Οι πολιτικές διαμάχες στο αρχαίο Άργος και ο σκυταλισμός του 370 π.Χ.
Η πολιτική ιστορία του Άργους ξεκινάει από τη γενιά του Ινάχου. Ο Ίναχος, σύμφωνα με την παράδοση, ήρθε στην περιοχή, που δεν ονομαζόταν ακόμα Άργος, από την Αίγυπτο το 1876 π.Χ. ως αρχηγός μιας μεγάλης ομάδας ποιμένων, όταν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ποιμένων και πεδινών της Αιγύπτου. Ο γιος του Φορωνέας κατέβασε τους ανθρώπους από τη Λάρισα του Άργους, το Παλαμήδι, τους λόφους των Μυκηνών και της Τίρυνθας και από τα σπήλαια των γύρω βουνών, όπου ζούσαν τρομαγμένοι από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και δημιούργησε τον πρώτο οικισμό[1]. Οι κάτοικοι της περιοχής για να τιμήσουν τον ευεργέτη τους Ίναχο έδωσαν το όνομά του στον ποταμό.
Κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο στο Άργος πήρε την εξουσία ένας καινούργιος λαός, οι Δαναοί, που προερχόταν από την Αίγυπτο και τη Φοινίκη. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Δαναός απόγονος της Ιούς, κόρης του Ίναχου, βασίλευσε στη Λιβύη και γέννησε πενήντα κόρες. Μετά το θάνατο του πατέρα του ήρθε σε ρήξη με τον αδελφό του Αίγυπτο για τα όρια των κρατών τους και την πατρική κληρονομιά και αποφάσισε να εγκαταλείψει το βασίλειό του και να ζητήσει καταφύγιο στην προγονική του κοιτίδα, το Άργος. Κατασκεύασε με συμβουλή της Αθηνάς ένα πλοίο με πενήντα κουπιά, πήρε τις κόρες του, τις Δαναΐδες, και ήρθε στα πάτρια εδάφη στο Άργος, την πατρίδα της προ-γιαγιάς του Ιούς [2].
Στο Άργος τότε βασίλευε ο Γελάνωρ, από τον οποίο ο Δαναός ζήτησε τη βασιλεία του Άργους ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου, αφού ήταν απόγονος του Ίναχου. Ο Γελάνωρ αρνήθηκε και συμφώνησαν να αποφασίσει ο λαός. Όταν συγκεντρώθηκε ο λαός, συνέβη κάτι περίεργο. Ένας λύκος όρμησε σε μια αγέλη αγελάδων και σκότωσε τον αρχηγό ταύρο. Ο λαός ερμήνευσε ως θεϊκό σημάδι το γεγονός, παραλλήλισε το λύκο (εισβολέα) με το Δαναό και τον ταύρο αρχηγό της αγέλης με το βασιλιά Γελάνωρα και αποφάσισαν να δώσουν τη Βασιλεία στο Δαναό. Με αυτό τον τρόπο ο Δαναός γίνεται βασιλιάς του Άργους και συνεχιστής της δυναστείας των Ιναχιδών [3]. Ο Δαναός βασίλευσε ως τα γεράματά του και δίδαξε στους Αργείους τα γράμματα, την καλλιέργεια των αγρών και την τέχνη να ανοίγουν πηγάδια και να ποτίζουν τις καλλιέργειες. Οι απόγονοί του βασίλευσαν στο Άργος κατά την υστεροελλαδική περίοδο (1600 – 1100 π.Χ.) και ανέδειξαν 27 συνολικά βασιλιάδες [4], που διαχειρίστηκαν την εξουσία.
Κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα π.Χ. οι Δωριείς με πιθανή αφετηρία τις περιοχές της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας μετακινήθηκαν νοτιότερα. Μια ομάδα με αρχηγό τον Τήμενο πέρασε από την Αρκαδία, κατέλαβε και οχύρωσε μια στρατηγική θέση κοντά στη Λέρνη, στην περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται Τημένιο [5], νίκησε το βασιλιά Τισαμενό, κατέλαβε το Άργος και τις Μυκήνες και κατέλυσε τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς οι Δωριείς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων. Πρώτος βασιλιάς του Άργους μετά την κάθοδο των Δωριέων έγινε ο Τήμενος, ο οποίος ίδρυσε τη δυναστεία των Τημενιδών,[6] που βασίλευσε στο Άργος από το 1.100 ως το 550 π.Χ. Από εκείνη την περίοδο οι Αργείοι αποκαλούνταν πλέον Δωριείς.
Ο σημαντικότερος βασιλιάς της δυναστείας των Τημενιδών κατά την αρχαϊκή εποχή ήταν ο Φείδων, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Αριστοδαμίδα. Ο Αριστοδαμίδας έκανε δυο σπουδαίους γιους, το Φείδωνα, βασιλιά του Άργους, και τον Κάρανο, που αναφέρεται ως ιδρυτής του οίκου των Μακεδόνων στις Αιγές και πρόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το Άργος στα χρόνια του Φείδωνα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως κράτος, επέκτεινε την επιρροή του και αναδείχτηκε σε σημαντική δύναμη στην Πελοπόννησο. Επί των ημερών του η πόλη του Άργους έφτασε στο απόγειο της δύναμη της και έθεσε υπό την κατοχή της σχεδόν τη μισή Πελοπόννησο, την Αίγινα και τα Κύθηρα. Η πολιτική του Φείδωνα επικεντρώθηκε σε τρεις τομείς: την επέκταση της κυριαρχίας του Άργους στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου για την αντιμετώπιση της αγροτικής κρίσης, την υιοθέτηση της τακτικής της οπλιτικής φάλαγγας και την εφεύρεση και καθιέρωση του νομίσματος. Για να πετύχει τους στόχους του ο Φείδων συγκέντρωσε περισσότερες εξουσίες από όσες είχαν οι βασιλείς και από κληρονομικός βασιλιάς εξελίχθηκε σε τύραννο.
Η αρχαϊκή εποχή (8ος – 5ος αι. π. Χ.) ήταν μια περίοδος παγίωσης της εξουσίας των πόλεων στην προσπάθειά τους να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ευρύτερες περιοχές, για να αντιμετωπίσουν την αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την έλλειψη καλλιεργήσιμης γης. Στους πρώτους αιώνες της δωρικής εγκατάστασης το Άργος ήταν κυρίως μια μικρή κοινωνία, που βασιζόταν στην τοπική παραγωγή και το κυβερνούσε μια στρατιωτική αριστοκρατία. Στον 7ο π.Χ. αιώνα ο Φείδων προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Μεγάλος κίνδυνος για το Άργος ήταν η ισχυρή Σπάρτη, η οποία του αμφισβητούσε την ηγεμονία της Πελοποννήσου, γι’ αυτό και οι εντάσεις και οι συνοριακές διενέξεις ανάμεσα στο Άργος και τη Σπάρτη ήταν συχνές. Η περίοδος της βασιλείας του Φείδωνα είναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης του Άργους, πριν από την ανάδειξη της Σπάρτης σε πρώτη δύναμη της Πελοποννήσου.
Θέατρο πολλών συγκρούσεων μεταξύ του Άργους και της Σπάρτης για πολλά χρόνια υπήρξε η Κυνουρία λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της θέσης και της ευφορίας της. Η στενή παραθαλάσσια λωρίδα γης από το σημερινό Άστρος μέχρι το Λεωνίδιο αποτέλεσε «μήλο της έριδας» και αιτία αδιάλλακτης και αδιάκοπης εχθρότητας ανάμεσα στο Άργος και τη Σπάρτη. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν τρεις αρχαίες πόλεις, η Θυρέα (8 χιλιόμετρα μακριά από το Άστρος πάνω από τον κεντρικό δρόμο Άστρους – Αγίου Πέτρου), η Ανθήλη (στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα Κυνουρίας) και οι Πρασιές (σημερινό Λεωνίδιο). Η Θυρέα [7] ανήκε στο κράτος του Άργους, γιατί ήταν πόλη δωρική, όπως και η ευρύτερη περιοχή της σημερινής Κυνουρίας, που την ονόμαζαν Θυρεάτιδα. Το Άργος διεκδικούσε τη Θυρεάτιδα για λόγους πατριωτισμού και ασφάλειας, γιατί θα είχε τον εχθρό προ των πυλών του, αν τη κατελάμβαναν οι Σπαρτιάτες. Η Σπάρτη επιδίωκε με κάθε τρόπο να την κυριεύσει, γιατί αποτελούσε τα φυσικά όριά της στα βορειοανατολικά της σύνορα και δεν ένιωθε ασφαλής, αν η περιοχή αυτή βρισκόταν στα χέρια του γειτονικού κράτους [8].
Ξεκίνησε ένας μακροχρόνιος αιματηρός πόλεμος ανάμεσα στο Άργος και τη Σπάρτη. Πότε νικούσαν οι Αργείοι, πότε οι Σπαρτιάτες. Τα χρόνια περνούσαν, οι αντίπαλοι αιμορραγούσαν, αλλά αποφασιστική νίκη δεν είχε σημειωθεί και οι μάχες έκαναν και τους δυο αντιπάλους να εξασθενούν. Έτσι το 546 π.Χ. Αργείοι και Σπαρτιάτες συμφώνησαν να δώσουν τέλος στη διαμάχη τους με τριακόσιους εκλεκτούς οπλίτες από κάθε πλευρά σε μια μάχη που έμεινε γνωστή ως η «μάχη των 600 λογάδων». Ένα συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός, που το αφηγείται ο Hρόδοτος [9]. Oι δύο στρατοί επέλεξαν από 300 διαλεκτούς άνδρες («λογάδες») και συμφώνησαν να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων και οι νικητές να πάρουν οριστικά την επίδικη περιοχή. O υπόλοιπος στρατός των δύο αντιπάλων έφυγε, οι Σπαρτιάτες γύρισαν στη Σπάρτη και οι Αργείοι στο Άργος περιμένοντας τις εξελίξεις. Η καθοριστική μάχη ξεκίνησε νωρίς το πρωί, συνεχίστηκε όλη μέρα και, όταν νύχτωσε, στο «πεδίο της τιμής» επιζούσαν δυο Αργείοι, ο Χρόμιος και ο Αλκήνωρ, και ένας Σπαρτιάτης, ο Οθρυάδης.
Οι δυο Αργείοι πανηγύρισαν τη νίκη τους (δυο αυτοί, ένας ο εχθρός) και έσπευσαν στο Άργος να την αναγγείλουν. Ο Σπαρτιάτης παρέμεινε στον τόπο της μάχης και, παρόλο που ήταν τραυματίας, όλη νύχτα συγκέντρωσε τα όπλα των 298 νεκρών Αργείων, ύψωσε τρόπαιο πάνω στο οποίο έγραψε με το αίμα του «Λακεδαιμόνιοι κατ’ Αργείων» και ξεψύχησε δίπλα στους 299 νεκρούς συμπολεμιστές του. Όταν την άλλη μέρα ήρθαν οι δυο στρατοί, ο καθένας επέμενε για λογαριασμό του πως είναι αυτός ο νικητής. Επειδή όμως κανείς δεν είχε νικήσει, πολέμησαν ξανά, οι Σπαρτιάτες νίκησαν και κέρδισαν τη Θυρέα. Οι Αργείοι σε ένδειξη πένθους ξύρισαν τα κεφάλια τους και ορκίστηκαν να μην αφήσουν ξανά μακριά μαλλιά, μήτε οι γυναίκες τους να φορέσουν κοσμήματα χρυσά έως ότου επανακτηθεί η Θυρεάτις. Οι Σπαρτιάτες, αντίθετα, καθιέρωσαν από τότε τα πολύ μακριά μαλλιά σε ανάμνηση της μεγάλης νίκης τους επί των Αργείων. Η περιοχή της Θυρεάτιδας πέρασε οριστικά στην κατοχή των Σπαρτιατών, αν και οι Αργείοι ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τη διεκδίκησή της. Από αυτό το γεγονός όμως ξεκινάει το μεγάλο μίσος ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος.
Τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Τημενιδών [10] ήταν ο Μέλτας, εγγονός του Φείδωνα. Κατά τη βασιλεία του οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν στους Τεγεάτες με σκοπό να κυριεύσουν την περιοχή αυτή της Αρκαδίας. Η Αρκαδία ήταν το προπύργιο του Άργους απέναντι στη σπαρτιατική επέκταση και, αν η Τεγέα υπέκυπτε στη Σπάρτη, το Άργος θα έμενε ακάλυπτο στα νοτιοδυτικά του σύνορα. Οι Αργείοι βοήθησαν τους Τεγεάτες λόγω της παλιάς τους φιλίας και συμμαχίας και για λόγους στρατηγικού συμφέροντος, απέκρουσαν τους Σπαρτιάτες και ανέκτησαν τα εδάφη της Αρκαδίας. Οι Αργείοι περίμεναν από το βασιλιά τους να τους μοιράσει τα αρκαδικά εδάφη που κατέλαβαν, ο Μέλτας όμως τα παρέδωσε στους Αρκάδες και τους αποκατέστησε στις εστίες τους. Ο λαός του Άργους δυσαρεστήθηκε και τον καθαίρεσε γύρω στο 600 π.Χ. [11] Ο Μέλτας κατέφυγε στην Τεγέα και στους Αργείτες έμεινε η βασιλεία χωρίς βασιλιά! Συμβουλεύτηκαν τότε το μαντείο των Δελφών για τον επόμενο βασιλιά και αυτό τους είπε ότι «τον επόμενο βασιλιά θα τους τον αποκαλύψει ένας αετός». Μετά από κάποιες μέρες ένας αετός πέταξε και κάθισε πάνω στο σπίτι κάποιου Αίγωνα [12]. Οι Αργείοι πίστεψαν ότι αυτόν τους υποδεικνύει ο θεός και έκαναν τον Αίγωνα βασιλιά τους [13]. Έτσι περί το 600 π. Χ. οι Αργείοι έβαλαν ουσιαστικά τέλος στον θεσμό της Βασιλείας και τα επόμενα χρόνια ο ανώτατος άρχοντας του Άργους εκλεγόταν και ασκούσε εξουσία έχοντας μόνο τον τίτλο του βασιλιά. [14]

Τελέσιλλα. Γκραβούρα από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κοφινιώτου, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008.
Το Άργος όμως παρέμενε εμπόδιο στα σχέδια της Σπάρτης και ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Α΄ το 494 π.Χ. αποφάσισε να τελειώνει οριστικά με τους Αργείτες. Επιβίβασε τους άνδρες του σε καράβια, έφτασε μέσω θαλάσσης στο Ναύπλιο και κατευθύνθηκε στην περιοχή της Σήπειας, ανάμεσα στο Ναύπλιο και την Τίρυνθα. Οι Αργείοι βγήκαν από την πόλη και στρατοπέδευσαν ακριβώς απέναντί του. Στη μάχη που ακολούθησε ο Κλεομένης νίκησε και εξόντωσε ακόμα και όσους ζήτησαν άσυλο στο ιερό άλσος της Σήπειας. Περίπου 5-6 χιλιάδες Αργείοι πέθαναν εκείνη την μέρα. Έπειτα οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν για να καταλάβουν την ανοχύρωτη πόλη του Άργους. Αντίκρισαν όμως τις γυναίκες, τα παιδιά και τους δούλους του Άργους ξεσηκωμένους από την ποιήτρια Τελέσιλλα και έτοιμους να υπερασπιστούν την πόλη τους. Σύμφωνα με τον Παυσανία [15], ο Κλεομένης μόλις είδε τη γυναικεία παράταξη υποχώρησε, γιατί κατάλαβε ότι μια νίκη απέναντι σε γυναίκες δεν θα του χάριζε δόξα, ενώ στο απίθανο ενδεχόμενο να χάσει τη μάχη η ντροπή για τον στρατό του θα ήταν τρομακτική. Η πόλη του Άργους σώθηκε, αλλά μετά την ήττα αυτή έχασε από την επιρροή του τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν με το μέρος των Σπαρτιατών.
Ακολούθησαν οι περσικοί πόλεμοι (492-478 π.Χ.) στους οποίους το Άργος δεν πήρε μέρος. Όταν πληροφορήθηκαν ότι οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να τους πάρουν συμμάχους εναντίον των Περσών, έστειλαν αντιπροσωπεία στους Δελφούς, για να ρωτήσουν τί ήταν καλύτερο να κάνουν, γιατί πρόσφατα σκοτώθηκαν 6.000 δικοί τους από τον Κλεομένη και φοβούνταν μήπως δεχτούν κι άλλο χτύπημα απ᾽ τον Πέρση και υποταχτούν στους Λακεδαιμονίους. Η Πυθία με χρησμό[16] τους συμβούλευσε να μείνουν ουδέτεροι.
Λένε επίσης ότι, πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του ο Ξέρξης, τους είχε στείλει μήνυμα που έλεγε: «Άνδρες Αργείοι, ο βασιλιάς Ξέρξης λέει τα εξής: Εμείς πιστεύουμε ότι ο γενάρχης μας είναι ο Πέρσης, ο γιος του Περσέα, που τον απόχτησε από τη θυγατέρα του Κηφέα, την Ανδρομέδα. Σύμφωνα μ᾽ αυτά εμείς πρέπει να είμαστε απόγονοί σας. Δεν είναι σωστό, λοιπόν, ούτε εμείς να εκστρατεύουμε εναντίον των προγόνων μας, ούτε εσείς να ταχθείτε εναντίον μας βοηθώντας άλλους, αλλά να κάθεστε στη χώρα σας ζώντας ειρηνικά. Γιατί, αν τα πράματα έρθουν όπως τα εύχομαι, θα είστε οι πρώτοι στην εύνοιά μου[17]».
Έτσι, όταν Αθηναίοι και Σπαρτιάτες πρότειναν στους Αργείους να μπουν στην ελληνική συμμαχία, οι Αργείοι απάντησαν πως είναι πρόθυμοι να δεχτούν, αν συνομολογηθεί ειρήνη για 30 χρόνια με τους Σπαρτιάτες και αν μοιραστούν μ᾽ αυτούς την ηγεμονία όλης της συμμαχίας. Οι αγγελιοφόροι της Σπάρτης απάντησαν ότι θα μετέφεραν το αίτημα για τις συνθήκες στη συνέλευση του λαού, για την αρχηγία όμως είπαν, πως αυτοί έχουν δυο βασιλιάδες, ενώ οι Αργείοι έναν και τους είναι αδύνατο να καθαιρέσουν τον ένα ή τον άλλο βασιλιά της Σπάρτης. Δεν υπάρχει όμως κανένα πρόβλημα να έχει και ο βασιλιάς του Άργους ψήφο ισότιμη με τους δυο δικούς τους [18]. Οι Αργείοι βρήκαν προσβλητικούς τους όρους και δεν ανέχτηκαν την πλεονεξία των Σπαρτιατών. Τελικά, λόγω του μίσους για την Σπάρτη προτίμησαν να εξουσιάζονται από τους βαρβάρους παρά να κάνουν κάποια υποχώρηση στους Λακεδαιμονίους!
Η σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη μετά τους περσικούς πολέμους, στην προσπάθεια των Αθηναίων να δημιουργήσουν την Αθηναϊκή Συμμαχία και των Σπαρτιατών την Πελοποννησιακή Συμμαχία, προκάλεσε εμφύλιες διαμάχες και στο εσωτερικό πολλών ελληνικών πόλεων. Οι ολιγαρχικοί των ελληνικών πόλεων τάσσονταν με τη Σπάρτη, ενώ οι δημοκρατικοί με την Αθήνα. Παράλληλα, η Αθήνα επιδίωκε την εγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων στις πόλεις που εξουσίαζε και η Σπάρτη αντίστοιχα υπέθαλπε ολιγαρχικά καθεστώτα στους δικούς της συμμάχους, για να παραμένουν πιστοί. Σ’ αυτές τις συνθήκες η αντιπαλότητα ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος εξελίχθηκε σε εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε ολιγαρχικούς που συμπαθούσαν τη Σπάρτη και δημοκρατικούς, οπαδούς των Αθηναίων. Το δωρικό Άργος λόγω της αντίθεσής του με τη Σπάρτη έκλινε περισσότερο προς τους Ίωνες της Αθήνας και λιγότερο προς τους Δωριείς της Πελοποννήσου.
Ο Θεμιστοκλής, ο κυριότερος συντελεστής της αποφασιστικής νίκης των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας του 480 π.Χ., μετά τον οστρακισμό του το 471 π.Χ. κατέφυγε στο Άργος [19], όπου ενίσχυσε την δημοκρατική παράταξη της πόλης και διαμόρφωσε εχθρικό κλίμα προς την Σπάρτη. Το Άργος αποδυναμωμένο μετά την ήττα στη Σήπεια δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ισχυρότερη Σπάρτη και βρήκε στην Αθήνα το σύμμαχο που χρειαζόταν. Με ενέργειες του Θεμιστοκλή το Άργος έκανε με την Αθήνα συμμαχία, που επιδείνωσε τις σχέσεις Αθήνας – Σπάρτης, και άλλαξε το πολίτευμά του από ολιγαρχικό σε δημοκρατικό [20]. Ο Θεμιστοκλής διώχθηκε από το Άργος πιθανότερα το 465 π.Χ. με ενέργειες των Σπαρτιατών. Η Σπάρτη εκστράτευσε κατά του Άργους, ηττήθηκε όμως από τις δυνάμεις Αργείων και Αθηναίων στην Οινόη λίγο έξω από το Άργος (460 π.Χ.), ενώ λίγο αργότερα Αργείοι και Αθηναίοι πολέμησαν μαζί εναντίον των Σπαρτιατών στη μάχη της Τανάγρας (457 π.Χ.). Με την τριακονταετή ειρήνη του 446 π.Χ. το Άργος εξασφάλισε ειρήνη με την Σπάρτη, γεγονός που το εμπόδισε να εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο κατά την διάρκεια της πρώτης περιόδου. Στα 10 πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Αργείοι δεν εκδηλώθηκαν υπέρ της Αθήνας ούτε υπέρ της Σπάρτης, αλλά ανέχθηκαν πολίτες τους να υπηρετούν ως μισθοφόροι είτε την Αθήνα είτε τη Σπάρτη.
Στις αρχές του 429 π.Χ. η Σπάρτη έκανε συμμαχία με τους Βοιωτούς και οι ολιγαρχικοί του Άργους με το πρόσχημα ότι η πόλη κινδύνευε να απομονωθεί διαπραγματεύονταν συμμαχία 50 ετών με τη Σπάρτη. Η Αθήνα όμως με πρωτοβουλία του Αλκιβιάδη κάλεσε πρέσβεις από το Άργος, έκλεισε συμμαχία 100 ετών με το Άργος και άρχισε κοινή δράση Αργείων και Αθηναίων, που κράτησε σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου [21]. Από το 419 π.Χ. και μετά το δωρικό Άργος, λόγω της εχθρότητάς του με τη Σπάρτη, αποτέλεσε τον πιο πιστό σύμμαχο της Αθήνας [22]. Στο Άργος το 418 οι δημοκρατικοί επιτέθηκαν στους ολιγαρχικούς και τους νίκησαν, θανατώνοντας και εξορίζοντας ορισμένους απ’ αυτούς, πριν προλάβει η Σπάρτη να επέμβει και να τους προστατεύσει [23]. Το καλοκαίρι του 418 π.Χ. ο Άγις ξεκίνησε με 8.000 οπλίτες Σπαρτιάτες και από κάποιες πόλεις της Αρκαδίας εναντίον του Άργους. Οι Αργείοι και οι σύμμαχοί τους έσπευσαν να τον αντιμετωπίσουν και με 7.000 οπλίτες του έκλεισαν τις διόδους που οδηγούσαν προς την Μαντίνεια και το Άργος. Η μάχη έγινε στον κάμπο της Μαντίνειας το 418 π.Χ. και έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη μάχη μεταξύ οπλιτών του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι Σπαρτιάτες είχαν στο πλευρό τους Τεγεάτες και κάποιους Αρκάδες οπλίτες, ενώ οι Αργείοι ενισχύθηκαν από τους Μαντινείς, κάποιους Αρκάδες και τους Αθηναίους. Η έκβαση της μάχης ήταν νικηφόρα για τους Σπαρτιάτες, που αύξησαν το κύρος τους και έδειξαν στους Πελοποννήσιους τι τους περιμένει σε περίπτωση αμφισβήτησης της Σπαρτιάτικης κυριαρχίας. Για το Άργος ήταν η ταφόπλακα στα σχέδιά του για επικράτηση.
Μετά τη μάχη οι ολιγαρχικοί στο Άργος, που είχαν φιλοσπαρτιατικά συναισθήματα, πήραν κεφάλι και συνθηκολόγησαν με την Σπάρτη. Το Άργος έφυγε από τον δημοκρατικό συνασπισμό και έκλεισε νέα συμμαχία με την Σπάρτη. Στη συνέχεια χίλιοι επίλεκτοι Αργείοι μαζί με ισάριθμους Σπαρτιάτες εκστράτευσαν κατά της Σικυώνας, όπου και εγκατέστησαν ολιγαρχία. Μετά από λίγο καιρό έκαναν το ίδιο και στο Άργος. Οι Αργείοι ολιγαρχικοί θανάτωσαν αρκετούς από τους ηγέτες των δημοκρατικών, κατέλυσαν τους νόμους και πήραν την δημόσια διοίκηση στα χέρια τους. Τον Αύγουστο του 417 π.Χ. όμως οι δημοκρατικοί εξεγέρθηκαν σκοτώνοντας και εξορίζοντας πολλούς από τους ολιγαρχικούς και αποκατέστησαν την δημοκρατία [24]. Έπειτα, ύστερα από συμβουλή του Αλκιβιάδη, με τη βοήθεια των Ηλείων έχτισαν μακρά τείχη που ένωναν την πόλη του Άργους με την θάλασσα, για να εξασφαλίσουν την εισαγωγή τροφίμων και τη βοήθεια αθηναϊκού στρατού σε περίπτωση που την πόλη τους περικύκλωναν οι Σπαρτιάτες. Για τη δημιουργία του τείχους εργάστηκαν όλοι οι Αργείοι με τις γυναίκες και τους δούλους, ενώ βοήθησαν και χτίστες που ήρθαν από την Αθήνα [25]. Οι Σπαρτιάτες όμως κατεδάφισαν ότι είχαν χτίσει και κατέλαβαν τις Υσιές, που ανήκαν στους Αργείους. Οι Αργείοι αντέδρασαν και επιτέθηκαν στον Φλιούντα, όπου είχαν καταφύγει πολλοί από τους εξόριστους ολιγαρχικούς. Το 416 π.Χ. οι δημοκρατικοί Αργείοι μαζί με τον Αλκιβιάδη, που έφτασε στο Άργος με 20 πλοία [26], συνέλαβαν 300 άντρες που ήταν ύποπτοι για συνεργασία με την Σπάρτη και τους σκόρπισαν ως ομήρους σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, που εξουσίαζαν οι Αθηναίο, για να εξασφαλίσουν την ησυχία του δημοκρατικού κόμματος στο Άργος [27].
Το 415 π.Χ. οι Αργείοι συμμετείχαν με 500 οπλίτες στην Εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στους Αθηναίους συμμάχους τους, και το μίσος τους στη Σπάρτη, αλλά και να ικανοποιήσουν τον Αλκιβιάδη, που τον αγαπούσαν γιατί τους είχε βοηθήσει σε δύσκολες στιγμές [28]. Μάλιστα διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην πρώτη μάχη που έγινε στις Συρακούσες, όπου οι Αργείοι πρώτοι από όλους έτρεψαν τους αντιπάλους τους σε φυγή [29]. Μετά τη φυγή του Αλκιβιάδη το Άργος συνέχισε να τιμά τη συμμαχία με τους Αθηναίους. Αλλά και μετά τη συμφορά των Αθηναίων στη Σικελία, όταν άλλες πόλεις έπαιρναν αποστάσεις από την Αθηναϊκή Συμμαχία, οι Αργείοι παρέμειναν πιστοί και βοήθησαν με 1500 οπλίτες τους Αθηναίους να επιβάλουν το κύρος τους στις πόλεις της Ιωνίας (412 π.Χ.) [30].
Το 404 π.Χ. πάντως αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Άργους, γιατί η ήττα της Αθήνας έσβησε κάθε ελπίδα να ανακτήσουν την Κυνουρία και η πόλη να καταλάβει τη θέση που είχε στην Πελοπόννησο την εποχή του Φείδωνα. Το Άργος μετά τη νίκη της Σπάρτης στον Πελοποννησιακό πόλεμο έμεινε μόνο χωρίς συμμάχους, χωρίς βεβαιότητα και χωρίς βοηθούς [31]. Αλλά ποτέ δε φοβήθηκε τη Σπάρτη και, όταν στην Αθήνα εγκαταστάθηκαν οι «τριάκοντα τύραννοι», το Άργος έγινε καταφύγιο των διωγμένων δημοκρατικών, όταν άλλες πόλεις δεν τολμούσαν να τους δεχτούν, γιατί οι Σπαρτιάτες με ψήφισμα απειλούσαν με πρόστιμο όποιον δεχτεί Αθηναίους φυγάδες [32]. Ο πληθυσμός του Άργους εκείνη την εποχή ήταν ίσος με τον πληθυσμό της Αθήνας και τα οικονομικά του ήταν σε πολύ καλή κατάσταση [33]. Μπορεί να έχασε τρεις έως τέσσερες χιλιάδες άνδρες σε μάχες του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά παρέμενε μια πόλη με 15.000 περίπου κατοίκους και πολύ ισχυρό δημοκρατικό πολίτευμα [34]. Και, ενώ η παντοδύναμη Σπάρτη με τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επέβαλε ολιγαρχικά πολιτεύματα σε όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου, το Άργος εξακολουθούσε να ζει με δημοκρατικό πολίτευμα. Είχε τόσο ισχυρό δημοκρατικό πολίτευμα, που οι ολιγαρχικοί, παρά τη νίκη της Σπάρτης στον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τόλμησαν να κινηθούν για την κατάληψη της εξουσίας [35]. Όταν μάλιστα πρέσβεις από τη Σπάρτη ήρθαν στο Άργος και ζήτησαν να τους παραδώσουν σημαίνοντες δημοκρατικούς Αθηναίους, που είχαν καταφύγει εκεί, οι Αργείοι αρνήθηκαν και τους απείλησαν ότι, αν δεν αναχωρήσουν μέχρι τη δύση του ηλίου, θα τους μεταχειρίζονταν ως εχθρούς [36].
Τα επόμενα χρόνια το Άργος συμμετείχε σε αντισπαρτιατικό συνασπισμό στον Κορινθιακό πόλεμο που ξέσπασε το 395 π.Χ. Τότε οι Πέρσες δωροδόκησαν διάφορους ηγέτες στο Άργος, στην Κόρινθο και στη Θήβα με σκοπό να τους στρέψουν εναντίον της Σπάρτης. Στο Άργος οι αρχηγοί του λαού Κύλων και Σωδάμας με τους οπαδούς του πήραν περσικό χρυσάφι και συμμετείχαν στον αντισπαρτιατικό συνασπισμό μαζί με την Αθήνα, πόλεις της Βοιωτίας, την Εύβοια, τους Λοκρούς και άλλες πόλεις [37]. Το Άργος συμμετείχε στη μάχη του ποταμού Νεμέα το 394 π.Χ. με 7.000 οπλίτες και νίκησαν τους αντιπάλους που είχαν αντίκρυ τους, όπως όλοι οι σύμμαχοι τους με εξαίρεση τους Αθηναίους που ηττήθηκαν από τους Σπαρτιάτες και τελικά τη μάχη κέρδισαν οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους. Την ίδια χρονιά οι Αργείοι συμμετείχαν και στη μάχη της Κορώνειας, όπου ο αντισπαρτιατικός συνασπισμός ηττήθηκε ξανά και οι ίδιοι οι Αργείοι έχασαν από τους Σπαρτιάτες. Ο αντιλακωνικός συνασπισμός ηττήθηκε πολλές φορές και η Αργολίδα υπέστη πολλές εισβολές και λεηλασίες από τους Σπαρτιάτες. Μια απόπειρα όμως των αριστοκρατικών της Κορίνθου να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη προκάλεσε αιφνιδιαστική επίθεση των Αργείων στην Κόρινθο το 393 π.Χ. και μετά από αιματηρές μάχες επέβαλαν σε συνεργασία με τους δημοκρατικούς της Κορίνθου την πολιτική ένωση της Κορίνθου με το Άργος (392 π.Χ.) και εγκατέστησαν φρουρά από το Άργος στην Κόρινθο [38].
Με τους πολέμους αυτούς οι Σπαρτιάτες είχαν χάσει την κυριαρχία τους στις πόλεις της Στερεάς Ελλάδας και στη θάλασσα μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ. Κατάλαβαν ότι κινδυνεύουν να χάσουν και την Πελοπόννησο, αν πολεμούν ταυτόχρονα εναντίον των Περσών και των συνασπισμένων εναντίον τους ελληνικών πόλεων και αποφάσισαν να αποσπάσουν τους Πέρσες από τη συμμαχία Αθηναίων, Θηβαίων και Αργείων. Έτσι προέκυψε η «Ανταλκίδειος ειρήνη» (387 π.Χ.) με την οποία οι Πέρσες κατοχύρωναν την κυριαρχία τους στις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας και συμφωνούσαν οι ελληνικές πόλεις και τα νησιά να παραμείνουν αυτόνομες [39] με τη Σπάρτη ως εγγυήτρια δύναμη. Η Σπάρτη ανέλαβε να επιβάλλει την ειρήνη στην Ελλάδα, εγκατέστησε ολιγαρχικά καθεστώτα σε όλες τις πόλεις και τοποθέτησε και Σπαρτιατικές φρουρές.
Η συμφωνία αυτή δεν συνέφερε τους Αργείους, γιατί έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κόρινθο και να αφήσουν το δημοκρατικό κόμμα της πόλης έρμαιο των ολιγαρχικών, και τους Θηβαίους που ήταν υποχρεωμένοι να παραιτηθούν από την ηγεμονία της Βοιωτίας. Το 382 π.Χ. μάλιστα οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν την Καδμεία και παρέδωσαν την εξουσία στους τρεις ολιγαρχικούς, οι οποίοι εγκατέστησαν τυραννικό καθεστώς. Η εξουσία τους όμως διήρκεσε μόνο τρία χρόνια, καθώς ο Πελοπίδας οργάνωσε συνωμοσία, καθαίρεσε τους ολιγαρχικούς, επανέφερε το δημοκρατικό καθεστώς και οι Θηβαίοι ανέκτησαν την ηγεμονία της Βοιωτίας.
Το Άργος, βαριά τραυματισμένο από τους συνεχείς πολέμους και τις συχνές επιδρομές των Σπαρτιατών εναντίον του, αναγκάστηκε να αποσύρει τη φρουρά του με βαριά καρδιά από τον Ακροκόρινθο και να αφήσει την πόλη αυτή στα χέρια των ολιγαρχικών φίλων της Σπάρτης. Πολλοί δημοκρατικοί της Κορίνθου εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν στο Άργος, όπου έβρισκαν καταφύγιο δημοκρατικοί πολίτες και από άλλες πόλεις, όπως η Μαντινεία, ο Φλιούς και η Σικυώνα, γιατί οι Σπαρτιάτες μετά τη νίκη τους στον Κορινθιακό πόλεμο εγκαθιστούσαν ολιγαρχικά πολιτεύματα και καταπίεζαν ή έδιωχναν τους δημοκρατικούς πολίτες. Το Άργος κρατούσε σταθερά τη σημαία της δημοκρατίας στην Πελοπόννησο και παρείχε άσυλο, ασφάλεια και προστασία στους δημοκρατικούς πολίτες των γειτονικών πόλεων, οι οποίοι κατέφευγαν εκεί για να σωθούν από το κυνήγι των ολιγαρχικών, που επικρατούσαν στις πόλεις τους με την υποστήριξη των Σπαρτιατών, ή να προετοιμάσουν την επάνοδο στην πατρίδα τους με νέους αγώνες [40].
Σκυταλισμός
Το 371 π.Χ. οι Σπαρτιάτες έστειλαν ένα εκστρατευτικό σώμα στην Βοιωτία, αλλά έπαθαν πανωλεθρία στη μάχη των Λεύκτρων. Η νίκη των Θηβαίων στη μάχη των Λεύκτρων έκανε την κυριαρχία της Θήβας στον ελλαδικό χώρο αναμφισβήτητη και έδωσε στους άλλους Έλληνες το σύνθημα γενικής σχεδόν εξέγερσης εναντίον των Λακεδαιμονίων. Οι Αθηναίοι βλέποντας τη Σπάρτη ανίσχυρη θεώρησαν τον καιρό κατάλληλο να παρουσιαστούν αυτοί ως εκτελεστές της Ανταλκίδειας ειρήνης και υπερασπιστές της αυτονομίας των πόλεων και να συγκεντρώσουν γύρω τους τις ελληνικές πόλεις. Ενώ όμως οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων συγκεντρώνονταν στην Αθήνα, η Πελοπόννησος αναστατωνόταν από στάσεις, η πιο άγρια και πιο αιματηρή με εκατοντάδες θύματα από τις οποίες έγινε στο Άργος [41].
Στο Άργος οι δημοκρατικοί βρήκαν ευκαιρία να απαλλαγούν από τους ολιγαρχικούς τώρα, που οι Σπαρτιάτες μετά την ήττα τους στα Λεύκτρα ήταν απίθανο να παρέμβουν και να βοηθήσουν τους ολιγαρχικούς του Άργους [42]. Μαζί με τους συγκεντρωμένους στο Άργος εξόριστους δημοκρατικούς από τις γειτονικές πόλεις, που έτρεφαν φοβερό μίσος κατά των ολιγαρχικών και της Σπάρτης, ξεσήκωναν το πλήθος εναντίον των πλούσιων και επιφανών ολιγαρχικών της πόλης που διέθεταν πλούτη και δόξα [43]. Οι τελευταίοι αντέδρασαν και, πριν τα πράγματα γίνουν ανεξέλεγκτα, επειδή οι δημαγωγίες των αντιπάλων τους είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο, οργάνωσαν μια συνωμοσία με σκοπό να καταλύσουν τη δημοκρατία στο Άργος με τη βία [44]. Φαίνεται όμως ότι το μυστικό διέρρευσε και η συνωμοσία αποκαλύφτηκε πριν εκδηλωθεί. Πολλοί ολιγαρχικοί συνελήφθησαν και υποβάλλονταν σε βασανιστήρια, για να αποκαλύψουν τους πρωταγωνιστές και συνενόχους της συνωμοσίας. Κάποιοι από τους συλληφθέντες αυτοκτόνησαν φοβούμενοι τα βασανιστήρια, άλλοι πέθαναν από τα βασανιστήρια και από όλους όσους συνελήφθησαν τελικά ένας ομολόγησε στα βασανιστήρια, έλαβε ασυλία και καταμαρτύρησε τριάντα από τους πιο επιφανείς πολίτες ως οργανωτές της συνωμοσίας. Ο δήμος, χωρίς να ελέγξει την αλήθεια των κατηγοριών, θανάτωσε τους κατηγορούμενους και δήμευσε την περιουσία τους [45].
Η υποψία ότι οι ολιγαρχικοί θα έφερναν ενισχύσεις από την Σπάρτη ήταν η αφορμή να γενικευτεί η λαϊκή εξέγερση. Υπήρχαν υποψίες και για πολλούς άλλους, που τις τροφοδοτούσαν οι δημαγωγοί με ψέματα και διαβολές, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί το πλήθος, να τους συλλάβει και να θανατώσει μέσα σε μια μέρα κτυπώντας με τα ρόπαλα και τα ξύλα 1.200 από τους κατηγορούμενους, που ήταν πολύ πλούσιοι [μεγαλόπλουτοι] [46] και επιφανείς πολίτες [47]. Τέτοιο αιματοκύλισμα σε μία πρωτοφανή έκρηξη βίας πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν συνέβη ποτέ, σημειώνει ο Διόδωρος [48]. Το πρωτοφανές αυτό γεγονός οι Έλληνες το αποκάλεσαν σκυταλισμό [49], όνομα που προήλθε από τον τρόπο με τον οποίο έγιναν οι φόνοι. Αυτός ο «νεωτερισμός», όπως τον αποκαλεί ο Διόδωρος, συνέβη για πρώτη φορά στο Άργος περί το 370 π. Χ. και ήταν στην ουσία ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου με ρόπαλα και ξύλα [50].
Έτσι θανατώθηκαν περισσότεροι από χίλιοι διακόσιοι ισχυροί άνδρες από την οργή του λαού, δεν γλίτωσαν όμως ούτε οι δημαγωγοί, οι οποίοι τρομαγμένοι από το μέγεθος της συμφοράς και σε μια προσπάθεια να σταματήσουν τους μαζικούς φόνους από φόβο μήπως έρθει η σειρά τους και πέσουν και οι ίδιοι θύματα κάποιας απρόβλεπτης τροπής των πραγμάτων, πήραν πίσω τις κατηγορίες. Το αποτέλεσμα ήταν ο εξαγριωμένος λαός να θανατώσει και αυτούς. Ο όχλος υποψιάστηκε ότι οι δημαγωγοί τον εγκατέλειψαν, οργίστηκε ακόμη περισσότερο και σκότωσε επίσης με σκυταλισμό όλους τους δημαγωγούς, τους μέχρι πριν από λίγο αρχηγούς του, γιατί ο ψεύτης δημαγωγός έπρεπε να έχει την ίδια τύχη με τον ολιγαρχικό! Αυτοί λοιπόν, ωσάν κάποια θεότητα να εκδήλωσε εις βάρος τους τον θυμό της [51], βρήκαν την τιμωρία που τους έπρεπε, και ο λαός, αφού καταλάγιασε η οργή του, βρήκε ξανά τα λογικά του! Σύμφωνα με τον Πλούταρχο μάλιστα οι νεκροί από τη συγκεκριμένη βίαιη εξέγερση και το σκυταλισμό στο Άργος ήταν χίλιοι πεντακόσιοι [52], περισσότεροι ίσως από τους νεκρούς των μαχών με τον εχθρό, και ακόμα και οι Αθηναίοι, όταν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα, τέλεσαν καθαρμό! Πρόκειται για ένα πολυσήμαντο και συνάμα άκρως διδακτικό ιστορικό επεισόδιο για κάθε κοινωνία σε περιόδους κρίσης που δείχνει ότι όταν ξεσπά η τυφλή βία, παύουν να υπάρχουν καλοί και κακοί, δίκαιοι και άδικοι.

Κριτήριο, το αρχαίο δικαστήριο του Άργους, ένα από τα αρχαιότερα του κόσμου. Πολλά από τα επεισόδια του σκυταλισμού έγιναν εκεί.
Έτσι η μακροχρόνια έχθρα και οι οδυνηροί πόλεμοι των Αργείων με τους Σπαρτιάτες δεν έβλαψαν μόνο την πόλη και την οικονομία τους, αλλά οδήγησαν και σε εσωτερικό διχασμό που κατέληξε σε μια από τις πολύνεκρες εμφύλιες συγκρούσεις της αρχαίας Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικά όσα σημειώνει ο Ισοκράτης μερικά χρόνια αργότερα (346 π.Χ.) για τους Αργείους και τη μακρόχρονη διαμάχη τους με τη Σπάρτη: «Για τους Αργείους τώρα σε άλλα ζητήματα θα δεις να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους Σπαρτιάτες, σε άλλα πάλι σε χειρότερη από αυτούς: Από τότε δηλαδή που ίδρυσαν την πόλη τους βρίσκονται με τους γείτονες σε πόλεμο αδιάκοπο, ακριβώς σαν τους Σπαρτιάτες, με τη διαφορά μονάχα ότι οι Σπαρτιάτες πολεμούν με ασθενέστερους, ενώ οι Αργείοι μάχονται πάντα με ισχυρότερους. Και αυτό όλοι θα το παραδεχτούν πως είναι φοβερό κακό! Και τέτοια ατυχία τους βαραίνει στους πολέμους τους, ώστε κάθε χρόνο σχεδόν υποχρεώνονται να δουν τη χώρα τους να ερημώνεται, να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια τους. Και το χειρότερο από όλα: Όταν οι εχθροί πάψουν για λίγο να τους κακοποιούν, οι ίδιοι εξοντώνουν τους πιο ένδοξους και τους πιο πλούσιους από τους συμπολίτες τους. Και αντλούν από την πράξη τους αυτή μια τέτοια ικανοποίηση, όση κανένας άλλος σκοτώνοντας και εχθρό δεν θα μπορούσε να τη νιώσει. Και η αιτία που τους έριξε σε τόσο ανώμαλη ζωή είναι ασφαλώς ο πόλεμος. Αυτόν αν καταλύσεις, όχι μονάχα αυτούς τους ίδιους θα απαλλάξεις από όλα αυτά, αλλά θα τους βοηθήσεις κιόλας να αντιμετωπίσουν με τρόπο πιο ορθό και τα άλλα τους προβλήματα [53]».
Από δημογραφική άποψη με το σκυταλισμό μειώθηκε σημαντικά το ανώτερο στρώμα της κοινωνίας του Άργους, αφού αφανίστηκε περί το 1/10 του πληθυσμού του, κυρίως οι επιφανέστεροι (υπολογίζεται ότι το Άργος τότε διέθετε περίπου 12.000 πολίτες – οπλίτες) [54] και επιπλέον οι Αργείοι έμειναν ουσιαστικά ακέφαλοι μετά το σκυταλισμό, από τον οποίο σκοτώθηκαν οι σημαντικότεροι ηγέτες της ολιγαρχικής αλλά και της δημοκρατικής παράταξης.
Οπωσδήποτε οι δημοκρατικοί επικράτησαν, μια νέα ηγεσία αναδύθηκε άμεσα και το Άργος βρέθηκε απέναντι από την Σπάρτη και την περίοδο της Θηβαϊκής ηγεμονίας καθώς συμμάχησε με τους Θηβαίους και το κοινό των Αρκάδων. Μετά την επικράτηση των Μακεδόνων στην Ελλάδα οι Αργείοι έγιναν στενοί σύμμαχοι τους. Οι Μακεδόνες τους ενίσχυαν, για να αποτελούν αντίπαλη δύναμη προς την Σπάρτη η οποία δεν είχε δεχτεί να ενταχθεί στην πανελλήνια συμμαχία. Μετά τη μάχη στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) δικαιώθηκαν για την επιλογή τους, αφού ο Φίλιππος Β΄ εισέβαλε στη Λακωνία, περιόρισε το κράτος της Σπάρτης στα αρχαία του σύνορα και απέδωσε τη Θυρεάτιδα στους Αργείους. Έτσι, στα ελληνιστικά χρόνια η Κυνουρία γνωρίζει νέα ακμή έχοντας περάσει στην επικράτεια του Άργους. Οι οικισμοί οχυρώνονται και γενικά υπάρχει έντονη δραστηριότητα και ζωή. Όμως από την ημέρα που ο Σπαρτιάτης Οθρυάδης αμφισβήτησε την έκβαση της μονομαχίας των τριακοσίων επίλεκτων συμπατριωτών με τους ισάριθμους αντίστοιχους του Άργους είχαν περάσει πάνω από τριακόσια χρόνια πόνου, αίματος και συμφορών.
Υποσημειώσεις
[1] Παυσανίου Κορινθιακά, XV,5, Εκδ. Ζαχαρόπουλου, μετ. Γιάννη Κορδάτου. «Φορωνεύς δε ο Ινάχου τους ανθρώπους συνήγαγε πρώτον ες κοινόν, σποράδας τέως και εφ’ εαυτών εκάστοτε οικούντας ˙και το χωρίον ες ο πρώτον ηθροίσθησαν άστυ ωνομάσθη Φορωνικόν».
[2] «…στασιασάντων δὲ αὐτῶν περὶ τῆς ἀρχῆς ὕστερον, Δαναὸς τοὺς Αἰγύπτου παῖδας δεδοικώς, ὑποθεμένης Ἀθηνᾶς αὐτῷ ναῦν κατεσκεύασε πρῶτος καὶ τὰς θυγατέρας ἐνθέμενος ἔφυγε…»…» ( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Β΄, κεφ. 1, παραγρ.4)
[3] «…ἀρχομένης δὲ ἡμέρας ἐς βοῶν ἀγέλην νεμομένην πρὸ τοῦ τείχους ἐσπίπτει λύκος, προσπεσὼν δὲ ἐμάχετο πρὸς ταῦρον ἡγεμόνα τῶν βοῶν. παρίσταται δὴ τοῖς Ἀργείοις τῷ μὲν Γελάνορα, Δαναὸν δὲ εἰκάσαι τῷ λύκῳ, ὅτι οὔτε τὸ θηρίον τοῦτό ἐστιν ἀνθρώποις σύντροφον οὔτε Δαναός σφισιν ἐς ἐκεῖνο τοῦ χρόνου. ἐπεὶ δὲ τὸν ταῦρον κατειργάσατο ὁ λύκος, διὰ τοῦτο ὁ Δαναὸς ἔσχε τὴν ἀρχήν…» ( Παυσανίου Κορινθιακά, κεφ. 19, παραγρ. 3)
[4] Οι βασιλείς της δυναστείας του Δαναού κατά σειρά είναι: Δαναός, Λυγκέας, Άβας, Ακρίσιος, Περσέας, Μεγαπένθης, Αναξαγόρας, Αλέκτωρ, Ίφις, Σθένελος, Κυλαράβης, Βίας, Ταλαός, Πρώναξ, Άδραστος, Αιγιαλεύς, Διομήδης, Κυάνιππος, Μελάμπους, Μάντιος, Αντιφάτης, Οϊκλής, Αμφιάραος, Αλκμέων, Αμφίλοχος, Ορέστης, Τισαμενός (Κλειώση ‘Αγγ. ο.π. σελ. 30 κ.ε.)
[5] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. Β, σελ. 18.
[6] Οι βασιλείς της δυναστείας των Τημενιδών ήταν: Τήμενος, Δηϊφόντης, Κείσος, Μήδων, Αριστοδαμίδας, Φείδων, Έρατος, Δαμοκρατίδας, Λεωκήδης, Μέλτας.
[7] Σήμερα από την πόλη έχουν μείνει ερείπια από τα μυκηναϊκά τείχη της, λείψανα κατοικιών, κατάλοιπα δεξαμενών, αρχαίο νεκροταφείο και στην θέση Ανεμόμυλος υπάρχουν ερείπια του ναού του Απόλλωνα. Όσα ευρήματα έχουν διασωθεί φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άστρους
[8] Κοφινιώτης Ιωάννης, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών» Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008, ο.π. σελ. 233.
[9] … ἐνθαῦτα συνέβησαν ἐς λόγους συνελθόντες ὥστε τριηκοσίους ἑκατέρων μαχέσασθαι, ὁκότεροι δ᾽ ἂν περιγένωνται, τούτων εἶναι τὸν χῶρον• τὸ δὲ πλῆθος τοῦ στρατοῦ ἀπαλλάσσεσθαι ἑκάτερον ἐς τὴν ἑωυτοῦ μηδὲ παραμένειν ἀγωνιζομένων, τῶνδε εἵνεκεν ἵνα μὴ παρεόντων τῶν στρατοπέδων ὁρῶντες οἱ ἕτεροι ἑσσουμένους τοὺς σφετέρους ἀπαμύνοιεν. συνθέμενοι ταῦτα ἀπαλλάσσοντο, λογάδες δὲ ἑκατέρων ὑπολειφθέντες συνέβαλον. μαχομένων δὲ σφέων καὶ γινομένων ἰσοπαλέων ὑπελείποντο ἐξ ἀνδρῶν ἑξακοσίων τρεῖς, Ἀργείων μὲν Ἀλκήνωρ τε καὶ Χρομίος, Λακεδαιμονίων δὲ Ὀθρυάδης. ὑπελείφθησαν δὲ οὗτοι νυκτὸς ἐπελθούσης. οἱ μὲν δὴ δύο τῶν Ἀργείων ὡς νενικηκότες ἔθεον ἐς τὸ Ἄργος, ὁ δὲ τῶν Λακεδαιμονίων Ὀθρυάδης σκυλεύσας τοὺς Ἀργείων νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῦ στρατόπεδον ἐν τῇ τάξι εἶχε ἑωυτόν. ἡμέρῃ δὲ δευτέρῃ παρῆσαν πυνθανόμενοι ἀμφότεροι. τέως μὲν δὴ αὐτοὶ ἑκάτεροι ἔφασαν νικᾶν, λέγοντες οἳ μὲν ὡς ἑωυτῶν πλεῦνες περιγεγόνασι, οἳ δὲ τοὺς μὲν ἀποφαίνοντες πεφευγότας, τὸν δὲ σφέτερον παραμείναντα καὶ σκυλεύσαντα τοὺς ἐκείνων νεκρούς. τέλος δὲ ἐκ τῆς ἔριδος συμπεσόντες ἐμάχοντο, πεσόντων δὲ καὶ ἀμφοτέρων πολλῶν ἐνίκων Λακεδαιμόνιοι. Ἀργεῖοι μέν νυν ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου κατακειράμενοι τὰς κεφαλάς, πρότερον ἐπάναγκες κομῶντες, ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ πρότερον θρέψειν κόμην Ἀργείων μηδένα, μηδὲ τὰς γυναῖκάς σφι χρυσοφορήσειν, πρὶν Θυρέας ἀνασώσωνται. Λακεδαιμόνιοι δὲ τὰ ἐναντία τούτων ἔθεντο νόμον. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν. τὸν δὲ ἕνα λέγουσι τὸν περιλειφθέντα τῶν τριηκοσίων Ὀθρυάδην, αἰσχυνόμενον ἀπονοστέειν ἐς Σπάρτην τῶν οἱ συλλοχιτέων διεφθαρμένων, αὐτοῦ μιν ἐν τῇσι Θυρέῃσι καταχρήσασθαι ἑωυτόν. (Ηροδότου Ιστορίαι, 1,82)
[10] «Μέλταν δὲ τὸν Λακήδου δέκατον ἀπόγονον Μήδωνος τὸ παράπαν ἔπαυσεν ἀρχῆς καταγνοὺς ὁ δῆμος.» (Παυσανία, Κορινθιακά, 19,2)
[11] Κοφινιώτη Ιωάννη, ο.π. σελ. 231.
[12] Κοφινιώτη Ιωάννη, ο.π. σελ. 232.
[13] «βούλει μαθεῖν, πῶς βασιλεύουσιν ἄνθρωποι διὰ Τύχην; ἐξέλιπέ ποτ´ Ἀργείοις τὸ Ἡρακλειδῶν γένος, ἐξ οὗ βασιλεύεσθαι πάτριον ἦν αὐτοῖς· ζητοῦσι δὲ καὶ διαπυνθανομένοις ὁ θεὸς ἔχρησεν ἀετὸν δείξειν· καὶ μεθ´ ἡμέρας ὀλίγας ἀετὸς ὑπερφανεὶς καὶ κατάρας ἐπὶ τὴν Αἴγωνος οἰκίαν ἐκάθισε, καὶ βασιλεὺς ᾑρέθη Αἴγων». (Πλούταρχος, περί της ΑΑλεξάνδρου τύχης, Β, viii)
[14] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος Β, σελ. 223.
[15] Παυσανία, Κορινθιακά, ΙΙ, 20, 8-10.
[16] «Σ᾽ εχθρεύονται οι γείτονες, μα οι θεοί, Αργείε, οι αθάνατοι, σε αγαπούν. Φυλάξου, μέσα κάθισε στα κάστρα σου, Κρατώντας το δόρυ στο δεξί σου. Φύλαγε το κεφάλι σου· γιατί η κεφαλή σου θα σώσει το κορμί σου.» [Ηροδότου Ιστορίαι, 7.148.3-4]
[17] [Ηροδότου Ιστορίαι, 7.150.3]
[18] Ηροδότου Ιστορίαι, 7.149.3
[19] ὁ μὲν οὖν Θεμιστοκλῆς τὸν προειρημένον τρόπον ἐξοστρακισθεὶς ἔφυγεν ἐκ τῆς πατρίδος εἰς Ἄργος [Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ’, 55]
[20] Μάρκελλου Θ. Μιτσού, Πολιτική Ιστορία του Άργους, Αθήναι 1945, σελ. 10.
[21] Μάρκελλου Θ. Μιτσού, ο.π. σελ. 11.
[22] Διχασμοί στην Ελληνική Αρχαιότητα, σελ. 15-16, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2019.
[23] Διχασμοί στην Ελληνική Αρχαιότητα, σελ.31-32, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2019.
[24] «περὶ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἐν τῇ πόλει τῶν Ἀργείων οἱ κατ´ ἐκλογὴν κεκριμένοι τῶν πολιτῶν χίλιοι συνεφώνησαν, καὶ τὴν μὲν δημοκρατίαν ἔγνωσαν καταλύειν, ἀριστοκρατίαν δ´ ἐξ αὑτῶν καθιστάναι….. τὸ μὲν πρῶτον συλλαβόντες τοὺς δημαγωγεῖν εἰωθότας ἀπέκτειναν, τοὺς δ´ ἄλλους καταπληξάμενοι κατέλυσαν τοὺς νόμους καὶ δι´ ἑαυτῶν τὰ δημόσια διῴκουν. διακατασχόντες δὲ ταύτην τὴν πολιτείαν μῆνας ὀκτὼ κατελύθησαν, τοῦ δήμου συστάντος ἐπ´ αὐτούς· διὸ καὶ τούτων ἀναιρεθέντων ὁ δῆμος ἐκομίσατο τὴν δημοκρατίαν» [Διοδώρου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 12,80]
[25] ὁ δὲ δῆμος τῶν Ἀργείων ἐν τούτῳ φοβούμενος τοὺς Λακεδαιμονίους ……. καὶ νομίζων μέγιστον ἂν σφᾶς ὠφελῆσαι, τειχίζει μακρὰ τείχη ἐς θάλασσαν, ὅπως, ἢν τῆς γῆς εἴργωνται, ἡ κατὰ θάλασσαν σφᾶς μετὰ τῶν Ἀθηναίων ἐπαγωγὴ τῶν ἐπιτηδείων ὠφελῇ. ….. καὶ οἱ μὲν Ἀργεῖοι πανδημεί, καὶ αὐτοὶ καὶ γυναῖκες καὶ οἰκέται, ἐτείχιζον· καὶ ἐκ τῶν Ἀθηνῶν αὐτοῖς ἦλθον τέκτονες καὶ λιθουργοί. [Θουκυδίδη Ιστορία, 5, 62]
[26] Θουκυδίδη Ιστορία, 5.84
[27] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π., σελ. 424.
[28] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π. σελ. 427.
[29] Θουκυδίδη Ιστορία, 6.70
[30] Θουκυδίδη Ιστορία, 8, 25-27
[31] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π. σελ. 432.
[32] Λακεδαιμόνιοι δὲ τὴν στάσιν τῶν Ἀθηναίων ὁρῶντες, οὐδέποτε ἰσχῦσαι βουλόμενοι τοὺς Ἀθηναίους, ἔχαιρον καὶ φανερὰν ἑαυτῶν ἐποίουν τὴν διάθεσιν· ἐψηφίσαντο γὰρ τοὺς Ἀθηναίων φυγάδας ἐξ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος ἀγωγίμους τοῖς τριάκοντα εἶναι, τὸν δὲ κωλύσαντα πέντε ταλάντοις ἔνοχον εἶναι. Δεινοῦ δ´ ὄντος τοῦ ψηφίσματος, αἱ μὲν ἄλλαι πόλεις καταπεπληγμέναι τὸ βάρος τῶν Σπαρτιατῶν ὑπήκουον, Ἀργεῖοι δὲ πρῶτοι, μισοῦντες μὲν τὴν Λακεδαιμονίων ὠμότητα, κατελεοῦντες δὲ τὰς τύχας τῶν ἀκληρούντων, ὑπεδέχοντο φιλανθρώπως τοὺς φυγάδας. [Διοδώρου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, XIV, 6, 1.2]
[33] Λυσία, περί του μη καταλύσαι την πάτριον πολιτείαν Αθήνησι, 7.
[34] Κοφινιώτου Ιωάννη, «Ιστορία του Άργους από των Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών » Εν Αθήναις, Τυπογραφείον ο «Παλαμήδης» 1892. Επανέκδοση, Εκδ. Εκ Προοιμίου 2008, ο.π. σελ.434.
[35] Μάρκελλου Θ. Μιτσού, ο.π. σελ. 12.
[36] Μάρκελλου Θ. Μιτσού, ο.π. σελ. 14.
[37] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π. σελ.435-437.
[38] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π. σελ.437-441.
[39] ὁ μὲν Ἀνταλκίδας ἔλεγε πρὸς τὸν Τιρίβαζον ὅτι εἰρήνης δεόμενος ἥκοι τῇ πόλει πρὸς βασιλέα, καὶ ταύτης οἵασπερ βασιλεὺς ἐπεθύμει. τῶν τε γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ἑλληνίδων πόλεων Λακεδαιμονίους βασιλεῖ οὐκ ἀντιποιεῖσθαι, τάς τε νήσους ἁπάσας καὶ τὰς ἄλλας πόλεις ἀρκεῖν σφίσιν αὐτονόμους εἶναι. [Ξενοφώντος, Ελληνικά, 4,8,14]
[40] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π. σελ.449-450.
[41] Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις ἐν τῇ πόλει τῶν ᾿Αργείων ἐγένετο στάσις καὶ φόνος τοσοῦτος, ὅσος παρ’ ἑτέροις τῶν ῾Ελλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται. [Διόδωρος Σικελιώτης 15,3]
[42] Διχασμοί στην Ελληνική Αρχαιότητα, σελ. 149.
[43] Κοφινιώτου Ιωάννη, ο.π. σελ. 450.
[44] Τῆς πόλεως τῶν ᾿Αργείων δημοκρατουμένης καί τινων δημαγωγῶν παροξυνόντων τὸ πλῆθος κατὰ τῶν ταῖς ἐξουσίαις καὶ δόξαις ὑπερεχόντων, οἱ διαβαλλόμενοι συστάντες ἔγνωσαν καταλῦσαι τὸν δῆμον. [Διόδωρος Σικελιώτης 15,58,1]
[45] Βασανισθέντων δέ τινων ἐκ τῶν συνεργεῖν δοκούντων, οἱ μὲν ἄλλοι φοβηθέντες τὴν ἐκ τῶν βασάνων τιμωρίαν ἑαυτοὺς ἐκ τοῦ ζῆν μετέστησαν, ἑνὸς δ’ ἐν ταῖς βασάνοις ὁμολογήσαντος καὶ πίστιν λαβόντος, ὁ μὲν μηνυτὴς τριάκοντα τῶν ἐπιφανεστάτων κατηγόρησεν, ὁ δὲ δῆμος οὐκ ἐλέγξας ἀκριβῶς ἅπαντας τοὺς διαβληθέντας ἀπέκτεινε καὶ τὰς οὐσίας αὐτῶν ἐδήμευσεν. [Διόδωρος Σικελιώτης 15,58,3]
[46] Πολλῶν δὲ καὶ ἄλλων ἐν ὑποψίαις ὄντων, καὶ τῶν δημαγωγῶν ψευδέσι διαβολαῖς συνηγορούντων, ἐπὶ τοσοῦτον ἐξηγριώθη τὸ πλῆθος, ὥστε πάντων τῶν κατηγορουμένων, ὄντων πολλῶν (καὶ) μεγαλοπλούτων, καταγνῶναι θάνατον. . [Διόδωρος Σικελιώτης 15,58,4]
[47] Το βίαιο ξέσπασμα εναντίον των πλουσίων και ισχυρών της πόλης δείχνει ίσως ότι βαθύτερη αιτία της κοινωνικής έκρηξης ήταν τα πλήγματα που δέχτηκε η τότε αγροτική οικονομία και οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις που υφίσταντο τις σοβαρότερες αρνητικές επιπτώσεις.
[48] φόνος τοσοῦτος, ὅσος παρ’ ἑτέροις τῶν ῾Ελλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται. [Διόδωρος Σικελιώτης 15,57,3]
[49] Η λέξη σκυταλισμός, άγνωστη σχεδόν από άλλες πηγές, σημαίνει τον βίαιο και φρικτό θάνατο από χτυπήματα με μαγκούρες, το ραβδισμό με σκυτάλη, το ξυλοκόπημα ή ακόμη και τη θανάτωση με σκυτάλη, και καθιερώθηκε από τη μεγάλη λαϊκή εξέγερση στο Άργος το 370 π.Χ., όπου έγινε ευρεία χρήση σκυταλών, δηλαδή ροπάλων, ως φονικών μέσων εναντίον των στασιαστών.
Η σκυτάλη (αρχαία ελληνική σκύταλον = ραβδί) είναι μικρό κυλινδρικό ξύλο που χρησιμοποιείται σήμερα στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας. Στην αρχαία Σπάρτη σκυτάλη ονόμαζαν το κυλινδρικό ραβδί με κρυπτογραφημένο μήνυμα στο εσωτερικό του, που χρησιμοποιούσαν για μυστικές διαταγές. Η «Λακεδαιμονική σκυτάλη» (κρυπτεία σκυτάλη) θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα συστήματα κρυπτογράφησης και είχε την έννοια της εντολής ή μηνύματος των Εφόρων. Μία σκυτάλη τυχαίων διαστάσεων κόβονταν στη μέση. Το ένα τμήμα το φύλαγαν οι έφοροι της Σπάρτης και το άλλο το έπαιρνε μαζί του ο εκάστοτε επικεφαλής του στρατεύματος. Όταν ένα από τα δύο μέρη ήθελε να επικοινωνήσει με το άλλο, τύλιγε μια μακρόστενη λουρίδα από ύφασμα ή περγαμηνή γύρω από το κομμάτι της σκυτάλης που είχε και πάνω έγραφε το μήνυμα που ήθελε με κάποιον προσυμφωνημένο τρόπο. Ο παραλήπτης τύλιγε πάλι τη λουρίδα με τον προσυμφωνημένο τρόπο και, αφού η σκυτάλη είχε την ίδια διάμετρο, τα γράμματα συνέπιπταν. Μετά χρησιμοποιούσαν τον συμφωνημένο τρόπο, που μπορεί να ήταν διάβασμα σε καθρέφτη ή αντιμετάθεση συλλαβών ή κάποιος άλλος τρόπος ανάγνωσης και αποκρυπτογραφούσαν το μήνυμα του κειμένου.
[50] ἐκλήθη δὲ ὁ νεωτερισμὸς οὗτος παρὰ τοῖς ῞Ελλησι σκυταλισμός, διὰ τὸν τρόπον τοῦ θανάτου ταύτης τυχὼν τῆς προσηγορίας. [Διοδώρου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 15, 3]
[51] Ἀναιρεθέντων δὲ τῶν δυνατῶν ἀνδρῶν πλειόνων ἢ χιλίων καὶ διακοσίων, καὶ τῶν δημαγωγῶν αὐτῶν ὁ δῆμος οὐκ ἐφείσατο. (4) Διὰ γὰρ τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς οἱ μὲν δημαγωγοὶ φοβηθέντες μή τι παράλογον αὐτοῖς ἀπαντήσῃ, τῆς κατηγορίας ἀπέστησαν, οἱ δ’ ὄχλοι δόξαντες ὑπ’ αὐτῶν ἐγκαταλελεῖφθαι, καὶ διὰ τοῦτο παροξυνθέντες, ἅπαντας τοὺς δημαγωγοὺς ἀπέκτειναν. Οὗτοι μὲν οὖν, ὡσπερεί τινος νεμεσήσαντος δαιμονίου, τῆς ἁρμοζούσης τιμωρίας ἔτυχον, ὁ δὲ δῆμος παυσάμενος τῆς λύττης εἰς τὴν προϋπάρχουσαν ἔννοιαν ἀποκατέστη. [Διοδώρου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 15, 58, 3]
[52] τὸν δ´ ἐν Ἄργει πυθόμενοι σκυταλισμόν, ἐν ᾧ πεντακοσίους καὶ χιλίους ἀνῃρήκεσαν ἐξ αὑτῶν οἱ Ἀργεῖοι, περιενεγκεῖν καθάρσιον περὶ τὴν ἐκκλησίαν ἐκέλευσαν· [Πλουτάρχου, Ηθικά 814 β]
[53] Ισοκράτους, Φίλιππος, 51- 52.
[54] Διχασμοί στην Ελληνική Αρχαιότητα, σελ. 142.
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Σχολιάστε