Έγγραφα Επιστράτευσης της Επαρχίας Ναυπλίου το 1825 και η θυσία στο Μανιάκι – Αντώνης Δ. Ξυπολιάς, Ιστοριοδίφης, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος ΛΒ’ – 2022.
Το καλοκαίρι του 1824 κυκλοφορούσαν έντονα οι φήμες ότι ο αιγυπτιακός στόλος του Μεχμέτ Αλή με 200 πλοία και 12.000 οπλίτες ήταν έτοιμα να αποπλεύσουν από την Αλεξάνδρεια με προορισμό τα νησιά των Σπετσών και της Ύδρας. Αρχές Ιουλίου 1824 η Διοίκηση εν μέσω εμφυλίων διαιρέσεων και συγκρούσεων υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα ασφαλείας των Σπετσών και ο Υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος διέταξε στρατιωτικά σώματα από τις επαρχίες Άργους και Κυνουρίας με αρχηγούς τους Δημήτρη Τσώκρη και Παναγή Ζαφειρόπουλο, αντίστοιχα με 200 οπλίτες ο καθένας, να κινήσουν προς το νησί των Σπετσών.
Διατάχθηκε επίσης και η επαρχία Ναυπλίου με 200 στρατιώτες υπό την ηγεσία των Μήτρου Λυγουριάτη, Αναγνώστη Κακάνη και Αναγνώστη Τασόπουλου να κινήσουν για τις Σπέτσες και υπό τις οδηγίες του Νικηταρά να προκαταλάβουν κατάλληλες θέσεις, που θα εμπόδιζαν την αναμενόμενη εχθρική απόβαση στο νησί. Ανάλογες διαταγές εκδόθηκαν και για την Ύδρα. Οι διαταγές όμως της Διοίκησης συνάντησαν δυσκολίες στην υλοποίησή τους και δεν εκτελέσθηκαν. Οι εμφύλιες διαιρέσεις είχαν δηλητηριάσει την υπακοή και την συνοχή στις τάξεις των στρατιωτικών.
[…] Ο αναμενόμενος στόλος των Αιγυπτίων υπό τον Ιμπραήμ πασά – γιό του Μεχμέτ Αλή – είχε φθάσει ανενόχλητος στον Μεσσηνιακό κόλπο και ξημερώματα της 10ης Φεβρουαρίου 1825 εμφανίσθηκε ανοικτά της Σαπιέντζας, απέναντι από τα φρούρια της Μεθώνης και Κορώνης. Ένα ψαροκάικο από την Κορώνη μέτρησε πενήντα δύο εχθρικά πλοία και ενημέρωσε τις αρχές. Οι πληροφορίες έφθασαν αμέσως και στην Διοίκηση στο Ναύπλιο, που έστειλε ταχέως σειρά διαταγών για να κινηθούν κατάλληλα στρατεύματα προς τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Την 12η Φεβρουαρίου το Εκτελεστικό έγραφε στο Υπουργείο Πολέμου ότι ο εχθρικός στόλος έφθασε στον Μοθοκόρωνα και ήταν ενδεχόμενο η απόβαση να γίνει στα εκεί παράλια η ακόμη και στην περιοχή της Πάτρας, αφού δεν υπήρχε κάποια σίγουρη πληροφορία. Το Υπουργείο έπρεπε να διαβιβάσει αμέσως ανάλογες διαταγές στους αρχηγούς των στρατευμάτων, που θα έπρεπε να αποτρέψουν την απόβαση του εχθρού, προκαταλαμβάνοντας τις αναγκαίες θέσεις.
Διαταγές των πρώτων ημερών στάλθηκαν από τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη στους στρατηγούς αδελφούς Νικόλαο και Παναγιώτη Γιατράκο και στον Βάσο Μαυροβουνιώτη στα Κοντοβούνια, οι οποίοι έπρεπε να αποτρέψουν την εχθρική απόβαση στα παράλια του Μοθοκόρωνα. Στους στρατηγούς αυτούς έγραφε ότι είχαν ήδη ενημερωθεί και οι πρόκριτοι Ύδρας και Σπετσών να βάλουν στα πανιά των πολεμικών «τις προσδιορισθείσες μοίρες» και να κινήσουν αμέσως με κατεύθυνση τον Μεσσηνιακό κόλπο.
Έγγραφα στάλθηκαν τις ίδιες ημέρες και στους δημογέροντες του Νεοκάστρου με σκοπό να τους καθησυχάσουν από την παρουσία των εχθρικών δυνάμεων, υπογραμμίζοντάς τους το αξιόμαχο των πελοποννησιακών στρατευμάτων και ιδιαίτερα των 12.000 Ρουμελιωτών, που θα ματαίωναν τα σχεδια του εχθρού.
Επιστολή επίσης του Προέδρου Κουντουριώτη τους έγραφε ότι 4.000 στρατιώτες «από την αρμάδα της Κυβερνήσεως» υπό την οδηγία των έμπειρων στρατηγών Βάσου Μαυροβουνιώτη, Κίτσου Τζαβέλα και Γιατράκου είναι έτοιμοι να κινηθούν προς την περιοχή, όπως και τα ελληνικά πλοία, που «θέλει εξολοθρευθούν καθώς και άλλοτε αυτοί οι αράπηδες καθότι ετόλμησαν να πατήσουν τα ιερά εδάφη…».
Ακολούθησε η απόβαση των Αιγυπτίων στη Μεθώνη, όπου και εκτός του φρουρίου στήθηκαν τουλάχιστον εξακόσιες σκηνές. Οι πρώτες πληροφορίες από τον Γενικό Αστυνόμο Νεοκάστρου και Μεθώνης Ν. Τζικλητήρα ανέφεραν ότι αποβιβάστηκαν «4.000 στρατιώτες, από τους οποίους τετρακόσιοι ιππείς» με 18 κανόνια μπρούτζινα του κάμπου και 3 η 4 «μουρτάρια», ενώ τα καράβια του Ιμπραήμ κίνησαν για την Κρήτη για να φέρουν 12.000 ακόμη στρατιώτες. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ φώναξε έναν Κεφαλλονίτη καραβοκύρη και τον ρώτησε που είναι ο Κολοκοτρώνης, ο Οδυσσέας και άλλοι και απόρησε όταν έμαθε ότι είναι στο Ναύπλιο. Την 3η ώρα της ίδιας ημέρας και υπό ραγδαία βροχή μονάδα του εχθρικού ιππικού κινήθηκε προς διερεύνηση της περιοχής μέχρι τον Άγιο Ηλία στα Χίλια Χωριά, όπου προέβη και στην αρπαγή τροφίμων, «επήραν μία στάνην και δύο βόδια…». Τα χωριά άδειασαν, ο κόσμος έφυγε. (περισσότερα…)