότητα επιδιώκεται να κατανοηθεί ο τρόπος που ένα αθλητικό, και εν προκειμένω ένα ποδοσφαιρικό γεγονός, συνδέεται με αντιλήψεις περί έθνους. Για τον σκοπό αυτό θεωρήθηκαν χρήσιμες απόψεις περί διαδικασιών εθνικής ταυτοποίησης των Ν. Elias (1996), Ε. Hobsbawm (1983), Β. Anderson (1983) και κυρίως διερευνητικές μελέτες που επεξηγούν τη νοηματική σύζευξη αθλητικών γεγονότων με διαδικασίες εθνικής ταυτοποίησης (Maguire/Poulton 1999, Joke 2005, Lechner 2007, Vincent et al. 2010, Elling et al. 2014, Patsantaras 2015).
Στη δεύτερη ενότητα το ενδιαφέρον εστιάζεται στις ευκαιρίες που δημιούργησε η ποδοσφαιρική επιτυχία του 2004 για να εκφρασθεί ποικιλόμορφα η Ελληνικότητα. Κυρίως εδώ επιδιώκεται να κατανοηθεί και να εξηγηθεί η επιλεκτική διασύνδεση του ποδοσφαιρικού θριάμβου με το ιστορικό βάθος του ελληνισμού. Ως βάση δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν αφηγήματα που δημοσιεύτηκαν την 5η Ιουνίου του 2004 (την επομένη του εθνικού θριάμβου) στον εθνικό και διεθνή ημερήσιο τύπο. Ο στόχος εδώ είναι η αποκάλυψη των σημαινόμενων στα οποία παραπέμπουν τα δημοσιεύματα αυτά.
Στην τρίτη ενότητα, με βάση συγκεκριμένα δημοσιεύματα που αναφέρονται στην επίσκεψη του Otto Rehhagel τον Μάρτιο του 2013 στον ρόλο του ως πολιτικού διαμεσολαβητή κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην κατανόηση των τρόπων εκδήλωσης της Ελληνικότητας στις προοπτικές αυτής της κρίσης. Μεθοδολογικά η προσπάθεια αυτή μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο των ποιοτικών ερευνών δια των οποίων επιδιώκεται να επεξηγηθεί και να κατανοηθεί η ανθρώπινη δράση μέσα από την ανάλυση αφηγημάτων (Polkinghorne 1995, McAdams 1997).
Ο Εθνικός θρίαμβος του 2004!
Το βράδυ της 4ης Ιουλίου το 2004 η Ελλάδα κατέκτησε την κορυφή της ποδοσφαιρικής Ευρώπης! Σχεδόν το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού παρακολούθησε τον επικό τελικό μεταξύ Ελλάδας και Πορτογαλίας. Το ποσοστό τηλεθέασης ξεπέρασα το 83,9 %. [2] Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι ένα ποδοσφαιρικό γεγονός διεθνούς σημαντικότητας και εμβέλειας, έχει την ισχύ να διεισδύει και να διαπερνά επικοινωνιακά όλα τα επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και να αναδεικνύεται έτσι σ’ ένα κυρίαρχο μέσον κοινωνικής επικοινωνίας.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επικοινωνιακής ροής άνθρωποι πολλαπλών κοινωνικών χαρακτηριστικών και διαφορετικοτήτων, [3] μπορούν να συγκροτούν μια συλλογικότητα η οποία νοηματικά εδράζεται μεταξύ άλλων στην αντίληψη, στην ιδέα περί έθνους και ανατροφοδοτείται από αυτή. Η συναίσθηση αυτή δίνει τη δυνατότητα συγκρότησης μιας συλλογικής ταυτότητας (εμείς), η οποία αντλεί την δυναμική της από την ιστορία, τους μύθους και την παράδοση του έθνους, ενώ ταυτόχρονα και κατά περίσταση, εκδηλώνει μια πολλαπλού νοήματος αντιπαλότητα απέναντι σε κάποιους άλλους, οι οποίοι δεν ανήκουν στο έθνος. Ο νοηματικός χώρος που συγκροτείται και ανατροφοδοτείται αυτή η αντιπαλότητα (εμείς και οι άλλοι) – εάν συσχετισθεί με την κοινωνική-πολιτισμική συγκυρία − φαίνεται ότι συν-διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες και είναι κατά κανόνα ασταθής και ευμετάβλητος (Patsantaras 2014).
Ο τρόπος που συγκροτείται το δίπολο «εμείς και οι άλλοι» σε μια εθνική προοπτική και ενδείκνυται για αναλύσεις όπως η παρούσα, έχει περιγραφεί με έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο από τον Norbert Elias (1996) στη μελέτη του για τους Γερμανούς. Το ζήτημα που μελετά ο Elias είναι το πώς και γιατί οι ανθρώπινες οντότητες αντιλαμβάνονται ότι ανήκουν στο ίδιο έθνος. Τι είναι αυτό που τους συνέχει εντός των ορίων της ομάδας που αυτοί ορίζουν λέγοντας εμείς κατά την μεταξύ τους επικοινωνία, ενώ ταυτόχρονα τους επιτρέπει να αποκλείουν άλλες ανθρώπινες οντότητες, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ότι ανήκουν σε μια άλλη ομάδα (οι άλλοι), (Elias 1994: xxxvii).
Ο Elias δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις εθνικές συνήθειες (national habitus/codes) [4] τις οποίες και διερευνά σε αντιστοιχία με τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η ιστορία ενός έθνους, συνήθως δια της αναδημιουργικής μνήμης. [5] Στις συνήθειες αυτές αποδίδει κυρίαρχο ρόλο αναφορικά με την διαμόρφωση κοινωνικών δομών, προσωπικοτήτων και συμπεριφορών.
Οι Maguire/Poulton (1997: 4), ακολουθώντας αυτούς τους συλλογισμούς επισημαίνουν ότι η εθνική ιστορική μνήμη ενυπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση («κοιμώμενη μνήμη») στις συνήθειες των ανθρώπων που συγκροτούν ένα έθνος και με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μια συναισθηματική διασύνδεση μεταξύ ατόμου και έθνους. Αυτές οι μνήμες εμπλουτισμένες από κοινές συλλογικές δράσεις, επινοήσεις, εμπειρίες, παραδόσεις και βιώματα δίνουν νόημα στην ιδέα του έθνους αναδεικνύοντας το σε μια φαντασιακή κοινότητα (Anderson 1983), ενώ ταυτόχρονα συγκροτούν το πλαίσιο ανέλιξης ιστορημάτων γύρω από αυτό.
Στις προοπτικές του διεθνούς αθλητικού ανταγωνισμού τα σχετικά με το έθνος αφηγήματα, ανελίσσονται συνήθως στη βάση μιας ιδιαιτερότητας, η οποία κατά περίσταση παίρνει το χαρακτήρα εθνικού χαρίσματος. Η φαντασίωση, το όνειρο για ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο εθνικό χάρισμα όπως επισημαίνει ο Elias (1996: xiii), μπορεί να διατηρείται ζωντανό σε μια ποικιλότητα από τρόπους, όπως μέσα από την διδασκαλία της ιστορίας, μέσα από τα ιστορικά μνημεία και τα αριστουργήματα του έθνους την περίοδο της δόξας τους, αλλά κυρίως μέσα από σύγχρονα επιτεύγματα τα οποία παραπέμποντας νοηματικά στο μεγαλείο του παρελθόντος, επιβεβαιώνουν συμβολικά μια εθνική συνέχεια.
Όταν θέσουμε τον θρίαμβο του 2004 σε μια τέτοια αναλυτική προοπτική μπορεί να γίνει κατανοητός και ο τρόπος που η επίδοση της εθνικής ομάδας αφύπνισε τις εθνικές μνήμες για μια επανάληψη του ένδοξου ηρωικού παρελθόντος! Μνήμες που παραπέμπουν σε ένα μικρό έθνος με μεγαλειώδη επιτεύγματα. Το 2004 έχουμε ένα πέραν των δυνατοτήτων συμβάν − εδώ εν προκειμένου ποδοσφαιρικό συμβάν − το οποίο αφυπνίζει ιστορικές μνήμες. Αυτό το υπεράνω των δυνατοτήτων, επειδή συνιστά μια εγγενή ιδιότητα του μύθου, δια-συνδέει την πραγματικότητα με αυτόν, δημιουργώντας προϋποθέσεις μιας βιωματικής ταύτισης με τον μύθο σε όλους εκείνους που ποικιλότροπα εμπλέκονται στο συμβάν. Αλληλένδετος ο μύθος με ένα συμβάν αναδεικνύεται σε ταυτοποιητικό μηχανισμό, ο οποίος ανατροφοδοτεί νοηματικά το συλλογικό βίωμα.
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ στο παρελθόν σαν μια ικανή ποδοσφαιρικά χώρα και έτσι αυτός ο πέραν πάσης προσδοκίας εθνικός θρίαμβος κατανοήθηκε σαν κάτι το υπερφυσικό και συνδέθηκε με μύθους. Αποδόθηκε σε διαχρονικής ισχύος μυθικά ελληνικά χαρίσματα! Η εθνική ομάδα ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά ενεργοποίησε μια φαντασίωση η οποία ενυπάρχει βαθιά στο ελληνικό υποσυνείδητο: Οι σύγχρονοι Έλληνες όπως και οι αρχαίοι πρόγονοί τους είναι οι μόνοι ικανοί που μπορούν να πραγματοποιήσουν το αδύνατο! Η φαντασίωση αυτή δια της αθλητικής επιτυχίας μετασχηματίζεται σε βιωμένη κοινωνική πραγματικότητα![6]
Οι αθλητικές επιτυχίες σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά σαν «φαντασιακές ασπίδες» και να επιτύχουν μια αφύπνιση εθνικής μνήμης και μια αναζωπύρωση «κωδικών συνήθειας» που σχετίζονται με την εθνική ιδιαιτερότητα (Maguire/Poulton 1999).
Ακολουθώντας τις διαπιστώσεις αυτές μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι Έλληνες ποδοσφαιριστές ως εκπρόσωποι του έθνους, δια του ποδοσφαιρικού επιτεύγματος, συγκρότησαν μια φαντασιακή ασπίδα προάσπισης της εθνικής συνέχειας και της εθνικής ιδιαιτερότητας, αντανακλώντας ταυτόχρονα συμβολικά δια της δράσης των, ένα ιδιαίτερο χάρισμα του ελληνικού έθνους. Σε αυτή την προοπτική το ποδοσφαιρικό συμβάν ως μυθικός θρίαμβος, προκαλώντας μια εθνική ευφορία, λειτούργησε μέσω μιας συμβολικής ή φαντασιακής ταύτισης – ανάλογα με το λεξιλόγιο που επιλέγουμε − για όλους τους έμμεσα ή άμεσα εμπλεκόμενους στο συμβάν αυτό, ως μέσον νοηματικής διασύνδεσης του κλασσικού αρχαιοελληνικού μεγαλείου με το πολιτισμικό ελληνικό παρόν. Λειτούργησε ως μέσον γεφύρωσης του κενού το οποίο σύμφωνα με τον Herzfeld (1991) ενυπάρχει μεταξύ ιστορικών ιδεωδών, μνημειακού και κοινωνικού χρόνου (βιωματικής εμπειρίας). Έτσι μπορεί να εξηγηθεί αυτό που ανωτέρω περιγράφτηκε σαν βιωματική ταύτιση με τον μύθο.
Κατά την διάρκεια του ποδοσφαιρικού ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 2004 εμφανίσθηκε κλιμακωτά σε αντιστοιχία με την επιτυχημένη πορεία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ένα είδος λόγου, από τα ελληνικά αλλά και από τα διεθνή ΜΜΕ, που επικαλείται τον αρχαιοελληνικό μύθο σε μια ποικιλότητα εκδοχών.
Η παρουσίαση του θριάμβου από τα ΜΜΕ
Τα ΜΜΕ κατά την διάρκεια μιας διεθνούς αθλητικής διοργάνωσης είναι αυτά που δια μέσου αφηγημάτων και επιλεκτικής προβολής εικόνων, συμβόλων κ.λπ., διαδραματίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στην κατασκευή και την παρουσίαση της εθνικής ιδιαιτερότητας (Whannel, 2008, Vincent et al. 2010, Elling et al. 2014). Ακολούθως δια της μαζικής κατανάλωσης της ειδησεογραφίας αφυπνίζεται η εθνική συνείδηση (Anderson 1983).
Βασικά οι αφηγήσεις γύρω από ένα έθνος προκύπτουν συνδυαστικά από την ιστορία και ένα απόθεμα κοινωνικής γνώσης – λαϊκούς μύθους, εικόνες, στερεότυπα και συμβολικές παραπομπές – που επινοητικά συσσωρεύεται γύρω από ένα εξαιρετικό συμβάν, [7] ενώ συνακόλουθα μπορεί να αντανακλούν κυρίαρχες πεποιθήσεις και κρυμμένες ιδεολογίες (Roberts 2002).
Τα αφηγήματα που επινοήθηκαν από τα ΜΜΕ αμέσως μετά τον θρίαμβο, παρέπεμπαν νοσταλγικά στην κλασσική αρχαιότητα, στο μακρινό παρελθόν, την χρυσή εποχή του έθνους. Συνήθως δια μέσου τέτοιων επινοήσεων που εδράζονται σε μια επιλεκτική ανασύνθεση και συγκυριακή ανάκληση και χρήση του ιστορικού παρελθόντος, επιτυγχάνεται η λειτουργία της ενοποίησης ανθρώπων με βάση το έθνος (Hobsbawm 1983: 1). Δια μέσου δε της επιλεκτικής προσφυγής σε αφηγήματα, συνήθειες, μύθους και σύμβολα τα οποία σχετίζονται με την εθνική ιδιαιτερότητα και καθιστούν εξαιρετικά δημοφιλείς τις θετικές της πτυχές, αναζωογονείται και αναδημιουργείται η εθνική κουλτούρα. Τόσο ο Hobsbawm (1983) όσο και ο Anderson (1983) αφήνουν να εννοηθεί ότι για να έχει συνέχεια η εθνική ιδιαιτερότητα θα πρέπει συνεχώς να επινοείται ξανά και να επαληθεύεται σε αντιστοιχία με την τρέχουσα πολιτισμική πραγματικότητα. Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει να επαληθεύεται μέσα από συμβάντα και γεγονότα.
Στις προοπτικές ενός διεθνούς αθλητικού ανταγωνισμού προκύπτουν συμβάντα, τα οποία παρέχουν βολικές ευκαιρίες και δυνατότητες για επιλεκτικές προσφυγές στην ιστορία του έθνους και παραδοσιακές επινοήσεις. Με τα εθνικά σύμβολα, τα αφηγήματα και τις εικόνες που χρησιμοποιούνται από τα ΜΜΕ, τα διεθνή αθλητικά γεγονότα έχουν την ικανότητα να αφυπνίζουν κοιμισμένες ιστορικές μνήμες και να αναδεικνύονται έτσι σε ταυτοποιητικούς μηχανισμούς εθνικής ιδιαιτερότητας (Maguire/Poulton1999). Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ιδιαίτερα οι απρόσμενοι αθλητικοί θρίαμβοι σε μια διεθνή διοργάνωση, δίνουν το έναυσμα για μια διακήρυξη της εθνικής ιδιαιτερότητας και εκδηλώσεις εθνικής υπερηφάνειας (Vincent et al., 2010). [8] Ακόμα και στις προοπτικές της παγκοσμιοποίησης, κατά την διάρκεια αθλητικών γεγονότων, παρατηρείται μια αυξητική τάση για εθνική και τοπική ταυτοποίηση (Hargreaves, 2002, Patsantaras 2015).
Σχετικά με τον θρίαμβο του 2004 τα αφηγήματα και οι επινοήσεις των ελληνικών ΜΜΕ αλλά και αυτών του εξωτερικού, παρέπεμπαν στην αρχαιοελληνική μυθολογία και παράδοση, στην κλασσική αρχαιότητα! Και αυτή η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Προέκυψε από ένα πέραν πάσης προσδοκίας συμβάν, ως αποτέλεσμα μιας πολύ ανταγωνιστικής διαδικασίας! Η διασύνδεση πραγματικότητας και μύθου επιζητείται πάντα μέσα από ένα συμβάν!
Από τις πλέον ενδιαφέρουσες εκδοχές παρουσίασης της Ελληνικότητας θεωρούνται εκείνες που ταυτίζουν τους Έλληνες ποδοσφαιριστές και τον Otto Rehhagel με Ολύμπιες μυθολογικές φιγούρες. Όπως μετέδιδε την επομένη του θριάμβου το BBC αλλά και η επίσημη ιστοσελίδα του Euro 2004 «Ο Όλυμπος έχει νέους θεούς» (Ashby, 05/07/2004). Στη New York Times (5/7/2004) δέσποζε ο τίτλος «Οι Θεοί χαμογέλασαν στην Ελλάδα». Στην γαλλική Liberation (5/7/2004) πρωτοσέλιδα διαβάζουμε για «Κεραυνούς του Δία»! Στην L’ EQUIPE (5/7/2004)
«Απίστευτο αλλά Ελληνικό … η μεγαλύτερη έκπληξη στην ιστορία του ποδοσφαίρου». Στην Midi Libre (5/7/2004) «Ομηρική Νίκη. Η Οδύσσεια τελείωσε με θρίαμβο». Η γερμανική Bild (5/7/2004) γράφει στο πρωτοσέλιδο: «Ο Ρεχακλής Ι Βασιλιάς της Ευρώπης» απεικονίζοντας τον Rehhagel με ένα βασιλικό στέμμα. Το Βήμα ( 5/07/2004) ταύτισε τον γερμανό προπονητή της εθνικής ομάδας, με τον Δία και τον Ηρακλή, αποδίδοντάς του έτσι πατρικό (ταυτίζοντάς τον με το μύθο του απόλυτου, ιδρυτικού συμβάντος) και ηρωικό ρόλο. Στη Χώρα (05/07/2004) με αναφορές στον Rehhagel επισημαίνεται ότι «Έλληνες και Γερμανοί … δύο έθνη ενωμένα σε μια καρδιά … την Ελληνική»!
Οι απανταχού Έλληνες βρίσκονταν σε εθνική ευφορία και με την επικουρία τέτοιων δημοσιευμάτων, άρπαξαν την ευκαιρία να αυτοπροσδιορισθούν σαν μοναδικό, σαν εκλεκτό έθνος! Κατά τη διάρκεια του Euro 2004 υμνήθηκε από τα ΜΜΕ ο γερμανικός χαρακτήρας του Rehhagel ο οποίος είχε μια απόλυτη αποδοχή από την ελληνική κοινωνία (Το Βήμα 4/7/2004). Γεφύρωσε Γερμανικά στερεότυπα από την γερμανική ποδοσφαιρική παράδοση όπως ορθολογισμός, συστηματική δουλειά και αυστηρή οργάνωση με ελληνικά στερεότυπα όπως συναίσθημα, μαχητικό πνεύμα, και θάρρος απέναντι σε προκλήσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες (To Βήμα 4/7/2004).
Η προπονητική του τακτική αποδείχθηκε απόλυτα επιτυχής. ανεξάρτητα εάνεπικρίθηκε για το αμυντικό παιχνίδι (Το Βήμα 4/7/2004). Δημιούργησε ένα ποδοσφαιρικό στυλ [9] το οποίο άφηνε περιθώρια νοηματικής διασύνδεσης του ποδοσφαιρικού επιτεύγματος με την κλασσική αρχαιότητα, αναζωπυρώνοντας έτσι το μύθο της αδιάλειπτης ελληνικής συνέχειας.
Επικέντρωσε το βάρος της δουλειάς του στην συγκρότηση ομαδικού πνεύματος και όχι στο άτομο. [10] Εξάλλου η ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα ήταν φτωχή, δεν διέθετε ποδοσφαιρικούς σταρ! Στους New York Times (5/7/2004), την επομένη του θριάμβου, επισημαίνεται «… Η πιο αναπάντεχη νίκη στην Ιστορία…και πολλοί από τους υποτιθέμενους ανωτέρους τους μπορούν να πάρουν ένα μάθημα οργάνωσης και ομαδικού πνεύματος». Εδώ εξαίρεται το ομαδικό πνεύμα και αυτό παραπέμπει σε έναν ξεχασμένο κωδικό εθνικής συμπεριφοράς τον οποίο συναντάμε στο ένδοξο παρελθόν της κλασσικής αρχαιότητας!
Σκόπιμα και επιλεκτικά θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ιδιαίτερο εθνικό χάρισμα που ενσάρκωσε η εθνική ποδοσφαίρου το 2004 και περιγράφεται χαρακτηριστικά από τον Ηρόδοτο (βιβλίο 7) τον 5ο αιώνα π. Χ. στο διάλογο μεταξύ Ξέρξη και Δημάρατου. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια «φτωχή χώρα», λέει ο Δημάρατος, αναγκάζει τους κατοίκους της να στοχεύουν να γίνονται σπουδαίοι, να αποκτούν «Αρετή» κυρίως με δύο τρόπους. Οι δύο αυτοί τρόποι, που εκλαμβάνονται και ως χαρακτηριστικά του Ελληνισμού σε αυτό το αφήγημα, είναι η εξυπνάδα, εφευρετικότητα (σοφίη) και οι αξίες, οι κανόνες, οι νόμοι που τους συνέχουν μεταξύ τους και τους διευκολύνουν για να έχουν μια εξαιρετική κοινωνική συνοχή και οργάνωση. Η ελληνική υπεροχή στο αφήγημα αυτό προκύπτει από τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο η σύγχρονη Ελλάδα δεν κατανοήθηκε ποτέ ως παράδειγμα οργάνωσης!
Ο Rehhagel στην περίπτωση της εθνικής ποδοσφαίρου όπως φαίνεται από τα ιστορήματα του τύπου διόρθωσε αυτή την δυσλειτουργία! Για να οργανωθούν οι Έλληνες και να πετύχουν υψηλούς στόχους χρειάζονται τον Γερμανό τους, ήταν το κυρίαρχο σλόγκαν που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία μετά τον ποδοσφαιρικό θρίαμβο!
Ο Rehhagel ως πολιτικός διαμεσολαβητής!
Τον Μάρτιο του 2013 σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της εικόνας του Βερολίνου στην ελληνική κοινωνία, ο Rehhagel αποδέχεται την πρόταση της Καγκελαρίου Angela Merkel και επισκέπτεται ως άτυπος πολιτικός διαμεσολαβητής, αλλά ως μέλος επίσημης γερμανικής αποστολής υπό τον υφυπουργό εργασίας της Γερμανίας H. J. Fuchtel, την Αθήνα. Μέρος του γερμανικού τύπου χαρακτήρισε το νέο «Βασιλιά Όθωνα» σαν τον «καλύτερο διαμεσολαβητή» ενώ ο ίδιος υπογράμμιζε ότι «… ευχαρίστως θα πάω να ενθαρρύνω τους φίλους μου τους Έλληνες» (Bild 26/3/2013).
Με δηλώσεις του στα ελληνικά ΜΜΕ [11] άφησε με συμβολικό τρόπο να εννοηθεί ότι η ελληνική κοινωνία ενωμένη όπως το 2004, ακολουθώντας κάποιους κανόνες και δείχνοντας εμπιστοσύνη στο γερμανικής επινόησης σχέδιο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, θα υπερβεί σύντομα την κρίση! Όμως στο ρόλο του πολιτικού διαμεσολαβητή, ο αρχιτέκτονας του θριάμβου του 2004, αφύπνισε άλλες εθνικές μνήμες, και προσδιορίσθηκε σαν «αλήτης … ηλίθιος», [12] ο άλλος, ο εχθρός της Ελληνικότητας! Ο Rehhagel αφύπνισε πάλι ιστορικές μνήμες και μια άλλη Ελληνικότητα που ανατροφοδοτήθηκε νοηματικά από άλλες ιστορικές περιόδους! Από την ηρωική αντίσταση του ελληνικού λαού κατά του Ναζισμού την περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Από τη ναζιστική κατοχή και τα δεινά που αυτή προκάλεσε στην Ελλάδα!
Στα αφηγήματα του τύπου διαβάζουμε ότι «η έλευση του δίχασε τον κόσμο» [13] και με την παρέμβασή του, αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα σαν «τριτοκοσμική χώρα … ο νέος Όθωνας» οδηγήθηκε στην «εκθρόνιση» του (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 31/3/2013). Τα σημαινόμενα τέτοιων ιστορημάτων παραπέμπουν στη συγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού έθνους-κράτους τον 19ο αιώνα, η οποία πραγματοποιήθηκε δια μέσου μιας «σύγκλισης αποικιακών και εθνικών μεθόδων» και συνδέθηκε έτσι με μια άμεση μορφή αποικιοκρατίας, στο πνεύμα ότι Βαυαροί και άλλοι Δυτικο-Ευρωπαίοι επιδιώκουν τον έλεγχο των πολιτικών δομών και των κρατικών θεσμών του νεοσύστατου έθνους-κράτους (Hamilakis 2007: 123, 292). Η παρέμβαση του Rehhagel συνδεδεμένη με αυτή την ιστορική μνήμη, εκλαμβάνεται σαν μια καλά σχεδιασμένη προσπάθεια των Γερμανών να ελέγξουν τις πολιτικές δομές και τους θεσμούς της Ελλάδας! Ουσιαστικά δηλαδή αξιολογήθηκε σαν μια μορφή «κρυπτο- αποικισμού» (Herzfeld 2002)!
Σε μια τέτοια προοπτική ο εκσυγχρονισμός για παράδειγμα των θεσμών του κράτους που άφησε να εννοηθεί ο Rehhagel, ως προϋπόθεση υπέρβασης της κρίσης αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Και αυτή η καχυποψία μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς όταν αναλύσουμε τον τρόπο που προέκυψε το σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος τον 19ο αιώνα από ένα πάντρεμα διαδικασιών όπως Νεοελληνισμός (μια ανάκληση ενός εξιδανικευμένου αρχαιοελληνικού παρελθόντος), μοντερνοποίηση (συγκρότηση κρατικών θεσμών με βάση τα δυτικά πρότυπα) και βιωματική παράδοση.[14]
Η αναβίωση του αρχαίου παρελθόντος στη μορφή του Νεοελληνισμού ήταν ένα συμβολικό εργαλείο για να διευκολυνθεί η πρόσβαση, η είσοδος, ο συσχετισμός με την μοντέρνα Ευρώπη. Για την Ευρώπη η ελληνική αρχαιότητα γινόταν αντιληπτή σαν ο πνευματικός πρόγονος, σαν η κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Bernal 1995). Ατυχώς η σύγχρονη Ελλάδα θεωρήθηκε έτσι, ότι είναι ο φτωχός συγγενής του μεγαλειώδους αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Με τον θρίαμβο του 2004 έγινε μια άμεση νοηματικά επανασύνδεση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν και μια διάψευση αυτής της αντίληψης! Ο θρίαμβος συμβολικά δημιούργησε την αίσθηση μιας αποδέσμευσης από τον χαρακτηρισμό του φτωχού συγγενή, επανατοποθετώντας επιλεκτικά εαυτούς απευθείας στην κλασική αρχαιότητα και ταυτόχρονα εγείροντας την αξίωση μέσα από τον ποδοσφαιρικό θρίαμβο, να γίνουμε αποδεκτοί σαν κατά κάποιο τρόπο ανώτεροι Ευρωπαίοι (επέκεινα Ευρωπαίοι), παραβλέποντας διαδικασίες όπως αυτή ενός θεσμικού εκσυγχρονισμού. Η θεσμική ανασυγκρότηση με βάση τα ευρωπαϊκά-δυτικά πρότυπα, παρέπεμπε πάντα − και πολλές φορές όχι αναίτια − σε αποικιοκρατικά σημαινόμενα! Από κάποιους μελετητές του φαινομένου, η αποτυχία μοντερνοποίησης περιγράφεται ως «η ελληνική τραγωδία» (Gourgouris 1996: 71).
Ο Rehhagel στον ρόλο του πολιτικού διαμεσολαβητή μας θύμισε τα οικεία κακά! Όμως το 2013 δεν είχαμε ένα ποδοσφαιρικό γεγονός αλλά ανάκληση της μνήμης ενός ποδοσφαιρικού γεγονότος, για πολιτικούς στόχους. Έτσι σε αντιστοιχία με την οικονομική κρίση η παρέμβαση
του Rehhagel δεν αξιολογήθηκε στο πλαίσιο μιας ποδοσφαιρικής επικοινωνιακής ροής, ενός ποδοσφαιρικού θριάμβου, αλλά σε ένα πολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο (πολιτική διερμηνεία) στη βάση του οποίου είχαν ήδη συγκροτηθεί με αφορμή την οικονομική κρίση αντιφατικές και ετερόκλητες, αναφορικά με την ιστορική μνήμη, πτυχές της Ελληνικότητας στην ελληνική κοινωνία!
Συμπεράσματα
Στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού το 2004 όπως φάνηκε από τα αφηγήματα των ΜΜΕ, έχουμε την επίκληση της ελληνικής αρχαιότητας για να ανατροφοδοτηθεί η ιδέα μιας αδιάλειπτης στον ιστορικό-κοινωνικό χρόνο ελληνικής συνέχειας. Η αρχαιοελληνική μυθολογία και η ιστορική μνήμη σε αντιστοιχία με αυτό το απρόσμενο, γι’ αυτό και μυθικών διαστάσεων συμβάν, προσέφερε ενέργεια ικανή για να τεθεί σε λειτουργία η ενοποίηση των απανταχού Ελλήνων! Ο ποδοσφαιρικός θρίαμβος γεφυρώνοντας το βίωμα με το μυθικό και το πραγματικό με το ιδεώδες προξένησε μια εφήμερη εθνική ευφορία! Το συμβάν ωστόσο του 2004 δεν χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή ενός νέου μύθου ή στη βάση του δεν κινητοποιήθηκε, δεν συγκροτήθηκε μια μυθική λειτουργία (με τα εθνικά, λαϊκά, ηθικά, αισθητικά ή και πολιτικά επιφαινόμενά της) που να ώθησε μεταξύ άλλων την ελληνική κοινωνία σε αναστοχασμό, [15] στο να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό της και να εγκαινιάσει ένα νέο μέλλον. [16]
Από την άλλη πλευρά, με αφορμή την επίσκεψη του Rehhagel το 2013 μπορούμε να δούμε με ποιόν τρόπο μια άλλη πτυχή της Ελληνικότητας που ανατροφοδοτείται νοηματικά από άλλες ιστορικές μνήμες, ενυπάρχει στο δικό μας παρόν και ποιες είναι οι επενέργειές της!
Εάν κοιτάξουμε πέραν της συνηθισμένης σήμερα τεχνοκρατικής αντίληψης, όλα αυτά μας βοηθούνε να δούμε ότι, το πρόβλημα της αποτυχίας της Ελλάδας να ξεπεράσει την οικονομική κρίση, γιατί όχι και να εκσυγχρονιστεί, εντοπίζεται κυριολεκτικά στον τρόπο που συλλογικά κατανοούμε την εθνική μας ιδιαιτερότητα, την Ελληνικότητα. Η κατανόηση αυτή σχετίζεται κυρίως με την κοινωνική (κοινωνιολογική) φαντασία μας, η οποία είναι πολυδιάστατα αντιφατική, όπως φαίνεται από τις συγκυριακά και κατά περίσταση επινοήσεις και διασυνδέσεις της συλλογικής μας εμπειρίας με την ιστορίας μας.
Σχετίζεται με τον τρόπο που συνδέουμε δια της Ιστορίας τη συλλογική μας εμπειρία με τα τρέχοντα κοινωνικά-πολιτικά–οικονομικά κ.λπ. γεγονότα. Εδώ θεωρούμε ότι εδράζεται και το πρόβλημα! Επειδή όπως επισημαίνεται από τον Καστοριάδη η κοινωνική φαντασία δεν είναι μόνο αντικείμενο της Ιστορίας, αλλά είναι αυτή που γράφει την Ιστορία!
Υποσημειώσεις
[1] Έρευνες δείχνουν ότι η προπονητική τακτική καθορίζει και το αποτέλεσμα μιας σημαντικής ποδοσφαιρικής αντιπαράθεσης (Wagg 2007).
[2] http://origin2.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23377&subid=2&pubid=63682274
[3] Για παράδειγμα μολονότι το ποδόσφαιρο κατανοείται σαν ανδροκεντρικό άθλημα (Maguire 1999, Whannel 2002, Patsantaras 2015a) μετά το Ευρωπαϊκό του 2004 έγινε το πλέον δημοφιλές άθλημα επίσης για τις γυναίκες (Joke 2005).
[4] Ο όρος έξις-συνήθεια (Habitus) εδώ κατανοείται στο πνεύμα του Elias − για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο το 1939 − και αναφέρεται στις εσωτερικευμένες και βαθιά σφηνωμένες στο υποσυνείδητο μνήμες, σκέψεις, (προ)διαθέσεις και αντιλήψεις οι οποίες διαμορφώνουν μια «δεύτερη φύση».
[5] Για τις αναδημιουργικές διαστάσεις της μνήμης, βλ. Mead 1932, Olick & Daniel 1997.
[6] Οι Maguire & Tuck (1997) αναφέρονται στους τρόπους που η εθνική φαντασίωση μετουσιώνεται σε βιωματική εμπειρία κατά τη διάρκεια διεθνικού ενδιαφέροντος αθλητικών γεγονότων.
[7] Η συνθηματολογία που επινοήθηκε από τους Έλληνες φιλάθλους κατά την διάρκεια του Ευρωπαϊκού το 2004 μπορεί να αναλυθεί σε μια τέτοια προοπτική. Τα συνθήματα αυτά μας πληροφορούν το πώς η Ελληνικότητα γίνεται αντιληπτή, βιώνεται και αναπαρίσταται.
[8] Όσον αφορά το εθνικό γόητρο μεγάλα αθλητικά επιτεύγματα ασκούν μικρο- και μακρο-κοινωνικές επιρροές Lechner F. J. (2007, Patsantaras 2015), φυσικά σε διαφορετικό βαθμό αναφορικά με κοινωνικές ομάδες που διαφοροποιούνται με βάση το φύλλο, το μορφωτικό επίπεδο, την κοινωνική τάξη κ.λπ. (Elling et al.2014).
[9] Η διασύνδεση του στυλ παιχνιδιού και της εθνικής ιδιαιτερότητας είναι ένα συνηθισμένο θέμα που συναντάμε σε τέτοιες αθλητικές διοργανώσεις. Αντανακλά οργανωτικά, κοινωνικά και ηθικά χαρακτηριστικά τα οποία εντοπίζονται στο ιστορικό βάθος ενός έθνους. (O’Donnell 1994, Maguire & Poulton 1999, Lechner 2007).
[10] Ο Rehhagel εμφανίζεται ως κλασσικός εκπρόσωπος του γερμανικού κοινοτισμού. Την προαγωγή αυτού του κοινοτισμού εξυπηρέτησε στη Γερμανία κυρίως η Γερμανική Γυμναστική και τα εχέγγυα προς τούτο τα παρείχε η αρχαιοελληνική κουλτούρα! (Πατσαντάρας 2014α: 69).
[11] http://www.skai.gr 26/3/2013.
[12] Real FM, 21:48, 27/3/2013. Εδώ έχουμε μια αποξήλωση του μύθου που εμφανίζεται ως αναπόσπαστο τμήμα μιας τρέχουσας κουλτούρας η οποία προωθείται και φέρεται από τα ίδια ΜΜΕ που ενέκριναν και συγκρότησαν αυτόν τον μύθο.
[13] http://www.protothema.gr 30/3/2013. Στην Ελλάδα της κρίσης είχαν ωστόσο ήδη δημιουργηθεί δύο διχαστικές τάσεις, μια του μνημονίου (ευρωπαϊστές) και η άλλη του αντι-μνημονίου (αντ(ι)ευρωπαϊστές), που υποστηρίχθηκαν από έναν αντίστοιχα διχαστικό πολιτικό λόγο με παραπομπές σε επιλεκτική ιστορική μνήμη.
[14] Βλ. αναλυτικά Gourgouris 1996 και Hamilakis 2007.
[15] Εδώ η έννοια αυτή κατανοείται στις προοπτικές της συστημικής θεωρίας σαν η ικανότητα να γίνεται μια κοινωνία η ίδια θέμα του εαυτού της, να θέτει αναστοχαστικά την ταυτότητά της απέναντι σε άλλες ταυτότητες, με στόχο διατηρώντας την δικιά της ταυτότητα να επιτυγχάνει μια επιλεκτική προσαρμογή σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον (Luhmann 1975, 199).
[16] Για παράδειγμα αθλητικές επιτυχίες όπως αυτή παράγουν τεράστια δυναμικά κοινωνικού κεφαλαίου (Kamberidou & Patsantaras 2007). Στην Ελλάδα ακόμα και οι ποδοσφαιρικοί θεσμοί αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων αναφορικά με την εκμετάλλευση αυτού του κοινωνικού κεφαλαίου!
Βιβλιογραφία
- Anderson, B (1983), Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism. London: Verso.
- Ashby, K. (05/07/2004), “Olympus Has New Gods”, Euro 2004 Portugal, URL: http://www.euro2004.com/news (Πρόσβαση: 11/01/2005).
- Bernal, M. (1995), ‘Greece: Aryan or Mediterranean? Two Contending Historiographical Models’, in S. Federici (ed.) Enduring Western Civilisation: The Concept of Western Civilisation and its Others. Westport, CT and London: Praeger, pp. 3–12.
- Elias, N. (1996), The Germans: Power Struggles and the Development of Habitus in the Nineteenth and Twentieth Centuries. Cambridge: Polity Press.
- Elling A. Α., Hilvoorde I. V., and Den Dool R. V. (2014), Creating or awakening national pride through sporting success: A longitudinal study on macro effects in the Netherlands, International Review for the Sociology of Sport, 49: 129-151.
- Gourgouris, S. (1996), Dream Nation: Enlightenment, Colonisation and the Institution of Modern Greece. Stanford, CA: Stanford University Press.
- Hamilakis, Y. (2007), The Nation and Its Ruins: Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece .Oxford, UK: Oxford University Press.
- Hargreaves, J. (2002), Globalisation theory, global sport, and nation and nationalism, in Sugden J. and Tomlinson A. (eds) Power Games: A Critical Sociology of Sport. London: Routledge, σελ. 25–43.
- Herzfeld M. (1991), A Place in History: Social and Monumental Time in a Cretan Town. Princeton, University Press.
- Herzfeld Michael (2002), “The Absent Presence: Discourses of Crypto-Colonialism”, South Atlantic Quarterly, 101, 4 (Fall): 899-926.
- Hobsbawm E. J. (1983), Introduction: Inventing traditions and mass producing traditions:Europe 1870–1914, in E.J Hobsbawm. and T.O. Ranger (eds), The Invention of Tradition. Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 1–14.
- Joke H. (2005), Burnt Orange : “Television, Football, and the Representation of Ethnicity:, Television New Media, 6: 49-61.
- Kamberidou, I. & Patsantaras, N. (2007), “A New Concept in European Sport Governance: Sport as Social Capital”, Biology of Exercise, 3: 21-34.
- Lechner F. J. (2007), Redefining national identity: Dutch evidence on global patterns. International Journal of Comparative Sociology, 48(4): 355–368.
- Luhmann, N. (1975), Soziologische Aufklaerung 2, Opladen.
- Maguire, J. & Tuck, J.C. (1997), “Pride and patriotism: rugby union and national identity in a United sporting Kingdom?”, in P. de Nardis; A. Mussino and N. Porro (eds), Sport:
- Social Problems, Social Movements. Rome: Edizioni Seam, σελ. 78-112.
- Maguire, J. and Poulton, E. (1999), “European identity politics in Euro 96: Invented traditions and national habitus codes”, International Review for the Sociology of Sport, 34 (1):
- 17-29.
- McAdams, D. (1997), The Stories We Live By: Personal Myths and the Making of the Self. London: Guilford Press.
- Mead, G. H. (1932), The Philosophy of the Present, Chicago, University of Chicago Press.
- O’Donnell, H. (1994), “Mapping the Mythical: A Geopolitics of National Sporting Stereotypes”, Discourse & Society, 5 (3): 345–80.
- Olick, J. K. & Daniel, L. (1997), “Collective Memory and Cultural constrain: Holocaust Myth and Rationality in German Politics”, American Sociological Review 62: 921-36.
- Patsantaras, N. (2014), “Rethinking the issue of stadium football violence in Greece: A theoretical- empirical approach”, Biology of Exercise, 3: 21-38.
- Patsantaras, N. (2015), “Cosmopolitanism an alternative way of thinking in the contemporary Olympics”, European Journal for Sport and Society, 12 (2): 215-238.
- Patsantaras, N. (2015a), “Can Sports Law Contribute to Regulating the Under-representation of Women in Sport-governing Bodies? A Case Study in Greece”, Pandektis International Sports Law Review, 11: 1-2, 128-138.
- Polkinghorne, D., E. (1995), “Narrative Configuration in Qualitative Analysis”, in J. A. Hatch and R. Wisniewski, (eds.), Life History and Narrative. London: Falmer.
- Roberts, B. (2002), Biographical Research, Buckingham, Open University.
- Vincent J, Kian EM, Pedersen PM, et al. (2010), “England expects: English newspapers’ narratives about the English football team in the 2006 World Cup”, International Review for the Sociology of Sport, 45 (2): 199–223.
- Wagg, S. (2007), “Angels of us all? Football management, globalization and the politics of celebrity”, Soccer & Society, 8 (4): 440–58.
- Whannel, G. (2002), Media Sport Stars: Masculinities and Moralities, New York, Routledge.
- Whannel, G. (2008), Culture, Politics and Sport: Blowing the Whistle, Revisited, London, Routledge.
- Πατσαντάρας, Ν. (2007), Το Ολυμπιακό Φαινόμενο: Ολυμπισμός, Κοινωνικά και Ηθικά Νοήματα, Μεταβολή των Ολυμπιακών Αξιών, Διαφοροποίηση, Εμπορευματοποίηση,
- Πολιτική Εργαλειοποίηση, ΜΜΕ, Γυναικείο Ζήτημα, Ντόπινγκ, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
- Πατσαντάρας, Ν. (2014α), Αθλητισμός & Κοινωνιολογική Σκέψη, Αθήνα, Τελέθριον.
Άλλες πηγές:
- Athener Zeitung, 13/5/ 2005.
- Bild Zeitung, 5/7/2004, 26/3/2013.
- Liberation, 5/7/2004.
- L’ EQUIPE, 5/7/2004.
- Midi Libre, 5/7/2004.
- New York Times, 5/7/2004
- Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 31/3/2013.
- Το Βήμα, 5/07/2004, 16/3/2013
- Χώρα, 05/07/2004.
- http://www.protothema.gr 30-3-2013, Πρόσβαση: 7/5/2015.
- http://origin2.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23377&subid=2&pubid=63682274 Πρόσβαση:
- 18/1/2016.
- http://www.skai.gr, Εκπομπή «Συμβαίνει τώρα», 26-3-2013, Πρόσβαση: 18/1/2016.
- http://origin2.ethnos.gr/entheta.asp?catid=23377&subid=2&pubid=63682274 Πρόσβαση: 18/1/2016.
- Real FM, 21:48, 27/3/2013, εκπομπή του δημοσιογράφου Γ. Τράγκα.
Νικόλαος Πατσαντάρας
Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, ΕΚΠΑ.
Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας (ΕΚΕ), «Η Ελληνική Κοινωνία στο Σταυροδρόμι της Κρίσης − Έξι Χρόνια Μετά». Ελληνική Κοινωνιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 2016.
*Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχολιάστε