Νησιώτικα καταφύγια στον Αργολικό Κόλπο κατά τους Πρωτοβυζαντινούς αιώνες – Άδωνις Κύρου
Όταν ο Sinclair Hood, πριν από 30 χρόνια, κατέγραφε τις παρατηρήσεις του για τα νησιωτικά καταφύγια στον κόλπο του Γαλαξειδίου,[1] ασφαλώς δεν μπορούσε να υποθέσει, ότι η φυγή των πληθυσμών του νοτίου Ελλαδικού χώρου ενώπιον των αλλεπάλληλων βαρβαρικών επιδρομών, κατά τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες της Πρωτοβυζαντινής περιόδου (5ος – 7ος μ.Χ. αιώνες), είχε μεταβάλει τις περισσότερες παράκτιες νησίδες της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου σε «σανίδες σωτηρίας» για τους πανικόβλητους εκείνους ανθρώπους.
Σήμερα, η έστω και επιπόλαια έρευνα στις νησίδες αυτές έχει αποκαλύψει άγνωστες πτυχές και συνεχώς περισσότερο διαφωτίζει μία σκοτεινή πλευρά στην ιστορική συνέχεια του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Στην εργασία αυτή θα συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στον Αργολικό Κόλπο, όπου σειρά νήσων και νησίδων, κατά μήκος των νοτιοανατολικών ακτών της Αργολίδας, μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την επισκοπούμενη περίοδο των πρωτοβυζαντινών Σκοτεινών Αιώνων.[2]
Η συγκρότηση νησιωτικών καταφυγίων στον Αργολικό Κόλπο, μεταξύ του τέλους του 4ου και του δευτέρου ημίσεος του 7ου μ.Χ. αιώνα, συνδέεται με τις βαρβαρικές επιδρομές που, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, είτε από την ξηρά, είτε και από τη θάλασσα, αναστάτωσαν τον Ελληνικό χώρο. Με βάση, λοιπόν, τα ιστορικά δεδομένα και τα μέχρι τώρα αρχαιολογικά συμπεράσματα, διακρίνονται τέσσερις επί μέρους περίοδοι, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες οικήσεις παράκτιων νησίδων του Αργολικού, που γειτόνευαν με κατοικημένες ή ευλίμενες περιοχές:
(α) Η πρώτη περίοδος συνδέεται με τη μεγάλη επιδρομή των Βησιγότθων του Αλαρίχου, που κατά το 396 μ.Χ. σαρώνουν και τον Πελοποννησιακό χώρο, όπου, μεταξύ άλλων πόλεων, καταλαμβάνουν και καταστρέφουν το Άργος.[3]
(β) Η δεύτερη περίοδος των νησιωτικών καταφυγίων καλύπτει το διάστημα μεταξύ της αμυντικής οργανώσεως της Πελοποννήσου από τον Ιουστινιανό Α’, κατά τη δεκαετία του 550, μέχρι και της κορυφώσεως των Σλαβικών επιδρομών κατά του νοτίου Ελλαδικού χώρου, το 587-88, όταν επί βασιλείας Μαυρίκιου οι Σλάβοι επιδρομείς, αφού διέσπασαν το τείχος του Εξαμιλίου στον Ισθμό, ξεχύνονται και στην Αργολίδα.[4]
(γ) Η τρίτη περίοδος ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της δεύτερης και καλύπτει τους χρόνους της βασιλείας του Φωκά και μέρος της βασιλείας του Ηρακλείου, μέχρι τις παραμονές (623-25 μ.Χ.) της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβαροσλάβους το 626.[5]
δ) Τέλος, η τέταρτη και τελευταία περίοδος αντιπροσωπεύεται από παράκτιες βραχονησίδες ή και μεγαλύτερα απόκρημνα νησιά, που καθίστανται οχυροί ναυτικοί σταθμοί κατά τους ταραγμένους χρόνους της βασιλείας του εγγονού του Ηρακλείου, Κωνσταντίνου Γ’ (του αποκαλούμενου Κώνσταντος Β’), όταν, στα μέσα του 7ου αιώνα, εκδηλώνονται και οι πρώτες μεγάλες θαλάσσιες επιδρομές των Αράβων στο Αιγαίο.[6]
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε κάθε μία από αυτές τις περιόδους, που αντιστοιχούν σε μία συγκεκριμένη από τις προαναφερθείσες οικήσεις, τα νησιωτικά καταφύγια, άλλοτε τα μικρότερα, άλλοτε και τα μεγαλύτερα, υφίστανται, τελικώς, την καταστροφική επίθεση των επιδρομέων. Γρήγορα, όμως, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ανασυγκροτούνται από τους διασωθέντες κατοίκους τους, που πολλαπλασιάζονται με φυγάδες από την απέναντι ακτή και την ενδοχώρα στα χρόνια της επόμενης απειλής. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αποδεικνύει ότι, αν και ο πληθυσμός της Αργολίδας – και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος – μειώνεται δραματικώς, ως συνέπεια των αλλεπάλληλων βαρβαρικών επιδρομών του 6ου και του 7ου μ.Χ. αιώνα, σε καμμία περίπτωση δεν εξαλείφεται ολοκληρωτικώς, όπως, χωρίς γνώση των επί μέρους δεδομένων, και των εκάστοτε μετακινήσεων του εναπομένοντος πληθυσμού από περιοχή σε περιοχή, υπεστήριξαν στο παρελθόν ο Φαλμεράυερ και οι μιμητές του.[7]
Είναι αυτονόητο, ότι η επερχόμενη βαρβαρική λαίλαπα επέβαλλε, κάθε φορά, σε εκείνους που κατέφευγαν στις νησίδες αυτές, την οχύρωση των προσωρινών ή μονιμότερων οικισμών τους με διαφορετικό τρόπο, αναλόγως της μορφής και της διάρκειας του κάθε οικισμού.
Ανατρέχοντας, λοιπόν, στην πρώτη περίοδο εμφανίσεως νησιωτικών καταφυγίων στον Αργολικό Κόλπο, εκείνη, δηλαδή, της επιδρομής των Βησιγότθων το 396 μ.Χ., διαπιστώνουμε ότι το πολυπληθέστερο κύμα προσφύγων, από τα νότια διαμερίσματα της Αργολίδας, στρέφεται προς τη νήσο Πιτυούσσα, τις σημερινές Σπέτσες, όπου αναπτύσσεται μία όχι περιστασιακή, αλλά μονιμότερη εγκατάσταση, σε όλη την έκταση του Παλαιού Λιμανιού. Έτσι, το μέχρι τότε άσημο αυτό νησί καθίσταται για τους επόμενους δύο αιώνες σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο, αφού και στον «Συνέκδημο» του Ιεροκλέους αναφέρεται ως μία από τις τρεις κυριότερες πόλεις της Αργολίδας (Άργος, Ερμιόνη και Πιτυούσσα),[8] αλλά και αναδεικνύεται σε επισκοπή,[9] όπωςμας πληροφορεί ο γνωστός επισκοπικός κατάλογος της Notitia Episcopatuum 3 (χειρ. 1555 Α’ της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι).
Τα δύο αυτά κείμενα, αν και μεταγενέστερα του 5ου αιώνα (των μέσων του 6ου αιώνα, επί βασιλείας Ιουστινιανού Α’, ο διοικητικός κατάλογος του «Συνεκδήμου» και των χρόνων της Εικονομαχίας, στα μέσα του 8ου αιώνα, η πολυσυζητημένη Notitia 3), επαναλαμβάνουν παλαιότερους διοικητικούς ή επισκοπικούς καταλόγους, κυρίως της Θεοδοσιανής ή της Ιουστινιανείου περιόδου.[10] Δυστυχώς, η κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα εντατική δόμηση στον χώρο του Παλαιού Λιμανιού πολύ λίγα ίχνη του παλαιοχριστιανικού οικισμού της Πιτυούσσας άφησε για την αρχαιολογική έρευνα και την ιστορική αξιοποίηση.
Ο ακμαίος παλαιοχριστιανικός οικισμός στο Παλαιό Λιμάνι των Σπετσών διατηρήθηκε επί 70 περίπου χρόνια, ως ναυτικός σταθμός, αλλά και κεραμευτικό και αγγειοπλαστικό κέντρο, όπως διαπιστώθηκε από σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα της περιοχής, μέσα στα εικαζόμενα όρια της πόλεως της Πιτυούσσας κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Η ανάπτυξη αυτή, εκτός από την ύπαρξη δύο αξιόλογων παλαιοχριστιανικών ναών, η πρώτη ανέγερση των οποίων ανάγεται στη Θεοδοσιανή περίοδο, δικαιολογεί και την οικοδόμηση δημοσίου λουτρού της ιδίας περιόδου,[11] η επιμελημένη κατασκευή του οποίου μαρτυρεί όχι μόνον την ακμή πολυάνθρωπου οικισμού,[12] αλλά και την αναγκαιότητα ενός τέτοιου έργου, λόγω του είδους της επαγγελματικής απασχολήσεως μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Ας σημειωθεί, ότι αγγειοπλαστικά εργαστήρια παραγωγής κυρίως κεράμων και αμφορέων μεταφοράς υγρών του υστερορρωμαϊκού τύπου 2 απαντώνται και στην απέναντι περιοχή της Ερμιονίδας, με επίκεντρο τους αρχαίους Αλιείς (σημερινό Πόρτο Χέλι), όπου επίσης διαπιστώθηκε η ύπαρξη λουτρού αυτής της περιόδου, αλλά προχειρότερης κατασκευής,[13] ενώ υπολείμματα κεραμευτικών κλιβάνων διακρίνονται σε διάφορα σημεία των γειτονικών ακτών.[14] Το τέλος του πρώτου παλαιοχριστιανικού οικισμού των Σπετσών, ασφαλώς και άλλων μικρότερων στις γύρω νησίδες και ακτές της Αργολίδας, σηματοδοτείται με την καταστροφή του σε μία από τις θαλάσσιες επιδρομές των Βανδάλων, κατά το 458 ή 460, μετά το πέρας της βασιλείας του Μαρκιανού.
Πολύ περισσότερες είναι οι μαρτυρίες, που έχουμε από τη δεύτερη φάση των νησιωτικών καταφυγίων στον Αργολικό, δηλαδή εκείνων της περιόδου των Σλαβικών επιδρομών.[15] Η επιδρομή των Βουλγαρικών φύλων των Οστρογούρων και Κουτριγούρων κατά το 541 μ.Χ., που χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση έφθασαν μέχρι τα παράλια του Κορινθιακού Κόλπου, παρακίνησε τον Ιουστινιανό να επιμεληθεί της αμυντικής οργανώσεως της Στερεάς και της Πελοποννήσου (Προκόπιος, «De Bello Persico» ΙΙ, 4 ed. Havry, τόμος 1, Λειψία 1963, σελ. 164).
Αφού απέσπασε την επαρχία Ελλάδος (Αχαΐας) από τη διοίκηση της επαρχίας του Ιλλυρικού, προβαίνει κατά τη δεκαετία του 550 στην οχύρωση χερσαίων οδικών κόμβων και νησιωτικών ναυτικών σταθμών, καταφυγίων όπως συνηθίζεται να ονομάζονται, αφού στις οχυρωμένες αυτές θέσεις και νησίδες βρίσκουν καταφύγιο, περιστασιακό ή και μονιμότερο, οι απειλούμενοι κάτοικοι των απέναντι ακτών, ενώ ανεφοδιάζονται και τα παραπλέοντα σκάφη με ασφάλεια. Η συγκρότηση των αμυντικών αυτών ερεισμάτων, προφανώς με διοικητική και στρατιωτική κάλυψη, μεταθέτει ήδη από τα μέσα του 6ου αιώνα το κέντρο βάρους της διοικητικής, αλλά και εκκλησιαστικής οργανώσεως των εδαφών της επαρχίας Ελλάδος (Αχαΐας) – που περιελάμβανε τη Θεσσαλία, τη Στερεά και την Πελοπόννησο με τα νησιά – στις οχυρωμένες αυτές θέσεις, ώστε να διασφαλίζονται και οι χερσαίες και οι θαλάσσιες επικοινωνίες στον χώρο αυτό. Και όπως είναι φυσικό, τα «καταφύγια» πολύ γρήγορα αναδεικνύονται σε αστικά κέντρα, τουλάχιστον τα μεγαλύτερα από αυτά, όταν πρόκειται για νησιά, ενώ τα μικρότερα, σε παρακείμενες στην ακτή νησίδες, αποτελούν περιστασιακό ενδιαίτημα φυγάδων κατά την περίοδο της άμεσης απειλής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της αμυντικής οργανώσεως και του Πελοποννησιακού χώρου, εκδηλώνονται οι Σλαβικές επιδρομές του τελευταίου τετάρτου του 6ου μ.Χ. αιώνα. Πυκνές ομάδες προσφύγων από τις ακτές και την ενδοχώρα της Αργολίδας, βάζοντας τη θάλασσα ως φυσικό εμπόδιο στους Σλάβους ιππείς (Σέρβους, Χροβάτες και άλλους), διαπεραιώνονται στα περισσότερα από τα νησιά και τις νησίδες του Αργολικού Κόλπου, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 580.
Από το Χρονικό της Μονεμβασίας γνωρίζουμε, ότι ενώπιον της νέας αυτής βαρβαρικής λαίλαπας, που ήδη από το 583 σάρωνε, με αιφνιδιαστικές επιδρομές, τα βόρεια και κεντρικά διαμερίσματα του Ελλαδικού χώρου,[16] κάμπτεται και το τελευταίο αμυντικό έρεισμα, το τείχος του Εξαμιλίου στον Ισθμό και οι Σλάβοι επιδρομείς, από δύο σημεία πλέον – το στενό του Ρίου στα δυτικά και τον Ισθμό στα ανατολικά – εισβάλλουν στην Πελοπόννησο κατά το έκτο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου, δηλαδή το 587-588 μ.Χ..[17]
Δεν πρέπει να λησμονείται, ότι ο κυρίως Ελλαδικός χώρος, εντασσόμενος στο Ανατολικό Ιλλυρικό, εκκλησιαστικώς ανήκε τότε ακόμη στην Εκκλησία της Ρώμης, με έδρα του βικαρίου εκπροσώπου του Πάπα αρχικώς τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και, μετά την απόσπαση της επαρχίας Ελλάδος (Αχαΐας), τη Μητρόπολη Κορίνθου, ενώ διοικητικώς, αν και από της συγκροτήσεως του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους είχε ενταχθεί σε αυτό, η διοικητική και στρατιωτική παρουσία της Κωνσταντινουπόλεως ήταν μάλλον χαλαρή. Τούτο είχε ως συνέπεια, όπως είχε συμβεί και κατά την αμφιλεγόμενη επιδρομή των Βησιγότθων (396 μ.Χ.), οι επιδρομές των Σλάβων να μη συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση, καθώς τα αυτοκρατορικά στρατεύματα ήταν απασχολημένα στο ανατολικό σύνορο του κράτους, εναντίον των Περσών. Άλλωστε, οι Σλάβοι επιδρομείς, μετά τις αρχικές αιφνιδιαστικές επιθέσεις τους κατά της Στερεάς Ελλάδος, έσπευδαν να υποχωρήσουν στα βορειοβαλκανικά ορμητήριά τους προτού να φθάσουν ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη.
Μέσα, λοιπόν, στη σύγχυση του εντόπιου πληθυσμού και τη φυγή προς ασφαλέστερους χερσαίους (μεγάλες οχυρωμένες πόλεις και δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές και φρούρια) ή νησιωτικούς χώρους, το Χρονικό της Μονεμβασίας και πάλι μας πληροφορεί, ότι ο επίσκοπος Άργους καταφεύγει στη νήσο Ορόβη, που δεν ήταν άλλη από τη σημερινή νήσο Ρόμβη ή Ρόβη του Τολού (ανατολικώς του Ναυπλίου), που περικλείει και τη νησίδα Δασκαλιό.
Πράγματι, ανάμεσα στα οχυρωματικά έργα του Φραγκίσκου Μοροζίνι, που κατά τον 17ο αιώνα κατεκάλυψαν και τις δύο αυτές νησίδες, σώζονται τα ίχνη οχυρώσεως του 6ου και του 7ου αιώνα, ενώ τα λιγοστά υπολείμματα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, στον περίβολο της σημερινής εκκλησίας της Παναγίας, στην κορυφή του Δασκαλιού, ίσως υποδηλώνουν την προσωρινή έδρα του επισκόπου Άργους κατά την περίοδο της Σλαβικής επιδρομής του 587-88, αλλά και τη βεβαιωμένη ύπαρξη μεταγενέστερης επισκοπικής έδρας στην Ορόβη.[18]
Και η μεν Ορόβη, χάρις στην ισχυρή οχύρωσή της, φαίνεται ότι, τότε τουλάχιστον, απέφυγε την καταστροφική επιδρομή των Σλάβων, που ανεζήτησαν πιο ευάλωτους στόχους, που δεν ήταν άλλοι από τις ευπρόσβλητες παράκτιες νησίδες Πλατειά, Υψηλή και Κορωνίδα (η Μασήτις νήσος του Στεφάνου Βυζαντίου, στον κόλπο της Κοιλάδας), όπου είχαν καταφύγει οι αγροτικοί πληθυσμοί του νοτίου Αργολικού χώρου, κυρίως όμως η νήσος Πιτυούσσα, οι Σπέτσες δηλαδή, που γνώριζε στα δύσκολα εκείνα χρόνια μία δεύτερη περίοδο ακμής.
Οι νομισματικοί θησαυροί από την Πλατειά και τις Σπέτσες, με κοπές μέχρι και του τρίτου έτους της βασιλείας του Μαυρικίου, καθώς και μεμονωμένα νομίσματα αυτής της περιόδου (δεύτερο ήμισυ του 6ου μ.Χ. αιώνα), από άλλες νησίδες και νήσους του Αργολικού Κόλπου, όχι μόνον πιστοποιούν την ύπαρξη των νησιωτικών αυτών καταφυγίων και χρονολογούν τη Σλαβική επιδρομή του 587-88, αλλά και επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες του Χρονικού της Μονεμβασίας, η αξιοπιστία του οποίου έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί.[19] Επίκεντρο της καταστροφικής μανίας των Σλάβων επιδρομέων απετέλεσε, στην Πιτυούσσα, ο νέος προσφυγικός οικισμός, που είχε αναπτυχθεί στον κόλπο της Ζογεριάς, απέναντι στους Αλιείς (Πόρτο Χέλι) και τη νότια απόληξη της Αργολίδας, όπου ίσως είχε εγκατασταθεί και η έδρα του επισκόπου Πιτυούσσης. Οι περιστασιακές ανασκαφές, παλαιότερα του καθηγητού Γεωργίου Σωτηρίου και προσφάτως της Χαρίκλειας Κοιλάκου, της Α’ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων,[20] έφεραν στο φως σημαντικά ερείπια και ευρήματα, νομισματικά και άλλα,[21] που μαρτυρούν την διά πυρός και σιδήρου καταστροφή του οικισμού και της ευρύτερης αγροτικής περιοχής του, ακριβώς με τη χρονολόγηση του Χρονικού της Μονεμβασίας.
Δυστυχώς ό,τι σεβάστηκε ο χρόνος στα νησιωτικά αυτά καταφύγια, που διαφύλαξαν αξιόλογα στοιχεία μέχρι τις ημέρες μας, απειλείται με ολοκληρωτική καταστροφή κατά τα τελευταία χρόνια. Η Πλατειά έγινε κέντρο ιχθυοκαλλιέργειας, η Κορωνίδα ισοπεδώθηκε, ενώ στις Σπέτσες η διάνοιξη δρόμων και η συνεχώς επεκτεινόμενη οικοδόμηση εξαλείφουν τις πολύτιμες αυτές μαρτυρίες του παρελθόντος. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, κάποιες κρατικές υπηρεσίες εξακολουθούν να σχεδιάζουν την πώληση νησίδων και βραχονησίδων σε ιδιώτες, προς «αξιοποίηση»…
Η τρίτη φάση στην ύπαρξη των νησιωτικών καταφυγίων ουσιαστικός αποτελεί συνέχεια της δεύτερης, εντασσόμενη και αυτή στην περίοδο των Σλαβικών επιδρομών. Όπως προαναφέρθηκε, μία επιδρομή, οσοδήποτε καταστροφική – στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη επιδρομή των Σλάβων στην Πελοπόννησο, κατά το 587 μ.Χ. – δεν σηματοδοτεί και τον τελεσίδικο αφανισμό της υφιστάμενης την επίθεση νησιωτικής εγκαταστάσεως. Διότι ναι μεν ο αριθμός των κατοίκων και η έκταση της οικιστικής περιοχής μειώνονται κατά μεγάλο ποσοστό, ενώ και οι απομένοντες εγκαταλείπουν τις πλουτοπαραγωγικές ενασχολήσεις με το εμπόριο και την αγγειοπλαστική, περιοριζόμενοι στον καθημερινό βιοπορισμό από τη γεωργοκτηνοτροφία και την αλιεία, όμως η ζωή συνεχίζεται, έστω και κάτω από συνθήκες υποβαθμίσεως του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Έτσι, στα νησιά και τις νησίδες του Αργολικού Κόλπου, που επλήγησαν από τη Σλαβική επιδρομή του 587-88, τα νοικοκυριά ξαναστήνονται μέσα στα ερείπια των προηγούμενων οικισμών, όπως στο Παλαιό Λιμάνι των Σπετσών, όπου στα ερείπια του παλαιοχριστιανικού λουτρού, που είχε καταστραφεί κατά τις Βανδαλικές επιδρομές του 458-60, ανεγείρεται μία οικία κατά το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα,[22] ενώ στη Ζογεριά, στα ερείπια του προσφυγικού οικισμού του 6ου αιώνα, διαπιστώθηκε μεταγενέστερη επανεγκατάσταση, που από νομισματικά και άλλα ευρήματα χρονολογείται και αυτή στις αρχές του 7ου αιώνα.[23]
Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι η έλλειψη συγκροτημένης οχυρώσεως, όχι μόνο στις με ολιγάριθμο πληθυσμό νησίδες, αλλά και στα νησιά όπου είχαν αναπτυχθεί οι σχετικώς μεγαλύτεροι οικισμοί του τέλους του 6ου και των αρχών του 7ου αιώνα.
Μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις, όπως στη νησίδα Πλατειά ή στη Ζογεριά των Σπετσών, διαπιστώθηκε η ύπαρξη οικιών και αποθηκών επί της παραλίας, εκτός του προγενέστερου οχυρωματικού περίβολου και του τείχους, που αφέθηκαν να ερειπωθούν. Παραλλήλως, παρατηρείται εξάπλωση των καλλιεργειών, χωρίς όμως τα διάσπαρτα αγροτικά ενδιαιτήματα (στην ουσία καλύβες και ποιμνιοστάσια) να διαθέτουν αμυντική κάλυψη.
Η αβελτηρία αυτή, που παρατηρείται και γενικότερα στον νότιο Ελλαδικό χώρο, επιβεβαιώνει την αναφορά του Χρονικού της Μονεμβασίας, ότι μετά την αποχώρηση των Σλάβων, στη συνέχεια της επιδρομής του 587-88, οι κάτοικοι – εντόπιοι και πρόσφυγες – της Αργολίδας και των γειτονικών νήσων δεν είχαν τον φόβο νέας Σλαβικής επιδρομής, καθώς επικράτησε περίοδος ειρήνης. Τα γεγονότα, όμως, τους διέψευσαν, διότι, μερικά χρόνια μετά την αναστολή των εχθροπραξιών, οι Σλάβοι, κάτω από την αρχηγία των Αβάρων, παραβιάζουν το σύμφωνο ειρήνης, που είχαν συνάψει επί βασιλείας Φωκά με βαρύτατα για τους Βυζαντινούς οικονομικά και εδαφικά ανταλλάγματα.
Η νέα αυτή συνδυασμένη Αβαροσλαβική επιδρομή εκδηλώθηκε το 623-25, όταν με στόλο από μεγάλα μονόξυλα και άλλα σκάφη, που είχαν ναυπηγηθεί στις ακτές της Δαλματίας, οι Σλάβοι σαρώνουν τα νησιά και τα παράλια του Ιονίου και του Αιγαίου, αποκόπτοντας τον Βυζαντινό στόλο από τα κέντρα ανεφοδιασμού του, προτού να πλεύσουν προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία πολιορκούν, μαζί με τους Αβάρους, το 626, με τα γνωστά ολέθρια γι’ αυτούς αποτελέσματα.
Στο περιθώριο της μεγάλης εκείνης Αβαροσλαβικής επιδρομής του 623-25 μ.Χ., αυτονόητο είναι ότι τα νησιά και οι νησίδες του Αργολικού Κόλπου, με τις ανοχύρωτες εγκαταστάσεις των φυγάδων από προηγούμενες βαρβαρικές επιδρομές στον Πελοποννησιακό χώρο, γίνονται εύκολη λεία για τους επερχόμενους τώρα από τη θάλασσα Σλάβους πολεμιστές. Στις νησίδες Πλατειά, Κορωνίδα, Κορακονήσι, Χηνίτσα (η αρχαία Αλιούσσα, στην είσοδο του κόλπου του Πόρτο Χέλι), Κουνούπι, στο λιλιπούτειο Καπαρονήσι κοντά στην Ερμιόνη, όπως και στα μεγαλύτερα νησιά Σπέτσες (Πιτυούσσα) και Δοκός (Απεροπία), τα διάσπαρτα νομίσματα και άλλα μικροαντικείμενα, που σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο Σπετσών, καθώς και η πληθώρα των οστράκων από αγγεία και των κεραμίδων μέσα στα πυρπολημένα οικήματα, είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες της νέας αυτής συμφοράς, που θα έχει καταλυτικές συνέπειες στην περαιτέρω ύπαρξη των νησιωτικών καταφυγίων, αφού αποδείχθηκαν ανίσχυρα για την προστασία των κατοίκων τους από τη θάλασσα.
Η καταστροφική, για τους Αβαροσλάβους, απόληξη της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως δεν επέδρασε στην κατάσταση πραγμάτων της Πελοποννήσου, όπου η αιωρούμενη απειλή μιας νέας επιδρομής – καθώς Σλάβοι επήλυδες, επωφελούμενοι της ερημώσεως μεγάλου μέρους της Πελοποννήσου, ήρθαν να εγκατασταθούν σε αγροτικές και κτηνοτροφικές περιοχές της Αρκαδικής, της Λακωνικής και της Μεσσηνιακής ενδοχώρας – ανάγκασε του Έλληνες κατοίκους του ελεύθερου τμήματος («από Κορίνθου και μέχρι Μαλέου», όπως προσδιορίζεται στο Χρονικό της Μονεμβασίας), που τόσο είχαν δεινοπαθήσει και στη δεύτερη επιδρομή των Σλάβων, να αναθεωρήσουν τις μέχρι τότε οικιστικές αντιλήψεις τους. Και τα μεν ευάλωτα νησιωτικά καταφύγια εγκαταλείπονται, ενώ ο πληθυσμός της Αργολίδας αναζητεί την ασφάλεια σε καστροπολιτείες της ορεινής ενδοχώρας ή των περισσότερων απόκρημνων νήσων, όπως η γνωστή μας Ορόβη και ο Δοκός. Επίσης και η χθαμαλή Πιτυούσσα (Σπέτσες) εγκαταλείπεται, όπως και όλες οι ευπρόσβλητες νησίδες του Αργολικού, ενώ, αντιθέτως, οχυρώνονται μικρές, αλλά απόκρημνες νησίδες.
Η νέα αυτή εικόνα, κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, ανταποκρίνεται και στην ανάγκη αντιμετωπίσεως ενός ακόμη κινδύνου, που απειλεί τον Ελληνικό νησιωτικό και παράκτιο χώρο.
Πρόκειται για την έξοδο του ισχυρού στόλου των Αράβων στο Αιγαίο, από τα ορμητήριά του στα λιμάνια της Συρίας, την οποία είχαν καταλάβει κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επεκτάσεώς τους σε εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κατά την περίοδο αυτή, όμως, δεν πρόκειται περί νησιωτικών καταφυγίων, όπου καταφεύγουν οι απειλούμενοι πληθυσμοί της απέναντι Αργολικής ακτής, αλλά περί οχυρωμένων βραχονησίδων, που καλύπτουν την είσοδο ευλίμενων και πλουσίων σε πηγαία ύδατα κόλπων, όπου καταλήγουν οδοί από την ενδοχώρα, έτσι ώστε να εξυπηρετείται και η προς και από τη θάλασσα επικοινωνία. Οι βραχονησίδες αυτές διέθεταν ισχυρή οχύρωση, με περιτείχισμα και μικρούς πύργους να περιβάλλουν τις εσωτερικές εγκαταστάσεις καθώς και επιμελημένης κατασκευής στέρνες για τη συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας νερού, ενώ στο υψηλότερο σημείο της βραχονησίδας υπήρχε μικρή εκκλησία. Επρόκειτο, δηλαδή, για ολοκληρωμένες φρουριακές εγκαταστάσεις, πανομοιότυπες με εκείνες που συγκροτούνται, κατά τον 7ο αιώνα, σε ορεινά σημεία πολλών από τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.
Εξετάζοντας την ανάπτυξη των ιδιότυπων αυτών βραχονησίδων-ναυτικών σταθμών, σε μία περίοδο που ο Κωνσταντίνος Γ’ (Κώνστας Β’) σχεδιάζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Σικελία, διαβλέπουμε μία νοητή θαλάσσια γραμμή, που ενώνει την Κωνσταντινούπολη και τα Μικρασιάτικα παράλια με τον νότιο Ελλαδικό χώρο και μέχρι τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία.
Πράγματι, οι οχυρωμένες βραχονησίδες στον Αργολικό Κόλπο έχουν αντίστοιχα παραδείγματα και προς τα βόρεια παράλια (Δωρούσα στο Αγκίστρι, Πέρανι στη Σαλαμίνα, Μπούφαλο στον Ευβοϊκό, Θεοτόκος στην Άνδρο κ.ο.κ.), αλλά και προς τα νοτιοδυτικά (Δασκαλιό στον Γέρακα, Παναγία στην Ελαφόνησο, Δραγονέρα στον Αβλέμονα Κυθήρων, Τηγάνι στη Μάνη κ.ο.κ.). Κατά διαστήματα, μάλιστα, στα μεγαλύτερα και φυσικώς οχυρά νησιά, όπως η Ρόμβη (Ορόβη) και ο Δοκός (αρχαία Απεροπία) στον Αργολικό Κόλπο ή η Δωρούσα (μεσαιωνική Θεοδωρούσα) στον Σαρωνικό, αναπτύσσονται πραγματικές καστροπολιτείες, που αποτελούν σημαντικούς συγκοινωνιακούς κόμβους, αλλά και αμυντικά ερείσματα για τα σκάφη του Βυζαντινού στόλου, που περιπλέουν τις επικίνδυνες αυτές θαλάσσιες περιοχές με κατεύθυνση προς τη Μονεμβασία και ακόμη δυτικότερα.
Ανατρέχοντας στους οχυρούς αυτούς νησιωτικούς σταθμούς του Αργολικού Κόλπου κατά το δεύτερο ήμισυ του 7ου μ.Χ. αιώνα και με γνώμονα τα νομισματικά και άλλα ευρήματα (μολυβδόβουλλα στρατιωτικών ή διοικητικών αξιωματούχων,[24] πόρτες, σταθμία, όστρακα αγγείων), διαπιστώνουμε ότι από τα δυτικά προς τα ανατολικά και κατά μήκος των νοτιοανατολικών ακτών της Αργολίδας – που παρέμεινε «καθαρή» από τον Σλαβικό εποικισμό του κεντρικού και μέρους του δυτικού τμήματος της Πελοποννήσου – εντοπίζονται οι ακόλουθες βραχονησίδες, που διαδραματίζουν ρόλο νησιωτικών φρουρίων: Δασκαλιό της Ρόμβης που καλύπτει την ακτή του Τολού (αρχαία Ασίνη), Κορωνίδα στον κόλπο της Κοιλάδας (αρχαίος Μάσης), Χηνίτσα στην είσοδο του κόλπου του Πόρτο Χέλι (αρχαίοι Αλιείς), Άγιος Ιωάννης στον Βλυχό της Ύδρας, Δοκός (αρχαία Απεροπία) που είναι και η καστροπολιτεία της περιοχής,[25] Σουπιά στη δυτική ακτή της Τροιζηνίας (Σαμπανέϊκα) και απέναντι στον Δοκό, Μπούρτζι και Μόδι στην ανατολική ακτή της Τροιζηνίας (Πόρος) και Δωρούσα (Θεοδωρούσα) στη βόρεια ακτή της Τροιζηνίας (Αγκίστρι). Πρόκειται, δηλαδή, για νησιά και νησίδες, που είτε βρίσκονται στην είσοδο κόλπων ελλιμενισμού και σε ακτές όπου απολήγουν οδοί της ενδοχώρας, είτε αποτελούν κόμβους των θαλασσίων επικοινωνιών.
Αντιθέτως, άλλα νησιά και νησίδες, που στερούνται φυσικής οχυρώσεως (Σπέτσες, Πλατειά) ή βρίσκονται εκτός της θαλάσσιας αυτής γραμμής (Παραπόλα, Φαλκονέρα, Αντικύθηρα), αν και διαδραμάτισαν ρόλο σε άλλες περιόδους ως νησιωτικά καταφύγια ή σημεία ελλιμενισμού, κατά τη συγκεκριμένη αυτή περίοδο μένουν εκτός ενδιαφέροντος των ναυτιλλομένων.
Όμως, τα οχυρά αυτά νησιωτικά σημεία στον Αργολικό Κόλπο, όπως και στον υπόλοιπο Αιγαιακό χώρο, δεν θα έχουν μακρά διάρκεια. Οι Άραβες, μετά τη δολοφονία του Κώνσταντος Β’ (668), καταλαμβάνουν και τη Σικελία με τον στόλο τους από την Αίγυπτο (669) και, προετοιμάζοντας την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως (674), πραγματοποιούν στρατηγικό ελιγμό, καταστρέφοντας τις βάσεις ανεφοδιασμού του Βυζαντινού στόλου στο Αιγαίο.[26] Έτσι, το 673 μ.Χ., επί βασιλείας Κωνσταντίνου Δ’, καταλαμβάνουν, προσωρινά, μεγάλο μέρος της Κρήτης και χρησιμοποιώντας ως ορμητήρια τα λιμάνια της, σαρώνουν με τον ισχυρό στόλο τους τις θάλασσες του Αιγαίου, εξαλείφοντας του νησιωτικούς και παράκτιους σταθμούς των Βυζαντινών. Τότε καταστρέφονται και τα νησιώτικα φρούρια του Αργολικού Κόλπου, τα οποία και εγκαταλείπονται από κατοίκους και υπερασπιστές.
Αλλά και οι θαλάσσιες επιδρομές των Αράβων, που κατά το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα ερημώνουν τα νησιά και τα παράλια της Αργολίδας, δεν στάθηκαν ικανές να εξαλείψουν το Ελληνικό πληθυσμιακό στοιχείο, ώστε να δικαιωθούν οι μεταγενέστεροι αφορισμοί του Φαλμεράϋερ και των ομοίων του. Αντιθέτως, κατά τις αρχές του 9ου αιώνα, επί βασιλείας Νικηφόρου Β’, οι Βυζαντινοί κατατροπώνουν τους Σλάβους της Πελοποννήσου και εποικίζουν πολλά από τα εδάφη του κεντροδυτικού τμήματος της χερσονήσου, με εξαίρεση τις Σλαβικές φυλές των Μηλιγγών και Εζεριτών κτηνοτρόφων, που περιορίζονται στις δυσπρόσιτες πλαγιές του Ταϋγέτου. Στη νοτιοανατολική Αργολίδα, όπου, με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως το φυσικώς οχυρό νησί της Ορόβης και το Καστρί, δηλαδή η περιτειχισμένη πόλη της Ερμιόνης), οι ακτές και τα νησιά έχουν εγκαταλειφθεί, καθώς η θάλασσα αποδεικνύεται περισσότερο επικίνδυνη από την ξηρά, ο πληθυσμός αναζητεί προστασία στα φρουριακά συγκροτήματα της ενδοχώρας, σε δυσπρόσιτα και απόκρημνα ορεινά σημεία, όπως είναι το κάστρο της Κοκκινιάς στη βορειοδυτική απόλυξη της Τροιζηνιακής οροσειράς των Αδέρων, το κάστρο της Θερμησίας στην Ερμιονίδα, το Παλαιό Λιγουριό στην Αργολική ενδοχώρα, το Φανάρι, η Πιάδα στην Επιδαυρία και άλλες ορεινές θέσεις. Όσο για τα Σλαβικά τοπωνύμια, που επιχωριάζουν στην Αργολίδα, το πιθανότερο είναι ότι ανάγονται σε πολύ μεταγενέστερη περίοδο, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, όταν σημειώνονται οι πρώτες μεγάλες εποικίσεις Αλβανών, τους οποίους ακολουθούν και ομάδες Σλάβων κτηνοτρόφων.
Στα νησιά του Αργολικού, λιγοστές εξαθλιωμένες οικογένειες βοσκών και ψαράδων έχουν απομείνει κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, αποσπασματικά όμως ευρήματα, όπως κάποια μολυβδόβουλλα ή νομίσματα, δείχνουν ότι, παρά τους κινδύνους, οι θαλάσσιες επικοινωνίες δεν έχουν διακοπεί τελείως και η ζωή, οσοδήποτε δύσκολη, συνεχίζεται. Για να παρατηρηθεί, κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, επί δυναστείας Μακεδόνων και Κομνηνών, μία εντυπωσιακή ανάκαμψη του πληθυσμού στα νησιά και τα παράλια της Αργολίδας, τα οποία, όμως, από τον 12ο αιώνα και μετά, θα αποτελέσουν πάλι τον στόχο πειρατών, τώρα Νορμανδών της Σικελίας, Γενουατών, Καταλανών και Τούρκων.
Σήμερα, τα νησιά και οι νησίδες του Αργολικού, οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες δεινών περιπετειών του μεσαιωνικού Ελληνισμού, περιμένουν την αρχαιολογική έρευνα και την ιστορική μελέτη για τα όσα έχουν να μας αποκαλύψουν. Το επιβεβαιώνουν τα εκτιθέμενα στο Μουσείο Σπετσών ευρήματα από τους νησιωτικούς αυτούς χώρους, που προσκαλούν και προκαλούν τον επιστήμονα ερευνητή. Συγχρόνως, όμως, κρούεται και ο κώδων του κινδύνου, καθώς επί των ημερών μας συντελείται μία ανεπανόρθωτη καταστροφή των τεκμηρίων που σεβάστηκε ο χρόνος, με την ανεξέλεγκτη «αξιοποίηση», δηλαδή τις εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιέργειας και τη δόμηση ή διαμόρφωση των νησίδων αυτών, που τόσα έχουν να προσφέρουν στη διαφώτιση των, όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται, Σκοτεινών Αιώνων στην πορεία του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Υποσημειώσεις
[1] Sinclair Hood, Isles of Refuge in the Early Byzantine Period, The Annual of the British School of Archaeology at Athens 65 (1971), σελ. 37-45.
[2] Antoine Bon, Le Péloponnése byzantin jusqu’ en 1204, Bibliotheque Byzantine, Etudes I, Paris 1951. G.L. Huxley, The Second Dark Age of the Peloponnese, Λακωνικαί Σπουδαί τόμος 3 (1977), oel. 84-110. Anna Avraméa, Le Péloponnése du Véme au VIIIéme siécle – Changements et persistances, Publications de Sorbonne, Paris 1997.
[3] Ευάγγ. Χρυσός, Οι Βησιγότθοι στην Πελοπόννησο, Πρακτικά Β’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (1981), τόμος Β’, σελ. 181-191.
[4] P.A. Yannopoulos, La pénétration Slave en Argolide, Etudes Argiennes, Bulletin de Correspondance Héllénique Supplement VI (1980). Avraméa, ό.π. σελ. 67-104.
[5] D. Μ. Metcalf, The Aegean Coastlands under Threat, The Annual of the British School of Archaeology at Athens 57 (1962), σελ. 14-23. Ανδρέας Ν. Στράτος, Το Βυζάντιον στον Ζ’ Αιώνα, τόμος Α’, Αθήναι 1965, σελ. 160-162 και 294-300. Avramέα, ό.π., σελ. 67-104.
[6] Στράτος, ό.π., τόμος Ε’, Αθήναι 1974, σελ. 20-35, Β. Χρηστίδης, The Raids of the Moslems in Crete and the Aegean Sea, Βυζάντιον, τόμος L1, Βρυξέλλαι 1981. Άδωνις Κ. Κύρου, Περιπλανήσεις αγίων λειψάνων και μία άγνωστη καστροπολιτεία στον Αργολικό, Πελοποννησιακά, τόμος ΚΑ’ (1995), σελ. 103-115.
[7] Jacob Ph. Fallmerayer, Fragmente aus dem Orient, Στουττγάρδη 1877, σελ. 508.
[8] Ernest Honigmann, Le Synekdemos d’ Hierocles et l’ opuscule geographique de Georges de Chypre, CorpusBruxellensa Historiae Byzantinae-Forma Imperii Byzantini (Ι), Bruxelles 1939, σελ. 1-48.
[9] J. Darrouzes, Notes inedites des transfers episcopaux, Revue des Etudes Byzantines 40 (1982), σελ. 215-221. Carlde Boor, Manuscrit Paris 1555Α, Zeitschrift fiir Kirchengeshichte ΧΙΙ (1891), σελ. 303-322, 519-534 και ΧΙ (1894), σελ. 573-594.
[10] Αγνή Βασιλικοπούλου, Η εκκλησιαστική οργάνωση της Βυζαντινής Πελοποννήσου, Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (1985), Αθήναι 1987, τόμος Β’, σελ. 193-207. Ελεωνόρα Κουντουρά-Γαλάκη, Η Εικονοκλαστική Notitia 3 και το Λατινικό πρότυπό της, Σύμμεικτα του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, τόμος 10ος, Αθήνα 1996, σελ. 45-75.
[11] Γ. Α. Σωτηρίου, Έρευνα εν Σπέτσαις, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1937, Αθήναι 1938, σελ. 97-108.
[12] Χαρίκλεια Κοιλάκου, Ανασκαφές στις Σπέτσες, Αρχαιολογικό Δελτίο 48 (1993), Χρονικά, σελ. 75-76. 47 (1992), Χρονικά, σελ. 69.
[13] . Μ. Η. Jameson, Excavations at Porto Cheli and Vicinity, Hesperia 38 (1969), σελ. 325, 335, 338, 339-340. W. W. Rudolf, Excavations at Porto Cheli and Vicinity. The Early Byzantine Remains, Hesperia 48 (1979) σελ. 294-320. Βούλα Κόντη, Βιοτεχνική δραστηριότητα στην περιοχή των Αλιέων Ερμιονίδας, Πρακτικά Ε’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (1996), Αθήνα 1998, τόμος Β’, σελ. 335-356.
[14] Jameson, ό.π., σελ. 312, 341-342. G. Daux, Bulletin de Correspondance Hellenique 92 (1968), σελ. 801-803. Κόντη, ό.π. σελ. 342-345.
[15] Στράτος, ό.π., τόμος Α’, σελ. 71-81.
[16] Αδ. Σάμψων, Χερσαία και νησιωτικά καταφύγια της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου στην Εύβοια και ανατολική Βοιωτία, Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμος 26 (1984-85), σελ. 362-372.
[17]Peter Charanis, The Chronicle of Monemvasia and the Question of the Slavonic Settlements in Greece, Dumbarton Oaks Papers 5 (1950), σελ. 162-163. Harris Α. Kalliga, Byzantine Monemvasia-The Sources, Monemvasia 1990, σελ. 3.
[18] Vasso Pennas, The Island of Orovi in the Argolid: Bishopric and Administrative Center, Studies in Byzantine Sigillography, τόμος 4 (1995), σελ. 163-173.
[19] Για νομισματικά ευρήματα από τις Σπέτσες βλ. Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, Αρχαιολογικό Δελτίο 47 (1992), Χρονικά, σελ. 69-71, 48 (1993), Χρονικά, σελ. 76-77.
[20] Γ.Α. Σωτηρίου, Έρευναι εν Σπέτσαις, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1940, σελ. 33-35. Χαρ. Κοιλάκου, Αρχαιολογικό Δελτίο 42 (1987), Χρονικά, σελ. 112-114. 47 (1992), Χρονικά σελ. 67-69.
[21] Κινητά ευρήματα, όπως νομίσματα και μολυβδόβουλλα, φυλάσσονται στο Μουσείο Σπετσών (συλλογή Α’ Κύρου και ανασκαφές Χ. Κοιλάκου). Σχετικά δημοσιεύματα: Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, Νομίσματα από τη Ζογεριά Σπετσών, Αρχαιολογικό Δελτίο 47 (1992), Χρονικά, σελ. 69-71. 50 (1995), Χρονικά, σελ. 76-77. Άννα Αβραμέα, Ανέκδοτα μολυβδόβουλλα από τα νησιά του Αργολικού Κόλπου, Σύμμεικτα του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, τόμος 10ος (1996), σελ. 23-24.
[22] Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, Θησαυρός Σπετσών 1993, Αρχαιολογικό Δελτίο 48 (1993), Χρονικά, σελ. 76-77.
[23] Στράτος, ό.π., τόμος Α’, Αθήναι 1965, σελ. 80.
[24] Ο.π., σελ. 299, από αναφορά του Σύρου χρονογράφου Θωμά του πρεσβυτέρου.
[25] Αβραμέα, ό.π., τόμος 100ς (1996), σελ. 11-25.
[26] Στράτος, ό.π., τόμος Ε’, σελ. 33-34, όπου αναφέρεται σημείωση στον Θεοφάνη (σελ. 354), στην οποία γίνεται μνεία ότι ένα έτος πριν από την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή το 673 μ.Χ., οι Άραβες ναυτικοί πολέμαρχοι Αβδουλλάκ ιμπν Καϊς και Φαδαλά μπεν Ούμπαϊντ, με ισχυρό στόλο από την Αίγυπτο, επιδράμουν στην Κρήτη και καταλαμβάνουν για σύντομο χρονικό διάστημα λιμάνια της μεγαλονήσου, από τα οποία και πραγματοποιούν επιδρομές στα παράλια και τα νησιά του Αιγαίου. Κύρου, ό.π., σελ. 115.
Άδωνις Κύρου
Ερευνητής-δημοσιογράφος
Πρακτικά του ΣΤ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (Τρίπολις, 24-29 Σεπτεμβρίου 2000) Τόμος Β’.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Σχετικά θέματα:
Σχολιάστε