«Στο Ελάχιστο Μόλις» – Μαρία Α. Βελιζιώτη
Κυκλοφορεί η τρίτη ποιητική συλλογή της Αργείας φιλολόγου και καθηγήτριας Μέσης Εκπαίδευσης, Μαρίας Βελιζιώτη με τίτλο «Στο Ελάχιστο Μόλις», από τις εκδόσεις της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού.
Για τη νέα ποιητική συλλογή γράφουν, ο θεατρικός σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής, θεωρητικός του κινηματογράφου και αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου όπου διδάσκει υποκριτική και σκηνοθεσία, Γιάννης Λεοντάρης, η Αλεξάνδρα Δημακοπούλου, Δρ της École des Hautes Études en Sciences Sociales, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων – ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Πελοποννήσου και ο Νικόλαος Μπουμπάρης, Φιλόλογος-Ιστορικός, Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδας. Τέλος, ο Γεώργιος Η. Κόνδης, κοινωνιολόγος, ο οποίος διδάσκει στο Τμήμα Παραστατικών και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, επιχειρεί μια γενική προσέγγιση στο ποιητικό έργο της Μαρίας Βελιζιώτη.
Δωρικές Ρωγμές
Γιάννης Λεοντάρης
Στο μικρό προλογικό σημείωμα που επιχείρησα να συντάξω για την έκδοση των ποιημάτων της Μαρίας Βελιζιώτη, πρότεινα τον τίτλο Δωρικές Ρωγμές. Ο τίτλος αυτός σημαίνει μία ιδιόμορφη αντίφαση. Ωστόσο, ακριβώς αυτή η αντίφαση θεωρώ ότι ενεργοποιεί τον σπινθήρα της υψηλής θερμοκρασίας στην ποιητική γραφή της Βελιζιώτη. Η ρωγμή είναι το αναπόφευκτο τραύμα μέσα στο οποίο γεννιέται η ποίηση. Η ίδια η ποίηση είναι από τη φύση της μία συνθήκη τραυματική, από τη στιγμή που ο λόγος της είναι εξόριστος και ξένος σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο κοινός λόγος, και σε ένα κόσμο τις τύχες του οποίου αποφασίζουν όχι οι ποιητές αλλά οι σε εισαγωγικά «ορθώς σκεπτόμενοι».
Ο περί ποίησης λόγος λοιπόν δεν πρέπει να λησμονεί την εγγενή ρωγμή του ποιητή. Αλλά και ο ίδιος ο ποιητής είναι καταδικασμένος να γράφει κοιτώντας διαρκώς στον καθρέφτη την ραγισμένη όψη του. Μέσω αυτής της οδού συναντά τον αναγνώστη του και μόνον έτσι, η ανάγνωση δεν παραμένει μια συμβατική καθημερινή ενασχόληση αλλά αναβαθμίζεται σε εμπειρία αυτογνωσίας, οδυνηρή, στοχαστική αλλά ταυτόχρονα απολαυστική, αποκαλυπτική, ερωτική. Αν ο αναγνώστης δεν μπει στα επικίνδυνα μονοπάτια της υπέρβασης, δεν μπει δηλαδή στον κόπο του ποιητή δεν θα καταστεί ποτέ συνένοχος της ποίησης, θα παραμείνει εγκλωβισμένος στις συμβάσεις του κοινού λόγου. Γράφει ο Σάββας Μιχαήλ στο εμβληματικό του κείμενο Homo Poeticus.
«H εξορία του ποιητή είναι το μέτρο της αποξένωσης του ανθρώπου Εξόριστος ο ποιητής από τον τόπο, εκτός τόπου εν παντί τόπω, διαμένει στον Ού-Τόπο αυτού που δεν υπάρχει ακόμα, στην κατοικία που αναζητά ακόμα ο άνθρωπος επί της γης. Εξόριστος είναι ο ποιητής και από τον χρόνο του, εκτός χρόνου εν παντί χρόνω (…) Ο Ποιητής, όπως κι ο επαναστάτης, μένει πιστός στην εποχή του και ταυτόχρονα εξόριστος απ΄την πατρίδα του μέσα στον χρόνο, σε ρήξη με όσα και όσους την διαφεντεύουν, εκτός νόμου, σε διωγμό. Είναι παρά-φωνος σε σχέση με την φωνή των κυρίαρχων. Κ’είναι αυτή η παραφωνία, που διαταράσσει τον «κοινό λόγο», τον κοινό τόπο, τον κοινό χρόνο, τον «κοινό νου» (…)
Επομένως μέσα από τις ρωγμές του ο ποιητής διαταράσσει κάθε συμβατικότητα, κάθε κανονικότητα. Ποίηση χωρίς ρωγμές δεν υπάρχει. Και κάθε ανάγνωση που επιχειρώ στα ποιητικά κείμενα διακόπτεται βίαια και οριστικά, όταν διαπιστώσω ότι η ποιητική γραφή είναι αρραγής, και καλά θωρακισμένη στην αυταρέσκειά της. Η ποίηση της Μαρίας Βελιζιώτη βρίσκεται στη άλλη πλευρά του λόφου. Εκεί όπου τα τραύματα του ποιητή συνομιλούν με τις αγωνίες του αναγνώστη, γεννώντας έναν διάλογο ισότιμο και παρηγορητικό. Η Βελιζιώτη ευθύς εξαρχής εξομολογείται τους οδυνηρούς σταθμούς της διαδρομής της και τους εκθέτει γενναιόδωρα στον αναγνώστη:
« Το όνειρο πάντα θα μας υπερβαίνει » γράφει, και σηματοδοτεί έτσι την απελπιστική απόσταση ανάμεσα στο επιθυμητό και το βιωμένο.
Είπες και τόσο πυρπολήθηκαν τα μάτια
που γέμισε καπνό η απόγνωση
και δεν υπήρχε ρυτίδα
δεν υπήρχε αίμα να τρέξει
να φανεί ότι τα χρόνια συλλογισμένα στέκονται
στην απορία τους
νοσταλγώντας την αμεροληψία της άγνοιας
Η πορεία της ποίησης της Βελιζιώτη δεν είναι μονοσήμαντη. Δεν πέφτει στην παγίδα μιας κλειστής σχέσης με το ίδιο της το τραύμα. Δεν αναπαράγει ναρκισσιστικά την απόγνωση, δεν κραυγάζει την εξορία της. Αντίθετα, έχει τις κεραίες της ανοιχτές σε ό,τι μπορεί να λειτουργήσει παρηγορητικά ή παραδειγματικά, σε ό,τι έξω από το κλειστο δωμάτιο και την ανθρώπινη μοναξία, μπορεί να επουλώσει ή έστω να υπερβεί την οδύνη της συνειδητότητας. Τι μπορεί να είναι αυτό ; Τα άστρα, η θάλασσα, η γη, ο αέρας, ο ήλιος, ο βράχος:
Ας διδαχτούμε από τους βράχους
των γραμμών τους τη σύγκλιση
και την απόκλισή τους
τις χειρονομίες και τις μορφές
έτσι όπως γεννιούνται ξαφνικά ή μακροπρόθεσμα
Ενέργεια αυτοδύναμη
πλέγματα
προσχέδια και σχέδια
αντίκρυ στης φύσης την υπερβολή
της ερωμένης των άκρων
Ας εμπεδώσουμε την αρμονία
εξακριβωμένη στη δομική διαπλοκή της
που μεταγγίζεται μέσα από τη μεταφυσική της ύλης
τη διορατικότητά της
ότι ο άνεμος σφυροκοπώντας
θα την αλλάξει
ότι θα φέρει νέα σχήματα
απλά ή δαιδαλώδη
στο μάρμαρο, στον πορφυρίτη, στον ασβεστόλιθο
Ανάμεσα στην ιαματική υπέρβαση που σηματοδοτεί η φύση με τα στοιχεία και τα στοιχειά της και την έρημο του κλειστού δωματίου, οι στίχοι της Μαρίας Βελιζιώτη, κεντρίζουν, άλλοτε μελαγχολικά και άλλοτε οδυνηρά, τις προσδοκίες του αναγνώστη. Στίχοι πυκνοί («Το αύριο δεν εξουσιάζεται / και η ζωή θα είναι πάντα χτεσινή »), εικονοποιία απροσδόκητη και τολμηρή (« Στα μέσα νερά μιας θάλασσας πικρης / εκεί που οι μύθοι βυθίζονται αυτόπρυμνοι… »), εισάγουν από την πρώτη στιγμή τον αναγνώστη σε ένα ιδιόμορφο και απαιτητικό ποιητικό σύμπαν.
Η σχέση με τον εαυτό εξελίσσεται σε αναμέτρηση με έναν ανελέητο καθρέφτη: «Αυτός είναι ο τρόπος / κι ο κίνδυνος / σα δυνατό χαλάζι / σα μαύρο αίμα / για μας που ψάχνουμε αφορμές / να ντύσουμε την απληστία με έρωτες / πολεμιστές / πίσω από το βασιλιά εαυτό μας.»
Η συνείδηση του οδυνηρού είναι, στην ποιητική γραφή της Βελιζιώτη, χτίζει σιγά σιγά και μεθοδικά το οικοδόμημα της θλίψης. Το οικοδόμημα αυτό όπως ήδη είπα, δεν είναι κλειστό, δεν απειλείται από ασφυξία, γιατί κάπου εκεί μακριά, δίπλα, μέσα, και κυρίως ανάμεσα, καραδοκεί το ψύχραιμο και ατάραχο βλέμμα της φύσης. Το βλέμμα του ήλιου και του ανέμου « κοιτάζει » τόσο το μοναχικό εγώ όσο και την απόγνωση του εμείς, προσδίδοντας στη θλίψη αυτή, πνοή ποιητική:
«‘Ηταν μια μέρα αναποφάσιστη / κάτι χορτάρια σαλεύανε στη σκόνη / κάποιοι περπατούσαν στην απόγνωση / κάποιοι πέθαιναν απροσδόκητα / για κάποιους άλλη αυγή δε θα ξημέρωνε / έπεφτε ξαφνικά ο θάνατος / κι η σωτηρία ένα παιχνίδι καθώς ο ήλιος ξεψυχούσε». Η σιωπή των πραγμάτων τρέφει την ανάσα της γραφής.
Θα κλείσω αυτή τη σύντομη απόπειρα γνωριμίας με την αναφορά σε αυτό που στην αρχή ονόμασα « δωρικό» στοιχείο στην ποίηση της Βελιζιώτη.
Η ποίηση της Βελιζιώτη έχει μορφή λιτη, ύφος σχεδόν δωρικό. Αρνείται να βαρύνει την όψη της με στολίδια. Δεν επιχειρεί μορφικές ακροβασίες ούτε σε επίπεδο γλωσσικό ούτε σε επίπεδο ποιητικού ρυθμού. Οι εικόνες της δεν συνομιλούν ούτε με τους ιμπρεσσιονιστές ούτε με τους υπερρεαλιστές ζωγράφους. Κι όμως: η ποίησή της έχει στέρεο εσωτερικό ρυθμό και φιλοτεχνεί πλούσια εσωτερικά τοπία. Ακριβώς αυτή η δυνατότητα της σύνθεσης των αντιθέτων θαρρώ πως αποτελεί και την πολυτιμότερη αρετή της γραφής της Μαρίας Βελιζιώτη: ένα ευάλωττο σύμπαν αισθημάτων γεμάτο αποχρώσεις και ημιτόνια, σε μια αυστηρή και λιτή όψη γραφής. Με τις λύσεις των αινίγμάτων της (όπως αυτό του πολύσημου τίτλου της συλλογής: Λευκή) καλά φυλαγμένες για όποιον θα κάνει τον κόπο να αναμετρηθεί μαζί τους.
Κι όμως, από την αυστηρή αυτή «πηγή» αναβλύζουν πλούσιοι χυμοί γεμάτοι από τις ρωγμές της βαθείας ποιητικής συνείδησης. Αναβλύζει η σιωπηλή επίκληση του ‘Αλλου. Αυτή δεν είναι άλλωστε η κοινή αγωνία του ποιήματος και του αναγνώστη του;
Η ελληνικότητα στο μέγιστο… Μια ανάγνωση του ποιητικού κύκλου της Μαρίας Βελιζιώτη «Στο ελάχιστο μόλις»
Αλεξάνδρα Δημακοπούλου
Δρ της École des Hautes Études en Sciences Sociales
Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων – ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Πελοποννήσου
Απόλυτα λιτή, βαθιά ελληνική, η ποιητική γραφή της Μαρίας Βελιζιώτη ταξιδεύει στα «στενά σοκάκια της Αστυπάλαιας και της Μήλου» που αντιστρέφουν τον Καιρό και της αρνήθηκαν το καλοκαίρι, πιάνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον περνά μέσα από σολωμικά «χάσματα σεισμού», μέσα από τα καβαφικά τείχη και την Αλεξάνδρεια, τον ανεβάζει στο καράβι «Αρχιπέλαγος» και του τραγουδά τον θαλασσινό έρωτα του Ελύτη σε μια θλιμμένη, αλλά συνάμα ελπιδοφόρα εκδοχή.
Η απαίτηση του συντελεσμένου προς το «πρόσωπο που έγινε άγαλμα», η βαθιά οδύνη για αυτά που δεν συντελέστηκαν, τα δάκρυα στα μάτια που «ανοίγουν και κλείνουν χάσματα σεισμών» παραπέμποντας στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», (Σχεδίασμα Β, 22):
«Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα,
και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα·
λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι,
άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.
Χάσμα σεισμού που βγάν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα».
«Χάσματα σεισμών» που αποτυπώνουν την ορμητική, ανεξέλεγκτη δύναμη της ελευθερίας, μιας ελευθερίας για χρόνια καταπιεσμένης «μέσα στα τείχη, έξω και μέσα μου», που ζητά διέξοδο μέσα από το σεισμικό χάσμα, μέσα από τη ρωγμή του «είναι» που «κάποτε διαλέγει το ξύπνημα», χρόνια θαμμένη. Βαθιά οντολογική αναζήτηση, υψηλό αίσθημα αυτοκριτικής και αυτογνωσίας, ψηλάφιση του θλιμμένου εαυτού, ο οποίος ωστόσο δεν παραιτείται, αλλά επιλέγει στο τέλος την έξοδο. Την έξοδο που ο εαυτός – tableau vivant – επιχειρεί, έχοντας υψωθεί απέναντι στους φόβους του, με όπλο την απόφαση να περάσει τη θάλασσα ή να πνιγεί στην μαγεία του νερού. Η μνήμη περιδιαβαίνει τις «θαυματουργές πηγές και τις άσπρες εκκλησίες», συλλέγοντας και επεξεργαζόμενη εμπειρίες, αγωνιώντας υπαρξιακά, ολομόναχη, αφού δεν ακολουθεί τα χνάρια κανενός. Η Οδύσσεια του ποιητικού υποκειμένου δύσκολη, ανηφορική, με μια αίσθηση καρυωτακικού φθόνου για τους στίχους ποιητών, αυτών που έφτασαν το αδύνατο, που καταξιωμένα «εποίησαν». Ο φθόνος για τους στίχους των ποιητών με τους οποίους η ποιήτρια συναντήθηκε, παντρεύεται με τη μοναξιά και την οδύνη για τη γέννηση των οικείων στίχων, μετουσιώνεται σε δημιουργία, σιωπηλό τοκετό, οδυνηρή γέννα, μετουσιώνεται σε αέναη αγάπη που αντέχει και έχει για σύμμαχο το ίδιο το ποίημα.
Στο διάβα της ολοένα και βαθύτερης υπαρξιακής αναζήτησης, το ποιητικό υποκείμενο συναντά τους υψωμένους τοίχους – παράφραση των καβαφικών τειχών– εξαιτίας των οποίων στερήθηκε τη μέρα που πέρασε και δεν επιστρέφει, με κυρίαρχο το αίσθημα της θλίψης και της πλήξης σε μια διαρκή άσκηση ζωής, συντροφιά με τις λέξεις που αιχμαλωτίζουν την ομορφιά, ώστε αυτή να μην ξοδευτεί ανώφελα σε έναν διαρκή αγώνα απέναντι στο «Αμείλικτο». Το ποιητικό υποκείμενο έχει για όπλο τη δικιά του αλήθεια, την αλήθεια που υποδεικνύει όχι μόνο το υπαρκτό, αλλά και το επιθυμητό.
Σε αυτόν τον αγώνα ζωής και ποίησης, ποιητικής ζωής αλλά και ζωογόνας ποίησης, η ελληνικότητα είναι πανταχού παρούσα: η σολωμική μνήμη της ζωής που ρέει αγκαλιά με τον θάνατο και ο Απρίλης ο κεντημένος με αγριολούλουδα και άσπρες βιολέτες, η ασπίδα του οπλίτη της ελληνικής πόλης και η θέση – στάση του («αν θα σταθείς ή θα πετάξεις κάτω την ασπίδα σου»), η θάλασσα σε θέση πρωταγωνιστή, οι «καβαφίζοντες τοίχοι», η Κίρκη και οι Κύκλωπες της Οδύσσειας, τα αγάλματα και οι μεγάλες ακροπόλεις, η μοίρα που παραμένει αδάμαστη μην επιτρέποντας την άσκηση εξουσίας στο αύριο, η ύβρις των Ατρειδών και του Οδυσσέα, η πέτρα σε μορφή μαρμάρου, πορφυρίτη, ασβεστόλιθου, το ερωτικό Αρχιπέλαγος του Ελύτη, που παρά τη θυελλώδη όψη που αποκτά στη γραφή της ποιήτριας, είναι ο «τόπος» στον οποίο αξίζει να ξυπνήσει κανείς την καρδιά του! Αξίζει να ξυπνήσει στην καρδιά του μιαν αγάπη συνταγμένη όχι στον υποτακτικό άξονα, αλλά στον παρατακτικό! Χωρίς όρους και προϋποθέσεις δευτερευουσών προτάσεων, μα μόνον με κύριες, ανεξάρτητες, αυτόνομες και αγέρωχες!
Και ο πανδαμάτωρ Χρόνος να δικάζει το αδίστακτο ή το παρεκτρεπόμενο από το Μέτρο με αέναο στόχο την αποκατάσταση της ισορροπίας και της τάξης! Της τόσο ελληνικής τραγικής τάξης πραγμάτων!
Οκτώβριος 2020
Το όνειρο πάντα θα μας υπερβαίνει – Λίγα λόγια για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Α. Βελιζιώτη, «Στο ελάχιστο μόλις»
Νικόλαος Μπουμπάρης
Φιλόλογος-Ιστορικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Αργολίδας
Πώς μπορεί κάποιος να εκφράσει ωκεανούς συναισθημάτων μέσα σε λίγες λέξεις; Θα απαντούσα να ρωτήσει τη Μαρία Α. Βελιζιώτη ή, ακόμα καλύτερα, θα προέτρεπα να διαβάσει την ποίησή της. Λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας συγκυρίας, η ανάγνωση της ποίησής της συντελεί στην ενδοσκόπηση, στην ανάγκη – επιτακτική, το δίχως άλλο – για αυτογνωσία. Για όλα και όλους και όλες που θελήσαμε, γνωρίσαμε, μας πλήγωσαν, μας ανύψωσαν, μας καταβαράθρωσαν.
Αυτό που κάνει ξεχωριστή την ποίηση της Βελιζιώτη είναι ο μοναδικός συνδυασμός ελπίδας και απελπισίας. Το τραύμα είναι βαρύ, αλλά και η επούλωση είναι εκεί, ή αν απουσιάζει, υπάρχει η «Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνει – με τα φάρμακά της – να μη νιώθεται η πληγή»
Καθόλου τυχαία δεν είναι η αναφορά στον Καβάφη. Νιώθουμε πως ο Αλεξανδρινός κυκλοφορεί μέσα στην ποιητική συλλογή, οσφραινόμαστε την παρουσία του μέσα στο κλειστό δωμάτιο, μας κοιτά μέσα από τα γυαλιά του, μας γνέφει με το κεφάλι πως ο «Ωραίος Ηνίοχος» ανήκει στον δικό του κόσμο, τα τείχη και η Αλεξάνδρεια βρίσκονται στις σελίδες του βιβλίου. Κι ο Αλέξανδρος έφτασε ως τον Υδάσπη, αλλά στη Μίεζα δεν έφτασε ποτέ ξανά.
«Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει», έγραψε ο Σεφέρης. Η Βελιζιώτη αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα αυτής της φράσης, αναζητεί, ωστόσο, την απάντηση μέσα από την ελληνικότητα. Από την αρχαιότητα ως το σήμερα, το πάθος για δικαιοσύνη, η κληρονομιά του μέτρου και του καθήκοντος, οι ποιητικές οφειλές σε όλους τους μεγάλους λογοτέχνες που έγραψαν στην ίδια γλώσσα με τον Όμηρο, η ανάγκη να μη χαθεί το μήνυμα πως ο κόσμος είναι κόσμημα, αρμονία και όχι χάος, όλα αυτά καθιστούν το ποιητικό υποκείμενο εκφραστή, συνεχιστή και πρωτοπόρο.
Ο μύθος των Ατρειδών δεν θα μπορούσε να απουσιάσει από την ποιητική συλλογή μιας Αργείας. Η ματιά της στρέφεται στον Θυέστη, ο οποίος μοιάζει να συνδιαλέγεται με το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» του Μάρκες. Άλλωστε, όπως έχει γράψει και ο Μάνος Κοντολέων: «Τα πρόσωπα που αφηγήθηκε τα πάθη τους ο Όμηρος και τα ζωντάνεψαν οι μεγάλοι μας κλασικοί όχι μόνο εξακολουθούν να ζούνε, αλλά μπορούν να γίνουν σύντροφοί μας…Κάτι ακόμα περισσότερο – εκφραστές των δικών μας ανησυχιών και ονείρων».
Είπαμε, το όνειρο πάντα θα μας υπερβαίνει, γιατί κι αυτό δεν το αντέχουμε ούτε ως πραγματικότητα.
Σ’ ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο και πάνω στο μπλε του ουρανού
Γεώργιος Η. Κόνδης
Ο Γ. Η. Κόνδης είναι κοινωνιολόγος και διδάσκει στο Τμήμα Παραστατικών
και Ψηφιακών Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Καταρχήν ο έρωτας ως η ουσία των πραγμάτων. Το αναπόφευκτο της μοίρας. Η θνητότητα. Το όνειρο κι η διάψευσή του. Η ματαιότητα κι η ήττα. Αν δε συνειδητοποιήσεις ότι έχεις νικηθεί, δεν μπορείς να γράψεις ποίημα. Η αγωνιστικότητα, ως θέση και πράξη, η Ελλάδα με τις ιστορίες και τους μύθους της, το Άργος, η γενέθλια πόλη. Αυτά ταυτίζονται και με τα προσωπικά μου βιώματα, την προσωπική μου μυθολογία. Η ποίηση κατά τη γνώμη μου είναι μια πράξη ανδρείας απέναντι στον καθημερινό πόνο. Το είδα σαν άμυνα. Έτσι άρχισα να γράφω.
Παρουσίαση αυτοβιογραφική που περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων μιας φιλοσοφίας ζωής που οδηγεί στην ποιητική έκφρασή της. Ήταν το 2017 όταν παρουσιαζόταν το έργο της Μαρίας Βελιζιώτη στο Συνέδριο «Αργολίδα: ο τόπος της συν-γραφής». Αλλά λέγοντας το έργο συνήθως εννοούμε το ποιητικό ενώ για την ίδια, όπως και για όλους τους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, η λογοτεχνική και καλλιτεχνική έκφραση δεν είναι παρά το μέσο παρουσίασης της συμπυκνωμένης προσωπικής εμπειρίας και της θέλησης διαλόγου με τον Κόσμο! Εκείνης της εμπειρίας που ο καλλιτέχνης και ο λογοτέχνης αποταμιεύει, λεπτό το λεπτό, στη διάρκεια μιας περιήγησης στον πραγματικό κόσμο και σ’ εκείνον της δημιουργικής φαντασίας. Αυτό εκφράζει στα λόγια της η γυναίκα, η εργαζόμενη, η μητέρα, η φιλόλογος, η ποιήτρια, Μαρία Βελιζιώτη.
Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι ήδη από το πρώτο ποιητικό έργο της (λάμδα, 2008) ορίζει τους βιωματικούς της αποταμιευτήρες, στο χρόνο και στον τόπο, μέσα στους οποίους καταθέτει εικόνες, συναισθήματα, και ιδέες, προσπαθώντας να τα μοιραστεί με όσες και όσους έχουν τη θέληση να ακούσουν. Η ποίηση ως άμυνα δεν έχει μόνο προσωπική διάσταση, αλλά αποτελεί και κάλεσμα συνοδοιπορίας στο νοητό και το φαντασιακό, όπου η αναζήτηση νοήματος βίου γίνεται κοινό μέλημα και πράξη συνεπικουρίας απέναντι στις απροσδιόριστες αποφάσεις των Θεών. Κάπου εκεί, ιχνηλατώντας τα περάσματα των Λόγων και των Μορφών, ανακαλύπτει, μισοθαμμένο, ένα κατάλευκο κομμάτι μάρμαρο με μια ιδέα γραφής ξεθωριασμένη από τους χρόνους και τους καιρούς και επιζητά να χαράξει πάνω του νέα σχήματα «απλά ή δαιδαλώδη».[1]
Η Μνήμη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέματα που προσεγγίζει η ποίηση της Μαρίας Βελιζιώτη. Δεν πρόκειται όμως για μια μνήμη στατική που αναμοχλεύει χρόνους και εικόνες παρελθούσες του ήταν! Δεν πρόκειται για μνήμη μια απλής μελαγχολικής έκφρασης, ρομαντικής ενατένισης παρελθόντος, που μπορεί και να μην αντιστοιχεί σε βιωμένες πραγματικότητες.Η ποιητική μνήμη της είναι μια διαδικασία δυναμική που αντιπαραβάλλει στις διατυπώσεις του χθες τις προθέσεις του σήμερα. Διαδικασία που ορίζει έναν χαρακτηριστικό διάλογο ανάμεσα σε πρόσωπα, καταστάσεις και σχέσεις μιας πραγματικότητας που μόνο η αυθόρμητη ανάγκη της επαναφοράς και η ποιητική μνήμη μπορούν να επανασυνθέσουν στο τώρα και να αναζητήσουν σ ’αυτή την ανασύνθεση, πατήματα απελευθέρωσης της ύπαρξής μας από τη χρονική επαναληπτικότητα.
Συναιρέσεις μνήμης[2]
Κι όταν γυρίζει το κλειδί της νοσταλγίας στην πόρτα,
σαν ξαφνικά να βρίσκονται μπροστά μας
πρόσωπα χαμένα στο χρόνο, φορώντας λευκά πουκάμισα,
λινά παντελόνια και άσπρους φιόγκους.
Τούτες οι παραστάσεις,
Σαν επιστρέφουμε,
Μας λευτερώνουν.
Είναι έντονη αυτή η απελευθερωτική διάσταση στην ποιητική μνήμη της Μαρίας Βελιζιώτη. Ο δυναμισμός της είναι διαποτισμένος από την συνείδηση του σημείου που βρίσκεται ο καθένας από εμάς και από τη δυνατότητά μας να ανασυνθέσουμε έναν εαυτό που δεν λογίζεται ως οντότητα αυτόνομη και ξεχωριστή στο χρόνο, αλλά ως αποτέλεσμα όλων εκείνων που προϋπήρξαν και μας καθόρισαν. «Η Άνοιξη. Εκεί που τελείωνε ο δρόμος» είναι ίσως η ποιητική συλλογή που περιλαμβάνει τις περισσότερες αναφορές στη σημασία και το δυναμισμό αυτής της λέξης, της μνήμης! Ταυτόχρονα είναι εκείνη που περιλαμβάνει τις περισσότερες ποιητικές αναβιώσεις προτροπών απελευθέρωσης από τα δεσμά του Χρόνου. Η μνήμη είναι το μέσον που μας επιτρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας ακόμη κι όταν … ο δρόμος φαίνεται να τελειώνει!
Χωροταξία μνήμης[3]
Εκεί στο βάθος της μνήμης,
Υπάρχει μια διάχυτη αρμονία
Ρευστών χρωμάτων,
Μια γεωμετρική διάταξη εικόνων.
Τρυφερές αναμνήσεις, εντυπώσεις κύματα,
Βάρκες ελπίδες, επίπονη γνώση
Μαζί με μια μακάρια άγνοια για το αύριο.
Λίγο πιο πέρα, μια φωτιά που καίει:
Όσα μας πλήγωσαν, όσα μας στείλαν
Ζωντανούς στο χείλος του Άδη.
Στη μέση, αγάπες του Αυγούστου
Και λυγμοί του ανυπόμονου Απρίλη,
Έλυτρα σκουρόχρωμα στο σώμα της θύμησης
Λύτρα πολύτιμα για να εξαγοράσουμε τους εαυτούς μας
Από την ομηρία του Χρόνου.
Η ποίηση της Μαρίας Βελιζιώτη είναι ένα συνεχές ταξίδι στον κόσμο. Δεν έχει νόημα να αναζητήσεις επιστροφή, ούτε σταθμούς. Κάθε φορά η διήγηση οργανώνει συναντήσεις μεσοπέλαγα, σε βραχονησίδες, κάποτε σε κάποιο μικρό λιμάνι χωρίς συνωστισμούς ώστε να φαίνονται καθαρά τα πρόσωπα και να ακούγονται ξεκάθαρα οι λέξεις. Η στάση γίνεται μόνο για να φορτώσουμε νοήματα, καινούργιες λέξεις, να πάρουμε φρέσκιες ιδέες καθώς ξεκουραζόμαστε σε κάποια αποβάθρα ή πίνουμε ρακόμελο σε κάποιο ταβερνείο του λιμανιού. Θεωρώ πως ορισμένοι άνθρωποι – και σε αυτούς υπολογίζω και τη Μαρία Βελιζιώτη – εκφράζουν μια αυθόρμητη μαεστρία στο παιχνίδι των λέξεων, των ιδεών και των νοημάτων.
Το ταξίδι και ο νόστος αποτελούν δυο λέξεις αγαπημένες για την ποιήτρια και μ’αυτές καταφέρνει να δημιουργεί μια δυναμική κίνηση με πλούσιους προσανατολισμούς. Η αναχώρηση αποκτά πάντα έναν χαρακτήρα διερευνητικό που αναζητά μια νέα σχέση με τα πράγματα και τον κόσμο ακόμη και όταν αυτά προσδιορίζουν πλαίσια αναφοράς πολιτισμικά οικεία. Ήδη με τους «Έφηβους των Αντικυθήρων»[4] ξανοίγεται και πάλι στο μπλε της θάλασσας και τ’ ουρανού, το αγαπημένο Αιγαίο, εκεί όπου αιώνες συναντιούνται κύματα οι πολιτισμικές ευαισθησίες της Μεσογείου. Ολόκληρο αυτό το ταξίδι «μ’ένα σταυρωμένο όνειρο – έτοιμο να αναστηθεί» θα συνεχιστεί στην τρίτη ποιητική της συλλογή[5] με μοναδική διαφορά την έμφαση στη λεπτομέρεια των λόγων που ακούγονται σε κάθε λιμάνι και νησίδα. Λόγοι που αντιπαλεύουν την απλή ομορφιά των εικόνων στα στενοσόκακα της Αστυπάλαιας και της Μήλου, στα κάτασπρα πεζούλια της Τήνου, στις παλαίστρες της Αίγινας, αλλά και πέρα στην πολυτραγουδισμένη Αλεξάνδρεια, στα ηλιοκαμένα μέρη της Αιγύπτου και στις θαυματουργές όχθες του Νείλου:
Κι όσο το ταξίδι γινόταν παραβολή
γεμάτο σύμβολα επικά
πανόραμα αφετηρίας της θύελλας στο Αρχιπέλαγος
γεννιούνταν αντιστάσεις ανθρωπιάς
μέσα σε πόλεις καθαρμάτων[6]
……………………………………..
Κι αν έγινε η ζωή μας κάτεργο
κι αν τα βουνά μας στρίμωξαν
μπορείς ακόμα να σταθείς ορθός
αξίζει να ξυπνήσεις την καρδιά σου
εδώ στο Αρχιπέλαγος.[7]
Με το συναίσθημα αυτό, επαναφέρεται η ιδέα της επιστροφής. Το ίδιο επιτακτική όσο και η αναχώρηση. Μέρος του ταξιδιού, η επιστροφή θα αποτελέσει μια νέα διαδρομή προς μέρη και πρόσωπα γνωστά για τα οποία, φαινομενικά, δεν νιώθει η ποιήτρια τον ίδιο ενθουσιασμό. Το πνεύμα είναι ανήσυχο για κείνο που θα βρει, για τη διάθεσή του να αναπλάσει τα όσα έζησε μακριά με όσα ξανάβρει στα γνώριμα μέρη. Η ανησυχία μετατρέπεται σε αγωνία για τις κρυφές στιγμές μια επιστροφής που μπορεί να εξελιχθεί σε δράμα με απίστευτη πλοκή. Είναι όμως εντελώς αποφασισμένη να επιστρέψει με κάθε κόστος.
Μόλις χαράξει, θα φανεί το αστέρι της Αυγής
και στους μεγάλους βράχους, ο Θυέστης
που ’χε χαθεί μέρες πολλές στα κύματα
Σωσμένος
Για τις Μυκήνες θα κινήσει.[8]
Στην ποιητική μνήμη της Μαρίας Βελιζιώτη ο Νόστος είναι ακατανίκητος. Όσο κι αν η μοίρα είναι απρόσμενη και άγρια, δεν την αποφεύγει. Πολεμάει με κάθε τρόπο τη Λήθη και αναζητά στη μνήμη όλα εκείνα τα διδάγματα των παλαιών καιρών που βρίσκουν δικαίωση στα τωρινά βιώματα. Η ποιήτρια δεν θέλησε ποτέ να σβήσει την δυσανάγνωστη γραφή που βρήκε στο μισοθαμμένο μάρμαρο. Αντίθετα, συνέχισε να χαράζει καινούριες λέξεις για να συνεχίσει το αδιάσπαστο νόημα του Λόγου μέσα στους αιώνες με το δικό της τρόπο. Κι έπειτα, με της ψυχής τα μάτια και τη δύναμη, στέλνει το μάρμαρό της ψηλά, πετούμενο στον μπλε φόντο τ’ ουρανού, όπως οι γλάροι και τα ψαροπούλια που επαναλαμβάνουν τους στίχους για να τους μεταφέρει ο άνεμος παντού.
Θυμωμένος ρεμβασμός
Πιο πριν λιγότερο
και τώρα πιο πολύ, είναι η θύμηση
σημείο γκρίζο
φώτα υγρά που φέρνουν δάκρυα,
κάτι εικόνες που ρίζωσαν βαθιά
άγριες, με μια πίκρα που σε τρελαίνει.
Μες στην σιγή την κουρασμένη,
στις συντροφιές που αποφεύγω,
όλα αναλύονται αργά
σα θυμωμένος ρεμβασμός,
σαν την αγάπη την προδομένη,
σαν πυρετός παράξενος.
Δεν την κατόρθωσα τη Λήθη
όσο κι αν πάλεψα
Γερό σκαρί η ανάμνηση
σα σιδερένιο σύρμα στο λαιμό
σαν την κακιά αρρώστια.
[1] Σπουδή της πέτρας. Ποιητική Συλλογή Στο Ελάχιστο Μόλις. Άργος, 2017, σ. 15.
[2]Η Άνοιξη, Εκεί που τελείωνε ο δρόμος. 2009. Άργος: Πάραλος, σ. 46.
[3]Η Άνοιξη, Εκεί που τελείωνε ο δρόμος. Ό.π., σ. 38.
[4] Η Άνοιξη…, ό.π., σ. 20.
[5]Στο Ελάχιστο Μόλις. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη ιστορίας και Πολιτισμού, Άργος, 2017.
[6]Το καλοκαίρι, ό.π., σ.10.
[7]Παράκτια φιλιά. Ό.π., σ. 11.
[8]Θυέστης. Ό.π., σ.44.
Σχολιάστε