Η Ναυμαχία του Καφηρέα και η θυσία του Επιδαύριου πυρπολητή Μιχάλη Οικονομόπουλου – Αντώνης Δ. Ξυπολιάς, Ιστοριοδίφης, «Πελοποννησιακά», Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος ΛΒ΄ – 2022.
Την ίδια ημέρα της μάχης στο Μανιάκι, δηλ. την 20η Μαΐου 1825, έγινε και η ιστορική ναυμαχία στο ακρωτήρι Κάβο Ντόρο, στο στενό του Καφηρέα της Νότιας Εύβοιας, όπου η β´ μοίρα του ελληνικού στόλου κατατρόπωσε τον μεγαλύτερο σε αριθμό, μέγεθος και εξοπλισμό «βυζαντινό εχθρικό στόλο» Αιγυπτίων και Τούρκων.
Μέσα από ανέκδοτα έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους εκείνης της περιόδου προκύπτουν άγνωστες πτυχές της σπουδαίας αυτής ναυμαχίας, όπως η θυσία του μπουρλοτιέρη Μιχάλη Οικονομόπουλου από την Επίδαυρο, ο οποίος ανατίναξε την πρώτη ναυαρχίδα του εχθρικού στόλου. Εκθέσεις επίσης των ναυάρχων της β´ μοίρας του ελληνικού στόλου Γεωργίου Σαχτούρη και Γεωργίου Ανδρούτσου περιγράφουν την καταλυτική συμβολή που είχε στην εξέλιξη της ναυμαχίας η ανατίναξη της λεγόμενης «καπετάνισσας» του βυζαντινού στόλου από δύο πυρπολικά (ηφαίστεια), του Σπετσιώτη Λάζαρου Μουσιού και του Υδραίου Γιάννη Μαντρόζου.
Τα πυρπολικά τα χρόνια του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, λόγω της ειδικής τους αποστολής, έφεραν την χαρακτηριστική ονομασία «ηφαίστεια» και η Διοίκηση τα θεωρούσε «προπύργιο» του ελληνικού στόλου. Σε έκθεσή του επίσης ο Ανδρέας Μιαούλης προς την Διοίκηση έγραφε ότι θα έπρεπε να κατασκευάζονται συνέχεια πυρπολικά, επειδή ήταν το μόνο όπλο, το οποίο μπορούσε να βλάψει τον εχθρό, το οποίο «και πολλαπλασιάζει την μικρότητα των δυνάμεών μας», ενώ και οι πρόκριτοι των Σπετσών τόνιζαν ότι οι καθημερινές διά θαλάσσης νίκες του ελληνικού στόλου και οι ζημιές του εχθρού ήταν αποτέλεσμα της δράσης των πυρπολικών.
Τα ηφαίστεια ήταν παλιά βρίκια, ηλικίας μεγαλύτερης των 7 χρόνων, χωρητικότητος 9-15.000 κοιλών, κατάλληλα τροποποιημένα με αγωγούς ανάφλεξης και γεμάτα εκρηκτικές και εύφλεκτες ύλες, που κυβερνούσε ένας ικανός και έμπειρος καπετάνιος και ένα ριψοκίνδυνο πλήρωμα 22-25 ναυτών. Αποστολή των ναυτών αυτών ήταν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας να πλησιάσουν, να προσδέσουν με κατάλληλα αγκύρια το ηφαίστειο σε εχθρικό πολεμικό και με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους να πυροδοτήσουν τα εκρηκτικά και να μεταδώσουν τη φωτιά. Αμέσως έπρεπε να προλάβουν να σωθούν και οι ίδιοι μεταπηδώντας σε ρυμουλκούμενη για τον σκοπό αυτό βάρκα και να απομακρυνθούν μέσα από τη φωτιά και τις εκρήξεις.
Ένα τέτοιο ηφαίστειο είχε εμπιστευθεί με έκθεσή του το Εκτελεστικό Σώμα στον καπετάνιο των Σπετσών Λάζαρο Μουσιού την 10η Δεκεμβρίου 1824, τιμώντας τον μαζί και με οικονομική ενίσχυση για ηρωικές του πράξεις που είχε προσφέρει ιδιαίτερα το 1822 στον Αργολικό κόλπο και το 1824 στη Σάμο.
Τον Απρίλιο του 1825 ο Λάζαρος Μουσιού καταγράφεται ως καπετάνιος στο σπετσιώτικο ηφαίστειο με το όνομα «Σωκράτης», που είχε πλήρωμα 22 ναύτες. Οι ναύτες καταγράφονται με επώνυμο τον τόπο καταγωγής τους και ήταν 10 από τις Σπέτσες, 1 από Σκόπελο, 5 από τα Ψαρά, 1 από Αίγινα, 1 από Αθήνα, 1 από Πάρο και 2 από Επίδαυρο, τ᾽ αδέλφια Μιχάλης και Γιώργος, παιδιά του Ανδριανού Οικονομόπουλου.
Τον Μάιο του 1825 το ηφαίστειο «Σωκράτης» και εννέα ακόμη σπετσιώτικα πολεμικά (από το σύνολο των 30 του νησιού) και με εξοπλισμό των 10-15 κανονιών το καθένα, καταγράφονται στην β´ μοίρα του ελληνικού στόλου. Ο ελληνικός στόλος χωρισμένος σε τρεις μοίρες –την α´, β´ και γ΄– είχε βασική αποστολή να εμποδίσει τον εφοδιασμό των οθωμανικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Την άνοιξη του 1825 εκτός από τις συγκρούσεις με τον εχθρικό στόλο, όπως στη Μεθώνη την 29 Απριλίου, στη Σαπιέντζα την 30 Απριλίου, στο Συρίγο την 2 Μαΐου κ.λπ., οι τρεις μοίρες του στόλου προέβησαν και σε συλλήψεις ευρωπαϊκών φορτηγών πλοίων ναυλωμένων από τον εχθρό, τα οποία μετέφεραν τρόφιμα, ιματισμό και πολεμοφόδια στην Πελοπόννησο και στην Πρέβεζα, ενώ τα χαρτιά τους έγραφαν ως προορισμό τα νησιά του Ιονίου.
Το Υπουργείο Ναυτικών είχε δώσει διαταγή στα ελληνικά πολεμικά να υποχρεώνουν τη μεταφορά κάθε ύποπτου ευρωπαϊκού εμπορικού στο Ναύπλιο προς περαιτέρω έλεγχο, με αποτέλεσμα δεκάδες πλοία να οδηγηθούν σε λίγες ημέρες προς έρευνα. Χαρακτηριστικά περιγράφεται και η παρέμβαση του αυστριακού στόλου «έξω από το Παλαμήδι» την 2 Μαΐου 1825, που εμπόδισε το ελληνικό πολεμικό «Διομήδης» να φέρει προς ενδελεχή έλεγχο το αυστριακό εμπορικό «Αμαλία» στο λιμάνι του Ναυπλίου, το οποίο τελικά και ελευθέρωσε.
Μέσα στο εμπόλεμο αυτό περιβάλλον οι πρόκριτοι της Ύδρας ενημέρωσαν το Εκτελεστικό ότι ο εχθρικός «βυζαντινός στόλος» ήταν έτοιμος να φύγει από την Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας ικανά στρατεύματα προς ενίσχυση των Οθωμανών στην Ελλάδα. Το Εκτελεστικό ανέθεσε την παρακολούθηση των εχθρών στη β’ μοίρα του ελληνικού στόλου, την οποία συγκροτούσαν 11 υδραίικα, ψαριανά και 9 σπετσιώτικα πολεμικά, καθώς και τέσσερα υδραίικα και 1 σπετσιώτικο ηφαίστειο.
Την 14η Μαΐου 1825 βγήκε από τον Ελλήσποντο ο «βυζαντινός εχθρικός στόλος» υπό την διοίκηση του «ωμότατου Τοπάλη» (Χοσρέφ πασά) με 56 πολεμικά και φορτηγά. Ναυαρχίδα του βυζαντινού στόλου ήταν η δίκροτη φρεγάτα «Χαζέν-Γεμισίν», 62 κανονιών, με πλήρωμα 890 στρατιώτες και ναύτες. Η φρεγάτα, η οποία είχε κατασκευασθεί μόλις τον προηγούμενο χρόνο, μετέφερε εκτός των στρατευμάτων και «σάλια για το Μεσολόγγι», πυρομαχικά και 150 στρατιώτες πυροβολιστές για «τα τείχη της Πάτρας», αλλά και 600 κοζάκους.
Την 16η Μαΐου στους Μεγαλόλιμνους Μυτιλήνης πέντε σπετσιώτικα και δύο ψαριανά αποπειράθηκαν με κατάλληλους ακροβολισμούς για δύο ώρες να κτυπήσουν τον «βυζαντινό στόλο του Τοπάλη» χωρίς επιτυχία, δεκαπέντε δε εχθρικά οβρίκια και κορβέτες καταδίωξαν τα ελληνικά πολεμικά. Ο εχθρός συνέχισε ανεπηρέαστος να πλέει δυτικά «δείχνοντας καταφρόνηση» για την υποδεέστερη δύναμη της β´ μοίρας του ελληνικού στόλου, που ακολουθούσε με διάφορους ελιγμούς, όπως σημείωνε ο ναύαρχος Σαχτούρης. Οι πληροφορίες ήθελαν ο εχθρικός αυτός στόλος να διευθύνεται προς τα νησιά της Ύδρας και των Σπετσών.
Οι πρόκριτοι των Σπετσών ενημέρωσαν το Επαρχείο «Κάτω Ναχαγιέ» στο Κρανίδι ότι ο εχθρικός στόλος έχει φθάσει στις «καβοκολώνες» και θα έπρεπε άμεσα να οχυρωθούν, για να μην υποστούν ό,τι και οι κάτοικοι στα παράλια του Μεσσηνιακού κόλπου. Το Επαρχείο «Κάτω Ναχαγιέ» μεταβίβασε και στο Εκτελεστικό την πληροφορία για τον κίνδυνο της περιοχής και ζήτησε πολεμοφόδια και στρατιωτική ενίσχυση. Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Γεώργιος Κουντουριώτης με την αριθ. 7764 της 23ης Μαΐου 1825 απόφαση διακήρυξε ότι ο στόλος της Κωνσταντινούπολης με εκατό μεγάλα και μικρά πλοία πλησίαζε την Ύδρα και τις Σπέτσες και έπρεπε όλοι οι στρατιωτικοί που βρίσκονταν στο «Ναύπλιο και στα πέριξ» να τρέξουν άμεσα υπό τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και να υπερασπιστούν τα μέρη εκείνα. Το Εκτελεστικό γνωστοποίησε και στον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη την 23η Μαΐου τις κινήσεις του εχθρικού στόλου, που είχε φθάσει, όπως έγραφε, μεταξύ Θερμίου (Κύθνου) και Αγίου Γεωργίου Ύδρας μεταφέροντας και στρατεύματα έξι χιλιάδων, με σκοπό να αποβιβαστεί σε Ύδρα και Σπέτσες. Η επιστολή κατέληγε ότι «υπό την εχθρική αυτή απειλή στρατεύματα από Άργος, Ναύπλιο, Κυνουρία έπρεπε να κινηθούν και να οχυρώσουν τα εκεί παράλια και ήταν στρατεύματα, που θα έλειπαν από τον εμπόλεμο Μεσσηνιακό κόλπο».
Ενημερώθηκε επίσης την 23η Μαΐου και ο Παπαφλέσας για την πλεύση του εχθρικού βυζαντινού στόλου και την ανάγκη αποστολής στρατευμάτων, που θα οχύρωναν τα νησιά Σπετσών και Ύδρας. Διατάχθηκαν στρατεύματα 300 ανδρών από το Άργος υπό τον Δημήτρη Τσώκρη, 400 από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, 200 υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Ζέρβα και 500 υπό τον στρατηγό Βάσο Μαυροβουνιώτη να τρέξουν προς τα απειλούμενα νησιά. Η αγωνία και η βία των στιγμών φαίνεται στη διαταγή προς την επαρχία Αγίου Πέτρου, όπου έγραφε ότι θα έπρεπε να τρέξουν εκτός από τους άνδρες και οι γυναίκες της επαρχίας Κυνουρίας σε βοήθεια των Σπετσών. Είναι μία από τις σπάνιες διαταγές στα χρόνια της Επανάστασης, που αναφέρονται εγγράφως στην ανάγκη στράτευσης και γυναικών στον Αγώνα της Ελευθερίας.
Επίσης, λόγω του άμεσου κινδύνου, που απειλούσε την Ελλάδα, η Διοίκηση ανακοίνωσε ότι τόσο το Εκτελεστικό, όσο και τα Υπουργεία, αλλά και τα κατά τόπους Επαρχεία δεν θα δέχονται κανένα έγγραφο εκτός αυτών, που αφορούσαν την εκστρατεία κατά του εισβολέα.
Την Παρασκευή 22 Μαΐου ενημερώθηκε για τον κίνδυνο της Ύδρας και ο υποναύαρχος του νησιού Γεώργιος Σαχίνης, ο οποίος έπλεε μεταξύ Κυθήρων και ακρωτηρίου Μαλέα. Ένα ταχύπλοό του μετέφερε την επιστολή των προκρίτων Ύδρας, που περιέγραφε τον επαπειλούμενο κίνδυνο του νησιού από τον βυζαντινό στόλο, που ήδη είχε φθάσει στον Καφηρέα της Νότιας Εύβοιας. Αμέσως ο Σαχίνης έδωσε σήμα στους ναύτες, που εκείνες τις ώρες ευρίσκοντο στην ξηρά, να επιβιβασθούν και να πλεύσουν προς την Ύδρα. Ήταν τόση η βιασύνη τους να κινήσουν για το νησί, ώστε κάποιοι ναύτες δεν πρόλαβαν να επιβιβασθούν και έμειναν στην ξηρά. Τα πολεμικά πλοία του Σαχίνη διευθύνθηκαν προς την Ύδρα με σφοδρό άνεμο Σκίρωνα (Μαΐστρο) και το πρωί του Σαββάτου 23 Μαΐου ήταν κοντά και νότια της Ύδρας.
Όλες αυτές οι διαταγές και οι κινήσεις έχουν ημερομηνία 21, 22 και 23 Μαΐου 1825 και αποδεικνύουν την υπερβολική καθυστέρηση και τον τρόπο της επικοινωνίας εκείνων των ημερών. Η επιστολή προς τον Παπαφλέσα με ημερομηνία 23 Μαΐου δεν διαβάστηκε ποτέ, αφού ήδη ο αρχιμανδρίτης είχε πέσει ηρωικά στο Μανιάκι ήδη από την 20η Μαΐου 1825.
Εκείνο το πρωινό της Τετάρτης της 20ης Μαΐου 1825 και οι δύο αντίπαλοι στόλοι βρέθηκαν στα στενά του Καφηρέα (μεταξύ Εύβοιας και Άνδρου) σε συνθήκες θαλάσσιας γαλήνης. Οι έμπειροι Έλληνες τρεις ναύαρχοι της β´ μοίρας, γνώστες των τοπικών καιρικών φαινομένων και των εναλλαγών του ανέμου, αποφάσισαν «μετά από συνέλευση» να κτυπήσουν αμέσως τον εχθρό, θεωρώντας ντροπή να τον αφήσουν ανενόχλητο να πλεύσει στα νησιά χωρίς να προσπαθήσουν να τον αναχαιτίσουν, όπως συγκεκριμένα έγραφε έκθεση του Γιώργου Ανδρούτσου.
Η ναυμαχία ξεκίνησε την 3η ώρα της ημέρας (περίπου 8η πρωινή), όταν απροσδόκητος άνεμος προώθησε «βοηθητικά» τα ελληνικά πλοία. Ο εχθρός για πέντε περίπου ώρες άφησε πίσω τα μικρά πλοία (κορβέτες και βρίκια) με την β´ ελληνική μοίρα που ακολουθούσε και τα μεγαλύτερα εχθρικά πολεμικά συνόδευαν μπροστά τα φορτηγά. Και αυτό διήρκεσε μέχρι το μεσημέρι, όταν (περί την 9η ώρα της ημέρας) ξαφνικός άνεμος «τσάκισε τα τζιμπούκια», τα ξύλινα εξαρτήματα στήριξης των πανιών της μεγάλης φρεγάτας του εχθρού που έπλεε υπό «σοττοβέντο».

Σχεδιάγραμμα: Η Ναυμαχία του Κάβο Ντόρο στο στενό του Καφηρέα της Νότιας Εύβοιας, 20 Μαΐου 1825. Δημοσιεύεται στο: Κωνσταντίνος Μεταλληνός, «Ο ναυτικός πόλεμος κατά την ελληνική Επανάσταση 1821-1829», τόμος Β’, Αθήνα, 2016.
Οι έμπειροι ναυτικοί δύο ηφαιστείων του ελληνικού στόλου, «Σωκράτης» του Σπετσιώτη Λάζαρου Μουσιού και «Χάρων» του Υδραίου Γιάννη Μαντρόζου, αντιλήφθηκαν το πρόβλημα πλοήγησης στην εχθρική ναυαρχίδα, όρμησαν ανάμεσα σε καπνούς, πυροβολισμούς και ομοβροντία κανονιών και κατάφεραν να σπάσουν την μεγάλη πτέρυγα του εχθρού. Με ριψοκίνδυνους ελιγμούς πλεύρισαν τη δεξιά πλευρά της «καπετάνισσας φρεγάτας» και προσκόλλησαν με ειδικά αγκύρια σ᾽ αυτήν τα γεμάτα εκρηκτικά και εύφλεκτα υλικά ηφαίστειά τους. Ο πυρπολητής από την Επίδαυρο Μιχάλης Οικονομόπουλος, που υπηρετούσε στο πλήρωμα του σπετσιώτικου ηφαιστείου, πυρπόλησε «την εχθρικήν της πρώτης τάξεως φρεγάταν». Η φωτιά από το ηφαίστειο αμέσως μεταδόθηκε στα πανιά του εχθρικού πλοίου και γρήγορα επεκτάθηκε και στα αμπάρια που μετέφεραν πυρομαχικά. Η ναυαρχίδα του εχθρικού στόλου ανατινάχθηκε και μαζί το σύνολο σχεδόν του πληρώματος, τα πολεμοφόδια αλλά και το θησαυροφυλάκιο του στόλου. Το ίδιο βράδυ της ναυμαχίας ο ναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης περιέγραφε το φρικτόν θέαμα του εκσφεδονισμού στον ουρανό των οκτακοσίων εχθρών μαζί με κατάρτια, αγκύρια, κανόνια κ.λπ.

Η Ναυμαχία του Καφηρέα. Δημοσιεύεται στο: Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.
Ο Σπετσιώτης καπετάνιος Μουσιού και το πλήρωμα του φλεγόμενου «Σωκράτη» επιβιβάστηκαν έγκαιρα στη βοηθητική λέμβο του Γ. Κοκοράκη, που ακολουθούσε το ηφαίστειο «Σωκράτης», η οποία και παραλίγο να καεί από την καιόμενη εχθρική φρεγάτα. Από την κόλαση των στιγμών όλο το πλήρωμα σώθηκε εκτός από τον πυρπολητή Μιχάλη Ντάνου (Οικονομόπουλο) από την Επίδαυρο. Στην ηρωική του προσπάθεια να επιτύχει την αποστολή του και να μεταδώσει το «πυρ πυρπολικό» στο εχθρικό δίκροτο ανατινάχθηκε και ο ίδιος και «…έγινεν αίτιος νίκης λαμπρής εις την πατρίδα στο χρυσό ακρωτήρι Κάβο ντ᾽ όρο». Ο πυρπολητής από την Επιδαυρο ήταν ένας από τους τρεις συνολικά νεκρούς Έλληνες της ναυμαχίας στο στενό του Κάβο Ντόρο. Το ίδιο βράδυ ο διοικητής της β´ μοίρας αντιναύαρχος Γεώργιος Σαχτούρης έγραφε ότι οι τρεις γενναίοι πυρπολητές είναι άξιοι της εύνοιας όλου του Έθνους για τη γενναιότητα που έδειξαν εκθέτοντας τους εαυτούς τους σε πρωτοφανή κίνδυνο.
Την καταστροφή της πρώτης εχθρικής φρεγάτας ακολούθησε μισή ώρα αργότερα η ανατίναξη μιάς τούρκικης κορβέτας «φεργαδόνι» με 26 κανόνια και 250 ναύτες από το ηφαίστειο «Κέρβερος» του Υδραίου Μανώλη Μπούτα.

Πυρπόληση της Τουρκικής φρεγάτας στη ναυμαχία του Καφηρέα. Δημοσιεύεται στο: Ηλίας Ν. Γαλέττας – Μαρίκα Β. Μπουζουμπάρδη, «Σπέτσες, Ιστορία Λαογραφία», τόμος Ά, έκδοση, Ένωση Σπετσιωτών, 2004.
Οι Τούρκοι σε συνθήκες πανικού, κατανικημένοι και κατησχυμένοι, ετράπησαν σε φυγή προς την Κάρυστο, ενώ έχασαν και τρία φορτηγά πλοία. Ο υποναύαρχος Γεώργιος Σαχίνης στο ημερολόγιό του έγραφε και για την σύλληψη πέντε ευρωπαϊκών φορτηγών, που ήταν φορτωμένα με τροφές και πολεμοφόδια, ενώ ένα μέρος του εχθρικού στόλου κατευθύνθηκε προς την Εύβοια και ένα άλλο στην Κρήτη. Οι πρόκριτοι Ύδρας έγραφαν επίσης στο Εκτελεστικό ότι ο αιγυπτιακός στόλος κατέφυγε στη Σούδα, με σκοπό να λάβει από εκεί στρατεύματα αλβανικά και να επανέλθει, ενώ ο ναύαρχος Μιαούλης ενημέρωνε ότι ο αιγυπτιακός στόλος ήθελε να αποβιβάσει αυτά τα αλβανικά στρατεύματα κατευθείαν στην Τριπολιτσά.
Υπό τις επικρατούσες αυτές φήμες το Εκτελεστικό με έγγραφό του στο Υπουργείο Πολέμου της 24ης Μαΐου 1825 ανακάλεσε όλες τις διαταγές ενίσχυσης προς τα νησιά των Σπετσών και Ύδρας και τα στρατεύματα έπρεπε να κινηθούν αμέσως προς το Νεόκαστρο στον Μεσσηνιακό κόλπο.
Η επιτυχία της ναυτικής δύναμης της β´ μοίρας του ελληνικού στόλου και η θυσία του Μιχάλη Ντάνου Οικονομόπουλου από την Επίδαυρο και των δύο ακόμη Υδραίων ναυτικών είχε αποτρέψει την απόβαση του εχθρικού στόλου στα νησιά Ύδρας και Σπετσών, που θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την πορεία του Αγώνα της Ελευθερίας.
Την ίδια πάντα ημέρα, 24 Μαΐου, το Εκτελεστικό απένειμε τα εύσημα στους γενναίους και ανδρείους θαλασσομάχους, που κατέστρεψαν τον εχθρικό στόλο και ματαίωσαν τα σχέδια του εχθρού και ζήτησε από το Υπουργείο Θρησκείας να τελεσθεί δοξολογία στο Ναύπλιο, στον ναό του Αγίου Γεωργίου για τη νίκη στον Κάβο Ντόρο, στο στενό του Καφηρέα. Ο Υπουργός του Πολέμου όρισε την «10η ώρα το εσπέρας» να τελεσθεί ευχαριστήριος δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για τη λαμπρή Ναυμαχία της β´ μοίρας του ελληνικού στόλου και τη φθορά του βυζαντινού στόλου. Στη δοξολογία παρευρέθησαν όλα τα σώματα της Διοίκησης, οι υπουργοί κ.λπ., ενώ έγινε και ο προβλεπόμενος ανάλογος κανονιοβολισμός. Την 27η Μαΐου δώδεκα μέλη του πληρώματος του ηφαιστείου του καπετάνιου Μουσιού, σε επιστολή τους προς το Εκτελεστικό, ζήτησαν ολιγοήμερη άδεια μετά την επιτυχή πυρπόληση που είχαν προκαλέσει στη «μεγαλυτέρα φρεγάδα των πολεμίων». Για τον απολεσθέντα Μιχάλη Ντάνου, Επιδαύριο, υπογράφει ο αδελφός του Γεώργιος Ντάνος Επιδαύριος.
Την επομένη, 28η Μαΐου 1825, το Υπουργείο των Ναυτικών τίμησε τον καπετάνιο του πληρώματος Λάζαρο Μουσιού. Τις τιμές συνόδευαν και προβλεπόμενες από την νομοθεσία οικονομικές απολαβές, που ήταν 15.000 γρόσια για όλο το πλήρωμα του πυρπολικού.
Σχετική νομοθεσία αρχικά τον Ιούνιο του 1822, ως γνωστόν, προέβλεπε από το Βουλευτικό ότι σε κάθε ναύτη πυρπολικού, που πετύχαινε της ειδικής και επικίνδυνης αποστολής του, θα εδίδετο αμοιβή 15 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και προδιορίζετο αυτή η γη στην Αργολίδα. Την 20η Αυγούστου 1824 η απόφαση τροποποιήθηκε και αντί διάθεση γης αποφασίσθηκε η χρηματική αμοιβή του ποσού των 15.000 γροσίων για όλο το πλήρωμα. Υποσχετικό επίσης των προκρίτων της Ύδρας διευκρίνιζε τον Μάρτη 1825 ότι όποιο πυρπολικό καύσει ντελίνι, ο καπετάνιος και κάθε ναύτης θα ελάμβανε έκαστος 800 γρόσια, για φρεγάτα 600 και για κοβέρτα 400 γρόσια.
Ενάμιση μήνα μετά τη ναυμαχία του Καφηρέα η Διοίκηση έδωσε τα 15.000 γρόσια στο πλήρωμα του Λάζαρου Μουσιού. Δημιουργήθηκαν όμως παρεξηγήσεις. Επτά από τους ναύτες του πληρώματος διαμαρτυρήθηκαν στην Διοίκηση υποστηρίζοντας ότι έλαβαν μόλις 250 γρόσια έκαστος. Στα ονόματα γράφεται και το όνομα του πεσόντα στη ναυμαχία Μιχάλη Ντάνου από την Επίδαυρο.
Το έγγραφο διευθύνθηκε από το Υπουργείο Ναυτικών στους προκρίτους των Σπετσών για να διευθετήσουν την αδικία. Ο Λάζαρος Μουσιού ένα χρόνο μετά αγωνίσθηκε ηρωικά στη Σάμο και τρία χρόνια μετά σε έγγραφό του προς τον Καποδίστρια τον παρακαλούσε να καταταγεί όπου υπάρχει ανάγκη της Πατρίδος, «όπου υπήρχε κίνδυνος», αφιερώνοντας τον εαυτόν του στο Έθνος. «Και να χορτάσω πολεμών κατά της βαρβάρου τυρανίας… και τότε αποθνήσκω μετά χαράς…», έγραφε στον Κυβερνήτη.
Ο Ανδριανός [Ντάνος] Οικονομόπουλος, πατέρας του Μιχάλη και Γιώργου από την Νέα Επίδαυρο, για πολλά χρόνια διεκδίκησε κάποια ανταμοιβή για τον ηρωικό θάνατο του Μιχάλη στον Καφηρέα, ο οποίος κάηκε στην προσπάθειά του να πυρπολήσει την τούρκικη φρεγάτα, όπως πιστοποιούσε και το υπ. αρ. 2473 έγγραφο του Υπουργείου των Ναυτικών. Ανάμεσα στα έγγραφα που υπέβαλε, κατέθεσε και τα δικά του προσωπικά πιστοποιητικά συμμετοχής του στην πολιορκία της Κορίνθου, υπογεγραμμένα από τον Δημήτρη Υψηλάντη. Τελικά δέκα χρόνια αργότερα με την 2693/3-9-1835 απόφαση τα παιδιά του Επιδαύριου πυρπολητή Μιχάλη Οικονομόπουλου έλαβαν σύνταξη 15 δραχμών για τον ηρωικό του θάνατο στη ναυμαχία του Καφηρέα.
Ακολουθούν τα σχετικά με την ναυμαχία στον Καφηρέα έγγραφα. Κατά την δημοσίευσή τους διατηρείται η ορθογραφία και η στίξη αυτών..
Για την ανάγνωση ολόκληρης της ανακοίνωσης και των εγγράφων, πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Ναυμαχία του Καφηρέα και η θυσία του Επιδαύριου πυρπολητή Μιχάλη Οικονομόπουλου.
Διαβάστε ακόμη:
- Ανδρούτσος ή Κολανδρούτσος Γεώργιος (1782; -1849)
- Σαχτούρης Δ. Γεώργιος (1783-1841)
- Ματρώζος Λέκκας (1778-1860)
- Ναυμαχία του Ναβαρίνου: Η συνεισφορά Ρωσικού Στόλου και η ίδρυση του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού
- Ο Βρετανικός τύπος για τη ναυμαχία του Ναβαρίνου








Σχολιάστε