Αλέξης Τότσικας, «Σκέτο από γιουβέτσι – Από τον κατάλογο του καθηγητή στο ημερολόγιο του μαθητή»
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg το νέο βιβλίο του Φιλολόγου – Συγγραφέα και συνεργάτη της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης, Αλέξη Τότσικα με τίτλο «Σκέτο από γιουβέτσι – Από τον κατάλογο του καθηγητή στο ημερολόγιο του μαθητή».
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα 311 σελίδων στο οποίο εξιστορείται η ζωή ενός μαθητή από τα παιδικά του χρόνια, ο οποίος με όπλο του την αυτοπειθαρχία και την επιμονή κατάφερε να γίνει καθηγητής, να μελετήσει τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών και να εφαρμόσει στην πράξη σύγχρονες εκπαιδευτικές πρακτικές με στόχο την πολύπλευρη ανάπτυξη του μαθητή στο ελληνικό σχολείο.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την καθημερινή και οικεία προς τον αναγνώστη γλώσσα, έτσι ώστε η πλοκή της ιστορίας και το σκηνικό όπου εκτυλίσσεται να διαβάζεται με άνεση και να κατασταλάζει μέσα του.
Ένα παιδί γεννήθηκε σ’ ένα φτωχό ορεινό χωριό την εποχή που η Ελλάδα έβγαινε από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Παιδί μιας γενιάς που πέτυχε το μεταπολεμικό ελληνικό οικονομικό θαύμα. Με ρυθμούς οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που μετέτρεψαν μια ερειπωμένη και διαλυμένη χώρα σε σύγχρονη Ελλάδα.
«…Αρχές 10ετίας 1950. Η εποχή που άρχισε το «ελληνικό οικονομικό θαύμα». Η εντυπωσιακή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μεταξύ του 1950 και του 1973 με ρυθμούς αύξησης του εθνικού εισοδήματος 6%-7% ετησίως, δηλαδή τους υψηλότερους στον κόσμο μετά την Ιαπωνία. Τότε που σε μια ερειπωμένη και διαλυμένη χώρα έγινε σε ελάχιστο χρόνο ένα οικονομικό θαύμα, που προκάλεσε τον διεθνή θαυμασμό. Σ’ ένα ημιορεινό χωριό της Πελοποννήσου γεννιέται ένα αγόρι, ο Ανέστης. Το χωριό σε μια προσήνεμη πλαγιά με υψόμετρο 700 μέτρα, 20 χιλιόμετρα μακριά από την κοντινή πόλη, αλλά φτωχό. Άνυδρο τοπίο, άγονο έδαφος σπαρμένο με μικρούς θάμνους, κυρίως πουρνάρια. Οι πέτρες περισσότερες από το χώμα. Οι άνθρωποι του χωριού ζούσαν σε δύσκολες συνθήκες. Έκοβαν με τα ξινάρια τους θάμνους με τα πουρνάρια, μάζευαν τις πέτρες και έχτιζαν ξερολιθιές στις πλαγιές, για να φτιάξουν μικρές πεζούλες για καλλιέργεια. Και τι να καλλιεργήσουν στον άνυδρο τόπο; Λίγο σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς, λίγο κριθάρι για τροφή των ζώων, λίγα λαθούρια για τα ζωντανά τους. Η επιβίωσή τους στηριζόταν στην κτηνοτροφία. Κάθε οικογένεια ζούσε μ’ ένα μικρό κοπάδι γίδια ή πρόβατα.
Το τρίπτυχο σπίτι για τους ανθρώπους, καλύβα για τα ζώα και μαντρί για τα γιδοπρόβατα ήταν σήμα κατατεθέν για κάθε νοικοκύρη. Μ΄αυτά πορεύονταν. Παιδιά έκαναν όσο πιο πολλά μπορούσαν, γιατί κινδύνευαν να μην έχουν παιδιά! Πολλά χάθηκαν στους πολέμους που προηγήθηκαν. Πρώτος παγκόσμιος, βαλκανικοί πόλεμοι, δεύτερος παγκόσμιος. Ιατρική περίθαλψη και κοινωνική πρόνοια άγνωστες. Ούτε γιατροί, ούτε φάρμακα. Το νοσοκομείο 4 – 5 ώρες δρόμος μακριά με κανονικές συνθήκες. Μια συνηθισμένη αρρώστια μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή ενός παιδιού. Μια επιδημία να ξεκληρίσει ολόκληρο το χωριό…
Τα πρώτα χρόνια με τα παιδιά μικρά ήταν δύσκολα. Ο πατέρας με τα μουλάρια στο χωράφι και η μάνα με τα παιδιά στα πρόβατα. Το μεγαλύτερο παιδί το κρατούσε από το χέρι. Το δεύτερο το κουβαλούσε στη νάκα και το τρίτο το είχε στην κοιλιά. Το μωρό το θήλαζε. Έπαιρνε μαζί της ένα μπρίκι και λίγο ρύζι ή τραχανά για το φαγητό του μεγαλύτερου παιδιού. Όταν πεινούσε, άναβε φωτιά με ξύλα στο βουνό, ζέσταινε νερό στο μπρίκι και του έφτιαχνε μια σούπα χωρίς λάδι. Έτρωγε εκείνο, με ό,τι περίσσευε χόρταινε κι εκείνη και ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Όταν παλεύει ο άνθρωπος για την επιβίωση είναι ολιγαρκής. Και όλα είναι νόστιμα. Αρκεί να μην πεθάνει ο ίδιος και τα παιδιά του από την πείνα!
Το καλοκαίρι στο θερισμό έπαιρνε και τα παιδιά στο χωράφι. Εκείνη με το δρεπάνι στο χέρι θέριζε κάτω από τον ήλιο. Τα παιδιά στη σκιά του πιο κοντινού δένδρου. Το μωρό με τη νάκα κρεμασμένη σε κάποιο κλαρί του δέντρου. Αν άφηνε τη νάκα καταγής, το μωρό κινδύνευε να το πλησιάσει κάποιο φίδι οδηγημένο από την οσμή του γάλακτος. Το μεγαλύτερο παιδί φρουρός δίπλα στο μωρό και συντροφιά του. Έπαιζε μαζί του όσο ήταν ξύπνιο, ενημέρωνε τη μάνα του όταν ξυπνούσε, το παρηγορούσε όταν έκλαιγε. Έτσι μεγάλωναν τότε τα παιδιά. Το βράδυ η οικογένεια μαζευόταν στο σπίτι εξουθενωμένη από το μόχθο της ημέρας. Λίγο φαγητό με λάδι αυτή τη φορά, λίγες κουβέντες για τα νέα της ημέρας και νωρίς για ύπνο. Σ’ ένα δωμάτιο οι γονείς και στο άλλο τα παιδιά όλα μαζί. Άλλα στο κρεβάτι και άλλα στο πάτωμα στρωματσάδα.
Έτσι πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Ανέστης μέχρι που πήγε στο σχολείο. Τον υποδέχτηκε ένας αυστηρός δάσκαλος που δε σήκωνε πολλά. Ο Ανέστης όμως ήταν ζωηρός. Κακομαθημένος μοναχογιός της οικογένειας και μεγαλωμένος στην ελευθερία της φύσης. Στην πρώτη ζαβολιά που έκανε ο δάσκαλος τον φοβέρισε. Στη δεύτερη τον έπιασε από το αυτί και του άστραψε τις πρώτες καρπαζιές. Ήταν οι εποχές που ο πατέρας έλεγε στο δάσκαλο «το κρέας δικό σου και τα κόκκαλα δικά μου». Ο Ανέστης όμως δεν ήταν όποιος κι όποιος. Το έσκασε από το σχολείο και έκανε μια βδομάδα να ξαναπάει. Είχε αποφασίσει μάλιστα να μην ξαναπάει, αλλά τον μετέπεισε η γιαγιά του, που τον υπεραγαπούσε, γιατί εκτός από μοναχογιός της οικογένειας είχε και το όνομα του μακαρίτη του άντρα της…».
Ένα παιδί σπούδασε με κόπο και μεγάλες δυσκολίες. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο, πήγε με εξετάσεις στο γυμνάσιο, με εξετάσεις στο λύκειο, με εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και έγινε καθηγητής.
«…Ο Ανέστης βάδιζε για την έκτη Δημοτικού. Ο πατέρας του πάσχιζε να του αφήσει περισσότερα κτήματα. Αγόρασε ένα ακόμα χωράφι στις Ράχες, ένα εύφορο οροπέδιο κοντά στο χωριό, και το δεκαπενταύγουστο πήγε στην Τεγέα να αγοράσει κι ένα καλό νέο μουλάρι. Άφησε τον Ανέστη με τη μάνα του και τις αδερφές του να ξελιθαρίσουν το καινούργιο χωράφι. Μάζευαν τις πέτρες σ’ ένα μεταλλικό δοχείο με δύο χειρολαβές. Τις κουβαλούσαν και τις σώριαζαν σε κάποιες άκρες του χωραφιού. Το έδαφος έμενε χωρίς πέτρες, έτοιμο για καλλιέργεια. Περίμεναν με αγωνία το νέο μουλάρι που θα ζευγάρωνε με το παλιό για το όργωμα. Τα πράγματα εξελίσσονταν σύμφωνα με την παράδοση. Ο δάσκαλος όμως τους χάλασε τα σχέδια. Είπε στον πατέρα του Ανέστη ότι το παιδί άξιζε και μπορούσε να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Τουλάχιστον να του δώσει την ευκαιρία να δοκιμάσει.
Το δίλημμα του πατέρα μεγάλο. Από το ένα μέρος τα κτήματα, η περιουσία, η συνέχεια. Από το άλλο μια καλύτερη ζωή για το μοναχογιό του. Κρυφό όνειρο κάθε αγρότη, εργάτη και τσοπάνη εκείνη την εποχή ήταν να σπουδάσει ένα παιδί του. Να γίνει επιστήμονας, να διοριστεί στο δημόσιο, να ξεφύγει από τη μιζέρια του χωριού. Άκουσε το δάσκαλο και πήρε το ρίσκο. Αποφάσισε να στείλει το παιδί του στο Γυμνάσιο. Τον πήγε στην κοντινή πόλη να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για την Α΄ γυμνασίου. Μόνο αυτός από τους 14 συμμαθητές του που τελείωσαν το Δημοτικό σχολείο εκείνη τη χρονιά. Οι υπόλοιποι μετά το δημοτικό πέρασαν στη βιοπάλη. Στα κτήματα, στην κτηνοτροφία, στις τέχνες. Μαθητευόμενοι κτίστες, ξυλουργοί, μηχανικοί, μαστόροι, εργάτες, έμποροι, βιοτέχνες. Πολλοί απ’ αυτούς πρόκοψαν. Αυτή ήταν η μοίρα της μεταπολεμικής Ελλάδας μέχρι τη δεκαετία του 1960. Σαν να λέμε σήμερα ότι 1 στους 15 απόφοιτους του Λυκείου θα συνεχίζει τις σπουδές του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο ήταν η πρώτη δοκιμασία για τον Ανέστη. Πρώτη φορά στην πόλη ανάμεσα σε πολλούς και άγνωστους. Παιδιά από την πόλη με επώνυμους γονείς και παιδιά από τα γύρω χωριά με φόβο και απορία στα πρόσωπα. Μπροστά σε καθηγητές που στα μάτια του φάνταζαν υπεράνθρωποι. Και οι εξετάσεις διπλές, γραπτές και προφορικές. Στα γραπτά δεν δυσκολεύτηκε. Συγκεντρώθηκε στις ερωτήσεις και απάντησε στις πιο πολλές. Ο δάσκαλος στο χωριό είχε κάνει καλή δουλειά. Στα προφορικά είχε να αντιμετωπίσει και το φόβο του καθηγητή που καθόταν απέναντί του. Ευτυχώς όμως δεν του έκανε δύσκολες ερωτήσεις. Μόνο όταν μεγάλωσε κατάλαβε ότι στην προφορική εξέταση το θέμα δεν ήταν οι γνώσεις. Ήταν η αντίληψη, η ευφυΐα, η ετοιμότητα, η προσωπικότητα του υποψήφιου για το γυμνάσιο μαθητή. Όπως και να έχει πάντως τα κατάφερε. Πέρασε τις εξετάσεις και πλέον ήταν μαθητής Γυμνασίου.
Η εξέλιξη αυτή επηρέασε και τον προγραμματισμό ολόκληρης της οικογένειας. Πώς θα άφηνε ένα παιδί μόνο του στην πόλη; Και ποιο νόημα είχαν τα χωράφια στο χωριό, όταν ο βασικός κληρονόμος και συνεχιστής της οικογένειας πήρε άλλο δρόμο; Ο πατέρας του πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να εγκαταλείψει το χωριό και να εγκατασταθεί οικογενειακώς στην πόλη. Χρήματα όμως υπήρχαν ελάχιστα. Και δουλειά δεν ήξερε άλλη από εκείνη του γεωργού και κτηνοτρόφου. Πώς θα τα έβγαζε πέρα με μια εξαμελή οικογένεια, επταμελή με τη γιαγιά; Όταν υπάρχει θέληση και ισχυρή απόφαση όμως, υπάρχουν και οι λύσεις.
Αγόρασε ένα μικρό κτήμα 3 στρεμμάτων κοντά στην πόλη. Δύο χιλιόμετρα από το κέντρο της και το Γυμνάσιο. Έχτισε ένα δωμάτιο 5 Χ 5 με τσιμεντόλιθους και κεραμοσκεπή σε μια γωνιά του κτήματος. Ασοβάτιστο και χωρίς δάπεδο. Εκεί εγκαταστάθηκε ο Ανέστης την πρώτη χρονιά στο Γυμνάσιο. Οι γονείς κατέβαιναν κάθε Σάββατο στην αγορά της πόλης, του άφηναν φαγητό για όλη την εβδομάδα και συνέχιζε μόνος του. Ζωή σε πρωτόγονες συνθήκες. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, άρα χωρίς φως, χωρίς κουζίνα και ψυγείο, χωρίς θέρμανση. Αλλά το δάπεδο του δωματίου ήταν χωμάτινο και δεν ήταν τόσο παγωμένο. Κάποια Σάββατα μετά το μάθημα – λειτουργούσαν και Σάββατο τα σχολεία – τον έπαιρναν μαζί τους στο χωριό. Συνήθως όταν τη Δευτέρα το σχολείο του λειτουργούσε απόγευμα. Οι μετακινήσεις όμως για το χωριό του γίνονταν με τα ζώα. Μόνο κάθε Σάββατο ένα μικρό φορτηγό μετέφερε στην καρότσα του όσους πήγαιναν στην αγορά της πόλης. Η επιστροφή του Ανέστη στην πόλη τη Δευτέρα το πρωί ήταν δύσκολη. Ξεκινούσε από το χωριό με τα πόδια. Αν στη διαδρομή τύχαινε κανένα μηχανοκίνητο, έκανε οτοστόπ και ανέβαινε. Υπήρξε και φορά που έκανε ολόκληρη τη διαδρομή 20 χιλιομέτρων ποδαρόδρομο…».
Σαν καθηγητής δεν συμβιβάστηκε με τη δημόσια εκπαίδευση. Καθυστέρησε σκόπιμα το διορισμό του στο δημόσιο και παραιτήθηκε από το δημόσιο σχολείο λίγα χρόνια μετά το διορισμό του.
«… Τελείωσαν οι εξετάσεις του Ιουνίου και πρόλαβε την ορκωμοσία στο πανεπιστήμιο. Πήγε για τελευταία φορά στα Γιάννενα, πήρε το πτυχίο του και ορκίστηκε σε επίσημη τελετή. Συνάντησε για τελευταία φορά καλούς φίλους, που γνώρισε στη φοιτητική του διαδρομή. Τώρα ετοιμαζόταν να πάει στο στρατό…
Λίγες μέρες πριν παρουσιαστεί, στις 19 Ιουλίου, πήγε στο εκκλησάκι του Αη Λιά για τη λειτουργία σε μια βουνοκορφή με υψόμετρο 1.000 μέτρα πάνω από το χωριό του πατέρα του. Μετά τη λειτουργία είδαν έναν άνθρωπο να τρέχει προς το προαύλιο της εκκλησίας φωνάζοντας: «Πόλεμος, κηρύχτηκε πόλεμος με την Τουρκία, έγινε επιστράτευση!» Τουρκικά στρατεύματα είχαν εισβάλει στην Κύπρο και η Ελλάδα είχε κηρύξει επιστράτευση…
Νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο σε εμπόλεμη κατάσταση. Σκληρή εκπαίδευση κάθε πρωί μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού. Έμαθε να χρησιμοποιεί το όπλο του, να το συναρμολογεί, να κάνει βολή. Τα απογεύματα έπρεπε να σκάβουν ορύγματα, όπου θα κατέφευγαν σε περίπτωση βομβαρδισμού. Τις ώρες ανάπαυσης το μεσημέρι και τη νύχτα ξαφνικά χτυπούσε συναγερμός στο στρατόπεδο. Όλοι πετάγονταν έντρομοι από τους θαλάμους και έτρεχαν στα ορύγματα. Σε λίγες μέρες όλα λειτουργούσαν μηχανικά, με αυτοματισμούς. Χώρος για λογική και σκέψη δεν υπήρχε.
Στο στρατόπεδο της Κορίνθου παρουσιάζονταν αποκλειστικά απόφοιτοι 6τάξιου γυμνασίου και πανεπιστημίου. Εκπαιδευτής τους ένας λοχίας απόφοιτος Δημοτικού. Κάθονται στο έδαφος και τον παρακολουθούν. Τελειώνει η εκπαίδευση και τους δίνει το σύνθημα να σηκωθούν: «Εγέρθητος!» Ένας πτυχιούχος στρατιώτης ενοχλείται από τη βαρβαρότητα της έκφρασης και τολμάει να τον διορθώσει: «Εγέρθητι είναι το σωστό, κύριε λοχία, όχι εγέρθητος». Ο λοχίας ατρόμητος: «Ποια εγέρθητη, ρε βλάκα. Εγώ το θέλω αρσενικό. Εδώ είμαστε άντρες. Ξεχάστε αυτά που ξέρατε!». Στο στρατό δεν υπάρχει λογική. Εκεί που σταματάει η λογική αρχίζει ο στρατός, λένε…».
Προσπέρασε την παραπαιδεία και οραματίστηκε ένα σχολείο διαφορετικό. Πίστεψε στην ομαδική προσπάθεια και με οδυνηρό τρόπο διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα «το μισιακό γαϊδούρι το τρώνε τα σκυλιά».
«…Η παραπαιδεία έχει εξελιχθεί σ’ ένα κοινωνικό φαινόμενο με ψυχολογικά αίτια. Οι γονείς προσπαθούν να χορτάσουν τα παιδιά τους με όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις. Δεν σκέπτονται ότι ο χρόνος που χάνει το παιδί τους στο φροντιστήριο είναι πολύς και πολύτιμος. Θα μπορούσε να τον αξιοποιήσει για προσωπική δημιουργική μελέτη και να εμπεδώσει τις γνώσεις του. Θα μπορούσε να είναι ελεύθερος χρόνος, για να ζήσει την ηλικία του φυσιολογικά.
Η έγνοια τους για πολλές γνώσεις μοιάζει με τη φροντίδα τους να μην πεινάσουν τα παιδιά τους. Η παραπαιδεία προσφέρει μηχανική μάθηση και οδηγεί στην «παπαγαλία» χωρίς την ικανότητα κριτικής ανάλυσης ενός θέματος. Μοιάζει με το έτοιμο φαγητό που καταναλώνουν χωρίς όριο τα σημερινά παιδιά και γίνονται παχύσαρκα. Οι μαθητές τρέχουν στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα, για να διασωθούν από τον «δαίμονα» που ακούει στο όνομα «σχολείο». Για να ανακοπεί αυτή η πορεία χρειάζεται η «Δημόσια δωρεάν (τρόπος του λέγειν) Παιδεία» να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη μαθητών και γονέων. Να πεισθούν ότι το σχολείο δεν είναι χαμένος χρόνος.
Την ανθεκτικότητα της παραπαιδείας, βέβαια, τροφοδοτούν εκείνοι, που βιοπορίζονται ή θησαυρίζουν απ’ αυτή. Έχουμε και λέμε: Καθηγητές – ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, που συνειδητά επέλεξαν να παρέχουν υπηρεσίες στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς και ασκούν νόμιμα το δικαίωμά τους. Αδιόριστοι καθηγητές, που περιμένουν υπομονετικά να διοριστούν ως μόνιμοι στο κατασυκοφαντημένο δημόσιο σχολείο. Και, κυρίως, καθηγητές δημόσιων σχολείων, οι οποίοι, παράλληλα με το σχολείο, παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα κρυφά και παράνομα και φοροδιαφεύγουν συνειδητά.
Άνθρωποι, που προσπαθούν να ενισχύσουν το εισόδημά τους, αλλά και επαγγελματίες «ιδιαιτεράκηδες», που χρησιμοποιούν το σχολείο, για να αλιεύουν μαθητές όχι πια για βιοπορισμό, αλλά για παράνομο πλουτισμό. Συνήθως μάλιστα διαλέγουν τους πολύ καλούς μαθητές, για να έχουν την επιτυχία τους σίγουρη και το κασέ τους πολύ ψηλά. Το επίσημο κράτος κάνει τα στραβά μάτια στη φοροδιαφυγή της παραπαιδείας, γιατί είναι ανίκανο να βάλει τάξη στο χάος της παιδείας και στη ζούγκλα της παραπαιδείας…
Συγκρούστηκε με τη δημόσια διοίκηση και κινδύνευσε να συνθλιβεί από τον συντεχνιακό συνδικαλισμό. Υπέφερε στα νύχια του παντοδύναμου ελληνικού δημοσίου και πλήρωσε ακριβά το όνειρο του νεοέλληνα να διοριστεί στο δημόσιο.
«…Είχε συμπληρώσει 3 χρόνια ως καθηγητής Λυκείου στα μαθήματα κυρίως των πανελλήνιων εξετάσεων. Ήρθε η ώρα να δοκιμάσει και ως βαθμολογητής στις πανελλήνιες εξετάσεις. Δήλωσε συμμετοχή στο βαθμολογικό κέντρο της περιοχής του. Θα βαθμολογούσε γραπτά μαθητών που έδιναν εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Δουλειά υπεύθυνη και απαιτητική, που θα βελτίωνε τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Την υπηρέτησε τα επόμενα 8 χρόνια. Τα πρώτα 5 χρόνια ως βαθμολογητής, τα επόμενα 2 ως αναβαθμολογητής και τον τελευταίο χρόνο ως μέλος της επιτροπής του βαθμολογικού κέντρου. Από τη θητεία του αυτή όμως μαζί με τις εμπειρίες αποκόμισε και μεγάλες απογοητεύσεις. Διαπιστώσεις που θόλωσαν ακόμα πιο πολύ την εικόνα της ελληνικής εκπαίδευσης που είχε στο μυαλό του. Και απομυθοποίησαν τον υπερτιμημένο θεσμό των πανελλήνιων εξετάσεων, που καταδυναστεύει την εκπαίδευση τις τελευταίες δεκαετίες.
Βαθμολογητές των γραπτών των πανελληνίων εξετάσεων ήταν όποιοι καθηγητές δήλωναν συμμετοχή. Χωρίς καμία επιλογή και αξιολόγηση. Χωρίς επιμόρφωση με κάποιο σεμινάριο. Καθένας βαθμολογούσε τα γραπτά των μαθητών με τα δικά του κριτήρια. Με ελευθερίες που έφταναν στα όρια της αυθαιρεσίας και της ασυδοσίας. Οι συνθήκες εργασίες στο βαθμολογικό κέντρο άθλιες. Οι βαθμολογητές εργάζονταν σε μια σχολική αίθουσα πάνω σε μαθητικά θρανία. Συνήθως από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, για να τελειώσει η βαθμολόγηση το συντομότερο. Χωρίς κλιματισμό και κρύο νερό το κατακαλόκαιρο. Χωρίς αξιοπρεπείς τουαλέτες, χωρίς δυνατότητα ανάπαυσης. Το μεσημέρι πήγαιναν για φαγητό ή καφέ στην πόλη και ξάπλωναν στις καρέκλες της καφετέριας, για να ξεκουραστούν. Χάθηκε μια αίθουσα σ’ ένα ξενοδοχείο με δυνατότητα ανάπαυσης σ’ ένα δωμάτιο με κρεβάτι, σκέφτηκε ο Ανέστης. Οι πανελλήνιες εξετάσεις θεωρούνται ανέκαθεν ο πιο αξιόπιστος θεσμός του ελληνικού κράτους. Με τέτοιες συνθήκες διεξάγονται;
Το κυριότερο. Η βαθμολόγηση πληρωνόταν με το κομμάτι, ανάλογα με τα γραπτά που βαθμολογούσε ο καθένας. Οι διαφορές ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο βαθμολογητή κάθε γραπτού ήταν ανεξέλεγκτες. Μπορούσε ένας να βάλει σ’ ένα γραπτό 8 και ο άλλος 18. Το γραπτό πήγαινε σε αναβαθμολόγηση χωρίς συνέπεια για τους αρχικούς βαθμολογητές. Μια μέρα που επέστρεφαν από το βαθμολογικό κέντρο μια συνάδελφός του ομολόγησε ότι σε ένα απόγευμα βαθμολόγησε 50 γραπτά έκθεσης της 2ης δέσμης, υποψηφίων δηλαδή για τις ιατρικές σχολές. 50 εκθέσεις σε 4-5 ώρες! 10 λεπτά για κάθε έκθεση χωρίς ανάσα! «Ένα παντζούρι έβγαλα σήμερα» πρόσθεσε με υπερηφάνεια. Έχτιζε καινούργιο σπίτι και με την αμοιβή της για τις 50 εκθέσεις θα πλήρωνε ένα παντζούρι. Ποιος άτυχος γονιός πλήρωνε ιδιαίτερα μαθήματα 5.000 δραχμές την ώρα, για να διορθώσει την έκθεση του παιδιού του αυτός ο βαθμολογητής;
Η πλειοψηφία των σημερινών γονέων απαιτεί το σχολείο να προσφέρει στα παιδιά τους την ασφάλεια της οικογένειας. Να τα προστατεύσει από κάθε κίνδυνο, να τους ικανοποιήσει κάθε επιθυμία, να τους εξασφαλίσει κάθε εφόδιο που θα τα κάνει επιτυχημένα και ευτυχισμένα. Η διάθεση αυτή όμως εξελίσσεται συνήθως σε μια υπερπροστασία, που ακυρώνει την προσωπικότητα του παιδιού. Δεν του επιτρέπει να αναμετρηθεί με τα καθημερινά προβλήματα και να προετοιμαστεί για την πραγματική ζωή. Ο χώρος του σχολείου αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας. Η σχολική κοινότητα λειτουργεί με διαφορετικούς κανόνες από την οικογένεια. Κάθε παιδί πρέπει να μάθει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σχολικής ζωής χωρίς την καθοδήγηση των γονέων του. Να επιλέξει τις παρέες και τους φίλους του. Να τσακωθεί και να ματώσει στο παιχνίδι. Να αντιμετωπίσει την πίεση των μαθημάτων και της δασκάλας του. Να διαχειριστεί και να ξεπεράσει κάθε είδους αδικία. Μόνο έτσι θα γνωρίσει τις δυνατότητες και τα όριά του, θα είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής…
Πίστεψε στην καινοτομία, απέρριψε τους συμβιβασμούς και επιδίωξε το αυτονόητο. Να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να αγωνιστεί για τις ιδέες του, να ζήσει το όνειρό του.
«…Η προσπάθεια του Ανέστη να δημιουργήσει ένα σχολείο διαφορετικό ήταν δύσκολη. Εγκαταστάσεις και υποδομές, εξοπλισμός, οργάνωση και πρόγραμμα, επιλογή κατάλληλου προσωπικού. Το πιο δύσκολο έργο όμως αφορούσε την νοοτροπία της κοινωνίας…
Η διάθεση υπερπροσφοράς επεκτείνεται και στην πνευματική εξέλιξη του παιδιού. Κάθε γονιός θέλει το καλύτερο για το παιδί του. Πιστεύει στις δυνατότητές του και θέλει να το βλέπει να ξεχωρίζει από τα άλλα. Βιάζεται μάλιστα να το δει να τα ξεπερνάει. Θέλει το άριστα σε όλα. Όταν λέμε άριστα, δεν μας αρκεί το δεκαεννέα. Γιατί δεν είναι είκοσι! Πολλές φορές το θεωρεί συνέχεια και επέκταση του εαυτού του. Συνήθως, όσα δεν κατάφεραν να κάνουν οι γονείς, τα προσπαθούν για τα παιδιά τους. Ακόμα και ας μην το θέλουν εκείνα και, κυρίως, ας μην το μπορούν. Το διάβασμα του παιδιού δεν τελειώνει, αν δεν μάθει το μάθημα και η μάνα του. Όταν εκείνη δεν μπορεί, έχει έτοιμους τους δασκάλους στο σπίτι ή στο φροντιστήριο. Τα διαγωνίσματα και τις εξετάσεις δεν είναι μόνο για τα παιδιά. Είναι και για τους γονείς τους. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις: Αύριο «γράφουμε» διαγώνισμα. Την επόμενη εβδομάδα «δίνουμε» εξετάσεις. Αν το παιδί δεν έχει την επίδοση που απαιτεί ο γονιός, δεν φταίει εκείνο. Φταίει ο γονιός, που δεν έκανε όσα έπρεπε, ή κάποιοι, που δεν του επέτρεψαν να κάνει όσα μπορούσε. Πιστεύει στο παιδί του και δεν εμπιστεύεται το σχολείο.
Κάθε παιδί όμως έχει δική του προσωπικότητα, όρια και δυνατότητες. Αγαπάω το παιδί μου δεν σημαίνει ότι το θεωρώ δική μου προέκταση και το πνίγω με τις απαιτήσεις μου. Σημαίνει σέβομαι τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του. Του επιτρέπω να εκδηλώσει τις κλίσεις και τις προτιμήσεις του. Να έχει τους φίλους του. Να προτιμάει κάποια μαθήματα και να μην συμπαθεί κάποια άλλα. Δεν είναι ικανό και υποχρεωμένο κάθε παιδί να διακρίνεται σε όλα. Κάπου θα υπερέχει, κάπου θα υστερεί. Του δίνουμε τη δυνατότητα να δοκιμάζει τις δυνάμεις του. Δεν το υποχρεώνουμε να ικανοποιεί τις απαιτήσεις μας. Μας ικανοποιεί η προσπάθειά του και του αφήνουμε την ελευθερία να βρει εκείνο το δρόμο που του αρέσει και του ταιριάζει. Μόνο έτσι θα είναι ευτυχισμένο παιδί και θα γίνει σωστός άνθρωπος.
Πιο πιεστικοί προς το σχολείο και τα παιδιά τους γίνονται οι γονείς σε θέματα που αφορούν το μέλλον τους. Βιάζονται να τους φέρει στο σπίτι τα πτυχία. Πρώτα – πρώτα στις ξένες γλώσσες. Proficiency στην Α΄ Γυμνασίου, αν είναι δυνατόν. Μα το πτυχίο αυτό απαιτεί ωριμότητα που δεν διαθέτει φυσιολογικά ένα παιδί κάτω των 16 ετών. Δεν έχει σημασία. Κάποιοι το παίρνουν νωρίτερα, να το πάρει και το δικό μου παιδί. Μα αν μάθουν μια ξένη γλώσσα και δεν την χρησιμοποιούν, θα την έχουν ξεχάσει, όταν την χρειαστούν. Το πτυχίο μας ενδιαφέρει, θα του χρειαστεί περισσότερο από τη γλώσσα. Με το πτυχίο θα εξασφαλίσει το μέλλον του. Έτσι νομίζουν οι γονείς. Γιατί τα πτυχία στις ξένες γλώσσες και στην πληροφορική δεν έχουν ισχύ μετά από μια πενταετία. Δεν το γνωρίζουν, δεν το πιστεύουν, δεν τους ενδιαφέρει. Οι μεταφραστές σε λίγα χρόνια θα έχουν τη μοίρα του παγοπώλη και του ανθρακωρύχου. Ένα μικρό ακουστικό θα ψιθυρίζει στη γλώσσα μας, όσα την ίδια στιγμή ακούμε σε μια ξένη γλώσσα, και θα μεταφράζει στο συνομιλητή μας την απάντηση! Εμείς φτάνουμε στο σημείο παιδιά και γονείς να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από είκοσι φορείς εξετάσεων για πτυχία ξένων γλωσσών με τυπική αξία και χωρίς ουσιαστική χρησιμότητα…
Η αυτοματοποίηση εξαφανίζει πολλά μέχρι σήμερα βασικά επαγγέλματα. Οι νέες ανάγκες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα ακυρώνουν άλλες. Το μοντέλο των τριών διακριτών κύκλων -εκπαίδευση, εργασία, σύνταξη- στη ζωή ενός ανθρώπου καταργείται. Πριν από 50 χρόνια μια τέχνη ήταν ικανή να βιοπορίσει τον άνθρωπο μέχρι τη σύνταξη. Σήμερα χρειάζεται ευελιξία και συνεχής αναπροσαρμογή στόχων, γνώσεων και δεξιοτήτων. Αν δεν επικαιροποιήσει όσα έμαθε κάποιος στο πανεπιστήμιο, σε 10 χρόνια θα είναι εκτός αγοράς εργασίας. Στο μέλλον οι άνθρωποι θα αλλάζουν δουλειά πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής τους, ακόμα και στο ίδιο αντικείμενο και την ίδια εταιρεία. Εκατομμύρια εργαζόμενοι πιθανότατα θα χρειαστεί να αλλάξουν θέση εργασίας έως το 2030. Το 85% των επαγγελμάτων που θα ασκούνται το 2030 δεν υπήρχαν πριν 2 χρόνια. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις οι 2 στους 3 σημερινούς μαθητές δημοτικού, που θα βγουν στην αγορά εργασίας στα μέσα του 21ου αιώνα, θα κάνουν επαγγέλματα που σήμερα δεν υπάρχουν!
Αν το σημερινό σχολείο περιορίζεται στα μαθήματα του σχολικού προγράμματος και στα σχολικά βιβλία, είναι ξεπερασμένο. Είναι σχολείο χωρίς ουσία, σκέτο από γιουβέτσι, χωρίς κρέας. Προετοιμάζει τους μαθητές να ζήσουν με όρους του παρελθόντος. Με τις συνθήκες της σημερινής ή της προηγούμενης γενιάς. Καμία γενιά όμως στη νεότερη ιστορία δεν έζησε με τις συνθήκες της προηγούμενης. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, που ακόμα και οι επιστημονικές προβλέψεις δεν υπερβαίνουν το όριο της 5ετίας. Το σύγχρονο σχολείο πρέπει να διαμορφώνει ανθρώπους ευέλικτους και προσαρμοστικούς στις εξελίξεις. Να μαθαίνει τους μαθητές «πώς να μαθαίνουν». Να καλλιεργεί ανήσυχα, ερευνητικά και δημιουργικά πνεύματα. Ανθρώπους που όχι μόνο δεν φοβούνται τις αλλαγές και τις εξελίξεις, αλλά τις προκαλούν και τις συνδιαμορφώνουν. Η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει σήμερα όλα τα μέσα για έρευνα, αναζήτηση, γνώση και καινοτομία. Έχει κλείσει στην οθόνη του υπολογιστή και του κινητού τηλεφώνου όλες τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία του κόσμου!…
Ο Ανέστης κινείται ανάμεσα σε τρεις γενιές. Τη γενιά του 1950 που τα παιδιά δούλευαν με τους γονείς, τη γενιά του 1980 που οι γονείς δούλευαν για τα παιδιά και τη γενιά του 2010 που οι γονείς φροντίζουν να μην ιδρώσουν τα παιδιά.
Με την πορεία του αποκαλύπτει διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης και προσδιορίζει το πλαίσιο και το περιεχόμενο του σχολείου του 21ου αιώνα.
Επιμέλεια: Τάσος Τσάγκος
Αλέξης Τότσικας
«Σκέτο από γιουβέτσι – Από τον κατάλογο του καθηγητή στο ημερολόγιο του μαθητή».
ISBN: 978-960-01-2352-4
Έκδοση: 1η, Απρίλιος 2022
Σχήμα: 14 x 21
Σελίδες: 311
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΠΟΝΗΜΑ.
ΑΛΛΑ ,ΠΩΣ» ΚΙΝΔΥΝΕΥΣΕ ΝΑ ΣΥΝΘΛΙΒΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ»;;;;
Η απάντηση υπάρχει στο βιβλίο.