Τα σήμαντρα και οι καμπάνες
Κάθε χριστιανική εκκλησία έχει το καμπαναριό και την καμπάνα της. Απαραίτητο και αναπόσπαστο τμήμα της λατρείας. Ναός χωρίς καμπάνα είναι κάτι πολύ σπάνιο. Ακόμα και κάποια απομακρυσμένα εξωκλήσια έρημα και εγκαταλελειμμένα στις κορυφές των βουνών έχουν μια μικρή καμπάνα, που χτυπάει πότε – πότε, ακόμα και από τον αέρα. Η εισαγωγή της καμπάνας στη χριστιανική ζωή και λατρεία δεν έγινε από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού.

Καμπαναριό στο Παναρίτι Αργολίδας. Δημοσιεύεται στο: «Η Αργολίδα που φεύγει», Γ. Αντωνίου, Εκδόσεις «Εκ Προοιμίου», Άργος, 2008.
Οι Χριστιανοί στα πρώτα χρόνια της νέας θρησκείας δεν είχαν ναούς και βωμούς. Η διάδοση και η δράση του Χριστιανισμού γινόταν με μυστικούς τρόπους και πολλές φορές οδηγούσε σε διωγμούς τόσο από τους Εβραίους όσο και από τους Ρωμαίους ως τις αρχές του 4ου αιώνα, που ο χριστιανισμός νομιμοποιήθηκε και έγινε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι πρώτοι χριστιανοί στους χρόνους των διωγμών συγκεντρώνονταν για τη λατρεία τους από τους ονομαζόμενους «θεοδρόμους» ή «λαοσυνάκτες», οι οποίοι γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, καμιά φορά και με κίνδυνο της ζωής τους, και ειδοποιούσαν τους χριστιανούς για τον τόπο και την ώρα της λατρείας τους. Άλλες φορές ο ίδιος ο ιερουργός στο τέλος μιας σύναξης ενημέρωνε τους πιστούς για την επόμενη σύναξή τους.
Τα σήμαντρα
Μετά τους διωγμούς, άγνωστο πότε ακριβώς, μπήκαν σε χρήση σε ναούς και μοναστήρια τα σήμαντρα. Από τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα πολλοί χριστιανοί, διωγμένοι από τους εχθρούς του χριστιανισμού, έφευγαν από τις πόλεις και τα χωριά, πήγαιναν και έστηναν καλύβες στην έρημο, μακριά από τον κόσμο, και ζούσαν αυστηρή ζωή αφιερωμένη στο Θεό μακριά ο ένας από τον άλλον. Ήταν οι πρώτοι μοναχοί. Ειδοποιούνταν για να μαζευτούν και να λατρέψουν το Θεό από κοινού με κάτι ξύλα, που τα χτυπούσαν με έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπως γίνεται ακόμα και σήμερα στα μοναστήρια. Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. θέσπισε την ανεξιθρησκία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σταμάτησαν οι διωγμοί των χριστιανών. Με το τέλος των διωγμών οι χριστιανοί μπορούσαν πλέον να ειδοποιούνται με επισημότητα. Ο πρώτος τρόπος ειδοποίησης ήταν τα σήμαντρα, που είχαν καθιερώσει οι πρώτοι μοναχοί.
Τα σήμαντρα είναι ιδιόφωνα μουσικά όργανα, που ανήκουν στην κατηγορία των κρουστών, που χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες παραλλαγές και διαδόθηκαν σε όλα τα ορθόδοξα χριστιανικά μοναστήρια του κόσμου. Τα πρώτα που παρουσιάσθηκαν στα μοναστήρια ήταν ξύλινα ή σιδερένια και ονομάζονταν «αγιοσίδερα». Σε πολλές περιπτώσεις αναφέρονται από συγγραφείς της εποχής του Βυζαντίου με τις ονομασίες χειροσήμαντρο, μεγασήμαντρο και αγιοσιδηρούν. Το ξύλινο σήμαντρο ονομάζεται και τάλαντο. Το τάλαντο ή χειροσήμαντρο είναι μια ελαφριά μακρόστενη καλά πλανισμένη σανίδα με μήκος περί τα 2- 3μ., πλάτος περί τα 10 εκ., και πάχος 5 εκ., που στις άκρες μπορεί να έχει τρείς ή πέντε οπές. Οι τρεις οπές συμβολίζουν τον τριαδικό θεό, ενώ οι πέντε οπές σε σχήμα σταυρού συμβολίζουν τις ανθρώπινες αισθήσεις που πρέπει να είναι σε εγρήγορση. Το μικρό ξύλινο χειροσήμαντρο ήταν φορητό. Το κρατούσαν οι περιφερόμενοι μοναχοί στο ένα χέρι και το χτυπούσαν ρυθμικά με ξύλινο σφυρί, τον κόπανο, με το άλλο χέρι. Συνήθως τα κατασκεύαζαν από ξύλο φλαμουριάς, καρυδιάς και κυρίως από σφεντάμι ή οξιά, γιατί τα ξύλα αυτά δίνουν καλύτερο ήχο. Σύμφωνα με την παράδοση το «τάλαντο» το χρησιμοποίησε πρώτος ο Νώε, για να μαζέψει τα ζώα και τα πτηνά στην Κιβωτό λίγο πριν από τον κατακλυσμό. Έτσι σήμερα η κρούση του συμβολίζει το κάλεσμα των πιστών στην «κιβωτό της σωτηρίας», που είναι η Εκκλησία, για να σωθούν από τον κατακλυσμό της αμαρτίας.
Το μεγασήμαντρο είναι μεγαλύτερο σήμαντρο που φτάνει σε μήκος και τα τέσσερα μέτρα και ονομάζεται «κόπανος». Είναι μια κρεμαστή χοντρή μακρόστενη σανίδα, που έχει και αυτή στις άκρες τρεις ή πέντε οπές, που συμβολίζουν αντίστοιχα τον τριαδικό θεό και τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις. Το χτυπούσαν με αυξομειούμενη δύναμη με έναν κόπανο κατασκευασμένο από το ίδιο υλικό, ώστε να παράγει διαφορετικούς ήχους με κάποιο είδος ρυθμού. Ο ήχος συμβολίζει την παρουσία του θεού στη γη και το κήρυγμα της παραβολής του τάλαντου, που έδωσε ο θεός και πρέπει να αξιοποιήσει ο άνθρωπος. Το μεγασήμαντρο και το τάλαντο με την πάροδο των χρόνων αποτέλεσαν χαρακτηριστικά σύμβολα της μοναστικής ζωής στις μονές του Αγίου Όρους. Χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για τη σύναξη των μοναχών, αλλά και για να προμηνύσουν τη χαρά ή τη λύπη μέσα στο κατανυκτικό κλίμα πνευματικής ηρεμίας και αφοσίωσης της ιερής πολιτείας.

Μεγασήμαντρο στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας. Το μεγασήμαντρο ή κόπανος εδώ και αιώνες κρούεται ρυθμικά για να αφυπνίσει τους μοναχούς ή να τους συνάξει για την τέλεση των ιερών τους καθηκόντων. Ο ήχος του συμβολίζει την διδασκαλία την Καινής Διαθήκης, την παρουσία του ενανθρωπήσαντος Θεού στην γη και το κήρυγμά Του, καθώς και το δοθέν τάλαντο, το οποίο πρέπει να αξιοποιήσει ο άνθρωπος, σύμφωνα με την παραβολή των ταλάντων.
Το αγιοσίδερο είναι ένα τεμάχιο από σίδερο και σπανιότερα από ορείχαλκο, συνήθως σε αρκετά μικρότερο μέγεθος από το ξύλινο, που το χτυπούσαν ρυθμικά με μια σφύρα ή κόπανο κατασκευασμένο από το ίδιο υλικό. Με τον ήχο του, που μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της καμπάνας, συμβολίζει και υπενθυμίζει την σάλπιγγα του αγγέλου, που θα ακουστεί στη δευτέρα παρουσία και τη φωνή του θεού, που θα αποδώσει τη δίκαιη κρίση σε κάθε άνθρωπο. Το μεγασήμαντρο και το αγιοσίδερο τα κρεμούσαν οριζόντια με δυο σχοινιά ή αλυσίδες από κάποιο δένδρο ή δίπλα στην είσοδο του ναού και τα χτυπούσαν σε διάφορα σημεία, για να παράγουν αρμονικούς ήχους. Στα μοναστήρια συνήθως το ξύλινο σήμαντρο χτυπά για την ακολουθία του όρθρου και το μεταλλικό για την ακολουθία της θείας λειτουργίας.
Τα σήμαντρα παραμένουν και σήμερα σε χρήση μαζί με τις καμπάνες και χτυπούν σε ορισμένο χρόνο, όπως ορίζει η τάξη κάθε μοναστηριού. Η ζωή των μοναχών στα μοναστήρια και οι δραστηριότητες των χιλιάδων επισκεπτών τους καθορίζονται από το χτύπημα αυτής της ξύλινης ή σιδερένιας πλάκας. Εδώ και αιώνες χτυπούν ρυθμικά με μεταλλικό ή ξύλινο σφυρί σε πολλά μοναστήρια και χρησιμοποιούνται για να αφυπνίσουν τους μοναχούς ή να τους συνάξουν για την τέλεση των ιερών καθηκόντων τους. Η εικόνα ενός μοναχού, που χτυπάει το σήμαντρο και καλεί τους πιστούς στο μοναστήρι να συμμετάσχουν στα ιερά καθήκοντα, εκφράζει έναν από τους πιο απλούς και αγνούς συμβολισμούς της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Για πολλούς τα σήμαντρα αποτέλεσαν τα πρώτα μουσικά όργανα της βυζαντινής παράδοσης, αν και η χρήση τους περιορίζεται αποκλειστικά για θρησκευτικούς σκοπούς.
Καμπάνες στην ορθόδοξη ανατολή δεν υπήρχαν, είναι όμως γνωστές από την αρχαιότητα. Οι πρώτες αναφορές στη χρήση της καμπάνας έρχονται από την Κίνα, όπου ήταν γνωστή πολύ πριν από το 1.000 π.Χ. Υπάρχουν στοιχεία για χρήση καμπανών στην αρχαία Βαβυλωνία και Αίγυπτο, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και συνεχίσουν να παίζουν στον ινδικό πολιτισμό.
Οι Εβραίοι στα ενδύματα των αρχιερέων τους είχαν χρυσά κουδουνάκια. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός δίνει εντολή στο Μωυσή να κατασκευάσει στολή με καμπανάκια για τον αρχιερέα Ααρών, για να ιερουργήσει στη σκηνή του Μαρτυρίου: «Με την ίδια μορφή θα κατασκευάσεις χρυσά ομοιώματα μικρών καρπών ροδιάς και ανάμεσά τους κωδωνίσκους χρυσούς κυκλικά στον υποδύτη. Σε κάθε χρυσό ομοίωμα καρπού και άνθους ροδιάς στο κάτω τμήμα και ολόγυρα στον υποδύτη θα αντιστοιχεί και ένας χρυσούς κώδων. Και θα ακούγεται ο ήχος των κωδώνων, όταν ο Ααρών εισέρχεται, για να λειτουργήσει στον άγιο χώρο ενώπιον του Κυρίου, και όταν εξέρχεται». [τὸ αὐτὸ εἶδος ροΐσκους χρυσοῦς καὶ κώδωνας ἀναμέσον τούτων περικύκλῳ· παρὰ ροΐσκον χρυσοῦν κώδωνα καὶ ἄνθινον ἐπὶ τοῦ λώματος τοῦ ὑποδύτου κύκλῳ. καὶ ἔσται Ἀαρὼν ἐν τῷ λειτουργεῖν ἀκουστὴ ἡ φωνὴ αὐτοῦ, εἰσιόντι εἰς τὸ ἅγιον ἔναντι Κυρίου καὶ ἐξιόντι.] [Παλαιά Διαθήκη, «Έξοδος» κεφ. 28]. Στους λαούς της Μεσογείου από την αρχαία εποχή αναφέρεται η χρήση τεμαχίων μετάλλου, δηλαδή τα γνωστά σήμαντρα, τα οποία χτυπούσαν με μεταλλική ή ξύλινη ράβδο στις διάφορες τελετές και συναθροίσεις με σκοπό τη συγκέντρωση του λαού.
Οι καμπάνες στη Δύση
Η λέξη «καμπάνα» προέρχεται από την Καμπανία, περιοχή της νοτιοδυτικής Ιταλίας, όπου υπήρχε παραγωγή ονομαστού χαλκού από τον οποίο κατασκευάσθηκαν οι πρώτες καμπάνες. Είναι κρουστό ηχητικό όργανο με σχήμα αναποδογυρισμένου κυπέλλου φτιαγμένο συνήθως από μπρούτζο. Ένα κοίλο ακουστικό αντηχείο που κατατάσσεται στα ιδιόφωνα μουσικά όργανα. Ο ήχος του προέρχεται από το χτύπημα της εξωτερικής ή της εσωτερικής επιφάνειάς του. Το αντικείμενο που χρησιμεύει για το χτύπημα μπορεί να είναι το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα στην καμπάνα, ένα σφαιρίδιο έγκλειστο στο εσωτερικό του σώματος σε μικρές καμπάνες ή μια ξεχωριστή σφύρα ή σφυρί, που χτυπάει την εξωτερική επιφάνεια της καμπάνας.
Οι πιο παλιές καμπάνες ήταν χονδροειδείς κατασκευές από μεταλλικές πλάκες συναρμολογημένες με σφυρηλατημένα καρφιά, όπως οι σημερινοί λέβητες. Αργότερα επικράτησε η κατασκευή τους από χυτό ορείχαλκο άριστης ποιότητας (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο). Η αναλογία των μετάλλων και το πάχος της καμπάνας καθορίζουν τον ήχο της, ο οποίος είναι πάντα σε βυζαντινές νότες. Η άποψη ότι ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους και ότι ειδικά με την προσθήκη αργύρου η καμπάνα αποκτά καλύτερο ήχο, δεν είναι επιβεβαιωμένη. Ίσως με τον τρόπο αυτό οι χύτες εκμεταλλεύονταν τους πιστούς, οι οποίοι προσέφεραν αργυρά σκεύη και κοσμήματα για την κατασκευή τους. Οι νεότερες καμπάνες κατασκευάζονται με τη μέθοδο της μεταλλοχύτευσης και υπάρχουν διάφορα μεγέθη, από μικρές διακοσμητικές καμπάνες έως καμπάνες με 5 μέτρα ύψος, οι οποίες ζυγίζουν αρκετούς τόνους. Το μέταλλο πρέπει να ριχτεί στο καλούπι όσο είναι ακόμα ρευστό σε θερμοκρασία 1.200 βαθμών κελσίου. Θα χρειαστεί να μείνει μία ημέρα στο καλούπι, για να στεγνώσει, και στη συνέχεια να τροχιστεί και να γυαλιστεί ώστε να ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία. Αν στο τέλος δοκιμαστεί και δεν έχει τον σωστό τόνο και τη σωστή νότα, καταστρέφεται και ξαναφτιάχνεται από την αρχή.
Η δημόσια χρήση της καμπάνας χρονολογείται από το μεσαίωνα, ενώ η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της για την πρόσκληση του λαού στη δημόσια λατρεία εμφανίζεται στη δύση τον 5 αιώνα μ. Χ. Συγκεκριμένα το 409 μ.Χ. ο πάπας Σαβινιανός, όταν ήταν επίσκοπος Ρώμης στις αρχές του 7ου αιώνα, καθιέρωσε τη χρήση της καμπάνας και εκτός Καμπανίας και οι καμπάνες διαδόθηκαν σε όλες τις εκκλησίες της δύσης. Το 15ο αιώνα κάποιοι μοναχοί της καθολικής εκκλησίας από το τάγμα των Καπουτσίνων εισήγαγαν το λεγόμενο «βάπτισμα των κωδώνων» πριν τις ανεβάσουν στο κωδωνοστάσιο για την αποτροπή κάθε βασκανίας. Από τότε επικράτησε η συνήθεια οι Λατίνοι ιερείς να βαπτίζουν τις καμπάνες με αγιασμένο νερό, έλαιο και άλας, να δίνουν σε καθεμιά όνομα αγίου και να τις στολίζουν με επιγραφές και άλλες διακοσμήσεις.
Η καμπάνα στην ορθόδοξη εκκλησία
Στην ορθόδοξη εκκλησία οι καμπάνες εισάγονται από τη Δύση τον 9ο αιώνα. Το 824 μ.Χ. οι Άραβες υποδούλωσαν την Κρήτη, που αποτελούσε «θέμα» της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και στα μέσα του 9ου μ. Χ. αι. απειλούσαν με σφοδρές επιδρομές τη Δαλματία. Ο δόγης της Βενετίας Ούρσος Πατρικιανός επιτέθηκε κατά των Αράβων, τους νίκησε και κατάφερε να απαλλάξει τους Βυζαντινούς από τον κίνδυνο των επιδρομών τους. Όπως αναφέρεται από τους βυζαντινούς χρονογράφους, ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ΄ ο Πορφυρογέννητος, περιχαρής για την κατατρόπωση των Αράβων στη Δαλματία από τους Ενετούς και τον δούκα της Βενετίας Ούρσο, απένειμε στον δόγη το τιμητικό αξίωμα του Πρωτοσπαθάριου του Βυζαντινού Θρόνου. Ο Ούρσος τότε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης χάρισε στον αυτοκράτορα δώδεκα μεγάλες καμπάνες, τις οποίες οι βυζαντινοί έβλεπαν για πρώτη φορά. Οι καμπάνες αυτές κρεμάστηκαν σε ιδιαίτερο πύργο μπροστά στον νάρθηκα του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη το 865 μ.Χ., πολύ μετά το κτίσιμο της Αγίας Σοφίας. Αγαπήθηκαν μάλιστα τόσο πολύ από το λαό, ώστε γρήγορα η χρήση τους γενικεύθηκε, εξαπλώθηκαν προοδευτικά σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, στην ανατολική εκκλησία και στην ορθόδοξη Ρωσία και από τον 9ο αιώνα συγκαταλέγονται στα ιερά σκεύη της εκκλησίας.
Οι καμπάνες αυτές της Αγίας Σοφίας χτυπούσαν για 600 περίπου χρόνια. Όταν όμως το 1453 μ.Χ. η Πόλη έπεσε, σταμάτησαν να χτυπούν και οι καμπάνες. Τις ξεκρέμασε ο κατακτητής, τις έλιωσε και τις έκανε κανόνια και βόλια. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η χρήση της καμπάνας απαγορεύθηκε, διότι κατά τους θεολόγους του Κορανίου η καμπάνα «είναι το μυστικό όργανο του διαβόλου» και ο ήχος της ταράζει τον ύπνο των νεκρών μουσουλμάνων! Στα φοβερά εκείνα χρόνια οι σκλαβωμένοι χριστιανοί ειδοποιούνταν πάλι με μυστικό τρόπο. Παρουσιάστηκαν ξανά οι θεοδρόμοι, που τώρα ονομάζονταν «κράχτες», και τις φοβερές εκείνες νύχτες της τουρκοκρατίας έτρεχαν με κίνδυνο της ζωής τους να ειδοποιήσουν τους χριστιανούς του σκλαβωμένου γένους των Ελλήνων, για να εκκλησιαστούν και να μάθουν γράμματα. Στους ενοριακούς ναούς στα χρόνια της τουρκοκρατίας επανήλθε το σήμαντρο, λόγω της ανάγκης των πιστών να συγκεντρώνονται και να εκκλησιάζονται χωρίς κωδωνοκρουσίες.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης συνδέθηκε με τις καμπάνες στο γνωστό ιστορικό δημοτικό τραγούδι «της Αγιά-Σοφιάς», που αποτελεί έναν από τους πιο διαδεδομένους και συγκλονιστικούς θρήνους:
«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος».
Οι Τούρκοι κατακτητές απαγόρευσαν τις καμπάνες σε όλα τα χριστιανικά μέρη κατά τους χρόνους της σκλαβιάς, εκτός από το Άγιο Όρος, μερικά νησιά και τα Ιωάννινα, όπου ο Σουλτάνος Μουράτ ο Β΄ παραχώρησε προνόμια στους κατοίκους των 46 χωριών του Ζαγορίου της Ηπείρου, μεταξύ των οποίων ήταν η αυτοδιοίκηση και η λειτουργία μερικών εκκλησιών. Τα προνόμια αυτά έγιναν σεβαστά και κατά τη διάρκεια της διοίκησης των Ιωαννίνων από τον Αλή Πασά. Οι εκκλησίες αυτές διατηρούσαν και καμπαναριά και τα χρησιμοποιούσαν ελεύθερα. Η αυτονομία αυτή ήταν που προστάτεψε και διατήρησε τις μοναδικής αρχιτεκτονικής εκκλησίες και τα υπέροχα μοναστήρια της περιόδου εκείνης μέχρι τις μέρες μας.
H σημασία των χτυπημάτων
Όταν ελευθερώθηκαν οι Έλληνες, οι καμπάνες επανήλθαν στα κωδωνοστάσια των εκκλησιών, άρχισαν να χτυπούν ξανά θριαμβευτικά και κυριάρχησαν στις πολυπληθείς πλέον πόλεις ως το δυνατότερο σε εμβέλεια μέσο πρόσκλησης των πιστών στους ιερούς ναούς. Στα χωριά ήταν το κύριο μέσο ειδοποίησης όχι μόνο για τα θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά και για κάθε σημαντικό γεγονός που απασχολούσε την τοπική κοινότητα.
Οι καμπάνες των εκκλησιών χρησιμοποιούνται κυρίως για εκκλησιαστικούς λόγους, για να σημάνουν την έναρξη κάποιας τακτικής ιερής ακολουθίας, όπως ο εσπερινός, ο όρθρος, η ιερά αγρυπνία κ.λ.π. Την παραμονή και την κυρία ημέρα μιας μεγάλης εορτής οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα, όπως χαρμόσυνα χτυπούν, όταν εορτάζει ο άγιος της ενορίας, όταν ψάλλεται η δοξολογία ή όταν επισκέπτεται την ενορία ο Επίσκοπος, για να χοροστατήσει στη λειτουργία.

Άγιοι Απόστολοι Ναυπλίου. Δημοσιεύεται στο: «Η Αργολίδα που φεύγει», Γ. Αντωνίου, Εκδόσεις «Εκ Προοιμίου», Άργος, 2008.
Στη διάρκεια της θείας λειτουργίας έχουμε τρεις κωδωνοκρουσίες. Μία στην αρχή του όρθρου, μία στο μέσον του όρθρου αμέσως μετά την ανάγνωση του συναξαρίου και προ των καταβασιών, και η «τρίτη» λεγόμενη «καμπάνα» κατά τη δοξολογία. Υπάρχουν και κάποιοι σταθεροί «κώδικες» κωδονοκρουσιών με μικρές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή και από ενορία σε ενορία. Έτσι, όταν γίνεται ο εσπερινός και την άλλη μέρα δεν πρόκειται να γίνει θεία λειτουργία ή τα πρωινά που ψάλλεται ο όρθρος χωρίς θεία λειτουργία, χτυπά μόνο η μία από τις καμπάνες, το λεγόμενο «μονοκάμπανο». Όταν όμως γίνεται ο εσπερινός και την άλλη μέρα ξημερώνει γιορτή και θα γίνει θεία λειτουργία, χτυπούν τουλάχιστο οι δύο από τις τρεις καμπάνες του ναού, το λεγόμενο «διπλοκάμπανο», σε πιο έντονο και χαρούμενο ρυθμό, για να «ειδοποιήσουν» με έμφαση τους πιστούς ότι αύριο ο ναός θα «λειτουργήσει». Ανήμερα του Πάσχα επιτρεπόταν να χτυπήσει όποιος και όποτε θέλει τις καμπάνες λόγω του χαρμόσυνου γεγονότος. Αυτή την ημέρα τα παιδιά μπορούσαν να δοκιμάσουν να μιμηθούν το χτύπημα της καμπάνας από τους μεγάλους. Το ίδιο επιτρεπόταν και τα Χριστούγεννα, αλλά το κρύο της εποχής συνήθως αποθάρρυνε τους επίδοξους κωδωνοκρούστες. Το χτύπημα της καμπάνας πάντως απαγορεύεται σε ώρες κοινής ησυχίας.
Οι καμπάνες όμως σημαίνουν και για κοσμικά γεγονότα, όπως για να εορταστούν εθνικές επέτειοι ή για τη σύγκληση κοινοτικών αρχών, για έκτακτα περιστατικά, όπως η φωτιά, η αναγγελία ενός θανάτου, οι φυσικές καταστροφές, ο ερχομός κάποιου σημαντικού προσώπου στην περιοχή, η επίτευξη της ειρήνης μετά από έναν πόλεμο κ.λ.π. Διαφορετικά χτυπούσαν στις χαρές και διαφορετικά στις λύπες. Όταν η καμπάνα χτυπούσε λίγες φορές, σήμαινε χαρούμενες ειδήσεις στο χωριό. Τα δυο χτυπήματα σήμαιναν τη γέννηση κοριτσιού. Όταν η καμπάνα χτυπούσε τρεις φορές, είχε γεννηθεί αγόρι. Συνήθως τότε ο πατέρας του νεογέννητου – ειδικά αν ήταν το πρώτο του παιδί – ανέβαινε στο δώμα του σπιτιού του και έριχνε τρεις τουφεκιές, γιατί πίστευε ότι ο ήχος της καμπάνας δεν ήταν τόσο δυνατός για να ακουστεί η χαρά του.
Όταν η καμπάνα χτυπούσε πολλές φορές, οι ειδήσεις δεν ήταν για καλό. Το μονότονο, αργό και λυπητερό νταν…νταν… νταν…, που επαναλαμβάνεται πέντε ή έξι φορές, ήταν για να αναγγείλει κάποιο θάνατο σε ολόκληρο το χωριό και καλούσε τους πιστούς σε συμμετοχή και συμπαράσταση. Ο συνεχής πένθιμος ήχος έφθανε στις γύρω λαγκαδιές και στα καταράχια, για να μεταφέρει σε όλους το λυπητερό γεγονός. Όλοι οι ενορίτες ξαφνιασμένοι έβγαιναν στα παράθυρα και στις αυλές, παρατούσαν τα χωράφια τους και έτρεχαν σε εκείνον που χτύπησε την καμπάνα, για να μάθουν τι έγινε. Λίγα λεπτά αργότερα ολόκληρο το χωριό, με πρώτες τις γυναίκες, βρίσκονταν στο πλευρό εκείνου που έχασε τον άνθρωπό του. Χτυπούσαν όμως και για το σχολείο, για το κατηχητικό, για έκτακτες περιπτώσεις, για να καλέσουν τους κατοίκους σε συγκέντρωση, όταν γινόταν κάποια κηδεία κ.α. Γενικότερα οι καμπάνες από την εμφάνισή τους είναι άρρηκτα δεμένες με την ορθοδοξία και τον ελληνισμό.
Ιστορικές καμπάνες
Τεράστιες καμπάνες κατασκευάζονταν στη Ρωσία μέχρι το 1917, οπότε με την επικράτηση της οκτωβριανής επανάστασης όλες οι καμπάνες των ναών αφαιρέθηκαν και μεταβλήθηκαν σε μέταλλα. Χαρακτηριστική του μεγέθους και της ποιότητας κατασκευής είναι η «Καμπάνα του Τσάρου», που βρίσκεται στο Κρεμλίνο της Μόσχας («Κρέμλιν» στη ρωσική γλώσσα σημαίνει κάστρο). Ένα επιβλητικό μπρούτζινο έργο που είχε ονομασθεί «Βασιλεύς των κωδώνων» και η χύτευσή της διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο. Άρχισε το έτος 1733, ολοκληρώθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1735 και τοποθετήθηκε στο καμπαναριό αμέσως μόλις ολοκληρώθηκαν τα ανάγλυφά της. Έχει ύψος 6,14 μέτρων, διάμετρο 6,60 μέτρα και βάρος πάνω από 200 τόνους. Δύο χρόνια αργότερα, στη διάρκεια μιας πυρκαγιάς στο Κρεμλίνο, η καμπάνα έσπασε καθώς κρύωσε απότομα από το πολύ νερό της κατάσβεσης και έτσι δεν ήχησε ποτέ. Το κομμάτι που έσπασε διασώζεται μέχρι σήμερα και ζυγίζει 11,5 τόνους. Το 1836 η «Καμπάνα του Τσάρου» τοποθετήθηκε σε ανάβαθρο κοντά στο καμπαναριό «Ιωάννης ο Μέγας» στην πλατεία Ιβανόφσκαγια, όπου δεσπόζει ένα κωδωνοστάσιο του 1600 με ύψος 81 μέτρα, και εκτίθεται μέχρι σήμερα ως τουριστικό αξιοθέατο.

Η Καμπάνα του Αγίου Πέτρου του καθεδρικού ναού της Κολωνίας. Κατασκευάστηκε το έτος 1923 από τον Χάινριχ Ούλριχ στα Χυτήρια Κωδώνων της Απόλντα και αναρτήθηκε στο νότιο καμπαναριό. Ζυγίζει 24 τόνους και έχει γλωσίδιο που ζυγίζει 600 κιλά. Είναι η παγκοσμίως μεγαλύτερη καμπάνα του είδους της.

Η καμπάνα της Μονής Αγίου Παντελεήμονος. Η Μονή Αγίου Παντελεήμονος στον, Άθω είναι γνωστότερη ως Ρωσικό Μοναστήρι. Φωτ. Κώστας Ασίμης.
Μεγαλύτερη των Βαλκανίων θεωρείται η καμπάνα του ρωσικού μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιο Όρος, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο του καμπαναριού πάνω από την Τράπεζα. Το βάρος της είναι 13 τόνοι, η διάμετρος της 2,70 μ., η περιφέρειά της 8.71 μ., απαιτούνται δύο μοναχοί για να την κτυπήσουν και ακούγεται σε όλη τη νοτιοδυτική ακτή του Αγίου Όρους και στη γειτονική χερσόνησο της Σιθωνίας. Στον ίδιο όροφο υπάρχουν τρεις ακόμα καμπάνες βάρους 3 τόνων η κάθε μία. Στον δεύτερο όροφο υπάρχουν αρκετές καμπάνες μικρότερες συνδεδεμένες με το ρολόι του καμπαναριού και οι ρυθμικές κωδωνοκρουσίες τους δημιουργούν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή αρμονία. Η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου σήμερα βρίσκεται στην Κολωνία της Γερμανίας. Οι Κολωνέζοι την αποκαλούν Ντίκερ Πίτερ (Dicker Pitter), δηλαδή «Χοντρός Πέτρος» στα ελληνικά. Κατασκευάστηκε το 1923 και αναρτήθηκε στο νότιο καμπαναριό του καθεδρικού ναού του Αγίου Πέτρου της Κολωνίας. Ζυγίζει 24 τόνους και έχει γλωσσίδι που ζυγίζει 600 κιλά.
Τα καμπαναριά στον ελλαδικό χώρο
Από την εποχή των σημάντρων και μετέπειτα των πρώτων καμπανών προέκυψε η ανάγκη μόνιμης σταθερής κατασκευής, όπου θα ήταν δυνατόν να αναρτηθούν. Τα παλαιότερα σήμαντρα κρέμονταν σε οποιοδήποτε σημείο περιμετρικά του ναού. Η ανάγκη όμως να ακούγεται ο ήχος τους μακριά οδήγησε στη σκέψη να χρησιμοποιήσουν τους υπάρχοντες πλησιέστερους στους ναούς πύργους ή να κατασκευάσουν ειδικά ψηλά οικοδομήματα. Έτσι δημιουργήθηκε το καμπαναριό (< καμπάνα + αίρω = σηκώνω) ή κωδωνοτάσιο (<κώδων + ίστημι = στέκομαι), ένας μικρός πύργος, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη μία ή περισσότερες καμπάνες. Σιγά – σιγά το οικοδόμημα που στηρίζει της καμπάνες έγινε απαραίτητο στοιχείο της ναοδομίας. Αρχικά το καμπαναριό αποτέλεσε συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων. Με την πάροδο των αιώνων όμως απέκτησε διαφορετική λειτουργική και καλλιτεχνική σημασία. Οι κομψές οξυκόρυφες απολήξεις του έγιναν το αρχιτεκτονικό συμπλήρωμα του ναού και προσέθεσαν ένα στοιχείο με έντονο θριαμβικό και συμβολικό χαρακτήρα.

Το ιστορικό καμπαναριό του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίας Φωτεινής. Το καμπαναριό έχει κτισθεί μπροστά από το Ναό Αγίας Φωτεινής της Νέας Σμύρνης και είναι αντίγραφο εκείνου της Σμύρνης στα παράλια της Μικράς Ασίας. Φωτογραφία: π. Αναστάσιος Σαλπάτας.
Από επιγραφές προκύπτει ότι η χρήση των πύργων – κωδωνοστασίων αρχίζει στο Βυζάντιο τον 11ο αιώνα. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η ίδρυση των φραγκικών κρατών στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά θεωρείται αποφασιστικής σημασίας για την αποδοχή από την ορθόδοξη εκκλησία του καμπαναριού ως απαραίτητου στοιχείου του ναού. Πριν από τη φραγκική κατάκτηση οι πύργοι κατασκευάζονταν στις διάφορες μονές για άμυνα και παρατήρηση. Το στοιχείο που μετέφεραν οι Φράγκοι στην Ελλάδα και έγινε αποδεκτό από την εκκλησία είναι η καμπάνα, η οποία αντικατέστησε τα παραδοσιακά ξύλινα ή μεταλλικά σήμαντρα που χρησιμοποιούνταν ως τότε.
Η μακρόχρονη παραμονή των Φράγκων στην Ελλάδα συντέλεσε στη γενίκευση της χρήσης του καμπαναριού και στη γέννηση μορφών επηρεασμένων από τη Δύση. Η επίσημη και η λαϊκή αρχιτεκτονική, όμως, με τη φαντασία και την άμιλλα των αρχιτεκτόνων δημιούργησαν πλήθος πρωτότυπων και αξιόλογων καμπαναριών με ποικιλία σχεδίων και συνδυασμών.

Ο Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Πέτρου Άργους, με το παλιό καμπαναριό. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε η επιγραφή: «έργον Φραντζέσκου Λυρίτη 1868». Όμως, από καταιγίδα, στις 27 Αυγούστου του 1947, σείστηκε, έγινε επικίνδυνο και κατεδαφίστηκε το 1950. Τότε δημιουργήθηκαν στην πρόσοψη του ναού τα δύο κωδωνοστάσια, που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η πληροφορία προέρχεται από την ανακοίνωση του Αρχιμανδρίτη Καλλινίκου Κορομπόκη, σημερινού Μητροπολίτη Άρτης, στο Ά Συνεδρίο Αργειακών Σπουδών, το Νοέμβριο του 2004, με τίτλο «Η Εκκλησία του Άργους τον 19ον αιώνα – Γενική θεώρηση».
Το καμπαναριό ή κωδωνοστάσιο είναι μια αρχιτεκτονική κατασκευή σε σχήμα πύργου. Συγκεκριμένο σημείο για την ανέγερση των κωδωνοστασίων σε σχέση με το ναό δεν υπήρχε. Ούτε κανόνας για το πού έπρεπε να τοποθετηθούν. Η συνήθης θέση πάντως του καμπαναριού είναι στην πορεία της εισόδου των πιστών στην εκκλησία. Άλλοτε είναι ενσωματωμένο στο ναό και άλλοτε ξεχωριστό κτίσμα, φτιαγμένο από πέτρα, μάρμαρο και σπανιότερα από σίδηρο. Τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά είναι διαλεγμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμβαδίζει με τον γενικό αρχιτεκτονικό ρυθμό του κτιρίου, στο οποίο υπάγεται, αλλά και να ενισχύει τον ήχο της καμπάνας και να τον μεταφέρει όσο το δυνατό μακρύτερα. Η μορφή του ποικίλει ανάλογα με την κουλτούρα του αρχιτέκτονα και των κατασκευαστών και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο (πέτρινο, ξύλινο, μαρμάρινο, σιδερένιο ή τσιμεντένιο).
Τα καμπαναριά διαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα πυργοειδή ή πυργωτά, που τα ονομάζουν και βενετσιάνικα, και τα απλά καμπαναριά, που ονομάζονται φράγκικα. Σε σχέση με το ναό μπορούν να διακριθούν σε ανεξάρτητα ή συνεχόμενα με αυτόν κτίσματα. Τα πυργωτά είναι μεμονωμένα τετράγωνα κυρίως οικοδομήματα τοποθετημένα σε μικρή απόσταση από το ναό, κοντά στο ιερό βήμα, στο μέσον του προστώου του ναού ή εφαπτόμενα στις μακριές γωνίες ή στις πλευρές του ναού, αλλά σε αρμονική σύνθεση με το ναό. Έχουν βαριά όψη με χοντρούς τοίχους και συνήθως τρεις ή τέσσερεις ορόφους. Σε κάθε όροφο ανοίγονται μικρά παράθυρα για το φωτισμό και αερισμό του εσωτερικού, που σε περίπτωση εχθρικών επιδρομών χρησίμευαν ως πολεμίστρες. Τα απλά καμπαναριά συνδέονται άμεσα με το ναό και στηρίζονται στη στέγη του, πάνω στο προστώο ή στο νάρθηκα ή στη θέση του τρούλου του ναού. Ανεξάρτητα ή ενσωματωμένα στο περίγραμμα της εκκλησίας, έχουν διάτρητα τοιχώματα και αποτελούν έργα τέχνης. Έχουν κτισθεί με ντόπια λαξευτή πέτρα και δίνουν μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας και επιβλητικότητας.
Τα πιο αξιόλογα καμπαναριά στην Ελλάδα είναι εκείνα των ναών του Μιστρά, ιδιαίτερα του Αφεντικού και της Παντάνασσας με τρεις ορόφους καθέτως, κεραμοπλαστικά κοσμήματα στις όψεις τους και επάλληλα παράθυρα. Αξιόλογες μορφές βυζαντινών καμπαναριών συναντώνται στις μονές Βατοπεδίου και Πρωτάτου στο Άγιον Όρος. Η Αναγέννηση και το μπαρόκ επηρέασαν περισσότερο τις ελληνικές περιοχές που είχαν άμεση εξάρτηση από τη Δύση, όπως τα Επτάνησα, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου. Η επίδραση των δυτικών μορφών στην αρχιτεκτονική τους διαμόρφωση είναι φανερή στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά, στα Κύθηρα και στην Κέρκυρα. Ανάλογα πυργοειδή καμπαναριά συναντώνται και σε άλλες ελληνικές περιοχές, όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Τήνος, τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη.

Το καμπαναριό του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου Άργους, περίπου το 1949. Ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα καμπαναριά του Άργους. Κατασκευάστηκε το 1853 με δημοτική δαπάνη επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Βώκου.
Τα ψηλότερα καμπαναριά της Ελλάδος βρίσκονται στην Ζάκυνθο, στον ιερό ναό του Αγίου Διονυσίου με ύψος 40 περίπου μέτρων και με πυραμοειδή κορυφή, στην Αίγινα στον ιερό ναό του Αγίου Νεκταρίου με ύψος 42 μέτρα, στην Κατερίνη στον ιερό ναό της Αγίας Άννας, και το επιβλητικό καμπαναριό στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη στο Άργος που είναι και ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα, αφού κατασκευάστηκε το 1853 με δημοτική δαπάνη επί δημαρχίας Κωνσταντίνου Βώκου, και αποτελείται από ένα κατώτερο κτιστό τμήμα, που χρησίμευε ως βάση για το ανώτερο μαρμάρινο τμήμα των τριών ορόφων κατασκευασμένο με λαξευτά μαρμάρινα αρθρωτά μέλη.
Πηγές
- Αραβαντινός Σπ. Π., «Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 2004.
- Καντιώτου Αυγουστίνου, «Ορθόδοξος Ναός», Αθήνα 1992.
- Κουρής Σπυρίδων, «Σεισμική Συμπεριφορά Πυργωτών Κατασκευών στην Κέρκυρα», διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2010.
- Λοΐζα Μολέσκη, «Τα Ιερά Σκεύη και Άμφια και οι Λειτουργικοί Συμβολισμοί τους», διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2007.
- Μπάρλα Χαρίκλεια, «Μορφή και εξέλιξις των βυζαντινών κωδωνοστασίων», Αθήναι 1959.
- Πολίτης Νικόλαος, «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», εκδ. Εκάτη, 2005.
- «Συμβουλή τριών επισκόπων προς τον πάπα Ιούλιον τον Τρίτον», εκ του τυπογραφείου Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1836.
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Σχολιάστε