Όμηρος
Το προομηρικό έπος: Το έπος στον Όμηρο παρουσιάζεται σε τέλεια ανάπτυξη και ως μορφή και ως περιεχόμενο [1]. Ο εξάμετρος στίχος έχει θαυμαστή ευκαμψία και ποικιλία, η γλώσσα είναι πλούσια και ικανή να εκφράζει και τα πιο ελαφρά κινήματα της ψυχής, οι ήρωες όλοι είναι τακτοποιημένοι γενεαλογικά και ο Τρωικός πόλεμος θεωρείται γνωστός. Γι’ αυτό και στην Ιλιάδα ο ποιητής εξιστορεί ένα επεισόδιο, το θυμό του Αχιλλέα, χωρίς να πει σε ποιον πόλεμο ανήκει, παρουσιάζει τους ήρωές του από την αρχή με το όνομά τους ή μόνο με το πατρώνυμό τους (Ατρείδης για τον Αγαμέμνονα) χωρίς άλλη σύσταση, αναφέρεται παρεκβατικά σε παλαιά επεισόδια της τρωικής εκστρατείας και υπαινίσσεται μύθους εξωτρωικούς (π.χ. την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας κ.α.) βέβαιος ότι όλα αυτά είναι από πριν γνωστά και ο ακροατής του μπορεί εύκολα να τα κατανοήσει.
Η ηρωική ποίηση λοιπόν είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πολύ πιο πριν από τον Όμηρο και περιλάμβανε μια σειρά ποιημάτων γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, τα «κύκλια έπη» όπως τα έλεγαν οι Αρχαίοι, από τα οποία σώθηκαν μόνο η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Τα υπόλοιπα, από τα οποία μας σώθηκαν μόνο πληροφορίες και αποσπάσματα, είναι σύμφωνα με τις πηγές [2] η «Τιτανομαχία» (του Αρκτίνου του Μιλήσιου), η «Οιδιπόδεια» (του Λακεδαιμόνιου Κιναίθωνα), η «θηβαίδα» (αποδιδόταν στον Όμηρο), οι «Επίγονοι» (του Ομήρου ή του Αντίμαχου του Κολοφωνίου), τα «Κύπρια έπη» (του Ηγησία ή του Στασίνου), η «Αιθιοπίδα» (του Αρκτίνου), η «Μικρή Ιλιάς» (του Λέσχη του Μυτιληναίου), η «Ιλίου πέρσις» (του Αρκτίνου), οι «Νόστοι» (του Αγία του Τροιζήνιου) και η «Τηλεγόνεια» (του Ευγάμμωνα του Κυρηναίου). Τα ομηρικά έπη λοιπόν με τη μεγάλη τεχνική στη σύνθεσή τους και την αισθητική τους ωριμότητα είναι τα πρώτα μνημεία του ελληνικού ποιητικού λόγου, βρίσκονται όμως στο τέλος μιας πλούσιας παραγωγής που χάθηκε.
Ο Όμηρος και το ομηρικό ζήτημα

Όμηρος, 1663. Έργο του Ολλανδού Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (1606-1669). Λάδι σε καμβα, 107Χ82 εκ. Stedelijk Museum Amsterdam.
Για τον Όμηρο, που θεωρείται ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και πατέρας της δυτικής ποίησης, δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα με βεβαιότητα. Υπάρχει αβεβαιότητα για τον τόπο και το χρόνο που γεννήθηκε ο ποιητής, για τους γονείς του, ακόμα και για την ίδια του την ύπαρξη. Ένας «βίος του Ομήρου» που μας διασώθηκε περιέχει μόνο θρύλους. Την πατρίδα του τη διεκδικούν επτά τουλάχιστον πόλεις σύμφωνα με ένα γνωστό επίγραμμα («ἑπτά πόλεις μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ὁμηρου, Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύλος, Ἄργος, Ἀθήνη»). Η ιωνική όμως μορφή του ονόματός του, η ιωνική γλώσσα των ομηρικών επών και άλλα στοιχεία μας οδηγούν στη βεβαιότητα ότι ήταν ιωνικής καταγωγής [3](από τη Χίο ή τη Σμύρνη). Και ο χρόνος που έζησε αμφισβητείται, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είναι ο 8ος αι. π.Χ. Η παράδοση ακόμα τον θέλει τυφλό, γιατί τον συγχέει με τον ποιητή ενός «Ύμνου στον Απόλλωνα», που παραδέχεται ότι είναι τυφλός, και κυρίως με την αναφερόμενη τυφλότητα των «αοιδών» γενικότερα και των μάντεων. Το θάνατό του τον τοποθετούν συνήθως στην Ίο, όπου στάθμευσε το πλοίο που τον πήγαινε στην Αθήνα.
Οι διαμάχες γύρω από το πρόσωπο του Ομήρου προκάλεσαν αμφισβητήσεις και για το έργο του, που οδήγησαν στο γνωστό από την αρχαιότητα και επίκαιρο ακόμα και σήμερα «ομηρικό ζήτημα»[4]. Το πρόβλημα ξεκίνησε από το 2ο αι. π.Χ., όταν ο Ξένων και ο Ελλάνικος υποστήριξαν ότι άλλος ποιητής έγραψε την Ιλιάδα και άλλος την Οδύσσεια. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν «χωρίζοντες». Το 17ο αι. ο Γάλλος μοναχός D’ Aubignac υποστήριξε ότι ποιητής ονομαζόμενος Όμηρος δεν έζησε ποτέ και η Ιλιάδα είναι συλλογή από μικρότερα έπη, χωρίς ενότητα, που τα συναρμολόγησε κάποιος νεότερος. Το 1795 ο Γερμανός καθηγητής Α. Wolf στηριζόμενος στην υπόθεση ότι στην ομηρική εποχή δεν υπήρχε γραφή (η γραμμική γραφή Β αποκρυπτογραφήθηκε από το Ventris το 1953) και ότι ένας άνθρωπος ήταν αδύνατο να απομνημονεύσει τόσο μεγάλα ποιήματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούνται από μικρότερα έπη διαφόρων ποιητών, που μεταδίδονταν προφορικά και καταγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Πεισίστρατο.
Μετά τη θεωρία του Wolf, που δημιούργησε διάφορες αναλυτικές τάσεις, αλλά προκάλεσε και τη συγκρότηση των ενωτικών απόψεων, οι κυριότερες θεωρίες που διατυπώθηκαν γύρω από το ομηρικό ζήτημα είναι:
α. Η θεωρία της ανάπτυξης. Οι οπαδοί της υποστηρίζουν ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια προήλθαν από έναν αρχικό πυρήνα (τη «μῆνιν» του Αχιλλέα και το «νόστο» του Οδυσσέα), που τον επεξεργάστηκαν γενεές αοιδών, οι οποίοι όλο και κάτι πρόσθεταν στο αρχικό κύτταρο.
β. Η θεωρία της συγκόλλησης ή των μικρών επών. Σύμφωνα μ’ αυτή η Ιλιάδα αποτελείται από 18 μικρότερες ενότητες, αρχικά ανεξάρτητες, και η Οδύσσεια από 3 αρχικά έπη (Τηλεμάχεια, νόστος Οδυσσέα, μνηστηροφονία), που τα συναρμολόγησαν με το πέρασμα του χρόνου οι ραψωδοί, χωρίς να αποφύγουν τις ανωμαλίες και τις αντιφάσεις.
γ. Η ενωτική θεωρία. Στηρίζεται στην αρχαία παράδοση, δέχεται ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι έργα του Ομήρου, που γράφτηκαν με βάση ένα προκαθορισμένο σχέδιο, και αποδίδει τις διαφορές, που υπάρχουν ανάμεσα στα έπη, στα διαφορετικά θέματα που πραγματεύονται.
δ. Η νεοανάλυση. Οι νεοαναλυτικοί θεωρούν την Ιλιάδα έργο του Ομήρου, αλλά την Οδύσσεια νεότερο έργο άγνωστου ποιητή, αποδίδουντις ομοιότητες των δύο επών στην κοινή επική κληρονομιά και ρίχνουν το βάρος στα πρότυπα και τις πηγές του Ομήρου.
Το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνούν σήμερα ενωτικοί και αναλυτικοί είναι ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε υλικό που είχαν δημιουργήσει παλιότεροι αοιδοί. Από εδώ και πέρα οι αναλυτικοί θα πουν ότι το χρησιμοποίησε αδέξια, ενώ οι ενωτικοί ότι το χρησιμοποίησε διαλέγοντας, απορρίπτοντας, αναπλάθοντας και δημιουργώντας έτσι που να δώσει τη σφραγίδα της ποιητικής του μεγαλοφυΐας.
Γλώσσα και μέτρο των ομηρικών επών
Η Ιλιάδα (15.692 στίχοι) και η Οδύσσεια (12.210 στίχοι), είναι γραμμένες σε μια διάλεκτο ανάμεικτη από στοιχεία Ιωνικά,[5] που είναι και τα περισσότερα, και αιολικά. Χαρακτηριστικά της ιωνικής διαλέκτου είναι η κατάληξη των θηλυκών σε -η (ἡμέρη, ὥρη), η γενική των αρσενικών σε -εω (Πηληϊάδεω), η δοτ. πληθυντ. των θηλ. σε -ῃσι (πύλῃσι), η πατρωνυμική κατάληξη -ίδης (Πηλεΐδης), το επιτατικό πρόσφυμα ἐρι- (ἐριβῶλαξ) κ.α. Χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου είναι η συχνή ψίλωση των λέξεων (ἠέλιος, ἧμαρ), η αποκοπή των δισύλλαβων προθέσεων όταν ακολουθεί σύμφωνο (παρθέμενοι, πάρ ξίφεος), οι τύποι της ονομαστικής σε -α (ἱππότα, νεφεληγερέτα), η γενική των αρσεν. σε -αο (φυλακίδαο), οι τύποι του απαρεμφάτου σε -μεναι και -μεν [ἔμμεν(αι), ἐλέμεν(αι)], η πατρωνυμική κατάληξη σε -ίων (Κρονίων), το επιτατικό πρόσφυμα ἀρι- (ἀρίγνωτος) κ.α.
Στην εκλογή και τη χρήση των λέξεων κύριο ρόλο παίζει η μετρική τους μορφή, η οποία πρέπει να υπακούει στους νόμους του δακτυλικού εξάμετρου. Είναι το μέτρο με το οποίο έχουν συντεθεί τα ομηρικά έπη και όλη η επική ποίηση των αρχαίων, γι’ αυτό το ονόμασαν και «ἔπος». Η βασική μορφή του στίχου είναι: – υυ — υυ – υυ — υυ — υυ — υ. Αποτελείται δηλ. από έξι πόδες καταληκτικούς (= λείπει μια συλλαβή από τον τελευταίο πόδα). Οι πόδες αποτελούνται από μια μακρά συλλαβή και δυο βραχείες -‘υυ), οπότε ονομάζεται «δάκτυλος» ή από δυο μακρές συλλαβές (-‘-), οπότε ονομάζεται «σπονδείος». Ο τόνος πέφτει στη μακρά συλλαβή του δάκτυλου ή στην πρώτη συλλαβή του σπονδείου, που γι’ αυτό ονομάζεται «θέση», ενώ οι δυο βραχείες του δάκτυλου ή η δεύτερη μακρά του σπονδείου που δεν τονίζονται ονομάζονται «άρση». Κάθε στίχος έχει «τομές», θέσεις δηλ. στις οποίες τελειώνει μια λέξη, δεν τελειώνει όμως η μετρική ενότητα (ο δάκτυλος ή ο σπονδείος), και «διαιρέσεις», θέσεις δηλ. στις οποίες τελειώνει και η λέξη και η μετρική ενότητα. Κύριες τομές είναι η «πενθημιμερής», που γίνεται μετά το τρίτο μακρό (— υυ — υυ — ||), η κατά τρίτον τροχαίον, μετά από το πρώτο βραχύ του τρίτου ποδός (— υυ — υυ — υ ||), η «εφθημιμερής», μετά από το τέταρτο μακρό (- υυ — υυ — υυ — ||) και η «τριημιμερής», μετά από το δεύτερο μακρό (— υυ – ||). Η πιο συχνή διαίρεση γίνεται στο τέλος τον τέταρτου ποδός, που είναι συνήθως δάκτυλος, και ονομάζεται βουκολική, γιατί χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους βουκολικούς ποιητές.
Υποσημειώσεις
[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β’, σελ. 158-159.
[2] Τσοπανάκη Α., «Εισαγωγή στον Όμηρο», Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 7-15.
[3] Καλογερά Β., «Αισθητική ανάλυση της Ιλιάδας», Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 24.
[4] Τσοπανάκη Α., ό.π. σελ. 80-92
[5] Τσοπανάκη Α., ό.π. σελ. 93 κ.ε.
Φιλόλογος – Συγγραφέας
«Ανθολόγιο | Δώδεκα Αποσπάσματα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1997.
Σχετικά θέματα:
Σχολιάστε