Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘1863’

Τα Ιουνιανά του 1863 – Εμφύλιες συγκρούσεις για τη διαδοχή του Όθωνα


 

 

 Μετά την έξωση του Οθωνα και την πτώση της δυναστείας του, η εξουσία στην Ελλάδα ασκήθηκε από την αυτοαποκαλούμενη «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», την οποία αποτελούσαν όλοι οι αντιπολιτευόμενοι τον έκπτωτο μονάρχη. Οι πληρεξούσιοι που αποτελούσαν την εθνοσυνέλευση απέτυχαν πλήρως στο έργο τους και με τις παραλείψεις τους, τα πολιτικά και κομματικά τους πάθη, οδήγησαν σταθερά την Ελλάδα στην αναρχία και στον εμφύλιο πόλεμο των «Ιουνιανών», που διεξήχθη στους δρόμους των Αθηνών με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.

 

Ο Όθωνας με πολιτική περιβολή κατά την εποχή της εκθρόνισής του.

Έξι μήνες μετά το τέλος της Ναυπλιακής Επανάστασης (8 Απριλίου 1862), στις 10 Οκτωβρίου 1862, μετά από μια αναμενόμενη εξέγερση του Στρατού στην Αθήνα, τερμάτισε τον βίο της η τριακονταετής βασιλεία του Όθωνα. Μια σειρά προβλημάτων που αντιμετώπιζε το μικρό τότε νεοελληνικό κρατίδιο (η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, η οικονομική εξαθλίωση αγροτικών πληθυσμών, ο αυταρχισμός κατά την άσκηση εξουσίας) αλλά και κάποια σοβαρά λάθη του Όθωνα, όπως η κατάσχεση της μοναστηριακής περιουσίας και η προσβολή του Ορθόδοξου θρησκευτικού συναισθήματος του λαού που τότε ήταν εντονότατο, το Καθολικό θρήσκευμα του ιδίου, η ακληρία του και η αδυναμία του να εξασφαλίσει διάδοχο από την οικογένειά του στη Βαυαρία, είχαν στρέψει την κοινή γνώμη αμετάκλητα εναντίον του.

Αμαλία του Oldenburg

Δύο ημέρες μετά, εν πλω προς τον Πειραιά και αφού πείσθηκε για το μάταιο της υπόθεσής του, ο έκπτωτος βασιλιάς αναχώρησε με τη σύζυγό του Αμαλία για τη γενέτειρά του, το Μόναχο, όπου έζησε επί έναν χρόνο απομονωμένος από την οικογένειά του και την Αυλή του, σε πλήρη κατάθλιψη. Τελικά αποσύρθηκε στη Βαμβέργη, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην αφάνεια. Πέθανε στις 14 Ιουλίου του 1867 φορώντας την ελληνική φουστανέλα και προφέροντας ως τελευταία του λέξη το όνομα της αγαπημένης του Ελλάδας. Τον ακολούθησε η Αμαλία στις 8 Μαΐου του 1875, σε ηλικία 57 χρόνων.

 

Η «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων»

 

Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινά η τριανδρία Ελλήνων πολιτικών (Μπενιζέλος Ρούφος, Κωνσταντίνος Κανάρης, Δημήτριος Βούλγαρης) που είχαν πρωτοστατήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα, η οποία σχημάτισε κυβέρνηση και προκήρυξε εκλογές για τη σύγκλιση της επονομαζόμενης «Δεύτερης εν Αθήναις Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων».

 

Λαϊκή απεικόνιση της τριανδρίας (Ρούφος – Βούλγαρης- Κανάρης) που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξοδο του Όθωνα.

 

Οι εκλογές που ακολούθησαν σε όλες τις επαρχίες ήταν ένα όργιο αυθαιρεσιών, κακοποιήσεων ψηφοφόρων και πλαστογραφιών, φαινόμενο συνηθισμένο στα πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Τελικά, στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι των Ελλήνων της Διασποράς [1]  αλλά και της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Χίου, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης, παρά τις έντονες τουρκικές αντιδράσεις [2], με μικρή όμως εκπροσώπηση. Από την Εθνοσυνέλευση αποκλείσθηκαν εντελώς αντιδημοκρατικά πολλοί σημαντικοί αντιπρόσωποι του έθνους που είχαν συνδέσει τις πολιτικές τύχες τους με τον Όθωνα, όπως οι Κουντουριώτηδες, ο Κριεζιώτης, οι Νοταράδες, ο Περραιβός, ο Γρηγοράκης, ο Καραπαύλος κτλ.

Την 1η Δεκεμβρίου 1862 ορκίσθηκαν οι 327 βουλευτές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, και ήταν διάχυτη η αισιοδοξία σε όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας ότι η Εθνοσυνέλευση θα εξασφάλιζε τους σκοπούς του έθνους. Στη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης θριάμβευε η οικογενειοκρατία [3] (γεγονός που στηλιτεύθηκε έντονα στον Τύπο της εποχής), με την πλειοψηφία των αντιπροσώπων να είναι είτε αγωνιστές του 1821 είτε συγγενείς τους.

Οι υπόλοιποι βουλευτές ήταν νέοι στην ηλικία, αρκετοί ήταν κατώτεροι στρατιωτικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου και δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν ήταν επαγγελματίες πολιτικοί και αγνοούσαν τις κοινοβουλευτικές πρακτικές, διέθεταν όμως πατριωτισμό και ενθουσιασμό. Υπήρχαν επίσης ανάμεσα στους πληρεξούσιους πολλοί επαγγελματίες στρατιωτικοί. Αυτή η ανομοιογένεια δημιουργούσε μια θολή πολιτική ατμόσφαιρα, όπου οι πολιτικές παρατάξεις δεν ήταν καθορισμένες με σαφήνεια, με αποτέλεσμα να εντείνεται η πολιτική αβεβαιότητα και να δημιουργούνται εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των πληρεξουσίων.

Τελικά η Εθνοσυνέλευση διαιρέθηκε σε δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς, τους «ορεινούς» και τους «πεδινούς», ονομασίες που δήθεν παρέπεμπαν στον τρόπο με τον οποίο κάθονταν οι πληρεξούσιοι στα έδρανα της Εθνοσυνέλευσης και έμμεσα θύμιζαν τις αντίστοιχες παρατάξεις της γαλλικής εθνοσυνέλευσης.

Οι «ορεινοί» είχαν ως αρχηγούς μια ομάδα σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κουμουνδούρος, ο Καλλιφρονάς [4], ο Κυριακός κ.ά. και οι πληρεξούσιοί τους κάθονταν στα τελευταία καθίσματα της αίθουσας, ενώ οι «πεδινοί» καταλάμβαναν τα πρώτα καθίσματα και είχαν ως αρχηγό τον Δημήτριο Βούλγαρη. Η αλήθεια είναι όμως πως στερούντο εντελώς κάθε ιδεολογικού ή κοινωνικού περιεχομένου. Δεν αντιπροσώπευαν ταξικά ή άλλα συντεχνιακά συμφέροντα, γι’ αυτό και ο διαχωρισμός των παρατάξεων ήταν κοινωνικά οριζόντιος, με τα δύο κόμματα να περιλαμβάνουν εξίσου άτομα από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές τάξεις, τα επαγγέλματα και τις ηλικίες. Ουσιαστικά, ήταν σύλλογοι ατόμων που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν και να προωθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα [5].

Επαμεινώνδας Δεληγιώργης (1829-1879)

Συμπληρωματικά σε αυτές τις δύο παρατάξεις υπήρχαν οι «εκλεκτικοί», που προσπαθούσαν να τηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο ομάδες, ώστε να μην επικρατήσει εντελώς καμία, με το σκεπτικό ότι η πλήρης πολιτική επικράτηση μιας παράταξης θα οδηγούσε στην πολιτική αυθαιρεσία. Η ιδεολογία τους ήταν συντηρητική και φιλομοναρχική και είχαν ως μέλη τους πλέον μορφωμένους και δημοφιλείς ανάμεσα στους πληρεξουσίους. Μεγάλα ονόματα όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος [6], ο Ν. Σαρίπολος, ο Ζαχαρίας Βάλβης, ο Δ. Κυριακού, ο Ι. Μεσσηνέζης, ο Λ. Μελάς, ο Χ. Ζυμβρακάκης, στελέχωναν τους «εκλεκτικούς».

Τέλος, υπήρχε και μια μικρή ομάδα αδιάλλακτων αντιμοναρχικών πληρεξουσίων (Ιάλεμος [7], Μακρής, Μαστραπάς, Γλαράκης, Δόσιος κ.ά.) υπό τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, το «Εθνικό Κομιτάτο». Τα μέλη του, κυρίως νέοι και φοιτητές, είχαν πρωτοστατήσει στις συνομωσίες κατά του Όθωνα και υποστήριζαν μια αιματηρή επανάσταση, που θα παρέδιδε την εξουσία στη νέα γενιά [8]. Το «Εθνικό Κομιτάτο» το θεωρούσαν πολιτικά ως εμπροσθοφυλακή των «πεδινών» του Βούλγαρη.

 

Η εκλογή του νέου Βασιλιά  

 

Μέσα σε ένα τρίμηνο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1862) η εθνοσυνέλευση που είχε εκλεγεί για να συντάξει τον νέο Συνταγματικό χάρτη της χώρας, να διαπραγματευθεί με τις Προστάτιδες Δυνάμεις για την εκλογή νέου βασιλιά, να διαπραγματευθεί και να επικυρώσει την προσάρτηση των Ιονίων νήσων από την Αγγλία, παρεκτράπηκε εντελώς από τους σκοπούς της. Προϊόν αυτής της παρεκτροπής ήταν μια σειρά θνησιγενών κυβερνήσεων που ανακύκλωναν ένα σύνολο προσώπων χωρίς να προσφέρουν ουσιαστικά τίποτε. Ο πολιτικός διχασμός των Ελλήνων δεν τους επέτρεψε να συμμετάσχουν ενεργά στην εκλογή του νέου βασιλιά τους αλλά ούτε να διεκδικήσουν δυναμικά εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία, λόγω εσωτερικών προβλημάτων και υπό τον φόβο εσωτερικών αναταραχών, ήταν έτοιμη για παραχωρήσεις [9].

Οι Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως η Αγγλία, που είχε μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή, βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν βάναυσα στα εσωτερικά της Ελλάδας, επιβάλλοντας τη θέλησή τους τόσο ως προς την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και σχετικά με τον τρόπο εκλογής του νέου βασιλιά. Ο βασικός μοχλός πίεσης και εκβιασμού της  αγγλικής πολιτικής απέναντι στους Έλληνες ήταν η διαφαινόμενη Ένωση των Επτανήσων με τον εθνικό κορμό. Οι Βρετανοί εσκεμμένα κωλυσιεργούσαν τις διαπραγματεύσεις της Ένωσης, ώστε να τις επισείουν απειλητικά στα διπλωματικά θέματα που ανέκυπταν και αφορούσαν την Ελλάδα. 

Κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου του 1863, το ελληνικό στέμμα περιφερόταν από τους Βρετανούς ανά τα μικροσκοπικά κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης ως διακοσμητικό ασημικό προς πώληση σε τιμή ευκαιρίας, σε ένα άθλιο αλισβερίσι, και αντιμετωπιζόταν από τους ασήμαντους πριγκιπίσκους σαν ακάνθινο στεφάνι, λόγω της οικτρής τύχης του Όθωνα.

Μετά από 18 καταγεγραμμένες κατηγορηματικές αρνήσεις άσημων γαλαζοαίματων να αναλάβουν την «ηλεκτρική καρέκλα» του ελληνικού θρόνου, στις 10 Μαρτίου του 1863 παρουσιάσθηκε ο νεαρός (μόλις 17 ετών) Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του οίκου Γκλύξμπουργκ της Δανίας, πρόθυμος να αναλάβει τον Θρόνο χωρίς καμία διαπραγμάτευση ή άλλη απαίτηση. Ο πατέρας του, πρίγκιπας Χριστιανός, κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν έθεσε ένα σύνολο παράλογων οικονομικών απαιτήσεων [10]  προσπαθώντας να εμποδίσει την ανάληψη του Θρόνου από τον γιό του, καθώς αντιπαθούσε τους Έλληνες, τους οποίους ονόμαζε «άθλιους» και «έθνος ληστών».

Ο νεαρός Γεώργιος όμως ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα της Βασιλείας του στην Ελλάδα, αγωνιούσε για την καθυστέρηση και ζήτησε από τους γονείς του να σταματήσουν να διαπραγματεύονται και να του επιτρέψουν να μεταβεί στην Ελλάδα άνευ όρων και χωρίς οικονομική αποζημίωση [11]. Τελικά, στις 18 Μαρτίου 1863, μετά από αγγλική παραίνεση, η Εθνοσυνέλευση με το ΚΕ’ ψήφισμά της επικύρωσε την εκλογή του Γεωργίου στον ελληνικό Θρόνο. Μια αντιπροσωπεία Ελλήνων ταξίδεψε στη Δανία για να προσφέρει συμβολικά το Ελληνικό Στέμμα στον νεαρό πρίγκιπα. Η όλη διαδικασία όμως αποδείχθηκε χρονοβόρα και, σε συνδυασμό με τις διαπραγματεύσεις για τους τελικούς όρους των σχετικών πρωτοκόλλων με τις μεγάλες Δυνάμεις, καθυστέρησε την έλευση του Γεωργίου στην Ελλάδα επί επτά κρίσιμους μήνες.

 

Τα γεγονότα πριν την αναμέτρηση

 

Η καθυστέρηση της έλευσης του Γεωργίου στην Ελλάδα αποδείχθηκε τραγική για τη χώρα. Η πρώτη κυβερνητική κρίση του Φεβρουαρίου του 1863 (τα γνωστά Φεβρουαριανά), με την αποτυχημένη πραξικοπηματική προσπάθεια του Βούλγαρη να αναλάβει μονομερώς την κυβέρνηση, ήταν μόνο το προοίμιο για αυτά που θα επακολουθούσαν. Τα επεισόδια δεν έλαβαν έκταση χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της εθνοφυλακής την οποία αποτελούσαν ένοπλοι φοιτητές, όξυνε όμως επικίνδυνα τα πολιτικά πάθη.

Παράλληλα, η βραδύτητα των πολιτικών ζυμώσεων στα ανακτοβούλια των Μεγάλων Δυνάμεων για την εκλογή νέου βασιλιά παρέλυε και αποτελμάτωνε το έργο της Εθνοσυνέλευσης σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1863). Μέσα σε ατμόσφαιρα οχλαγωγίας και αντεγκλήσεων, οι δύο παρατάξεις φιλονικούσαν για την εξουσία, αδιαφορώντας πλήρως για τη διευθέτηση των κρίσιμων ζητημάτων του Ελληνισμού.

Η Εθνοσυνέλευση είχε καταντήσει ένα απλό Βουλευτικό σώμα που νομοθετούσε (αποτυχημένα) για καθημερινά θέματα. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος ήταν πρωτοφανής [12], όλοι οι υπουργοί που ανέλαβαν καθήκοντα επιδόθηκαν σε ένα όργιο διορισμών των κομματικών τους φίλων [13], ενώ η ίδια η Εθνοσυνέλευση τον Μάρτιο του 1863 όρισε υψηλή μηνιαία αποζημίωση 300 δραχμών για όλα τα μέλη της (τους λεγόμενους «λουφέδες») με αναδρομική ισχύ, κάτι που εξαγρίωσε την κοινή γνώμη της εποχής. Ο Στρατός αναμιγνυόταν ανοικτά και απροκάλυπτα στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης με έγγραφα που έστελναν αξιωματικοί που δήλωναν τις θελήσεις και τις προτιμήσεις τους.

Η παρατεταμένη ακυβερνησία της χώρας καταβαράθρωσε την οικονομία, ενώ η εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης, συνήθως μηνιαίας διάρκειας, μόλις έφθανε στα όρια της πρωτεύουσας. Η επαρχία ουσιαστικά δεν παρακολουθούσε τα πολιτικά γεγονότα και βρισκόταν στο έλεος της ακυβερνησίας και της ληστείας, που εκείνη την εποχή ανθούσε σε όλη την επικράτεια. Ομάδες οπλοφόρων διέτρεχαν όλες τις επαρχίες της επικράτειας ληστεύοντας τους κατοίκους της, ακόμη και διεξάγοντας δίκες και εκτελώντας τις αποφάσεις τους. Η κατά τόπους Αστυνομία και ο Στρατός δεν υπάκουαν στην εκάστοτε κυβέρνηση παρά μόνο αν αυτή προερχόταν από την πολιτική τους φατρία. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκαν ομάδες αυτοάμυνας των κατοίκων, αλλά και αυτές βαθμιαία εξελίχθηκαν σε χειρότερους καταπιεστές των χωρικών, εντείνοντας περαιτέρω την απελπισία τους.

Ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ (Scarlett) έγραφε χαρακτηριστικά: «Η απόπειρα απαγωγής της κόρης του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, δίδας Σταύρου, καθώς και πολλά άλλα εγκλήματα, επιβεβαιώνουν την εντύπωση των εγκληματιών, πως με την έλευση του νέου βασιλιά, θα υπάρξει γενική αμνηστία. Η πειρατεία βρίσκεται σε έξαρση».

Μετά από τρεις αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές, στις 29 Απριλίου 1863 ορκίσθηκε η κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου με την υποστήριξη των «εκλεκτικών» και με τα περισσότερα μέλη της να προέρχονται από τους «ορεινούς». Με αφορμή ένα απότομο γαλλικό τελεσίγραφο [14] το οποίο η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει παρέχοντας οικονομική και ηθική αποζημίωση, οι «πεδινοί» με τους Ν. Σαρίπολο και Κ. Πετσάλη βρήκαν ευκαιρία στις 10 Ιουνίου 1863 να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης. Στην ψηφοφορία που επακολούθησε, η κυβέρνηση Ρούφου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με μεγάλη πλειοψηφία και ενίσχυσε τη θέση της διορίζοντας τον έμπειρο στρατιωτικό Πάνο Κορωναίο υπουργό Στρατιωτικών και τον Μ. Κανάρη υπουργό Ναυτικών (και οι δύο ήταν σημαντικά στελέχη των «ορεινών») στη θέση των παραιτηθέντων «πεδινών» Ν. Μπότσαρη και Ν. Μπουντούρη.

 

Τα Ιουνιανά

 

Κορωναίος Πάνος, φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης.

Η κομματική διαπάλη είχε ενταθεί με έπαθλο τη διατήρηση στην εξουσία μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά. Ο Δημήτριος Βούλγαρης και οι «πεδινοί» δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη διαφαινόμενη πλήρη επικράτηση των «ορεινών» από την στιγμή που γνώριζαν ότι υπερείχαν των αντιπάλων τους στρατιωτικά. Ο Βούλγαρης [15] και οι επιτελείς του διοργάνωσαν μια ευρύτατη συνομωσία για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.

Στις 17 Ιουνίου εμφανίσθηκε στο κέντρο της Αθήνας ένας πασίγνωστος ληστής της εποχής ονόματι Κυριάκος, γνωστός για τις σχέσεις του με τους «πεδινούς». Αυτός συνεπικουρούμενος από άλλους 70 οπλοφόρους, κατέλαβε τη Μονή Ασωμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Ο Κορωναίος διέταξε το πανίσχυρο και καλά εξοπλισμένο 6ο τάγμα υπό τον Λεωτσάκο, οπαδό των «ορεινών», να συλλάβει αμέσως τους ληστές.

Η επιτυχία της επέμβασης ήταν τόσο σίγουρη λόγω της αριθμητικής υπεροχής του τάγματος, ώστε συγκεντρώθηκε πλήθος κατοίκων της Αθήνας για να δει τη σύλληψη των περιβόητων ληστών. Το 6ο τάγμα πλησίασε το καταληφθέν κτίριο, αλλά περιέργως δεν επιτέθηκε στους ληστές, ούτε δέχθηκε πυρά από αυτούς. Αντίθετα, οι στρατιώτες πλησίασαν ειρηνικά το κτίριο, ήλθαν σε συνεννόηση με τους ληστές και ουσιαστικά ενώθηκαν μαζί τους φωνάζοντας συνθήματα υπέρ των «πεδινών», κάτι που προφανώς ήταν προσυμφωνημένο, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Λεωτσάκου σε αναφορές του στην Εθνοσυνέλευση. Σύντομα η Χωροφυλακή και το πυροβολικό με τον διοικητή του Παπαδιαμαντόπουλο, που στάθμευαν στα περίχωρα των Αθηνών, εκδηλώθηκαν υπέρ των «πεδινών» και το εμφύλιο αιματοκύλισμα φαινόταν προ των πυλών.

Ο Πάνος Κορωναίος, για να προλάβει τα γεγονότα, κατάφερε να συλλάβει τον Λεωτσάκο με κινηματογραφικό τρόπο (τον ξεγέλασε να ανέβει στην άμαξά του και τον αφόπλισε με μια κίνηση) τον οποίο η κυβέρνηση θεωρούσε κινητήριο μοχλό των πραξικοπηματιών.

Στις 18 Ιουνίου οι στρατιώτες του τάγματος Λεωτσάκου συνέλαβαν τους υπουργούς Κουμουνδούρο και Καλλιφρονά και για να τους ελευθερώσουν απαιτούσαν την απελευθέρωση του Λεωτσάκου. Η κυβέρνηση έκανε το μοιραίο λάθος να δεχθεί αυτή την ανταλλαγή, εγκαταλείποντας την ψυχολογική θέση ισχύος που είχε ως τότε. Η υποχώρηση αυτή κατέστειλε και τις τελευταίες αναστολές των «πεδινών». Το βράδυ της 18ης Ιουνίου, ένας έξαλλος οπλισμένος πολύχρωμος συρφετός από στρατιώτες, ληστές, πυροβολητές, αντάρτες, πολιτοφύλακες, βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης και χωροφύλακες, συνωστιζόταν κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του Βούλγαρη πυροβολώντας στον αέρα, φωνάζοντας, υβρίζοντας και ζητώντας με φανατισμό να πέσουν τα κεφάλια όλων των «ορεινών». Ο Βούλγαρης εμφανίσθηκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του, ενώπιον του εξαγριωμένου ένοπλου όχλου, αρκετά ευχαριστημένος, χαιρετώντας και επαινώντας τους στασιαστές για το υψηλό τους φρόνημα και τις «εθνωφελείς» προθέσεις τους. Το αλλόκοτο αυτό σκηνικό συμπλήρωνε η μπάντα του στασιάσαντος πυροβολικού που παρήλαυνε παιανίζοντας εμβατήρια.

Η αριθμητική υπεροχή των «πεδινών» ήταν καταφανής. Οι ένοπλοι των «πεδινών» ήταν 1.600 με επίλεκτη μονάδα τους ληστές του Κυριάκου, οι οποίοι ήταν σκληροί πολεμιστές και αδίστακτοι. Τα πιστά στρατεύματα στην κυβέρνηση δεν αριθμούσαν περισσότερους από 600 άνδρες, μερικοί από τους οποίους ήταν πυροσβέστες και σκαπανείς, ενώ πολλοί άλλοι ήταν εθελοντές εθνοφύλακες, αφού η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος της κυβέρνησης, οι περισσότεροι όμως απειροπόλεμοι.

Τη νύκτα της 18ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της πόλης, ενώ ο Πάνος Κορωναίος[16] αποφάσισε να διατάξει τις δυνάμεις του σε δυο σημεία: στα ανάκτορα (Σύνταγμα) που δέσποζαν των Αθηνών και στο Βαρβάκειο (όπου ήταν η έδρα της εθνοσυνέλευσης).

Το πρωί της 19ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» ξεκίνησαν την επίθεσή τους στα ανάκτορα με το σύνολο των δυνάμεών τους. Ο Αριστείδης Κανάρης (γιος του ηρωικού αγωνιστή του 1821 και τώρα ένας από τους αρχηγούς των «ορεινών») είχε οργανώσει ορθά τους άνδρες του και κατάφερε να αντέξει την πίεση των επιτιθέμενων. Το μεσημέρι όμως ο ληστής Κυριάκος με τη συμμορία του κατέλαβαν έναν μαντρότοιχο κοντά στο κτίριο και τα εύστοχα πυρά τους, σε συνδυασμό με αυτά του πυροβολικού, έφεραν τους πολιορκημένους σε δύσκολη θέση. Ο Κανάρης με 17 άνδρες του, διεξήγαγε ηρωική επιτυχή έξοδο κατά των επιτιθέμενων, χάνοντας όμως τη ζωή του. Ο Κορωναίος διέταξε να καταληφθεί η Ακρόπολη από ένα μικρό απόσπασμα «ορεινών».

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έγινε προσωρινή ανακωχή με πρωτοβουλία τριών πληρεξουσίων (Μωραϊτίνη, Σκαραμαγκά και Μεσσηνέζη)[17]. Οι προσπάθειες συμβιβασμού όμως απέτυχαν και τα πάθη ήταν τόσο έντονα, ώστε οπλοφόροι των «πεδινών» παρουσιάσθηκαν αιφνιδιαστικά στην κηδεία του Κανάρη και πυροβόλησαν το φέρετρό του κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Τη νύκτα, οι δύο παρατάξεις ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη συνέχεια της αναμέτρησης. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν κατατρομοκρατηθεί και πολλοί εθνοφύλακες προσήλθαν να βοηθήσουν τα κυβερνητικά στρατεύματα καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις στους δρόμους της πόλης και υψώνοντας οδοφράγματα. Σποραδικοί πυροβολισμοί έπεφταν όλη τη νύκτα, με απώλειες εκατέρωθεν.

Το πρωί της 20ής Ιουνίου ξεκίνησαν πάλι οι εχθροπραξίες, όταν ο Κορωναίος πυροβολήθηκε από οχυρωμένους χωροφύλακες των «πεδινών» έξω από την Εθνική Τράπεζα, στην οδό Αιόλου κοντά στην Ομόνοια. Η σύρραξη γενικεύθηκε σε όλη την πόλη, στους δρόμους, στα κτίρια, στις πλατείες. Κάνες όπλων ξεπρόβαλλαν από παράθυρα, κήπους και μπαλκόνια, και οι σφαίρες του εμφυλίου σφύριζαν θανατηφόρα προς κάθε κατεύθυνση. Νεκροί έπεφταν αδιάκριτα και από τις δύο πλευρές. Επίκεντρο των μαχών ήταν το κτίριο της τράπεζας της Ελλάδος στην Ομόνοια το οποίο κατείχαν «πεδινοί», καθώς βοηθήθηκαν από τον Γ. Σταύρου, ιδρυτή της τράπεζας αλλά και προσωπικό φίλο του Βούλγαρη.

Ο Κορωναίος αποφάσισε να εξαλείψει αυτό το επικίνδυνο προγεφύρωμα με γενική επίθεση. Οι «πεδινοί» αμύνθηκαν σθεναρά, ενώ ο Κυριάκος με την ομάδα του που βρισκόταν στην περιοχή, εκμεταλλευόμενος το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, λήστεψε το ξενοδοχείο «Το στέμμα», καθώς και άλλα σπίτια που βρίσκονταν δίπλα στην τράπεζα. Η κυβέρνηση ουσιαστικά τελούσε υπό παραίτηση και τη νομιμότητα εκπροσωπούσε ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Δ. Κυριακός στον οποίο όμως κανείς δεν έδινε σημασία.

Η μάχη γύρω από την τράπεζα εντεινόταν, με τους κυβερνητικούς να βάλλουν με πυροβόλα από τον Λυκαβηττό και τους αντικυβερνητικούς να απαντούν από την πλατεία Ομονοίας. Οι εθνοφύλακες διεξήγαν συνεχείς επιθέσεις στην τράπεζα με σφοδρότητα, ενώ οι πυροσβέστες φόνευσαν τους χειριστές των τηλεβόλων των «πεδινών» στην Ομόνοια. Σύντομα οι δύο παρατάξεις συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις στην πλατεία η οποία εκείνες τις μέρες μόνο “Ομονοίας” δεν ήταν, και πυροβολούσαν σχεδόν εξ επαφής. Σε λίγα λεπτά υπήρχαν 80 νεκροί και τραυματίες, με τους “πεδινούς” να υποχωρούν άτακτα προς το ορμητήριό τους, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Οι επιθέσεις όμως των “ορεινών” εκεί δεν είχαν αποτέλεσμα, λόγω των φονικών και εύστοχων πυρών των ληστών του Κυριάκου που είχαν καταλάβει τις γύρω οικίες τις οποίες ταυτόχρονα λήστευαν. Η μάχη διεξαγόταν πλέον από δρόμο σε δρόμο, από στενό σε στενό, ενώ είχαν στηθεί και οδοφράγματα.

Παλαιές έχθρες και ανοικτοί λογαριασμοί, άσχετοι με την πολιτική διαμάχη, λύθηκαν με άνανδρες δολοφονίες, ενώ σημειώθηκαν πολλές κλοπές και άλλες αξιόποινες πράξεις. Παράλληλα με αυτά τα δραματικά γεγονότα, αιματηρές συγκρούσεις εκτυλίσσονταν και στις επαρχίες του μικρού κρατιδίου, που αποκορυφώθηκαν στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, όπου οι μάχες έλαβαν τη μορφή αληθινού εμφυλίου, με πολλούς φόνους και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών. Τη Λακωνία την κατέλαβαν καταλύοντας την έννομη τάξη 2.000 άτακτοι Μανιάτες, δήθεν φίλοι των “πεδινών”, ενώ ο δήμαρχος Κυπαρισσίας Κοκέβης μίσθωσε ένα σώμα 400 ανδρών και προέβη σε ανήκουστα εγκλήματα αντεκδίκησης εις βάρος οπαδών των “πεδινών” της πόλης του, που του έκαψαν το σπίτι, έσφαξαν τα ζώα του και ατίμασαν την κόρη του.

Το απόγευμα της αιματηρής εκείνης ημέρας οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) αποβίβασαν αγήματα και κατέλαβαν την Εθνική Τράπεζα, φοβούμενες πιθανή ληστεία των αποθεμάτων χρυσού της από τον Κυριάκο και την ομάδα του, η οποία θα οδηγούσε την Ελλάδα στην πτώχευση. Ο Κορωναίος, για τον οποίο οι Βρετανοί είχαν την πληροφορία ότι ήθελε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία, διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτή την επέμβαση, που θεωρούσε ότι βοηθούσε τους «πεδινούς», καθώς οι «ορεινοί» είχαν πλέον αποκτήσει την πρωτοβουλία, βρίσκονταν σε πιο επίκαιρα και καλά οχυρωμένα σημεία και κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Οι Βρετανοί προς στιγμήν σχεδίασαν ακόμη και την αποβίβαση συμμαχικών αγημάτων από τα πλοία τους που ναυλοχούσαν στον Πειραιά για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες  [18].

Αργά το βράδυ, με την αρωγή του μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλου, αλλά και την άμεση επέμβαση των πρεσβευτών Σκάρλετ της Αγγλίας, Βουρέ της Γαλλίας και Βλουδώφ της Ρωσίας, συνήφθη πραγματική 24άωρη ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Οι ληστές του Κυριάκου, αφού λήστεψαν ακόμη κάποια σπίτια, αναχώρησαν στην ύπαιθρο αποκομίζοντας ανενόχλητοι όλη τη λεία της τριήμερης δραστηριότητάς τους. Ο απολογισμός αυτού του εμφύλιου παραλογισμού ήταν περισσότεροι από 250 νεκροί και τραυματίες, ενώ όταν τα νέα του εμφύλιου σπαραγμού έφθασαν στις ευρωπαϊκές Αυλές, καταβαραθρώθηκε το κύρος της χώρας διεθνώς.

 

Ο τελικός συμβιβασμός

 

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε μεγάλη ηλικία.

Κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν σε θυελλώδη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στο Βαρβάκειο και υπό τις ισχυρές πιέσεις  των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων [19], βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση με συμμετοχή και των «πεδινών», με πρόεδρο και πάλι τον Μπενιζέλο Ρούφο. Λόγω της σύνθεσής της (δηλαδή της συμμετοχής τόσο «ορεινών» όσο και «πεδινών»), η κυβέρνηση αυτή αποκλήθηκε ειρωνικά «κυβέρνηση του οροπεδίου».

Το πρώτο μέτρο της ήταν να απομακρύνει από την πρωτεύουσα όλα τα στρατεύματα που στρατωνίζονταν στα περίχωρά της, ενώ με ψηφίσματα διέλυσε την Αστυνομία Πειραιά – Αθηνών και τη Χωροφυλακή. Μετέθεσε επίσης τον Πάνο Κορωναίο στο Μεσολόγγι και τους Λεωτσάκο και Παπαδιαμαντόπουλο στη Σπάρτη, για να εκτονωθεί περαιτέρω η κατάσταση. Την αποκλειστική φύλαξη της πρωτεύουσας και της Εθνοσυνέλευσης ανέλαβε η Εθνοφυλακή, η οποία είχε σταθεί φρουρός της νομιμότητας.

Η κυβέρνηση αυτή, αν και ήταν μάλλον αδύναμη και στηριζόταν σε πολύ λεπτές και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των δύο παρατάξεων, αποδείχθηκε η μακροβιότερη της εξεταζόμενης περιόδου. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε επί ενάμιση μήνα, χωρίς μάλιστα να έχει αποφασίσει διακοπή των εργασιών της. Ενδεικτικό των διαθέσεων των πληρεξουσίων ήταν ότι κατά τη μοναδική συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά, απειλήθηκε νέα σύρραξη με αφορμή την παραίτηση τεσσάρων υπουργών, η οποία ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή…

 

Συμπεράσματα

 

Συνοψίζοντας κάποια βασικά ιστορικά συμπεράσματα από το διήμερο, εντελώς παράλογο εμφύλιο αιματοκύλισμα των Ιουνιανών, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κανένας, ανεξαίρετα Έλληνας πολιτικός της εποχής δεν διέθετε τη στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική παιδεία για να διαχειρισθεί τα σοβαρά θέματα. Ακόμη και τα κόμματα που συγκροτήθηκαν (με εξαίρεση το «Εθνικό Κομιτάτο») το έκαναν για λόγους κατάκτησης της εξουσίας και όχι για να προασπίσουν κοινωνικές ή εθνικές ιδέες.

Η πολιτική ανωριμότητα, σε συνδυασμό με την αυταρχική προσωπικότητα του Βούλγαρη και τη δίψα πολλών στελεχών του για εξουσία, οδήγησαν στον αλληλοσπαραγμό. Το κενό εξουσίας που προέκυψε μετά τη συντριβή του αυταρχικού οθωνικού κράτους, η έλλειψη σταθερών πολιτειακών θεσμών αλλά και η απουσία μιας στιβαρής πολιτικής προσωπικότητας που θα απολάμβανε καθολικής αναγνώρισης, επιτάχυναν την πορεία προς την ένοπλη αναμέτρηση. 

Ένα δεύτερο συμπέρασμα αφορά την αδιαμφισβήτητη επιρροή του βρετανικού παράγοντα στο Ελληνικό Βασίλειο, μέχρι του σημείου σχεδόν τελεσιγραφικής υπαγόρευσης της πολιτικής του σε κρισιμότατα θέματα, όπως η ανακήρυξη του νέου βασιλιά και η μορφή του πολιτεύματος. Συχνά οι Έλληνες πολιτικοί της εποχής επιδίωκαν ανοικτά τέτοιου είδους ποδηγετήσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μην τηρώντας ούτε τα προσχήματα.

Η «Δεύτερη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», παρά την αρχική αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό των μελών της, απέτυχε στο έργο της γιατί δεν κατάφερε να δημιουργήσει ευνοϊκές πολιτικές προϋποθέσεις και να αναλάβει πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο (εκλογή νέου βασιλιά, Ένωση Επτανήσων, σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία και της Μεγάλες Δυνάμεις), εγκατέλειψε την τύχη των εθνικών υποθέσεων στην ειμαρμένη και αφέθηκε έρμαιο στις διαθέσεις της Αγγλίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αλλά και στο εσωτερικό πεδίο, ο διχασμός για τα αξιώματα, την πολιτική δύναμη και το κρατικό ταμείο, βύθισε τη χώρα στην αναρχία, την οικονομική ατασθαλία και τελικά στον διεθνή διασυρμό και στην ανυποληψία.

  

Ιωάννης Β. Δασκαρόλης

Ιστορικά θέματα, τεύχος 96, Ιούνιος 2010

 

 Υποσημειώσεις


 

[1] Από το Κάιρο, το Λίβερπουλ, τη Μασσαλία, το Παρίσι, το Ιάσιο, το Λιβόρνο, το Λονδίνο, τη Μάλτα, τη Μεσσήνη της νότιας Ιταλίας, τη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ.

[2] Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε με έντονα διπλωματικά διαβήματα να ματαιώσει τη συμμετοχή στην Εθνοσυνέλευση αντιπροσώπων των υπόδουλων Ελλήνων, από φόβο μήπως ενταθούν οι βλέψεις των Ελλήνων και σημειωθούν εξεγέρσεις στα εδάφη της. Αρχικά η Αγγλία συμφώνησε μαζί της και προσπάθησε να εμποδίσει αυτή την αντιπροσώπευση, αλλά τελικά ο άξιος πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία, Σπυρίδων Τρικούπης, κατάφερε με έξυπνα επιχειρήματα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους χωρίς προβλήματα.

[3] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι εκλέχθηκαν εννέα Μαυρομιχαλαίοι, τέσσερις Δεληγιανναίοι και τέσσερις Πετμεζάδες !!!

[4] Αγωνιστής του 1821 στο σώμα του Φαβιέρου και δήμαρχος Αθηναίων το 1837 και 1841, καθαιρέθηκε από τους Βαυαρούς. Διετέλεσε τρεις φορές πρόεδρος της Βουλής, υπουργός Δημόσιας εκπαίδευσης (1863) και υπουργός Ναυτικών (1863), γνωστός με το ψευδώνυμο «φουστανελοφόρος». Ο Βρετανός πρεσβευτής Scarlett στο αρχείο του, περιλούζει τον Καλλιφρονά με ένα ομολογουμένως πρωτόγνωρο υβρεολόγιο, χαρακτηρίζοντάς τον χυδαίο δημαγωγό με βαρβαρική συμπεριφορά.

[5]«Έχουν δημιουργηθεί ομάδες που δεν έχουν συνδετικό κρίκο ούτε συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα», έγραφε ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ.

[6] Στη δύση του πολιτικού και φυσικού του βίου, ο πασίγνωστος μεγάλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ηγέτης επί πολλά χρόνια επί Όθωνα του «Αγγλικού κόμματος», δοτός πρωθυπουργός της Ελλάδας την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου (στο περίφημο «Υπουργείο Κατοχής»), στη συγκεκριμένη συγκυρία της Εθνοσυνέλευσης προσπάθησε να λειτουργήσει πυροσβεστικά και συμβιβαστικά. 

[7] Ο Ιάλεμος καταγόταν από την Λέσβο η οποία την εποχή της εξιστόρησης δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί. Έφτασε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1860 για να εργασθεί ως δημοσιογράφος, αρθρογράφησε με πάθος κατά του Όθωνα και φυλακίσθηκε. Στο τελευταίο στάδιο της ζωής του αρθρογράφησε υπέρ της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1899.

[8] «Επανάστασις άνευ αίματος, είναι μάχη άνευ νεκρών, μουσική άνευ αρμονίας»!

[9] Σημαντική είναι η εμπιστευτική και απόρρητη πρόταση του πρεσβευτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αγγλία, Φωτιάδη Μπέη, που βρίσκεται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις: «Αν δημιουργηθεί Ελληνικό Βασίλειο, ακόμη και με τίμημα από την Τουρκία την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, και τεθεί οριστικά κάτω από τη βρετανική κηδεμονία, ο σουλτάνος ευχαρίστως θα αποδεχόταν μια τέτοιου είδους μείωση της επικράτειάς του, εάν με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε τη χώρα του από περαιτέρω εδαφική εισβολή».  («Η Β’ εν Αθήναις Εθνική συνέλευση των Ελλήνων», σελ. 52).

[10] Ζητούσε εκ μέρους του γιού του 50.000 λίρες ετησίως, προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, και διατήρηση των βασιλικών δικαιωμάτων του Γεωργίου και επί του δανέζικου Θρόνου.

[11] Επιστολή του Άγγλου πρέσβη στην Δανία Πάτζετ στον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Ράσσελ, Αρχεία Φόρεϊν Οφις, 421/19. Τελικά, η συμφωνία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα ποσά ως ετήσια αποζημίωση και δεν περιελάμβανε ικανοποίηση για κανένα από τα αιτήματα του πατέρα του νέου βασιλιά Γεωργίου.

[12] Άσχετα από τα υπόλοιπα ελαττώματά του, στο τέλος της βασιλείας του ο Όθων είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εξυγιάνει δημοσιονομικά το Ελληνικό Βασίλειο.

[13] Ο υπουργός Οικονομικών Κουμουνδούρος, σε αγόρευσή του στην Εθνοσυνέλευση, αποκάλυψε ότι το προσωπικό του υπουργείου του, αλλά και ο ίδιος, αποτελούσαν «έρμαιο των απαιτήσεων των πληρεξουσίων».

[14] Αφορούσε την απαγωγή και κακοποίηση μιας Γαλλίδας ηθοποιού από υπαξιωματικούς. Η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει το τελεσίγραφο αποζημιώνοντας την απαχθείσα, ενώ δύο υπουργοί παραιτήθηκαν.

[15] Ο Υδραίος Δημήτριος Βούλγαρης ήταν ένας πολιτικός με ισχυρή προσωπικότητα και θέληση, αλλά με εγωισμό, αυταρχισμό και ισχυρογνωμοσύνη, έτοιμος να φθάσει στα άκρα, αδιαφορώντας για θεσμούς ή οτιδήποτε άλλο. Πρωταγωνίστησε σε πολλά πολιτικά επεισόδια αυθαιρεσίας στην 25άχρονη πολιτική του σταδιοδρομία, με εξαιρετικές επιδόσεις στις εκλογικές νοθείες και την εξυπηρέτηση της κομματικής του πελατείας.

[16] Γενναίος και έμπειρος αξιωματικός, είχε ηγηθεί της στάσης των κατοίκων του Ναυπλίου κατά του Όθωνα.

[17] Ο τελευταίος μάλιστα πληγώθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του.

[18] Αρχείο Foreign Office, 421/19 (Scarlett to Russell): «Συνεννοήσου με τους Γάλλους και τους Ρώσους ομολόγους σου για την αποβίβαση ναυτικών δυνάμεων στην Αθήνα ή σε άλλα σημεία».

[19] Οι τελευταίοι απείλησαν ότι θα αναχωρούσαν από τη χώρα μαζί με όλους τους συμπατριώτες τους, διακόπτοντας τις διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση των Επτανήσων και για την έλευση του νέου βασιλιά.

 

Βιβλιογραφία


 

  • Επαμεινώνδας Κυριακίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Εκδόσεις Γρηγοριάδη.
  • Γεώργιος Ασπρέας: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
  • Σπ. Μαρκεζίνης: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Πάπυρος.
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, συλλoγικό έργο, Εκδόσεις Δομή.
  • Gunnar Hering: ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
  • Παναγής Ζούβας: ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (συλλογικό έργο), Εκδοτική Αθηνών.
  • Χαράλαμπος Κύρκος: Η Β’ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΘΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ, Εκδόσεις University Studio Press.
  • Τάσος Βουρνάς: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Τολίδη.
  • Νίκος Αλιβιζάτος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος Α’, Εκδόσεις Σάκκουλα.
  • Τάσος Βουρνάς: Ο ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ, Εκδόσεις Φυτράκη.
  • Εφημερίδα «ΠΑΝΔΩΡΑ», 1ης Ιουλίου 1863.

 

Read Full Post »

Υλικαί παροχαί επί μεσοβασιλείας εις τους πρωτεργάτας και τα θύματα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως (1862-1863)


 

 

Αι προτάσεις και τα ψηφίσματα περί της αποκαταστάσεως των αγωνι­στών του 1821, δια τας υπέρ του Αγώνος προσφερθείσας θυσίας, απετέ­λεσαν προηγούμενον δια παρομοίας φύσεως προσπαθείας και εκδηλώσεις υπέρ των αγωνιστών των αντιοθωνικών επαναστάσεων, της 3ης Σεπτεμβρί­ου 1843 και της Φεβρουαριανής Ναυπλιακής επαναστάσεως του 1862. Η μέριμνα αυτή δια τους αγωνιστάς των αντιοθωνικών επαναστάσεων ήτο χαρακτηριστική εκάστης μετεπαναστατικής περιόδου, υπαγορευθείσα κυ­ρίως από την εκάστοτε εξυπηρετούμενην πολιτικήν σκοπιμότητα εν μέσω του λαϊκού ενθουσιασμού των πρώτων μετεπαναστατικών ημερών, καταλήξασα ούτω πολλάκις εις ανεπίτρεπτον επέκτασιν της εθνικής ευγνωμοσύνης εις χρηματικάς και άλλας παρομοίας φύσεως παροχάς, δι’ ο και ουδέποτε ευωδώθη υπό ομαλάς πολιτικάς και κοινοβουλευτικάς συνθήκας, αλλά πάν­τοτε υπό ανωμάλους περιστάσεις και διαδικασίας και εν πολλοίς εν κρύ­πτω και δη κατά τρόπον εκάστοτε ατομικόν και χαριστικόν.

Και δια μεν τους αγωνιστάς της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 αι σχετικαί προσπάθειαι εις την Εθνοσυνέλευσιν, αφορώσαι εις την απονομήν ειδικών ισοβίων συντάξεων εις τους πρωτεργάτας της επαναστάσεως, κατέληξαν εις την έγκρισιν σχετικού ψηφίσματος, το οποίον όμως με την πάροδον του χρόνου παρέμεινεν ανεκτέλεστον, αφού εις την συγκληθείσαν κατόπιν Βουλήν ποικίλαι υπήρξαν αντιδράσεις και πλείσται εξεφράσθησαν διχογνωμίαι περί την ισχύν και την ερμηνείαν των διατάξεων του ψηφίσματος και τελικώς ο ίδιος ο Δ. Καλλέργης, εξ ονόματος όλων των συναγωνιστών του, παρητήθη πάσης εν προκειμένω υλικής απολαυής χολωθείς από τον τρόπον των συζητήσεων και τας αντιδράσεις των βουλευτών [1].

Δεν συνέβη όμως το ίδιον και επί Μεσοβασιλείας δια τους αγωνιστάς της Φεβρουαριανής Ναυπλιακής επαναστάσεως του 1862, εκραγείσης ως γνωστόν και κατασταλείσης εν Ναυπλίω, Σύρω και Κύθνω και προηγηθεί­σης κατά εν οκτάμηνον της εξώσεως του Όθωνος.

 

Λαϊκή απεικόνιση της τριανδρίας (Ρούφος – Βούλγαρης- Κανάρης) που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξοδο του Όθωνα.

 

Πράγματι κατά το πρώτον τρίμηνον της Μεσοβασιλείας και προ της συγκλήσεως της Εθνοσυνελεύσεως, η Προσωρινή Κυβέρνησις των Βούλγαρη, Κανάρη και Μπενιζέλου Ρούφου ασκούσα κατά το «Ψήφισμα του Έθνους» της 11ης Οκτωβρίου 1862, ημέρας εξώσεως του Όθωνος, ορθότερον δε ειπείν επαναστα­τικά δικαιώματι, την τε νομοθετικήν και την εκτελεστικήν εξουσίαν, είχε την ευχέρειαν να θεσπίζη διατάξεις και να εκδίδη αποφάσεις αμέσως ε­κτελεστάς, οσονδήποτε και αν είχον αύται ατομικόν και χαριστικόν χα­ρακτήρα και δη κατά το πλείστον μη δημοσιευόμενος εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά καταχωριζομένας εις το μυστικόν βιβλίον των πρα­κτικών των συνεδριάσεων αυτής.

Το βιβλίον τούτο, άγνωστον κατά την περίοδον της Μεσοβασιλείας, αποτελεί σημαντικήν και επίσημον πηγήν των γεγονότων αυτής της εποχής, εδημοσιεύθη δε υπό Δ. Πετρακάκου εκ της αρχειακής συλλογής Ιωάννου Γενναδίου [2]. Τα σχετικά αποσπάσματα εκ των καταχωρημένων συνεδριάσεων, τα αφορώντα εις παροχάς υπέρ των α­γωνιστών της Ναυπλιακής επαναστάσεως, περιλαμβάνουν έξοδα επανόδου εις την Ελλάδα των προσφύγων επαναστατών, απόδοσιν μισθών των απο­λυθέντων δημοσίων λειτουργών, στελεχών της επαναστάσεως, ποικίλας χρηματικάς αρωγάς, ισοβίους μηνιαίας συντάξεις και άλλας συναφείς πα­ροχάς, έχουν δε κατά χρονολογικήν σειράν ως κάτωθι [3].

 

Συνεδρίασις 17ης Οκτωβρίου 1862:

Εν τη σημερινή συνεδριάσει παρόντων του τε προέδρου, των μελών της Προσωρινής Κυβερνήσεως και των κ.κ. Υπουργών της Επικρατεί­ας… Απεφασίσθη να χορηγηθώσιν εις τους εις Παρισίους και Λονδίνον πρόσφυγας της Φεβρουαριανής επαναστάσεως αξιωματικούς ανά χίλια φράγκα, εις δε τους υπαξιωματικούς ανά τριακόσια τριάκοντα τρία φράγκα, δι’ έξοδα επανόδου των. Επίσης εις μεν τους εν Τουρίνω και τη λοιπή Ιτα­λία πρόσφυγας αξιωματικούς ανά επτακόσια φράγκα, εις δε τους υπαξιω­ματικούς και στρατιώτας ανά 233 δια τον αυτόν λόγον.

Ως γνωστόν με την καταστολήν της Ναυπλιακής επαναστάσεως αναχώρησαν εκ Ναυπλί­ου εις το εξωτερικόν, φυγαδευθέντες δια δυο ατμοπλοίων, ενός γαλλικού και ενός αγγλικού, 200 περίπου επαναστάται, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώται και πολίται. Αρκετοί εξ αυτών κατετάγησαν εις το πυροβολικόν του στρατού του Τουρίνου και έλαβον μέρος εις τας εν Ιταλία πολεμικάς επιχειρήσεις[4].

 

Συνεδρίασις της 25ης Οκτωβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να δοθώσι εις την κυρίαν Καλλιόπην Παπαλεξοπουλου δραχμαί 2.000….

Πρόκειται δια την γνωστήν ηρωίδα της Ναυπλιακής επαναστάσεως, χήραν του γερουσιαστού Παπαλεξοπούλου και θυ­γατέρα του πολιτευτού Πατρών Καλαμογδάρτη.

 

Συνεδρίασις της 30ης Οκτωβρίου 1862:

Πάνος Κορωναίος

… Απεφασίσθη να χορηγηθή εκ του Υπουργείου των Εσωτερικών εκ των βοηθημάτων χρηματική βοήθεια 3.000 δρχ. εις τον αρχηγόν της Ε­θνοφυλακής…

Πρόκειται δια τον εκ των πρωτεργατών της Ναυπλιακής επαναστάσεως αντισυνταγματάρχην Πάνον Κορωναίον, πληγωθέντα κατά τα Ναυπλιακά, αιχμαλωτισθέντα, φυλακισθέντα και εξαιρεθέντα της αμνηστίας του Όθωνος, αναλαβόντα δε επί Μεσοβασιλείας τα καθήκοντα του αρχηγού της Εθνοφυλακής.

 

Συνεδρίασις της 31ης Οκτωβρίου 1862:

 … Απεφασίσθη να χορηγηθή χρηματική βοήθεια εις τον πολλά πα­θόντα και ζημιωθέντα κ. Αντωνόπουλον, υπέρ της Μεταπολιτεύσεως, εκ δραχμών 3.000….

Προφανώς πρόκειται δια τον δικηγόρον του Ναυπλίου Κωνσταντίνον Αντωνόπουλον, μέλος της επί της ασφαλείας επιτροπής της επα­ναστάσεως, επιβιβασθέντα εις το αγγλικόν ατμόπλοιον κατά την αναχώρησιν των επαναστατών.

 

Συνεδρίασις της 5ης Νοεμβρίου 1862:

…Απεφασίσθη να πληρωθώσιν εις τους κ.κ. Γεώργιον Πετιμεζάν και Πέτρον Μαυρομιχάλην, εφέτας Ναυπλίου, οι μισθοί της θέσεως, ην κατείχον κατά τον Φεβρουάριον….

Αμφότεροι ήσαν μέλη της επί της ασφαλεί­ας επιτροπής της Ναυπλιακής επαναστάσεως, εξαιρεθέντες της αμνηστείας του Όθωνος και επιβιβασθέντες του αγγλικού ατμοπλοίου κατά την αναχώρησιν των επαναστατών. Ήδη δια της ως άνω αποφάσεως λαμβάνουν τους μισθούς των αναδρομικώς από της ημέρας της απομακρύνσεώς των.

 

Συνεδρίασις της 6ης Νοεμβρίου 1862:

…Απεφασίσθη να δοθή βοήθεια εκ δραχ. 200 εις τον Ν. Φανδρίδην, του οποίου ο υιός εφονεύθη εις Ναύπλιον… εις τον Εμμ. Παπαδάκην δημοδιδάσκαλον Προνοίας πληγωθέντα κατά τον Φεβρουάριον δραχ. 200 ….

Αμ­φότεροι ήσαν δημοδιδάσκαλοι εις το Ναύπλιον, ο δε εξ αυτών Έμμ. Παπαδάκης ήτο και αρχηγός των εν Ναυπλίω Κρητών, οι οποίοι προσεχώρησαν εις τους επαναστάτας και ηρωικώς ηγωνίσθησαν κατά των κυβερνη­τικών δυνάμεων.

 

Συνεδρίασις 7ης Νοεμβρίου 1862:

 … Απεφασίσθη να διορισθή τετραμελής επιτροπή εκ των κ.κ. Α. Κά­λου, Θ. Βρατσάνου, Οδ. Ιαμέλου και Δ. Παράσχου έργον έχουσα να γνωμοδοτή επί των προς αυτούς   αποστελλομένων αναφορών περί απονομής βοηθημάτων…

Άπαντα τα μέλη της επιτροπής αυτής ήσαν μεμυημέναεις την Φεβρουαριανήν Ναυπλιακήν επανάστασιν. Ο εξ αυτών Θ. Βρατσάνος ήτο μέλος της επαναστατικής επιτροπής Σύρου, οι δε λοιποί συνελή­φθησαν εν Αθήναις την παραμονήν της εκρήξεως της επαναστάσεως κατό­πιν της κατασχέσεως εις Ναύπλιον επιστολής του αρχηγού των επαναστα­τών συνταγματάρχου Αρτέμη Μίχου προς τον εν Αθήναις αδελφόν του Αλέξιον.

 

Συνεδρίασις της 10ης Νοεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να χορηγηθή εις τους εκ της αλλοδαπής ελθόντας κ.κ. Κατσικογιάννην, Χρ. Γρίβαν, Δημ. Γρίβαν, Νικόλ. Μακρήν, Βασίλ. Ορλώφκαι Λεων. Γραμματικόπουλον αποζημίωσις εκ δρχ. 800 εις έκαστον δι έξοδα επανόδου των….

Εκ των ανωτέρω ο Βασίλ. Ορλώφ ήτο κατά τον Φεβρουάριον ο κυβερνήτης της «Καρτερίας», η οποία προσεχώρησεν εις τους εν Σύρω επαναστάτας, οι δε λοιποί μέλη της επαναστατικής επιτροπής Ναυπλίου αναχωρήσαντα ης το εξωτερικόν δια του αγγλικού ατμόπλοιου.

 

Συνεδρίασις 13ης Νοεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να χορηγηθή σύνταξις εκ δρχ. 500 κατά μήνα εις την κυρίαν Καλλιόπην Παπαλεξοπούλου, εις ην θέλει συμπεριληφθή και η δυνάμει του νόμου των συντάξεων περί χηρών και ορφανών των γερουσιαστών χορη­γούμενη….

 

Συνεδρίασις 15ης Νοεμβρίου 1862:

…Απεφασίσθη να πληρωθώσιν οι μισθοί του νομαρχιακού διδασκάλου Προνοίας κ. Ν. Φανδρίδη, παυθέντος μετά τήν Ναυπλιακήν επανάστασιν. Εις δε τον δημοδιδάσκαλον Έμμ. Παπαδάκην, πληγωθέντα κατά την επανάστασιν Ναυπλίου και παυθέντα, να χορηγηθή μηνιαία σύνταξις εκ δραχ. 40…

 

Συνεδρίασις 17ης Νοεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να χορηγηθή χρηματική βοήθεια εκ δραχ. 1.000 εις τον κ. Αντώνιον Νικολαίδην, άλλοτε συντάκτην της «Αθήνας», πολλά πα­θόντα και υποστάντα υπέρ της επαναστάσεως… Επίσης χρηματική βοήθεια εκ δραχ. 100 εις τον Χρ. Πλαπούταν πληγωθέντα εν Ναυπλίω….

Ο μνη­μονευόμενος Αντώνιος Νικολαΐδης ήτο μεμυημένος εις την Ναυπλιακήν επανάστασιν συλληφθείς εις Αθήνας την παραμονήν της εκρήξεώς της κατόπιν της εν Ναυπλίω κατασχέσεως της επιστολής των επαναστατών.

 

Συνεδρίασις της 20ης Νοεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να χορηγηθή χρηματική βοήθεια εις ην κυρίαν Καλ­λιόπην Παπαλεξοπούλου εκ δραχ. 1.000….

 

Συνεδρίασις της 22ας Νοεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να χορηγηθώσιν εις τον συνταγματάρχην κ. Αρτέμιον Μίχον δραχ. 5.000 δια τας υπέρ της μεταπολιτεύσεως ενεργείας του και τας ζημίας, ας υπέρ αυτών υπέστη….

Πρόκειται ως γνωστόν δια τον αρχηγόν της Ναυπλιακής επαναστάσεως επανελθόντα εκ της αλλοδαπής μετά την έξωσιν του Όθωνος δι’ ειδικώς προς τούτο αποσταλέντος υπό της Προσω­ρινής Κυβερνήσεως εθνικού ατμοπλοίου.

 

Συνεδρίασις της 5ης Δεκεμβρίου 1862:

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε μεγάλη ηλικία.

Εν τη σημερινή συνεδριάσει, παρόντων των μελών της Προσωρινής Κυβερνήσεως (εκτός του κ. Κανάρη ασθενούντος) και των Υπουργών της Επικρατείας, ο κ. πρόεδρος επρότεινεν ότι θεωρεί καθήκον της παρούσης Κυ­βερνήσεως, όπως δοθή εις τον ναύαρχον κ. Κανάρην γενναία εθνική αμοιβή δια τε την αρχαίαν και την νεωτέραν αυτού ιστορίαν επομένως προτείνει να εκδοθή ψήφισμα, δι ου να παραχωρήται εθνικόν τι κτήμα προς τον κ. ναύ­αρχον Κανάρην, του οποίου το κύρος να επιφυλαχθή η Κυβέρνησις να προκαλέση εν καιρώ παρά της εθνικής Συνελεύσεως….

Παραθέτομεν το ανωτέρω απόσπασμα εκ των πρακτικών της συνεδριά­σεως της 5ης Δεκεμβρίου, μη ειδικώς σχετιζόμενον με τους αγωνιστάς της Ναυπλιακής επαναστάσεως, χαρακτηριστικόν όμως των συνθηκών και της νοοτροπίας της τότε Προσωρινής Κυβερνήσεως, η οποία ούτε η ιδία δεν φαίνεται να επίστευεν εις την νομιμότητα των χορηγουμένων υπ’ αυτής πα­ροχών, δι’ ο και προκειμένης της προτάσεως περί αποκαταστάσεως του εκ των μελών της τριανδρίας αυτής ναυάρχου Κανάρη διατυπώνει την ανάγ­κην όπως η σχετική απόφασις περιβληθή το κύρος νομίμου ψηφίσματος της συγκληθησομένης Εθνοσυνελεύσεως.

 

Συνεδρίασις της 11ης Δεκεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να πληρωθώσιν εις τον κ. Αλέξ. Μίχου οι μισθοί του, από της ημέρας της παύσεώς του, εις τον Δ. Καλλιαντζήν υπογραμματέα των εν Ναυπλίου Εφετών και Ιωάννην Παρασκευόπουλον υπογραμματέα των εν Ναυπλίω Πρωτοδικών, παυθέντας κατά την Φεβρουαριανήν επανάστασιν, επίσης οι μισθοί των από της απολύσεώς των. Επίσης εις τον πρώην σχολάρχην Σύρου Αρ. Τσάτσον οι μισθοί του από της ημέρας της παραιτήσεώς του….

Εκ των ανωτέρω ο Αλέξ. Μίχου, αδελφός του αρχηγού της Ναυπλιακής επαναστάσεως Αρτέμη Μίχου, ήτο ανώτερος υπάλληλος της Ταχυδρο­μικής Υπηρεσίας Αθηνών, μεμυημένος εις την επανάστασιν, συλληφθείς και απολυθείς της θέσεώς του κατόπιν της κατασχέσεως της προς αυτόν εκ Ναυπλίου επιστολής των επαναστατών. Ο δε σχολάρχης Τσάτσος είναι ο γνωστός επαναστάτης της Σύρου και ένθερμος εμψυχωτής της νεο­λαίας εις τον αντιοθωνικόν αγώνα.

 

Συνεδρίασις της 13ης Δεκεμβρίου 1862:

… Απεφασίσθη να χορηγηθή χρηματική βοήθεια εκ δραχ. 500 εις τον Γεώργιον Φραγκιάν….

Ούτος ήτο εκ των πρωτεργατών της Ναυπλιακής επαναστάσεως, εξαιρεθείς της αμνηστείας του Όθωνος και επιβιβασθείς μετά των Τσόκρη και Ζαβιτσάνου εις το γαλλικόν ατμόπλοιον κατά την αναχώρησιν των επαναστατών.

 

Συνεδρίασις της 20ης Δεκεμβρίου 1862:

 Εν τη σημερινή συνεδριάσει, παρόντων των μελών της Προσωρινής Κυβερνήσεως και των Υπουργών της Επικρατείας, απεφασίσθη να διατηρηθή η άμαξα του Κορωναίου δαπάνη του Δημοσίου και να τω επιτροπή να κατοική εις την οικίαν εν η διαμένει εν όσω διαρκεί η ενοικίασις αυτής παρά τον Δημοσίου. Επιτρέπεται εις τον Υπουργόν των Οικονομικών να παραιτηθή από πάσης απαιτήσεως κατά Γ. Πετιμεζά, Ι. Παπαζαφειροπούλου και Σπ. Ζαβιτσάνου σχέσεις εχούσης με την Φεβρουαριανήν Ναυπλιακήν επανάστασιν….

Ήδη τότε ο εκ των πρωτεργατών της Ναυπλιακής επα­ναστάσεως αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος είχε παραιτηθή της θέσεώς του ως αρχηγού της Εθνοφυλακής λόγω διαφωνιών του με την Κυβέρνησιν περί την οργάνωσιν αυτής (αρχάς Νοεμβρίου 1862). Παρά ταύτα η Κυβέρνησις διατηρεί τιμητικώς την άμαξαν αυτού και την επ΄ ενοικίω κατοικίαν του δαπάναις του Δημοσίου.

Γεώργιος Πετιμεζάς

Οι μνημονευόμενοι εν συνε­χεία Γ. Πετιμεζάς, Ι. Παπαζαφειρόπουλος και Σπ. Ζαβιτσάνος υπήρξαν σημαίνοντα στελέχη της Ναυπλιακής επαναστάσεως εξαιρεθέντα της αμνη­στίας του Όθωνος. Εκ τούτων οι Γ. Πετιμεζάς, εφέτης Ναυπλίου, και Ι. Παπαζαφειρόπουλος, δικηγόρος Ναυπλίου, ήσαν μέλη της επί της ασφα­λείας επιτροπής της επαναστάσεως και επεβιβάσθησαν του αγγλικού ατμο­πλοίου κατά την αναχώρησιν των επαναστατών, ο δε Σπ. Ζαβιτσάνος, πρό­ξενος του Βελγίου, εις τον διπλωματικόν σάκκον του οποίου κατεσχέθη η επιστολή των επαναστατών, η προκαλέσασα την σύλληψιν των εν Αθήναις στελεχών της επαναστάσεως, επεβιβάσθη μετά των Δ. Τσόκρη και Γ. Φραγ­κιά του γαλλικού ατμοπλοίου.

 

Συνεδρίασις της 8ης Ιανουαρίου 1863:

Εν τη σημερινή συνεδριάσει, παρόντων των μελών της Προσωρινής Κυβερνήσεως και των Υπουργών της Επικρατείας, απεφασίσθη να δοθή χρηματική βοήθεια εις τον πολλά παθόντα και ζημιωθέντα υπέρ της μεταπολιτεύσεως αξιωματικόν του πεζικού κ. Ν. Μακρήν εκ δραχ. 1.500….

Ούτος εν εκτοπίσει διατελών εις Ναύπλιον από του Μαΐου 1861 μετέσχεν ενεργώς της Φεβρουαριανής επαναστάσεως αποσταλείς υπό των επαναστα­τών εις Σύρον και αγωνισθείς παρά το πλευρόν του Λεωτσάκου.

Τοιαύται λοιπόν υπήρξαν αι επισήμως τουλάχιστον χορηγηθείσαι υπό της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Μεσοβασιλείας υλικαί παροχαί εις τους πρωτεργάτας της Ναυπλιακής επαναστάσεως. Φαίνεται όμως ότι πέραν τούτων υπήρξαν και άλλαι ανεπίσημοι και δη κατά πολύ μεγαλύτε­ροι. Και τούτο προκύπτει εκ της αποκαλύψεως μερικών των τοιούτων ατο­μικών και χαριστικών παροχών και τον εκσπάσαντα σχετικόν σάλον κατά το 1863. Έναυσμα του δημιουργηθέντος θορύβου υπήρξεν επιστολή του αξιωματικού του στρατού Δ. Λώρη δημοσιευθείσα την 22αν Μαρτίου 1863 [5] και καταγγέλλουσα ότι υπό της Προσωρινής Κυβερνήσεως των Βούλγαρη, Κανάρη και Μπενιζέλου Ρούφου κατεβλήθησαν χιλιάδες δραχμών εις τους πρωτεργάτας της Ναυπλιακής επαναστάσεως υπό το πρόσχημα της αποζημιώσεώς των δια τους αγώνας και τα δεινά, άτινα υπέστησαν υπέρ της μεταπολιτεύσεως.

Επηκολούθησεν η αποκάλυψις, εις την Εθνοσυνέλευσιν, της αυθαιρέτου, παρατύπου και ανενταλμάτου διαθέσεως 40.000 δραχμών υπό της Προσωρινής Κυβερνήσεως, εξ ων 15.000 δραχμαί εις τον στρατηγόν

Γρίβας Θ. Δημήτριος

ως αποζημίωσίς του δια τας υπέρ της μεταπολιτεύσεως υπηρεσίας του, αι δε λοιπαί 25.000 εις τους σωματάρχας αυτού, μεταξύ των οποίων οι Χ. Κατσικογιάννης, Ν. Μακρής και Χρ. Γρίβας, άπαντες σημαίνοντα στελέχη της Φεβρουαριανής Ναυπλιακής επαναστάσεως.

Σύσ­σωμος τότε ο λαός του Ναυπλίου εξηγέρθη [6] και απήτησε να του αποδοθούν τα χρήματα, τα οποία κατέβαλεν εις τους υπέρ των επαναστατών εράνους διαρκούσης της Ναυπλιακής επαναστάσεως, κατατεθείσης μάλιστα και σχε­τικής προτάσεως εις την Εθνοσυνέλευσιν [7].

Ο θόρυβος εκόπασεν έπ’ ολίγον εκ της μεσολαβήσεως των γνωστών «Ιουνιακών», μετά την παρέλευσιν των οποίων επανελήφθησαν αι αιτιάσεις περί «λαφυραγωγίας του δημοσίου πλούτου» και «διαρπαγής του δημοσίου ταμείου υπό αφιλοκερδών πατριω­τών», ευθέως δε κατηγορήθη ο πρωτεργάτης της Ναυπλιακής επαναστάσε­ως αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος ως παρανόμως λαβών παρά της Προσωρινής Κυβερνήσεως 25.000 δραχμάς, γεγονός το οποίον και ο ί­διος παρεδέχθη[8], διευκρινών όμως συνάμα ότι εξ αυτών μόνον αι 3.000 ή­σαν χαριστικαί, αι δε λοιπαί απόδοσις αναδρομικώς των μισθών του, τους οποίους είχε στερηθή επί Όθωνος τεθείς εις υποχρεωτικήν αργίαν. Ως ήδη ανεφέρθη, όλαι σχεδόν αι κατά τα ανωτέρω υλικαί παροχαί παρά της Προσωρινής Κυβερνήσεως εις τους πρωτεργάτας της Ναυπλιακής επαναστάσεως εγένοντο κατά το τρίμηνον Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1862.

Μετ’ ολίγον, δι’ ειδικού ψηφίσματος της συγκληθείσης εν τω μεταξύ Εθνοσυνελεύσεως, απηγορεύθη εις την Κυβέρνησιν η χορήγησις συντά­ξεων και πάσης φύσεως υλικών παροχών, υπέρ οιουδήποτε προσώπου, απορρεουσών εξ οιωνδήποτε εκδουλεύσεων υπέρ της μεταπολιτεύσεως.

Α­ξίζει πάντως να σημειωθή ότι εν μέσω των γενομένων αυτών υπό της Προ­σωρινής Κυβερνήσεως ατομικών και χαριστικών παροχών, ουδεμία ελήφθη υπ’ αυτής πρόνοια, δια τας οικογενείας των φονευθέντων αγωνιστών της Ναυπλιακής επαναστάσεως, αρκετοί των οποίων κατέλιπον συζύγους εν χηρεία, απόρους γονείς, ανήλικα τέκνα και ανυπάνδρους αδελφάς και θυγατέρας.

Τούτο όμως επεχείρησεν, εν τινι μέτρω, ολίγους μήνας αργότερον η Εθνοσυνέλευσις. Την 16ην Μαρτίου 1863 η επί των οικονομικών Επιτροπή αυ­τής υπέβαλεν [9] εις την ολομέλειαν του σώματος την εξής πρότασιν ψηφί­σματος συνοδευομένην υπό της σχετικής εισηγητικής εκθέσεως:

 

Η εν Αθήναις Β’ των Ελλήνων Συνέλευσις

Θεωρούσα ότι η πατρίς οφείλει να αποδείξη, ότι εκτιμά πρεπόντως και ανταμείβει επαξίως τας υπέρ των ελευθεριών αυτής προσφερθείσας θυσίας

Ψηφίζει

Α) Χορηγεί τοις επιζώσι γονεύσι του αειμνήστου ανθυπασπιστού Παγώνη, του εν τω Αργολικώ πεδίω κατά την 8ην Φεβρουαρίου 1862 πεσόν­τος, μηνιαίαν ισόβιον σύνταξιν εκ δραχ. 100, προικίζει τας ανηλίκους αδελφάς αυτού με 150 στρέμματα εθνικής γης πρώτης ποιότητος κατ εκλογήν, όταν φθάσωσιν εις ώραν γάμου, και διατάττει οι αδελφοί αυτού να προτιμηθώσιν ως υπότροφοι της Κυβερνήσεως.

Β) Χορηγεί, χάριν του κατά την εν Αρεία της 1ης Μαρτίου 1862 συμπλοκήν πεσόντος αειμνήστου ανθνπολοχαγού Δυοβουνιώτη, τω υποστρατήγω Δυοβουνιώτη, πατρί αυτού, και τη μητρί του μηνιαίαν ισόβιον σύνταξιν εκ δραχ. 400.

Γ) Χορηγεί εις την χήραν του αειμνήστου Λεωτσάκου, πεσόντος εν Κύθνω την 1ην Μαρτίου 1862, ενόσω μένει εις την χηρείαν, μηνιαίαν σύντα­ξιν εκ δραχ. 100, και διατάττει να ανατραφή ο υιός του ως υπότροφος υπό της Κυβερνήσεως, και να προικισθή η ανήλικος κόρη του, όταν υπανδρευθή, με 150 στρέμματα πρώτης ποιότητος εθνικής γης κατ εκλογήν.

Δ) Χορηγεί εις τας αδελφάς του ωσαύτως εν Κύθνω κατά την 1ην Μαρ­τίου 1862 πασόντος αειμνήστου Μωραϊτίνη, όταν έλθωσι εις γάμον, ανά 200 στρέμματα πρώτης ποιότητος και κατ εκλογήν εθνικής γης, και διατάττει να εξακολουθή η παρά της Προσωρινής Κυβερνήσεως χορηγουμένη υποτρο­φία των δύο αδελφών του εν Ευρώπη μέχρις αποπερατώσεως των σπουδών των.

Ε) Χορηγεί εις την μητέρα του ωσαύτως εν Κύθνω κατά την 1ην Μαρ­τίου 1862 πεσόντος αειμνήστου Σκαρβέλη μηνιαίαν ισόβιον σύνταξιν εκ δρχ. 300, προικίζει την άγαμον αδελφήν αυτού με 200 στρέμματα εθνικής γης πρώτης ποιότητος και κατ εκλογήν, όταν φθάση εις ώραν γάμον, και διατάτ­τει ο αδελφός αυτού να προτιμηθή ως υπότροφος του Δημοσίου.

ΣΤ) Χορηγεί σύνταξιν ισόβιον εκ δραχ. 40 εις τον Σπυρίδωνα Δήμα Πίνην πληγωθέντα κατά την 29ην Μαρτίου εν τω ελαιώνι των Αθηνών, μεταβαίνουσαν μετά τον θάνατόν του και εις την επιζήσουσαν σύζυγόν του.

Ζ) Εάν τα πρόσωπα, εις τα οποία παρεχωρήθησαν αι ανωτέρω συντά­ξεις, απολαύωσιν ή θέλωσιν απολαύσει ετέραν σύνταξιν ή μισθόν, δεν γίνεται συσσώρευσις, αλλά θέλουν λαμβάνει το μεγαλύτερον εξ αυτών ποσόν, η δε πα­ραχωρηθείσα σύνταξις εις αμφότερους τους σνζύγους μεταβαίνει μετά την αποβίωσιν του ενός εις τον έτερον.

 

 Εν Αθήναις τη 15 Μαρτίου 1863

Η Επιτροπή

Α. ΠΕΤΣΑΛΗΣ, Ε. ΠΑΡΙΣΗΣ, Γ. ΠΕΡΩΤΗΣ

Ο Εισηγητής

Λύσανδρος Βιλαέτης.

 

Η ευμενής απήχησις εκ της αναγνώσεως της προτάσεως αυτής εις την Εθνοσυνέλευσιν και η συγκίνησις εις όλας τας πτέρυγας αυτής και το ακροατήριον, ως πάντα ταύτα αναλυτικώς περιγράφονται εις τα πρακτι­κά της συνεδριάσεως (16-3-1863), παρέσυρε προφανώς νεωτέρους τινάς ερευνητάς [10] εις το να παραδεχθούν, όλως εσφαλμένως, την έγκρισιν του σχε­τικού ψηφίσματος, έτι δε και την απονομήν των προταθεισών παροχών.

Όμως τοιούτον ψήφισμα ουδέποτε ενεκρίθη. Κατά τον Κανονισμόν της Ε­θνοσυνελεύσεως (άρθρον 32 αυτού ψηφισθέντος την 19-1-1863) η πρότασις μετά της οικείας αιτιολογικής εκθέσεως ώφειλε, μετά την ανάγνωσίν της υπό του εισηγητού, να τυπωθή, εν συνεχεία να διανεμηθή μεταξύ των πλη­ρεξουσίων και να συζητηθή εις ετέραν τακτήν συνεδρίασιν της Εθνοσυν­ελεύσεως, ίνα τεθή εις τελικήν ψηφοφορίαν. Και η πρότασις του ψηφί­σματος αυτού, μετά την ανάγνωσίν της, απεφασίσθη να τυπωθή. Όμως ούτε ετυπώθη, ούτε συνεζητήθη, πολλω δε μάλλον δεν ενεκρίθη. Και τούτο εμ­βάλλει κατ’ αρχήν εις εύλογωον απορίαν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της όλως ευμενούς απηχήσεως εκ της αναγνώσεως της εις την Εθνοσυνέλευσιν.

Ότι όμως ούτος έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή η πρότασις αύτη τελούσα εις διαρκή αναβολήν αφέθη τελικώς εις την λήθην, προκύπτει και από το γεγο­νός ότι μετά ταύτα πολλαί κατετέθησαν εις την Εθνοσυνέλευσιν και υπό διαφόρων πληρεξουσίων παρόμοιοι προτάσεις υπέρ των αυτών προσώπων και δια την αυτήν αιτίαν, αλλά με διαφορετικόν το είδος των προτεινομέ­νων παροχών, ήτοι χορήγησιν μόνον μηνιαίων συντάξεων εις τας χήρας και τα ορφανά των ως άνω φονευθέντων αγωνιστών της Ναυπλιακής επαναστά­σεως, κατά τας συνεδριάσεις 16ης και 29ης Μαΐου 1863, ως και 12ης και 29ης Οκτωβρίου 1864 (έντυπον τοιαύτης προτάσεως γενομένης υπό του πληρεξουσίου Τριφυλίας και Υπουργού των Οικονομικών Σ. Σωτηροπούλου με ημερομηνίαν 19-10-1864 εύρηται εις Γενικά Αρχεία του Κράτους) [11].

Αλλ’ εκ του περιεχομένου των τελευταίων τούτων προτάσεων του διαφοροποιούντος, ως ελέχθη, τας προτεινομένας παροχάς εις χορηγήσεις αποκλειστι­κώς και μόνον συντάξεων εις τας χήρας και τα ορφανά των φονευθέντων, διαφαίνεται πλέον και ο λόγος, δι’ όν δεν ενεκρίθη τελικώς το αρχικόν ψή­φισμα.

Τούτο καθ’ ημάς οφείλεται εις τας διατάξεις αυτού τας αφορώσας εις προικοδοτήσεις των αγάμων θυγατέρων και αδελφών των φονευθέντων με στρέμματα εθνικής γης, πρώτης μάλιστα ποιότητος και κατ’ εκλογήν, δια­τάξεις αρρήκτως συνδεόμενος ως εκ της φύσεώς των με το ήδη περίπλοκον πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης και, το συναφές αυτώ, της αποκα­ταστάσεως των αγωνιστών του 1821. Τυχόν έγκρισις τοιαύτης προτάσεως όχι μόνον θα προσέθετεν εν ακόμη ανεκτέλεστον ψήφισμα εις τα μέχρι τότε παρομοίας φύσεως εκδοθέντα, αλλά θα απετέλει και πρόκλησιν δια τους αγωνιστάς του 1821 και τους απογόνους των, οι οποίοι δεν είχον ακόμη αποκατασταθή δια τας υπέρ του Αγώνος θυσίας των.

 

Νικ. Δ. Πιέρρος

Διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα (εκτός του πολυτονικού)

Πελοποννησιακά, Πρακτικά του Α’ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών ( Ναύπλιον 4 – 6 Δεκεμβρίου 1976), Αθήναι, 1979. 

 

Υποσημειώσεις


 

[1]Συνεδριάσεις της 24ης και 25ης Αυγούστου 1845.

[2]Δ. Πετρακάκου, Κοινοβουλευτική Ιστορία της Ελλάδος, τ. Β’, σσ. 495 κ. έπ.

[3]Τα αποσιωπητικά εις τα παρατιθέμενα αποσπάσματα αντιστοιχούν εις έτερα θέματα της ημερησίας διατάξεως εκάστης συνεδριάσεως μη ειδικώς σχετιζόμενα με τους αγωνιστάς της Ναυπλιακής επαναστάσεως.

[4]Εφημερίς «Αιών»,άρ. φ. 2057 της 13-8-1862.

[5]Εφημερίς «Εθνοφύλαξ», άρ. φ. 227 της 22-3-1863.

[6]Εφημερίς «Εθνοφύλαξ», άρ. φ. 266 της 23-5-1863.

[7]Συνεδριάσεις της 7ης και 8ης Μαΐου 1863.

[8]Πάνου Κορωναίου, Έλεγχος των δημοσιευθέντων εντός και εκτός Ελλάδος εγγράφων περί των συμβάντων του Ιουνίου 1863, σ. 75, υποσημ., 78.

[9] «Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως», αρ. φ. 38 της 8- 4 -1863, σ. 298 κ. έπ.

[10] Βλ. Αι αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εκδοσις Εθνικού Κήρυκος, Περίοδ. Α’, τ. 2, σ. 71-72.

[11]ΓΑΚ Συλλογή Βλαχογιάννη, Ε’ Ιδιωτικαί Συλλογαί, φ. 209, Εθνοσυνελεύσεις, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1864.

 

Read Full Post »

Αντωνιάδης Εμμανουήλ (1791-1863)


 

  

Εμμανουήλ Αντωνιάδης

Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης [1] – αγωνιστής του ’21, δημοσιογράφος, μαχητής της ελευθεροτυπίας, τυπογράφος και πολιτικός -γεννήθηκε στη Χαλέπα της Κρήτης το 1791 και πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του  1863. Το 1814 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μέλος εκ των πρώτων της Φιλικής Εταιρείας «κατελίμπανε συνεχώς τας υποθέσεις αυτού, ίνα απελλών συσκεφθή μετ΄ άλλων εταίρων τα περί του μεγάλου αγώνος» [2].

Καταδιωχθείς υπό των τουρκικών αρχών λίγο προ της καθόδου του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, μπόρεσε να  δραπετεύσει στην Οδησσό και από εκεί μέσω Βιέννης και Τεργέστης ήλθε  στην Ελλάδα την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς (23 Σεπτ. 1821). Στη συνεχεία μετέβη στην επαναστατημένη Κρήτη, όπου υπηρέτησε ως Γραμματεύς του Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και ακολούθως υπό τον Εμμανουήλ Τομπάζη.

Διετέλεσε Πληρεξούσιος Κρήτης στις εθνικές συνελεύσεις και μετείχε στην επιτυχή εναντίον του Ιμπραήμ άμυνα στους Μύλους του Ναυπλίου και  στην εκστρατεία της Γραμβούσας υπό τον Δημήτριο Καλλέργη.

Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος εξέ­δωσε δύο εφημερίδες την Ηώ (Ναύπλιο, 1830- 1831) και την Αθηνάν (1832-1863) και το περιοδικό Ηώς (1836-1837) σε συνεργασία με τον Ιωάννη Νικολαΐδη, από την Λειβαδιά. Ακόμη, είχε τη διεύθυνση της έκδοσης του περιο­δικού Ερανιστής (1840, 1842-1843), το οποίο εκδιδόταν από τους Φίλιππο Ιωάννου, Γ. Βέλλιο, Κωνστ. Παπαρρηγόπουλο, Περ. Αργυρόπουλο κ.ά.

Για το τυπογραφείο του Εμμανουήλ Αντωνιάδη πρέπει να σημειωθεί ή παρουσία του σ’ αυτό, ως συνεργάτη, του Κ. Δημίδη (1830-1833) και ή επιτόπου κατασκευή – χύτευση στοιχείων από τον ίδιο τον Αντωνιάδη, πού προξενούσε ζωηρή εντύπωση στους κατοίκους του Ναυπλίου. Το τυπογραφείο Αντωνιάδη τύπωσε δέκα περίπου βιβλία ιστορικά, σχολικά και λογοτεχνικά.  Τα περισσότερα από τα τυπογραφεία του Ναυπλίου θα μεταφερθούν από το 1834 στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα.

Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις ιδέες του Κοραή τον οποίο θαύμαζε. Χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στην εφη­μερίδα του τον σατιρικό διάλογο ή τον αλληγορικό μύθο, για να ασκή­σει κριτική ή να νουθετήσει. Είχε απόλυτη πίστη στην αποστολή και τη δύναμη του τύπου. Έμμονή του ιδέα ήταν η οργάνωση της εκπαίδευσης και η διάδοση της παιδείας σε όλες τας τάξεις του λαού. Ενδιαφερόταν επίσης για την καλλιέργεια της γης.

Ο φιλελευθερισμός του έφερε τον Αντωνιάδη στην αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια μερίδα. Η κριτική του όμως από το βήμα της Ηούς ήταν μετριοπαθής και με απόλυτο σεβασμό στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Η αντιπολιτευτική στάση του, του στοίχισε, μετά την δημοσίευση του υπ’ άρ. 7-8 φύλλου της Ηούς, στο ο­ποίο χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για την μη σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης, την στάση των Γραμματέων της Κυβέρνησης και την πολιτεία της δικαστικής εξουσίας, την καταδίκη του από το Πρωτόκλητο δικαστήριο Αργολίδας «ως  στασιαστού και ανατροπέως των καθεστώτων». Μετά την αθώωσή του από το Έκκλητο δικαστήριο Τριπολιτσάς, ο Αντωνιάδης κατάφυγε στα Μέγαρα, όπου άρχισε την έκδοση νέας εφημερί­δος της Αθηνάς, αντιπολιτευόμενος τον Αυγουστίνο  Καποδίστρια και εν συνε­χεία την Αντιβασιλεία.

Ο Ν. Δραγούμης υπογραμμίζει τα εξής [3], αναφερόμενος στις φιλελεύθερες αρχές και την ανεξαρτησία του χαρακτήρα του Αντωνιάδη: …εγκολπωθείς  από του 1831 πολιτικάς  τινας  αρχάς, ενέμεινεν αυταίς μέχρι τέλους διό και ευκόλως  θα επορίζετο ο αναγνώστης  το συμπέρασμα ότι και  το αίμα του  θα έχεεν, ίνα σώση τας συνταγματικάς ελευθερίας. Θέλων δε να τηρήση ακεραίαν, ως έλεγε, την ανεξαρτησίαν του χαρακτήρος αυτού, ου­δέποτε συνήνεσε να δεχθή έμμισθον θέσιν. Και ότε επί βασιλείας Όθωνος προσηνέχθη αυτώ κατά πρώτον μεν αξίωμα συμβούλου επικρατείας, είτα δε, τω 1844, γερουσιαστού, απέβαλε και τούτο και εκείνο… Εν τούτοις, αρνήθηκε να λάβει μέρος στην συνωμοσία η οποία κατέληξε στην επανάσταση της τρίτης Σεπτεμβρίου 1843 για την διεκδίκηση συντάγματος.

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Βιογραφία τούτου βλ. εις Σ. Αντωνιάδη, Εμμανουήλ Αντωνιάδης.

[2] Βλ. Νεκρολογία Εμμ. Αντωνιάδου υπό Ν. Δραγούμη ειςΣ. Αντωνιάδη, Εμμ. Αντωνιάδης.

[3] Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις (Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, έκδ. Ερμής), τ. Α’, Αθήναι 1973, σ. 239.

 

Πηγή


 

  • Ελένη Δ. Μπελιά δ.Φ., «Η ¨Ηώς¨ και η ¨Αθηνά ¨ του Ναυπλίου», Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών (Ναύπλιον 4-6 Δεκεμβρίου 1976), Πελοποννησιακά, Περιοδικόν της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, Εν Αθήναις, 1979.  

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Ο λοχαγός Κάρλ Κρατσάϊζεν ζωγραφίζει τους Έλληνες και Φιλέλληνες αγωνιστές του΄21


 

Ο Κάρλ Κρατσάϊζεν (27 Οκτ. 1794 - 25 Ιαν. 1878) ως αντιστράτηγος του Πεζικού. Η φωτογραφία χρονολογείται το 1852-1863. Η φωτογραφία δωρίθηκε από τον γιο του στην Εθνολογική και Ιστορική Εταιρεία περίπου το 1900. Φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Κάρλ Κρατσάϊζεν (Karl Krazeisen) από το Πα­λατινάτο της Βαυαρίας (1794-1878), παρ’ όλο το δυσκολοπρόφερτο, σύνθετο όνομά του – στα γερμανικά σημαίνει «σιδερένιο ξύ­στρο για παπούτσια»-, είναι πια αναγνωρίσιμος και γνωστός στην ελληνική γραμματεία των τεχνών. Είναι ο αυτοδίδακτος εκείνος ζωγράφος ο οποίος μέσα από ένα σχεδόν αφελές σχεδιαστικό ρομαντικό ιδίωμα απέδωσε, σχεδιάζοντας με μολύβι εκ του φυσικού, τις προσωπογραφίες των Ελλήνων ηρώων και Ευρωπαίων συναγωνιστών του από το 1826 ως το 1827. Ήταν αυτός που ως στρατιωτικός, δρώντας και ως «πολεμικός ανταποκριτής» στο Ναύπλιο, τον Πό­ρο, την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, ανέδειξε τις προσωπογραφίες των οπλαρχηγών, πυρπολητών, πολιτικών, προεστών και λογίων στο εγκυρότερο νεοελληνικό «Πάνθεον Αθανάτων» το οποίο διαμόρφωσε τη συνείδηση πολλών γενεών πατριωτών μέχρι σήμερα.

Η ιστορία δεν ειρωνεύεται σπάνια στον τόπο μας: Αυτός, ένας Βαυαρός, εμείς, με έντονη ακόμα αντι-βαυαρική διάθεση προς τις εκτιμήσεις μας σχετικά με τη συγκρότηση του κράτους και την ιστορική μας πορεία ως έθνους, μας πρόσφερε ένα εικαστικό υλικό τόσο φορτισμένο από την ίδια την παρουσία και το ήθος των θνητών ηρώων, ώστε να το ενσωματώσουμε αναντίρρητα στην εθνική μας συνείδηση, αποσιωπώντας όμως ενδεχόμενες «ταπεινωτικές» για τις επιλογές μας λεπτομέρειες. Μια από αυτές θα ήταν ότι το χέρι που έδωσε σάρκα και οστά στο «Εθνικόν Ηρώον του 1821» ήταν βαυ­αρικό, ανήκε μάλιστα σε έναν υπολοχαγό του βαυαρικού πεζικού!

Ο Κρατσάϊζεν δεν έφθασε στην Ελλάδα ως περιηγητής αλλά ως στρατιωτικός, σε μια δύσκολη για την Επανάσταση περίοδο κατά την οποία το Μεσολόγγι είχε πέσει, ο Ιμπραήμ ήταν κυρίαρχος στην Πελοπόννησο και οι Έλληνες οπλαρχηγοί σπαράσσονταν από εμφύλιες έριδες. Τα γεγονότα αυτά στάθηκαν προφανώς επαρκή για να τον ωθήσουν στην περιπέτεια της καθόδου στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως πως ο τρόπος με τον οποίο εγκατέλειψε τη μονάδα του στη Βαυαρία ήταν τυχοδιωκτικός. Για τον λόγο αυτόν επιστρέφοντας στο Μόναχο δικάστηκε και καταδικάστηκε. Μόνο επειδή έτυχε συγνώμης – ίσως επειδή είχε συνταχθεί στο φιλελληνικό σώμα του Karl Wilhelm von Heideck, επίσης ερασιτέχνη ζωγράφου και κατοπινού μέλους της Αντιβασιλείας του Όθωνα – επανέκτησε τον στρατιωτικό βαθμό του και έφθασε με κανονικές προαγωγές μέχρι τον βαθμό του υποστρατήγου.

Σε φωτογραφία του που φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο αναγνωρίζουμε τη φυσιογνωμία του σε ώριμη ηλικία. Τη γνωρίζουμε όμως και από τον πρώτο ιστορικό πίνακα της νεοελληνικής τέχνης: Στον πίνακα «Το εν Πειραιεί ευρισκόμενον στρατόπεδον του Καραϊσκάκη το έτος 1827» έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη του 1855 (Εθνική Πινακοθήκη) που είχε θεωρήσει ως αφιέρωμα στον ελληνικό λαό και τους φίλους του, αναγνωρίζεται ανάμεσα στους φουστανελοφόρους αγωνιστές με τη στολή του βαυαρικού πεζικού να συμμετέχει στην προετοιμασία της μάχης και θέλοντας να ενθαρρύνει τους άτακτους συναγωνιστές του, δείχνει εμφατικά τον στόχο της επικείμενης μάχης που δεν ήταν άλλος από την επανάκτηση της Ακρόπολης.

Είναι σημαντική η πληροφορία ότι ο Κρατσάϊζεν είχε συμμετάσχει στην ιστορική πολιορκία της Αθήνας της 6ης Μαρτίου και της Ακρόπολης στις 22 Απριλίου το 1827 υπό το πρόσταγμα του Γάλλου στρατηγού Fabvier, του Καραϊσκάκη και των Φιλελλήνων στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης.

 

Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878), το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα, 1855. Ελαιογραφία σε μουσαμά, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη.

 

Ο Βρυζάκης, με τη λεπτομέρεια αυτή, αποτίει ειδικό φόρο τιμής στον αυτοδίδακτο ζωγράφο – στρατιωτικό που ως φιλέλληνας φορεί στο κεφάλι φέσι, φορεμένο μάλιστα με τον ελληνικό τρόπο, ελαφρά πατημένο προς τα κάτω. Επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε τον ιδιαίτερο φόρο τιμής που αποδίδει ο ζωγράφος στον φίλο του Heideck στον οποίο δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι εκείνος που διαγράφεται με σαφήνεια στον ορίζοντα, πρώτος στη σειρά των στρατηγών, παρακολουθώντας με το τηλεσκόπιο την Ακρόπολη, τον ιδεατό στόχο της ελευθερίας των Ελλήνων. Αλλά και τα πορτρέτα των αγωνιστών που εικονίζονται στον πίνακα φιλοτεχνήθηκαν σύμφωνα με τα πρότυπα που είχε σχεδιάσει ο Κρατσάϊζεν και καθίστανται για τον λόγο αυτόν σαφή και αναγνωρίσιμα.

 

Η διαδρομή από το Μόναχο στην Ελλάδα

 

Ο Κρατσάιζεν έφθασε στην Αττική, ο οποίος ήταν και ο τελικός του στόχος, μέσω Ιταλίας (Ανκόνα), Κέρκυρας, Ζακύνθου, Ναυπλίου, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πόρο, την Αίγι­να και τη Σαλαμίνα. Ενώ δεν έχει διασωθεί ημερολόγιο, οι ακριβείς τοποθεσίες και ημερομηνίες που φρόντισε να αναγράφει σχεδόν πάντα σχολαστικά στα σχέδια και τις υδατογραφίες του μπορούν να πάρουν τη θέση ημερολογίου της σύντομης, αλλά εικαστικά τόσο καρποφόρας παραμονής του στην Ελλάδα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο συνολικός αριθμός των έργων του ανέρχεται σε 39 σχέδια με μολύβι σε χαρτί μικρού και μεσαίου μεγέθους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι προσωπογραφίες των αγωνιστών, 21 υδατογραφίες από τοπία με αρχαιότητες, κάστρα, θαλασσινά και στεριανά τοπία με ναυτικούς και χωρικούς και 31 σχέδια με μολύβι με μνημεία και πολεμικές συνθέσεις σε χαρτί μεγάλου μεγέθους. Συνολικά ανέρχονται σε 91 έργα, σημαντικός αριθμός για τη συλλογή σχεδίων της Εθνικής Πινακοθήκης. Αποκτήθηκαν, το 1926, όπως θα δειχθεί παρακάτω ύστερα από θετική παρέμβαση στον τύπο του Ζαχαρία Παπαντωνίου, τότε διευθυντή του Μουσείου[1].

Αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσουμε, τουλάχιστον σχηματικά, τη διαδρομή του Κρατσάϊζεν στον ελλα­δικό χώρο με αφετηρία τα σχέδια. Το πρωιμότερο σχέδιο της σειράς είναι από τις 7 Σεπτεμβρίου 1826 στην Ανκόνα (υπάρχουν άλλα δύο στις 20 και 28 του ίδιου μήνα). Αμέσως μετά, στις 15 Οκτωβρίου, πηγαίνει μέσω Ragusa (Δυρράχιο), στις 20 και 28 Οκτωβρίου 1826, στην Κέρκυρα, όπου σχεδιάζει ένα πορτρέτο αγνώστου. Στις 6 Νοεμβρίου εντοπίζεται στη Ζάκυνθο, όπου σχεδιάζει τη Βασιλική και τον Δημήτριο Μπότσαρη, στις 13 Νοεμβρίου τον Άγγλο συνταγματάρχη John Ross και στις 18 δύο Άγγλους αξιωματικούς, ενώ στις 19 Νοεμβρίου τον Κολίνο Κολοκοτρώνη. Το πρώτο πορτρέτο αγωνιστή είναι αυτό στις 11 Αυγούστου 1826 του Γεωργίου Μαυρομιχάλη στο Ναύπλιο.

 

Γεώργιος Μαυρομιχάλης. Στις 11 Αυγούστου 1826 ο Κάρλ Κρατσάϊζεν συναντάει και σκιτσάρει στο Ναύπλιο τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Είναι το πρώτο πορτρέτο αγωνιστή που σχεδιάζει. Όλα τα σκίτσα έγιναν εκ του φυσικού σε απλό χαρτί μικρών διαστάσεων (16,3x12,5) και φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του κάθε εικονιζόμενου.

 

Στις 4 Δεκεμβρίου περιπλέει το ακρωτήριο Μαλέα και στις 15 Δεκεμβρίου βρίσκεται ξανά στο Ναύπλιο. Στις 3 Φεβρουαρίου 1827 βρίσκεται με τους άνδρες του Φαβιέρου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας προετοιμάζοντας την πολιορκία της Ακρόπολης και σχεδιάζει χωρικές και χωριάτικα σπίτια. Στις 21 Φεβρουαρίου είναι στην Αίγινα, στις 22 σχεδιάζει έναν πολεμιστή και παραμένει εκεί ως τις 7 Απριλίου. Ένα τοπίο της Αίγινας (υδατογραφία) είναι χρονολογημένο στις 3 Απριλίου. Ζωγραφίζει τον ναό του Απόλλωνα στην Κόρινθο στις 16 Μαρτίου. Συμμετέχει στις 27 Απριλίου στην πολιορκία της Αττικής και ζωγραφίζει άποψη του Πειραιά και του Μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα. Είχε προηγηθεί στις 22-23 Απριλίου 1827 η μάχη του Ανάλατου, λίγο πριν από την οποία πρόλαβε και σχεδίασε το κεφάλι του Καραϊσκάκη, αφήνοντας μισοτελειωμένο το τμήμα του μπούστου. Το ημιτελές αυτό σχέδιο είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, γιατί στη διάρκεια της τελειοποίησης άφησε ο Καραϊσκάκης την τελευταία του πνοή στον Ανάλατο.

 

Γεώργιος Καραϊσκάκης

 

Γεώργιος Καραϊσκάκης. Το πορτρέτο του Γεώργιου Καραϊσκάκη αποτελεί συγκινητική εξαίρεση, αφού είναι το μόνο ημιτελές από τα σχέδια του Κρατσάϊζεν. Το σκιτσάρισμα ξεκίνησε λίγο πριν από τη μάχη του Ανάλατου (22-23 Απριλίου 1827), όπου ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός, τραυματισμένος θανάσιμα, άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Κρατσάιζεν είχε προλάβει να σχεδιάσει μόνο το κεφάλι. Έτσι η προσωπογραφία έμεινε ανολοκλήρωτη.

 

Επιστρέφει μέσω Κορίνθου, όπου στις 21 Μαρτίου σχεδιάζει τους στύλους του Ναού του Απόλλωνα, περνά στις 12 Μαΐου στον Πόρο, όπου ζωγραφίζει τον καθηγητή Κανέλλα, τον γιατρό Dra Bailly, τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μια χωριατοπούλα. Στις 14 Μαΐου σχεδιάζει στη Δαμαλά (Τροιζήνα) τον «Γέρο του Μοριά», επιστρέφει στον Πόρο και σχεδιάζει τους Ανδρέα Ζαΐμη, Γεώργιο Σισσίνη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, I. Μαρκή-Μηλαΐτη, διάφορα τοπία, και παραμένει εκεί ως το τέλος Αυγούστου. Το τελευταίο χρονολογημένο έργο της συλλογής είναι από τον Πόρο στις 28 Αυγούστου 1827 και απεικονίζει τον F. von Reineck.

 

Αποτίμηση των σχεδίων

 

Λογοτέχνες μελετητές – όπως ο Παντε­λής Πρεβελάκης – ο πρώτος μετά τον Ζαχαρία Παπαντωνίου σχολιαστής της σειράς των σχεδίων της Εθνικής Πινακοθήκης, μιλάνε για την «απαράμιλλη αξιοπιστία των σχεδίων των προσωπογραφιών γιατί η στρατιωτική αγωγή του Κρατσάιζεν και το ρομαντικό πνεύμα τον είχαν προετοιμάσει να θαυμάζει ήρωες». «Πέρα από την καλλιτεχνική του δεξιότητα», συνεχίζει ο Πρεβελάκης, «ενώ οι «ήρωες» εκφράζουν την ατομικότητά τους, όλοι μαζί διαφυλάττουν το ήθος μιας εποχής, μια ψυχική συνοχή, σαν οι άνδρες αυ­τοί να είχαν μαζευτεί γύρω από το καθημαγμένο σώμα της πατρίδας».

 

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Από τις επιφανέστερες και πλέον θρυλικές φυσιογνωμίες, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Το σκίτσο του ολοκληρώθηκε στη Δαμάλα (Τροιζήνα) 14 Μαΐου 1827. Είναι αναμφισβήτητα το γνωστότερο πορτρέτο του Γέρου του Μωριά. Πλήθος Ελλήνων καλλιτεχνών το χρησιμοποίησαν στη συνέχεια ως πρότυπο φιλοτεχνώντας αφίσες, αφισέτες ή εικονογραφήσεις κειμένων σχετικών με την Επανάσταση.

 

Σήμερα θα λέγαμε ότι ο Κρατσάϊζεν  δεν είδε τόσο πολύ τους άνδρες ως ήρωες. Η εντύπωση που αποκομίζει ο σημερινός θεατής είναι μάλλον η επιμελημένη αφέλεια με την οποία προσεγγίζει τους ανθρώπους του. Δεν είναι τόσο η μαεστρία του «υπε­ράνθρωπου», αλλά η σιωπηρή αθωότητα του χρονικογράφου που οξύνει καθημερινά τη γραφίδα του με το πνεύμα του περιοδεύοντα χρονικογράφου που αντιλαμβάνεται, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βιώνει ιστορία. Ίσως για τον λόγο αυτόν φαίνεται οι άνδρες αυτοί να μοιάζουν μεταξύ τους, τουλάχιστον να έχουν όλοι το ίδιο θλιμμένο βλέμμα.

Όπως ήδη διαπιστώσαμε, ο Καρλ Κρατσάϊζεν  δεν είχε ιδιαίτερη εικαστική παιδεία. Ήταν, όπως πολλοί άλλοι στον γερμανόφωνο χώρο, αυτοδίδακτος, ταλαντούχος στο σχέδιο και την υδατογραφία – ελαιογραφίες από το χέρι του δεν είναι γνωστές. Ανήκε στην κατηγορία των ερασιτεχνών εκείνων, που έχοντας την εμπειρία του ρομαντικού κινήματος και των παρορμήσεών του δεν δίσταζε να καταθέτει τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις του, όσο κοινότοπες και να ήταν.

Εντούτοις, παρόλο που τα έργα περιορίζονται στην απλή σχεδιαστική και χρωματική επάρκεια, η ποιότητά τους δεν είναι απορριπτέα. Αντίθετα, διακρίνεται μια αξιοπρόσεκτη ευχέρεια στην τοπιογραφία, και γενικότερα στην αποτύπωση εμψύχων και αψύχων θεμάτων «εκ του φυσικού». Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει τα σχέδια αυτά να αξιολογηθούν.

 

Η σειρά με τις λιθογραφίες

 

Όταν ο Κρατσάϊζεν επέστρεψε στο Μόναχο διαισθάνθηκε δίχως άλλο την ιστορική αξία των έργων του. Ύστερα μάλιστα από το ενδιαφέρον που θα έδειξαν οι σύγχρονοί του, έσπευσε το 1828 στο λιθογραφείο του Franz Hanfstängl – το καλύτερο του Μονάχου – και με τη συνεργασία των Hohe, Peter von Hess και Steingrübel την οποία επόπτευε ο ίδιος ολοκλήρωσε την έκδοση του γνωστού λευκώματος με τις 24 λιθογραφίες το 1831. Ο τίτλος του μεταφρασμένος στα ελληνικά είναι: «Προσωπογραφίες των διασημότερων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες, σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κρατσάι­ζεν»[2].

Αποτελείτο από επτά τεύχη με τέσσερις λιθογραφίες το καθένα (τρεις προσωπογραφίες και ένα τοπίο ή παράσταση) και όπως ήταν αναμενόμενο, αποτέλεσε το εικονογραφικό πρότυπο για όλους εκείνους τους ζωγράφους που δεν είχαν επισκεφτεί την Ελλάδα πριν από την άφιξη του Όθωνα το 1833. Ανάμεσά τους θα πρέπει να αναφερθεί οπωσ­δήποτε ο Peter von Hess.

 

Το Μπούρτζι από το λιμάνι. Έργο του Βαυαρού Κρατσάιζεν Καρλ (Karl Krazeisen). Λιθογραφία Franz Hanfstaengl, Μόναχο, 1828.

 

Τα επτά τεύχη που κυκλοφόρησαν σταδιακά από το 1828-1831 θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα αυτοχρηματοδοτούμενα, λόγω του χαμηλού κατά μονάδα κόστους. Ένας από τους κύριους χρηματοδότες της έκδοσης ήταν και ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας. Υπάρχει και σύντομος υπομνηματισμός των εικόνων στα γερμανικά και γαλλικά.

Το περιεχόμενό τους ήταν το ακόλουθο:

  • Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γιακουμάκης Τομπάζης, Thomas Gordon και μια άποψη από το Παλαμήδι και από ένα τμήμα του Ναυπλίου.
  • Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Μα­κρυγιάννης, Κωνσταντίνος Νικόδη­μος και μια άποψη της Αίγινας.
  • Γεώργιος Καραϊσκάκης, I. Μαρκής- Μιλαΐτης, Ανδρέας Ζαΐμης και μια άποψη της Ακρόπολης των Αθηνών.
  • Ανδρέας Μιαούλης, Γεώργιος Μαυ­ρομιχάλης, Γιατρός Bailly και μια άποψη του Πειραιά με το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα.
  • Κωνσταντίνος Κανάρης, Γεώργιος Σισσίνης, Α. Schilcher και το «Καπε­τάνιος που πολεμά μαζί με τα παλικά­ρια του».
  • Karl von Heideck, Συνταγματάρχης Fabvier, Κίτσος Τζαβέλας και το «Φρε­γάτα «Ελλάς» και το ατμήλατο «Καρ­τερία»».

Συγκρίνοντας τις λιθογραφίες με τα σχέδια συμπεραίνεται ότι δεν λιθογραφήθηκαν όλα, επομένως ορισμένα από αυτά είναι σχεδόν άγνωστα. Είναι οι προσωπογραφίες των Κωνσταντίνου Αξιώτη, I. Πέτα, Σ. Γ. Πέτα, Φιλήμονα, Κωνσταντίνου Μπότσαρη και Δ. Κολιόπουλου- Πλαπούτα. Δεν θα ήταν άστοχο να ειπωθεί στο σημείο αυτό, ότι η έκδοση των λιθογραφιών και η έννοια των πολλαπλών αντιτύπων έκανε να περιπέσουν σε αφάνεια τα αρχικά σχέδια. Σήμερα πια, ύστερα από τις δημοσιεύσεις των σχεδίων αυτών [3] είναι δυνατή η σύγκριση και αντιπαραβολή με τις λιθογραφίες, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

 

«Το δίκροτον "Ελλάς" κατ το ατμόπλοιο "Καρτερία"» (υδατογραφία 26x31 εκ., Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάν¬δρου Σούτζου).

 

Και μόνο η προσπάθεια μεγέθυνσης του αρχικού φύλλου με το σχέδιο που ήταν 16,5×12,1 εκ. σε διατάσεις λευκώματος 51,5×39,5 εκ., δηλαδή στο τριπλάσιο του αρχικού, θα δημιουργούσε ως προς την εκτέλεση ανυπέρβλητα τεχνικά προβλήματα, που μόνο ιδιαίτερα εξειδικευμένοι λιθογράφοι θα μπορούσαν να επιλύσουν. Αυτοί όμως δεν θα μπορούσαν να αποδώσουν την αρχική ατμόσφαιρα και όπως ορθά παρατηρεί ο Πρεβελάκης «…οι λιθογραφίες του Μονάχου έχουν ψιμυθιώσει τα αρχικά σχεδιά­σματα».

 

Κωνσταντίνος Κανάρης. Το σκιτσάρισμα του διάσημου Ψαριανού πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη έγινε στις 20 Ιανουαρίου 1827.

 

Τον «ηρωικό» χαρακτήρα απέκτησαν όμως οι προσωπογραφίες με τις λιθογραφίες αυτές και τις γραφιστικές υπερβολές που ζητεί η χαρακτική και οι προδιαγραφές του μεγάλου σχήματος. Έτσι, αποξενώθηκαν από τον τρυφερό αισθησιασμό και την αμεσότητα του alla prima ρο­μαντικού σχεδίου και απέκτησαν «τη σημαντική υπερβολή που δεν είχαν στο πρωτότυπο… Με τας πολλάς φω­τοσκιάσεις… με την πολλήν χρήσιν των τόνων, με το ατμώδες και το κάπως φαντασμαγορικόν… η λιθογρα­φία μας έδωσε τους ήρωας μέσα εις την ελαφράν εκείνην ομίχλην εις την οποίαν τους έβλεπε η κοινή φαντα­σία (στην Ευρώπη)», σημειώνει ο Ζαχ. Παπαντωνίου[4].

 

Πώς απέκτησε η Εθνική Πινακοθήκη τα έργα του Κρατσάϊζεν

 

Μετά τον θάνατο του Κρατσάϊζεν, η συλλογή ανήκε πλέον στην κόρη του Μαρία, από την οποία τα κληρονόμησε ο σύζυγός της, Ιόν Ραδιονόφ Φετόβ, καθηγητής ρωσικής καταγωγής στο Βερολίνο και αργότερα κάτοικος Γαλατίου Ρουμανίας.

 

karl krazeisen - Το Παλαμήδι με τμήμα του Ναυπλίου.

 

Στις 13 Φεβρουαρίου 1926 ο Φετόβ καταθέτει στο Ελληνικό Προξενείο του Γαλατίου ένα έγγραφο στα ρουμανικά με το ιστορικό της συλλογής του το οποίο μεταφρασμένο στα ελληνικά φυλάσσεται στο αρχείο της Εθνικής Πινακοθήκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την αξία τους ο Φετόφ είχε συμβουλευτεί πριν από το 1900, τον ίδιο τον Νικόλαο Γύζη, τότε καθηγητή στο Μόναχο, ο οποίος και αμέσως αναγνώρισε την ιστορική σημασία τους, προτείνοντας την ένταξή τους στο (τότε ανύπαρκτο) Μουσείο των Αθηνών. Φαίνεται επίσης ότι για το ίδιο ζήτημα είχε ερωτηθεί και ο γλύπτης Φυτάλης. Το πλήρες κείμενο που δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά έχει ως εξής:

 

«Κατ’ αρχάς του παρελθόντος αιώvos ότε ο Ελληνικός Λαός δια ν’ απο­τίναξη τον τουρκικόν ζυγόν πολλοί Φιλέλληνες εκ της Ευρώπης έλαβον μέρος εις τον αγώνα. Μεταξύ αυτών υπήρξε και ο νέος Βαυαρός υπολοχαγός Κ. Κρατσάιζεν μετά του ζωγρά­φου Χεσς. Ο Κ. Κρατσάιζεν ενθουσιασμένος διά τας ωραιότητας της κλασικής εποχής, διά τους εμπνευσμένoυς ήρωάς της διά την Πατρίδα των, διά τους ιδιοτρόπους αμφιέσεις, έλαβε το μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα εις την χείρα ίνα διαιώνιση παν ό,τι τω εφαίνετο αξίας. Επιστρέφων εις Βαυαρίαν ο καλλιτέχνης ούτος, προέτεινεν εις την Επωνυμίαν Χάνφστενγκελ όπως λιθογραφήση τους επισημοτέρους ήρωας, όπερ και επραγματοποιήθη διά της υποστηρίξεως του Βασιλέως της Βαυαρίας και αυτού τούτου τυγχάνοντος μεγάλου Φιλέλληνος.

Μετά τον θάνατον του Κρα­τσάιζεν επισυμβάντος εν έτει 1878 τα ιχνογραφήματα και αι υδατογραφίαι του εκληρονομήθησαν παρά της θυγατρός του Μαρίας, συζύγου μου, με­τά δε τον θάνατόν της, συμφώνως τη τελευταία αυτής θελήσει περιήλθον εις την κατοχήν μου.

Πάντα τα ιχνογραφήματα τούτα έδειξα τω τέως καθηγητή της εν Μονάχω Ακαδημίας Τεχνών Νικολάω Γύζη ίνα πληροφορηθώ όσο το δυνα­τόν κάλλιον περί της αξίας αυτών. Η γνώμη του ήτο ότι η θέσις των δύνα­ται να είναι μόνον το Μουσείον Αθη­νών. Αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην να χωρι­σθώ αυτών εμφορούμενος προ παντός εξ αισθημάτων σεβασμού. Τώρα όμως ων προκεχωρημένης ηλικίας και μη ων βέβαιος ότι μετά τον θάνατόν μου οι διάδοχοί μου θα εφύλαττον μετά της αυτής αγάπης και ευλαβείας τα πολύτιμα ταύτα πράγματα, μοναδικά εις το είδος των, απεφάσι­σα να τα παραδώσω εις χείρας πατριώτου τινός όστις θα εγνώριζε να εκτίμηση ταύτα. Η αξία των όμως δύ­ναται να καθορισθή μόνον εις απώτερον μέλλον καθ’ όσον εκατό μόνον έτη είναι μικρόν διάστημα δυνάμενον να χρησιμεύη ως γνώμων εκτιμήσεως ιστορικού τινός αντικειμένου».

 

Ο Έλληνας αυτός πατριώτης που ανέλαβε την πώληση ονομαζόταν Αντύπας και ήταν Έλληνας του εξωτερικού. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δημοσιεύει το άρθρο με το οποίο παρακινεί το ελληνικό Δημόσιο να αγοράσει το συνολικό κληροδότημα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονταν η κασετίνα με τα υδροχρώματα και τα πινέλα του Κρατσάϊζεν, το δερμάτινο σελάχι του αγωνι­στή Πλαπούτα, μια φωτογραφία του ζωγράφου και 24 λιθογραφίες.

Αγοράστηκε προς 200.000 δρχ. για λογαριασμό της Εθνικής Πινακοθήκης. Παράλληλα αποκτήθηκε και ο συνολικός λεπτομερής κατάλογος των έργων στα ρουμανικά με περιληπτική εισαγωγή του ιστορικού, όπου τονίζεται ιδιαίτερα ότι οι προσωπογραφίες είναι σχεδιασμένες εκ του φυσικού και ότι κάθε μια φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των απεικονιζόμενων.

Επίσης γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι «διαιωνίστηκαν στο χαρ­τί οι πιο ένδοξες προσωπικότητες που πολέμησαν μαζί με τον Κρατσάι­ζεν». Έτσι διαιωνίστηκε – ανέλπιστα- και ο ίδιος ο Βαυαρός υπολοχαγός Κρατσάϊζεν  στην Ελλάδα και αυτό όχι μόνο χάρη στους φιλέλληνες απογόνους του ή ακόμα στο «μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα» του, αλλά κυρίως χάρη στη σύμφωνη με τις σημερινές απόψεις για τη γρήγορη διάδοση της εικόνας αντίληψη, που το 1828 δεν ήταν άλλη από το μέσον της λιθογραφίας και μαζί με αυτήν, η πολλαπλή χρήση κάθε νέου μηνύματος, που έκανε τις εικόνες του αθάνατες. 

 

Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη

Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης

 

Υποσημειώσεις


[1] Άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 23 Μαΐου 1926.

[2] Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen, nebst einigen Ansichten und Trachten. Nach der Natur gezeichnet und herausgegeben von Karl Krazeisen, Koenigl. Bayrischem Oberlieutenant im Leibregimente». Στα Ελληνικά και Γαλλικά. Με τοπογραφικό σχέδιο της μάχης των Αθηνών στις 6 Μαρτίου 1827. Με τις παραστάσεις: 1 Die Akropolis von Athen. 2 Beschiessung des Klosters St. Spyridon am Piraeus, 3. Ein Kapitaen mit seinen Pallikaren im Gefechte, 4. Die Fregatte Hellas und das Dampfschiff Karteria . Λεύκωμα 45,5 X34 εκ.

[3] Βλ. «Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πολι­τισμός στη νέα Ελλάδα», κατ. έκθ. Εθνι­κής Πινακοθήκης, 5/4-3/7/2000. Επιμέ­λεια Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη. σσ. 403-409.

[4] Βλ. Υποσ. 1.

 

Βιβλιογραφία


  • «Για τα 150 χρόνια της Εθνεγερ­σίας». Κατ. έκθ. Εθνικής Πινακοθή­κης, 1971.
  • Φωτογραφική ανατύπωση του λευκώματος: «Αγωνιστές του Εικο­σιένα, 20 σχέδια με μολύβι του Καρλ Κρατσάιζεν», έκδ. από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, για τον Εορτασμό της Εκατοστής Πε­ντηκοστής Επετείου της Ελληνικής Εθνεγερσίας, Αθήνα Δεκέμβριος 1971. Προλογίζει ο Παντελής Πρε­βελάκης.
  • «Καρλ Κρατσάιζεν, Προσωπο­γραφίες Ελλήνων και Φιλελλήνων Αγωνιστών», προλεγόμενα Π. Πρε­βελάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνι­κής Τραπέζης, Αθήνα 1996, πανο­μοιότυπη έκδοση με το λεύκωμα του Krazeisen-Hanfstaengl, Μόναχο 1828-1831. Αθήνα, Μάιος 1980, με αισθητική φροντίδα Γιώργη Βαρλάμου και τυπογραφική επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλη, Δεύτερη έκδοση, Μάιος 1996.
  • «Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πο­λιτισμός στη νέα Ελλάδα», κατ. έκθ. Εθνικής Πινακοθήκης, 5/4-3/7/2000. Επιμέλεια Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη, Αθήνα 2000.

Πηγή


  • Επτά Ημέρες – Η Καθημερινή, «Γερμανοί Ζωγράφοι εικονογραφούν το ‘21», Τρίτη 25 Μαρτίου 2003.

 

Σχετικά θέματα:

   

Read Full Post »