Οβιδίου, Επιστολή Υπερμνήστρας στον Λυγκέα
Ο Οβίδιος (Publius Ovidius Naso) ήταν γνωστός Ρωμαίος ποιητής, που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Οκταβιανού Αύγουστου (20 Μαρτίου 43π.Χ. – 17μ. Χ.). Καταγόταν από εύπορη οικογένεια πατρικίων, η οποία ανήκε στην τάξη των ιππέων, και έκανε λαμπρές νομικές και φιλολογικές σπουδές με τους καλύτερους δασκάλους. Ήταν προορισμένος για σταδιοδρομία στον δημόσιο βίο, διαπίστωσε όμως ότι ο δημόσιος βίος δεν του ταίριαζε και αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποίηση. Συνόδευσε τον Πομπήιο Μάγνο σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα, όπου πέρασε ένα χρονικό διάστημα, και ταξίδεψε αρκετά στην Ελλάδα κερδίζοντας αρκετές εμπειρίες. Ήταν σύγχρονος των Βιργίλιου και Οράτιου και θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους ποιητές της λατινικής λογοτεχνίας. Περισσότερο γνωστός είναι από τις «Μεταμορφώσεις», μία σειρά 15 βιβλίων μυθολογικής αφήγησης γραμμένη σε δακτυλικό εξάμετρο, αλλά και για τις συλλογές ερωτικής ποίησης, ιδιαίτερα για τους Έρωτες (Amores) και την Ερωτική τέχνη (Arsamatoria).
Οι «Επιστολές ηρωίδων» (Epistulae Heroidum) του Οβίδιου είναι ένα απ’ τα νεανικά του έργα. Πρόκειται για δύο σειρές από πνευματώδεις δραματικούς μονολόγους, που χαρακτηρίζονται ως επιστολικά ποιήματα. Η πρώτη σειρά (1-15) περιέχει ερωτικές επιστολές γραμμένες από διάσημες ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας, όπως η Πηνελόπη, η Σαπφώ, η Μήδεια, η Αριάδνη, η Φαίδρα, η Υπερμνήστρα και η Διδώ, που απευθύνονται στους ερωμένους τους. Η δεύτερη σειρά (16-21) περιλαμβάνει επιστολές ερωτευμένων ανδρών και απαντήσεις των αγαπημένων τους γυναικών. Από τις 21 ερωτικές επιστολές του Οβιδίου μόνο οι πρώτες 15 θεωρούνται γνήσιες.
Ο Οβίδιος είναι πρωτότυπος ποιητής και συνδέει στην επιστολογραφία του τον τραγικό μονόλογο με την ερωτική ελεγεία. Έτσι δημιουργεί την ερωτική επιστολογραφία. Στις «Ηρωίδες» επινόησε συγγραφικά τις επιστολές που θα έστελναν μερικές από τις πλέον διάσημες γυναίκες του μύθου και της αρχαιότητας στους συντρόφους τους, επιστρατεύοντας όλα τα όπλα τους, για να τους πείσουν να επιστρέψουν σε εκείνες. Είναι ο πρώτος άνδρας συγγραφέας που έγραψε με γυναικεία φωνή. Μέχρι τότε ό,τι γράφτηκε από τον Όμηρο μέχρι και τον Άγιο Αυγουστίνο το είχαν συνθέσει άνδρες.
Στη 14η επιστολή εμφανίζεται η Υπερμνήστρα να γράφει στον αγαπημένο της Λυγκέα. Σύμφωνα με τον μύθο η Ιώ, απόγονος ή κόρη του Ίναχου, γενάρχη των Αργείων, κυνηγημένη από την Ήρα, επειδή ο Δίας την ερωτεύθηκε παράφορα, κατέληξε, μεταμορφωμένη από τον Δία σε αγελάδα, στην Αίγυπτο, όπου γέννησε τον καρπό του Δία, τον Έπαφο. Ο Έπαφος παντρεύτηκε την κόρη του Νείλου Μέμφιδα και γέννησαν τη Λιβύη. Η Λιβύη ενώθηκε με το Θεό Ποσειδώνα και έκανε διδύμους γιους, τον Αγήνορα και το Βήλο. Ο Αγήνορας πήγε στη Φοινίκη, ενώ ο Βήλος έμεινε στην Αίγυπτο και με την Αγχινόη έκανε κι εκείνος δυο δίδυμους γιούς, το Δαναό και τον Αίγυπτο. Ο Αίγυπτος έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου, ενώ ο Δαναός βασίλευσε στη Λιβύη. Τα δύο αδέλφια από τους γάμο τους με πολλές γυναίκες απέκτησαν πολλά παιδιά. Πενήντα γιους ο Αίγυπτος, πενήντα κόρες ο Δαναός.
Μετά το θάνατο του πατέρα τους τα αδέλφια ήρθαν σε ρήξη για τα όρια των κρατών τους και την πατρική κληρονομιά. Ο Αίγυπτος πρότεινε στο Δαναό να συμφιλιωθούν και να παντρευτούν οι πενήντα γιοι του τις πενήντα κόρες του. Ο Δαναός απέρριπτε κατηγορηματικά την πρόταση του αδελφού του, γιατί θεωρούσε τους γάμους μεταξύ συγγενών ανόσια πράξη και γιατί είχε πάρει χρησμό από έναν Αιγύπτιο μάντη, που έλεγε ότι θα τον σκότωνε ένας γιος του αδελφού του. Για να απαλλαγεί από την ασφυκτική επιμονή του αδελφού του και να γλιτώσει από την εκπλήρωση του θανατηφόρου χρησμού, ο Δαναός αποφάσισε να εγκαταλείψει το βασίλειό του και να ζητήσει καταφύγιο στην προγονική του κοιτίδα, το Άργος. Ναυπήγησε ένα πλοίο με πενήντα κουπιά, έβαλε καθεμιά από τις κόρες του να τραβάει ένα κουπί, ανοίχτηκαν στη θάλασσα για το Άργος και αποβιβάστηκαν στο χωριό Απόβαθμοι, το σημερινό Κιβέρι, κοντά στη Λέρνη.
Στο Άργος ο Δαναός ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου, αφού ήταν απόγονος του Ίναχου, ζήτησε και πήρε την εξουσία από τον βασιλιά Γελάνωρα με την υποστήριξη του λαού του Άργους.
Ο Δαναός με τις θυγατέρες του συνέβαλλαν σημαντικά στην ανάπτυξη του εγχώριου πολιτισμού. Θέσπισαν τελειότερους νόμους, έμαθαν στους ντόπιους τη ναυπήγηση νέου τύπου πλοίων για μακρινά ταξίδια, διδάξαν τα γράμματα και την καλλιέργεια των αγρών. Άνοιξαν πηγάδια και με αρδευτικά έργα ξαναζωντάνεψαν την αργείτικη γη, αύξησαν το φυτικό πλούτο με την καλλιέργεια νέων άγνωστων φυτών, που μετέφεραν από την προηγούμενη πατρίδα τους, και η διψασμένη αργολική πεδιάδα πλουτίσθηκε, ώστε να ονομασθεί από τον Όμηρο για τη γονιμότητά της «μαστάρι της γης» (ούθαρ αρούρης).
Κι εκεί που όλα πήγαιναν όμορφα και ωραία, κάποιο σούρουπο ήρθε κι άραξε στο Άργος ένα μεγάλο πλοίο. Στη στεριά βγήκαν οι πενήντα γιοι του Αιγύπτου. Τους έστειλε ο πατέρας τους με εντολή να μην ξαναγυρίσουν πριν να ξεκάνουν τον Δαναό και τις κόρες του. Μια άλλη φήμη έλεγε ότι οι πενήντα άνδρες είχαν φτάσει για να εξομαλύνουν τις σχέσεις του Αίγυπτου με τον Δαναό. Οι 50 γιοι του Αιγύπτου ζητούν σε γάμο τις 50 κόρες του Δαναού. Ο Δαναός εγκρίνει τον γάμο, αλλά σύμφωνα με τον χρησμό ένας από τους γαμπρούς θα τον εκθρονίσει. Προσπαθώντας να διατηρήσει την εξουσία του και να προστατεύσει τη χώρα του δίνει εντολή στις κόρες του να δολοφονήσουν τους συζύγους τους στην πρώτη νύχτα του γάμου. Εφοδίασε κάθε κόρη του με ένα μαχαίρι και τις διέταξε να σκοτώσουν τους γιους του Αιγύπτου, όταν κάθε ζευγάρι ξεμοναχιαζόταν την πρώτη νύχτα του γάμου. Η μόνη που αντιστέκεται στην εντολή του είναι η Υπερμνήστρα, η μεγαλύτερη κόρη του. Τα κεφάλια των σκοτωμένων ρίχτηκαν στην Λέρνα και λίγο πολύ έγιναν τα αναρίθμητα κεφαλάρια νερού που υπάρχουν εκεί.

Οι Δαναΐδες σκοτώνουν τους συζύγους τους. Danaïdes tuant leurs maris. Miniature extraite des Epistres d’Ovide (Héroïdes), traduction d’Octavien de Saint-Gelais, 1496-1498. Bibliothèque nationale de France (BNF).
Η Υπερμνήστρα όμως πρόλαβε να νιώσει την χαρά του έρωτα καθώς έσμιξε με τον Λυγκέα, τον αγάπησε, του εξομολογήθηκε την πατρική συνωμοσία και δεν τον σκότωσε. Νύχτα το έσκασε ο Λυγκέας στην γειτονική πόλη Λυρκεία, στις όχθες του ποταμού Χάραδρου, του οποίου τα νερά χύνονταν στον Ίναχο. Το πρωί αποκαλύφθηκε ότι η Υπερμνήστρα είχε προδώσει τον πατέρα και τις αδελφές της. Ο Δαναός την φυλάκισε και αργότερα την έσυρε σε δίκη. Μάρτυρες κατηγορίες οι αδελφές της κατέθεσαν υπέρ της παρθενιάς. Όμως, η Υπερμνήστρα είχε μια αναπάντεχη υπερασπίστρια, την θεά Αφροδίτη: Κατέθεσε ότι εκείνη, όταν η γη διψά για αγάπη, κάνει τον ουρανό να ρίξει τις σταγόνες της βροχής με τις οποίες γονιμοποιείται το χώμα και κάνει να φυτρώσουν φυτά και ζώα να γεννηθούν, ώστε να βρίσκει ο άνθρωπος τροφή. Η Υπερμνήστρα αθωώθηκε!

«Υπερμνήστρα», από το χειρόγραφο «Des cleres et nobles femmes», συγγραφέας Boccaccio, Giovanni (Ιωάννης Βοκάκιος, 1313-1375), ms. Spencer Collection 033, f. 13r, περ. 1450, The New York Public Library.
1. Η Υπερμνήστρα στη φυλακή. 2. Ο Λυγκέας και τρεις άνδρες δολοφονούν τον Δαναό. 3. Η αδερφή της Υπερμνήστρας δολοφονεί τον άντρα της στο κρεβάτι. H πόλη και πύργος ρολογιού στο παρασκήνιο.
Όσο να γίνουν όλα αυτά, ο Λυγκέας άναβε κάθε βράδυ φωτιές στο βουνό στέλνοντας φωτεινά σήματα στο Άργος. Όταν η Υπερμνήστρα αθωώθηκε, ανέβηκε στον βράχο της Λάρισας (της ακρόπολης του Άργους) κι απάντησε στα σήματά του. Ο Λυγκέας έφτασε στο Άργος, σκότωσε τον Δαναό, για να εκδικηθεί το θάνατο των αδελφών του, και τις υπόλοιπες κόρες του (γλίτωσαν η Υπερμνήστρα και η Αμυμώνη) κι έγινε βασιλιάς του Άργους.
Τις Δαναΐδες οι Κριτές των Νεκρών τις καταδίκασαν μετά το θάνατό τους και την κάθοδό τους στον Άδη να μεταφέρουν και να ρίχνουν αιώνια νερό σε ένα πιθάρι τρύπιο σαν κόσκινο («τετρημένον πίθον»), για να τιμωρηθούν για τη δολοφονία των συζύγων τους την πρώτη νύχτα του γάμου. Είναι ο γνωστός «πίθος των Δαναΐδων» που ως παροιμία χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια μάταιη προσπάθεια.

Το μαρτύριο των Δαναίδων. Μετά την δολοφονία των συζύγων τους καταδικάστηκαν – εκτός της Υπερμνήστρας – από τους Κριτές του Κάτω Κόσμου να γεμίζουν με νερό ένα τρύπιο πιθάρι. Ένα ακόμη χαρακτικό από τα 60 της συλλογής Mr Favereau, τα οποία δημοσίευσε ο Αbbe de Marolles, στο βιβλίο του « Ο Ναός του Μουσών».
Καθιέρωσε και αγώνες στους οποίους έδινε στους νικητές για βραβείο ένα μαχαίρι, για να θυμούνται όλοι το ομαδικό φονικό. Ήταν οι πιο παλιοί αθλητικοί αγώνες ανάμεσα σε θνητούς και τοποθετούνται λίγο πριν από το 1450 π.Χ. Μακρινός απόγονός του Λυγκέα έμελλε να γεννηθεί ο Ηρακλής.
Οι «Ηρωίδες» (Ερωτικές επιστολές) του Οβίδιου εκδόθηκαν πρόσφατα (το 2021) σ’ ένα καλαίσθητο τόμο 640 σελίδων από τις εκδόσεις Gutenberg με κατατοπιστική εισαγωγή, μετάφραση και αναλυτικά ερμηνευτικά σχόλια από τους Βάιο Βαϊόπουλο, Ανδρέα Μιχαλόπουλο και Χαρίλαο Μιχαλόπουλο. Περιέχουν θεραπευτικές συνταγές και συμβουλές με αναφορές σε μυθολογικά παραδείγματα και προσφέρουν αντίδοτα που θεραπεύουν τους ερωτευμένους, στους οποίους θυμίζουν ότι με τα φτερά του έρωτα μπορούν να πετάξουν οι θνητοί (άνθρωποι). Η Υπερμνήστρα του Οβίδιου υποτίθεται ότι γράφει την επιστολή της από τη φυλακή μία ημέρα μετά τη δολοφονία των γιων του Αίγυπτου από τις αδελφές της. Παραπονιέται για την αδικία που υφίσταται, υπενθυμίζει στο Λυγκέα ότι του έσωσε τη ζωή και τον καλεί να την βοηθήσει. Στο τέλος της επιστολής εμφανίζεται κουρασμένη από το μέγεθος της επιστολής και από τις αλυσίδες, που βαραίνουν τα χέρια της, ενώ φοβάται για την τύχη της και για την πιθανή υφαρπαγή της επιστολής της από τον πατέρα της.

Η Υπερμνήστρα γράφει στον Λυγκέα. Hypermnestre écrivant à Lyncée. Miniature extraite des Epistres d’Ovide (Héroïdes), traduction d’Octavien de Saint-Gelais, 1496-1498. Bibliothèque nationale de France (BNF).
Οβιδίου Επιστολή ΧIV: Η Υπερμνήστρα στον Λυγκέα
Στον έναν απ’ τους τόσους αδερφούς που απέμεινε στέλνει, το γράμμα
αυτό η Υπερμήστρα·
νεκρή όλη η η υπόλοιπη παρέα κείτεται από το έγκλημα που διέπραξαν οι νύφες.
Φυλακισμένη στο παλάτι με κρατούν μ’ ασήκωτα δεσμά σφιχτοδεμένη·
το αίτιο γι’ αυτή την τιμωρία μου είναι πως ευσεβής υπήρξα.
Κρίνομαι ένοχη, γιατί το χέρι μου φοβήθηκε ατσάλι στον λαιμό σου να βυθίσει.
Θα ’χα κερδίσει έπαινο, αν το κακούργημα να διαπράξω είχα αποτολμήσει.
Καλύτερα να θεωρούμαι ένοχη, παρά ν’ αρέσω στον γονιό μου έτσι.
Δεν μετανιώνω που τα χέρια μου αμόλυντα από αίμα έχω κρατήσει.
Με τη φωτιά που εγώ αρνήθηκα να ατιμάσω, ο πατέρας μου ας με κάψει
και κατευθείαν μες στο πρόσωπο τις νυφικές λαμπάδες να μου ρίξει,
ή, ακόμα, ας μου μπήξει στον λαιμό το ίδιο το σπαθί που μου ’χε
δώσει,
για να ’βρω εγώ η νιόπαντρη τον θάνατο που απέφυγε ο σύζυγός μου:
να πουν τα χείλη μου πεθαίνοντας «συγγνώμη», εντούτοις, δεν θα καταφέρει.
Δεν είναι ευσεβής πραγματικά όποια για την ευσέβειά της μετανιώνει!
Να μετανιώσουν για το έγκλημα ο Δαναός κι οι άγριες αδερφές μου·
αυτή είναι συνήθως η κατάληξη για όλες τις ανόσιες πράξεις.
Τρέμει η καρδιά μου από τη θύμηση της νύχτας που ατιμάστηκε με αίμα,
κι άξαφνο τρέμουλο διαπέρασε τα οστά του δεξιού χεριού μου.
Νομίζεις πως στον θάνατο του άντρα της εκείνη θα μπορούσε να συμπράξει,
που και να γράψει φόβο αισθάνεται για φόνο που δεν έχει η ίδια πράξει!
Όμως να γράψω ας κάνω απόπειρα. Μόλις στη γη το δείλι είχε πέσει,
ήταν της μέρας το στερνό το φως κι η πρώτη γεύση από της
νύχτας το σκοτάδι.
Όλες οι Ιναχίδες οδηγούμαστε κάτω από του μεγάλου Πελασγού τη στέγη
κι ο πεθερός ο ίδιος υποδέχεται τις νύφες του που κουβαλάνε όπλα.
Ολόγυρα οι λαμπάδες οι νυφιάτικες λάμπουνε στολισμένες με χρυσάφι.
Προσφέρονται ανόσια θυμιάματα επάνω σε βωμούς που δεν τα θέλουν.
Ο κόσμος κράζει «Υμήν, Υμέναιε!». Δεν στέργει εκείνος στις φωνές τους·
η ίδια του Διός η σύζυγος έφυγε από την ίδια της την πόλη.
Και νάτους, να τρεκλίζουνε απ’ το κρασί μες στην οχλοβοή των γλεντοκόπων,
και με τη μουσκεμένη κόμη τους να συγκρατούν λουλούδια φρεσκομαζεμένα,
όλο χαρά τους φέρνουνε στον θάλαμο που έμελλε ο τάφος τους να γίνει,
και με τα σώματα βουλιάζουνε τα στρώματα που άξιζαν για φέρετρά τους.
Απ’ το φαΐ και το πιοτό ασήκωτοι το ’ριξαν παρευθύς στον ύπνο
κι απλώθηκε απόλυτη σιγή σε όλη την αμέριμνη πόλη του Άργους.
Σαν βογγητά ανθρώπων ότι άκουγα μου φαίνονταν, που ξεψυχούσαν,
μα είχα δίκιο, ό,τι άκουγα ήταν εκείνο που φοβόμουν.
Φεύγει το αίμα, η ζέστη το κορμί και το μυαλό μου εγκαταλείπει,
και έτσι πάγος καθώς έγινα, σωριάστηκα στο νιόνυμφο κρεβάτι.
Όπως τα στάχια τα λεπτά λικνίζονται από τον Ζέφυρο, όταν γλυκοφυσάει,
όπως η παγωμένη αύρα τα φυλλώματα κάνει της λεύκας να τρεμοκουνιούνται,
έτσι κι εγώ, ή ακόμα περισσότερο, έτρεμα. Εσύ ’σουν ξαπλωμένος
και μες στον ύπνο βυθιζόσουνα απ’ το κρασί που σ’ είχανε ποτίσει.
Έδιωξαν μονομιάς τον φόβο μου οι εντολές του απάνθρωπου γονιού μου·
στήνομαι όρθια και με τρεμάμενο τα βέλη σου αρπάζω χέρι.
Εγώ δεν θα σου πω ψευτιές. Σήκωσε τρεις φορές το ξίφος
και τρεις φορές χαμήλωσε το χέρι μου, που άθλια το σπαθί είχε σηκώσει.
Δίπλα στον σβέρκο σου οδήγησα, άσε με να σου ομολογήσω την αλήθεια·
δίπλα στον σβέρκο σου οδήγησα τα όπλα που ’χα απ’ τον πατέρα πάρει.
Όμως ο φόβος μου και η ευσέβεια μ’ απέτρεψαν απ’ τις απαίσιες πράξεις
και το αγνό μου χέρι περιφρόνησε την εντολή που του ’χαν αναθέσει.
Το πορφυρό μου φόρεμα κομμάτιασα, μάδησα τα μαλλιά μου από τη ρίζα
και με ξεψυχισμένο ψίθυρο είπα τα παρακάτω λόγια:
«Άγριος είναι ο πατέρας σου, εκτέλεσε τις εντολές του, Υπερμήστρα·
ας πάει αυτός να βρει τ’ αδέρφια του να γίνουνε μία παρέα!
Είμαι γυναίκα και ανέγγιχτη, ευαίσθητη στη φύση και στα χρόνια·
τα τρυφερά μου χέρια ακατάλληλα είναι για τα σκληρά κοντάρια.
Εμπρός, λοιπόν, όσο αυτός ξαπλώνει εδώ, πάρε παράδειγμα τις θαρραλέες αδερφές σου·
μπορείς να το πιστέψεις πως τον άντρα της έχει η καθεμιά τους κατασφάξει.
Αν κάποιο φόνο ήταν δυνατό να διαπράξει αυτό εδώ το χέρι,
απ’ της κυρίας του τον θάνατο στα αίματα θα ήταν βουτηγμένο.
Τον άξιζαν αυτόν τον θάνατο, γιατί έκλεψαν του θείου τους τον θρόνο·
έστω ότι οι άντρες να πεθάνουν άξιζαν: εμείς τι κάναμε απ’ την πλευρά μας;
Ποιο άραγε έχω διαπράξει έγκλημα, που να ’μαι ευσεβής μου απαγορεύει;
Εγώ τι σχέση έχω με το σίδερο; Τι σχέση έχει ένα κορίτσι με τα όπλα;
Στα δάχτυλά μου περισσότερο ταιριάζουν το μαλλί και το αδράχτι».
Αυτά λοιπόν. Και όσο κλαίγομαι, δάκρυα τα λόγια συμπληρώνουν
κι από τα μάτια μου κυλούν πάνω στα μέλη του κορμιού σου.
Καθώς ζητούσες αγκαλιάσματα κι άπλωνες τα νωθρά σου μπράτσα,
σχεδόν πληγώθηκε το χέρι σου από του όπλου τη λεπίδα.
Στο μεταξύ φοβόμουν τον πατέρα μου, τους δούλους του και της αυγής τα φώτα.
Ευθύς απόδιωξαν τον ύπνο σου τα παρακάτω λόγια που είπα:
«Έλα, σήκω όρθιος, του Βήλου απόγονε, μόνο εσύ από τ’ αδέρφια σου έχεις μείνει!
Αν δεν βιαστείς, αυτή η νύχτα αιώνια για σένα είναι γραφτό να γίνει!»
Τρόμος σε πιάνει και σηκώνεσαι. Φεύγει όλη η τεμπελιά του ύπνου.
Κοιτάς στο φοβισμένο χέρι μου το άγριο όπλο που βαστάω.
Σου είπα, όταν τον λόγο ρώτησες, «όσο σ’ αφήνει η νύχτα, φύγε!»,
φεύγεις εσύ και πίσω μένω εγώ, όσο η μαύρη νύχτα το επιτρέπει.
Ο Δαναός μετράει, μόλις ξημέρωσε, πόσοι γαμπροί του κείτονταν σφαγμένοι.
Για να ’χει ολοκληρωθεί το έγκλημα, μονάχα εσύ απουσιάζεις.
Πολύ βαριά το παίρνει που στο μέτρημα έλειπε ο θάνατος ενός από το σόι,
και ότι λίγο αίμα χύθηκε στους σκοτωμούς παραπονιέται.
Με σέρνουν απ’ τα πόδια του πατέρα μου αρπάζοντάς με από τα μαλλιά μου·
τέτοια άξιζε η ευσέβεια αμοιβή; – ένα μπουντρούμι με κρατάει κλεισμένη.
Από παλιά, είν’ ολοφάνερο, κρατάει ο θυμός της Ήρας,
όταν γελάδα από θνητή η κόρη έγινε κι ύστερα έγινε θεά από γελάδα –
αλλά αρκετή ήταν η τιμωρία της, που μούγκριζε, μια τρυφερή κοπέλα,
κι ούτε στον Δία ν’ αρέσει ήταν δυνατό αυτή που τόσο όμορφη δεν ήταν πλέον.
Στην όχθη στάθηκε του ποταμού πατέρα της η νέα αγελάδα
και είδε στα νερά του ποταμού τα κέρατα που δεν ήταν δικά της,
κι όταν να παραπονεθεί επιχείρησε, μούγκρισμα βγήκε από το στόμα
κι απ’ τη μορφή της κατατρόμαξε, τρόμαξε κι από τη φωνή της.
Γιατί φρενιάζεις, κακορίζικη; Τι απορείς με τη σκιά σου;
Γιατί τα πόδια που φυτρώσανε για νέα μέλη σου πας να μετρήσεις;
Η ερωμένη εσύ του Δία του τρισμέγιστου, αντίζηλος που έτρεμε η αδερφή του,
την πείνα σου την ακατάσχετη με φυλλωσιές και θάμνους αλαφρώνεις·
απ’ τις πηγές πας και ποτίζεσαι, κατάπληκτη κοιτάζεις τη μορφή σου
και τρέμεις μήπως σε πληγώσουνε τα όπλα που η ίδια μεφαφέρεις.
Κι ενώ πριν λίγο ήσουν τόσο πλούσια, που έμοιαζες αντάξια ακόμα και του Δία,
τώρα γυμνή πάνω σε έδαφος γυμνό να κοιμηθείς ξαπλώνεις.
Τρέχεις σε θάλασσες και σε στεριές και στα ποτάμια, που είναι συγγενείς σου.
Δρόμο σου δίνουνε οι θάλασσες, δρόμο οι στεριές και τα ποτάμια.
Τι λόγο έχεις να το σκας, ι-ο! Τι τα πλατιά πελάγη διασχίζεις;
Δεν θα τα καταφέρεις μακριά από την ίδια τη μορφή σου να ξεφύγεις.
Πού τρέχεις βιαστικά, κόρη του Ινάχου; Τον εαυτό σου κυνηγάς και αποφεύγεις.
Εσύ οδηγείς αυτόν που σε ακολουθεί, εσύ ακολουθείς αυτόν που σ’ οδηγάει.
Ο Νείλος, που απ’ τα εφτά του στόματα χύνει στο πέλαγος τα ύδατά του,
την παλλακίδα απελευθέρωσε απ’ τη φριχτή της αγελάδας όψη.
Τι αναφέρω πράγματα τόσο παλιά, που από ασπρομάλληδες έχω ακούσει;
Κοίτα, μου δίνουν υλικό τα χρόνια μου για να παραπονιέμαι.
Πόλεμο πιάνουν ο πατέρας μου κι ο θείος μου. Απ’ το παλάτι
κι απ’ το βασίλειο μας διώχνουμε εξόριστους· η εσχατιά του κόσμου μάς κατέχει.
Δεν μένει παρά μόνο ένα ελάχιστο μέρος από των αδερφών το τσούρμο·
κλαίω γι’ αυτούς που παραδόθηκαν στον θάνατο, μα και γι’ αυτές
που θάνατο έχουν σκορπίσει.
Τόσοι είναι οι αδερφοί που έχασα, αλήθεια, όσες οι αδερφές που έχω χάσει·
τα δάκρυα που για κείνους έχυσα κι οι δύο οι παρέες ας δεχτούνε.
Να, επειδή εσύ έχεις μείνει ζωντανός, βάσανα για ποινή μου επιφυλάσσουν:
τι θα συμβεί σε μένα, αν όντως θα ’χω φταίξιμο, όταν για πράξεις
αξιέπαινες με ψέγουν;
Και να πεθάνω είναι η μοίρα μου, η εκατοστή από ολόκληρο το τσούρμο,
η κακορίζικη, ενώ απέμεινε μονάχα ένα από τα τόσα αδέρφια.
Όμως εσύ, Λυγκέα, αν αισθάνεσαι λίγη αγάπη για την ευσεβή αδερφή σου
και αν τα δώρα που σου χάρισα είσαι άξιος να απολαμβάνεις,
δωσ’ μου βοήθεια ή στον θάνατο παράδωσε το σώμα μου.
Όταν από ζωή αδειάσει,
επάνω στην πυρά τη νεκρική κρυφά απ’ όλους να το ρίξεις
και θάψε τα οστά μου, αφού με δάκρυα πιστά θα τα ’χεις πρώτα βρέξει,
κι αυτό το σύντομο επιτάφιο πάνω στο μνήμα να χαράξεις:
«Βραβείο ανάξιο της ευσέβειας, η εξορισμένη Υπερμήστρα
υπέμεινε αυτή τον θάνατο, απ’ τον οποίο γλίτωσε τον αδερφό της».
Θέλω να γράψω περισσότερα, αλλά το χέρι μου απ’ το βάρος
των αλυσίδων μου κουράστηκε και τις δυνάμεις μου ο φόβος κρυφοκλέβει.
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Πηγές
- Αλέξης Τότσικας, Μύθος και Ιστορία, Άργος, 2018.
- Οβίδιος, «Ηρωίδες (1-15)», Εισαγωγή – κείμενο – μετάφραση – σχόλια: Βάιος Βαϊόπουλος, Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος, Χαρίλαος Ν. Μιχαλόπουλος, Gutenberg, 2021.
Διαβάστε ακόμη:
Σχολιάστε