Ο Κριμαϊκός πόλεμος, η Ελληνική εμπλοκή και το «Υπουργείο Κατοχής» – Ιωάννης Β. Δασκαρόλης
Στα μισά του 19ου αιώνα το «Ανατολικό ζήτημα» βρισκόταν σε έξαρση καθώς είχε ενταθεί η αντιπαλότητα μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας. Ο διαχρονικός γεωπολιτικός στόχος της Ρωσίας ήταν η έξοδος στην Ανατολική Μεσόγειο θάλασσα και βασικό εμπόδιο αποτελούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία την εξιστορούμενη εποχή ταλανίζεται από ενδογενή δομικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα (χαρακτηριζόταν εύγλωττα στην διεθνή διπλωματική γλώσσα ως «ο Μεγάλος Ασθενής»). Σύμφωνα με το σχέδιο του Τσάρου Νικολάου Α’ όπως αυτός το ανέλυσε το 1853 στον Βρετανό πρεσβευτή στην Μόσχα Seimour, μετά την ολοσχερή ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ιδρύονταν δύο ανεξάρτητα κράτη στα Βαλκάνια (Σερβία, Βουλγαρία), η Ρωσία θα προσαρτούσε τον Βόσπορο, η Αυστρία τα Δαρδανέλια και η Αγγλία θα προσαρτούσε την Αίγυπτο και την Κρήτη. Οι υπερδυνάμεις της εποχής Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Πρωσία αντιμετώπιζαν αρνητικά τις Ρωσικές επιδιώξεις τις οποίες θεωρούσαν ανταγωνιστικές σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο και προσπαθούσαν να τις ματαιώσουν υποστηρίζοντας την ακεραιότητα της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι αφορμές για την όξυνση των Ρωσο-τουρκικών σχέσεων και η έναρξη του Κριμαϊκού πολέμου
Το ζήτημα της κυριότητας του ναού του Πανάγιου Τάφου στους Άγιους Τόπους αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ των Ορθοδόξων και των Καθολικών της Ιερουσαλήμ για πάνω από τρεις αιώνες. Θεωρητικώς ο ναός βρισκόταν κάτω από την κυριότητα και των δύο κοινοτήτων, αυτό όμως δεν μείωνε τον ανταγωνισμό τους για να διεκδικήσουν τον ναό επικαλούμενοι αλληλοαναιρούμενα φιρμάνια του εκάστοτε Οθωμανού Σουλτάνου που είχαν εκδοθεί αιώνες πριν και κατά κανόνα ήταν προϊόν χρηματικής εξαγοράς. Ο θρησκευτικός ανταγωνισμός για την κυριαρχία στον ναό του Πανάγιου Τάφου είχε διεθνείς πολιτικές προεκτάσεις, με τους Γάλλους, ειδικά μετά την ανάδειξη του Λουδοβίκου Βοναπάρτη Γ’ σε Αυτοκράτορα, να στηρίζουν με έντονη παρασκηνιακή διπλωματική δραστηριότητα τα δικαιώματα των Καθολικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Ρώσους αντίστοιχα των Ορθοδόξων.
Η κλιμάκωση του διπλωματικού αυτού ανταγωνισμού επήλθε στις 28 Ιανουαρίου 1852, όταν ο πρέσβης της Γαλλίας Valette εξασφάλισε ένα Σουλτανικό φιρμάνι από τον Ρεσίτ Πασά που ικανοποιούσε τις Γαλλικές αξιώσεις σχετικά με τον Πανάγιο Τάφο. Αυτό όμως εξόργισε την Ρωσία η οποία εκμεταλλευόμενη την ανάδειξη του Ρεούφ πασά που την ευνοούσε, επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση από την Πύλη νέου «Χάττι Σερίφ» τον Μάρτιο του 1852 που αναιρούσε το προηγούμενο φιρμάνι και ευνοούσε εκ νέου τους Ορθοδόξους.
Η Γαλλία απέστειλε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη τον Valette επιβαίνοντα στο Γαλλικό πολεμικό πλοίο «Καρλομάγνος» απαιτώντας την εκ νέου ικανοποίηση των Καθολικών. Η παρουσία Γαλλικού πολεμικού πλοίου στον Ελλήσποντο δημιούργησε οξύ διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει η Πύλη και ο Ρεσίτ Πασάς που εν τω μεταξύ είχε επανακάμψει στην εξουσία να επιδιώξει εκ νέου μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων της Ιερουσαλήμ.
H πολιτική συγκυρία ευνοούσε μια επέμβαση της Ρωσίας, καθώς οι υπουργοί της Πύλης ήταν διαιρεμένοι μεταξύ τους, ο όχλος της Κωνσταντινούπολης εκφραζόταν εναντίον του Σουλτάνου Αβδούλ Μεζίτ, ενώ η Αυτοκρατορία ως κρατικός οργανισμός ήταν ουσιαστικά χρεοκοπημένος και συντηρούταν συνεχώς με δάνεια από ευρωπαϊκές χώρες που ανανεώνονταν συνεχώς με επαχθέστερους όρους. Έτσι, στις 16 Φεβρουαρίου 1853 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Menshikov (Μενσίκοφ) απεσταλμένος του Τσάρου με μεγάλη συνοδεία αξιωματικών και διπλωματικών ακολούθων, ο οποίος από την πρώτη στιγμή εμφανίστηκε ιδιαίτερα επιθετικός έναντι της Πύλης, ζητώντας να εκδοθεί εκ νέου φιρμάνι που να κατοχυρώνει τα δικαιώματα των Ορθοδόξων στους Αγίους Τόπους.

Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ (1823-1861), ο 31ος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Pera Museum, Κωνσταντινούπολη.

Πρίγκιπας Αλέξανδρος Σεργκέγιεβιτς Μενσίκοφ (1787-1869). Έργο του Franz Krüger, 1850. Hermitage Museum, Πετρούπολη, Ρωσία.
Όταν ο Σουλτάνος δεν ικανοποίησε όλες τις Ρωσικές επιδιώξεις, ο Μενσίκοφ επέδωσε τελεσίγραφο στις 23 Απριλίου 1853, το οποίο έδινε διορία 5 ημερών στην Πύλη να εξασφαλίσει δια νόμου όχι μόνο το καθεστώς του παναγίου Τάφου αλλά και όλα τα δικαιώματα των Ορθοδόξων που διαβιούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και του Ορθόδοξου Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης.
Το ρωσικό τελεσίγραφο πανικόβαλλε τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως βρήκε ισχυρούς συμμάχους τους πρεσβευτές της Αγγλίας Hugh Rοse[1] και της Γαλλίας Delacour, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να απορρίψει το Ρωσικό τελεσίγραφο παρέχοντας μόνο γενικόλογες διαβεβαιώσεις υπέρ των Ορθοδόξων. Η Πύλη τελικώς δεν ενέδωσε στο τελεσίγραφο, αλλά προσπάθησε να καθυστερήσει την όξυνση που επιζητούσε η Ρωσία χωρίς όμως επιτυχία. Ο Μενσίκοφ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη στις 21 Μαΐου 1853 διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Οι εξελίξεις πλέον έλαβαν μορφή χιονοστιβάδας.
Ο Τσάρος Νικόλαος παρακίνησε τους Ρώσους και τους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής σε θρησκευτικό πόλεμο, ενώ προσπάθησε αγωνιωδώς να προσεταιριστεί τον Άγγλο πρωθυπουργό Aberteen, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς οι Βρετανοί είχαν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα στην παρακμάζουσα Αυτοκρατορία. Αντιθέτως συστάθηκε ένας ευρύς αντιρωσικός Ευρωπαϊκός συνασπισμός αποτελούμενος από την Αγγλία, την Γαλλία την Πρωσία και την Αυστρία. Η Πρωσία και η Αυστρία με σύμβαση που είχαν υπογράψει ήδη από τις 20 Απριλίου 1853 προέβλεπαν αφενός αμοιβαία ουδετερότητα έναντι των εμπολέμων, αλλά αφετέρου ότι σε περίπτωση που τα Ρωσικά στρατεύματα εισέβαλλαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες θα αναλάμβαναν από κοινού δράση κατά της Ρωσίας.
Οι Οθωμανοί, χάρις την ενίσχυση από τους Αγγλογάλλους και την παρουσία των πανίσχυρων στόλων τους στον Ελλήσποντο, αναθάρρησαν και επιζητούσαν πολεμική αναμέτρηση. Στις 13 Σεπτεμβρίου το «συμβούλιο των μεγιστάνων» υπό την προεδρεία του Σουλτάνου ζήτησε την κήρυξη πολέμου, ενώ στις 22 Σεπτεμβρίου 1853 εκδόθηκε φιρμάνι που καλούσε όλους τους μωαμεθανούς στα όπλα κατά του προαιώνιου εχθρού.

Οι Γάλλοι καταλαμβάνουν τις ρωσικές θέσεις γύρω από τη Σεβαστούπολη φέρνοντας το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856). Λιθογραφία, William Simpson (1823-1899).
Οι εχθροπραξίες κορυφώθηκαν στις 30 Νοεμβρίου 1853, όταν ο Ρωσικός στόλος κατέστρεψε ολοσχερώς μια μοίρα Οθωμανικών πολεμικών πλοίων που ναυλοχούσε στην Σινώπη. Όταν ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες στις ηγεμονίες με την εισβολή των Ρώσων, οι Οθωμανοί σημείωσαν μια σειρά από απρόσμενες στρατιωτικές νίκες και τα Ρωσικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν υπό τον φόβο της επέμβασης της Αυστρίας και της Πρωσίας και παρεμβλήθηκαν στρατεύματα της Αυστρίας μεταξύ των εμπολέμων. Αυτή η εξέλιξη απομόνωσε πλήρως την Ρωσία και περιόρισε μοιραία το κύριο πεδίο του πολέμου στα δικά της εδάφη και στο δευτερεύον μέτωπο του Καυκάσου.
Ακολούθησε η επίσημη κήρυξη πολέμου των Άγγλων στις 27 και των Γάλλων στις 28 Μαρτίου 1854, που αποβίβασαν στρατεύματα στην στρατηγικά σημαντική Ρωσική χερσόνησο της Κριμαίας τον Ιούνιο του 1854, ξεκινώντας έναν σκληρό και αδυσώπητο μακροχρόνιο πόλεμο[2], ο οποίος πήρε πανευρωπαϊκές διαστάσεις χάρις την συμμετοχή μικρών εκστρατευτικών σωμάτων από το Πεδεμόντιο, την Ελβετία και την Πολωνία. Μετά από κάποιες μικρές τοπικές επιτυχίες[3] το εκστρατευτικό σώμα των Αγγλογάλλων κύκλωσε την Σεβαστούπολη[4] τον Σεπτέμβριο του 1854 και την πολιόρκησε για δώδεκα μήνες. Ο θάνατος του τσάρου Νικολάου και η τελική άλωση της Σεβαστούπολης δεν έφεραν την ειρήνευση, καθώς οι Ρώσοι συνέχισαν με πείσμα τον πόλεμο, σημειώνοντας μικρές επιτυχίες, όπως η κατάληψη του φρουρίου Κάρς στο μέτωπο του Καυκάσου. Τελικώς η ειρήνευση ήρθε τον Ιανουάριο του 1856, όταν η Αυστρία απείλησε την Ρωσία με στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση που δεν συμφωνούσε να γίνει ανακωχή.
Το Ελληνικό Βασίλειο και ο Κριμαϊκός πόλεμος
Ο ανταγωνισμός Ρωσίας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε δημιουργήσει μεγάλη συγκίνηση στους Έλληνες, που διέβλεπαν ότι η διένεξη αυτή ίσως να βοηθούσε τα φιλόδοξα Ελληνικά όνειρα για την πραγμάτωση της «Μεγάλης Ιδέας». Η θρησκευτική διάσταση του ζητήματος, οι προαιώνιοι θρύλοι για την λύτρωση του Ελληνισμού από το «ξανθό γένος» αλλά και οι Ρωσικές ανεπίσημες παροτρύνσεις είχαν ενθουσιάσει και κινητοποιήσει ένα μεγάλο τμήμα της Ελληνικής κοινής γνώμης. Τις ελπίδες αυτές και τον λαϊκό πόθο για Εθνική αποκατάσταση ενστερνιζόταν πριν από όλους ο Βασιλιάς Όθων και η Βασίλισσα Αμαλία, οι οποίοι φρόντιζαν να συγκεντρωθούν χρήματα με μυστικούς εράνους ανάμεσα στους πλούσιους Έλληνες εμπόρους της Μασσαλίας, της Βιέννης και της Τεργέστης για να αγοραστούν όπλα και πολεμοφόδια για να χρησιμοποιηθούν σε μια πιθανή εξέγερση. Η αρθρογραφία του Αθηναϊκού Τύπου ήταν εξαιρετικά φιλοπόλεμη και επιθετική έναντι των Τούρκων, ενώ σημαντικές προσωπικότητες όπως ο υπουργός στρατιωτικών Σπυρομήλιος, ο Ανδρέας Μεταξάς και ο στρατηγός Κίτσος Τζαβέλας προετοίμαζαν μυστικά την εξέγερση συγκεντρώνοντας πολεμικό υλικό στην Κρήτη.
Έτσι, στις αρχές του 1854 το σύνολο των δυνάμεων του Ελληνισμού, εντός και εκτός του μικρού Ελληνικού Βασιλείου βρισκόταν σε αναβρασμό. Οι αφορμές για τον ξεσηκωμό δεν άργησαν να δοθούν από την Οθωμανική εξουσία: κάποιες αυθαιρεσίες Οθωμανών διοικητών στη Θεσσαλία και η αύξηση της φορολογίας στις επαρχίες της Ηπείρου, έδωσαν το έναυσμα για την εξέγερση. Σημαντικός συντελεστής στην εκδήλωση της, ήταν και η απουσία των τουρκικών στρατευμάτων που είχαν μεταφερθεί στα σύνορα με τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αμέσως πολλοί σημαντικοί Έλληνες αξιωματικοί παραιτήθηκαν από τον Ελληνικό στρατό και στελέχωσαν την εξέγερση, ενώ ακόμη και βουλευτές ηγήθηκαν ενόπλων σωμάτων. Επί ποδός πολέμου βρέθηκε το σύνολο του Ελληνισμού ανεξαρτήτως ηλικίας και κοινωνικής τάξης, με βασικό σύνθημα την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ενώ έκαναν την εμφάνιση τους σημαίες με την επιγραφή «Βυζαντινόν Βασίλειον».

Εθελοντικό τάγμα (Ελληνική Λεγεώνα) υπό τον Πάνο Κορωναίο στην Σεβαστούπολη της Ρωσίας, κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, 1854. Η Ελληνική Λεγεώνα ήταν σώμα Ελλήνων εθελοντών στον ρωσικό στρατό, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, πήρε μέρος στις μάχες που διεξήχθησαν στον Δούναβη και την Κριμαία.
Η ιστορία της Ελληνικής Λεγεώνας συνδέεται με τον Κριμαϊκό Πόλεμο (Οκτώβριος 1853-Φεβρουάριος 1856), μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξελίχθηκε ως βίαιη διαμάχη της τελευταίας και των δυτικών συμμάχων της (Γαλλίας και Βρετανίας, προς το τέλος του πολέμου και του Βασιλείου της Σαρδηνίας – Πεδεμοντίου) με τη Ρωσία.
Οι Έλληνες εθελοντές έλαβαν μέρος στις μάχες του Μαρτίου του 1854, περνώντας στη δεξιά όχθη του Δούναβη, και τον Μάιο του ίδιου έτους στη μάχη εναντίον των Τούρκων στο νησί Ραντομάν. Στις αρχές του 1855, η Λεγεώνα, η οποία αριθμούσε περίπου 800 εθελοντές, μεταφέρθηκε στην Κριμαία.
Τον Ιούνιο του 1856 η Λεγεώνα διαλύθηκε. Μερικοί από τους εθελοντές αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους φοβούμενοι διώξεις από τις τουρκικές αρχές, καθώς πολλοί ήταν Τούρκοι υπήκοοι. 201 εθελοντές εγκαταστάθηκαν στη Μαριούπολη, όπου από τον 18ο αιώνα διαβιούσε ο γηγενής ελληνικός πληθυσμός της Κριμαίας.
Η εξέγερση στην Ήπειρο και στην Θεσσαλία
Η εξέγερση ξεκίνησε αρχικά στην Ήπειρο. Συγκεκριμένα στις 15 Ιανουαρίου 1854 οι πρόκριτοι του Ραδοβιζίου Άρτας επαναστάτησαν υψώνοντας επαναστατική σημαία με έναν σταυρό και τις λέξεις «εν τούτω νίκα», ενώ εξέδωσαν προκήρυξη με την οποία καλούσαν τους πολίτες σε εξέγερση εναντίον της Οθωμανικής καταπίεσης σε συνέχεια του ιερού αγώνα του 1821. Μέσα σε λίγες ημέρες επαναστάτησαν οι επαρχίες Τζουμέρκων, Σκουλικαριάς και Λάκκας Σουλίου, με τους επαναστάτες να νικούν εύκολα τα τοπικά ανίσχυρα Τουρκικά αποσπάσματα που υποχωρούσαν άτακτα προς τα ισχυρά φρούρια της Άρτας και της Πρέβεζας.
Ταυτόχρονα με τις εξεγέρσεις αυτές, 2.000 ένοπλοι υπό τους Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη και Δημήτριο Γρίβα πέρασαν από τα σύνορα της Ελλάδας στην Ήπειρο και νίκησαν τους Τούρκους στην θέση Δημαριό και πολιόρκησαν την Άρτα από δύο σημεία. Από το Ελληνικό Βασίλειο κατέφθαναν συνεχώς ενισχύσεις σε εθελοντές και εφόδια, ενώ και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί όπως ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Ανδρέας Ίσκος και ο Γεώργιος Βαρνακιώτης παραιτήθηκαν από τον Ελληνικό στρατό και ενίσχυσαν τους επαναστάτες.
Η εξέγερση δεν άργησε να μεταδοθεί και στην Θεσσαλία. Ήδη από τον Ιανουάριο είχαν συγκεντρωθεί ομάδες ατάκτων στην Λαμία που απαρτίζονταν κυρίως από ληστές που είχαν αμνηστευθεί από την Ελληνική κυβέρνηση και είχαν πρόθυμα ενστερνιστεί τον αγώνα κατά των Τούρκων. Οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί ήταν οι Καταραχιάς[5], Φαρμάκης, Παπακώστας Τζαμάλας, και Καραούλης ενώ γενικός αρχηγός των δυνάμεων είχε ομόφωνα ανακηρυχτεί ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, παλαιός οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821.
Τον Φεβρουάριο του 1854 οι άτακτες αυτές ομάδες διήλθαν την ελληνοτουρκική μεθόριο και σε συνεννόηση με τους ντόπιους ξεκίνησαν να παρενοχλούν τα τουρκικά αποσπάσματα. Ο αγώνας εντάθηκε όταν ο Χατζηπέτρος με το απόσπασμα του πέρασε την ελληνοτουρκική μεθόριο την 1η Μαρτίου 1854. Ακολούθησε η πρώτη Ελληνική νίκη στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων (8 Απριλίου) και η πολιορκία του φρουρίου του Δομοκού που όμως δεν είχε αίσιο αποτέλεσμα. Παράλληλα, στις 12 Μαρτίου εξεγέρθηκε και η επαρχία του Βόλου χάρις τους τοπικούς οπλαρχηγούς αδελφούς Μπασδέκη και την παρουσία του Τζαμάλα. Παρά τις αρχικές μικρές τοπικές επιτυχίες, ο Τζαμάλας δεν κατάφερε να καταλάβει είτε τον Αλμυρό είτε τον Βόλο, ενώ στις 10 Απριλίου έφτασε στην περιοχή ο Ζεινέλ Πασάς με 3.000 στρατιώτες. Η παρουσία του Ζεινέλ Πασά και οι διχογνωμίες των Ελλήνων οπλαρχηγών, τελικώς εξασθένησαν τις επαναστατικές δυνάμεις στην περιοχή.
Εν τω μεταξύ ο στρατηγός Χατζηπέτρος συγκέντρωνε τις υπόλοιπες δυνάμεις των επαναστατών (800 στρατιώτες) στην περιοχή της Καλαμπάκας. Στις 30 Απριλίου εκστράτευσε εναντίον του από τα Τρίκαλα ο Σελήμ πασάς με 3000 στρατιώτες και στρατοπέδευσε ακριβώς απέναντι από τους Έλληνες. Ο Χατζηπέτρος έδρασε μεθοδικά περικυκλώνοντας τον αντίπαλο του και αποκόπτοντας τον στρατό του από κάθε ανεφοδιασμό. Σύντομα ο Σελήμ βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αποφάσισε να επιτεθεί κατά μέτωπο εναντίον του αντιπάλου του. Ήδη όμως ο Χατζηπέτρος είχε λάβει ισχυρές επικουρίες από τις άλλες δύο επαρχίες και η δύναμη του είχε φτάσει επίσης τους 3.000 στρατιώτες, ενώ βρίσκονταν μαζί του και οι σημαντικότεροι Έλληνες οπλαρχηγοί (Δυοβουνιώτης, Χουρμούζης, Λεωτσάκος, Καλαμάρας, Γιουρούκος κτλ). Ακολούθησαν μια σειρά από μάχες το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου με κορυφαία αυτή της 10ης Μαΐου κατά την οποία οι Τούρκοι είχαν πάνω από 1500 νεκρούς και τραυματίες. Οι δυνάμεις του Σελήμ τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τα Τρίκαλα και οι επαναστάτες του Χατζηπέτρου είχαν γίνει κύριοι της Θεσσαλικής πεδιάδας, με λάφυρα 5 κανόνια, 500 ντουφέκια και 200 αιχμαλώτους.
Η εξέγερση στην Δυτική Μακεδονία
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης κοντά στα μεγάλα στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Μακεδονία παρουσίαζε δυσκολίες για την διοργάνωση εξέγερσης. Οι δυσκολίες αυτές όμως δεν πτόησαν τους Έλληνες της Μακεδονίας που εμψύχωσαν τον απελευθερωτικό αγώνα αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Οι δύο βασικές εστίες εξέγερσης ήταν τα Γρεβενά και η Χαλκιδική. Στα Γρεβενά εμφανίστηκε η ένοπλη ομάδα του παλαιού αρματολού της περιοχής Θεόδωρου Ζιάκα. Ο Ζιάκας γνώριζε άριστα την περιοχή και τους κατοίκους της, κατάφερε να διεισδύσει στην επαρχία των Γρεβενών, να ξεσηκώσει τους ντόπιους διεξάγοντας στρατολογία και να οχυρώσει ορεινές επίκαιρες θέσεις μπροστά στο Μέτσοβο. Η σημαντικότερη επιτυχία του ήταν η συντριβή ενός αποσπάσματος 350 Τούρκων ιππέων στις 10 Μαΐου κοντά στο χωριό Δημινίτσα.
Η εξέγερση επεκτάθηκε και στην Χαλκιδική χάρις την παράτολμη εκστρατεία του Τσάμη Καρατάσου, γιου του περίφημου Μακεδόνα οπλαρχηγού Αναστάσιου Καρατάσου παλαιού αγωνιστή της επαναστάσεως του 1821. Το εγχείρημα φάνταζε ακατόρθωτο καθώς οι Τούρκοι είχαν στείλει δύο πολεμικά πλοία να περιπολούν τις ακτές της Κασσάνδρας, δύο άλλα πλοία επιτηρούσαν την περιοχή των Σποράδων, ενώ στις αρχές Μαρτίου του 1854 μεταφέρθηκαν 500 στρατιώτες στην περιοχή της Χαλκιδικής. Ο Τσάμης Καρατάσος δεν πτοήθηκε από τις δυσκολίες και αρχικώς οργάνωσε ένα εκστρατευτικό σώμα από 500 ενόπλους, το οποίο μετέφερε στην Σκιάθο.

Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος, (1798-1861), σε ώριμη ηλικία κατά τη Μακεδονική Επανάσταση του 1854.
Από εκεί εξασφάλισε ένα μικρό στολίσκο, ο οποίος μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι λόγω θαλασσοταραχής αποβίβασε τον Καρατάσο και το εκστρατευτικό του Σώμα στον όρμο Καλαμίτσι της Σιθωνίας στις 6 Απριλίου 1854. Ο Καρατάσος απελευθέρωσε αρχικά το χωριό Συκιές και αμέσως μετά τον Παρθενώνα και την Νικίτη, όπου προσφέρθηκαν και τον ακολούθησαν πάνω από 200 εθελοντές. Η πορεία του συνεχίστηκε και στις 10 Απριλίου εισήλθε θριαμβευτικά στον Άγιο Νικόλαο όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή από τους κατοίκους. Ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη ήταν ανοιχτός για τον Καρατάσο καθώς δεν υπήρχε αξιόλογη Τουρκική δύναμη στην περιοχή για να τον εμποδίσει, ούτε η πόλη διέθετε οχυρώσεις.
Οι δραματικές πολιτικές διεργασίες στην Αθήνα
Τα νέα για την επανάσταση στην Ήπειρο, στην Θεσσαλία και στην Δυτική Μακεδονία είχαν δημιουργήσει μια πολεμική έξαψη στην κοινή γνώμη των Αθηνών. Τα νέα των αποτυχιών και των επιτυχιών των επαναστατών μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των Ελλήνων ενώ γίνονταν συνεχώς δημόσιοι έρανοι για την συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση των επαναστατών.
Η κυβέρνηση Κριεζή, μια από τις μακροβιότερες σε θητεία την εποχή εκείνη, επισήμως τηρούσε στάση αυστηρής ουδετερότητας. Την ίδια στάση τηρούσε και ο Βασιλιάς Όθων όχι μόνο στις συνομιλίες του με τους ξένους πρεσβευτές, αλλά και στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, ενώ μυστικά υπέθαλπτε την εξέγερση με όποιο τρόπο μπορούσε. Τα περισσότερα μέλη του υπουργικού συμβουλίου με κορυφαίους τον υπουργό Δικαιοσύνης Πήλικα και τον υπουργό Οικονομικών Κ. Προβελέγγιο, ήταν αντίθετοι σε κάθε ανάμιξη της Ελλάδας στην επικείμενη σύρραξη καθώς οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Αθήνα δεν είχαν αφήσει περιθώρια παρερμηνεύσεων για τις προθέσεις τους. Αυτοσυγκράτηση συμβούλευαν και οι τρεις σημαντικότεροι πρεσβευτές της Ελλάδας και έμπειροι πολιτικοί (Σπυρίδων Τρικούπης στην Αγγλία, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην Γαλλία και Ανδρέας Μεταξάς στην Ρωσία), έχοντας άμεση γνώση των προθέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Το Ελληνικό δράμα κορυφώθηκε μετά το τελεσίγραφο που επέδωσε η Πύλη μέσω του πρεσβευτή της στην Αθήνα Νεσσέτ Μπέη στις 19 Μαρτίου 1854, με το οποίο ζητούσε: α) να προσκαλέσει εντός 10 ημερών όλους τους αξιωματικούς που είχαν παραιτηθεί και λάμβαναν μέρος στην επανάσταση να επιστρέψουν σε Ελληνικό έδαφος, β) να παρεμποδίσει τον εξοπλισμό επαναστατικών ομάδων στα Ελληνικά εδάφη, γ) να αποδοκιμάσει δημοσίως όσους στην Ελλάδα διεξάγουν εράνους υπέρ των επαναστατών, δ) να προβεί σε ενέργειες για να μετριαστεί η φιλοπόλεμη επιθετικότητα των Ελληνικών εφημερίδων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπέρ των επαναστατών, και τέλος ε) να διεξαχθούν ανακρίσεις και να βρεθεί ο ένοχος που απελευθέρωσε κρατούμενους από τις φυλακές της Χαλκίδας[6], τους οργάνωσε σε ένοπλη ομάδα και εισέβαλλε στην Θεσσαλία. Το τελεσίγραφο έδινε διορία 48 ωρών στην Ελληνική κυβέρνηση για να απαντήσει και είχε συνταχθεί σε αυστηρό ύφος, με την ενθάρρυνση των πρεσβευτών της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Η κυβέρνηση Κριεζή δεν αιφνιδιάστηκε από το Τουρκικό τελεσίγραφο και με την σύμφωνη γνώμη του Όθωνα, απάντησε στις 21 Μαρτίου με πνεύμα μετριοπάθειας προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Συγκεκριμένα η Ελληνική κυβέρνηση διαπίστωνε ότι οι αξιωματικοί που καθοδηγούσαν τη εξέγερση στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία είχαν παραιτηθεί από τον Ελληνικό στρατό, οπότε ούτε μισθοδοτούταν ούτε έπαιρναν διαταγές από την Ελληνική κυβέρνηση.
Για τα υπόλοιπα ζητήματα, η κυβέρνηση Κριεζή υποσχόταν ότι θα προέβαινε σε ενέργειες για να παρακωλύσει τόσο την δημιουργία ενόπλων επαναστατικών σωμάτων στα Ελληνικά εδάφη, όσο και την διεξαγωγή εράνων. Επίσης υποσχόταν ότι σεβόμενη τους Ελληνικούς νόμους περί ελευθεροτυπίας θα προσπαθούσε να μετριάσει το επιθετικό ύφος των Ελληνικών εφημερίδων, ενώ υποστήριζε παράλληλα πως το πόρισμα της ανάκρισης στις φυλακές Χαλκίδας είχε αθωώσει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς και είχε αποδώσει ευθύνες σε «αποπλανημένους στρατιώτες». Η απάντηση αυτή δεν ικανοποίησε την Πύλη και την επομένη ο Νεσσέτ Μπέης εγκατέλειψε την Αθήνα ενώ ομοίως αποχώρησε και ο Έλληνας πρέσβης Μεταξάς από την Κωνσταντινούπολη διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών. Η κρίση κορυφώθηκε όταν η Πύλη με απόφαση της απέλασε πολλούς Έλληνες πολίτες από τα εδάφη της ενώ παρακώλυε συστηματικά το Ελληνικό εμπόριο απαγορεύοντας σε πλοία με Ελληνική σημαία να πλησιάσουν Τουρκικά λιμάνια.
Η εξέλιξη αυτή ικανοποίησε τον Όθωνα καθώς αυτός θεώρησε πως δεν είχε πλέον καμία ηθική υποχρέωση έναντι της Πύλης. Με εγκύκλιο της στις 17 Απριλίου η Ελληνική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε για τα μέτρα της Πύλης, ενώ στο τέλος της εγκυκλίου αφηνόταν να εννοηθεί ότι η στρατιωτική αναμέτρηση των δύο χωρών ήταν επικείμενη με αποκλειστική ευθύνη των Τούρκων. Η κυβέρνηση Κριεζή απέλασε πολλούς Οθωμανούς υπηκόους, ενώ παρεμπόδισε Τουρκικά πλοία να πλησιάσουν τα Ελληνικά λιμάνια. Ο Όθων ήταν αποφασισμένος να εξωθήσει τα πράγματα σε ολοκληρωτικό πόλεμο του συνόλου του Ελληνισμού εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι πρεσβευτές Wise της Αγγλίας και Roinτ ης Γαλλίας συνεχώς απειλούσαν και προειδοποιούσαν τον Όθωνα για το κόστος που θα προέκυπτε για τον ίδιο και τον Θρόνο του, αν το Ελληνικό Βασίλειο στήριζε και επίσημα τους επαναστάτες.
Ο Όθων όμως στάθηκε υπερήφανος και αγέρωχος έναντι των απειλών αυτών και επικουρούμενος από τις πατριωτικές εξάρσεις της Βασίλισσας Αμαλίας, αποφάσισε να περάσει την Ελληνοτουρκική μεθόριο και να τεθεί αυτοπροσώπως επικεφαλής των επαναστατών. Στα τέλη Απριλίου ο Όθων έδωσε διαταγή στα Ελληνικά στρατεύματα να μετακινηθούν από την Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά προς τα Ελληνοτουρκικά σύνορα.
Η είδηση της μετακίνησης του στρατού κατατάραξε τους υπουργούς της κυβέρνησης που γνώριζαν τις διαθέσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ακολούθησαν συνεχείς δραματικές συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου στα ανάκτορα με την παρουσία του Όθωνα και της Αμαλίας. Σε αυτά οι υπουργοί Πήλικας και Προβελέγγιος προσπάθησαν με υπομνήματα και παραινέσεις να μεταπείσουν τον Όθωνα από την ανάληψη ενός τόσο επικίνδυνου εγχειρήματος. Ο Όθων αρχικά κλονίστηκε, αλλά συνεπικουρούμενος από την επιμονή της βασίλισσας Αμαλίας επέμεινε στις φιλοπόλεμες θέσεις του και κάμφθηκε οριστικά, μόνο όταν όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης απείλησαν με παραίτηση.
Οι δραματικές αυτές διαβουλεύσεις δεν γίνονταν με μυστικότητα και έτσι, τόσο η Ελληνική κοινή γνώμη, όσο και τα ξένα ανακτοβούλια και η Πύλη γνώριζαν επακριβώς τις προθέσεις της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Η συμπεριφορά του Όθωνα είχε εξοργίσει τα ανακτοβούλια της Αγγλίας και της Γαλλίας, με την κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ’ να αποφασίζει την βίαιη εκθρόνιση του με την σύμφωνη γνώμη και των Άγγλων. Τελικώς η σκέψη αυτή δεν υλοποιήθηκε λόγω της αλλαγής της Αγγλικής στάσης που φοβήθηκε ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε νέες περιπλοκές στην περιοχή και θα αύξαινε την Γαλλική επιρροή. Ακόμη και η Αυστρία με την Πρωσία συμβούλεψαν τον Όθωνα να παραμείνει ουδέτερος.
Το αποτέλεσμα της οργής της Αγγλίας και της Γαλλίας εκδηλώθηκε αρχικά στις 8 Απριλίου με την επίδοση κοινής οργισμένης διακοίνωσης από τους πρεσβευτές Wise και Roin. Η διακοίνωση αυτή ξεκινούσε από την ολοφάνερα ψευδή δήλωση ότι το σύνολο του Ελληνικού Έθνους ήταν εναντίον κάθε Ελληνικής πρόκλησης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνέχιζε με προσβολές κατά της Ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά των οποίων την συμπεριφορά αποκαλούσε αχαρακτήριστη και άφηνε υπονοούμενα για επέμβαση του στόλου των δύο δυνάμεων στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα εφημερίδες στην Γαλλία όπως ο «Επίσημος Μηνύτωρ» δημοσίευαν άρθρα με τα οποία υποδείκνυαν στην κυβέρνηση την στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα και την κατοχή του Πειραιά.
Η ναυτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ελλάδα
και το «υπουργείο Κατοχής»

Ρήγας Παλαμήδης, λάδι σε μουσαμά, έργο του Στέφανου Αλμαλιώτη (1910-1987). Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων. Δημοσιεύεται στο: «Πρόεδροι της Βουλής, Γερουσίας και Εθνοσυνελεύσεων 1821-2008», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2009.
Πολύ σύντομα οι απειλές της Αγγλίας και της Γαλλίας έγιναν πράξη. Στις 13 Μαΐου 1854 Γαλλικά πολεμικά πλοία εμφανίσθηκαν στον Σαρωνικό και κατέλαβαν με στρατιωτικά αγήματα υπό τον Γάλλο στρατηγό Forey το λιμάνι του Πειραιά, ενώ οι δύο πρεσβευτές στην Αθήνα επέδωσαν νέο απειλητικό τελεσίγραφο στην κυβέρνηση Κριεζή. Την επομένη ο Βασιλιάς Όθων αναγκάστηκε να υποχωρήσει ενώπιον της επίδειξης ισχύος των δύο υπερδυνάμεων της εποχής, κηρύσσοντας επισήμως την ουδετερότητα του Ελληνικού Βασιλείου στον Κριμαϊκό πόλεμο που βρισκόταν σε εξέλιξη. Εκτός αυτού, ο Όθων εξαναγκάστηκε να απολύσει τον Κριεζή και να σχηματίσει νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, καθώς ήταν ο μοναδικός Έλληνας πολιτικός που εμπιστεύονταν οι Αγγλογάλλοι για να εφαρμόσει πιστά την πολιτική της ουδετερότητας. Το νέο υπουργικό συμβούλιο που ανέλαβε καθήκοντα στις 16 Μαΐου είχε ως πρωθυπουργό και υπουργό Οικονομικών τον Μαυροκορδάτο και ως ισχυρούς υπουργούς τον Ρήγα Παλαμίδη (Εσωτερικών), τον Δημήτριο Καλλέργη (Στρατιωτικών), ο Π. Αργυρόπουλο (Εξωτερικών) και τον Δ. Καλλιγά (Δικαιοσύνης). Η κυβέρνηση αυτή ονομάστηκε εύλογα από την κοινή γνώμη της εποχής ως «Υπουργείο Κατοχής».
Ο Μαυροκορδάτος που είχε οριστεί πρωθυπουργός βρισκόταν στην Γαλλία και ανέλαβε τα καθήκοντα του στην Αθήνα μόλις στις 9 Ιουλίου, αναπληρούμενος ως τότε από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Μέχρι την έλευση Μαυροκορδάτου στην Αθήνα, ο Όθων κινδύνεψε με εκθρόνιση από τον πανίσχυρο υπουργό στρατιωτικών Καλλέργη, ο οποίος είχε μεταβληθεί σε τυρρανίσκο, διαφήμιζε δημοσίως τις στενές σχέσεις του με τα κατοχικά Γαλλικά στρατεύματα, ενώ είχε παύσει ακόμη και τους υπασπιστές του Έλληνα Βασιλιά.
Την ίδια στιγμή, ο Γαλλικός στρατός κατοχής με 3.500 άνδρες υπό τον ναύαρχο Tinan (Marie Charles Adelbert Le Barbier de Tinan), προσπάθησε να ταπεινώσει τον Όθωνα κάνοντας συνεχώς επιδεικτικές παρελάσεις από τον Πειραιά ως τα ανάκτορα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σε περιπάτους. Μετά από διαταγή του Tinan, Γάλλοι στρατιώτες μετέβησαν στα γραφεία της εφημερίδας «Αιών» και αφού κατέστρεψαν το τυπογραφείο της, απήγαγαν τον διευθυντή της εφημερίδας και διαπρεπές στέλεχος του Ρωσικού κόμματος Ιωάννη Φιλήμωνα. Επίσης ο Tinan ζήτησε και πέτυχε την τιμωρία του Κωνσταντίνου Λεβίδη αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Ελπίς», ενώ επέβαλλε σε πολλές περιπτώσεις την μετάθεση αξιωματικών και δικαστικών που δεν ήταν αρεστοί στην ηγεσία του στρατού κατοχής.

Ιωάννης Φιλήμων (1798 ή 1799–1874). Ιστορικός συγγραφέας και εκδότης της εφημερίδας Αιών. Λιθογραφία, Ημερολόγιο Βρέτου, 1863.
Η προκλητική παρουσία Γάλλων αξιωματικών και στρατιωτών στην Αθήνα δημιουργούσε συνεχώς επεισόδια και διαπληκτισμούς με πολίτες και κυβερνητικούς αξιωματούχους και η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου συνεχώς αγωνιζόταν να διευθετεί τα προβλήματα που προέκυπταν. Το καταστροφικό επιστέγασμα της παρουσίας του Γαλλικού στρατού κατοχής ήταν η μεταφορά μιας επιδημίας χολέρας αρχικώς στους κατοίκους του Πειραιά η οποία είχε μεταφερθεί από την Βάρνα με Γαλλικό πλοίο. Πολύ γρήγορα ο λοιμός μεταφέρθηκε και στην Αθήνα, καθώς τη εποχή εκείνη η πόλη δεν διέθετε τις κατάλληλες υποδομές για να διατηρηθεί η δημόσια υγιεινή, ενώ οι Γαλλικές αρχές Κατοχής δεν επέτρεψαν να παρθούν τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα.
Η επιδημία ταλαιπώρησε την Αθήνα για πάνω από πέντε μήνες εξοντώνοντας 3.000 Αθηναίους, το 1/10 του συνολικού πληθυσμού της πρωτεύουσας εκείνη την εποχή. Ιδιαίτερα η χολέρα έπληξε τους πρόσφυγες από τις διώξεις των Οθωμανών στις τουρκοκρατούμενες περιοχές μετά την διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που κατοικούσαν στην Αθήνα σε πρόχειρα παραπήγματα υπό κακές συνθήκες υγιεινής. Ο διοικητής του Γαλλικού αποσπάσματος Tinan δεν συγκινήθηκε από το δράμα των Αθηναίων αλλά αντιθέτως χρησιμοποιώντας την επιδημία ως δικαιολογία, ζήτησε την μεταστάθμευση του στρατού κατοχής στα Πατήσια, κάτι που αρνήθηκε ο Μαυροκορδάτος επισείοντας ακόμη και την απειλή παραίτησης του. Ο πλέον τραγικός μήνας ήταν ο Νοέμβριος του 1854, όταν πέθαναν 800 άτομα. Το Βασιλικό ζεύγος επέδειξε θαυμαστή εγκαρτέρηση μπροστά στο δράμα των Αθηναίων, συμπαριστάμενο στους πληγέντες από τον λοιμό, αδιαφορώντας για τους κινδύνους.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έργο του Γεωργίου Συρίγου, λάδι σε μουσαμά, Συλλογή έργων τέχνης της Βουλής των Ελλήνων.
Ο Μαυροκορδάτος από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντα του[7] στις αρχές Ιουλίου, προσπάθησε να ανορθώσει το τρωθέν κύρος του στέμματος, αλλά και να εξαλείψει την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι η κυβέρνηση του ήταν φερέφωνο των ξένων δυνάμεων κατοχής. Χάρις τα αυστηρά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, πολύ σύντομα οι περισσότεροι στρατιωτικοί εγκατέλειψαν την εξέγερση στην Ήπειρο και στην Θεσσαλία και επέστρεψαν στο Ελληνικό βασίλειο. Ταυτόχρονα είχε αποκατασταθεί μια σχετική τάξη στην Στερεά Ελλάδα και στην κρίσιμη μεθόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και η επάνοδος πολλών ενόπλων επαναστατικών σωμάτων[8] είχε οδηγήσει στην εκ νέου άνθιση της ληστείας στην περιοχή με σημαντικότερη συμμορία αυτή του αρχιληστή Μελλούλα με υπαρχηγό τον διαβόητο Χρήστο Νταβέλη.
Άλλη σημαντική επιτυχία του «υπουργείου κατοχής» ήταν να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποστέλλοντας τον Ανδρέα Κουντουριώτη ως πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Από την Πύλη τοποθετήθηκε στην Αθήνα ο Ριζά μπέης. Χάρις την ενεργό ανάμιξη των δύο Δυτικών δυνάμεων υπογράφτηκε νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ Ελλάδος Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 27 Μαΐου στην Κωνσταντινούπολη, που αμέσως ανακούφισε το Ελληνικό εμπόριο και την ναυτιλία. Επίσης ο Μαυροκορδάτος από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντα του έθεσε φραγμό στις ιταμές δημόσιες προσβολές και πιέσεις που ασκούσε ο Καλλέργης στο Βασιλικό ζεύγος, ενώ αρνήθηκε να δεχθεί στο γραφείο του τον Άγγλο διπλωματικό ακόλουθο Stanley, ο οποίος φερόταν με αυθάδεια έναντι των Ελλήνων επισήμων.
Οι ενέργειες αυτές και οι επιτυχίες του Μαυροκορδάτου δεν ήταν αρκετές για να τον διατηρήσουν στην αρχή, καθώς η δημοτικότητα της κυβέρνησης του ήταν μηδενική. Αφορμή για την πτώση της κυβέρνησης στάθηκε ένα κοινωνικό σκάνδαλο που είχε όμως σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις. Μετά την άρνηση της Βασίλισσας να δεχθεί σε συνέντευξη μια διαζευγμένη γυναίκα για την οποία υπήρχαν φήμες ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον Καλλέργη, ο τελευταίος απέστειλε υβριστική επιστολή προς τον Βασιλιά που αρχικώς τηρήθηκε μυστική. Ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να συμβιβάσει την κατάσταση επί τρεις μήνες, αλλά ο Βασιλιάς ζητούσε επίμονα την παραίτηση του Καλλέργη. Η δημοσιοποίηση της επιστολής οδήγησε και στην παραίτηση της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου στις 28 Σεπτεμβρίου 1855, που στο μεταξύ είχε χάσει την εμπιστοσύνη των δυνάμεων κατοχής που την θεωρούσαν ανίσχυρη. Ακολούθησε η ορκωμοσία της κυβέρνησης του Δημητρίου Βούλγαρη[9] η οποία διατηρήθηκε στην αρχή ως τον Νοέμβριο του 1857. Κατά την διάρκεια της θητείας της πραγματοποιήθηκε και η τελική αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής (στις 15 Φεβρουαρίου 1857), μετά από έντονο διπλωματικό διάβημα της Ρωσικής κυβερνήσεως. Η παραμονή των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα διήρκεσε δύο έτη και οχτώ μήνες και είχε επεκταθεί για ένα χρόνο μετά την λήξη του Κριμαϊκού πολέμου.
Το τέλος της Ελληνικής εξέγερσης στην Ήπειρο,
στην Θεσσαλία και στην Μακεδόνια
Η κάμψη του ζήλου των επαναστατών εμφανίστηκε στις αρχές Απριλίου του 1854 σε όλα τα μέτωπα, όταν οι αρχηγοί των ενόπλων σωμάτων αντελήφθησαν ότι η Αγγλία και η Γαλλία ήταν ενάντια στην Ελληνική εξέγερση. Έτσι στην Ήπειρο, μετά την τελευταία επιτυχία του Θεόδωρου Γρίβα έξω από τα Ιωάννινα στις 27 Φεβρουαρίου, ακολούθησαν οι ήττες στην Άρτα και στο Πέτα (13 Απριλίου), λόγω του κακού συντονισμού των Ελληνικών σωμάτων και της πτώσης του ηθικού τους. Οι τάξεις των επαναστατών συνεχώς αραίωναν, σημαντικές Τουρκικές δυνάμεις σάρωναν τις εστίες αντίστασης, κόπηκε κάθε ανεφοδιασμός από την Ελλάδα ενώ ο Άγγλος πρόξενος Longworth και ο Γάλλος Bertran συνεχώς υπόσχονταν με μηνύματα τους προς τους κατοίκους ότι θα τους δοθεί αμνηστία αν δηλώσουν υποταγή στην Πύλη και από τους επαναστάτες να έρθουν σε συμβιβασμό και να αποχωρήσουν στην Ελλάδα κάτι που τελικώς συνέβη στα τέλη Μαΐου.
Στην Θεσσαλία η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά. Ο αρχηγός των επαναστατών Χατζηπέτρος αρνήθηκε κάθε συμβιβαστική πρόταση που του έκανε ο Σελήμ Πασάς τον Μάιο του 1854, αξιώνοντας μάλιστα να του παραδοθούν άμεσα και τα Τρίκαλα. Οι Τούρκοι απάντησαν αποστέλλοντας 8.000 άνδρες υπό τους Αβδή Πασά, Σελήμ Πασά, Ισμαήλ Φράσαρη και τον Αλβανό Τσέλιο Πίτσαρη. Ο Χατζηπέτρος δεν δείλιασε μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ούτε πτοήθηκε από την εγκατάλειψη του από την Ελληνική κυβέρνηση και την κατάληψη του Πειραιά από τους Γάλλους. Οργάνωσε τα τμήματα του αμυντικά για να αντιμετωπίσει τους επερχόμενους Τούρκους και σύναψε την φονικότερη μάχη της Ελληνικής εξέγερσης στις 6 Ιουνίου 1854. Σε αυτή, οι Τούρκοι είχαν πάνω από 1.000 νεκρούς, αλλά η αμυντική θέση των Ελλήνων είχε γίνει απελπιστική λόγω της έλλειψης εφοδίων. Την ίδια μέρα ο Χατζηπέτρος έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης, που σήμανε και το τέλος της εξέγερσης στην Θεσσαλία.
Στην Χαλκιδική η αρχική θριαμβευτική πορεία του Καρατάσου πανικόβαλλε τους Τούρκους στην Θεσσαλονίκη που ζήτησαν βοήθεια από την Γάλλο πρόξενο. Τότε το Γαλλικό πολεμικό πλοίο «Heron» που ναυλοχούσε στην Θεσσαλονίκη έπλευσε προς τον όρμο του Αγίου Νικολάου και επιτέθηκε στον Ελληνικό επαναστατικό στολίσκο, βυθίζοντας μια γολέττα που είχε πολεμοφόδια και μολύβι και προξενώντας βαριές ζημιές στα υπόλοιπα πλοία. Η εξέλιξη αυτή θορύβησε τους επαναστάτες που δεν κατάφεραν να νικήσουν τους Τούρκους που είχαν οχυρωθεί στην Ορμύλια, λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων.
Ο Καρατάσος προσπάθησε να στρατολογήσει στην Ιερισσό και στα Μαντεμοχώρια ενώ ζήτησε μολύβι από τις μονές του Αγίου Όρους, ο χρόνος όμως λειτουργούσε εις βάρος του. Σύντομα υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις νίκησαν τον Καρατάσο, κατέλαβαν τον Πολύγυρο σκοτώνοντας χριστιανούς και καταστρέφοντας τις περιουσίες τους. Ο Καρατάσος κατέφυγε στις 25 Απριλίου στις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου στρατολόγησε 200 λαϊκούς, εξασφάλισε 300 οκάδες μολύβι και 1000 χρυσά νομίσματα, ενώ εγκατέστησε φρουρά υψώνοντας την επαναστατική σημαία στις 3 Μαΐου. Λίγες μέρες μετά, ο Καρατάσος ηττήθηκε στην Κουμίτσα στις 16 Μαΐου, παρά τις απώλειες που προκάλεσε στους Τούρκους και την γενναιότητα των οπλιτών του. Χάρις την επέμβαση του «Υπουργείου Κατοχής» και των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας, το Γαλλικό ατμοκίνητο πολεμικό «Solon» παρέλαβε τον Καρατάσο και τους 415 στρατιώτες του από τον όρμο της Δάφνης και τους μετέφερε στην Χαλκίδα, χωρίς ο Τουρκικός στρατός να εισέλθει στα εδάφη του Άγιου Όρους. Η αποχώρηση του Καρατάσου σήμανε και την λήξη της εξέγερσης στην Δυτική Μακεδονία.
Επίλογος
Την λήξη του Κριμαϊκού πολέμου ακολούθησε μιας Διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι με την συμμετοχή όλων των συμβαλλόμενων που οδήγησε στην υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης στις 30 Μαρτίου 1856. Η συνθήκη αυτή ουσιαστικά εισήγαγε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως μόνιμο μέλος της Διεθνούς κοινότητας και κατοχύρωνε την ακεραιότητα της ως εμπόδιο στην Ρωσική κάθοδο στην Μεσόγειο, καθώς κάθε Ρωσική επέμβαση θεωρούταν από την Αγγλία και την Γαλλία ως casusbelli (αιτία πολέμου). Ως αντιστάθμισμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να παρέχει σημαντικές μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) υπέρ των χριστιανών πολιτών της, παρέχοντας εκτεταμένες εγγυήσεις (Χάτι Χουμαγιούν) για τον σεβασμό των βασικών ατομικών δικαιωμάτων τους. Η Ρωσία θα εγκατέλειπε οριστικά την πολιτική προσεταιρισμού των Χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, υιοθετώντας το δόγμα του «πανσλαβισμού».
Η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε όλες αυτές τις διεργασίες, ενώ δεν επιτράπηκε να υπάρχει Ελληνική αντιπροσωπεία στην διάσκεψη των Παρισίων όπως ζήτησε ο Έλληνας υπουργός εξωτερικών Ραγκαβής, ούτε καν σε ρόλο παρατηρητή. Η Ελληνική κρίση κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου απέδειξε την αδυναμία του μικρού Ελληνικού Βασιλείου και την άμεση εξάρτηση του από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, που δεν δίστασαν να εγκαταλείψουν όλα τα προσχήματα και να επέμβουν στρατιωτικά και με απροκάλυπτη ωμότητα στις Ελληνικές υποθέσεις. Έτσι διαλύθηκε και ο μύθος για τον φιλελληνισμό των μεγάλων δυνάμεων που είχε καλλιεργηθεί μετά την ναυμαχία του Ναβαρίνου και κατέστησε τον διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων της εποχής σε Ρωσικό, Αγγλικό και Γαλλικό κόμμα χωρίς περιεχόμενο.
Η εξέγερση των υποδούλων Ελλήνων στην Ήπειρο και την Θεσσαλία δεν ήταν χωρίς οφέλη. Ανανέωσε την Ελληνική Εθνική συνείδηση των χριστιανών των περιοχών αυτών, ενώ αναμφίβολα επηρέασε την Διεθνή διπλωματία ώστε να ασκηθούν πιέσεις στην Πύλη ώστε να ανακουφιστούν οι χριστιανοί της Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα ενδυναμώθηκαν οι δεσμοί με το Ελληνικό Βασίλειο και οδήγησαν στην ίδρυση πολλών σχολείων και στην γενικότερη αναδιοργάνωση της Ελληνικής Παιδείας. Η Ελληνική Παιδεία διατήρησε άσβεστη την φλόγα του Ελληνισμού στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, βάζοντας υποθήκη για την μελλοντική αποκατάσταση του Ελληνικού κράτους στις αρχές του 20ου Αιώνα.
Υποσημειώσεις
[1] Αλλά και τον έκτακτο απεσταλμένο της κυβέρνησης Aberteen Λόρδο Stratford Canning που αντικατέστησε τον Rose.
[2] Κατά πολλούς Ιστορικούς ο πιο αδικαιολόγητος και άσκοπος πόλεμος στην Ευρωπαϊκή Ιστορία.
[3] Στην περίφημη μάχη της Μπαλακλάβα στις 25 Οκτωβρίου 1854, σημειώθηκε η επική προέλαση της Αγγλικής «ελαφράς ταξιαρχίας», όπως και η θαρραλέα άμυνα του 93ου Συντάγματος Σκώτων Χαϊλάντερς που απαθανατίστηκε λογοτεχνικά ως η «λεπτή κόκκινη γραμμή».
[4] Η Σεβαστούπολη ήταν το σημαντικότερο Ρωσικό εμπορικό λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο και διέθετε ισχυρές οχυρώσεις που είχαν γίνει από τον περίφημο μηχανικό Τοτλέμπεν.
[5] Λησταντάρτης που είχε αμνηστευθεί.
[6] Ήταν ο Λεωτσάκος.
[7] Ο Μαυροκορδάτος ανέλαβε την Πρωθυπουργία με φανερή απροθυμία, καθώς γνώριζε ότι το έργο του θα ήταν άχαρο. Πιστεύοντας ότι δεν θα μακροημέρευε στο νέο του αξίωμα δεν παραιτήθηκε από πρεσβευτής στην Γαλλία δημιουργώντας πρόβλημα καθώς η τόσο σημαντική τότε Ελληνική πρεσβεία λειτούργησε για μεγάλο χρονικό διάστημα με επιτετραμμένο.
[8] Παρατηρήθηκαν λαφυραγωγίες των υποχωρούντων ενόπλων σωμάτων ακόμη και εις βάρος χριστιανικών πληθυσμών που υποτίθεται θα απελευθέρωναν. Ακόμη και αγέλες προβάτων μεταφέρθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο δήθεν ως «λάφυρα πολέμου». Πολλοί χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αναζήτησαν την περιουσία τους στην Ελλάδα μετά το τέλος του πολέμου βρήκαν οικτρό θάνατο.
[9] Ο Όθων αρχικά πρότεινε την πρωθυπουργία στον Σπυρίδωνα Τρικούπη που βρισκόταν πρεσβευτής στο Λονδίνο, αλλά αυτός αρνήθηκε.
Πηγές
- Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού έθνους , τόμος ΙΓ’, «Εκδοτική Αθηνών».
- Θεόδωρου Χριστοδουλίδη, Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων (τόμος Β΄), εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», Αθήνα, 2004.
- Τρύφων Ευαγγελίδης, Ιστορία του Όθωνος, εκδόσεις «Ελευθερή Σκέψις», Αθήνα, 2003.
- Επαμεινώνδα Κυριακίδου, Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού, τόμος Α΄, εκδόσεις «Β. Ν. Γρηγοριάδης», Αθήνα, 1972.
- Σμυρίδων Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμος Α΄, εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα, 1968.
- Βόλφ Ζάιντλ, Οι βαυαροί στην Ελλάδα, εκδόσεις «Ευρωεκδοτική», Αθήνα, 1984.
- http://cwrs.russianwar.co.uk (Ομάδα μελέτης του Κριμαϊκού πολέμου)
Ιωάννης Β. Δασκαρόλης
Ο Ιωάννης Β. Δασκαρόλης γεννήθηκε το 1977 και κατάγεται από τη Μεσσήνη (Νησί) Μεσσηνίας. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου MBA του Πανεπιστημίου Hertfordshire. Επίσης, είναι υποψήφιος διδάκτωρ Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε ιστορικά περιοδικά και στο διαδίκτυο, έχει συμμετάσχει σε τηλεοπτικές εκπομπές για ζητήματα που αφορούν την ιστορία, ενώ το 2019 δημοσιεύτηκε η πρωτότυπη μελέτη του για τα μεσοπολεμικά Δημοκρατικά Τάγματα από τις Εκδόσεις Παπαζήση.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Διαβάστε ακόμη:
- Τα ξενικά κόμματα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τον Κριμαϊκό πόλεμο. Από την ακμή στην εξαφάνιση
- Κορωναίος Ν. Πάνος (1809-1899)
Σχολιάστε