Τα Ιουνιανά του 1863 – Εμφύλιες συγκρούσεις για τη διαδοχή του Όθωνα
Μετά την έξωση του Οθωνα και την πτώση της δυναστείας του, η εξουσία στην Ελλάδα ασκήθηκε από την αυτοαποκαλούμενη «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», την οποία αποτελούσαν όλοι οι αντιπολιτευόμενοι τον έκπτωτο μονάρχη. Οι πληρεξούσιοι που αποτελούσαν την εθνοσυνέλευση απέτυχαν πλήρως στο έργο τους και με τις παραλείψεις τους, τα πολιτικά και κομματικά τους πάθη, οδήγησαν σταθερά την Ελλάδα στην αναρχία και στον εμφύλιο πόλεμο των «Ιουνιανών», που διεξήχθη στους δρόμους των Αθηνών με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.
Έξι μήνες μετά το τέλος της Ναυπλιακής Επανάστασης (8 Απριλίου 1862), στις 10 Οκτωβρίου 1862, μετά από μια αναμενόμενη εξέγερση του Στρατού στην Αθήνα, τερμάτισε τον βίο της η τριακονταετής βασιλεία του Όθωνα. Μια σειρά προβλημάτων που αντιμετώπιζε το μικρό τότε νεοελληνικό κρατίδιο (η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, η οικονομική εξαθλίωση αγροτικών πληθυσμών, ο αυταρχισμός κατά την άσκηση εξουσίας) αλλά και κάποια σοβαρά λάθη του Όθωνα, όπως η κατάσχεση της μοναστηριακής περιουσίας και η προσβολή του Ορθόδοξου θρησκευτικού συναισθήματος του λαού που τότε ήταν εντονότατο, το Καθολικό θρήσκευμα του ιδίου, η ακληρία του και η αδυναμία του να εξασφαλίσει διάδοχο από την οικογένειά του στη Βαυαρία, είχαν στρέψει την κοινή γνώμη αμετάκλητα εναντίον του.
Δύο ημέρες μετά, εν πλω προς τον Πειραιά και αφού πείσθηκε για το μάταιο της υπόθεσής του, ο έκπτωτος βασιλιάς αναχώρησε με τη σύζυγό του Αμαλία για τη γενέτειρά του, το Μόναχο, όπου έζησε επί έναν χρόνο απομονωμένος από την οικογένειά του και την Αυλή του, σε πλήρη κατάθλιψη. Τελικά αποσύρθηκε στη Βαμβέργη, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην αφάνεια. Πέθανε στις 14 Ιουλίου του 1867 φορώντας την ελληνική φουστανέλα και προφέροντας ως τελευταία του λέξη το όνομα της αγαπημένης του Ελλάδας. Τον ακολούθησε η Αμαλία στις 8 Μαΐου του 1875, σε ηλικία 57 χρόνων.
Η «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων»
Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινά η τριανδρία Ελλήνων πολιτικών (Μπενιζέλος Ρούφος, Κωνσταντίνος Κανάρης, Δημήτριος Βούλγαρης) που είχαν πρωτοστατήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα, η οποία σχημάτισε κυβέρνηση και προκήρυξε εκλογές για τη σύγκλιση της επονομαζόμενης «Δεύτερης εν Αθήναις Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων».
Λαϊκή απεικόνιση της τριανδρίας (Ρούφος – Βούλγαρης- Κανάρης) που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξοδο του Όθωνα.
Οι εκλογές που ακολούθησαν σε όλες τις επαρχίες ήταν ένα όργιο αυθαιρεσιών, κακοποιήσεων ψηφοφόρων και πλαστογραφιών, φαινόμενο συνηθισμένο στα πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Τελικά, στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι των Ελλήνων της Διασποράς [1] αλλά και της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Χίου, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης, παρά τις έντονες τουρκικές αντιδράσεις [2], με μικρή όμως εκπροσώπηση. Από την Εθνοσυνέλευση αποκλείσθηκαν εντελώς αντιδημοκρατικά πολλοί σημαντικοί αντιπρόσωποι του έθνους που είχαν συνδέσει τις πολιτικές τύχες τους με τον Όθωνα, όπως οι Κουντουριώτηδες, ο Κριεζιώτης, οι Νοταράδες, ο Περραιβός, ο Γρηγοράκης, ο Καραπαύλος κτλ.
Την 1η Δεκεμβρίου 1862 ορκίσθηκαν οι 327 βουλευτές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, και ήταν διάχυτη η αισιοδοξία σε όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας ότι η Εθνοσυνέλευση θα εξασφάλιζε τους σκοπούς του έθνους. Στη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης θριάμβευε η οικογενειοκρατία [3] (γεγονός που στηλιτεύθηκε έντονα στον Τύπο της εποχής), με την πλειοψηφία των αντιπροσώπων να είναι είτε αγωνιστές του 1821 είτε συγγενείς τους.
Οι υπόλοιποι βουλευτές ήταν νέοι στην ηλικία, αρκετοί ήταν κατώτεροι στρατιωτικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου και δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν ήταν επαγγελματίες πολιτικοί και αγνοούσαν τις κοινοβουλευτικές πρακτικές, διέθεταν όμως πατριωτισμό και ενθουσιασμό. Υπήρχαν επίσης ανάμεσα στους πληρεξούσιους πολλοί επαγγελματίες στρατιωτικοί. Αυτή η ανομοιογένεια δημιουργούσε μια θολή πολιτική ατμόσφαιρα, όπου οι πολιτικές παρατάξεις δεν ήταν καθορισμένες με σαφήνεια, με αποτέλεσμα να εντείνεται η πολιτική αβεβαιότητα και να δημιουργούνται εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των πληρεξουσίων.
Τελικά η Εθνοσυνέλευση διαιρέθηκε σε δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς, τους «ορεινούς» και τους «πεδινούς», ονομασίες που δήθεν παρέπεμπαν στον τρόπο με τον οποίο κάθονταν οι πληρεξούσιοι στα έδρανα της Εθνοσυνέλευσης και έμμεσα θύμιζαν τις αντίστοιχες παρατάξεις της γαλλικής εθνοσυνέλευσης.
Οι «ορεινοί» είχαν ως αρχηγούς μια ομάδα σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κουμουνδούρος, ο Καλλιφρονάς [4], ο Κυριακός κ.ά. και οι πληρεξούσιοί τους κάθονταν στα τελευταία καθίσματα της αίθουσας, ενώ οι «πεδινοί» καταλάμβαναν τα πρώτα καθίσματα και είχαν ως αρχηγό τον Δημήτριο Βούλγαρη. Η αλήθεια είναι όμως πως στερούντο εντελώς κάθε ιδεολογικού ή κοινωνικού περιεχομένου. Δεν αντιπροσώπευαν ταξικά ή άλλα συντεχνιακά συμφέροντα, γι’ αυτό και ο διαχωρισμός των παρατάξεων ήταν κοινωνικά οριζόντιος, με τα δύο κόμματα να περιλαμβάνουν εξίσου άτομα από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές τάξεις, τα επαγγέλματα και τις ηλικίες. Ουσιαστικά, ήταν σύλλογοι ατόμων που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν και να προωθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα [5].
Συμπληρωματικά σε αυτές τις δύο παρατάξεις υπήρχαν οι «εκλεκτικοί», που προσπαθούσαν να τηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο ομάδες, ώστε να μην επικρατήσει εντελώς καμία, με το σκεπτικό ότι η πλήρης πολιτική επικράτηση μιας παράταξης θα οδηγούσε στην πολιτική αυθαιρεσία. Η ιδεολογία τους ήταν συντηρητική και φιλομοναρχική και είχαν ως μέλη τους πλέον μορφωμένους και δημοφιλείς ανάμεσα στους πληρεξουσίους. Μεγάλα ονόματα όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος [6], ο Ν. Σαρίπολος, ο Ζαχαρίας Βάλβης, ο Δ. Κυριακού, ο Ι. Μεσσηνέζης, ο Λ. Μελάς, ο Χ. Ζυμβρακάκης, στελέχωναν τους «εκλεκτικούς».
Τέλος, υπήρχε και μια μικρή ομάδα αδιάλλακτων αντιμοναρχικών πληρεξουσίων (Ιάλεμος [7], Μακρής, Μαστραπάς, Γλαράκης, Δόσιος κ.ά.) υπό τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, το «Εθνικό Κομιτάτο». Τα μέλη του, κυρίως νέοι και φοιτητές, είχαν πρωτοστατήσει στις συνομωσίες κατά του Όθωνα και υποστήριζαν μια αιματηρή επανάσταση, που θα παρέδιδε την εξουσία στη νέα γενιά [8]. Το «Εθνικό Κομιτάτο» το θεωρούσαν πολιτικά ως εμπροσθοφυλακή των «πεδινών» του Βούλγαρη.
Η εκλογή του νέου Βασιλιά
Μέσα σε ένα τρίμηνο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1862) η εθνοσυνέλευση που είχε εκλεγεί για να συντάξει τον νέο Συνταγματικό χάρτη της χώρας, να διαπραγματευθεί με τις Προστάτιδες Δυνάμεις για την εκλογή νέου βασιλιά, να διαπραγματευθεί και να επικυρώσει την προσάρτηση των Ιονίων νήσων από την Αγγλία, παρεκτράπηκε εντελώς από τους σκοπούς της. Προϊόν αυτής της παρεκτροπής ήταν μια σειρά θνησιγενών κυβερνήσεων που ανακύκλωναν ένα σύνολο προσώπων χωρίς να προσφέρουν ουσιαστικά τίποτε. Ο πολιτικός διχασμός των Ελλήνων δεν τους επέτρεψε να συμμετάσχουν ενεργά στην εκλογή του νέου βασιλιά τους αλλά ούτε να διεκδικήσουν δυναμικά εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία, λόγω εσωτερικών προβλημάτων και υπό τον φόβο εσωτερικών αναταραχών, ήταν έτοιμη για παραχωρήσεις [9].
Οι Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως η Αγγλία, που είχε μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή, βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν βάναυσα στα εσωτερικά της Ελλάδας, επιβάλλοντας τη θέλησή τους τόσο ως προς την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και σχετικά με τον τρόπο εκλογής του νέου βασιλιά. Ο βασικός μοχλός πίεσης και εκβιασμού της αγγλικής πολιτικής απέναντι στους Έλληνες ήταν η διαφαινόμενη Ένωση των Επτανήσων με τον εθνικό κορμό. Οι Βρετανοί εσκεμμένα κωλυσιεργούσαν τις διαπραγματεύσεις της Ένωσης, ώστε να τις επισείουν απειλητικά στα διπλωματικά θέματα που ανέκυπταν και αφορούσαν την Ελλάδα.
Κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου του 1863, το ελληνικό στέμμα περιφερόταν από τους Βρετανούς ανά τα μικροσκοπικά κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης ως διακοσμητικό ασημικό προς πώληση σε τιμή ευκαιρίας, σε ένα άθλιο αλισβερίσι, και αντιμετωπιζόταν από τους ασήμαντους πριγκιπίσκους σαν ακάνθινο στεφάνι, λόγω της οικτρής τύχης του Όθωνα.
Μετά από 18 καταγεγραμμένες κατηγορηματικές αρνήσεις άσημων γαλαζοαίματων να αναλάβουν την «ηλεκτρική καρέκλα» του ελληνικού θρόνου, στις 10 Μαρτίου του 1863 παρουσιάσθηκε ο νεαρός (μόλις 17 ετών) Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του οίκου Γκλύξμπουργκ της Δανίας, πρόθυμος να αναλάβει τον Θρόνο χωρίς καμία διαπραγμάτευση ή άλλη απαίτηση. Ο πατέρας του, πρίγκιπας Χριστιανός, κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν έθεσε ένα σύνολο παράλογων οικονομικών απαιτήσεων [10] προσπαθώντας να εμποδίσει την ανάληψη του Θρόνου από τον γιό του, καθώς αντιπαθούσε τους Έλληνες, τους οποίους ονόμαζε «άθλιους» και «έθνος ληστών».
Ο νεαρός Γεώργιος όμως ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα της Βασιλείας του στην Ελλάδα, αγωνιούσε για την καθυστέρηση και ζήτησε από τους γονείς του να σταματήσουν να διαπραγματεύονται και να του επιτρέψουν να μεταβεί στην Ελλάδα άνευ όρων και χωρίς οικονομική αποζημίωση [11]. Τελικά, στις 18 Μαρτίου 1863, μετά από αγγλική παραίνεση, η Εθνοσυνέλευση με το ΚΕ’ ψήφισμά της επικύρωσε την εκλογή του Γεωργίου στον ελληνικό Θρόνο. Μια αντιπροσωπεία Ελλήνων ταξίδεψε στη Δανία για να προσφέρει συμβολικά το Ελληνικό Στέμμα στον νεαρό πρίγκιπα. Η όλη διαδικασία όμως αποδείχθηκε χρονοβόρα και, σε συνδυασμό με τις διαπραγματεύσεις για τους τελικούς όρους των σχετικών πρωτοκόλλων με τις μεγάλες Δυνάμεις, καθυστέρησε την έλευση του Γεωργίου στην Ελλάδα επί επτά κρίσιμους μήνες.
Τα γεγονότα πριν την αναμέτρηση
Η καθυστέρηση της έλευσης του Γεωργίου στην Ελλάδα αποδείχθηκε τραγική για τη χώρα. Η πρώτη κυβερνητική κρίση του Φεβρουαρίου του 1863 (τα γνωστά Φεβρουαριανά), με την αποτυχημένη πραξικοπηματική προσπάθεια του Βούλγαρη να αναλάβει μονομερώς την κυβέρνηση, ήταν μόνο το προοίμιο για αυτά που θα επακολουθούσαν. Τα επεισόδια δεν έλαβαν έκταση χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της εθνοφυλακής την οποία αποτελούσαν ένοπλοι φοιτητές, όξυνε όμως επικίνδυνα τα πολιτικά πάθη.
Παράλληλα, η βραδύτητα των πολιτικών ζυμώσεων στα ανακτοβούλια των Μεγάλων Δυνάμεων για την εκλογή νέου βασιλιά παρέλυε και αποτελμάτωνε το έργο της Εθνοσυνέλευσης σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1863). Μέσα σε ατμόσφαιρα οχλαγωγίας και αντεγκλήσεων, οι δύο παρατάξεις φιλονικούσαν για την εξουσία, αδιαφορώντας πλήρως για τη διευθέτηση των κρίσιμων ζητημάτων του Ελληνισμού.
Η Εθνοσυνέλευση είχε καταντήσει ένα απλό Βουλευτικό σώμα που νομοθετούσε (αποτυχημένα) για καθημερινά θέματα. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος ήταν πρωτοφανής [12], όλοι οι υπουργοί που ανέλαβαν καθήκοντα επιδόθηκαν σε ένα όργιο διορισμών των κομματικών τους φίλων [13], ενώ η ίδια η Εθνοσυνέλευση τον Μάρτιο του 1863 όρισε υψηλή μηνιαία αποζημίωση 300 δραχμών για όλα τα μέλη της (τους λεγόμενους «λουφέδες») με αναδρομική ισχύ, κάτι που εξαγρίωσε την κοινή γνώμη της εποχής. Ο Στρατός αναμιγνυόταν ανοικτά και απροκάλυπτα στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης με έγγραφα που έστελναν αξιωματικοί που δήλωναν τις θελήσεις και τις προτιμήσεις τους.
Η παρατεταμένη ακυβερνησία της χώρας καταβαράθρωσε την οικονομία, ενώ η εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης, συνήθως μηνιαίας διάρκειας, μόλις έφθανε στα όρια της πρωτεύουσας. Η επαρχία ουσιαστικά δεν παρακολουθούσε τα πολιτικά γεγονότα και βρισκόταν στο έλεος της ακυβερνησίας και της ληστείας, που εκείνη την εποχή ανθούσε σε όλη την επικράτεια. Ομάδες οπλοφόρων διέτρεχαν όλες τις επαρχίες της επικράτειας ληστεύοντας τους κατοίκους της, ακόμη και διεξάγοντας δίκες και εκτελώντας τις αποφάσεις τους. Η κατά τόπους Αστυνομία και ο Στρατός δεν υπάκουαν στην εκάστοτε κυβέρνηση παρά μόνο αν αυτή προερχόταν από την πολιτική τους φατρία. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκαν ομάδες αυτοάμυνας των κατοίκων, αλλά και αυτές βαθμιαία εξελίχθηκαν σε χειρότερους καταπιεστές των χωρικών, εντείνοντας περαιτέρω την απελπισία τους.
Ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ (Scarlett) έγραφε χαρακτηριστικά: «Η απόπειρα απαγωγής της κόρης του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, δίδας Σταύρου, καθώς και πολλά άλλα εγκλήματα, επιβεβαιώνουν την εντύπωση των εγκληματιών, πως με την έλευση του νέου βασιλιά, θα υπάρξει γενική αμνηστία. Η πειρατεία βρίσκεται σε έξαρση».
Μετά από τρεις αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές, στις 29 Απριλίου 1863 ορκίσθηκε η κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου με την υποστήριξη των «εκλεκτικών» και με τα περισσότερα μέλη της να προέρχονται από τους «ορεινούς». Με αφορμή ένα απότομο γαλλικό τελεσίγραφο [14] το οποίο η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει παρέχοντας οικονομική και ηθική αποζημίωση, οι «πεδινοί» με τους Ν. Σαρίπολο και Κ. Πετσάλη βρήκαν ευκαιρία στις 10 Ιουνίου 1863 να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης. Στην ψηφοφορία που επακολούθησε, η κυβέρνηση Ρούφου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με μεγάλη πλειοψηφία και ενίσχυσε τη θέση της διορίζοντας τον έμπειρο στρατιωτικό Πάνο Κορωναίο υπουργό Στρατιωτικών και τον Μ. Κανάρη υπουργό Ναυτικών (και οι δύο ήταν σημαντικά στελέχη των «ορεινών») στη θέση των παραιτηθέντων «πεδινών» Ν. Μπότσαρη και Ν. Μπουντούρη.
Τα Ιουνιανά
Η κομματική διαπάλη είχε ενταθεί με έπαθλο τη διατήρηση στην εξουσία μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά. Ο Δημήτριος Βούλγαρης και οι «πεδινοί» δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη διαφαινόμενη πλήρη επικράτηση των «ορεινών» από την στιγμή που γνώριζαν ότι υπερείχαν των αντιπάλων τους στρατιωτικά. Ο Βούλγαρης [15] και οι επιτελείς του διοργάνωσαν μια ευρύτατη συνομωσία για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Στις 17 Ιουνίου εμφανίσθηκε στο κέντρο της Αθήνας ένας πασίγνωστος ληστής της εποχής ονόματι Κυριάκος, γνωστός για τις σχέσεις του με τους «πεδινούς». Αυτός συνεπικουρούμενος από άλλους 70 οπλοφόρους, κατέλαβε τη Μονή Ασωμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Ο Κορωναίος διέταξε το πανίσχυρο και καλά εξοπλισμένο 6ο τάγμα υπό τον Λεωτσάκο, οπαδό των «ορεινών», να συλλάβει αμέσως τους ληστές.
Η επιτυχία της επέμβασης ήταν τόσο σίγουρη λόγω της αριθμητικής υπεροχής του τάγματος, ώστε συγκεντρώθηκε πλήθος κατοίκων της Αθήνας για να δει τη σύλληψη των περιβόητων ληστών. Το 6ο τάγμα πλησίασε το καταληφθέν κτίριο, αλλά περιέργως δεν επιτέθηκε στους ληστές, ούτε δέχθηκε πυρά από αυτούς. Αντίθετα, οι στρατιώτες πλησίασαν ειρηνικά το κτίριο, ήλθαν σε συνεννόηση με τους ληστές και ουσιαστικά ενώθηκαν μαζί τους φωνάζοντας συνθήματα υπέρ των «πεδινών», κάτι που προφανώς ήταν προσυμφωνημένο, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Λεωτσάκου σε αναφορές του στην Εθνοσυνέλευση. Σύντομα η Χωροφυλακή και το πυροβολικό με τον διοικητή του Παπαδιαμαντόπουλο, που στάθμευαν στα περίχωρα των Αθηνών, εκδηλώθηκαν υπέρ των «πεδινών» και το εμφύλιο αιματοκύλισμα φαινόταν προ των πυλών.
Ο Πάνος Κορωναίος, για να προλάβει τα γεγονότα, κατάφερε να συλλάβει τον Λεωτσάκο με κινηματογραφικό τρόπο (τον ξεγέλασε να ανέβει στην άμαξά του και τον αφόπλισε με μια κίνηση) τον οποίο η κυβέρνηση θεωρούσε κινητήριο μοχλό των πραξικοπηματιών.
Στις 18 Ιουνίου οι στρατιώτες του τάγματος Λεωτσάκου συνέλαβαν τους υπουργούς Κουμουνδούρο και Καλλιφρονά και για να τους ελευθερώσουν απαιτούσαν την απελευθέρωση του Λεωτσάκου. Η κυβέρνηση έκανε το μοιραίο λάθος να δεχθεί αυτή την ανταλλαγή, εγκαταλείποντας την ψυχολογική θέση ισχύος που είχε ως τότε. Η υποχώρηση αυτή κατέστειλε και τις τελευταίες αναστολές των «πεδινών». Το βράδυ της 18ης Ιουνίου, ένας έξαλλος οπλισμένος πολύχρωμος συρφετός από στρατιώτες, ληστές, πυροβολητές, αντάρτες, πολιτοφύλακες, βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης και χωροφύλακες, συνωστιζόταν κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του Βούλγαρη πυροβολώντας στον αέρα, φωνάζοντας, υβρίζοντας και ζητώντας με φανατισμό να πέσουν τα κεφάλια όλων των «ορεινών». Ο Βούλγαρης εμφανίσθηκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του, ενώπιον του εξαγριωμένου ένοπλου όχλου, αρκετά ευχαριστημένος, χαιρετώντας και επαινώντας τους στασιαστές για το υψηλό τους φρόνημα και τις «εθνωφελείς» προθέσεις τους. Το αλλόκοτο αυτό σκηνικό συμπλήρωνε η μπάντα του στασιάσαντος πυροβολικού που παρήλαυνε παιανίζοντας εμβατήρια.
Η αριθμητική υπεροχή των «πεδινών» ήταν καταφανής. Οι ένοπλοι των «πεδινών» ήταν 1.600 με επίλεκτη μονάδα τους ληστές του Κυριάκου, οι οποίοι ήταν σκληροί πολεμιστές και αδίστακτοι. Τα πιστά στρατεύματα στην κυβέρνηση δεν αριθμούσαν περισσότερους από 600 άνδρες, μερικοί από τους οποίους ήταν πυροσβέστες και σκαπανείς, ενώ πολλοί άλλοι ήταν εθελοντές εθνοφύλακες, αφού η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος της κυβέρνησης, οι περισσότεροι όμως απειροπόλεμοι.
Τη νύκτα της 18ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της πόλης, ενώ ο Πάνος Κορωναίος[16] αποφάσισε να διατάξει τις δυνάμεις του σε δυο σημεία: στα ανάκτορα (Σύνταγμα) που δέσποζαν των Αθηνών και στο Βαρβάκειο (όπου ήταν η έδρα της εθνοσυνέλευσης).
Το πρωί της 19ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» ξεκίνησαν την επίθεσή τους στα ανάκτορα με το σύνολο των δυνάμεών τους. Ο Αριστείδης Κανάρης (γιος του ηρωικού αγωνιστή του 1821 και τώρα ένας από τους αρχηγούς των «ορεινών») είχε οργανώσει ορθά τους άνδρες του και κατάφερε να αντέξει την πίεση των επιτιθέμενων. Το μεσημέρι όμως ο ληστής Κυριάκος με τη συμμορία του κατέλαβαν έναν μαντρότοιχο κοντά στο κτίριο και τα εύστοχα πυρά τους, σε συνδυασμό με αυτά του πυροβολικού, έφεραν τους πολιορκημένους σε δύσκολη θέση. Ο Κανάρης με 17 άνδρες του, διεξήγαγε ηρωική επιτυχή έξοδο κατά των επιτιθέμενων, χάνοντας όμως τη ζωή του. Ο Κορωναίος διέταξε να καταληφθεί η Ακρόπολη από ένα μικρό απόσπασμα «ορεινών».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έγινε προσωρινή ανακωχή με πρωτοβουλία τριών πληρεξουσίων (Μωραϊτίνη, Σκαραμαγκά και Μεσσηνέζη)[17]. Οι προσπάθειες συμβιβασμού όμως απέτυχαν και τα πάθη ήταν τόσο έντονα, ώστε οπλοφόροι των «πεδινών» παρουσιάσθηκαν αιφνιδιαστικά στην κηδεία του Κανάρη και πυροβόλησαν το φέρετρό του κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Τη νύκτα, οι δύο παρατάξεις ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη συνέχεια της αναμέτρησης. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν κατατρομοκρατηθεί και πολλοί εθνοφύλακες προσήλθαν να βοηθήσουν τα κυβερνητικά στρατεύματα καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις στους δρόμους της πόλης και υψώνοντας οδοφράγματα. Σποραδικοί πυροβολισμοί έπεφταν όλη τη νύκτα, με απώλειες εκατέρωθεν.
Το πρωί της 20ής Ιουνίου ξεκίνησαν πάλι οι εχθροπραξίες, όταν ο Κορωναίος πυροβολήθηκε από οχυρωμένους χωροφύλακες των «πεδινών» έξω από την Εθνική Τράπεζα, στην οδό Αιόλου κοντά στην Ομόνοια. Η σύρραξη γενικεύθηκε σε όλη την πόλη, στους δρόμους, στα κτίρια, στις πλατείες. Κάνες όπλων ξεπρόβαλλαν από παράθυρα, κήπους και μπαλκόνια, και οι σφαίρες του εμφυλίου σφύριζαν θανατηφόρα προς κάθε κατεύθυνση. Νεκροί έπεφταν αδιάκριτα και από τις δύο πλευρές. Επίκεντρο των μαχών ήταν το κτίριο της τράπεζας της Ελλάδος στην Ομόνοια το οποίο κατείχαν «πεδινοί», καθώς βοηθήθηκαν από τον Γ. Σταύρου, ιδρυτή της τράπεζας αλλά και προσωπικό φίλο του Βούλγαρη.
Ο Κορωναίος αποφάσισε να εξαλείψει αυτό το επικίνδυνο προγεφύρωμα με γενική επίθεση. Οι «πεδινοί» αμύνθηκαν σθεναρά, ενώ ο Κυριάκος με την ομάδα του που βρισκόταν στην περιοχή, εκμεταλλευόμενος το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, λήστεψε το ξενοδοχείο «Το στέμμα», καθώς και άλλα σπίτια που βρίσκονταν δίπλα στην τράπεζα. Η κυβέρνηση ουσιαστικά τελούσε υπό παραίτηση και τη νομιμότητα εκπροσωπούσε ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Δ. Κυριακός στον οποίο όμως κανείς δεν έδινε σημασία.
Η μάχη γύρω από την τράπεζα εντεινόταν, με τους κυβερνητικούς να βάλλουν με πυροβόλα από τον Λυκαβηττό και τους αντικυβερνητικούς να απαντούν από την πλατεία Ομονοίας. Οι εθνοφύλακες διεξήγαν συνεχείς επιθέσεις στην τράπεζα με σφοδρότητα, ενώ οι πυροσβέστες φόνευσαν τους χειριστές των τηλεβόλων των «πεδινών» στην Ομόνοια. Σύντομα οι δύο παρατάξεις συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις στην πλατεία η οποία εκείνες τις μέρες μόνο “Ομονοίας” δεν ήταν, και πυροβολούσαν σχεδόν εξ επαφής. Σε λίγα λεπτά υπήρχαν 80 νεκροί και τραυματίες, με τους “πεδινούς” να υποχωρούν άτακτα προς το ορμητήριό τους, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Οι επιθέσεις όμως των “ορεινών” εκεί δεν είχαν αποτέλεσμα, λόγω των φονικών και εύστοχων πυρών των ληστών του Κυριάκου που είχαν καταλάβει τις γύρω οικίες τις οποίες ταυτόχρονα λήστευαν. Η μάχη διεξαγόταν πλέον από δρόμο σε δρόμο, από στενό σε στενό, ενώ είχαν στηθεί και οδοφράγματα.
Παλαιές έχθρες και ανοικτοί λογαριασμοί, άσχετοι με την πολιτική διαμάχη, λύθηκαν με άνανδρες δολοφονίες, ενώ σημειώθηκαν πολλές κλοπές και άλλες αξιόποινες πράξεις. Παράλληλα με αυτά τα δραματικά γεγονότα, αιματηρές συγκρούσεις εκτυλίσσονταν και στις επαρχίες του μικρού κρατιδίου, που αποκορυφώθηκαν στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, όπου οι μάχες έλαβαν τη μορφή αληθινού εμφυλίου, με πολλούς φόνους και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών. Τη Λακωνία την κατέλαβαν καταλύοντας την έννομη τάξη 2.000 άτακτοι Μανιάτες, δήθεν φίλοι των “πεδινών”, ενώ ο δήμαρχος Κυπαρισσίας Κοκέβης μίσθωσε ένα σώμα 400 ανδρών και προέβη σε ανήκουστα εγκλήματα αντεκδίκησης εις βάρος οπαδών των “πεδινών” της πόλης του, που του έκαψαν το σπίτι, έσφαξαν τα ζώα του και ατίμασαν την κόρη του.
Το απόγευμα της αιματηρής εκείνης ημέρας οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) αποβίβασαν αγήματα και κατέλαβαν την Εθνική Τράπεζα, φοβούμενες πιθανή ληστεία των αποθεμάτων χρυσού της από τον Κυριάκο και την ομάδα του, η οποία θα οδηγούσε την Ελλάδα στην πτώχευση. Ο Κορωναίος, για τον οποίο οι Βρετανοί είχαν την πληροφορία ότι ήθελε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία, διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτή την επέμβαση, που θεωρούσε ότι βοηθούσε τους «πεδινούς», καθώς οι «ορεινοί» είχαν πλέον αποκτήσει την πρωτοβουλία, βρίσκονταν σε πιο επίκαιρα και καλά οχυρωμένα σημεία και κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Οι Βρετανοί προς στιγμήν σχεδίασαν ακόμη και την αποβίβαση συμμαχικών αγημάτων από τα πλοία τους που ναυλοχούσαν στον Πειραιά για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες [18].
Αργά το βράδυ, με την αρωγή του μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλου, αλλά και την άμεση επέμβαση των πρεσβευτών Σκάρλετ της Αγγλίας, Βουρέ της Γαλλίας και Βλουδώφ της Ρωσίας, συνήφθη πραγματική 24άωρη ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Οι ληστές του Κυριάκου, αφού λήστεψαν ακόμη κάποια σπίτια, αναχώρησαν στην ύπαιθρο αποκομίζοντας ανενόχλητοι όλη τη λεία της τριήμερης δραστηριότητάς τους. Ο απολογισμός αυτού του εμφύλιου παραλογισμού ήταν περισσότεροι από 250 νεκροί και τραυματίες, ενώ όταν τα νέα του εμφύλιου σπαραγμού έφθασαν στις ευρωπαϊκές Αυλές, καταβαραθρώθηκε το κύρος της χώρας διεθνώς.
Ο τελικός συμβιβασμός
Κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν σε θυελλώδη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στο Βαρβάκειο και υπό τις ισχυρές πιέσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων [19], βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση με συμμετοχή και των «πεδινών», με πρόεδρο και πάλι τον Μπενιζέλο Ρούφο. Λόγω της σύνθεσής της (δηλαδή της συμμετοχής τόσο «ορεινών» όσο και «πεδινών»), η κυβέρνηση αυτή αποκλήθηκε ειρωνικά «κυβέρνηση του οροπεδίου».
Το πρώτο μέτρο της ήταν να απομακρύνει από την πρωτεύουσα όλα τα στρατεύματα που στρατωνίζονταν στα περίχωρά της, ενώ με ψηφίσματα διέλυσε την Αστυνομία Πειραιά – Αθηνών και τη Χωροφυλακή. Μετέθεσε επίσης τον Πάνο Κορωναίο στο Μεσολόγγι και τους Λεωτσάκο και Παπαδιαμαντόπουλο στη Σπάρτη, για να εκτονωθεί περαιτέρω η κατάσταση. Την αποκλειστική φύλαξη της πρωτεύουσας και της Εθνοσυνέλευσης ανέλαβε η Εθνοφυλακή, η οποία είχε σταθεί φρουρός της νομιμότητας.
Η κυβέρνηση αυτή, αν και ήταν μάλλον αδύναμη και στηριζόταν σε πολύ λεπτές και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των δύο παρατάξεων, αποδείχθηκε η μακροβιότερη της εξεταζόμενης περιόδου. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε επί ενάμιση μήνα, χωρίς μάλιστα να έχει αποφασίσει διακοπή των εργασιών της. Ενδεικτικό των διαθέσεων των πληρεξουσίων ήταν ότι κατά τη μοναδική συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά, απειλήθηκε νέα σύρραξη με αφορμή την παραίτηση τεσσάρων υπουργών, η οποία ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή…
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας κάποια βασικά ιστορικά συμπεράσματα από το διήμερο, εντελώς παράλογο εμφύλιο αιματοκύλισμα των Ιουνιανών, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κανένας, ανεξαίρετα Έλληνας πολιτικός της εποχής δεν διέθετε τη στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική παιδεία για να διαχειρισθεί τα σοβαρά θέματα. Ακόμη και τα κόμματα που συγκροτήθηκαν (με εξαίρεση το «Εθνικό Κομιτάτο») το έκαναν για λόγους κατάκτησης της εξουσίας και όχι για να προασπίσουν κοινωνικές ή εθνικές ιδέες.
Η πολιτική ανωριμότητα, σε συνδυασμό με την αυταρχική προσωπικότητα του Βούλγαρη και τη δίψα πολλών στελεχών του για εξουσία, οδήγησαν στον αλληλοσπαραγμό. Το κενό εξουσίας που προέκυψε μετά τη συντριβή του αυταρχικού οθωνικού κράτους, η έλλειψη σταθερών πολιτειακών θεσμών αλλά και η απουσία μιας στιβαρής πολιτικής προσωπικότητας που θα απολάμβανε καθολικής αναγνώρισης, επιτάχυναν την πορεία προς την ένοπλη αναμέτρηση.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα αφορά την αδιαμφισβήτητη επιρροή του βρετανικού παράγοντα στο Ελληνικό Βασίλειο, μέχρι του σημείου σχεδόν τελεσιγραφικής υπαγόρευσης της πολιτικής του σε κρισιμότατα θέματα, όπως η ανακήρυξη του νέου βασιλιά και η μορφή του πολιτεύματος. Συχνά οι Έλληνες πολιτικοί της εποχής επιδίωκαν ανοικτά τέτοιου είδους ποδηγετήσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μην τηρώντας ούτε τα προσχήματα.
Η «Δεύτερη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», παρά την αρχική αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό των μελών της, απέτυχε στο έργο της γιατί δεν κατάφερε να δημιουργήσει ευνοϊκές πολιτικές προϋποθέσεις και να αναλάβει πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο (εκλογή νέου βασιλιά, Ένωση Επτανήσων, σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία και της Μεγάλες Δυνάμεις), εγκατέλειψε την τύχη των εθνικών υποθέσεων στην ειμαρμένη και αφέθηκε έρμαιο στις διαθέσεις της Αγγλίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αλλά και στο εσωτερικό πεδίο, ο διχασμός για τα αξιώματα, την πολιτική δύναμη και το κρατικό ταμείο, βύθισε τη χώρα στην αναρχία, την οικονομική ατασθαλία και τελικά στον διεθνή διασυρμό και στην ανυποληψία.
Ιωάννης Β. Δασκαρόλης
Ιστορικά θέματα, τεύχος 96, Ιούνιος 2010
Υποσημειώσεις
[1] Από το Κάιρο, το Λίβερπουλ, τη Μασσαλία, το Παρίσι, το Ιάσιο, το Λιβόρνο, το Λονδίνο, τη Μάλτα, τη Μεσσήνη της νότιας Ιταλίας, τη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ.
[2] Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε με έντονα διπλωματικά διαβήματα να ματαιώσει τη συμμετοχή στην Εθνοσυνέλευση αντιπροσώπων των υπόδουλων Ελλήνων, από φόβο μήπως ενταθούν οι βλέψεις των Ελλήνων και σημειωθούν εξεγέρσεις στα εδάφη της. Αρχικά η Αγγλία συμφώνησε μαζί της και προσπάθησε να εμποδίσει αυτή την αντιπροσώπευση, αλλά τελικά ο άξιος πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία, Σπυρίδων Τρικούπης, κατάφερε με έξυπνα επιχειρήματα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους χωρίς προβλήματα.
[3] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι εκλέχθηκαν εννέα Μαυρομιχαλαίοι, τέσσερις Δεληγιανναίοι και τέσσερις Πετμεζάδες !!!
[4] Αγωνιστής του 1821 στο σώμα του Φαβιέρου και δήμαρχος Αθηναίων το 1837 και 1841, καθαιρέθηκε από τους Βαυαρούς. Διετέλεσε τρεις φορές πρόεδρος της Βουλής, υπουργός Δημόσιας εκπαίδευσης (1863) και υπουργός Ναυτικών (1863), γνωστός με το ψευδώνυμο «φουστανελοφόρος». Ο Βρετανός πρεσβευτής Scarlett στο αρχείο του, περιλούζει τον Καλλιφρονά με ένα ομολογουμένως πρωτόγνωρο υβρεολόγιο, χαρακτηρίζοντάς τον χυδαίο δημαγωγό με βαρβαρική συμπεριφορά.
[5]«Έχουν δημιουργηθεί ομάδες που δεν έχουν συνδετικό κρίκο ούτε συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα», έγραφε ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ.
[6] Στη δύση του πολιτικού και φυσικού του βίου, ο πασίγνωστος μεγάλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ηγέτης επί πολλά χρόνια επί Όθωνα του «Αγγλικού κόμματος», δοτός πρωθυπουργός της Ελλάδας την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου (στο περίφημο «Υπουργείο Κατοχής»), στη συγκεκριμένη συγκυρία της Εθνοσυνέλευσης προσπάθησε να λειτουργήσει πυροσβεστικά και συμβιβαστικά.
[7] Ο Ιάλεμος καταγόταν από την Λέσβο η οποία την εποχή της εξιστόρησης δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί. Έφτασε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1860 για να εργασθεί ως δημοσιογράφος, αρθρογράφησε με πάθος κατά του Όθωνα και φυλακίσθηκε. Στο τελευταίο στάδιο της ζωής του αρθρογράφησε υπέρ της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1899.
[8] «Επανάστασις άνευ αίματος, είναι μάχη άνευ νεκρών, μουσική άνευ αρμονίας»!
[9] Σημαντική είναι η εμπιστευτική και απόρρητη πρόταση του πρεσβευτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αγγλία, Φωτιάδη Μπέη, που βρίσκεται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις: «Αν δημιουργηθεί Ελληνικό Βασίλειο, ακόμη και με τίμημα από την Τουρκία την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, και τεθεί οριστικά κάτω από τη βρετανική κηδεμονία, ο σουλτάνος ευχαρίστως θα αποδεχόταν μια τέτοιου είδους μείωση της επικράτειάς του, εάν με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε τη χώρα του από περαιτέρω εδαφική εισβολή». («Η Β’ εν Αθήναις Εθνική συνέλευση των Ελλήνων», σελ. 52).
[10] Ζητούσε εκ μέρους του γιού του 50.000 λίρες ετησίως, προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, και διατήρηση των βασιλικών δικαιωμάτων του Γεωργίου και επί του δανέζικου Θρόνου.
[11] Επιστολή του Άγγλου πρέσβη στην Δανία Πάτζετ στον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Ράσσελ, Αρχεία Φόρεϊν Οφις, 421/19. Τελικά, η συμφωνία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα ποσά ως ετήσια αποζημίωση και δεν περιελάμβανε ικανοποίηση για κανένα από τα αιτήματα του πατέρα του νέου βασιλιά Γεωργίου.
[12] Άσχετα από τα υπόλοιπα ελαττώματά του, στο τέλος της βασιλείας του ο Όθων είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εξυγιάνει δημοσιονομικά το Ελληνικό Βασίλειο.
[13] Ο υπουργός Οικονομικών Κουμουνδούρος, σε αγόρευσή του στην Εθνοσυνέλευση, αποκάλυψε ότι το προσωπικό του υπουργείου του, αλλά και ο ίδιος, αποτελούσαν «έρμαιο των απαιτήσεων των πληρεξουσίων».
[14] Αφορούσε την απαγωγή και κακοποίηση μιας Γαλλίδας ηθοποιού από υπαξιωματικούς. Η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει το τελεσίγραφο αποζημιώνοντας την απαχθείσα, ενώ δύο υπουργοί παραιτήθηκαν.
[15] Ο Υδραίος Δημήτριος Βούλγαρης ήταν ένας πολιτικός με ισχυρή προσωπικότητα και θέληση, αλλά με εγωισμό, αυταρχισμό και ισχυρογνωμοσύνη, έτοιμος να φθάσει στα άκρα, αδιαφορώντας για θεσμούς ή οτιδήποτε άλλο. Πρωταγωνίστησε σε πολλά πολιτικά επεισόδια αυθαιρεσίας στην 25άχρονη πολιτική του σταδιοδρομία, με εξαιρετικές επιδόσεις στις εκλογικές νοθείες και την εξυπηρέτηση της κομματικής του πελατείας.
[16] Γενναίος και έμπειρος αξιωματικός, είχε ηγηθεί της στάσης των κατοίκων του Ναυπλίου κατά του Όθωνα.
[17] Ο τελευταίος μάλιστα πληγώθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του.
[18] Αρχείο Foreign Office, 421/19 (Scarlett to Russell): «Συνεννοήσου με τους Γάλλους και τους Ρώσους ομολόγους σου για την αποβίβαση ναυτικών δυνάμεων στην Αθήνα ή σε άλλα σημεία».
[19] Οι τελευταίοι απείλησαν ότι θα αναχωρούσαν από τη χώρα μαζί με όλους τους συμπατριώτες τους, διακόπτοντας τις διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση των Επτανήσων και για την έλευση του νέου βασιλιά.
Βιβλιογραφία
- Επαμεινώνδας Κυριακίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Εκδόσεις Γρηγοριάδη.
- Γεώργιος Ασπρέας: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
- Σπ. Μαρκεζίνης: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Πάπυρος.
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, συλλoγικό έργο, Εκδόσεις Δομή.
- Gunnar Hering: ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
- Παναγής Ζούβας: ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (συλλογικό έργο), Εκδοτική Αθηνών.
- Χαράλαμπος Κύρκος: Η Β’ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΘΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ, Εκδόσεις University Studio Press.
- Τάσος Βουρνάς: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Τολίδη.
- Νίκος Αλιβιζάτος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος Α’, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Τάσος Βουρνάς: Ο ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ, Εκδόσεις Φυτράκη.
- Εφημερίδα «ΠΑΝΔΩΡΑ», 1ης Ιουλίου 1863.
Σχολιάστε