Πλινθοποιοί
Οι πλινθοποιοί ή πλιθράδες έφτιαχναν τις πλίθρες με χώμα και άχυρο, χρησιμοποιώντας ξύλινα καλούπια. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ένα πλινθοποιείο, δηλαδή ένα οργανωμένο εργαστήριο παρασκευής πλίνθων, όπως λειτούργησαν αργότερα εργοστάσια παρασκευής τσιμεντόλιθων. Δεν γνωρίζουμε αν στην Αργολίδα λειτούργησε κάποιο πλινθοποιείο. Οι πληροφορίες μας είναι διαφορετικές, ότι έφτιαχναν πλίθρες στα χωράφια, χρησιμοποιώντας χώμα από τα ίδια χωράφια, με εντελώς πρωτόγονο τρόπο.

Πλινθόκτιστη κατοικία στο Άργος, Τριπόλεως 15, λίγο μετά το Αρχαίο Θέατρο. Λήψη φωτογραφίας 15-2-2023.
Αποβραδίς άνοιγαν στέρνα, για να ποτιστεί καλά το χωράφι. Συνήθως το νερό ήταν λίγο. Γι’ αυτό αντλούσαν συνεχώς από το διπλανό μαγκανοπήγαδο με το μουλάρι ή με μηχανή. Το νερό έπεφτε στη στέρνα και από εκεί το καθοδηγούσαν, ώστε να βραχεί καλά το χώμα και να γίνει λάσπη. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, έριχναν μπόλικο άχυρο, το ζύμωναν με τα πόδια τους καλά, ξυπόλυτοι, τραβούσαν τη λάσπη με φτυάρια και τσάπες και την έκαναν σωρούς-σω- ρούς. Στη συνέχεια δύο εργάτες μεταφέρανε το μείγμα με την τζουβέρα. Η τζουβέρα σχηματιζότανε από δύο μακριά ξύλα, που ενώνονταν με ταβλιά και πάνω σ’ αυτά έριχναν τη λάσπη με το φτυάρι. Για τη μεταφορά, ο ένας προπορευόταν κι ο άλλος ακολουθούσε, κρατώντας και οι δύο την τζουβέρα με τη λάσπη από τις άκρες των ξύλων.
Ο μάστορας ετοίμαζε το ξύλινο καλούπι που έπαιρνε τέσσερις πλίθρες. Το καλούπι ήταν διαμπερές, δεν είχε πάτο. Καθάριζε και ίσιωνε το έδαφος, έστρωνε το καλούπι να κάθεται καλά, το έβρεχε, έριχναν οι εργάτες τη λάσπη, εκείνος τη χτύπαγε να κάτσει καλά, να μην αφήσει κενά, τη μαγλίνιξε και την ίσιωνε με λίγο νερό και μέχρι να έρθει το άλλο φορτίο είχε σηκώσει το καλούπι και το είχε βάλει δίπλα, έτοιμος για το επόμενο καλούπωμα.
Οι πλίθρες δεν διαλύονταν γιατί και η λάσπη ήτανε σφιχτή και το άχυρο μπόλικο και τις κρατούσε. Το συνεργείο έπρεπε να έχει τέσσερις άνδρες. Ένας φτυάριζε, δύο κουβαλούσαν και ο μάστορας καλούπωνε και ξεκαλούπωνε. Αλλά όσο πιο πολλοί δούλευαν, τόσο αβγάτιζε η δουλειά. Ο μάστορας θα μπορούσε να έχει και δεύτερο καλούπι.
Ύστερα από 3-4 μέρες οι πλίθρες είχαν ξεραθεί με τη ζέστη και τον ήλιο του καλοκαιριού κι ήταν έτοιμες να πουληθούν και να κτιστούν.
«Ήτανε πολύ σκληρή δουλειά, μας εξομολογήθηκε ο Παναγιώτης I. Κωστάκης. Αποβραδίς σκάβαμε το χωράφι και μετά το βρέχαμε αν σκαβότανε ή το βρέχαμε και μετά το σκάβαμε, αναλόγως. Την άλλη μέρα ρίχναμε μπόλικο άχερο, το πατάγαμε με τα πόδια, ξυπόλυτοι. Κι ύστερα το μαζεύαμε με φτυάρια και τσάπες και το κάναμε σωρό… Δύσκολη δουλειά και κουραστική. Μια φορά βρεθήκανε γυαλιά και με κατακόψανε στα χέρια. Μου αφήσανε σημάδια, δεν υπήρχανε τότε γάντια. Με τα χέρια και τα πόδια ξυπόλυτοι. Όλα αυτά τη δεκαετία 1950 και πιο πριν. Από μαθητής είχα συνεργείο. Ύστερα, που βγήκανε τα τσιμέντα, έφτιαχνα τσιμεντόλιθους, στην αρχή χειροποίητους με καλούπι. Ύστερα έφτιαξα εργοστάσιο κοντά στο Γηροκομείο…».
Οι πλινθόκτιστες οικοδομές κτίζονταν στους κάμπους, όπου δεν υπήρχαν πέτρες. Αλλά τα θεμέλια της οικοδομής και 40-50 πόντοι από την επιφάνεια της γης κτίζονταν με πέτρα, γιατί η πλίθρα ήταν ευαίσθητη στην υγρασία και δεν έπρεπε να βρέχεται από τα νερά της βροχής. Γι’ αυτό η οικοδομή πάντοτε σοβατιζότανε μέσα και έξω με ένα παχύ στρώμα λάσπης, για να προστατεύεται από την υγρασία. Οι πλίθρες στο κτίσιμο σταυρώνονταν και δημιουργούσαν έναν τοίχο παχύ, μισού μέτρου περίπου. Έτσι, η κατοικία ήταν δροσερή το καλοκαίρι και ζεστή το χειμώνα. Επίσης, η πλίθρα ήταν ένα οικοδομικό υλικό, που άντεχε στους σεισμούς.

Πλινθόκτιστη κατοικία στην Πουλακίδα Αργολίδας. Δημοσιεύεται στο: Γιώργος Αντωνίου, «Η Αργολίδα που φεύγει», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
Στην Αργολίδα υπάρχουν ακόμη αρκετά πλινθόκτιστα οικοδομήματα, όχι μόνο στο Άργος, στο Ναύπλιο και στα καμπίτικα χωριά, αλλά και σε ημιορεινά, παρά το γεγονός ότι η πέτρα δεν ήταν δυσεύρετη. Έτσι, παρατηρούμε ότι κτίζονταν μονώροφα ή διώροφα σπίτια μόνο με πλίθρα ή διώροφα με πέτρινο ισόγειο και πλίνθινο τον πρώτο όροφο. Οι ιδιώτες προτιμούσαν την πλίθρα ίσως για οικονομικούς λόγους. Η οικοδομή ξεπεταγόταν πολύ γρήγορα. Η πλίθρα δεν ήθελε πελέκημα και σκάλισμα, όπως η πέτρα, ήταν πιο φτηνή και τα εργατικά πολύ λιγότερα. Εξάλλου, ο καθένας θα μπορούσε να «κόψει» πλίθρες στο χωράφι του μ’ ένα καλούπι και να μην τις αγοράσει.

Πλινθόκτιστη κατοικία στο Παναρίτι Αργολίδας. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου. Δημοσιεύεται στο: Γιώργος Αντωνίου, «Η Αργολίδα που φεύγει», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
Επίσης, όλες σχεδόν οι μάντρες ήταν πλινθόκτιστες κι ακόμη τα καλύβια στον κάμπο και διάφορες αγροικίες ή χαμοκέλες. Οι χαμοκέλες ήταν συνήθως φτωχοκάλυβα στον κάμπο, όπου έμεναν οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι αρκετές μέρες κατά διαστήματα, κοντά στα κτήματά τους και στα κοπάδια τους, για να μην πηγαινοέρχονται στα χωριά.
Αργότερα, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, όταν τα οικοδομικά πράγματα αλλάζουν, τη θέση της πλίθρας πήρε ο τσιμεντόλιθος, αρχικά ο χειροποίητος με καλούπι, και στη συνέχεια ο βιομηχανικός, με τον οποίο κτίζονταν και κτίζονται κυρίως μάντρες και καλύβια.
Στο βιβλίο «Η Αργολική Πεδιάς» των Αναγνωστόπουλου Ν. – Γάγαλη Γ., Αθήναι, 1938, και στις σελίδες 49 έως 53, οι συγγραφείς μας περιγράφουν με λεπτομέρειες πως ήταν μια πλινθόκτιστη οικία στα πεδινά και τα ορεινά χωριά της Αργολίδας.
Ο επικρατέστερος τύπος οικίας εις τα χωρία της πεδιάδος είναι η μονόροφος, ισόγειος οικία, πλινθόκτιστος με στέγην δίρρικτην άλλοτε τετράρρικτην, κεραμοσκεπή εξ εγχωρίου τύπου κεράμων.
Πάντως η θεμελίωσις των πλινθόκτιστων οικιών και τοίχων γίνεται εκ λίθων και ο λιθότοιχος ανυψούται κατά 40 περίπου εκ. υπεράνω της επιφανείας του εδάφους. Εξωτερικώς ουδέν επίχρισμα έχουν οι τοίχοι, συνηθέστερον δε και εσωτερικώς. Το δάπεδον από παλαμισμένον χώμα. Η οροφή δεν είναι οριζόντια, άλλα ακολουθεί και εσωτερικώς την κλίσιν της στέγης σχηματιζομένη συνήθως από καλάμια καρφωμένα εις τα καδρόνια της στέγης χωρίς επίχρισμα.
Το εμβαδόν των οικιών αυτών συνηθέστερον είναι 8μ. X 4μ., το δε ύψος των τοίχων 2,5 μ.-3 μ., με διαφοράν επί πλέον 1 μ. ύψους μέχρι της ράχεως της στέγης.

Πλινθόκτιστη κατοικία στη Δαλαμανάρα Αργολίδας. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου. Δημοσιεύεται στο: Γιώργος Αντωνίου, «Η Αργολίδα που φεύγει», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
Το εσωτερικό συνήθως διαιρείται εις δύο δωμάτια. Ενίοτε μεταξύ των δύο δωματίων αφίνεται διάδρομος πλάτους 1μ. Σπανιώτερον όλο το εσωτερικό αποτελεί εν δωμάτιον χωρίς χώρισμα, οπότε το μήκος της οικίας είναι μικρότερον. Τα παράθυρα συνήθως μικρά, με υελοπίνακας ενίοτε, αποτελούντας πολυτέλειαν, και με γεμάτα σανιδένια παραθυρόφυλλα. Εις το εν δωμάτιον ευρίσκεται η εστία. Εις το δωμάτιο αυτό, εις μιαν γωνίαν, ευρίσκεται εγκατεστημένος ο αργαλειός, εις την παρά την εστίαν γωνίαν το κρεββάτι (από στρίποδα και σανίδες), εις την αντίθετον γωνίαν ευρίσκεται ο γιούκος με τα χαλιά, σκεπάσματα και υφαντά της προίκας. Πλήν του κρεβατιού, μερικαί ψάθαι, στρώμματα και σκεπάσματα χρησιμεύουν διά τον επί του δαπέδου ύπνον των παιδιών. Τα σκεύη μαγειρικής και το τραπέζι του φαγητού ευρίσκονται εις το αυτό δωμάτιον.
Το έτερον δωμάτιον έχει ένα ή δυο τραπέζια, τον καθρέπτην, δύο – τρεις κασσέλες διά τα ρούχα, την ραπτομηχανήν, εάν υπάρχη ενίοτε διπλήν κλίνην εκ στριπόδων, καλυπτομένην υπό λευκού επικαλύμματος, χρησιμεύει δε διά τας ευγενεστέρας οικιακάς εργασίας (καθώς την ραπτικήν), την υποδοχή των ξένων και καθ’ ωρισμένην περίοδον δι’ αποθήκευσιν του καπνού ή του βάμβακος.
Κουρτίνες ή άλλα διακοσμητικά των δωματίων θεωρούνται συνήθως περιττά, πλην λευκών τινων σινδονιών καλυπτόντων τον γιούκον και τας κασσέλας. Η μεγαλύτερα των διακοσμητική πολυτέλεια αποτελείται από οικογενειακάς φωτογραφίας στερεουμένας περί τον καθρέφτην, ως και μερικά υάλινα σκεύη (φρουτιέρες, κανάτες νερού), γύψινα κομψοτεχνήματα κλπ. Συμπλήρωμα της οικίας είναι η αυλή εμβαδού 200 τ.μ. συνηθέστερον.
Η αυλή έχει σχήμα ορθογωνίου, του οποίου η μία πλευρά (άλλοτε ή προς τον δρόμον και άλλοτε η αντίθετος αυτής) κλείεται εξ ολοκλήρου υπό των κτιρίων (οικίας μόνης ή και του σταύλου εν προεκτάσει αυτής). Αι άλλαι τρεις πλευραί της αυλής κλείονται από τον αυλότοιχον εξ ωμών πλίνθων, ύψους 1.70-2μ., ως περιγράφεται ούτως ανωτέρω. Εάν προς το μέρος του δρόμου υπάρχη αυλότοιχος, της οικίας ευρισκομένης εις την αντίθετον πλευράν, ούτος έχει θύραν ξυλίνην, δίφυλλην, ύψους 3μ. και πλάτους 2.50μ.

Ξύλινη, δίφυλλη, θύρα, Πυργέλα Αργολίδας. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου. Δημοσιεύεται στο: Γιώργος Αντωνίου, «Η Αργολίδα που φεύγει», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
Εντός της αυλής υπάρχει ο σταύλος διαστάσεων 4X5 μ. και ύψους ως και της οικίας, χρησιμοποιούμενος συνήθως και διά την αποθήκευσιν των τροφών των ζώων και την διατήρησιν των αιγών και ορνίθων. Εις την αυλήν, πλησίον της οικίας, υπάρχει ο φούρνος σχήματος συνήθως ημισφαιρικού αλοιμμένος εξωτερικώς με μίγμα λάσπης και άχυρου κομμένου. Εντός της αυλής υπάρχει συνήθως η κλιματαριά και 3-4 εσπεριδοειδή δένδρα. Μονοετή φυτά πολύ ολίγα και απεριποίητα συνήθως. Ενίοτε και ολίγα λαχανικά (μαρούλια, κρεμμυδάκια κ. ά.).
Η αυλή, των οικιών των ευρισκομένων εις την άκραν των χωρίων, είναι συνήθως μεγαλυτέρα, χρησιμεύουσα και διά την αποξήρανσιν του καπνού και την κατασκευήν των τζακιών, συνέχειαν δε αυτών αποτελεί το γιούρτι, τμήμα αγρού παρά την οικίαν με μεγάλας δόσεις ζωικής κόπρου, χρησιμοποιούμενον συνήθως διά την καλλιέργειαν λαχανικών ή διά την κατασκευήν των τζακιών.

Χαλασμένος πλινθόκτιστος στάβλος και αχυρώνας στο Άργος (οδός Αρκαδίας – Μεσσηνίας, φωτ. 2010). Δημοσιεύεται στο: Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Στα χνάρια του χθες», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
Εις τα ημιορεινά χωρία επικρατούν 2 τύποι οικιών. Αι μονόροφοι και αϊ διώροφοι. Είναι δε κατεσκευασμέναι εκ λίθων άλλοτε μη λαξευμένων, αλλά απλώς συγκολλημένων, ώστε ή εξωτερική επιφάνεια της οικίας παρουσιάζεται ανώμαλος (Πουλακίδα, Μάνεσι) και άλλοτε λαξευμένων, καλώς προσαρμοζομένων των μεν προς τους δε και καλώς συγκολλημένων, ώστε εξωτερικώς η οικία να παρουσιάζεται με ομαλήν επιφάνειαν. Σπανιώτερον αί οικίαι των ημιορεινών χωρίων είναι πλινθόκτιστοι εξ ολοκλήρου ή μόνον κατά το ανώτερων ήμισυ. Συνήθως δεν είναι επιχρισμέναι εξωτερικώς, ενώ εσωτερικώς συνηθέστερον είναι επιχρισμέναι. Είναι κεραμοσκεπείς, με στέγην συνηθέστερον τετράρρικτην.
Aί διώροφοι οικίαι φέρουν από το εν μέρος μπαλκόνι ξύλινο ή συνηθέστερον το χαγιάτι, καλυπτόμενον άνωθεν διά κεράμων ή και τσίγκων, από δε το χαγιάτι διά λιθίνης ή ξύλινης κλίμακος κατέρχεται τις εις την αυλήν. Το δάπεδον, ως και εις τας πεδινάς οικίας είναι από παλσμισμένον χώμα. Εις τας διωρόφους οικίας αποτελείται εκ σανίδων. Η οροφή ομοίως ως και εις τας οικίας των πεδινών χωρίων, ενίοτε όμως είναι κατασκευασμένη εκ σανίδων. Το εμβαδόν των οικιών αυτών είναι συνήθως 9Χ5μ., το δε ύψος των τοίχων των μεν παλαιοτέρων οικιών είναι 2,5μ., των δε νεωτέρων 3-3 1)2 μ. με διαφοράν επι πλέον 1 μ. ύψος μέχρι της ράχεως της στέγης.

Πλινθόκτιστο οίκημα στον Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι) Αργολίδας. Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνίου. Δημοσιεύεται στο: Γιώργος Αντωνίου, «Η Αργολίδα που φεύγει», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2007.
Η εσωτερική διαρρύθμιση των οικιών είναι ως και εις τας των πεδινών χωρίων. Ο χωρισμός των δωματίων γίνεται διά τοίχων, σίτινες όμως συνήθως δεν φθάνουν μέχρι της οροφής.
Η επίπλωση, απλουστάτη, αποτελείται από τα απαραιτήτως αναγκαία έπιπλα και σκεύη. Τα παράθυρα επίσης μικρά, οι δε υελοπίνακες συνηθέστερον ελλίπουν.
Εις το εν δωμάτιον υπάρχει 1 κρεββάτι με κλινοσκεπάσματα οικιακής κατασκευής, ή εστία, ο άργαλειός, ο γιούκος και τα κλινοσκεπάσματα με τις ψάθες, όπου κοιμώνται όλα τα μέλη τής οικογένειας πλην των γονέων, οΐτινες κοιμώνται εις το κρεββάτι. Κατά τα λοιπά η επίπλωσις του άλλου δωματίου είναι ως και των πεδινών χωρίων, με μικροτέραν καλαισθησίαν και τελείαν έλλειψιν παντός περιττού.
Η κυρίως αυλή, συνήθως μικρού εμβαδού 30 τ.μ. και περιβάλλουσα την οικίαν, χωρίζεται από τον πέριζ χώρον διά χαμηλού τοιχίσκου, διακοπτομένου εις εν σημεΐον όπου και η είσοδος εις την αυλήν. Εντός της αυλής υπάρχει ο φούρνος και ο κοπροσωρός ή λάκκος, εις τον όποιον συσσωρεύεται ή κόπρος. Συνήθως δε μεταξύ των οικιών εντός του χωρίου υπάρχουν τα γιούρτια, τα όποια περιστοιχίζονται δι’ υψηλοτέρων τοίχων και χρησιμεύουν διά την κατασκευήν των τζακιών, ως και την αποξήρανση του καπνού.
Πλησίον των μονορόφων οικιών υπάρχει ο στάβλος διά τα ζώα διαστάσεων 4X5 μ. και ύψους ως και της οικίας. Εις τας διωρόφους οικίας ο κάτω όροφος χρησιμεύει ως σταύλος και αποθήκη.*
* Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου, εκτός του πολυτονικού συστήματος.
Πηγές
- Οδυσσέας Κουμαδωράκης, Στα χνάρια του χθες, Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος, 2010.
- Αναγνωστόπουλος Ν. – Γάγαλης Γ., Η Αργολική Πεδιάς, Αθήναι, 1938, Αρχείον Γεωργοοικονομικών Μελετών Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος.
Σχολιάστε