Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Χασάν Πρίστινα’

Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους


 

Με μεγάλη καθυστέρηση σε σύγκριση με τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς, ο αλβανικός εθνικισμός, με τη μορφή μιας αναπτυγμένης ήδη σε μεγάλο βαθμό εθνικής συνείδησης και της διατύπωσης αιτημάτων υπέρ ενός ενιαίου αλβανικού έθνους, επιχείρησε την πρώτη δυναμική εμφάνισή του στα 1878, με τη σύμπηξη του Συνδέσμου της Πρισρένης (Πρίζρεν), ενέργεια που στόχευε κατ’ εξοχήν στο να εκμεταλλευτεί υπέρ των Αλβανών τις ανακατατάξεις που προκάλεσε στη Βαλκανική χερσόνησο η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος. Τη σημαντικότερη, όμως, ώθηση στις πρώτες αυτές προσπάθειες έδωσε το κίνημα των Νεότουρκων, το 1908, που επέτρεψε αρχικά στους Αλβανούς να ιδρύσουν σχολεία και συλλόγους, αλλά και γενικότερα να αναπτύξουν μια εκτεταμένη εθνικιστική προπαγάνδα που απέβλεπε στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και στην καλύτερη οργάνωση των αλβανικών πληθυσμών στη Βαλκανική. Παράλληλα με τη μορφωτική προσπάθεια παρατηρήθηκε και μια πιο ενεργητική δραστηριοποίηση των Αλβανών πατριωτών για τη δημιουργία ενός αυτόνομου αρχικά, ανεξάρτητου στη συνέχεια αλβανικού κράτους. [1]

Ο Αλβανό – Κοσοβάρος πολιτικός Χασάν Πρίστινα (Hasan Pristina,1873-1934). Αυτοεξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη το 1924. Ο Πρίστινα διατέλεσε μέλος του Αλβανικού κοινοβουλίου, υπουργός αγροτικής οικονομίας (1913) και υπηρεσιακός πρωθυπουργός της χώρας για 5 μέρες το Δεκέμβρη του 1921. Ο πάμπλουτος Αλβανός πολιτικός που για χρόνια χρηματοδοτούσε την αλβανική αντιπολίτευση, τελικά, δολοφονήθηκε σε ένα καφέ της Θεσσαλονίκης από πολιτικούς του αντιπάλους το 1934.

Η αλλαγή, ωστόσο, της στάσης των Νεότουρκων και η αφομοιωτική πολιτική που επέβαλαν πολύ σύντομα οδήγησαν τους Αλβανούς στην απόφαση να καταφύγουν σε δυναμικές αντιδράσεις. Ήδη από τις αρχές του 1912 η ιδέα είχε αρκετά ωριμάσει και οι προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει. Όπως αναφέρει ένας από τους Αλβανούς εθνικιστές ηγέτες της εποχής, ο Χασάν Πριστίνα από το Κόσοβο, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης στο βόρειο Κοσσυ­φοπέδιο (Ιπέκ, Τζιακόβα, Δίβρα, Πρίστινα, Πρισρένη) είχε κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο και οι Κοσοβάροι ηγέτες εργάζονταν για την επίτευξη συμφωνίας με τους Αλβανούς των άλλων περιοχών για μια γενική εξέγερση. Πράγματι, το ίδιο καλοκαίρι άρχισαν οι εχθροπραξίες, που από το Κόσοβο γρήγορα επεκτάθηκαν σε περιοχές της βόρειας Αλβανίας (Σκόδρα) και του βιλαετιού του Μοναστηριού, φτάνοντας έως τα Σκόπια.

Το πρόγραμμα των επαναστατών ισοδυναμούσε με αυτονομία: 1) να ενωθούν τα τέσσερα βιλαέτια, που θεωρούνταν από τους εξεγερθέντες ως αλβανικά, σε ένα· 2) να χρησιμοποιείται η αλβανική γλώσσα στην εκπαίδευση και να δημιουργηθούν σχολεία με τα χρήματα από τους φόρους που συλλέγονταν από την Αλβανία· 3) να διοριστούν Αλβανοί λειτουργοί για την Αλβανία και να χρησιμοποιείται η αλβανική γλώσσα στα δικαστήρια· 4) σε καιρό ειρήνης η στρατιωτική θητεία να υπηρετείται στην Αλβανία. Η ανάγκη των Τούρκων να κλείσουν το μέτωπο με τους Αλβανούς τούς υποχρέωσε σε παραχωρήσεις, σημαντικότερη των οποίων υπήρξε ο γεωγραφικός προσδιορισμός της Αλβανίας – έως τότε ο όρος ήταν μια απλή γεωγραφική έκφραση, χωρίς ακριβή όρια: σ’ αυτόν θα περιλαμβάνονταν πλέον τα βιλαέτια Κοσόβου, Μοναστηρίου, Σκόδρας και Ιωαννίνων. [2]

Σ’ αυτή την προνομιακή θέση βρήκε τους Αλβανούς η έκρηξη του A’ Βαλκανικού Πολέμου. Οι θεαματικές στρατιωτικές επιτυχίες των Βαλκάνιων συμμάχων θορύβησαν τους εθνικιστές ηγέτες των Αλβανών, οι οποίοι είδαν το στρατό της Σερβίας και του Μαυροβούνιου να καταλαμβάνει περιοχές της Σκόδρας και της βόρειας Αλβανίας και τον ελληνικό στρατό να προελαύνει στην Ήπειρο, με κατεύθυνση τα Ιωάννινα. Η διαφαινόμενη από νωρίς ήτα της Τουρκίας στο πεδίο της μάχης έθετε σε κίνδυνο την υλοποίηση του εθνικού προγράμματος των Αλβανών, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα από την εκπαιδευτική δραστηριότητα και τις εξεγέρσεις των προηγούμενων χρόνων πολύ δε περισσότερο έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα των εδαφών που μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα η τουρκική διοίκηση είχε χαρακτηρίσει ως «αλβανικά». Η κατάσταση για τους Αλβανούς περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο, καθώς οι ηγέτες τους ήταν διαφοροποιημένοι ως προς τις πολιτικές προτιμήσεις τους και απουσίαζε μία κεντρική εξουσία αποδεκτή από όλους, ικανή να ελέγξει τις τοπικές μεμονωμένες δράσεις και να κατευθύνει την απαιτούμενη διπλωματική δραστηριότητα.

Προκειμένου να καταλήξουν σε μια ενιαία πολιτική και να συντονίσουν τις πολεμικές δραστηριότητες, σι Αλβανοί ηγέτες συγκεντρώθηκαν στα Σκόπια, στις 14 Οκτωβρίου 1912. Ο δρόμος που επέλεξαν τελικά προκειμένου να αποτρέψουν το διαμελισμό όσων θεωρούσαν ως αλβανικά εθνικά εδάφη ήταν μια ανεπίσημη συμμαχία με την Τουρκία. Όπως δήλωσαν τα μέλη της «Μαύρης Οργάνωσης για τη Σωτηρία της Πατρίδας», με διακοίνωσή τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, με την επιλογή τους αυτή δεν επιθυμούσαν να στηρίξουν την Τουρκία, η οποία προφανώς θα έχανε τον πόλεμο, αλλά να διαφυλάξουν την ενότητα των Βιλαετίων που οι ίδιοι διεκδικούσαν, για τα οποία επεδίωκαν ενιαία διακυβέρνηση. [3]

Ο Ισμαήλ Κεμάλ Μπέι Βλόρα (Ismail Qemal Bej Vlora‎ 1844-1919), ιδρυτής του Αλβανικού Κράτους και ο πρώτος πρωθυπουργός της Αλβανίας. Γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1844 στην Αυλώνα και ήταν ο πρώτος που υπέγραψε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας.

Ταυτόχρονα εντάθηκαν και οι διπλωματικές προσπάθειες των Αλβανών προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, από τις αποφάσεις των οποίων θα καθοριζόταν εν πολλοίς και η δική τους μοίρα. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο σημαντικό ρόλο ανέλαβε ο Ισμαήλ Κεμάλ. Ο ίδιος γράφει στα απομνημονεύ­ματά του: «Όταν οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, και οι Σέρβοι κατέλαβαν τα Σκόπια, συνειδητοποίησα ότι είχε έρθει η ώρα για εμάς, τους Αλβανούς, να λάβουμε δραστικά μέτρα για τη δική μας σωτηρία». Εκμεταλλευόμενος την ευτυχή συγκυρία της σύμπτωσης των αλβανικών εθνικών επιδιώξεων με τα στρατηγικά συμφέροντα των Αυστριακών και των Ιταλών στη δυτική Βαλκανική και την Αδριατική θάλασσα, καθώς και τον ανταγωνισμό μεταξύ αυτών και των υπόλοιπων δυνάμεων της εποχής (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) για τον καθορισμό ζωνών επιρροής στην περιοχή, έφτασε στην Αυλώνα, όπου στις 28 Νοεμβρίου 1912 διακήρυξε την αλβανική ανεξαρτησία και ανέλαβε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης που σχηματίστηκε την ίδια ημέρα. Δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα έλπιζε βάσιμα ότι θα επηρέαζε και τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων γύρω από την επίλυση του αλβανικού ζητήματος, λόγω και της κρίσιμης κατάστασης που είχε προκληθεί από τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, δύο ήταν πλέον οι προτεραιότητες του Αλβανού ηγέτη: η αναγνώριση του αλβανικού κράτους από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ο καθορισμός των συνόρων του. [4] Το πρώτο από τα δύο ζητήματα λύθηκε στις 29 Ιουλίου 1913, όταν η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη αποφάσισε πως η Αλβανία θα ήταν στο εξής ανεξάρτητο κράτος υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Λίγο νωρίτερα είχε δοθεί λύση και στο θέμα των βόρειων και βορειοανατολικών συνόρων της, όταν ύστερα από πιέσεις της Ρωσίας αποφασίστηκε να δοθεί η περιοχή του Κοσσυφοπεδίου στη Σερβία, ως αντάλλαγμα για τον αποκλεισμό της τελευταίας από την έξοδο προς την Αδριατική. Ανοιχτό απέμενε μόνο το ζήτημα των νότιων συνόρων της Αλβανίας.

Στο σημείο αυτό τα σχέδια των Αλβανών εθνικιστών έμελλε να συγκρουστούν με τις ελληνικές διεκδικήσεις. Κατά βάση οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ήταν αντίθετες στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, εφ’ όσον αυτό περιοριζόταν εδαφικά εκτός της ελληνικής Ηπείρου. Οι Αλβανοί απαιτούσαν τα σύνορά τους να εκτείνονται ως τον Αμβρακικό κόλπο και η στήριξη των αιτημάτων τους από τις δύο αδριατικές δυνάμεις (Αυστρία και Ιταλία) ήταν αυτή που κατ’ εξοχήν ανησυχούσε την ελληνική πλευρά. Η οργάνωση εκτεταμένου ένοπλου αλβανικού κινήματος στα αμφισβητούμενα εδάφη, που θα στρεφόταν εναντίον των Ελλήνων, ασφαλώς θα ενίσχυε τις θέσεις τους στη διπλωματική κονίστρα, τα σχέδια όμως αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν. Εστίες δράσης των Αλβανών εθνικιστών, είτε με τη μορφή ένοπλου αγώνα άτακτων σωμάτων είτε με τη διενέργεια προπαγάνδας μεταξύ των αλβανικών πληθυσμών, επισημάνθηκαν σε μερικά τμήματα (με συντονιστικό κέντρο στην Αυλώνα), χωρίς ωστόσο να πάρουν γενικευμένη μορφή.

Η έκρηξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, το καλοκαίρι του 1913, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η προσωρινή κυβέρνηση του Ισμαήλ Κεμάλ, με περιορισμένη πια επιρροή και αντιμέτωπη με το χωριστικό κίνημα των αντιπάλων του μπέηδων, με ηγέτη τον Εσάτ πασά στα Τίρανα, δεν είχε αποδειχθεί ικανή να ικανοποιήσει τις ελπίδες των Αλβανών εθνικιστών, οι οποίοι είχαν εναποθέσει σ’ αυτήν τη λύση του εθνικού τους ζητήματος. Ο Κεμάλ, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του, επιχείρησε να συνομολογήσει συμμαχία με τους Βούλγαρους, οι οποίοι, σε περίπτωση νίκης επί των Ελλήνων και των Σέρβων, προσέφεραν στους Αλβανούς την Ήπειρο και τμήματα της Μακεδονίας. Εν όψει αυτής της συμφωνίας, σε περιοχές της κεντρικής και Βόρειας Αλβανίας ετοιμάζονταν ήδη επιχειρήσεις αλβανικών ένοπλων σωμάτων εναντίον Ελλήνων και Σέρβων, με τη Βουλγαρική στήριξη. Οι εξελίξεις στο πεδίο της μάχης ωστόσο έδωσαν τέλος στα σχέδια αυτά.

Η μεγάλη εδαφική αύξηση της Ελλάδας, όμως, μέχρι τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου κρίθηκε υπερβολική από τις δυνάμεις εκείνες που δεν επιθυμούσαν να εξελιχθεί η χώρα αυτή σε ισχυρή δύναμη της Αδριατικής, ούτε και να αποδυναμωθεί υπερβολικά η Αλβανία. Με οδηγό την ικανοποίηση των αναγκών αυτών, αποφασίστηκε η οροθέτηση της συνοριακής γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Ο τελικός καθορισμός των συνόρων με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, στις 17 Δεκεμβρίου 1913, δεν ικανοποίησε καμιά από τις δύο πλευρές: ούτε την ελληνική, καθώς άφηνε στην αλβανική επικράτεια τις περιοχές του Αργυροκάστρου και της Κορυτσάς, ούτε και την αλβανική, που διεκδικούσε πολλά από τα εδάφη της ελληνικής Ηπείρου.

Έτσι, μέσα σε μόλις ένα χρόνο οι Αλβανοί, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες και δίχως ουσιαστικά να πάρουν μαζικά τα όπλα εναντίον των κυρίαρχων Τούρκων, εκμεταλλευόμενοι όμως τόσο τις στρατιωτικές επιτυχίες των Βαλκάνιων συμμάχων, που προκάλεσαν την κατάρρευση του οθωμανικού κράτους, όσο και τις στρατηγικές επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή της Βαλκανικής, κατόρθωσαν να αποκτήσουν ανεξάρτητο κράτος.

Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι στα εδάφη του νέου αυτού κράτους δεν περιλήφθηκαν όλες εκείνες οι περιοχές που διεκδικούσαν, κατοικούμενες από περισσότερο ή λιγότερο συμπαγείς αλβανικούς πληθυσμούς, προκάλεσε στους Αλβανούς εθνικιστές ένα αίσθημα πικρίας για την «αδικία» που είχε διαπραχθεί σε βάρος τους εκ μέρους των δυνάμεων της εποχής, αποτέλεσμα της οποίας ήταν κάποιοι αλβανικοί πληθυσμοί να παραμείνουν εκτός των αλβανικών συνόρων. [5] Το αίσθημα αυτό της «αδικίας του 1913» θα παραμείνει έκτοτε ζωντανό στη σκέψη των Αλβανών και θα εκθρέψει τον αλβανικό αλυτρωτισμό, που θα βρει τπ δυνατότατα να εκφραστεί σε αρκετές περιπτώσεις καθ’ όλο τον 20ό αιώνα, κάθε φορά που οι συνθήκες θα το επέτρεπαν.

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Για την αλβανική εθνική αφύπνιση ως την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, Βλ. τη διαχρονική μελέτη του St. Skendi, The Albanian National Awakening 1908-1912, Πρίνστον 1967, καθώς και τις ενδιαφέρουσες απόψεις του Τ. Zavalani, «Albanian Nationalism», στο Nationalism in Eastern Europe, Sugar P.-Lederer I. (eds), Σιάτλ 1994, σ. 55-92.

[2] Bασ. Κόντης,  Ευαίσθητες ισορροπίες. Ελλάδα και Αλβανία στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 48.

[3] Χρ. Πιτούλη-Κίτσου, Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις και το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα κατά την περίοδο 1907-1914, Αθήνα 1997, σ. 205 κ. εξ.

[4] Αναλυτικά για τα ζητήματα αυτά βλ. Βασ. Κόντης, ό.π., σ. 50 κ. εξ., καθώς και στο Κ.Α. Βακαλόπουλου, ιστορία του βόρειου Ελληνισμού. Ήπειρος, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 559 κ. εξ.

[5] Η άποψη αυτή είναι κυρίαρχη στην αλβανική ιστοριογραφία. Βλ. χαρακτηριστικά Ar. Puto, Pavaresia shqiptare dhe diplomacia e fuqive te medha 1912-1914 (H αλβανική ανεξαρτησία και η διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων 1912-1914), Τίρανα 1978, καθώς και το έργο του γνωστού R. Qosja, La question albanaise, Παρίσι 1995.

 

Ελευθερία Μαντά

Η Ελευθερία Μαντά είναι Επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, όπου και έλαβε το διδακτορικό τίτλο σπουδών με γενικό βαθμό «Άριστα». Εργάστηκε ως Επιστημονική συνεργάτης του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (1992-2008) και στη συνέχεια ως Διευθύντρια του Ιδρύματος (2008-2011).

 

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, «Βαλκάνια – Η γέννηση των εθνών», τεύχος 141, 4 Ιουλίου 2002.

Εικόνες και λεζάντες αυτών, από την Αργολική Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »