Οι Διηγήσεις για την γέννηση Του Ιησού Χριστού στα Ευαγγέλια και η αποτύπωσή τους σε σύγχρονα ομιλητικά κείμενα – Κωνσταντίνος Π. Ζαγγανάς. Διπλωματική Εργασία – Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. – Θεσσαλονίκη 2016
Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, η γέννηση του Ιησού Χριστού και άλλα σχετικά, όπως η γενεαλογία του Ιησού και η παιδική ηλικία του Ιησού δεν αποτελούσαν θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Αυτά που κυριαρχούσαν ήταν, ο θάνατος και η Ανάστασή του, και δευτερευόντως τα λόγια και τα έργα του. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανάγκη να υπάρξει επιπλέον πληροφόρηση σχετικά με τη γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού, εκδηλώνεται νωρίς και εκφράζεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης μέσα από τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά.
Tα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αφήνουν ένα κενό μεταξύ της γέννησης του Ιησού και της βάπτισής του, εκτός από την παρουσία του στο ναό, στην ηλικία των 12 ετών, που αναφέρεται στο Λκ. 2,41-50. Έτσι, με έναυσμα την ιστορία αυτή, γράφτηκε μία σειρά από διηγήσεις, με σκοπό να καταδείξουν την πρόωρη συνειδητοποίηση από τον Ιησού της θεϊκής του καταγωγής και την εξουσία που είχε πάνω στη ζωή, το θάνατο και τη φύση.
Τα κενά εκείνα συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα από διηγήσεις που απαντούν στην Απόκρυφη χριστιανική γραμματεία. Συγκεκριμένα, το Απόκρυφο Ευαγγέλιο που αποδίδεται στον Ματθαίο (Ευαγγέλιο του ψευδο-Ματθαίου), και τα αποκαλούμενα Αρμένικο και Αραβικό Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας διηγούνται ιστορίες από την παιδική ηλικία του Ιησού, στις οποίες ο μικρός Ιησούς παρουσιάζεται να εκτελεί θαύματα κ.ά.
[…] Η παρούσα εργασία αποσκοπεί: πρώτον να εξετάσει τις διηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων και των απόκρυφων Ευαγγελίων που αναφέρονται στα πρώτα χρόνια του Ιησού, δηλαδή την γέννηση, την γενεαλογία και την παιδική ηλικία του Ιησού. Οι ευαγγελικές περικοπές του Ευαγγελιστή Ματθαίου και Λουκά αποτελούν τις πλέον ιστορικές μαρτυρίες για την ζωή του Ιησού πριν την δημόσια δράση του. Η παρουσία των μάγων, η απογραφή, η στάση του Ηρώδη, η περιτομή του Ιησού, η αντίδραση της Μαρίας, των διδασκάλων αλλά και των βοσκών είναι μικρές αφηγήσεις που θέλουν να δείξουν την ιστορικότητα του Ιησού αλλά και να εκθέσουν την αντίληψη των Ευαγγελιστών. Παρουσιάζουν ο κάθε συγγραφέας διαφορετικά την δική του προσωπική εμπειρία και μαρτυρία στους αποδέκτες των Ευαγγελίων τους.
Δεύτερον, η εργασία, αποσκοπεί να εξετάσει πώς οι διηγήσεις αυτές αποτυπώνονται σε διάφορα σύγχρονα ομιλητικά κείμενα Ιεραρχών της Εκκλησίας μας. Ολόκληρο το Ευαγγέλιο και τα καινοδιαθηκικά γεγονότα της ιστορίας της σωτηρίας, συνοψίζονται στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στη χαρμόσυνη αγγελία της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού. Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό η σπουδαιότητα της εορτής των Χριστουγέννων που αποτελεί μία από τις κορωνίδες έκφρασης της χριστιανικής πίστης. Αιώνες τώρα η Εκκλησία έχει συμπεριλάβει στη λατρεία της και σ’ ότι επιτελείται μέσα στην λατρευτική ζωή, κάθε πρόσφορο μέσο που συντελεί στην πρόσληψη του μηνύματός της από τους πιστούς ή της μετάδοσης μηνυμάτων προς αυτούς.
Πολλές αναφορές για την γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού αντλούμε στα Συνοπτικά Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά και σε απόκρυφα χριστιανικά κείμενα. Τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης μαρτυρούν τα γεγονότα της ζωής και της δράσης του Ιησού και σηματοδοτούν μία νέα σελίδα στην ροή της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Ευαγγελιστές δεν είναι απλοί βιογράφοι και δεν αποσκοπούν μόνο στην παράθεση της ζωής του Ιησού Χριστού και ούτε επιμένουν σ’ ένα αυστηρό ιστορικό πλαίσιο, αντιθέτως γίνονται μάρτυρες και εγγυητές της σωτηριώδους εμφάνισης και παρουσίας του.
Ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορική τους αλήθεια αλλά διευρύνεται διαχρονικά σε όλο το θεολογικό, ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο όλων των εποχών. Πρωτίστως οι θεόπνευστοι συγγραφείς τους δεν αποβλέπουν απλώς να διηγηθούν την ιστορία του Ιησού Χριστού ούτε να εκθέσουν τη διδασκαλία και τα έργα του, αλλά έχουν ως βασικό σκοπό να εκφράσουν την πίστη της πρώτης εκκλησίας για το έργο του Ιησού, να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.
Για τους Ευαγγελιστές προέχει ο θεολογικός ερμηνευτικός χαρακτήρας των Ευαγγελίων εφόσον μαρτυρούν την πίστη τους, εκφράζουν το βίωμα της παρουσίας του Ιησού, γίνονται κήρυκες και ιεραπόστολοι του χριστιανικού μηνύματος και κυρίως στοχεύουν στην κατήχηση των πιστών. Άλλωστε η σημασία του όρου «Ευαγγέλιο» στην χριστιανική παράδοση ήταν εξ αρχής όρος τεχνικός και περιέγραφε τόσο τη δραστηριότητα των χριστιανών ιεραποστόλων, όσο και το περιεχόμενο των κηρυγμάτων τους.
Οι πρώτοι Χριστιανοί κρατούν ζωντανή την ανάμνηση του Ιησού και μέσα από τις παραδόσεις των κοινοτήτων τους αναπαράγουν και διατηρούν τα λόγια του. Οι ιστορίες από τον προφορικό λόγο καταγράφονται σε γραπτά κείμενα. Με την πάροδο των χρόνων κάποιες αφηγήσεις επιλέχθηκαν και κανονικοποιήθηκαν, δηλαδή δημιούργησαν τον «Κανόνα» των βιβλίων της Κ.Δ. που κατέχουν ιδιαίτερη θέση και κύρος εντός της Εκκλησίας.
Στα μέσα του 2ου αιώνα, ο Ιουστίνος χρησιμοποιεί τον όρο «Ευαγγέλιο», για να υποδείξει τα κείμενα που περιέχουν λόγια και ιστορίες του Ιησού για το πρόσωπό του. Στην πορεία η λέξη Ευαγγέλιο άρχισε να δηλώνει και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης που περιέχουν και αφηγούνται τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας, με τη ζωή του Ιησού Χριστού, τη δράση, τα θαύματα, την διδασκαλία, το θάνατο και την Ανάστασή του.
Στη παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με την γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού Χριστού. Οι πληροφορίες για την γέννηση και τα εφηβικά χρόνια της ζωής του Ιησού αντλούνται από δύο ομάδες κειμένων, τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης και τα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα.
Εντύπωση προκαλεί ότι από τους Ευαγγελιστές μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αναφέρουν γεγονότα που αφορούν την γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού. Σε αντίθεση με τους Ευαγγελιστές Μάρκο και Ιωάννη που δεν καταγράφουν καμία αναφορά για τα παιδικά χρόνια του Ιησού καθώς αναπτύσσουν τις διηγήσεις τους, θεωρούν την γέννηση του Ιησού ως δεδομένη αφήγηση και για τον λόγο αυτό αρκούνται να ονομάσουν απλώς την Μαρία ως μητέρα του Ιησού (Μκ. 6,3) και τον Ιωσήφ ως τον πατέρα του (Ιω. 1,46). Ο Ματθαίος και ο Λουκάς δίνουν βαρύτητα και παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη γέννηση του Ιησού αλλά και διάφορα περιστατικά που συμπληρώνουν το σκηνικό της γέννησης. Αυτό μας κέντρισε το ενδιαφέρον και μας έδωσε το ερέθισμα να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στην παρούσα εργασία.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει εικόνα της Θεοτόκου. Χαρακτικό, Raphael Sadeler (Ράφαελ Σάντελερ Δε Έλντερ), (1560 – 1628).
Στα απόκρυφα χριστιανικά κείμενα και συγκεκριμένα στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου περιλαμβάνονται διηγήσεις για την γέννηση του Χριστού και τη σφαγή των νηπίων (κεφ 17-22,2). Επίσης στο Ευαγ. ψευδ. Ματθ., στο Αρμένικο και στο Αραβικό Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας υπάρχουν διηγήσεις για τον Ιησού ως βρέφος να εκτελεί θαύματα κατά τη διάρκεια της εξορίας της οικογένειας του Ιησού.
Ο Ματθαίος στις ευαγγελικές του διηγήσεις παρουσιάζει το υλικό του με μία σκόπιμη διάταξη όπως και το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για την σωτηρία του Ισραήλ και του κόσμου. Στο ευαγγέλιό του αντλεί το διάγραμμα του ευαγγελίου του Μάρκου σε βασικά σημεία. Ωστόσο το εμπλουτίζει και το αναπτύσσει με επιπρόσθετες διηγήσεις της παιδικής ηλικίας του Ιησού με υλικό από την Πηγή των Λογίων αλλά και από τη δική του ιδιαίτερη πηγή.
Το πρώτο ευαγγέλιο γίνεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και το στοιχείο αυτό το συμπεραίνουμε τόσο από τη γενεαλογία του Ιησού, με την οποία αρχίζει το ευαγγέλιό του ο Ματθαίος, όσο και από την συνήθειά του να παρουσιάζει τα σχετικά με τη ζωή, τη διδασκαλία, το θάνατο και την Ανάσταση του Ιησού ως εκπλήρωση της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Ματθαίος με το διάγραμμα, τη μορφή του ευαγγελίου, τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις πηγές αλλά και το δικό του ιδιαίτερο υλικό επιδιώκει να συνδέσει πολλά γεγονότα της ζωής του Χριστού ως την εκπλήρωση του θείου θελήματος, όπως εξαγγέλθηκε στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Ευαγγελιστής στοχεύει να αποδείξει στους Ιουδαιοχριστιανούς πως ο Ιησούς δεν ήρθε για να καταργήσει τον Νόμο αλλά να εκπληρώσει τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης, ο Ματθαίος συχνά παραθέτει χωρία της Παλαιάς Διαθήκης και μάλιστα πολλές από τις παραθέσεις αυτές εκφράζουν την θέληση του ευαγγελιστή να τονίσει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Υιός του Δαβίδ.
[…] «Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» ή «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα από τον Β’ μ.Χ. αιώνα και εξής και δεν συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Τα απόκρυφα συγγράμματα των πρώτων χρόνων είχαν παραγκωνιστεί από τον κανόνα της Εκκλησίας. Ο όρος «απόκρυφος» σημαίνει αρχικά αυτό που είναι κρυμμένο και αναφέρεται σε μυστικές αποκαλύψεις, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται στο αναγνωρισμένο σώμα των αποκαλυπτικών κειμένων. Τα κείμενα τα οποία σήμερα αναφέρονται ως «τα απόκρυφα της Καινής Διαθήκης» δεν αντιμετωπίζονται «ως κρυφά», αντίθετα, χαρακτηρίζονται ως κείμενα αμφίβολης αξίας γιατί ίσως να περιλαμβάνουν ψευδή στοιχεία σε σχέση με τα εγκεκριμένα, δηλαδή τα κανονικά κείμενα που θεμελίωσαν την χριστιανική πίστη.
Παρόλ΄αυτά, τα απόκρυφα κείμενα συσχετίζονται με τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, όσον αφορά το φιλολογικό είδος. Σε γενικές γραμμές υπάρχει αναλογία με το είδος των κανονικών καινοδιαθηκικών βιβλίων, γι’ αυτόν τον λόγο και έχουμε, ευαγγέλια, πράξεις, επιστολές και αποκαλύψεις. Αλλά και από την οπτική του περιεχομένου, τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε πρόσωπα, γεγονότα και πληροφορίες που περιέχονται στην Καινή Διαθήκη.
Το περιεχόμενο των απόκρυφων χριστιανικών κειμένων πληροφορεί για τη ζωή του Ιησού Χριστού και δίνει στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στα ευαγγέλια, όπως είναι οι διηγήσεις για την παιδική ηλικία του Ιησού, τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του, πληροφορίες για τη ζωή της Μαρίας όπως η γέννηση και η παιδική της ηλικία. Καθώς επίσης, λεπτομέρειες για τη φυγή στην Αίγυπτο και την κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο στον Άδη και τα εκεί συμβάντα, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των Αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου κλπ.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην ανάπτυξη αυτής της απόκρυφης φιλολογίας οφείλονται σε πολλούς παράγοντες. Ένας εκ των οποίων είναι η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της παράδοσης της εκκλησίας. Οι συντάκτες της απόκρυφης φιλολογίας διακρίνονται σε αυτούς που μένουν στον χώρο της συνοπτικής παράδοσης και συμπληρώνουν ευρύτερα την παράδοση, και σε αυτούς που διηγούνται νέα γεγονότα χωρίς να προϋποθέτουν στοιχεία καινοδιαθηκικής παράδοσης.
Γενικά, τα κείμενα της απόκρυφης φιλολογίας προσπαθούν να καλύψουν τα κενά της Καινής Διαθήκης, και παρουσιάζουν περιγραφές που αφορούν διηγήσεις για τον Ιησού Χριστό (παιδική ηλικία κλπ.), γεγονότα από τη ζωή της Μαρίας, του Ιωσήφ και των Αποστόλων με στόχο πολλές φορές απολογητικό, όπως αναφέρει ο Ιωάν. 20,30 «ἅ οὐκ ἒστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ ταύτῳ».
Τα απόκρυφα κείμενα προσέλκυαν τους πιστούς και περισσότερο ικανοποιούσαν την περιέργεια των αναγνωστών. Σκοπός τους ήταν να ολοκληρώσουν, να αναπτύξουν και να συμπληρώσουν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Μερικές φορές πρόθεσή τους ήταν, επίσης, να προωθήσουν τις θεολογικές απόψεις του ίδιου του συγγραφέα, όταν αυτές απέκλειαν από την Καινή Διαθήκη. Ωστόσο είναι αμφιλεγόμενο, αν οι εξιστορήσεις των μη-κανονικών πηγών αποτελούν μυθοπλασίες ή εμπεριέχουν στοιχεία ιστορικών γεγονότων.
Σύμφωνα με την έρευνα τα κείμενα των κανονικών Ευαγγελίων έχουν παρόμοιες αρχές στις προφορικές παραδόσεις και στις λατρευτικές συνήθειες της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Η διαφορά μεταξύ των κανονικών και των απόκρυφων παραδόσεων δεν είναι ότι τα πρώτα είναι ιστορικά και τα δεύτερα μυθικά, αλλά ότι η παράδοση των κανονικών Ευαγγελίων αντιπροσωπεύει τον «εξουσιοδοτημένο» Ιησού, ενώ οι απόκρυφες παραδόσεις παραμένουν χωρίς «εξουσιοδότηση».
Οι εκπρόσωποι της πρώτης Εκκλησίας ασπάζονται έναν κανόνα της Αγίας Γραφής με ξεκάθαρα όρια και ερμηνεύουν τον όρο «απόκρυφος» ως «πλαστό αναξιόπιστο». Για την Εκκλησία ως απόκρυφα κείμενα χαρακτηρίζονται τα συγγράμματα που γράφτηκαν προς μίμηση των κανονικών βιβλίων και παρουσιάζονται από τους φερόμενους συγγραφείς, ως ιερά βιβλία και γραφές. Ωστόσο, έχουν αποκλειστεί από τον κανόνα ως μη θεόπνευστα έργα. Κάποιοι μάλιστα, τα ονομάζουν νόθα, δηλαδή ψευδεπίγραφα.
Στη διάρκεια των αιώνων, τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης, άλλοτε καταδικάστηκαν από την εκκλησία και άλλοτε τροφοδότησαν την λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Σχετικά με την αρνητική αντιμετώπιση της απόκρυφης φιλολογίας, οφείλεται κυρίως στην αρνητική χρήση της, ως μέσο διάδοσης αιρετικών διδασκαλιών.
Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων χρησιμοποιούν τον όρο «απόκρυφος»με αρνητική έννοια και κάνουν λόγω για απόκρυφες γραφές που διατείνονται ότι κατέχουν οι διάφορες ομάδες αιρετικών, και ιδίως Γνωστικοί, με τις οποίες παρασύρουν τους ανύποπτους χριστιανούς. Για παράδειγμα ο Ωριγένης, σχολιάζοντας τον πρόλογο του κατά Λουκάν ευαγγελίου αναφέρει χαρακτηριστικά «ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν…», με τους πολλούς εννοεί τους αποκρυφιογράφους, που «επεχείρησαν», αλλά δεν μπόρεσαν να γράψουν «ευαγγέλια», γιατί έγραψαν «χωρίς χαρίσματος».
Αξίζει να τονιστεί ότι υπήρξε πληθώρα αιρετικών Ευαγγελίων και άλλων αιρετικών συγγραμμάτων. Για το λόγο αυτό, συντάχθηκαν διάφοροι κανόνες, μεταξύ των οποίων και ο κανόνας Mουρατόρι, που ονομάστηκε έτσι από τον Ιταλό βιβλιοθηκάριο L. A. Muratori. Βρέθηκε από τον Ιταλό ιστοριογράφο καρδινάλιο L. A, Muratori (1672-1750) στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου σε ένα χειρόγραφο του 2ου αιώνα και δημοσιεύθηκε το 1740 στο έργο του Antiquitates Italicae medii aevi. Γι’ αυτό και ονομάζεται Κανόνας του Μουρατόρι. Βρέθηκαν το 1897 κι άλλα 4 αποσπάσματα σε 4 χειρόγραφα του 11ου-12ου αιώνα από το Μοντεκασσίνο…
Για την ανάγνωση ολόκληρης της εργασίας πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Οι Διηγήσεις για την γέννηση Του Ιησού Χριστού στα Ευαγγέλια και η αποτύπωσή τους σε σύγχρονα ομιλητικά κείμενα
Σχολιάστε