Ο λόφος Ασπίδας στο Άργος – Κοινωνιολογία του Αστικού και Περιαστικού Χώρου. Σπουδάστριες: Τσαζή Γεωργία – Μπίζα Μαρίνα
Η σχέση μας με το εκάστοτε τοπίο στο οποίο βρισκόμαστε , καθώς επίσης και το νόημα που του δίνουμε, βασίζεται στην ανθρώπινη εμπειρία και την άμεση εμπλοκή μας με αυτό. Η παραδοχή αυτή βασίζεται σε φαινομενολογικές προσεγγίσεις οι οποίες δίνοντας σημασία στην κατανόηση και περιγραφή των πραγμάτων όπως αυτά βιώνονται και από το υποκείμενο ‘αντιμετωπίζουν το «τοπίο» (landscape), όχι ως κάτι συγκεκριμένο, αλλά σαν μια έννοια ανοιχτή που αναφέρεται στον κόσμο «εκεί έξω» όπως αυτός βιώνεται και γίνεται κατανοητός μέσω της ανθρώπινης συνείδησης και της ενεργής εμπλοκής με αυτόν.
Όπως κάθε τοπίο, έτσι και το τοπίο που θα μελετήσουμε, βρίσκεται συνεχώς υπό κατασκευή, σχηματίζεται και ανασχηματίζεται βάσει των διαφορετικών εμπειριών και δράσεων των υποκειμένων που έρχονται σε επαφή με αυτό. Ένα τοπίο δεν είναι ποτέ σταθερό και ομοιογενές, αλλά συνεχώς μεταβαλλόμενο, ζωντανό, πολυφωνικό και αντανακλά την δράση των υποκειμένων όπως την ίδια στιγμή αντανακλάται σε αυτήν.
Το τοπίο δηλαδή λειτουργεί παράλληλα ως το μέσον αλλά και το αποτέλεσμα της κοινωνικής δράσης. Το τοπίο αλλάζει καθώς παράγονται διαφορετικά νοήματα για τους τόπους, τόσο από τα διαφορετικά άτομα και ομάδες που ενσωματώνουν τους χώρους στην καθημερινή τους εμπειρία, όσο και ανάλογα με τις διαφορετικές ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, στις οποίες αυτά τα νοήματα αναπτύσσονται. Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως αν η σχέση μας με το τοπίο είναι αφ’ ενός υποκειμενική και αφ’ ετέρου πολιτισμικά και ιστορικά προσδιορισμένη έχουμε σαν αποτέλεσμα να παράγονται από την σχέση αυτή διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους διαφορετικοί άνθρωποι και ομάδες, αλληλεπιδρούν με το αστικό τοπίο και ταυτόχρονα το κατανοούν και το νοηματοδοτούν. Έτσι, οι ομάδες που κατοικούν και βιώνουν τους χώρους της πόλης τους διεκδικούν, αποδίδοντάς τους νοήματα που πολλές φορές έρχονται σε σύγκρουση τόσο με τα κυρίαρχα, όσο και με τα νοήματα που άλλες ομάδες αποδίδουν στους ίδιους χώρους.
Στη μελέτη αυτή, προσεγγίζονται ο λόφος Ασπίδας ή λόφος Προφήτη Ηλία στο Άργος ως ένα βασικό μέρος του αστικού τοπίου και της ιστορίας του τόπου, το οποίο βρίσκεται συνεχώς υπό διαπραγμάτευση. Πώς επηρεάζει την εικόνα της πόλης και της ζωής, αντανακλώντας πολιτισμικές και αισθητικές επιλογές και ταυτόχρονα φέροντας επάνω του τα ίχνη της δράσης των υποκειμένων που τον χρησιμοποιούν.
Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένα σημεία της μελέτης και στο τέλος, σε μορφή Portable Document Format (PDF), επισυνάπτουμε ολόκληρη την έρευνα για όσους επιθυμούν να τη μελετήσουν.
[…] Ο λόφος του Προφήτη Ηλία ή λόφος Ασπίδας βρίσκεται στο Άργος Αργολίδας, βορειοδυτικά της σημερινής πόλης (Εικ. 1). Ο αστικός ιστός κυκλώνει τον λόφο, ενώ η πόλη ορίζεται από τις νότιες/νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου του Προφήτη Ηλία και τις ανατολικές υπώρειες του ψηλότερου λόφου της Λάρισας, όπου βρίσκεται και η ομώνυμη ακρόπολη του Άργους. Ο χώρος ανάμεσα στους δύο αυτούς λόφους ονομάζεται Δειράδα. (Εικ. 2)
Και οι δύο αυτοί λόφοι, οι οποίοι σηματοδοτούν το τοπίο της πόλης, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της, ως τόποι κατοίκησης και λατρείας, κυρίως όμως ως χώροι στρατηγικής και συμβολικής σημασίας.
Νεολιθική εποχή
Κατά την Τελική Νεολιθική Εποχή (3.500-3.000 π.Χ. περίπου) μαρτυρούνται στο λόφο του Προφήτη Ηλία ίχνη κατοίκησης, τα οποία περιορίζονται σε θραύσματα κεραμικής στις εσοχές του φυσικού βράχου (φάση Ασπίς). Το 1981 διαπιστώθηκαν σημαντικά λείψανα χρονολογούμενα στην Πρωτοελλαδική 11 Περίοδο, που πιστοποιούν την ύπαρξη αξιόλογης οικιστικής εγκατάστασης. Κατά την Μέση Εποχή του Χαλκού (2.000-1.600 π.Χ.) η κατοίκηση πυκνώνει ενώ συγχρόνως επεκτείνεται σε διάφορα σημεία της σύγχρονης πόλης.
Μεσοελλαδική περίοδος
Στην κορυφή του λόφου φαίνεται ότι αναπτύχθηκε ο σημαντικότερος μεσοελλαδικός οικισμός του Άργους. Μετά την ισχυρή πυρκαγιά που καταστρέφει τον πρωϊμότερο οικισμό του λόφου, η κατοίκηση, με διαδοχικές αρχιτεκτονικές φάσεις, συγκεντρώνεται κυρίως στο βόρειο τομέα. Προς τα τέλη της ΜΕ 11 αρχές της ΜΕ 111 πραγματοποιούνται μεγάλες εργασίες ανοικοδόμησης στην Ασπίδα, με την ανέγερση ισχυρών αvαλημματικών τοίχων και νέων κτιρίων. Υποθέτουμε ότι πραγματοποιείται σε αυτή τη φάση η πρώτη οργανωμένη κατοίκηση στο Άργος, και συνδέεται με τη συγκέντρωση, στο λόφο της Ασπίδας, ομάδων που ζούσαν σε διάφορα σημεία της σημερινής πόλης. Κατά την υστεροελλαδική περίοδο, ο οικισμός στην κορυφή του λόφου οργανώνεται σταδιακά σε μια ισχυρή ακρόπολη με έναν εντυπωσιακό, περικεντρικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό: ένα συγκρότημα από συνεχή ορθογώνια κτίρια, καθώς και ένας εξωτερικός περίβολος περικλείουν τον οικισμό, δίνοντας έμφαση στο κεντρικό τμήμα, ενισχύοντας την προστασία και προβάλλοντας την ισχύ του. Είναι η φάση των ταφικών κύκλων των Μυκηνών, των μεγάλων αλλαγών στις συμπεριφορές, στις ταφικές πρακτικές, στις αντιλήψεις για την ατομική και συλλογική ταυτότητα. Είναι η φάση που γίνονται σαφείς πλέον οι ενδείξεις της κοινωνικής πολυπλοκότητας.
Μυκηναϊκή Περίοδος
Κατά την αρχή της μυκηναϊκής περιόδου ο λόφος εγκαταλείπεται χωρίς εμφανή ίχνη βίας, παρ’ όλα αυτά η κατοίκηση συνεχίζεται χωρίς διακοπή στις νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου της Λάρισας πλέον. Είναι πιθανόν ότι το κλίμα αυξανόμενου ανταγωνισμού στη φάση αυτή, με την ανάδειξη νέων δυνάμεων στην περιοχή, έπαιξε καταλυτικό ρόλο αρχικά στο σχεδιασμό της Ασπίδας ως οχυρής ακρόπολης και εν συνεχεία στην εγκατάλειψή της. Η κατοίκηση μεταφέρεται λοιπόν στις ανατολικές υπώρειες της Ασπίδας, όπου υπήρχε ήδη μια συνοικία από τα τέλη της Μεσοελλαδικής, καθώς και το εκτεταμένο νεκροταφείο με τους τύμβους.
Αρχαϊκή Περίοδος
Στη δυτική πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία, ιδρύθηκαν κατά τους ιστορικούς χρόνους, σε τέσσερα διαδοχικά άνδηρα, τα ιερά του Απόλλωνος Δειραδιώτη ή Πυθίου και της Αθηνάς Οξυδερκούς. (Εικ. 3) Η αρχική χρήση του χώρου ανάγεται στον 8ο αιώνα π.Χ., οι βασικές διαμορφώσεις όμως έγιναν στους αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, δηλαδή από τον 6ο έως 3ο αι. π.Χ. Ο ναός του Απόλλωνος πρέπει να ήταν πώρινος με δωρικούς και ιωνικούς κίονες και βρισκόταν στο κεντρικό άνδηρο. Στα ανατολικά του υπήρχε μνημειακός βωμός με κλίμακα και στα βόρεια στοά, μαντείο και δεξαμενές. Στο βορειοανατολικό άνδηρο υπήρχε περιστύλιο, το οποίο περιέβαλε σειρά δωματίων, στεγασμένη δεξαμενή και υπόγειο αγωγό που κατέληγε σε φρέαρ. Το συγκρότημα έχει ερμηνευθεί ως Ασκληπιείο. Στο ανατολικό άνδηρο σώζονται τα ίχνη μιας θόλου, διαμέτρου 6 μ., η οποία πρέπει να ανήκε στο ιερό της Αθηνάς Οξυδερκούς.
Κλασική Περίοδος
Ακολουθεί οχύρωση του λόφου κατά την κλασική εποχή, τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., ενώ πάνω από τα ερείπια του ναού του Απόλλωνος ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ., κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, μία τρίκλιτη επισκοπική βασιλική.
[…] Σήμερα ο λόφος, και ιδιαίτερα μετά το πέρας των αρχαιολογικών ερευνών χρησιμοποιείται ως μονάδα πρασίνου για τους πολίτες του Άργους. Έχει τοπικό χαρακτήρα πάρκου με τους ίδιους τους πολίτες να έχουν οργανώσει τη χρήση του χωρίς την αρωγή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο χώρος είναι πολλά καθώς παρατηρούνται ελλείψεις στον εξοπλισμό, τη φύλαξη και τον φωτισμό, ο αρχαιολογικός χώρος παραμένει αναξιοποίητος, ενώ η εγκατάλειψη αυτή έχει οδηγήσει στην προσέλευση εγκληματικών στοιχείων, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Παρ’ όλες τις ελλείψεις, ο χώρος παραμένει ζωντανός με πληθώρα χρηστών που τον επισκέπτονται για αναψυχή, τρέξιμο, παιχνίδι. Τα λιγοστά καθίσματα ή ενέργειες καθαρισμού που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, πραγματοποιήθηκαν από μεμονωμένους πολίτες ή μικρές κοινωνικές ομάδες χωρίς να εντάσσονται σε κάποια μεγαλύτερη οργανωμένη προσπάθεια από τον δήμο ή την τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι αξιοσημείωτο το βαθύ και αμείωτο ενδιαφέρον των πολιτών του Άργους για τον χώρο αυτό, το οποίο σημειώνεται και θα εξετασθεί παρακάτω μέσα από τις εφημερίδες, τις συγκεντρώσεις, δράσεις και συνεντεύξεις…
[…] Όπως περιγράφει ο Γιώργος Κ., 31 ετών ο οποίος κατοικεί στην περιοχή στις υπώρειες του λόφου και σε άμεση σχέση με τον αρχαιολογικό χώρο, «ο λόφος για μένα είναι άμεσα συνδεδεμένος με την παιδική μου ηλικία. Στις σπηλιές στο Βράχο (σ.σ. πρόκειται για λαξευμένους και θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους) παίζαμε με τα παιδιά στη γειτονιά μου, ακουμπούσαμε τον λαξευμένο βράχο και προσποιούμασταν πως ήμαστε βασιλιάδες και στρατιώτες. Πάντα ήξερα πως κάτω από τον λόφο του Προφήτη Ηλία κρύβεται μεγάλη ιστορία και ακόμη πιστεύω πως δεν έχει ανασκαφεί επαρκώς η περιοχή και πως κάποια μέρα στο μέλλον θα αποκαλυφθούν περισσότερα σημαντικά ευρήματα».
Για αυτόν και την οικογένειά του, η απαρχή για αυτό το διάλογο με την ιστορία του λόφου ήταν όταν ξεκίνησαν τις διαδικασίες για την ανέγερση της κατοικίας τους, στην οδό Διομήδους, ακριβώς κάτω από τον λόφο. «Με το που ξεκίνησαν οι εργασίες, όλα σταμάτησαν γιατί φυσικά είχαμε πέσει πάνω σε αρχαία», μας εξηγεί. «Θυμάμαι σαν χθες, πόσοι αρχαιολόγοι είχαν έρθει από διάφορες χώρες και ξεσκόνιζαν μήνες ολόκληρους το κάθε πετραδάκι που έβρισκαν. 7 χρόνια κράτησε όλη η διαδικασία. Στα μάτια μου τότε όλο αυτό ήταν τόσο σημαντικό, και ειδικά που είχε βρεθεί μέσα στο σπίτι μου, ακόμη κι αν ήμουν μικρός ή που δεν ήξερα και τι ακριβώς είχε βρεθεί. Είχα ενθουσιαστεί τόσο, που έκτοτε πάντα το όνειρό μου ήταν να γίνω αρχαιολόγος και να σκάψω εγώ ο ίδιος τον λόφο», συνεχίζει χαμογελώντας.
Για τον Γιώργο, ο λόφος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του τόσο λόγω της γειτνίασης με την κατοικία του αλλά και λόγω της μνήμης που έχει από αυτόν. Ο λόφος για τον ίδιο φαντάζει σαν ένα «παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού, κάθε φορά που τον επισκέπτεται, μας λέει, διαδραματίζει ο ίδιος τον ρόλο του αρχαιολόγου και προσπαθεί να κάνει αναπαράσταση του παρελθόντος προσπαθώντας να καταλάβει τη ζωή στο λόφο τότε». Ο Γιώργος επισκέπτεται τακτικά τον λόφο, για τρέξιμο και αναψυχή, γνωρίζει τα πιο σύντομα μονοπάτια μέσα στο κατάφυτο ανάγλυφο, μας ξεναγεί.
Από την άλλη πλευρά, η Κατερίνα Π., 60 χρονών επίσης κάτοικος του Άργους και χρήστης του λόφου φαίνεται εντυπωσιασμένη όταν ρωτάται εάν γνωρίζει τον αρχαιολογικό χώρο στο λόφο. «Υπάρχουν αρχαία εκεί; ρωτάει έκπληκτη. «Όχι δεν το γνώριζα, τον λόφο τον γνωρίζω πηγαίνω εκεί συχνά, επισκέπτομαι την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Τον λόφο τον επισκέπτονται πολλοί άνθρωποι καθημερινά για τρέξιμο, είναι ζωντανός. Δεν είχα δει ποτέ τα αρχαία, αναφέρει, είναι γεμάτος δέντρα και πράσινο».
Η καινούρια εγγραφή που έχει δημιουργηθεί, αυτή της δεντροφύτευσης που πραγματοποιήθηκε το 1950-60, αποτέλεσε ένα καινούριο δεδομένο για τη δυναμική του χώρου. Διακρίνεται πως η χρήση του χώρου σήμερα ως χώρος πρασίνου, τόσο στην καθημερινή πραγματικότητα όσο και στη συνείδηση του κοινού πως αποτελεί μια ιδιότητα η οποία τείνει να υπερκαλύψει την ιστορική του αξία. Σε συνδυασμό με την απουσία ενός αναγνωριστικού αρχαιολογικού χώρου αλλά και την εγκατάλειψή του από την τοπική αυτοδιοίκηση, ο ιστορικός τόπος μένει κρυμμένος σε ένα στρώμα κάτω από το πράσινο. Αυτό το οπτικό φαινόμενο, δρα καταλυτικά στη συνείδηση του κοινού το οποίο δεν αντιλαμβάνεται αισθητικά ή βιωματικά πλέον το παλίμψηστο και τα αρχαία ίχνη.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναφερθούμε πως η έρευνά μας κατέληξε σε μια τάση της εποχής των δεκαετιών του 1950 και 1960 στην Ελλάδα, η οποία στόχευε σε μαζικές δεντροφυτεύσεις τις οποίες αναλάμβαναν παιδιά και σχολεία ή πρόσκοποι.
Πριν τη δεντροφύτευση η χρήση του χώρου ήταν εντελώς διαφορετική. Ο λόφος αυτός χρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος, ενώ λιγοστές, μικρές κατοικίες ήταν κτισμένες κοντά σε αυτόν. Ειδικά πριν την έναρξη των ανασκαφών το 1902, ο λόφος για τους κατοίκους ή τους επισκέπτες δεν είχε κανένα ενδιαφέρον.
Μετά την δεντροφύτευση ο λόφος άλλαξε ριζικά. Ως ένα άλλο layer, τα δέντρα «έπεσαν» πάνω στον ιστορικό χώρο, αφήνοντας σε ξέφωτα λιγοστά ίχνη που με την έλλειψη των αρχαιολογικών καθαρισμών πολλές φορές έγιναν και αόρατα.
Η Παναγιώτα Μ., 27 χρονών και κάτοικος του Άργους, επισκέπτεται τακτικά τον λόφο από την ηλικία που ήταν μικρό παιδί. Κύριος λόγος των επισκέψεών της είναι η αναψυχή και η εστίαση σε ένα μικρό εστιατόριο που υπάρχει εκεί. Χαρακτηριστικά μας λέει πως «ποτέ δεν αντιλήφθηκα ότι είχε αρχαιολογικό χώρο εκεί. Ακόμη και όταν είδα μια – δυο πινακίδες που υπήρχαν εκεί κοντά. Έχει παντού χορτάρι και δέντρα και ποτέ δεν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο».
Ο Κ. Δημήτρης, 86 χρονών θυμάται τον λόφο πριν τη δεντροφύτευση και μας περιγράφει: «Ο Αη Λιας είχε δέντρα πριν τον πόλεμο. Είχαν φυτευτεί περίπου το 1920, κατά την κατοχή όμως τα έκοψαν οι Ιταλοί για να έχουν να καίνε για να μαγειρεύουν, και στον βάλτο μετά δεν άφησαν ούτε τις λεύκες και τις οξιές που είχε φυτέψει ο σύλλογος των κυνηγών Άργους». Επίσης, ισχυρίζεται και λέει πως «Ο Αη Λιας ήταν ιδιωτικός λόφος αγορασμένος από κάποιον Κουγιά που είχε έρθει από την Αμερική περίπου το 1890. Για πολλά χρόνια ήταν στα δικαστήρια με το κράτος και τελικά το έχασε λόγω των αρχαίων που έχει σε όλη την έκτασή του π.χ. ναός Δειραδιώτη Απόλλωνα. Για αποζημίωση και διότι δεν μπορούσε να του επιβάλει εξ’ ολοκλήρου διοικητική αποβολή τού έδωσαν στην πίσω μεριά ένα τμήμα το οποίο και σήμερα δεν είναι φυτεμένο, από την μεριά του περιφερειακού. Η αγάπη μερικών έκανε τον λόφο αυτό πράσινο», συμπληρώνει.
Πρόταση διαχείρισης και ανάδειξης
Στην παρούσα έρευνα μελετήθηκε το υποκείμενο μέσα από το πρίσμα της κοινωνίας στο πέρασμα των χρόνων. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη σχέση υποκειμένου-τοπικού κοινού και αναλύθηκαν οι προσλαμβάνουσες που προκύπτουν τόσο από την παραπάνω σχέση όσο και από τις ίδιες τις δυναμικές και ιδιότητες του υποκειμένου. Μέσα από τις συνεντεύξεις που διεξάχθηκαν και τη μελέτη, έγινε αναφορά όχι μόνο στην ύπαρξη του λόφου στο παρελθόν και στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Σημασία έχει η σύνταξη μιας πρότασης που θα προσδιορίζει τη θέση του στο εξής και θα την ενισχύσει.
Ο Σ. Λεκάκης, αρχαιολόγος που ασχολήθηκε με τον λόφο του Προφήτη Ηλία, αναφέρει: «Ο λόφος του Προφήτη Ηλία που παραμένει αρχαιολογικά αφανής, παραμένει προσεγγίσιμος για τις ζωτικές δραστηριότητες της Βόλτας, του πικ-νικ κ.ά. Και σε αυτό το τελευταίο ίσως βρίσκεται, η μέθοδος για τη σωστή διαχείριση του. Ερευνώντας τις πρακτικές και τις θέσεις της τοπικής κοινωνίας και προστατεύοντας κατάλληλα τα μνημεία, να δημιουργηθεί ένα τόπος ανοιχτός για ψυχαγωγία και ενημέρωση, που να λέει – με απλό τρόπο σε όποιον ασχοληθεί την πολύπλοκη ιστορία των ανθρώπων – διάσημων ή όχι – που κάποτε ζούσαν εκεί».
Σημασία έχει λοιπόν να συνενωθούν αυτές οι δύο ιδιότητες του λόφου σε μια πρόταση διαχείρισης η οποία εν τέλει θα εξυπηρετεί όλο το κοινό το οποίο το επισκέπτεται και θα ικανοποιεί τις ανάγκες ενδιαφέροντος. Επιπρόσθετα, η λύση αυτή θα πρέπει να είναι γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στις ομάδες που ουσιαστικά τον «διεκδικούν» αυτή της τοπικής κοινωνίας και αυτή της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες θα πρέπει να έρθουν σε συνεννόηση και να αναλάβουν μαζί τη διαχείριση, ανάδειξη και συντήρηση του χώρου.
Σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο η λύση αυτή θα ικανοποιεί το συμβολισμό του λόφου, ο οποίος πηγάζει από το παλίμψηστο και τη μακροχρόνια ιστορία του αλλά και το μυθικό στοιχείο που συνοδεύει το Άργος ανά τους αιώνες. Ο διάλογος αυτός μπορεί να αποτελέσει συνθετικό εργαλείο των διαδρομών και της αφήγησης. Το ζήτημα της μνήμης μπορεί να συναντάται στον περίπατο αυτό και να αποκαλύπτεται, μέσα μια οργανωμένη διαδρομή που ξεναγεί τον επισκέπτη. Στην προκείμενη περίπτωση, αναζητείται η εξισορρόπηση ανάμεσα στην ιστορία και την αναψυχή, το παρελθόν και το παρόν, στα αρχαιολογικά ίχνη και το πράσινο πάρκο η οποία περιτυλίγεται από την αφήγηση, το μύθο και τη μνήμη, καταχώνεται και αποκαλύπτεται. Η μέθοδος της κατάχωσης είναι σίγουρα η πιο αποτελεσματική σχετικά με την προστασία του μνημείου αλλά ποτέ δεν αποτελεί επιλογή στα σημαντικά μνημεία (στον ελληνικό χώρο). Συνήθως οι ειδικοί/διαχειριστές των αρχαιοτήτων αποφασίζουν για την παράδοση του μνημείου στα βλέμματα του κοινού. Η πρακτική της συνεχούς έκθεσης άρα και φθοράς του μνημείου, αποτελεί πολλές φορές μονόδρομος για τους διαχειριστές του.
[…] Ο G. Touchais αναφέρει μια τέτοια πρόταση ήδη δύο δεκαετίες πριν. «Σήμερα μπορούμε να σκεφτούμε τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου. Η προσπάθεια ενσωμάτωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς στις λειτουργίες της σύγχρονης πόλης απαιτεί έργα διευθέτησης του χώρου και αναστήλωσης, τα οποία πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με έναν προγραμματισμό. Είναι φανερό πως αυτές οι προτάσεις δεν αποσκοπούν στο να καταστήσουν το Άργος μια πόλη-μουσείο. Σκοπός τους είναι να συμπεριληφθούν στην ανάπτυξη της πόλης οι τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος και του μέλλοντος, έτσι ώστε, μεγαλώνοντας, η πόλη να μη χάσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Η θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιτυχία ενός παρόμοιου εγχειρήματος είναι η συνεργασία σε όλα τα επίπεδα, ανάμεσα στους διάφορους φορείς που επεμβαίνουν στη διαμόρφωση της πόλης: τόσο τους φορείς που ερευνούν το παρελθόν, όσο και αυτούς που δρουν στο παρόν. Με τα σημερινά δεδομένα, σημαντικότερη από το πρόβλημα των υλικών μέσων είναι η αποδοχή αυτής της νοοτροπίας που θα βοηθήσει να ξεπεραστεί το αδιέξοδο: πρέπει να γίνει ένα πρόγραμμα σύνθεσης για τη διευθέτηση και την εξέλιξη της πόλης, ένα κατευθυντήριο σχέδιο προκειμένου κάθε συγκεκριμένο μέτρο που εφαρμόζεται να εγγράφεται σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Είναι βασικό να σταματήσουν η αναρχία και οι σπασμωδικές ενέργειες που κυριάρχησαν μονοπωλιακά, ως σήμερα, δημιουργώντας τη χαώδη αυτή κατάσταση στην οποία βυθίζεται η πόλη. Είναι βασικό και επείγον»…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της έρευνας πατήστε διπλό κλικ στον σύνδεσμο: Λόφος Ασπίδας στο Άργος
Σχετικά θέματα:
- Δεντροφύτευση Προφήτη Ηλία Άργους (1955-1962)
- To τοπωνύμιο Λάρισα και Λάρισα η Αργεώτις
- Γαλλικές ανασκαφές στο Άργος και η αντίδραση του κοινού. Η περίπτωση του Wilhelm Vollgraff
Σχολιάστε