Καραγιάννης Νίκος – Ο ποιητής της νοσταλγίας (1919-1999)
Πέθανε γαλήνια το πρωί της Παρασκευής (29.10.99) στο Γηροκομείο του Ναυπλίου ο ποιητής Νίκος Καραγιάννης, σε ηλικία 80 ετών, ένα γεροντάκι που έφερνε μαζί του το ήθος του παλαιού Αναπλιού.
Από μικρό παιδί προσελήφθη ως κλητήρας στο Εθνικό Θέατρο, όπου εμυήθη εμπειρικά στην Τέχνη. Δούλεψε εκεί περίπου 40 χρόνια και νωρίς τον κατέκτησε η Ποίηση. Εμιμείτο τους βάρδους τ’ Αναπλιού, ως naif στιχουργός, τον Αντώνη Λεκόπουλο, τον Αλέκο Μουτζουρίδη, το Θόδωρο Κωστούρο και άλλους Ναυπλιολάτρες. Η ποίηση του στη δεκαετία του 1950-60 ήταν αξιόλογη, αυθόρμητη και νοσταλγική: Θυμόταν τους γονείς του, την παλιά πόλη, τους διευθυντές του Εθνικού Θεάτρου και τους καλλιτέχνες του.
Η θύμηση αυτή, καθώς περνούσε ο καιρός, γινόταν λυρική νοσταλγία που κατέληγε στα δάκρυα. Είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και ζητούσε επίμονα την επιδοκιμασία. Στο τέλος έφτασε στο παραλήρημα. Υπαγόρευε σε νέους αναμνήσεις και παλιές ιστορίες χωρίς ειρμό.
– Γράφω το κύκνειο άσμα μου, μου είπε προ μηνός.
– Τι ακριβώς, τον ρώτησα, κυρ Νίκο.
– «Το τέλος ενός θρύλου» μου είπε κλαίγοντας.
– Και ποιος είναι ο «θρύλος»;
– «Εγώ», μου απάντησε…
Τα πρώτα του ποιήματα είχαν στοιχεία προσωπικής τεχνικής αλλά η μίμηση τα αδυνάτιζε. Θυμάμαι την αισθαντικότητα στο ποίημα «Τα λιμάνια» στην «Αμυμώνη» του Θ. Κωστούρου της δεκαετίας του 1950. Ήταν ένα άρτιο ποίημα. Τύπος γραφικός, χαρακτήρας αισθαντικός, γενναιόδωρος στην πόλη του, της οποίας δώρησε πολλά κειμήλια καλλιτεχνικά, έφυγε με το παράπονο ότι δεν τον τίμησε το Ναύπλιο, η γενέτειρα του, όσο έπρεπε.
Μετά την παράσταση του «Ματωμένου Γάμου»
Στην Κατίνα Παξινού (Νίκος Καραγιάννης)
Δεν είχατε το δικαίωμα, Κυρία,
ν’ αλέσετε -χρυσόσκονη- την καρδιά μας
στο νερόμυλο της μεγάλης Τέχνης σας.
Δεν είχατε δικαίωμα να παραλάβετε,
πριν απ’ την παράσταση, το κορμί μας αρτιμελές
και να το μεταβάλλετε, μετά απ’ αυτήν,
σε μια χούφτα κόκκινο χώμα!
Μαχαίρι ή φωνή σας, ράγιζε βαθειά την πέτρα.
Είστε η μεγάλη μητέρα πλέον.
Οι μητέρες της μέχρι τούδε ζωής μας.
Γιατί, και τη δικιά μου μητέρα, στη μορφή σας είδα
να στέκεται σκυμμένη στο παράθυρο,
τα βράδυα του καλοκαιριού,
να περιμένει, να περιμένει τ’ αδέρφια μου και μένα
να γυρίσουμε στο σπίτι,
κι’ απ’ τα μάτια αναβλύζει μύρο και δάκρυα.
Δεν είχατε νομίζω, Κυρία, το δικαίωμα, βλέποντας
από σήμερα άλλη παράσταση,
να αισθανόμαστε ραγισμένες πέτρες
πού αναβλύζουν δάκρυα και μύρο
και ποτίζουνε το όνομα σας!
Δε είχατε δικαίωμα να μας εμποδίσετε
να σας λούσουμε, Κυρία, με ρίγος
και να συνοδεύουμε στην αιωνιότητα
με δάκρυα και μύρο τον ίσκιο σας!
Σε τι σκληρή μοίρα ταχτήκατε
να εκμηδενίσετε με τη φωνή και τα χέρια σας,
τον οποιονδήποτε τολμήσει να παραβγεί δίπλα σας!
Παραδεχτήτε, δεν είχατε όλο το δικαίωμα, Κυρία,
-κρατώντας αόρατα μαχαίρια- ν’ αφανίζετε το σύμπαν,
προχωρώντας πιο πάνω απ’ την κορφή!
Οι κορυφές είτανε ένα ιδεατό σημείο στη ζωή
μας. Τώρα;
Πάνος Λιαλιάτσης, «Από τη Ναυπλιακή ποίηση», Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV (2000).
Σχολιάστε