Ο Θωμάς Φλαγγίνης και η Φλαγγίνειος Σχολή
Ο Θωμάς Φλαγγίνης ήταν γιος του Κερκυραίου Απόστολου Αυλωνίτη και της Μαρίας Φλαγγίνη, θυγατέρας του Βικέντιου Φλαγγίνη, από την Κύπρο. Γεννήθηκε στη Βενετία το 1578. Ο πατέρας του Θωμά Φλαγγίνη ήταν επίλεκτο μέλος της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, πέθανε όμως πολύ νέος, και το μικρό Θωμά τον μεγάλωσε η μητέρα του Μαρία και ο θείος του Βενέδικτος Φλαγγίνης. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο, από μικρός, υιοθέτησε το επώνυμο Φλαγγίνης. Τα πρώτα γράμματά του τα έμαθε στη Βενετία, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ένα από τα παλιότερα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, που είχε αναδειχθεί, ήδη από τον 15° αιώνα, σε σημαντική εστία της Ευρωπαϊκής Παιδείας, και συνέρρεαν σ’ αυτό σπουδαστές από όλο τον κόσμο. Ανάμεσα σ’ αυτούς αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι, στη συνέχεια, μεταλαμπάδευαν τα φώτα της Ευρώπης σε όλα τα μέρη του Αλύτρωτου Ελληνισμού.
Ο Θωμάς Φλαγγίνης αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, από το οποίο ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του κανονικού δικαίου, και επέστρεψε στη Βενετία, όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Παράλληλα όμως ανέπτυξε αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα στη Σμύρνη και στην Κύπρο, η οποία του εξασφάλισε σημαντική περιουσία. Από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του στη Βενετία, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά και εκλέγεται δυο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας. Διατηρεί στενές σχέσεις με λογίους της εποχής, αποκτά πλούσια βιβλιοθήκη που υποδηλώνει την αγάπη του για τα γράμματα· από αυτήν υποκινούμενος καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες για την ενίσχυση Σχολείων, μέσα και έξω από τη Βενετία, με κορύφωση τη Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας, που αποτελεί και τη μεγάλη προσφορά του προς τον Ελληνισμό της Ιταλίας και προς το υπόδουλο Γένος. Η προσφορά του αναγνωρίστηκε από όλους, όπως αυτό φαίνεται και από το ελληνικό επιτύμβιο προς τιμή του, που σώθηκε στη βιβλιοθήκη του Ληξουρίου της Κεφαλλονιάς:
«Θωμά Φλαγγίνη τω Κερκυραίω, ορθοδόξω και ανδρί Φιλογενεστάτω,
οι των Ελλήνων εν Βενετία τύμβον τουτί κατέθεντο».
Αψευδής μάρτυρας του ενδιαφέροντος για τα κοινά και της αγάπης για τα γράμματα, η διαθήκη του. Διαθέτει για το σκοπό αυτό το ¼ της τεράστιας περιουσίας του· οραματίζεται να συμβάλει, με την ίδρυση της Σχολής, στη μόρφωση Ελλήνων νέων, οι οποίοι θα μπορούν, μετά την αποφοίτησή τους από τη Σχολή, να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, να ανέλθουν στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και να συμβάλουν στην ανάσταση του Γένους, που ήταν πόθος διακαής όλων των Ελλήνων, διακηρυγμένος από τις πρώτες μέρες της άλωσης της Πόλης.

H Γέφυρα των Ελλήνων με τη Δύση – το Κολλέγιο Φλαγγίνη. Αναμνηστική Σειρά Γραμματοσήμων από τα EΛTA. Τυπώθηκε τον Οκτώβριο του 2015.
Από αριστερά, Προσωπογραφία του Θωμά Φλαγγίνη (ελαιογραφία, 17ος αι.) – Η Παναγία «Κυρία του Κολλεγίου Φλαγγίνη» (χαρακτικό, τέλη 18ου αι.) – Κολλέγιο Φλαγγίνη (λεπτομέρεια από χαρακτικό του Domenico Lovisa, 18ος αι.) – Το σήμα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.
Το όραμα αυτό του Φλαγγίνη αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα, το 1665, με την έναρξη της λειτουργίας της Σχολής, στο κτίριο δίπλα ακριβώς από την Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στη Σχολή του Φλαγγίνη εισάγονταν νέοι ηλικίας 12-16 ετών, με δυνατότητα συνέχισης των σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Αυτή τη δυνατότητα παρείχε το γεγονός ότι στη Σχολή διδάσκονταν τα απαραίτητα μαθήματα, όπως ήταν τα ανθρωπιστικά γράμματα, η ρητορική, η φιλοσοφία, η λογική, η θεολογία, η γεωγραφία και τα μαθηματικά.
Η οργάνωση της Σχολής έγινε σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη, διατυπωμένη ξεκάθαρα στη διαθήκη του, και με βάση Οργανισμό, παρόμοιο με αυτούς των ελληνικών κολλεγίων της Ρώμης και της Πάδοβας, αλλά οπωσδήποτε λιγότερο αυστηρό και καταπιεστικό, με σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία.
Υπεύθυνοι για τη λειτουργία της Σχολής, σύμφωνα με τον Κανονισμό, ήταν οι Αναμορφωτές του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, που είχαν κυρίως την πνευματική εποπτεία, και οι Προνοητές των Ευαγών Ιδρυμάτων, ενώ από ελληνικής πλευράς υπεύθυνοι για τη λειτουργία της Σχολής ήταν ο Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας και οι εφημέριοι του Ναού του Αγίου Γεωργίου. Γίνεται σήμερα από όλους παραδεκτό πως σημαντική υπήρξε η συμβολή των Μητροπολιτών Φιλαδέλφειας (τίτλος των Ορθόδοξων Μητροπολιτών της Βενετίας) στην ομαλή λειτουργία και στην προσφορά της Σχολής. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Μελέτιος Τυπάλδος, στα χρόνια του οποίου η Σχολή είχε αποβεί ένα λαμπρό εκπαιδευτήριο, του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα όρια της Βενετίας. Αυτοί φρόντιζαν, ώστε διδάσκοντες και διδασκόμενοι να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, και ιδιαίτερα να επιλέγουν εκλεκτούς δασκάλους, στους οποίους βασικά οφειλόταν το γόητρο της Σχολής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη Φλαγγίνειο Σχολή δίδαξαν, κατά καιρούς, εκλεκτές προσωπικότητες των Ελληνικών γραμμάτων, όπως:
Ο Νικόλαος Καλλιάκης, από την Κρήτη, πρώτος δάσκαλος στη Φλαγγίνειο Σχολή, με λαμπρές σπουδές στη θεολογία και στη φιλοσοφία και με ενεργό συμμετοχή στη δημόσια ζωή της Ελληνικής Κοινότητας.
Ο Ματθαίος Τυπάλδος, μετέπειτα Μητροπολίτης Φιλαδέλφειας, από το Ληξούρι της Κεφαλλονιάς, άνθρωπος με αξιόλογες γνωριμίες, με ορθόδοξους και καθολικούς, με λαμπρή συγγραφική δράση· ανέδειξε πολλούς μαθητές, με αξιέπαινη σταδιοδρομία, και κατέστησε τη Σχολή ένα εκπαιδευτήριο του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα τοπικά όρια της Βενετίας.
Ο Ηλίας Μηνιάτης, ο διορισμός του οποίου στη Σχολή, και η τριετής του θητεία σ’ αυτήν, οφείλονταν στην αναμφισβήτητη αξία του, που τον ανέδειξε, στη συνέχεια, έναν από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς ρήτορες της τουρκοκρατίας.
Ο Ιωάννης Πατούσας, από την Αθήνα, γνωστός στους ευρύτερους φιλολογικούς κύκλους ως συγγραφέας της Φιλολογικής Εγκυκλοπαίδειας, που είχε καταστεί, επί γενεές ολόκληρες, ανάγνωσμα προσφιλές και χρησιμότατο για τα ελληνόπουλα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.
Ο Φραγκίσκος Σκούφος από την Κρήτη, που νέος ακόμη βρέθηκε στη Ρώμη, στο Ελληνικό Γυμνάσιο της οποίας σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία, διορίστηκε δάσκαλος στη Φλαγγίνειο Σχολή, όπου δίδαξε για σύντομο χρονικό διάστημα, και έμεινε γνωστός με το έργο του «Τέχνη Ρητορικής», γραμμένο κατά τρόπο που να γίνεται κατανοητό από απλούς ανθρώπους. Και μαζί μ’ αυτούς μια μεγάλη ακόμη χορεία εκλεκτών δασκάλων που υπηρέτησαν στη Σχολή, κατά τα 240 χρόνια της λειτουργίας της, και η επιλογή των οποίων οφειλόταν βασικά στη θέληση του ιδρυτή της Σχολής, την πιστή και επακριβή εκπλήρωση της οποίας, με μεγάλη ευσυνειδησία εκτελούσαν οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία της.
Στην ίδια επίσης ευσυνειδησία οφείλεται και το γεγονός ότι στη Σχολή επικρατούσαν κριτήρια αξιολογικά για την επιλογή των μαθητών της. Εδώ ακριβώς οφείλεται και το γεγονός ότι αρκετοί μαθητές της Σχολής υπήρξαν, στη συνέχεια, και δάσκαλοί της, άλλοι διακρίθηκαν για τις λαμπρές τους σπουδές, μετά την αποφοίτησή τους από τη Σχολή, και διέπρεψαν ως επίλεκτα μέλη της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της εποχής τους.
Μαθητές και δάσκαλοι της Σχολής συνεργάστηκαν αρμονικά, στα πλαίσια του αμοιβαίου σεβασμού που επέβαλλε ο Κανονισμός της Σχολής, συνέβαλαν στην ακτινοβολία της Σχολής, με πανηγυρικές εκδηλώσεις στις οποίες οι μαθητές παρουσίαζαν δείγματα της προόδου τους. Λαμπρό δείγμα αυτής της προόδου αποτελεί η συλλογή ελληνικών, λατινικών και ιταλικών ποιημάτων – με τρία πεζά κείμενα ανάμεσά τους, με τον τίτλο «Άνθη Ευλαβείας», – που συνέταξαν μαθητές της Σχολής· την αφιέρωσαν, με πολύ σεβασμό, στον Μελέτιο Τυπάλδο, μαθητή και δάσκαλο της Σχολής, και κατόπιν Μητροπολίτη Φιλαδέλφειας.
Παραθέτουμε μία στροφή από αυτά τα ποιήματα, με τον τίτλο «Εις την Ελλάδα» από την οποίαν μπορούμε να πάρουμε μια γεύση του πνευματικού οργασμού που χαρακτήριζε τη ζωή της Σχολής.
«ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
«Της Ελλάδος της πριν την ευδοξίαν
χρόνους τινάς ποτέ δεν την μαραίνει,
γιατί αμάραντος είναι η σοφία».
Δεν ήταν όμως μόνο ο πνευματικός οργασμός που χαρακτήριζε τη ζωή της Σχολής, για τον οποίο οι μαθητές της εκφράζουν, δημόσια, το σεβασμό τους προς τη Σχολή και το διδακτικό της προσωπικό. Ήταν επίσης το γεγονός ότι οι μαθητές της είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την πνευματική κίνηση της εποχής τους, καλύτερα από κάθε άλλο Έλληνα που ασχολούνταν με τα γράμματα· αυτή τη δυνατότητα την πρόσφεραν απλόχερα τα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας, τα οποία, με τις πλούσιες εκδόσεις τους, καθιστούσαν προσιτά στους μαθητές της Σχολής βιβλία ωφέλιμα για να πλουτίσουν τις γνώσεις τους. Αυτή η πολύτιμη προσφορά συμπορευόταν με το γεγονός ότι η Βενετία, με την πλούσια πνευματική ζωή, παρείχε στους μαθητές της Σχολής, με την άδεια ασφαλώς της Διεύθυνσης της Σχολής, το προνόμιο να παρακολουθούν, σε άλλα Σχολεία της πόλης, μαθήματα απαραίτητα, όπως ήταν οι ξένες γλώσσες και άλλα γνωστικά αντικείμενα που δεν διδάσκονταν στη Σχολή.
Οι ίδιοι μαθητές και δάσκαλοι της Σχολής, στη συνέχεια, ιδρύουν, στις γενέτειρές τους, Σχολεία φωτισμού και αφύπνισης, όπου η έδρα των δασκάλων γινόταν βήμα εθνικού φρονηματισμού, και οι τρόφιμοί τους μεταλαμπάδευαν τα φώτα της Παιδείας και στα υπόλοιπα μέρη.

Το Ελληνομουσείο Φλαγγίνη, αριστερά και στο κέντρο, ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων, συνοικία Καστέλο. Το 1498, η ελληνική κοινότητα της Βενετίας πήρε το δικαίωμα να ιδρύσει τη «Scuola de San Nicolò dei Greci» (Σχολή του Αγίου Νικολάου των Ελλήνων», μια αδελφότητα η οποία βοηθούσε τα μέλη της κοινότητας. Το 1539, μετά από διαρκείς διαπραγματεύσεις, η καθολική εκκλησία επέτρεψε την κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου η οποία χρηματοδοτήθηκε από φόρο σε όλα τα πλοία που ερχόταν από Ορθόδοξες περιοχές. Η Φλαγγίνειος Σχολή, ή Ελληνομουσείο Φλαγγίνη ή Φλαγγιανόν Φροντιστήριον ήταν ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτούργησε στη Βενετία από το 1662 έως το 1905.
Η Φλαγγίνειος Σχολή, με την πανελλήνια ακτινοβολία της και τις πολύτιμες υπηρεσίες προς τον υπόδουλο Ελληνισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία, υπέστη το πρώτο – και αποφασιστικό – πλήγμα, το 1797, με την κατάλυση της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας» από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, που εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη· κατασχέθηκαν όλα τα χρήματα του Κληροδοτήματος Φλαγγίνη, που ήταν η πηγή από την οποία τροφοδοτούνταν η Σχολή και τα άλλα Ιδρύματα που είχε δημιουργήσει ο διαθέτης. Στη συνέχεια, με ανυπέρβλητες δυσκολίες, θα επαναλειτουργήσει, το 1798, μέχρι το έτος 1905, οπότε λήγει οριστικά η λειτουργία της Σχολής.
Ήταν ευτύχημα το γεγονός ότι το κτίριο στο οποίο είχε γραφεί η ιστορία και η πνευματική προσφορά της Σχολής, ευγενική προσφορά της πλούσιας Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας στην υπηρεσία της παιδείας, ούτε κατεδαφίστηκε, όπως συνέβη με άλλα εξίσου λαμπρά οικοδομήματα, ούτε έμεινε για πάντα αναξιοποίητο.
Πενήντα ολόκληρα χρόνια, παρέμενε, μέχρι το 1955, έρημο και αχρησιμοποίητο, για να μαρτυρεί απλώς την παλαί ποτέ αίγλη του. Ευτυχώς όμως: Χάρη στις διπλωματικές ενέργειες μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, και με τη συμβολή της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, που ήταν η ιδιοκτήτρια του κτιρίου, με μορφωτική συμφωνία του έτους 1948, ιδρύθηκε στη Βενετία και στεγάστηκε στο κτίριο αυτό, το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στη Βενετία, με αντάλλαγμα την επαναλειτουργία της Ιταλικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Ιταλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα.
«Ευεργεσία και παιδεία», Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων «Οι Ζωσιμάδες», Ιωάννινα, 2021, σελ. 89-93.
Σχετικά θέματα:
Σχολιάστε