Σβούρες (οι)
«Πήρα στα χέρια μου τη σβούρα των παιδικών μου χρόνων. Δεν είχε την παλιά της λάμψη, αλλά παρ’ όλο που είχαν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που είχε πάρει τη θέση της σ’ εκείνο το ψηφιδωτό που ονομάζουμε παρελθόν βρισκόταν σε καλή κατάσταση…».
Αλέξανδρος Ίσαρης
Η κατασκευή τους
Είναι ένα παιχνίδι – αντικείμενο κωνικό, όπως φαίνεται στο διπλανό σχήμα, φτιαγμένο από ξύλο. Η «κλασική» σβούρα έχει ύψος 5-6 εκατοστά. Στο κάτω μέρος, στην αιχμηρή άκρη του ξύλου, προεξέχει η μύτη ενός καρφιού που έχει χτυπηθεί προς τα μέσα, ενώ στο επάνω μέρος, στο κέντρο, υπάρχει μια μικρή ξύλινη προεξοχή. Μερικά παιδιά έφτιαχναν μόνα τους σβούρες. Χρησιμοποιούσαν σκληρά ξύλα π.χ. ελιάς, τα πελεκούσαν με το μαχαίρι και τους έδιναν το σχήμα του ανάποδου κώνου. Στο επάνω μέρος έφτιαχναν το κεφάλι της σβούρας και στο κάτω έβαζαν το καρφί.
Οι πρώτες σβούρες ήταν φτιαγμένες από ξύλο και ήταν βαμμένες άλλες με άχρωμο βερνίκι και άλλες με διάφορα χρώματα, μονόχρωμες ή πολύχρωμες. Υπήρχαν, βέβαια, και οι πιο περίτεχνες, που είχαν ζωγραφισμένα διάφορα σχέδια ή μικροσκοπικές παραστάσεις. Αυτές τις θεωρούσαμε πολύτιμες, καθώς όταν στροβιλίζονταν τα σχέδια αλλοιωνόταν, ξεγελώντας την ικανότητα του ματιού να συλλάβει την πραγματικότητα και τα βλέπαμε σαν απόκοσμες παραστάσεις!
Αργότερα, κατασκευάστηκαν σβούρες από μέταλλο και πλαστικό σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Κύριο γνώρισμα όλων των ειδών και των τύπων της σβούρας είναι η ταχύτατη περιστροφή στο έδαφος ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια. Αυτή την ταχύτατη περιστροφή προσπαθούσε να επιτύχει όποιος «έριχνε», «έστριβε» ή «πετούσε» τη σβούρα.
Στο διακριτικό άκουσμα του φυσικού ήχου που κάνει η σβούρα όταν περιστρέφεται (σβιιιν), ασφαλώς, οφείλεται και το όνομά της. [Προσοχή: λέμε (ζ)βούρα αλλά γράφουμε σβούρα. Το ζ που ακούγεται, όπως είναι σωστό να ακούγεται στη σωστή εκφορά του λόγου, δεν γράφεται].
Παιχνίδι με τις σβούρες στην Ερμιόνη
Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών. Το έπαιζαν μόνο αγόρια ηλικίας 8-14 χρόνων, κυρίως την άνοιξη, τα ελεύθερα απογεύματα, τα Σαββατοκύριακα και τις μέρες των διακοπών που δεν λειτουργούσε το σχολείο.

Σβούρα, από την Αναμνηστική Σειρά Γραμματοσήμων «Παιχνίδια της Παλιάς Γειτονιάς» που κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Ταχυδρομεία το 2012 και σχεδίασε η Ανθούλα Λύγκα.
Για να «ρίξεις», έτσι λέγαμε, τη σβούρα και αυτή να περιστραφεί γρήγορα, έπρεπε να έχεις και ένα κομμάτι σπάγκο, περίπου 1 μέτρο, από παραγάδι συνήθως, ούτε λεπτό, ούτε χοντρό.
Στην άκρη του σπάγκου έφτιαχναν μια σταθερή θηλιά περίπου 1 εκατοστό, όμοια με τα διάκενα του διχτυού που την περνούσαν στην ξύλινη προεξοχή της σβούρας και κατέβαζαν τον σπάγκο στο κάτω μέρος, εκεί που ήταν η μύτη του καρφιού. Από εκεί, περιστρέφοντάς το κυκλικά το ανέβαζαν προς τα πάνω τυλίγοντας τον σπάγκο γύρω-γύρω στη σβούρα, στέρεα, φτάνοντας τρεις-τέσσερις κύκλους παραπάνω από τη μέση της.
Αφού τελείωνε το τύλιγμα, τον σπάγκο που περίσσευε τον περνούσαν στα τέσσερα δάχτυλα του χεριού τους, ενώ ταυτόχρονα με μαζεμένα τα τέσσερα δάχτυλα και τον δείχτη πάνω στην προεξοχή, αγκάλιαζαν τη σβούρα. Κατόπιν, με μια επιδέξια και απότομη κίνηση του χεριού, κυρίως του καρπού, που για να τη μάθεις και να την πετύχεις χρειαζόταν εξάσκηση και προσπάθεια, «έριχναν», «πετούσαν» τη σβούρα προς το έδαφος χωρίς όμως να αφήνουν την άκρη του σπάγκου από το χέρι τους.
Αν όλα ήταν καλά φτιαγμένα και το πέταγμα της σβούρας γινόταν σωστά, τότε ο σπάγκος ξετυλιγόταν γρήγορα και η σβούρα περιστρεφόταν στο έδαφος στηριζόμενη στη μύτη του καρφιού. Αντίθετα, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, αυτή λικνιζόταν, έκανε μεγάλους κύκλους και τις περισσότερες φορές έπεφτε. Σε κάποιες περιπτώσεις έπεφτε, όπως πέφτει η πέτρα, κατευθείαν στο χώμα.
Όταν το στριφογύρισμα ήταν πολύ γρήγορο έλεγαν τη λέξη «έσβησε», που σημαίνει ότι η σβούρα κινείται τόσο γρήγορα, ώστε χάνεται και σβήνει η εικόνα της, το σχήμα της.
Μια δεξιοτεχνία που διέκρινε τον καλό παίχτη στο παιχνίδι της σβούρας ήταν να πάρει τη σβούρα στην παλάμη του, την ώρα που εκείνη γύριζε στο έδαφος. Άνοιγε την παλάμη του σαν ψαλίδι και προσεκτικά την έφερνε κάτω από τη σβούρα που γύριζε. Η σβούρα «ανάσαινε» στην παλάμη του παιδιού και συνέχιζε να γυρίζει! Άλλη δεξιοτεχνία ήταν να ρίξουν τη σβούρα πετώντας την με μια επιδέξια κίνηση προς τα επάνω και αφού ξετυλιχθεί όλος ο σπάγκος να πιάσουν τη σβούρα, ενώ αυτή άρχιζε να γυρίζει στην παλάμη, προτού ακουμπήσει στο έδαφος! Μερικές φορές, μάλιστα, προλάβαιναν να την αφήνουν και στο έδαφος και αυτή συνέχιζε να γυρίζει!
Σε ορισμένες σβούρες, αντί για τη μύτη των συνηθισμένων καρφιών, χρησιμοποιούσαν το κεφάλι των καρφιών, που είχαν οι σόλες στα παλιά στρατιωτικά παπούτσια, τις γνωστές αρβύλες. Έτσι πετύχαιναν το στριφογύρισμα ευκολότερα, γιατί η επιφάνεια της «αρβύλας» ήταν μεγαλύτερη από τη μύτη των άλλων καρφιών.
Άλλες φορές, αντί να ρίχνουν τη σβούρα με τη μύτη, την έριχναν με τέτοιο τρόπο ώστε να περιστρέφεται πάνω στην ξύλινή της προεξοχή. Τότε περνούσαν τη θηλιά στη μύτη της σβούρας και τύλιγαν τον σπάγκο ξεκινώντας από την ξύλινη προεξοχή.
Το «ανορθόδοξο» αυτό γύρισμα της σβούρας το ονομάζαμε «καπελού», προφανώς από το σχήμα που παρουσίαζε η σβούρα κατά την περιστροφή της. «Καπελού» μπορούσε να γυρίσει η σβούρα και όταν ο σπάγκος τυλιγόταν, όπως περιγράψαμε προηγουμένως, με την «ορθόδοξη» μέθοδο, αρκεί να την έριχνε ο παίχτης με τον ανάλογο τρόπο.
Το παιχνίδι παιζόταν από μια ομάδα 4-6 παιδιών. Έριχναν τις σβούρες ταυτόχρονα και όποιου παιδιού η σβούρα «έπεφτε» πρώτη, τελείωνε δηλαδή η περιστροφή της, ξεκινούσε βάζοντας τη σβούρα του σε έναν κύκλο που σχημάτιζαν στο έδαφος διαμέτρου 30-40 εκατοστών. Κάποιες άλλες φορές, σχημάτιζαν στο έδαφος μια γραμμή και πρώτος ξεκινούσε να βάζει τη σβούρα του, ήταν δηλαδή ο χαμένος, εκείνος που η σβούρα του έπεφτε πιο μακριά από το σημάδι της γραμμής.
Αν η σβούρα κάποιου παίχτη και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση του ξέφευγε την ώρα που την πετούσε και δεν γύριζε, αυτός ξεκινούσε πρώτος.
Ας επανέλθουμε. Οι άλλοι παίχτες που στέκονταν γύρω-γύρω από τον κύκλο και σε απόσταση περίπου 1-1,5 μέτρου έριχναν τις σβούρες προσπαθώντας να χτυπήσουν τη σβούρα που ήταν στον κύκλο και να τη βγάλουν έξω από αυτόν. Εκείνος που το πετύχαινε κέρδιζε τη σβούρα που ήταν στον κύκλο. Έτσι συνεχιζόταν το παιχνίδι, ενώ μέσα στον κύκλο έβαζε τη σβούρα του ο δεύτερος παίχτης, σύμφωνα με τη σειρά που αναφέραμε. Έχουν, όμως ενδιαφέρον και τα εξής:
Κάθε παίχτης είχε μαζί του περισσότερες από μια σβούρες, για να μπορεί να συνεχίσει το παιχνίδι.
Στον κύκλο έβαζαν οι παίχτες όχι την «καλή» σβούρα, αυτή δηλαδή που έριχναν αλλά τις πιο παλιές που είχαν. Ήταν σχεδόν «ατιμωτικό» να έπαιζε κάποιος με σβούρα σημαδεμένη από το «καρφί» του άλλου. Πολλές φορές μάλιστα, οι παίχτες ένιωθαν μεγαλύτερη ικανοποίηση, όταν το καρφί της δικής τους σβούρας άφηνε το σημάδι πάνω στη σβούρα του άλλου κι ας μην την κέρδιζαν, δηλαδή ας μην την έβγαζαν από τον κύκλο. «Πω-πω, ένα καρφί!» έλεγαν. Πάνω στο παιχνίδι γίνονταν και αγοραπωλησίες, όπως είπαμε.
Όποιοι κέρδιζαν τις πιο πολλές σβούρες τις πουλούσαν 1-2 δεκάρες τη μία σε αυτούς που τις έχαναν, για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Κάποιες φορές όταν ένα παιδί που ήταν καλός παίχτης δεν είχε δικές του σβούρες να παίξει, τότε έπαιζε στη θέση άλλου παιδιού που ενώ είχε σβούρες, δεν τα κατάφερνε στο παιχνίδι. Αυτές που κέρδιζαν στο τέλος του παιχνιδιού τις μοιράζονταν. Κατά τη συμφωνία έλεγαν «θα παίξουμε μισακά ή μισιακά» δηλαδή στη μέση (δια 2). Αν κέρδιζαν μόνο μια σβούρα ή μονό αριθμό, για το ποιος θα πάρει τη σβούρα που περίσσευε, έπαιζαν «κορώνα – γράμματα», το γνωστό παιχνίδι με το νόμισμα και την έπαιρνε αυτός που έφερνε «κορώνα».
Μια καινούρια σβούρα στοίχιζε 50 λεπτά. Και για να καταλάβετε πόσο έχει ακριβύνει η ζωή, με 1 λεπτό του ευρώ θα αγοράζαμε τότε 6 σβούρες, ενώ σήμερα μια ξύλινη σβούρα στοιχίζει 10 ευρώ!
Ονοματολογία και άλλα στοιχεία
Το παιχνίδι με τις σβούρες, οι «σβουρομαχίες» είναι γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Παίζεται, μάλιστα, με πολλούς τρόπους στα διάφορα μέρη της πατρίδας μας. Αλλά και η σβούρα έχει αρκετά ονόματα.
Στην Κρήτη τη λένε «Βουρβούρα», στη Λέσβο «Αλουγρίδα», στη Χίο «Ασγηβάδα». Στην αρχαιότητα την ονόμαζαν «κώνο» και «ρόμβο» από το σχήμα της, «στρόμβο» και «στρόβιλο» από το γρήγορο γύρισμά της, αλλά και «βόμβυκα» από τον ήχο που κάνει, όταν περιστρέφεται πάνω στην άκρη του καρφιού της.
Υπάρχουν, όμως, στη γλώσσα μας και χαρακτηριστικές μεταφορικές φράσεις για τη σβούρα. «Γυρίζει – λέμε – σαν τη σβούρα» για κάποιον που στιγμή δεν ησυχάζει, κάτι πάντα φτιάχνει και συνεχώς κινείται. Οι εκφράσεις «θα σου δώσω μια και θα έρθεις γύρω-γύρω σαν τη σβούρα», «του σβούριξε ένα χαστούκι» η «του έδωσε μια σβουριχτή σφαλιάρα» είναι γνωστές.
Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου
Πάμε για π(ί)-λ-ζες; 35 και 1 παραδοσιακά παιχνίδια της Ερμιόνης, έκδοση 2023.
Σχολιάστε