Ο λέων ως πολιτικό σύμβολο – Ένα ζώο ταυτόσημο της δύναμης και της εξουσίας

Ο θυρεός της Αρμενίας. Φέρει λέοντα και αετό που υποβαστάζουν μια ασπίδα με σύμβολα του αρμενικού έθνους (μεταξύ των οποίων εμφανίζονται επίσης λέοντες, ενώ στο κέντρο δεσπόζει το όρος Αραράτ).
Το λιοντάρι από τους αρχαίους ήδη πολιτισμούς θεωρήθηκε ταυτόσημο της δύναμης και της εξουσίας. Με το ζώο αυτό συνδέθηκαν αρετές οι οποίες έπρεπε να διακρίνουν έναν ηγεμόνα, όπως γενναιότητα, δύναμη και μεγαλοπρέπεια. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Έχει υποστηριχθεί ότι η αρχαιότερη εμφάνιση λεόντων στην ανθρώπινη τέχνη εντοπίζεται σε σπηλαιογραφίες στη Γαλλία, χρονολογούμενες περί το 30.000 π.Χ., όπου εμφανίζονται δείγματα του εξαφανισμένου πλέον ευρωπαϊκού λέοντα των σπηλαίων (panthera leo spelaea). Σε τοιχογραφία, επίσης, της 5ης χιλιετίας π.Χ. από τη νότια Αίγυπτο, εμφανίζονται δύο λιοντάρια που στέκονται όρθια στα πίσω πόδια τους να πλαισιώνουν μια μορφή που ταυτίζεται πιθανώς με κάποια θεότητα.

Το σύμβολο της Ιερουσαλήμ έλκει την καταγωγή του από τον λέοντα που συμβόλιζε για τους Εβραίους τη φυλή του Ιούδα.
Ο λέοντας εξάλλου κατείχε σημαντική θέση στην αιγυπτιακή τέχνη και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς εμφανίζεται με τη μορφή της σφίγγας, του τερατόμορφου πλάσματος με σώμα λέαινας και ανθρώπινη κεφαλή. Η σφίγγα πέρασε και στην αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία, στην οποία συναντάται κυρίως με την προσθήκη φτερών. Στο αιγυπτιακό πάνθεο, επίσης, υπήρχαν δύο θεές με μορφή λέαινας, η Μπαστέτ, η οποία απεικονιζόταν συνήθως ως λέαινα ή γάτα, και η Σεχμέτ, με σώμα γυναίκας και κεφαλή λέαινας. Εξίσου σημαντική θέση κατείχε η μορφή του λιονταριού ως συμβόλου και στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, ειδικά στους Σουμέριους και στους Βαβυλώνιους, ενώ η χρήση του εξαπλώθηκε στη συνέχεια στους Χετταίους και στους Πέρσες. Στην εβραϊκή παράδοση επίσης το λιοντάρι ήταν σύμβολο της φυλής του Ιούδα.
Στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό το λιοντάρι συνδέθηκε με την ισχύ της εξουσίας από την ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100 π.Χ.), με παράδειγμα το γνωστό ανάγλυφο της «Πύλης των Λεόντων» στις Μυκήνες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ανάλογη πύλη με παραστάσεις λεόντων υπάρχει και στη Χαττούσα, την πρωτεύουσα των Χετταίων, λαού με τον οποίο οι Μυκηναίοι είχαν στενές επαφές. Επιπλέον, το λιοντάρι συναντάται στους άθλους του Ηρακλή, του σημαντικότερου ήρωα των αρχαίων Ελλήνων: η δορά του λιονταριού της Νεμέας έγινε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά σύμβολα του ήρωα. Μέσω των Ελλήνων ή των Περσών, η χρήση του λιονταριού ως συμβόλου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

Το σύμπλεγμα των «Λεόντων του Ασόκα» το οποίο χρησιμοποιείται στη σύγχρονη εποχή ως σύμβολο της Ινδίας.
Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν οι «Λέοντες του Ασόκα», μια σύνθεση τεσσάρων λιονταριών που ακουμπούν τις πλάτες τους και στρέφονται προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Το γλυπτό αυτό βρισκόταν στην κορυφή μιας στήλης που είχε τοποθετηθεί στη βορειοανατολική Ινδία γύρω στο 250 π.Χ. από τον αυτοκράτορα Ασόκα, σε μια περίοδο κατά την οποία η ινδική τέχνη και σκέψη είχε επηρεαστεί έντονα από την ελληνική, λόγω της πρόσφατης εξάπλωσης των Ελλήνων στην περιοχή με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη δημιουργία ελληνοϊνδικών βασιλείων.

Ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, έργο του Βιττόρε Καρπάτσιο (Vittore Carpaccio) στο ανάκτορο των δόγηδων.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, το λιοντάρι αναγνωρίστηκε ως σύμβολο του ευαγγελιστή Μάρκου. Ο ευαγγελιστής Μάρκος ανακηρύχθηκε το 828 πολιούχος της Βενετίας, μετά τη μεταφορά των λειψάνων του στην πόλη αυτή από την Αλεξάνδρεια το ίδιο έτος, οπότε το φτερωτό λιοντάρι του χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο της Γαληνότατης Δημοκρατίας. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η αναπαράσταση του λιονταριού, σε διάφορες στάσεις και συνθέσεις, χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο και από πολλούς ηγεμόνες. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, η μορφή του λέοντα συγχεόταν με αυτή της λεοπάρδαλης, όπως συμβαίνει στους θυρεούς των βασιλείων της Αγγλίας και της Δανίας.
Στον ελληνικό χώρο, η περίοδος της Λατινοκρατίας συνετέλεσε στη συχνή εμφάνιση του βενετικού φτερωτού λέοντα στα οχυρά που κατείχαν οι Βενετοί. Αναπαράσταση λιονταριού έφερε στο οικόσημό της και η φλωρεντινή οικογένεια των Ατσαγιόλι (Acciaioli), που ηγεμόνευσε στο δουκάτο της Αθήνας στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα. Λέοντες, που αντλούσαν την καταγωγή τους από αντίστοιχα γερμανικά σύμβολα, εμφανίζονταν επίσης και στο βασιλικό οικόσημό του Όθωνα.

Το σύμβολο της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Αγγλίας φέρει τους τρεις λέοντες (αναφέρονται και ως λεοπαρδάλεις) που εμφανίζονταν κατά τον Μεσαίωνα στον θυρεό των Άγγλων βασιλέων.
Στη σύγχρονη εποχή, οι λέοντες συναντώνται σε πλήθος συμβόλων κρατών, περιοχών και πόλεων. Στην Ευρώπη εμφανίζονται ιδιαίτερα στα βρετανικά νησιά, στις Κάτω Χώρες, αλλά και στη Βοημία και στη Βουλγαρία. Εξάλλου, η ενίσχυση της αυτονομίας περιοχών, όπως η Σκωτία και η Φλάνδρα, οδήγησε στην αναβίωση της χρήσης παλαιών συμβόλων τους, στα οποία εμφανίζονταν λέοντες.
Το ίδιο εκτεταμένη είναι η χρήση των λεόντων ως συμβόλων και στην Ανατολή. Η Ινδία χρησιμοποιεί ως σύμβολο τους «Λέοντες του Ασόκα», ενώ στον θυρεό της Αρμενίας εμφανίζεται ένας λέοντας και ένας αετός, σύμβολα τα οποία χρησιμοποιούσε το αρμενικό έθνος από την αρχαιότητα. Ο λέοντας επίσης χρησιμοποιείτο ως σύμβολο της Περσίας και της βασιλικής της δυναστείας έως την επανάσταση που ανέτρεψε τον σάχη το 1979, ενώ εμφανίζεται πλέον στο σύμβολο του Τατζικιστάν, μιας περιοχής που διατηρεί στενούς εθνικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με την Περσία. Αναπαραστάσεις λεόντων συναντώνται επίσης και στα σύμβολα της Σρι Λάνκα και του Θιβέτ.
Δημήτρης Σ. Μπελέζος
Ιστορικά Θέματα, τεύχος 108, Νοέμβριος 2011.
Σχολιάστε