Σχέσεις μοναχών και χριστιανών λαϊκών κατά την Οθωμανική περίοδο (15ος- αρχές 19ου αι.) | Σοφία Λαΐου – Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας
Στη μνήμη της αγαπημένης φίλης Εύης Ολυμπίτου
Η ανάλυση των σχέσεων των μοναχών και των ορθοδόξων λαϊκών κατά την οθωμανική περίοδο οφείλει να λάβει υπόψη δύο αυτονόητες για την εποχή αλήθειες: α) την κατίσχυση των θρησκευτικών συναισθημάτων στους ανθρώπους της πρώιμης νεώτερης περιόδου, τουλάχιστον στην συντριπτική πλειονότητά τους και β) τις συνθήκες που διαμόρφωσε η οθωμανική κατάκτηση, θέτοντας μοναχούς και λαϊκούς σε ένα νέο πολιτικό και αλλόθρησκο περιβάλλον στο οποίο καλούνταν να προσαρμοστούν. Πέρα ωστόσο από τις αλήθειες αυτές, η διερεύνηση των εν λόγω σχέσεων περιπλέκεται.

Το εξώφυλλο του τόμου: «Μοναστήρια, οικονομία και πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους».
Ο πλούτος των πληροφοριών που προέρχονται από τα μοναστηριακά αρχεία σε συνδυασμό με ευρύτερα ζητήματα, όπως τα διαφορετικά οικονομικά μεγέθη των μονών, οι αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση των χριστιανών οθωμανών υπηκόων και ο ρόλος του κράτους ως θεματοφύλακα της νομιμότητας, ζητήματα που με τη σειρά τους καθόριζαν την εν λόγω σχέση και την μετάλλασσαν στην πορεία του χρόνου, καταδεικνύουν και την πολυπλοκότητά της. Σπεύδω, ωστόσο, να υπογραμμίσω εξαρχής ότι οι σχέσεις αυτές τη συγκεκριμένη περίοδο είχαν πρόδηλη οικονομική διάσταση, ακόμα και σε πράξεις με κυρίαρχη τη θρησκευτική χροιά, όπως θα φανεί παρακάτω, γεγονός αναπόφευκτο εξαιτίας της ανάγκης επιβίωσης τόσο των χριστιανών οθωμανών υπηκόων όσο και των ίδιων των μονών (όχι πάντως στον ίδιο βαθμό).
Κρατώντας ως δεδομένα την πολυπλοκότητα των σχέσεων καθώς και την αναγκαιότητα αποφυγής των όποιων γενικεύσεων, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τις σχέσεις μοναχών και λαϊκών κατά το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής περιόδου (έως τις αρχές του 19ου αιώνα).
Στόχος μου είναι η διερεύνηση της κοινωνικής θέσης των μονών σε σύγκριση με τους χριστιανούς ραγιάδες και αφετέρου η κατάδειξη της ισχύς του «μονοπωλίου» των μοναχών ως διαμεσολαβητών μεταξύ Θεού/Αγίων και λαϊκών, που καθόριζε με τη σειρά του την ποιότητα των σχέσεων αυτών.
Το αρχειακό δείγμα πάνω στο οποίο κυρίως βασίστηκα είναι: το οθωμανικό αρχείο της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, το οθωμανικό αρχείο της μονής Λειμώνος Μυτιλήνης για τον 17ο αιώνα, τα οθωμανικά και ελληνικά αρχεία των μονών της Σάμου, δημοσιευμένα μοναστηριακά οθωμανικά έγγραφα από την Άνδρο, το δημοσιευμένο τμήμα του ελληνικού αρχείου της μονής Αγίου Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου και τα επίσης δημοσιευμένα ελληνικά αρχεία των μονών Σταυρονικήτα, Εσφιγμένου, Χιλανδαρίου και Καρακάλλου του Αγίου Όρους, που αναφέρονται στην οθωμανική περίοδο. Το δείγμα επομένως περιλαμβάνει ηπειρωτικά και νησιωτικά μοναστήρια με ποικίλο οικονομικό και πνευματικό εκτόπισμα. Ωστόσο, στον μικρόκοσμο των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δραστηριοποιούνταν όλα είχαν – κατά τη γνώμη μου – κυρίαρχη θέση, έστω και υπό διαρκή διαπραγμάτευση, ιδιαίτερα τον 18ο αιώνα, όταν ισχυροποιήθηκαν ομάδες λαϊκών και αναδείχθηκαν ισχυροί οικονομικοί παράγοντες μεταξύ αυτών.
Η σημαντικότερη σχέση μονών και λαϊκών είναι αυτή του ιδιοκτήτη και ενοικιαστή, του γαιοκτήμονα και του απλού χωρικού, του εργοδότη και εργαζομένου.
Είναι γνωστή και έχει μελετηθεί διεξοδικά η πολιτική των μοναστηριών για διατήρηση αρχικώς και επαύξηση στη συνέχεια της ακίνητης περιουσίας τους, παράλληλα με τη συνεχή και συχνά επιτυχή διαπραγμάτευση με την οθωμανική εξουσία για την αναγνώριση των παλαιότερων από τη βυζαντινή περίοδο φοροαπαλλαγών και προνομίων ή την παραχώρηση νέων, όπως ήταν η κατ’ αποκοπή πληρωμή των φόρων (maktu) ή η κατ’ αποκοπή πληρωμή της δεκάτης (bedel-i ο§τ).[1]
Η συγκρότηση μιας μεγάλης – στην κυριολεξία ή για τα δεδομένα της τοπικής κοινωνίας – περιουσίας, η οποία έπρεπε κατά το δυνατόν να είναι ενιαία, γινόταν με αγορές του ιδιοκτησιακού δικαιώματος ή του δικαιώματος εξουσίασης (ταπού) γαιών και κτισμάτων από χριστιανούς αλλά και μουσουλμάνους της περιοχής καθώς και με αφιερώσεις και δωρεές ακινήτων στη μονή. Ας σημειωθεί ότι, εάν δεν υφίστατο το ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των γαιών, οι μονές ήλεγχαν τις εκτάσεις τους στο πλαίσιο πολύπλοκων νομικών σχέσεων, δημιουργώντας έτσι μοναστηριακά βακούφια εντός ευρύτερου ισλαμικού βακουφίου, ή τσιφλίκια εδραιωμένα σε δημόσιες ή βακουφικές γαίες.
Η συνεχής επέκταση της μοναστηριακής ακίνητης περιουσίας οδηγούσε συνήθως στη συρρίκνωση του ζωτικού χώρου των απλών καλλιεργητών, οι οποίοι εγκλωβίζονταν στα στενά όρια των λιγοστών γαιών τους. Στο πλαίσιο αυτό, η διαφορά μοναστηριού και λαϊκού δεν έγκειτο απλώς στη δυνατότητα κατοχής περισσότερων του ενός «ςίβ» από την πλευρά της μονής αλλά και στην κατοχή ρευστού, που επέτρεπε στους μοναχούς να μπορούν να εμφανίζονται ως αγοραστές του ταπού των γαιών που κατείχαν οι αγρότες. Ας σημειωθεί ότι η κατοχή ρευστού ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την επέκταση της μοναστηριακής περιουσίας τον 16ο αιώνα, σε μια εποχή που η ύπαρξη χρηματικού αποθέματος για τους αγρότες σπάνιζε.[2]
Η εκμετάλλευση της εκτεταμένης ακίνητης περιουσίας απαιτούσε την απασχόληση εργατικού δυναμικού, που προερχόταν, όπως είναι φυσικό, από τους λαϊκούς των γειτονικών περιοχών. Στο θέμα αυτό ορισμένα μοναστήρια συνέχισαν στο βαθμό που μπορούσαν και εντός ενός νέου νομικού πλαισίου το θεσμό των βυζαντινών παροίκων, των εξαρτημένων δηλαδή αγροτών. Έτσι, στο απογραφικό κατάστιχο του 1569/70 κάτω από την εγγραφή του χωριού Κόπραινα (σημ. Αύρα) της δυτικής Θεσσαλίας και την καταχώρηση των τσιφλικιών των μονών των Μετεώρων στα όρια του οικισμού, η μονή του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων κατέχει δύο τσιφλίκια (συνολικής έκτασης πέντε «ςέή»), στα οποία ήταν εγκατεστημένοι συνολικά τριάντα ένας φορολογούμενοι ραγιάδες που καλλιεργούσαν τις γαίες και των οποίων οι καταγραφόμενες φορολογικές υποχρεώσεις στο κράτος συνυπολογίζονταν με αυτές της μονής.[3]
Ακόμα όμως κι αν ξεφύγει κανείς από την εξαρτημένη εργασία, οι μοναστηριακές γαίες απασχολούσαν εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των απομακρυσμένων μετοχίων, με ποικιλία εργασιακών σχέσεων, οι οποίες καθορίζονταν από το τοπικό εθιμικό δίκαιο και περιγράφονταν σε ιδιωτικά συμφωνητικά. Γι’ αυτό και ενώ είναι κατανοητό το ευρύτερο πλαίσιο απασχόλησης και οι σχέσεις εξουσίας που ενέχονται σ’ αυτό, το ακριβές περιεχόμενο των όρων ως προς το καθεστώς και τις συνθήκες εργασίας παραμένει άγνωστο εάν δεν εντοπιστούν τα σχετικά έγγραφα, λαμβάνοντας υπόψη και τις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Έτσι, συναντά κανείς στα ελληνικά έγγραφα του 18ου αιώνα όρους όπως «κολλήγοι», «τσιφτσήδες», «ορτακτσήδες» και «περακεντέδες», όροι που παραπέμπουν σε ενοικιαστές μοναστηριακών ζευγαρίων, μισακάρηδες αγρότες, ανειδίκευτους εργάτες που πληρώνονται με ημερομίσθιο, ή συνδυασμό των παραπάνω.[4] Όπως και να έχει και ανεξάρτητα του πραγματικού βαθμού εξάρτησης των χωρικών από τη μονή, ο οποίος καθοριζόταν από την κατοχή ή όχι γαιών εκτός των μοναστηριακών εκτάσεων και από το βαθμό συμμετοχής της μονής στην εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του αγρότη,[5] το μοναστήρι αποτελούσε για τον τελευταίο τον άμεσο γαιοκτήμονα, ακόμα και εάν υπήρχε υπεράνω της μονής άλλος δικαιούχος των προσόδων, είτε αυτός ήταν κάποιος τιμαριώτης ή άλλος κρατικός αξιωματούχος είτε κάποιο βακούφι.
Ας σημειωθεί ότι η συγκρότηση των μοναστηριακών τσιφλικιών-μετοχίων συχνά γινόταν εις βάρος του απλού καλλιεργητή, ο οποίος ωθούμενος από την καταχρέωσή του απέναντι στο κράτος ή σε ιδιώτες ή ακόμα υφιστάμενος πιέσεις από την πλευρά των μοναχών που θα ήθελαν να ενοποιήσουν τις κατακερματισμένες εκτάσεις τους, πωλούσε το δικαίωμα ταπού που είχε στη μονή – ή μερικές φορές παραχωρούσε τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα.[6]
Το ίδιο αποτέλεσμα είχε για τον ραγιά και η συνεχής υπενοικίαση των φόρων μιας περιοχής από ένα μοναστήρι, που με τον τρόπο αυτό εδραίωνε στο χώρο γαιοκτητικά συμφέροντα. Η σύνθλιψη του ραγιά καλλιεργητή μεταξύ μονής και κράτους, του άμεσου και έμμεσου φορέα εξουσίας αντίστοιχα, θυμίζει την υπαγωγή σε μουσουλμανικά τσιφλίκια, με τη διαφορά ότι η θέση της μονής στον ιδεολογικό κόσμο του χριστιανού καλλιεργητή λείαινε τις διαφορές και απάλυνε τις εντυπώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η ενέργεια το 1757/8 της μονής της Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας να εξοφλήσει το χρέος των 3.000 γροσίων που βάρυνε το χωριό Αίγανη, εξαιτίας του οποίου πουλήθηκε σε «χαίρεια εξοτερηκά», χαρακτηρίσθηκε από τον επίσκοπο Ελασσόνας ως «τοσαύτη καλοσύνη και καλοκαγαθία». Ας σημειωθεί ότι η μονή σε αντάλλαγμα μετέτρεψε την Αίγανη σε μοναστηριακό τσιφλίκι, κατέχοντας το σύνολο της ακίνητης περιουσίας που βρισκόταν στα όρια του οικισμού, με εξαίρεση τα αμπέλια τα οποία οι χωρικοί συνέχιζαν να «εξουσιάζουν», και μετατρέποντας τους κατοίκους σε μισακάρηδες των γαιών που παλαιότερα κατείχαν.[7]
Η επέκταση της μοναστηριακής περιουσίας σε συνδυασμό με τον προνομιακό τρόπο αντιμετώπισης αρκετών μονών από την οθωμανική κεντρική εξουσία προκαλούσε συχνά τριβές με τον άμεσο κοινωνικό περίγυρο. Τα οθωμανικά ή ελληνικά μοναστηριακά αρχεία βρίθουν εγγράφων στα οποία διαφαίνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια, εκφραζόμενη με καταπατήσεις μοναστηριακών εκτάσεων,[8] συχνά βοσκοτοπίων, αμφισβήτηση της κατοχής της μοναστηριακής περιουσίας[9] και καταπατήσεις βακουφικών περιουσιών.[10]
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι συλλογικές διαμαρτυρίες χωρικών εναντίον μονών, γιατί οι τελευταίες δεν κατέβαλλαν τους φόρους που ισχυρίζονταν οι κάτοικοι ότι τους αναλογούσαν για τις εκτάσεις που εξουσίαζαν εντός των ορίων των οικισμών. Στην περίπτωση της μονής της Αγίας Άνδρου, τα επιχειρήματα των μοναχών εδράζονταν στο δικαίωμα της κατ’ αποκοπή καταβολής των φόρων ή στην απαλλαγή από την πληρωμή ορισμένων φόρων όπως ο κεφαλικός.[11]
Σε γενικές γραμμές, η επιχειρηματολογία των μοναχών βασιζόταν στο διαφορετικό καθεστώς τους από αυτό του κοινού ραγιά, καθώς τμήμα των γαιών τους ήταν «βακουφικές» και έχαιραν φοροαπαλλαγών ή υπόκεινταν στην προνομιακή κατ’ αποκοπή φορολόγηση και επομένως δεν ήταν «ραγιάδικες», δεν επιβαρύνονταν δηλαδή με το σύνολο των φόρων που θα πλήρωνε ένας απλός καλλιεργητής ούτε υπόκειντο στον ανά φόρο υπολογισμό της συνολικής επιβάρυνσης. Από την πλευρά των χωρικών, η αδυναμία εξόφλησης στο κράτος του συνόλου του οφειλόμενου φόρου και η απαίτηση συμμετοχής των μοναχών στην πληρωμή είναι ενδεικτική της δεινής οικονομικής κατάστασής τους, που τους ωθούσε στη λύση της συλλογικής διαμαρτυρίας στο τοπικό ιεροδικείο εις βάρος των μοναχών.
Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση των κατοίκων του χωριού Κόπραινα, ενός χωριού στο οποίο, όπως αναφέρθηκε, πολλές μονές των Μετεώρων κατείχαν τσιφλίκια, περιορίζοντας έτσι κατά πολύ τη δυνατότητα των κατοίκων να κατέχουν οι ίδιοι ικανή ποσότητα γης για να τους συντηρήσει. Το 1598 οι κάτοικοι δήλωσαν ότι κατέλαβαν ένα τσιφλίκι που κατείχε η μονή Βαρλαάμ και παράλληλα ζητούσαν τη βοήθεια της μονής για να πληρώσουν τα χαράτσια τους.[12] Στην πραγματικότητα θέλησαν να διαπραγματευτούν με τους μοναχούς όχι για να τους παραχωρηθεί το τσιφλίκι, αλλά για να εργαστούν σε αυτό και να συμβάλει με τον τρόπο αυτό η μονή στην πληρωμή των φόρων τους. Παράλληλα, το 1636 οι μοναχοί της ίδιας μονής προκάλεσαν την έκδοση ενός φιρμανιού, προκειμένου να προστατευθούν από τις διεκδικήσεις των κατοίκων πέντε χωριών, στα όρια των οποίων κατείχαν γαίες και οι οποίοι απαιτούσαν τη συμμετοχή της μονής στην καταβολή των φόρων. Τα επιχειρήματα των μοναχών εστιάζονταν στο ότι κανείς εξ αυτών δεν ήταν καταγεγραμμένος στο κατάστιχο ως ραγιάς και επίσης ότι στις γαίες που κατείχαν εντός των παραπάνω οικισμών δεν υπήρχε καταγεγραμμένη εστία «αβαρίζ».[13] Κατά τον ίδιο τρόπο οι κάτοικοι της Ιερισσού στην Χαλκιδική κατηγόρησαν το 1798 τους Χιλανδαρινούς ότι άρπαζαν και καταπατούσαν δικούς τους τόπους και τους στερούσαν πόρους επιβίωσης.[14]
Μία άλλη θεματική ενότητα που αναφέρεται στις σχέσεις μοναχών και λαϊκών είναι αυτή της διακίνησης του χρήματος, των δοσοληψιών με γνώμονα το κέρδος και την παροχή εντόκων δανείων. Η κατοχή ρευστού από την πλευρά των μονών, που προερχόταν από την επιχειρηματική εκμετάλλευση της μοναστηριακής αγροτικής παραγωγής και της λοιπής ακίνητης περιουσίας αλλά και τις αφιερώσεις χρηματικών ποσών, επέτρεπε στις μονές -ιδιαίτερα στον πρώιμο 16ο αιώνα – να δραστηριοποιούνται στον χώρο της οικονομίας δυναμικά και με τάσεις συνεχούς προσαύξησης των οικονομικών τους δεδομένων. Το ρευστό όμως δεν επενδυόταν πάντα στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας αλλά και σε παραχωρήσεις εντόκων δανείων προς τους λαϊκούς, ενώ ανάλογες πρακτικές ήταν ιδιαιτέρως συχνές και μεταξύ των ίδιων των μοναχών και γενικότερα των κληρικών μέσα στο πλαίσιο του ιδιόρρυθμου συστήματος.
Σε μια εποχή που δεν υπήρχε οργανωμένο πιστοληπτικό σύστημα, τα μοναστήρια, όπως και τα μουσουλμανικά βακούφια, παραχωρούσαν έντοκα δάνεια, βοηθώντας στην κίνηση της αγοράς και στην εξυπηρέτηση των χρηματικών αναγκών των ιδιωτών, συχνά με ευνοϊκότερους όρους απ’ ό,τι εάν οι ενδιαφερόμενοι προσέτρεχαν σε λαϊκούς ή οθωμανούς αξιωματούχους. Έτσι, η μονή Ταξιαρχών Σερίφου στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα δάνειζε τους κατοίκους του νησιού με τόκο 8-10%, ενώ ο τόκος ανέβαινε σε 15-20% για δάνεια εκτός νησιού. Αντίστοιχα, δανειζόταν με τόκο 8-10%.[15]
Ο κώδικας ληψοδοσιών της μονής Ολυμπιώτισσσας στην Ελασσόνα των ετών 1814-1843 είναι επίσης ενδεικτικός της επιχειρηματικής νοοτροπίας των μοναχών ως προς τις επενδύσεις των κεφαλαίων τους. Στον κώδικα αυτό η μονή εμφανίζεται περισσότερο να δανείζει μουσουλμάνους και χριστιανούς της περιοχής παρά να δανείζεται, και με τόκο από 8 έως 15%, ο οποίος καθοριζόταν με κριτήριο το θρήσκευμα του δανειολήπτη και το αν ήταν κληρικός ή λαϊκός. Αναφέρω μια χαρακτηριστική εγγραφή από τον κώδικα, σύμφωνα με την οποία η μονή δάνεισε εντόκως μουσουλμάνους της περιοχής, οι οποίοι δεν εξόφλησαν το χρέος, με αποτέλεσμα το υποθηκευμένο «ζευγάρι» (βλ. τσιφλίκι) να περιέλθει στην κατοχή τους: «1816 15 νοεμβρίου με τα πεδιά του φεζάγα χασάνην και μουσταφάν μέβαλαν: το ζευγάρι στακιόσκια με το μαντρη με τον μπαχτζέν με το χανη: ης αμανέτη με ταπή του ταηρμπέγι βόϊβοντα και με ομολογίαν τους: χρεοστηκή και ης διορίαν έναν ημησι χρόνον.,.και τους εδοσα γρ. 4900». Στο τέλος καταλήγει: «1817 ιουνήου 20: εξεμπερδευσάμε από τον άνοθεν λογαριασμόν: πίραμεν τα ζευγάρια ης τα κιόσκια.»[16]
Αυτή η αμφίρροπη σχέση των μοναχών με το χρήμα, δανειστές αλλά και δανειζόμενοι, συχνά αντανακλούσε την οικονομική συγκυρία, όπως τα δάνεια που έλαβε η μονή Βαρλαάμ κυρίως από βακούφια των Τρικάλων στα τέλη του 16ου και τον 17ο αιώνα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις έκτακτες φοροδοτικές υποχρεώσεις[17] ή τα δάνεια που έλαβαν στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα οι μονές του Αγίου Όρους από πλούσιους Οθωμανούς και ορθόδοξους λαϊκούς προκειμένου να ανταπεξέλθουν στα συσσωρευμένα χρέη των μοναστηριών τους. Στη δεύτερη, μάλιστα, περίπτωση αναδεικνύεται ο ρόλος των «τζελέπηδων», των πλούσιων εμπόρων και των συζύγων τους, καθώς και άλλων λαϊκών που ενίοτε δάνειζαν τους Αγιορείτες με υπέρογκο τόκο, όπως στην περίπτωση των δύο «μπακάληδων» του μετοχίου της Εσφιγμένου στον Αχινό Σερρών, που δάνεισαν τους μοναχούς με τόκο 15% για 5 μήνες.[18] Η συχνή χρήση των συναλλαγματικών και η εμπλοκή κεφαλαιούχων της εποχής, όπως οι τζελέπηδες,[19] μαρτυρά τον προχωρημένο εκχρηματισμό της οικονομίας και την ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία στην πράξη έθεταν υπό αμφισβήτηση την κυρίαρχη οικονομική θέση των μονών σε σχέση με τους χριστιανούς Οθωμανούς υπηκόους.
Πέρα όμως από την εκάστοτε οικονομική συγκυρία και την παροχή δανείων σε ανθρώπους που αδυνατούσαν να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, όταν υπήρχε η δυνατότητα, οι μονές ως σύνολο ή οι μοναχοί προσωπικά επένδυαν τα κεφάλαιά τους στην παροχή εντόκων δανείων σε επιχειρηματίες που αναζητούσαν κεφάλαια, στοχεύοντας στην απόκτηση κέρδους. Ενδεικτικά, στο δεύτερο μισό του 18ου αι. η μονή Ταξιαρχών επενδύει μεταξύ άλλων και σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις,[20] ενώ αντίστοιχες επενδύσεις έκαναν και οι μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες συνεταιρίζονταν με ιδιώτες για την κατασκευή πλοίων που θα μετέφεραν προς πώληση την πλεονάζουσα συγκομιδή.[21] Τέτοιου είδους συνεταιρισμοί με ιδιώτες, είτε για την εμπορευματοποίηση της μοναστηριακής αγροτικής παραγωγής είτε με τη μορφή επενδύσεων σε εμπορικά κεφάλαια αναδεικνύονται κυρίως μέσα από τα ελληνικά έγγραφα των μοναστηριακών αρχείων του 18ου αι. και υπογραμμίζουν την ενίοτε έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα των μονών μέσα σ’ ένα πλαίσιο στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης και όχι απλά επιβίωσης.
Λειτουργώντας με επιχειρηματικά κριτήρια οι μονές συχνά διαχειρίζονταν σημαντικά χρηματικά ποσά, προερχόμενα από ενοίκια γαιών, την εμπορευματοποίηση της σοδειάς, δωρεές ή και από δάνεια, τα οποία επαναπροωθούσαν στις τοπικές οικονομίες με τη μορφή δανείων, επενδύσεων – ακόμα και με τη μορφή ανάληψης ενός μουκατά –[22] μπαίνοντας έτσι σε έναν κύκλο χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στον οποίο η βασική επιδίωξη ήταν το κέρδος.
Στο σημείο αυτό η περίπτωση της μονής Ταξιαρχών είναι διαφωτιστική. Σύμφωνα με την έρευνα της Ευτυχίας Λιάτα, το μοναστήρι δέσποζε οικονομικά και κοινωνικά στο νησί, διοχέτευε ρευστό στην τοπική κοινωνία, δανειζόμενο εντόκως από ιδιώτες άλλων νησιών των Κυκλάδων αλλά και δανείζοντας – επενδύοντας χρηματικά αποθέματα εκτός Σερίφου, και με τον τρόπο αυτό διασφάλιζε στο νησί μια κοινωνική ισορροπία. Παράλληλα, το μοναστήρι επέβαλε στην τοπική κοινωνία τα δικά του οικονομικά συμφέροντα με ποικίλους τρόπους.[23]
Η ιδιαίτερη σχέση των μοναχών με το ρευστό διαφαίνεται και στην τραπεζιτική λειτουργία του μοναστηριού, όχι πια ως φορέα παροχής δανείων αλλά ως φορέα που παρείχε τη δυνατότητα φύλαξης και έντοκης κατάθεσης περιουσιακών στοιχείων και χρηματικών ποσών. Αναφέρομαι στο θεσμό του «emanet»[24] με την έννοια της παρακαταθήκης (βλ. και «ντεπόζιτο») και όχι του ενέχυρου ή της υποθήκης, που πολύ συχνά εμφανίζεται στα μοναστηριακά αρχεία, το γνωστό «αμανέτι». Καταρχήν οι μονές γίνονταν αποδέκτες περιουσιακών στοιχείων χριστιανών και μουσουλμάνων, τα οποία αναλάμβαναν να τα διαφυλάξουν «ber vech-i emanet» για ορισμένο χρονικό διάστημα, και αυτό στο πλαίσιο ιδιωτικών συμφωνιών.
Στα οθωμανικά αρχεία σώζονται οι ιεροδικαστικές αποφάσεις των αντιδικιών που προέκυψαν μεταξύ μουσουλμάνων και μη και από την άλλη μοναχών για την τύχη των περιουσιακών στοιχείων, αποφάσεις που συνήθως αθώωναν τους μοναχούς από την κατηγορία ότι δεν επέστρεψαν το σύνολο ή τίποτε από τα περιουσιακά στοιχεία ή κατέγραφαν τον συμβιβασμό των διαδίκων. Τα αίτια κατάθεσης σεντουκιών με πολύτιμα και άλλα αντικείμενα ή και ρευστό θα μπορούσε να ήταν η μακροχρόνια απουσία του καταθέτη, συνθήκες πολέμου ή επιθέσεων από πειρατές ή ληστές καθώς και η ανάγκη διαφύλαξης των περιουσιακών στοιχείων που κληρονομούσαν ανήλικα τέκνα έως την ενηλικίωσή τους.[25]
Λαμβάνοντας υπόψη την οχυρή θέση πολλών μοναστηριών ή την ύπαρξη ισχυρού περίβολου σε συνδυασμό με τον σεβασμό που μπορεί να ενέπνεε η μονή ως θρησκευτικό ευαγές ίδρυμα στο σύνολο της τοπικής κοινωνίας, αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους που μουσουλμάνοι και μη επέλεγαν τα μοναστήρια για την ασφαλή κατάθεση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Συχνά, ωστόσο, οι μονές αναλάμβαναν την έντοκη φύλαξη χρηματικών ποσών και πάλι βάσει ιδιωτικών συμφωνιών· για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι πληροφορίες για αυτή τη δεύτερη λειτουργία της παρακαταθήκης – γνωστή στους νομικούς ως ανώμαλη παρακαταθήκη –[26] είναι αποσπασματικές και συνήθως προκύπτουν εμμέσως από τις αρχειακές πηγές.[27] Πρόκειται για πρακτική που απαντά ήδη στον 15ο αιώνα: αναφέρομαι στη γνωστή από τη βιβλιογραφία περίπτωση της κατάθεσης στη μονή Κασταμονίτου ενός μεγάλου για την εποχή χρηματικού ποσού και την αντιδικία που ανέκυψε στη συνέχεια σχετικά με την επιπλέον πληρωμή του ποσού των 1.000 φλορινιών, πιθανότατα του τόκου.[28] Αναφέρω επίσης την επιστολή ενός λαϊκού το 1798, που απευθύνεται στον επίτροπο της μονής Χιλανδαρίου και στην οποία εκφράζει την επιθυμία να καταθέσει εντόκως στο μοναστήρι το ποσό των 1.000 γροσίων.[29]
Κατά τα άλλα, και η κατάθεση στη μονή των χρηματικών κληρονομιών ανήλικων ορφανών προέβλεπε την πληρωμή τόκου από την πλευρά των μοναχών. Αυτό, άλλωστε, αναφέρεται ρητά στον κώδικα ληψοδοσιών της μονής Ολυμπιώτισσας και πιστεύω ότι δεν είναι αβάσιμη ανάλογη υπόθεση και για άλλα μοναστήρια.[30] Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις ήταν μια μορφή έντοκου δανεισμού εκ μέρους της μονής, η οποία είχε τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του κατατιθέμενου χρηματικού ποσού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είτε για την κάλυψη δικών της χρηματικών αναγκών είτε προχωρώντας στην επένδυσή του σε κάποια κερδοφόρα οικονομική δραστηριότητα. Αναφέρω χαρακτηριστική εγγραφή από τον παραπάνω κώδικα: «1817 6:δεκ: αποβιένα από κυρδιμήτρι χ:χαμζά μόστιλεν 300 ασλάνια δια να τα δόσο της εξαδέλφι του: βασιλικής χ:γιαννακού γινή:τα οπία με ηκονομήαν τα κρατήσαμε ης κερόν χρίας της ουτε αυτή τα ηξεύρι, μόνον να δόσομεν το χρονηκόν διάφορον.»[31]
Ακόμα όμως κι αν δεν αναφέρεται η λήψη τόκου ή άλλων οικονομικών ανταλλαγμάτων στις συμβάσεις «emanet», είτε αυτές αφορούσαν την κατάθεση χρηματικού ποσού ή και τη φύλαξη περιουσιακών στοιχείων, αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο οι μοναχοί να μην επιδίωκαν να εξαργυρώσουν σε χρήμα ή ενδεχομένως και σε σχέσεις προστασίας, στην περίπτωση που εμπλέκονταν οθωμανοί του άμεσου κοινωνικού περίγυρου, την παροχή υπηρεσίας φύλαξης των πολύτιμων για τον καταθέτη περιουσιακών στοιχείων.
Κατά παρόμοιο τρόπο, σε άλλο όμως θεσμικό πλαίσιο, λειτουργούσε και η αφιέρωση χρηματικών ποσών στο μοναστήρι με όρους που έθετε ο αφιερωτής, θεσμός που θυμίζει ως ένα βαθμό τα μουσουλμανικά χρηματικά βακούφια.[32] Έτσι, το 1766 ο επίσκοπος Τυρνόβου αφιέρωσε στην κοινότητα του Αγίου Όρους και στη μονή Χιλανδαρίου δέκα και τέσσερα πουγγιά αντίστοιχα, με τον όρο ότι το κεφάλαιο θα παρέμενε αμείωτο και ότι η μητέρα του θα συντηρούνταν από τους τόκους του κεφαλαίου. Μετά το θάνατο της τελευταίας το κεφάλαιο θα παρέμενε στην κοινότητα και στη μονή Χιλανδαρίου. Εξυπακούεται ότι και σ’ αυτή την περίπτωση οι αποδέκτες της αφιέρωσης θα μπορούσαν να κάνουν χρήση του κεφαλαίου κατά το δοκούν, αρκεί να πληρούνταν οι παραπάνω όροι.[33] Παράλληλα, οι αφιερώσεις ακίνητης περιουσίας ή ρευστού με όρους όπως η παροχή ζωοτροφίας στον αφιερωτή ή σε συγγενείς του, η δυνατότητα ισόβιας εκμετάλλευσης του αφιερωθέντος ακινήτου πάλι από τον αφιερωτή ή η εξόφληση χρέους του αφιερωτή από τη μονή,[34] καθώς και οι ιδιαίτερα συχνές (και προσοδοφόρες για τις μονές) καταγραφές στην «πρόθεση» και «παρρησία» μιας μονής των ονομάτων χριστιανών για την «ψυχική τους σωτηρία» έναντι -χρηματικού συνήθως – ανταλλάγματος[35] αναδεικνύουν, όπως και οι προαναφερθείσες οικονομικές δοσοληψίες, την έντονα διαλεκτική σχέση μεταξύ θρησκευτικής πίστης και ανάγκης εξυπηρέτησης βιοτικών αναγκών ή οικονομικών συμφερόντων από την οποία μοναχοί και λαϊκοί αποκόμιζαν κέρδη σε πνευματικό και οικονομικό επίπεδο.[36]
Με οικονομική δραστηριότητα που αποσκοπούσε στην αποκόμιση κέρδους και η οποία, βοηθούντων των εξω-οικονομικών συνθηκών (π.χ. απουσία συνεχών ενοχλήσεων από τους τοπικούς Οθωμανούς αξιωματούχους, κρατική συνδρομή, απουσία γειτνιάζοντος ανταγωνιστικού μοναστηριού, σωστή διαχείριση των οικονομικών από τους ίδιους τους μοναχούς), θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έντονα επιχειρηματική, οι μονές σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας διαφοροποιούνταν από το χριστεπώνυμο πλήρωμα.
Προσπαθώντας να αποφύγω την παγίδα των γενικεύσεων, θα έλεγα ότι στο κυρίαρχο οικονομικό επίπεδο οι σχέσεις μοναχών και λαϊκών κυμαίνονταν μεταξύ της εξυπηρέτησης αμοιβαίων οικονομικών συμφερόντων, ιδιαίτερα όταν τα μοναστήρια κατέληξαν να διαπραγματεύονται με νέες και οικονομικά ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις, έως την μετατροπή των σχέσεων αυτών από την πλευρά των μονών σε εξουσιαστικές, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούσαν θέματα ιδιοκτησιακά. Εάν όμως εξαιρέσει κανείς τις περιπτώσεις των λαϊκών που είχαν την οικονομική και κοινωνική ισχύ να συνδιαλέγονται με τα μοναστήρια επί ίσοις όροις (βλ. δανειστές), το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι ποια η θέση της μονής στην τοπική κοινωνική ιεραρχία από τη σκοπιά του απλού και θρησκευόμενου λαϊκού.
Στην προσπάθεια να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην πλειονότητά τους και σε βάθος χρόνου οι λαϊκοί υπήρξαν οι κατεξοχήν συνομιλητές των μονών, με τους οποίους συναλλάσσονταν σε οικονομικό επίπεδο και μάλιστα με όρους συνήθως προς το συμφέρον των μοναχών, όπως φάνηκε παραπάνω, και αυτοί στους οποίους οι μοναχοί απευθύνονταν για να εκφράσουν την αποκλειστική σχέση τους με το θείο και να εδραιώσουν έτσι στη συλλογική συνείδηση την κυρίαρχη θέση τους και σε πνευματικό επίπεδο. Η σωστή διαχείριση αυτού του συμβολικού κεφαλαίου διευκόλυνε την οικονομική τους στρατηγική και, αντιστρόφως, η οικονομική ανάπτυξη μιας μονής καθιστούσε ευκολότερη την εδραίωσή της ως πνευματικού κέντρου αναφοράς των ορθοδόξων.
Τριβές στις σχέσεις των απλών λαϊκών και των μονών σαφώς υπήρξαν, και παραδείγματα αναφέρθηκαν προηγουμένως. Σε περιόδους, ωστόσο, κρίσιμες, όπως π.χ. ήταν οι επιδημίες πανώλης που ερμηνεύονταν και ως θεία δίκη, οι λαϊκοί αναζητούσαν τη θεία βοήθεια μέσω των μοναχών, αφιερώνοντας περιουσία στη μονή ή ακόμα και ολόκληρα χωριά και ζητώντας από τα μοναστήρια την αποστολή ιερών λειψάνων.[37]
Χαρακτηριστικές είναι οι ομολογίες που συντάσσουν χωριά της Άρτας προς τη μονή Δουσίκου στα τέλη του 18ου αιώνα, με τις οποίες υπόσχονταν την ετήσια καταβολή ποσότητας σιταριού «εις τον Μέγα και Θαυματουργό Βησσαρίωνα» είτε ως αντάλλαγμα της βοήθειας του αγίου είτε σε αναμονή της βοήθειάς του, ενώ παράλληλα δήλωναν ότι θα ζητούσαν από τη μονή την σε τακτική βάση αποστολή των λειψάνων του στο χωριό.[38] Άλλοτε πάλι οι λαϊκοί έστελναν χρήματα προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες παρακλήσεις, ζητώντας παράλληλα συγχώρεση για τα προβλήματα που προκάλεσαν στους μοναχούς, όπως έκαναν το 1799 οι κάτοικοι του Νοβόσελο της Ιερισσού στους Χιλανδαρινούς.[39]
Ιδιαίτερα το ζήτημα των λειψάνων και ο τρόπος με τον οποίο οι μοναχοί προσπορίζονταν οικονομικά οφέλη με την περιφορά τους στις επαρχίες αλλά και το πώς οι λαϊκοί εναπόθεταν τις ελπίδες τους για την επίλυση των προσωπικών ή συλλογικών προβλημάτων στη μεσολάβηση του αγίου μέσω της παρέμβασης των μοναχών, καταδεικνύουν τη σημασία του διαμεσολαβητικού ρόλου των τελευταίων πάνω στον οποίο δομήθηκε, σε τελευταία ανάλυση, ο πυρήνας της σχέσης των μοναχών με τους λαϊκούς χριστιανούς.[40] Το ρόλο αυτό άλλωστε γνώριζαν πολύ καλά τόσο ο αφιερωτής Παναγιώτης Πετράκης όσο και οι μοναχοί της μονής Ντίμιοβας στην Μεσσηνία, όταν ο πρώτος αφιέρωνε το 1756 το χωράφι «όσο και αν είναι δια την υγείαν του παιδίου μου να το βοηθά η Χάρη της και να είναι Κυρία νοικοκυρά να το κάνη ως θέλει και βούλεται με τους ευρισκομένους Πατέρες»,[41] αλλά και οι κάτοικοι του χωριού Μίγερι της Άρτας, όταν δήλωναν «…και εσυμφωνήσαμεν όλη η χώρα ομού να τον δίδωμεν τον κάθε χρόνον από ένα λουτζέκι σιτάρι εις τον Άγιον [Βησσαρίωνα] έως οπού να χαλάση ο κόσμος όλος, και ημείς έχομεν χρέος να τον προσκαλούμεν, και να στέλλωμεν ένα άνθρωπο χωριανόν να μας τον στέλνουν ο Ηγούμενος και ο Σκευοφύλαξ, ετούτον τον καιρόν οπού μας ηκολούθησεν η αστένια, και αν δεν λάχει ο Άγιος εις το Μοναστήριον, να καθήση ο άνθρωπος έως ου να έλθη».[42]
Πέρα, επομένως, από τις διακυμάνσεις των σχέσεων μοναχών και λαϊκών αναλόγως με τη συγκυρία και το πνευματικό και οικονομικό βάρος των μονών και το οικονομικό εκτόπισμα των λαϊκών, είναι αυτός ο διαμεσολαβητικός ρόλος των μοναχών που σε τελευταία ανάλυση απλοποιούσε τη μεταξύ τους σχέση, γέρνοντας την πλάστιγγα προς την πλευρά των μοναχών.
Υποσημειώσεις
[1] Βλ. ενδεικτικά Ι. Χ. Αλεξανδρόπουλος, «Τα μοναστήρια των Μετεώρων στους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας», Τρικαλινά 4 (1984), σ. 84· E. Zachariadou, «Some Remarks about Dedications to Monasteries in the Late 14th Century», Ο Άθως στους 14″-16″ αιώνες, Αθήνα 1997, σ. 27-31· E. Kolovos, «Negotiating for State Protection: Qiftlik-Holding by the Athonite Monasteries (Xeropotamou Monastery, Fifteenth- Sixteenth C.)», Frontiers of Ottoman Studies: State, Province, and the West, επιμ. C. Imber, K. Kiyotaki και R. Murphey, Λονδίνο 2005, σ. 197-209· Φ. Π. Κοτζαγεώργης, Η αθωνική μονή Αγίου Παύλου κατά την οθωμανική περίοδο, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 43-48, όπου αναφέρεται ότι το πλήρες προνομιακό φορολογικό καθεστώς των αγιο- ρείτικων μονών διήρκεσε έως τα τέλη του 16ου αι. Στη συνέχεια αυξήθηκαν οι φορολογικές υποχρεώσεις των μοναχών κυρίως μέσω της πληρωμής των έκτακτων φόρων και του κεφαλικού, χωρίς ωστόσο να αναστέλλονται διατάξεις του προνομιακού καθεστώτος όπως η κατ’ αποκοπή πληρωμή των βασικών φόρων. Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της οικονομικής δραστηριότητας των μοναστηριών στην μεσαιωνική Ευρώπη χρησιμοποιώντας μοντέρνες οικονομικές θεωρίες βλ. R. Ekelund et al. (επιμ.), Sacred Trust: The Medieval Church as an Economic Firm, Οξφόρδη 1996, σ. 42-59.
[2] Για παράδειγμα, τη δεκαετία 1550-1560 και μόνο με βάση τα οθωμανικά έγγραφα του αρχείου της, η μονή Βαρλαάμ Μετεώρων δαπάνησε για αγορές ακίνητης περιουσίας 12.217 άσπρα. Βλ. Σοφία Λαίου, Τα οθωμανικά έγγραφα της μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, 16ος-19ος αι., Αθήνα 2011.
[3] Κωνσταντινούπολη, Οθωμανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας (Ba$bakanlik Osmanli Arfivi), ΤΤ 695, σ. 52. Για ραγιάδες που ανήκαν στη μονή Προδρόμου Σερρών στις αρχές του 15ου αιώνα βλ. E. Zachariadou, «Early Ottoman Documents of the Prodro- mos Monastery (Serres)», Sudost Forschungen 28 (1969), σ. 3-7.
[4] Για παράδειγμα, στα τέλη του 18ου αιώνα η μονή Εσφιγμένου απασχολούσε στα τσιφλίκια της στην περιοχή των Σερρών «τζεφιτζήδες» και «ορτακτζήδες», ενώ, σύμφωνα με τον εκδότη του αρχείου, οι τελευταίοι λάμβαναν μισθό από τον επιστάτη του μετοχίου της Εσφιγμένου, βλ. Αρχείο της Ι. Μ. Εσφιγμένου, έκδ. Ζ. Μελισσά- κης, Αθωνικά Σύμμεικτα 11, Αθήνα 2008, σ. 106-108. Για κολλήγους που εργάζονταν σε μετόχι της Χιλανδαρίου το 1774 και των οποίων τον κεφαλικό φόρο πλήρωνε η μονή βλ. Αρχείο της Ι. Μ. Χιλανδαρίου, έκδ. Β. Αναστασιάδης, Αθωνικά Σύμμεικτα 9, Αθήνα 2002, σ. 131. Για καλλιεργητές μοναστηριακών εκτάσεων το 1772 έναντι ετήσιου «αντίσπορου» (ετήσιας ποσότητας τροφίμων) βλ. Αρχείο της Ι. Μ. Σταυρονικήτα, έκδ. Α. Γιαννακόπουλος, Αθήνα 2001, σ. 107. Βλ. επίσης την περιγραφή του Δ. Τσοποτού για το «αντίσπορο», Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Αθήνα 1974, σ. 147-148. Για «ζευγίτες» (τσιφτσήδες) και «περακεντέδες» γίνεται λόγος στον κώδικα 226 της μονής Βαρλαάμ, βλ. Β. Σπανός, «Οι οικισμοί της Καλαμπάκας στο κατάστιχο 226 της μονής Βαρλαάμ (1756)», Α Ιστορικό Συνέδριο Καλαμπάκας: Η Καλαμπάκα μέσα από την ιστορία της, επιμ. Γ. Σταγέας, Καλαμπάκα 2001, σ. 230-235.
[5] Π.χ. το 1774 η μονή Χιλανδαρίου κατέβαλε 100 γρόσια για τα «χαρτιά» των κολλήγων ενός (αδιευκρίνιστου) μετοχίου. Με τον όρο «χαρτιά» εννοείται ο κεφαλικός φόρος. Αρχείο της Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 131.
[6] Στο αρχείο της μονής Αγίας στην Άνδρο σώζεται έγγραφο του 1588 στο οποίο ιδιώτης αναφέρει ότι παλαιότερα είχε αντιδικήσει με τους μοναχούς για ένα χωράφι. Στη συνέχεια όμως συμβιβάσθηκε μαζί τους και τους «έδωσά τους δικαίωμα πλει-ότερο να μνημονεύου τον πατέρα μου», βλ. Δ. Πολέμης, Ανέκδοτα ανδριακά έγγραφα του δεκάτου έκτου αιώνος, Άνδρος 1999, σ. 48-49. Βλ. επίσης Α. Ι. Μ. Καρακάλλου. Κατάλογος του αρχείου, έκδ. Κ. Χρυσοχοίδης-Π. Γουναρίδης, Αθωνικά Σύμμεικτα 1, Αθήνα 1985, σ. 31-32, 43 για πωλήσεις ακίνητης περιουσίας στη μονή λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων.
[7] Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, Αθήνα 1967, σ. 108-109, 532-533.
[8] Οθωμανικό Αρχείο μονής Λειμώνος (στο εξής: ΟΑΛ), μικροταινία αρ. 5, φάκ. ΛΔ, 33, μικροταινία αρ. 6, φάκ. ΛΔ, 99. Σ. Λαίου, Μονή Βαρλαάμ…, ό.π., αρ. 88. Βλ. επίσης Αρχείο της Ι. Μ. Καρακάλλου, ό.π., σ. 32 και Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία της Άνδρου στο οθωμανικό πλαίσιο, Άνδρος 2006, σ. 231, 334-336, 431-432 .
[9] ΟΑΛ, μικροταινία αρ.5, φάκ. ΛΓ, αρ. 289.
[10] Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., σ. 217-218, 227-228, 235, 241· ΟΑΛ, μικροταινία αρ. 3, φάκ. ΛΒ’, αρ. 87, 82, 91· Σ. Λαίου, Η Σάμος κατά την οθωμανική περίοδο, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 166-167· της ιδίας, Η μονή Βαρλαάμ…, ό.π., έγγρ. 96.
[11] Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., σ. 192, 264-265, 308.
[12] Σ. Λαΐου, Μονή Βαρλαάμ…, ό.π., αρ. 115.
[13] Ό.π., αρ. 175.
[14] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 280.
[15] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος κατά την Τουρκοκρατία, Αθήνα 1987, σ. 78-83.
[16] Β. Σπανός, «Το κατάστιχο 219 της Ολυμπιώτισσας. Γλωσσική και ιστορική επεξεργασία, 1.4.1814-10.8.1843», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 30 (1996), σ. 161. Αντίστοιχα βλ. Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., σ. 257-258, όπου σε χοτζέτι πώλησης κρύβεται η κατάσχεση εκ μέρους των μοναχών ενός πιθανότατα υποθηκευμένου χωραφιού λόγω της αδυναμίας του «πωλητή» να εξοφλήσει το χρέος του προς «το βακούφι του μοναστηριού» ύψους 6.000 άσπρων.
[17] Σ. Λαίου, Μονή Βαρλαάμ…, ό.π. Βλ. και ΟΑΛ, μικροταινία αρ. 5, φάκ. ΛΓ, 277, 288. Δάνεια για τους ίδιους λόγους έλαβε και η μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος, Φ. Κοτζαγεώργης, Η μονή Αγίου Παύλου…, ό.π., σ. 208-209.
[18] Αρχείο της Ι. Μ. Εσφιγμένου, ό.π., σ. 67. Βλ. επίσης Φ. Κοτζαγεώργης, Η μονή Αγίου Παύλου…, ό.π., σ. 52-54.
[19] Βλ. Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 183-184, 265, 268, 270, 290. Ενδιαφέρον θα είχε η διερεύνηση της σημασίας του τίτλου «τζελέμπης». Από τις εκδιδόμενες επιτομές των μεταβυζαντινών εγγράφων των αρχείων των μονών του Αγίου Όρους φαίνεται ότι πρόκειται για άτομα με μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, που κινούνταν μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και των βόρειων Βαλκανίων, και μερικοί λειτουργούσαν και ως επίτροποι των μονών. Μπορεί να διατυπωθεί ως υπόθεση ότι η αρχική προέλευση των κεφαλαίων τους – τόσο των ίδιων όσο και σε βάθος χρόνου – σχετιζόταν με τη λειτουργία του «celep», δηλαδή των προμηθευτών με κρέας των μεγάλων αστικών κέντρων, ανθρώπων που ήδη από τον 16ο αιώνα εμφανίζονται να προέρχονται από τα εύπορα κοινωνικά στρώματα των πόλεων της βόρειας Βαλκανικής και Θράκης. Βλ. σχετικά B. Cvetkova, «Les Celeps et leur role dans la vie economique des Balkans a l’ Europe Ottomane (XVe-XVIIIe s.)», Studies in the Economic History of the Middle East, επιμ. M. Cook, Οξφόρδη 1978, σ.172-191.
[20] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος…, ό.π., σ. 81-82.
[21] Βλ. χαρακτηριστικά Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 152-153. Βλ. επίσης E. Zacha- riadou, «Monks and Sailors under the Ottoman Sultans», Oriente Moderno 81 (2001), σ. 139-147.
[22] Στο πρώτο μισό του 17ου αι. η μονή Λειμώνος ανέλαβε τον μουκατά του μοναστηριού. Για το λόγο αυτό εμφανίζεται να έχει δανειστεί 80.000 άσπρα από ζιμμή του νησιού και άλλα 56.000 άσπρα ο συνεργαζόμενος με τους μοναχούς μουσουλμάνος αγιάνης της Λέσβου. Το 1651 οι μοναχοί συμβιβάστηκαν με την απόγονο του αποθανόντος ζιμμή και κατεγράφη σε χοτζέτι η εξόφληση του δανείου. ΟΑΛ, μικροται- νία αρ. 5, φάκ. ΛΓ’, 277.
[23] Ε. Λιάτα, Η Σέριφος…, ό.π., σ. 63-84.
[24] «Emanet-Amana»: κατάθεση περιουσίας από τον ιδιοκτήτη σε τρίτο πρόσωπο προκειμένου αυτή να διαφυλαχθεί. Η παρακαταθήκη βασίζεται στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδιοκτήτη της περιουσίας και αυτού που αναλαμβάνει να τη φυλάξει. Άρνηση εκ μέρους του τελευταίου να επιστρέψει την περιουσία, άρνηση ότι υπάρχει τέτοια παρακαταθήκη ή εκμετάλλευσή της τον καθιστούσαν νομικά υπόλογο. Βλ. J. Schacht, An Introduction to Islamic Law, Οξφόρδη 1964, σ. 157. Για την παρακαταθήκη βλ. επίσης Μιχαήλ Φωτεινόπουλου Νομικόν Πρόχειρον (Βουκουρέστιον 1765), έκδ. Π. Ζέπος, Αθήνα 1959, σ.118-121 και Νομικόν Θεοφίλου του εξ Ιωαννίνων (1788), έκδ. Δ. Γκίνης, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 188-194.
[25] Οθωμανικά έγγραφα που αναφέρονται σε αντιδικίες σχετικά με το «emanet» είναι από τη μονή Λειμώνος, ΟΑΛ, μικροταινία αρ. 2, φάκ. ΛΑ, 213, 210 και μικροται- νία αρ. 5, φάκ. ΛΓ, 334, 338α, 338β, 350· από τη μονή Βαρλαάμ το υπ. αρ. 171, από τη μονή Αγίας Ζώνης Σάμου το Τ5.46 και από τη μονή Αγίας Άνδρου βλ. Η. Κολοβός, Η νησιωτική κοινωνία…, ό.π., αρ. 133, 136, 149. Στα τέλη του 18ου αι. η μονή Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα ενεπλάκη σε αντιδικία σχετικά με την ύπαρξη ή όχι εμανέτ, βλ. Ευ. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, ό.π., σ. 123-124. Στις αρχές του 19ου αιώνα η συνήθεια της κατάθεσης πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων στη μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου της Πάτμου ήταν τόσο διαδεδομένη ώστε το 1808 να εκδοθεί πατριαρχικό γράμμα που απαγόρευε την κατάθεση σε κελλιά της μονής ξένων περιουσιακών στοιχείων λόγω κλοπών που σημειώθηκαν εντός του μοναστηριού. Βλ. Σ. Παπαδόπουλος – Διάκ. Χ. Φλωρεντής, Νεοελληνικό αρχείο της Ι. Μονής Ιωάν- νου Θεολόγου Πάτμου, Αθήνα 1990, αρ. 269.
[26] Ε. Παπαγιάννη, Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Α’, Αθήνα 1992, σ. 108-109.
[27] Η συσχέτιση παρακαταθήκης και δανεισμού προκύπτει από το νομοκάνονα του Μιχαήλ Φωτεινόπουλου, όπου σε σχετικό άρθρο αναφέρεται ότι όποιος κάτοχος παρακαταθήκης πτωχεύσει και διανέμεται η περιουσία του στους δανειστές, «προτιμάται από όλους τους δανειστάς εκείνος οπού έδωκε την παρακαταθήκην εις το να την λάβη σώαν, αν αποδειχθή όμως πως δεν έπερνε διάφορον», Μιχαήλ Φωτεινόπολου Νομικόν Πρόχειρον, ό.π., σ. 119.
[28] E. Zachariadou, «‘A Safe and Holy Mountain’: Early Ottoman Athos», Mount Athos and Byzantine Monasticism, επιμ. A. Bryer – M. Cunningham, Aldershot 1996, σ. 130. Βλ. επίσης της ίδιας, «Mount Athos and the Ottomans c. 1350-1550», The Cambridge History of Christianity, τ. 5: Eastern Christianity, επιμ. Μ. Angold, Καίμπριτζ 2006, σ. 163-165 όπου παρατίθενται και άλλες δύο περιπτώσεις κατάθεσης χρηματικών ποσών στις αγιορείτικες μονές τον 15ο και 16ο αιώνα.
[29] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 291.
[30] Β. Σπανός, Το κατάστιχο 219…, ό.π., σ. 134 και Ευ. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, ό.π., σ. 156. Βλ. επίσης την απόδειξη εξόφλησης που παραχώρησε το 1773 μια χριστιανή στη μονή Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου, λέγοντας ότι «έλαβαν από τα πατρικά μου άσπρα όπου ήτονε ης το μοναστήρην του μεγα Θεολόγου τις Πάτμο το μαιριδιο μου σοστό, ομου και το δουλευμαίνο διάφορον και εξόφλησαν», Σ. Παπαδόπουλος – Διάκ. Χ. Φλωρεντής, Νεοελληνικό αρχείο…, ό.π., αρ. 197. Το κείμενο δεν είναι σαφές ως προς την αιτία κατάθεσης του ποσού στη μονή. Πιθανόν η εξόφληση να αφορά την επιστροφή του κατατεθέντος ποσού μαζί με τον τόκο στην ενήλικη πλέον δικαιούχο και όχι την εξόφληση δανείου στην κληρονόμο του πιστωτή.
[31] Βλ. Ε. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, ό.π., σ. 156.
[32] Για τα μουσουλμανικά χρηματικά βακούφια βλ. M. Qizakfa, A History of Philanthropic Foundations, Κωνσταντινούπολη 2000, σ. 42-56.
[33] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 98-99. Ανάλογα παραδείγματα που προέρχονται επίσης από τον 18ο αι. βλ. στο Αρχείο Ι. Μ. Καρακάλλου, ό.π., σ. 51, 53, 54.
[34] Βλ. P. Odorico, «Le prix du ciel: donations et donateurs a Serres (Macedoine) au XVII siecle», Balcanica 27 (1996), σ. 42-43, ο οποίος αναφέρει τις αφιερώσεις ακίνητης περιουσίας στη μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών και στη συνέχεια την ενοικίασή τους από τους ίδιους τους αφιερωτές, με τη λογική ότι, εφόσον η μονή έχαιρε σημαντικών φοροαπαλλαγών, ο μελλοντικός αφιερωτής θα απαλλασσόταν από την καταβολή φόρου, θα είχε όμως τη δυνατότητα να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται την περιουσία του και μετά την αφιέρωσή της πληρώνοντας ένα ενοίκιο, το οποίο σε σύγκριση με το φόρο θα ήταν μικρότερο. Για αφιέρωση περιουσίας έναντι της εξόφλησης φόρου βλ. Γ. Αναπλιώτης, «Ανέκδοτος κώδιξ ιεράς μονής Ντίμιοβας», Διδαχή, έτος ΚΒ’, τχ. 218 (Δεκέμβριος 1966), αρ. 35· Αρχείο Ι. Μ. Καρακάλλου, ό.π., σ. 49. Για τους όρους των αφιερώσεων βλ. Σ. Λαίου, «Αφιερωτήρια έγγραφα των μονών της Σάμου, 17ος– 18ος αι.», Πρακτικά ΙΔ’ Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 28-30 Μαΐου 1993), Θεσσαλονίκη 1994, σ. 201-212.
[35] Για τους όρους «πρόθεση», «παρρησία» και «φυλλάδα των πατέρων» βλ. σχετικά Γ. Κόκκωνας, «Διά να μνημονεύεται ακαταπαύστως εις τον Πανάγιον Γολγοθάν», Τα Ιστορικά 5 (1986), σ. 225-229.
[36] Ο Σωκράτης Πετμεζάς αναφέρει ότι η έννοια της ανταλλαγής μεταξύ συμβολικών και υλικών αγαθών υπήρξε ουσιώδης παράμετρος των σχέσεων κληρικών και λαϊκών, επιβαλλόμενη τόσο από το κυρίαρχο σύστημα ηθικών αξιών όσο και από το κοινωνικό-πολιτικό σύστημα. Σ. Πετμεζάς, «Η εκκλησιαστική οργάνωση υπό τους Οθωμανούς», Αναμνήσεις και συμβουλές του Συναδινού, ιερέα Σερρών στη Μακεδονία (17ος αιώνας), επιμ. P. Odorico, εκδόσεις Association “Pierre Belon” 1996, σ. 516517.
[37] Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Ιερά λείψανα και οικονομικά προβλήματα. Η διάδοση της λατρείας του αγίου Βησσαρίωνα», Τρικαλινά 17 (1997), σ. 202.
[38] Ό.π., σ. 202-203.
[39] Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου, ό.π., σ. 328.
[40] Ε. Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, «Ιερά λείψανα…», ό.π., σ. 193-212. Για τον διαμεσολαβητικό ρόλο των αγίων βλ. P. Brown, «Η ανάδειξη και λειτουργία του αγίου στην ύστερη αρχαιότητα», Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη αρχαιότητα, μετ. Α. Παπαθανασοπούλου, Αθήνα 2000, σ. 111-158.
[41] Γ. Αναπλιώτης, «Ανέκδοτος κώδιξ ιεράς μονής Ντίμιοβας», Διδαχή, έτος ΚΒ’, τχ. 238 (Νοέμβριος 1968), σ. 156.
[42] Βλ. παραπάνω, σημ. 39.
Σοφία Λαΐου
Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Ιστορίας
Σχέσεις μοναχών και χριστιανών λαϊκών κατά την Οθωμανική περίοδο (15ος- αρχές 19ου αι.), στο Η. Κολοβός (επιμ.), «Μοναστήρια, οικονομία και πολιτική. Από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους», Ηράκλειο 2011, 207-223. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Το φαινόμενο της ζητείας κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο
- Αφορισμός – Η προσαρμογή μιας ποινής στις αναγκαιότητες της Τουρκοκρατίας (Βιβλίο)
Σχολιάστε