Περί της Πύλης των Μυκηνών – Ευαγγελία Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη (1931-2002), Αρχαιολογική Εφημερίς 1965
Η κυρία πύλη των Μυκηνών, ως γνωστόν, ήλθε πλήρως εις φως κατά τους νεωτέρους χρόνους μετά τον κατά τα έτη 1840 – 1841 δια του Πιττάκη γενόμενον καθαρισμόν της δαπάναις της νεοσυστάτου τότε εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ήτις ως πρώτον μέλημα έσχε τον καθαρισμόν και την αποκάλυψιν των σημαντικωτέρων διά τον Ελληνισμόν μνημείων της αρχαιότητος, εν οις και το τείχος των Μυκηνών. Εις πολύ παλαιοτέρους χρόνους όμως ήρχισεν η περί την πύλην επιστημονική έρευνα και ενασχόλησις, ιδία περί την ερμηνείαν της επ’ αυτής παραστάσεως και την σημασίαν αυτής, αλλά και την σχέσιν της, λόγω του επιφανούς της τοποθετήσεώς της, προς την πόλιν των Μυκηνών.
Αν και η περιγραφή της επί της αναγλύφου πλακός παραστάσεως έχει πλειστάκις παρατεθή υπό πάντων των ειδικώς ενδιατριψάντων περί τας Μυκήνας και των γενικώς περί τα Μυκηναϊκά γραψάντων, νομίζω ότι θα μού συγχωρηθή να επανέλθω δια μιαν ακόμη φοράν παρέχουσα όσα και δι’ αυτοψίας διεπίστωσα και επεβεβαίωσα.
Η ανάγλυφος πλάξ καλύπτει ουχί εξ ολοκλήρου το υπεράνω της θύρας αφεθέν κατά την οικοδομικήν συνήθειαν της εποχής κουφιστικόν τρίγωνον. Προς συμπλήρωσιν του τριγωνικού τούτου κενού αφίεται, ως παρετηρήθη ήδη, επαρκής χώρος προς πλήρωσιν δι’ αντικειμένου τινός προστιθεμένου υπεράνω της αναγλύφου πλακός, ως θα ίδωμεν κατωτέρω.
Το ανάγλυφον έχει πλάτος κάτω μεν 3.60 μ., άνω δε καταλήγει εις 1.20μ. μόνον. Είναι κατεσκευασμένον επί φαιού εντοπίου ασβεστολίθου (τιτανολίθου), διαφόρου δηλαδή συστάσεως υλικού από την λοιπήν πύλην. Βεβαίως η διαφορά είναι εύλογος, διότι ο κροκαλοπαγής λίθος της πύλης δεν προσφέρεται δι’ ανάγλυφον επ’ αυτού εργασίαν.
Ο κεντρικός άξων της παραστάσεως αποτελείται εκ δύο παρακειμένων βάσεων εν είδει βωμίσκων, αποτελουμένων εκ δύο αβάκων κειμένων επαλλήλως εις μικράν απόστασιν απ’ αλλήλων, ενουμένων δι’ εσώτερον κειμένου τμήματος έχοντος κοίλας τας δύο πλευράς αυτού. Αι δύο αυταί βάσεις επιστέφονται διά κοινής πλακός, επί της οποίας ερείδεται μινωικός κίων. Επ’ αυτού επικάθηται επιστύλιον εκ δύο αβάκων, μεταξύ των οποίων τέσσαρες κύκλοι υποδηλούν προφανώς τας απολήξεις ισαρίθμων δοκών. Εκατέρωθεν του κίονος ορθούνται μεγαλοπρεπή τα ακέφαλα σώματα δύο αιλουροειδών, τα οποία στηρίζονται διά των προσθίων ποδών επί της αυτής ως και ο κίων πλακός.
Αμφοτέρων αι κεφαλαί ελλείπουν εκ κατασκευής από του ύψους των ώμων. Επί των ώμων των ζώων παρατηρούνται οπαί. Εις το δεξιόν τω ορώντι η μία είναι τετραγωνική και βαίνει λοξώς προς τα έξω, η δ’ έτέρα ομοίως ελαφρώς λοξή άλλα κυκλική, κειμένη εις μικράν απόστασιν από της πρώτης. Εις το άλλον ζώον, ως προς το μέγεθος και το είδος, αι οπαί είναι αι αυταί, πλην του ότι η κυκλική δεν είναι ανεξάρτητος, αλλά παρουσιάζεται ως συνέχισις της τετραγωνικής. Εις το άνω μέρος του αριστερού ποδός του αριστερού τω όρωντι ζώου και αντιστοίχως εις τον δεξιόν πόδα του δεξιού ζώου, παρατηρούνται ανά τρεις μικραί οπαί, προφανώς δι’ ανάρτησιν προσθέτου αντικειμένου, κατά τρόπον ώστε να μη μετακινήται εκ της θέσεώς του.
Το μήκος εκάστου ζώου από της βάσεως της ούρας μέχρι των ώμων είναι 1.80μ., το δε ύψος των ποδών 0.80 μ. Έχουν δηλαδή το φυσικόν των περίπου ύψος. Η ούρα είναι λεπτή και μακρά και δεν παρουσιάζει τον χαρακτηριστικόν του άρρενος λέοντος θύσανον. Επίσης ελλείπει η υποδήλωσις φύλου και χαίτης.
Η πλαξ σώζεται σχεδόν ακεραία. Φθοραί παρατηρούνται κατά το ανώτατον αυτής τμήμα, υπεράνω του επιστέφοντος τον κίονα επιστυλίου, κατά το άνω δεξιόν άκρον του τριγώνου, επί των ώμων αμφοτέρων των ζώων και υπό τον ένα βωμίσκον.
Το ανάγλυφον γενικώς παρουσιάζει ικανοποιητικώς τας λεπτομερείας, εν αναλογία βεβαίως και προς το ύψος της τοποθετήσεώς του. Ούτω διαγράφονται οι ισχυροί μυώνες και αι αρθρώσεις των ποδών, το ευρύ στέρνον και η συνεσταλμένη κοιλία καθώς και η ελαφρώς κυρτουμένη ράχις. Αδρομερή έξεργασίαν παρουσιάζει το από της βάσεως των προσθίων ποδών και άνω τμήμα των ζώων, επειδή πιθανώς δεν ήτο ορατόν, καλυπτόμενον υπό του προσθέτου τμήματος της παραστάσεως.
Εκ των δοθέντων χαρακτηριστικών δύναται να εικάση τις ότι πρόκειται περί σωμάτων θηλέων αιλουροειδών μάλλον και συγκεκριμένως λεαινών. Εις τας λεαίνας ως και τους νεαρούς λέοντας ελλείπουν η χαίτη, αι μακραί τρίχες της κοιλίας και ο θύσανος της ουράς. Ενταύθα όμως ελλείπει και η υποδήλωσις του φύλου, ώστε να αποκλίνη τις περισσότερον υπέρ της απόψεως άτι πρόκειται περί λεαινών, όπως υπεστήριξαν πολλοί των μελετητών.
Εκ της συνθέσεως ελλείπουν αι κεφαλαί των ζώων. Η έλλειψις αυτή απετέλεσε το πρώτον θέμα της επιστημονικής διερευνήσεως. Κατ’ άρχας εξητάσθη η περίπτωσις αποκρούσεως των κεφαλών μεταγενεστέρως και αφαιρέσεώς των. Ήδη όμως από της εποχής του Schliemann η άποψις αυτή εγκατελείφθη, διότι υπάρχουν αι ανωτέρω περιγραφείσαι οπαί, αποδεικνύουσαι ότι αι κεφαλαί ήσαν πρόσθετοι…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Περί της Πύλης των Μυκηνών
Σχετικά θέματα:
- Η Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες, Henry Cook, 1853
- Thomas Hope (Τόμας Χόουπ 1769-1831)
- Οι πρώτες εργασίες συντήρησης των θολωτών τάφων των Μυκηνών μέσω των αρχείων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων
- Οι Μυκήνες και το Άργος μέσα από τα μάτια των περιηγητών
- Θολωτοί Τάφοι των Μυκηνών
- Ο λέων ως πολιτικό σύμβολο
- Μυκήνες 1806 ( François-René de Chateaubriand – Σατωβριάνδος)
- Urquhart David 1830. Άργος – Μυκήνες – Αγροτικές Καλλιέργειες.








Σχολιάστε