Το μεσοβυζαντινό Άργος: Ιστορικά δεδομένα και νομισματική κυκλοφορία – Παναγιώτης Γιαννόπουλος
Η μεσοβυζαντινή Αργολίδα σπάνια αναφέρεται στις γραπτές πηγές. Σύμφωνα με ένα Σχόλιο του Αρέθα Καισαρείας στη Σύντομη Ιστορία του πατριάρχη Νικηφόρου, κατά το έκτο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου (587/588) αβαροσλαβικά φύλα εισέβαλαν στην Πελοπόννησο.
Οι Αργείοι, προ του κινδύνου, επιβιβάστηκαν σε πλοία και κατέφυγαν στη νήσο Ρόβη.[1] Την πληροφορία αυτή του Σχολίου του Αρέθα αντιγράφουν το πολύ νεότερο Χρονικό της Μονεμβασίας[2] και ο πατριάρχης Νικόλαος Γ’ ο Γραμματικός (1084-1111) σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό.[3] Αποτελεί συνεπώς μεθοδολογικό λάθος, που διαιωνίζεται από πολλούς ιστορικούς, η παραπομπή στο Χρονικό της Μονεμβασίας για την καταστροφή του Άργους από τους Αραβοσλάβους. Είναι ορθότερο οι παραπομπές να γίνονται στον Αρέθα, η επιστημονικότητα και η πελοποννησιακή καταγωγή του οποίου προσδίδουν ιδιαίτερο βάρος στα γραφόμενά του.[4]
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/05/ce86ceb3ceb9cebfcf82-ce91cf81ceadceb8ceb1cf82-ce9aceb1ceb9cf83ceb1cf81ceb5ceafceb1cf82.jpg)
Άγιος Αρέθας Καισαρείας, έργο του αγιογράφου Κωνσταντίνου Δημητρέλου, 2015. Ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους λογίους της Μεσοβυζαντινής περιόδου και από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο. Γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω στο 850.
Η χρονολόγηση του Αρέθα για την πρώτη αβαροσλαβική εισβολή στην Πελοπόννησο ελέγχεται ως ανακριβής. Ο συντάκτης του Σχολίου στηρίζεται προφανώς σε προφορικές ή οικογενειακές παραδόσεις και περιέχει αρκετές ιστορικές ανακρίβειες.[5] Ενδελεχής και επισταμένη έρευνα των παράλληλων πηγών απέδειξε ότι οι Αβαροσλάβοι διέσπασαν την αμυντική γραμμή του Ισθμού στα τέλη του 584 ή στις αρχές του 585, ενώ το νησί στο οποίο κατέφυγαν οι Αργείοι ήταν η Πλατιά (που ενίοτε αναφέρεται και ως Ρόβη), στις νότιες ακτές της Αργολίδας.[6] Νομίσματα και αργυρά σκεύη της εποχής που βρέθηκαν στο σήμερα ακατοίκητο νησί επιρρωνύουν αυτό το συμπέρασμα.[7] Τα αβαρικής και σλαβικής καταγωγής αντικείμενα και θραύσματα αγγείων που βρέθηκαν στην Αργολίδα υποδεικνύουν ότι οι εισβολείς ελάχιστα παρέμειναν στις καταστραμμένες περιοχές.[8]
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/05/cea0cebbceb1cf84ceb9ceac-ce9dceb9cf83ceafceb4ceb1.jpg)
Η Πλατειά είναι νησίδα του Αργοσαρωνικού η οποία βρίσκεται κοντά στις ανατολικές ακτές του Αργολικού κόλπου, απέναντι από το χωριό Κάντια. Η νησίδα αυτή, όπως και οι παρακείμενές της κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής του Αργολικού κόλπου, χρησίμευαν ως καταφύγια των πληθυσμών σε περιπτώσεις βαρβαρικών επιδρομών, βλ. Α. Κυρου, «Νησιώτικα καταφύγια στον Αργολικό κόλπο κατά τους Πρωτοβυζαντινούς αιώνες», στο Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (2000), τόμ. Β΄ (2002).
Μολονότι με το θέμα έχω ασχοληθεί επισταμένως, θεωρώ σκόπιμες δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά στη χρονολόγηση της πρώτης εισβολής. Ορισμένοι ιστορικοί υιοθετούν άκριτα τη χρονολόγηση του Χρονικού της Μονεμβασίας, του οποίου ταυτόχρονα απορρίπτουν την ιστορική αξιοπιστία. Προς επίρρωση της άποψής τους φέρουν τα νομισματικά ευρήματα, στα οποία περιέχονται χάλκινες κοπές του 4ου έτους του Μαυρικίου (585/586) και τα οποία τοποθετούν στην προ της εισβολής περίοδο.
Όμως τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου σημειώνουν ότι το επόμενο από την εισβολή έτος τα στρατεύματα του Ιλλυρικού, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Θεσσαλονίκη, αντεπιτέθηκαν με σκοπό την αποκατάσταση της κρατικής εξουσίας στην περιοχή της Ελλάδας, δηλ. της νοτίως της Θεσσαλίας περιοχής.[9] Όπως υποστήριξα και στο παρελθόν, τα νομίσματα αυτά, κομμένα στη Θεσσαλονίκη, βρέθηκαν διάσπαρτα και όχι σε αποκρύψεις, και μαρτυρούν την παρουσία του εκστρατευτικού σώματος του Ιλλυρικού στην Πελοπόννησο το 586.[10]
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στην άποψη ότι οι Αβαροσλάβοι κατά την πρώτη εισβολή δεν διέσπασαν τη βυζαντινή άμυνα στον Ισθμό, αλλά, χρησιμοποιώντας σχεδίες, αποβιβάστηκαν κάπου στις ακτές του Κορινθιακού κόλπου, άποψη η οποία όχι μόνο δεν στηρίζεται σε καμία πηγή,[11] αλλά επιπλέον έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με:
1ο τη σαφή δήλωση του δεύτερου βιβλίου των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου ότι οι Σλάβοι για πρώτη φορά κατασκεύασαν μικρά πλωτά μέσα, τα γνωστά ως μονόξυλα, περί το 623/624.[12]
2ο τη μαρτυρία του Μιχαήλ του Σύρου, σύμφωνα με την οποία, οι εισβολείς είχαν μαζί τους βαριά τροχήλατα οχήματα επί των οποίων απέθεταν τα λάφυρα.[13] Τέτοια οχήματα δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν διά θαλάσσης την εποχή εκείνη και ασφαλώς όχι επάνω σε σχεδίες.
3ο τη σημείωση του Μιχαήλ του Σύρου ότι το πρώτο θύμα της αβαροσλαβικής εισβολής ήταν η Κόρινθος,[14] σαφής ένδειξη ότι οι βάρβαροι διέσπασαν την άμυνα του Ισθμού.
4ο την κοινή λογική, αν δηλαδή οι Αβαροσλάβοι διέθεταν αποβατικά μέσα, γιατί δεν επετέθησαν στους πρόσφυγες Αργείους στη Ρόβη;
Μετά την εκπόρθηση της Κορίνθου οι εισβολείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία κατευθύνθηκε προς δυσμάς ακολουθώντας την ακτογραμμή του Κορινθιακού. Η άλλη κινήθηκε προς νότον και αφού δήωσε τη Νεμέα, κατέστρεψε το Άργος στις αρχές του 585. Η πόλη, που ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτη, δεν διέθετε στρατιωτική φρουρά, αφού κανένα ίχνος ένοπλης αντίστασης δεν εντοπίστηκε στο στρώμα καταστροφής. Η απουσία νομισματικών αποκρύψεων, εξάλλου, δείχνει ότι οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν έγκαιρα για την επερχόμενη λαίλαπα και διέφυγαν συναποκομίζοντας ό,τι πολύτιμο διέθεταν.
Είναι βέβαιο ότι, μετά την πρώτη αυτή λαφυραγωγική εισβολή, η Πελοπόννησος γνώρισε και άλλες παρόμοιου χαρακτήρα επιδρομές για τις οποίες οι γραπτές πηγές σιγούν. Η αρχαιολογική σκαπάνη φέρει ενίοτε στο φως ανάλογες καταστροφές, οι οποίες χρονολογούνται κυρίως χάρη στα νομισματικά ευρήματα.[15] Οι επιδρομές αυτές φαίνεται να σταματούν μετά την πανωλεθρία των συνασπισμένων Αβαροσλάβων και Περσών προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης το 626.
Είναι, επίσης, βέβαιο ότι τις εισβολές ακολούθησαν μετακινήσεις σλαβικών φύλων για μονιμότερη εγκατάσταση στην Πελοπόννησο. Σε αυτούς τους επήλιδες οφείλονται και τα 16 σλαβογενή τοπωνύμια της Αργολίδας.[16] Για τις εγκαταστάσεις αυτές δεν διαθέτουμε ούτε αρχαιολογικές ενδείξεις ούτε γραπτές μαρτυρίες. Είναι συνεπώς αδύνατο να διατυπώσουμε έστω και εικασίες για το χρόνο και τις συνθήκες πραγματοποίησής τους.
Για την κατάσταση που επικράτησε στην Αργολίδα μετά την εισβολή του 685 μόνον υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν, εξαιτίας της έλλειψης γραπτών πηγών. Για την περίοδο μεταξύ του τέλους του ΣΤ’ αι. και των αρχών του Θ’ αι., οι μόνες γραπτές πληροφορίες για την Αργολίδα αφορούν στη συμμετοχή του επισκόπου Άργους Ιωάννη στην έκτη οικουμενική σύνοδο του 680/681[17] και την ύπαρξη επισκοπών στην περιοχή σύμφωνα με τους αμφίβολης χρονολόγησης επισκοπικούς καταλόγους.[18]
Για την περίοδο μετά τις αρχές του Θ’ αι. η επισκοπή Άργους συνεχίζει να αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους και στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας.[19] Η διαμόρφωση του Συνοδικού ανάγεται στον ΙΓ’ αι., αλλά αφορά την εκκλησιαστική πραγματικότητα από τα τέλη του Θ’ αι.
Πρόκειται για συνένωση των καταλόγων των μετά τη λήξη της εικονομαχίας ορθοδόξων επισκόπων, που αναγιγνώσκονταν την Κυριακή της Ορθοδοξίας στους ναούς της οικείας επισκοπής. Συχνά οι κατάλογοι αυτοί παρουσιάζουν ελλείψεις, ενώ δεν παρέχουν χρονολογικές ενδείξεις, ώστε να καταστεί δυνατή η ιστορική αξιοποίηση των πληροφοριών τους.
Η αντιγραφή του Συνοδικού της επισκοπής (και εν συνεχεία μητρόπολης) Άργους και Ναυπλίου που διασώθηκε στον Παρισινό κώδικα Gr. Suppl. 1090, f. 297r-v του ΙΣΤ’ αι. οφείλεται στον Ιωάννη Ζυγομαλά, ιεροκήρυκα της μητρόπολης Άργους και Ναυπλίου στα τέλη του ΙΕ’ αι. – αρχές του ΙΣΤ’ αι.
Ο Ιωάννης προσέθεσε στον κατάλογο ένα βραχύ σχόλιο, το οποίο επιτρέπει κάποια στοιχειώδη τοποθέτηση στο χρόνο των δραστηριοτήτων της επισκοπής Άργους.[20] Εξάλλου, χάρη στα πρακτικά των συνόδων γνωρίζουμε ότι ο επίσκοπος Άργους Λέων μετείχε στη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 869,[21] ενώ δέκα χρόνια αργότερα το 879, ο Άργους Θεότιμος και ο Ναυπλίου Ανδρέας μετείχαν σε άλλη σύνοδο, επίσης στην Κωνσταντινούπολη.[22] Ίσως από την ίδια περίοδο προέρχεται και ένα επισκοπικό μολυβδόβουλο που αναφέρει κάποιον Πέτρο επίσκοπο Άργους.[23]
Ο Βίος του Αγίου Πέτρου επισκόπου Άργους, γραμμένος από το μαθητή του Θεόδωρο Νικαίας,[24] η αλληλογραφία του Θεοδώρου Νικαίας με πρόσωπα της Αργολίδας,[25] ο Βίος του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων, που έζησε επί μία δεκαπενταετία στο Ναύπλιο,[26] περιγράφουν την κατάσταση που επικρατούσε στην Αργολίδα στο δεύτερο μισό του Θ’ και στις αρχές του Ι’ αιώνα. Στην ίδια περίοδο αναφέρεται και ο Βίος του Αγίου Θεοδοσίου του Νέου, αλλά επειδή είναι γραμμένος τον ΙΣΤ’ αι. δεν έχει σημαντική ιστορική βαρύτητα για την περίοδο αυτή.[27]
Τέλος, ένα ποίημα ή επίγραμμα κάποιου άγνωστου Αργείου του Ι’ αιώνα, ο οποίος κατασκεύασε μια αργυρή εικόνα ενός επισκόπου Άργους, πιθανότατα του Αγίου Πέτρου Άργους, δεν παρέχει κανένα αξιόλογο ιστορικό στοιχείο για την παρούσα έρευνα.[28]
Όλες αυτές οι πηγές επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι το Άργος αποτελούσε το σημαντικότερο αστικό κέντρο της Αργολίδας. Το Ναύπλιο πρόβαλλε ήδη ως εξίσου σημαντικό αστικό κέντρο και ως επίνειο της περιοχής, προφανώς μετά την εγκατάλειψη του Τιμένιου, λόγω προσχωσιγενών επιχωματώσεων.[29]
Την ίδια εποχή με τη συγγραφή του Βίου του Αγίου Πέτρου, αλλά και του Βίου του Θεοδώρου Κυθήρων, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’, στο έργο του Περί θεμάτων, σημειώνει ότι το Άργος ήταν μία από τις τέσσερις «επίσημες» πόλεις της Πελοποννήσου.[30] Η λέξη «επίσημος» επί του προκειμένου δεν πρέπει να εννοηθεί ως «ιστορικά γνωστής πόλης», αλλά ως σημαντικό αστικό κέντρο, αφού μεταξύ των «επισήμων» πόλεων συγκαταλέγεται και η Πάτρα, που δεν διέθετε σπουδαίο ιστορικό παρελθόν. Η περίοδος αυτή των τριών και μισού αιώνων, από τα τέλη του ΣΤ’ αι. ως τα μέσα του Ι’ αι., αντιπροσωπεύουν για την Αργολίδα τη λεγόμενη «σκοτεινή μεσοβυζαντινή περίοδο».
Η μακρά σιωπή των επίσημων αφηγηματικών πηγών αυξάνει την ιστορική βαρύτητα των πάσης φύσεως αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία, όμως, δυστυχώς, είναι εξίσου σπάνια και αποσπασματικά με τις γραπτές πηγές, γιατί η βυζαντινή Αργολίδα, όπως και η λοιπή βυζαντινή Ελλάδα, έχει ελάχιστα αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής ανασκαφικής δραστηριότητας. Τα ευρήματα που ανακαλύφτηκαν, έχουν συμπτωματικό χαρακτήρα, αφού οι έρευνες είχαν ως αντικείμενο την αρχαιοελληνική ή τη ρωμαϊκή εποχή. Στο χώρο των αρχαιολογικών ευρημάτων ανήκουν και τα νομίσματα.
Απ’ ό,τι γνωρίζω, με εξαίρεση τα νησιώτικα ή ορεινά καταφύγια κατά την περίοδο των εισβολών, στην Αργολίδα δεν βρέθηκαν αποκρύψεις χρυσών ή αργυρών νομισμάτων της «σκοτεινής περιόδου».[31] Τα λίγα φθαρμένα χάλκινα νομίσματα που βρέθηκαν δεν προέρχονται από «θησαυρούς», γεγονός αξιοσημείωτο για την περίοδο της αβαροσλαβικής εισβολής, όταν είναι γνωστό ότι σε ανάλογες περιπτώσεις οι πολίτες έθαβαν τις οικονομίες τους πριν εγκαταλείψουν μία περιοχή. Η απουσία «θησαυρών» αυτής της περιόδου φαίνεται περισσότερο περίεργη αν λάβει κανείς υπόψη ότι στην κάθοδο των αβαροσλάβων προς την Πελοπόννησο οφείλονται αρκετοί «θησαυροί» ως την περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου.[32]
Όπως προαναφέρθηκε, οι Αργείοι, όταν πληροφορήθηκαν την πτώση της Κορίνθου, συγκέντρωσαν ό,τι πολύτιμο διέθεταν, επιβιβάστηκαν στα πλοία και έφυγαν. Αυτό εξηγεί και την απουσία νομισματικών ευρημάτων στο στρώμα της δια πυράς καταστροφής του Άργους από τους εισβολείς.
Η τύχη των υπολοίπων πληθυσμών παραμένει άγνωστη. Κρίνοντας από τα ευρήματα του σπηλαίου της Ανδρίτσας, στην ορεινή διάβαση μεταξύ Αργολίδας και Αρκαδίας, ορισμένοι κάτοικοι φαίνεται ότι κατέφυγαν σε σπήλαια ή σε άλλες δύσβατες περιοχές, ελπίζοντας να διαφύγουν. Η τύχη τους παραμένει άγνωστη, εκτός βέβαια από τους φυγάδες της Ανδρίτσας που τελικά εντοπίστηκαν από τους εισβολείς και σφαγιάστηκαν.[33]
Από το ανασκαφικό υλικό συνάγεται κάποια περιορισμένη νομισματική κυκλοφορία κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του Μαυρικίου και κατά τις βασιλείες του Φωκά και του Ηρακλείου, γεγονός που υποδεικνύει ότι το Άργος περιήλθε εκ νέου υπό βυζαντινό έλεγχο.[34]
Όπως προελέχθη, τα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου αφήνουν να εννοηθεί ότι ο στρατός του Ιλλυρικού ανακατέλαβε την Κόρινθο και το Άργος ένα ή δύο χρόνια μετά την καταστροφή τους από τους Αβαροσλάβους. Ίσως την ίδια περίοδο ή λίγο αργότερα ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς η ανατολική Πελοπόννησος, γεγονός που δικαιολογεί τη σημείωση των πηγών: «μόνου του ανατολικού καθαρεύοντος».[35]
Προκειμένου για την Αργολίδα, οι κάτοικοι επέστρεψαν στις εστίες τους, ενώ επήλυδες Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στις παρυφές του αργολικού πεδίου, επιδιδόμενοι στην κτηνοτροφία. Στις περιοχές αυτές εντοπίζονται τα σλαβικής ετυμολογίας τοπωνύμια. Κανένα ίχνος νομισματικής κυκλοφορίας δεν εντοπίστηκε στις σλαβοκρατούμενες περιοχές ως το τέλος της σκοτεινής περιόδου. Το γεγονός αυτό δεν ξενίζει, αφού σε καμία σλαβοκρατούμενη περιοχή δεν βρέθηκαν νομίσματα. Προφανώς, οι νέοι έποικοι δεν διέθεταν καμιά νομισματική παράδοση και οι οποιεσδήποτε συναλλαγές είχαν ανταλλακτική μορφή. Το περίεργο είναι ότι τα νομισματικά ευρήματα είναι εξίσου σπάνια σε περιοχές υπό βυζαντινή διοίκηση, παρά τη μακρά παράδοση στην εκχρηματισμένη οικονομία.
Στο Άργος και το Ναύπλιο εντοπίστηκαν κάποια νομισματικά ευρήματα που ανάγονται στην πρώτη φάση της βασιλείας του Κώνσταντα Β’.[36] Ανάλογα ευρήματα, αλλά πολυπληθέστερα, προέρχονται από την Κόρινθο.[37] Δεν πρόκειται συνεπώς για γεγονός που σχετίζεται άμεσα ή αποκλειστικά με την Αργολίδα. Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να αποδοθούν στο πέρασμα του αυτοκράτορα Κώνσταντα, της ακολουθίας του και της φρουράς του, από τη νότια Ελλάδα κατά την πορεία του προς την Ιταλία. Ο Κώνσταντας πέρασε από την Κόρινθο, διοικητική πρωτεύουσα της Πελοποννήσου κατά τον Ζ’ αι., αλλά δεν υπήρχε κανείς λόγος να περάσει από το Άργος. Συνεπώς, η παρουσία των κάποιων νομισμάτων του Κώνσταντα στην Αργολίδα αποτελεί έμμεση επίπτωση της αυτοκρατορικής επίσκεψης στην Κόρινθο.
Από τα μέσα του Ζ’ αι., τα νομισματικά ευρήματα στο Άργος είναι μηδενικά. Ανάλογη, αλλά λιγότερο έντονη εμφανίζεται η κατάσταση σε όλη την αυτοκρατορία, της Κωνσταντινούπολης μη εξαιρουμένης. Στο φαινόμενο αυτό δόθηκαν από τους ερευνητές διάφορες ερμηνείες όπως η αγροτοποίηση της οικονομίας, η επιστροφή στο ανταλλακτικό εμπόριο, η απορρόφηση της νομισματικής παραγωγής από τους αραβικούς πολέμους, ο περιορισμός του θαλάσσιου εμπορίου, η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στην πρωτεύουσα, η πανώλη που επί Κωνσταντίνου Ε’ αποδεκάτισε το πληθυσμό της αυτοκρατορίας, κ.λπ.
Η κατάσταση στη Μικρά Ασία και στα μεγάλα αστικά κέντρα φαίνεται να αναστρέφεται από τις αρχές του Θ’ αι., ενώ από τη βασιλεία του Θεοφίλου (829-841) και εφεξής τα νομισματικά ευρήματα επανέρχονται στην προ της κρίσης εποχή. Όμως στην Πελοπόννησο, και ιδιαίτερα στο Άργος, τα νομισματικά ευρήματα εξακολουθούν να είναι σπανιότατα ή μηδενικά.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: τι συνέβαινε στην Αργολίδα μετά τα μέσα του Θ’ αι.; Ο Βίος του Αγίου Πέτρου, το μόνο κείμενο που αναφέρεται άμεσα στην Αργολίδα της ίδιας περίπου περιόδου, αλλά και η αλληλογραφία του Θεοδώρου Νικαίας, αφήνουν να εννοηθεί ότι η περιοχή είχε ανακάμψει οικονομικά και ότι αποτελούσε μία από τις ακμάζουσες περιοχές της Πελοποννήσου. Η εμπορική δραστηριότητα στο λιμάνι του Ναυπλίου ήταν έντονη, ενώ μία εμπορική βάση που φαίνεται ότι είχε παραχωρηθεί στους Άραβες, στο μυχό του Αργολικού κόλπου, συνέτεινε στην εμπορική δραστηριότητα.[38] Παράλληλα λειτουργούσε στο Άργος μια σημαντική σχολή στην οποία δίδαξε και ο Πέτρος Άργους.
Ο Ναυπλιεύς την καταγωγή Θεόδωρος Νικαίας επαίρεται στην αυλή του Κωνσταντίνου Ζ’ για την αρχαιομάθειά του, που απέκτησε στη σχολή του Άργους.[39] Ο ίδιος, στην αλληλογραφία του με πρόσωπα από την Αργολίδα υπονοεί ότι η περιοχή δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.[40]
Την ίδια εποχή ο Θεόδωρος Κυθήρων παρακολουθούσε εγκύκλιες σπουδές στο Ναύπλιο και φεύγοντας από την πόλη για προσκύνημα στη Ρώμη πήρε μαζί του χειρόγραφα που προμηθεύτηκε στο Ναύπλιο.[41]
Οι γραπτές πηγές, παρά τη σπανιότητά τους, παρουσιάζουν την Αργολίδα σε οικονομική άνθηση ήδη από τα τέλη του Θ’ αι. και κυρίως κατά τον Ι’ αι. και το εμπόριο σε πλήρη ανάπτυξη. Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με το Βίο του Αγίου Πέτρου Άργους, ένας βυζαντινός στολίσκος ναυλοχούσε στο μυχό του Αργολικού κόλπου.[42] Αυτό σημαίνει ναυτικά πληρώματα που συχνά αποβιβάζονταν στο λιμάνι του Ναυπλίου, όπου ξόδευαν ένα μέρος από τις αποδοχές τους. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τα πληρώματα των σκαφών του εμιράτου της Κρήτης, που επίσης αποβιβάζονταν για εμπορικούς λόγους στο λιμάνι του Ναυπλίου.[43]
![](https://argolikivivliothiki.gr/wp-content/uploads/2024/05/o7b2p1.jpg?w=294)
Η χήρα Δανιηλίς, αναφέρεται στις πηγές του 9ου αιώνα ως μια από τις πλουσιότερες ιδιοκτήτριες γης. Μικρογραφία από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, τέλη 12ου-αρχές 13ου αιώνα. Madrid, Biblioteca Nacional, fol. 102r(a).
Στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορίας με πλήρως εκχρηματισμένη οικονομία, είναι δύσκολο να εξηγηθεί η σχεδόν ακατανόητη απουσία νομισματικών ευρημάτων στην Πελοπόννησο γενικότερα και ειδικότερα στην Αργολίδα. Κατά την άποψή μου, η απουσία αυτή δεν υποδεικνύει περιορισμένη νομισματική κυκλοφορία. Δεν είναι δυνατό να δεχτούμε ότι υπήρχε περιορισμένη νομισματική κυκλοφορία, π.χ., στην Πάτρα, για την οποία διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες. Ο πλούτος της χήρας Δανιηλίδας από την Πάτρα, που στα μέσα του Θ’ αι. βοήθησε οικονομικά τον Βασίλειο Α’ να καταλάβει το θρόνο, είχε εντυπωσιάσει και τους πλουσιότερους κατοίκους της πρωτεύουσας.[44] Παρά ταύτα, η απουσία νομισματικών ευρημάτων του Θ’ αι. στην Πάτρα είναι εξίσου εντυπωσιακή με αυτή στην Αργολίδα.
Ένα αγιολογικό κείμενο, ο Βίος του Αγίου Λουκά του Νέου, αναφέρει ότι περί τα τέλη του Θ’ αι. κάποιος αυτοκρατορικός απεσταλμένος έφτασε στην Κόρινθο με ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν σε χρυσά νομίσματα προκειμένου να μεταβεί στην Κρήτη και να εξαγοράσει τους χριστιανούς που είχαν αιχμαλωτίσει Κρήτες πειρατές. Κατά το κείμενο, στην Κόρινθο, μη κατονομαζόμενα άτομα έκλεψαν τα χρήματα του απεσταλμένου, τα οποία τελικά δεν βρέθηκαν ποτέ.[45] Σε τέτοιες περιπτώσεις σχεδόν πάντα διαπιστώνονται ίχνη στα νομισματικά ευρήματα, γιατί τα νομίσματα αυτά εισέρχονταν στην τοπική νομισματική κυκλοφορία. Τίποτε ανάλογο δεν παρατηρείται στην Κόρινθο. Είναι σαφές ότι η απουσία ευρημάτων θα πρέπει να αποδοθεί σε άλλες αιτίες και όχι στην περιορισμένη νομισματική κυκλοφορία. Κατ’ αρχάς, όπως έγραφε ο Antoine Bon, η αρχαιολογική έρευνα της βυζαντινής Πελοποννήσου δεν έχει ουσιαστικά αρχίσει. Τα τυχαία ευρήματα από τους κατοίκους δε δηλώνονται δεδομένης της περίπλοκης περί αρχαιολογικών ευρημάτων ελληνικής νομοθεσίας, που στην ουσία λειτουργεί αποτρεπτικά.
Στους λόγους αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι ιστορικές συγκυρίες. Η μακρά περίοδος ειρήνης που ακολούθησε τις αβαροσλαβικές εισβολές δεν συνέβαλε στη δημιουργία και απόκρυψη «θησαυρών». Βέβαια, κατά τον Θ’ αι. και Ι’ αι. αναφέρονται πειρατικές επιδρομές από το στόλο του εμιράτου της Κρήτης.
Ως γνωστόν οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη περί το 828 όπου ίδρυσαν ένα ισχυρό εμιράτο και ένα ιδιαίτερα αξιόμαχο στόλο. Ως την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς το 961, οι πειρατικές επιδρομές των Αραβοκρητών αποτέλεσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Πελοποννήσου. Οι επιδρομές είχαν ως κύριο στόχο τα νησιά του Αιγαίου και λιγότερο τις παράκτιες πελοποννησιακές ακτές. Όμως η ερήμωση των νησιών, που αποτελούσαν τους φυσικούς οικονομικούς εταίρους της Πελοποννήσου, και το γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας που επικράτησε αποτελούν βασικούς λόγους της οικονομικής καθυστέρησης της Πελοποννήσου σε σχέση με τη Μικρά Ασία.[46]
Η εντυπωσιακή οικονομική άνθηση που παρατηρείται στην Πελοπόννησο μετά το 961, αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη των αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία και στη νομισματική κυκλοφορία των πειρατικών επιδρομών του στόλου του εμιράτου της Κρήτης. Εξάλλου, ο Βίος του Αγίου Πέτρου Άργους κάνει λόγο για κάποια βαρβαρική εισβολή, κατά τον Ι’ αι., στην Πελοπόννησο από την οποία δε διέφυγε ούτε η Αργολίδα.[47] Η ιστορικότητα της εισβολής αυτής αμφισβητείται. Αλλά και όσοι δέχονται την ιστορικότητά της δεν παραλείπουν να υπογραμμίσουν ότι ήταν ήσσονος σημασίας, αφού δεν άφησε άλλα ίχνη πέρα από την ασαφή αυτή μαρτυρία του Βίου του Αγίου Πέτρου.[48] Αν κάτι τέτοιο συνέβη δε φαίνεται να προκάλεσε αναστατώσεις ούτε άφησε νομισματικά ίχνη. Σύμφωνα με το κείμενο η εισβολή αυτή προκάλεσε μεν λιμό, αλλά όχι μετακινήσεις πληθυσμών και ως εκ τούτου ούτε απόκρυψη «θησαυρών».
Οι επιδρομές εξηγούν έστω και μερικώς την οικονομική καθυστέρηση της Πελοποννήσου, αλλά όχι την απουσία νομισματικών ευρημάτων, η οποία έχει περισσότερο σχέση με περιόδους ειρήνης και πολιτικής σταθερότητας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ομαλή νομισματική κυκλοφορία σε περιόδους νομισματικής σταθερότητας αφήνει ελάχιστα ίχνη. Η μεταλλική αξία του βυζαντινού νομίσματος, ακόμα και του χάλκινου, επέτρεπε την επί μακρόν χρήση του, δεδομένου ότι οι δυναστικές αλλαγές δεν συνοδεύονταν από υποχρεωτική απόσυρση των κυκλοφορούντων νομισμάτων, κυρίως αυτών που η μεταλλική τους αξία δεν ήταν σημαντική, γιατί η απόσυρσή τους και η επανένταξή τους στη νομισματική κυκλοφορία ενείχε σημαντικό κόστος για το αυτοκρατορικό ταμείο. Η απονομισματοποίηση που επέβαλαν ορισμένοι αυτοκράτορες αφορούσε μόνο τα χρυσά νομίσματα και σκόπευε στην ανάκτηση, από το αυτοκρατορικό ταμείο, των αποθησαυρισμένων βαρέων νομισμάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η συνεχής οικονομική δραστηριότητα στην Αργολίδα απορροφούσε τα οποιαδήποτε νομισματικά κατάλοιπα προηγούμενων εποχών, όπως συνέβη παντού όπου δε μαρτυρείται εγκατάλειψη, έστω και πρόσκαιρη, μιας περιοχής. Οι ίδιοι παράγοντες εξηγούν εν μέρει την απουσία νομισματικών ευρημάτων, όχι μόνο στην Αργολίδα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου. Αυτό δε σημαίνει ότι το ζήτημα θεωρείται λήξαν. Ελπίζω ότι η αρχαιολογική έρευνα, που ως τώρα στρέφεται κυρίως προς την προκλασική και κλασική αρχαιότητα, να στραφεί συστηματικά, και όχι ευκαιριακά ή αποσπασματικά, και προς τη βυζαντινή περίοδο. Είμαι βέβαιος ότι η ανασκαφική έρευνα σε καθαρά βυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους θα αποδώσει και νομίσματα που θα παράσχουν σαφέστερη εικόνα της νομισματικής κυκλοφορίας στην Αργολίδα κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
*Βιβλιογραφική συντομογραφία: Κυριακόπουλος 1976 = Κ. Κυριακόπουλος, Αγίου Πέτρου επισκόπου Άργους, Βίος και Λόγοι (1976).
Υποσημειώσεις
[1] Σ. Κουγέας, «Επί του καλουμένου χρονικού Περί της κτίσεως της Μονεμβασίας», Νέος Ελληνομνήμων 9 (1912), σ. 474,1 – 475,22.
[2] Χρησιμοποιούμε την έκδοση του J. Dujčev, Cronaca di Monemvasia (1976), και ειδικά το κείμενο του χειρογράφου της μονής των Ιβήρων που είναι το αρχαιότερο και το πληρέστερο, σ. 12,86 – 20,181.
[3] Το κείμενο δημοσιεύτηκε από τον J. Leunclavius, Synhodalis epistola ad piissimum imperatorem, dominum Alexium Comnenum, στο Juris Graecoromani tam canonici quam civilis I (1596), σ. 278-279.
[4] Ανέπτυξα αυτά τα ζητήματα στο πρόσφατο άρθρο μου Π. Γιαννόπουλος, «Η Πάτρα στον 9ο αιώνα», JOAS 19 (2010), σ. 2-3.
[5] Βλ. τις παρατηρήσεις του Α. Στράτου, Το Βυζάντιον στον Ζ΄ αιώνα, τόμ. Δ΄ (1972), σ. 173-174, και του F. Curta, The Making of the Slave (2001), σ. 68-69.
[6] Βλ. τη συστηματική παρουσίαση των πηγών και τη διασταύρωση των πληροφοριών στη μελέτη P. Yannopoulos, «La pénétration slave en Argolide», στο Études argiennes (1980), σ. 331-360.
[7] Η νησίδα αυτή, όπως και οι παρακείμενές της κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής του Αργολικού κόλπου, χρησίμευαν ως καταφύγια των πληθυσμών σε περιπτώσεις βαρβαρικών επιδρομών, βλ. Α. Κύρου, «Νησιώτικα καταφύγια στον Αργολικό κόλπο κατά τους Πρωτοβυζαντινούς αιώνες», στο Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (2000), τόμ. Β΄ (2002), σ. 501-507. Σύμφωνα με τον S. Hood, «Islets of Refuge in the Early Byzantine Period», ABSA 65 (1971), σ. 37-45, που καθιέρωσε και τον όρο refuge islets, οι παράκτιες νησίδες αποτελούσαν το φυσικό καταφύγιο των πληθυσμών σε περιπτώσεις εισβολών ή επιδρομών.
[8] Βλ. τη μελέτη της κεραμικής που βρέθηκε στο Άργος από τον P. Aupert στο Études argiennes (σημ. 6), σ. 376 και εξ., ενώ για τα ευρήματα στην Τίρυνθα και στον παρακείμενο λόφο του Προφήτη Ηλία, βλ. το εξαίρετο άρθρο του K. Kilian, «Αρχαιολογικές ενδείξεις για τη σλαβική παρουσία στην Αργολιδοκορινθία (6ος-7ος αιώνας)», Πελοποννησιακά 16 (1985-1986), σ. 295-304.
[9] Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, στο Patrologia Graeca, τόμ. 116, στήλ. 1292D7-1293A3.
[10] P. Yannopoulos (σημ. 6), σ. 339.
[11] Βλ. π.χ. Α. Κύρου, «Νομισματικές μαρτυρίες για τις βαρβαρικές επιδρομές στον νότιο Ελλαδικό χώρο κατά τους “σκοτεινούς αιώνες” του Βυζαντίου», Πελοποννησιακά 29 (2007-2008), σ. 235.
[12] Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, στήλ. 1325Α1-Α13. Σχετικά με τη χρονολόγηση, βλ. P. Lemerle, «La composition et la chronologie des deux premiers livres des Miracula S. Demetrii», ByzZ 46 (1953), σ. 356.
[13] Chronique de Michel le Syrien, Patriarche Jacobite d’Antioche (1166-1199), έκδ. και γαλλική μετάφραση υπό J.-B. Chabot (1904), σ. 362.
[14] Ένθα ανωτέρω.
[15] Όπως τονίζει ο Α. Κύρου (σημ. 11), σ. 239-240, σε μία από τις επιδρομές αυτές, περί το 624, καταστράφηκαν οι Σπέτσες.
[16] Ο M. Vasmer, «Die Slaven in Griechenland», APAW 12 (1941), σ. 126-127, αναφέρει 18 σλαβογενή τοπωνύμια, αλλά όπως απέδειξε ο D. Georgakas, «Beiträge zur Deutung als slavisch erklärter Ortsnamen», ByzZ 41 (1941), σ. 372 και σ. 377, τα δύο από αυτά είναι ελληνικής ετυμολογίας.
[17] J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio (1759-1798), τόμ. ΧΙ, στήλ. 645Α3-4.
[18] Πρόκειται για το αποκαλούμενο Τακτικό της εικονομαχίας, που στην έκδοση του J. Darrouzès, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae = Géographie ecclésiastique de l’empire byzantin I (1981), φέρεται υπό τον τίτλο Notitia Episcopatuum 3. Τα Τακτικά ή Notitiae ήταν οι επισκοπικοί κατάλογοι των πατριαρχείων. Δεδομένου ότι η Βαλκανική υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Ρώμη ως το 732, δεν υπήρχαν ελληνικοί κατάλογοι των επισκοπών της. Μετά την προσάρτηση της περιοχής στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης από τον Λέοντα Γ’ παραφράστηκε στα ελληνικά η λατινική Notitia Episcopatuum και χρησιμοποιήθηκε κατά τον J. Darrouzès, «Listes épiscopales du concile de Nicée (787)», RÉB 33 (1975), σ. 5-76, για να κληθούν οι επίσκοποι της Βαλκανικής στην Ζ’ Οικουμενική σύνοδο. Είναι συνεπώς αδύνατο να προταθεί ποια ιστορική φάση της εκκλησιαστικής πραγματικότητας απεικονίζει το εν λόγω έγγραφο. Βλ. περισσότερα περί του Τακτικού της εικονομαχίας στο άρθρο της Ε. Κουντουρά-Γαλάκη, «Η εικονοκλαστική Notitia 3 και το λατινικό πρότυπό της», Σύμμεικτα 10 (1996), σ. 45-71. Για την εκκλησιαστική κατάσταση στην Πελοπόννησο κατά τους σκοτεινούς αιώνες, βλ. Α. Βασιλικοπούλου, «Η εκκλησιαστική οργάνωση της Πελοποννήσου στη βυζαντινή εποχή», στο Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (1985), τόμ. Β΄ (1987), σ. 193-207, και P. Yannopoulos, «Métropoles du Péloponnèse mésobyzantin : un souvenir des invasions avaro-slaves», Byzantion 63 (1993), σ. 388-400.
[19] Το κείμενο εξέδωσε J. Gouillard, Le Synodikon de l’Orthodoxie (1967).
[20] Το Σχόλιο δημοσίευσε για πρώτη φορά ο Σ. Λάμπρος, «Ο κατάλογος των αρχαιοτέρων ιεραρχών Ναυπλίου και Άργους», Νέος Ελληνομνήμων 1-2 (1914-1915), σ. 122-123. Ο P. Schreiner, Die byzantinischen Kleinchroniken I = Corpus Fontium Historiae Byzantinae XII/1, Chronica Byzantina breviora (1975), σ. 229, εξέδωσε εκ νέου το Σχόλιο ως Βραχύ Χρονικό, ενώ μια νέα, αλλά κακή έκδοση έκανε ο Κυριακοπουλοσ 1976, σ. 416.
[21] J. D. Mansi (σημ. 17), XI, στήλ. 645. Βλ. επίσης P. Yannopoulos, «Ο επισκοπικός κατάλογος του βυζαντινού Άργους», στο Πρακτικά του Ε΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών (1995), τόμ. Β΄ (1998), σ. 362-363.
[22] J. D. Mansi (σημ. 17), XVIIA, στήλ. 377. Περισσότερα για την περιστασιακή και βραχύβια αυτή επισκοπή Ναυπλίου, βλ. Π. Γιαννόπουλος, «Η περιστασιακή επισκοπή Ναυπλίου κατά τον Θ’ και Ι’ αιώνα», Ναυπλιακά Ανάλεκτα 3 (1998), σ. 20-42, και του ιδίου (σημ. 21), σ. 363.
[23] Το μολυβδόβουλο αυτό, που δημοσίευσε ο V. Laurent, Le corpus des sceaux de l’empire byzantin, V-I-3. L’Église (1963-1972), αρ. 571, ανήκε σε κάποιον Πέτρο επίσκοπο Άργους, ο οποίος πιθανότατα έλαβε μέρος στη λεγόμενη Πρωτοδευτέρα σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 861, βλ. P. Yannopoulos (σημ. 21), σ. 367.
[24] Τη βιογραφία του Πέτρου Άργους δημοσίευσε ο Κυριακόπουλος 1976, σ. 232-254.
[25] Την αλληλογραφία δημοσίευσε ο J. Darrouzès, Épistoliers byzantins du xe siècle = Archives de l’Orient chrétien 6 (1960), σ. 51-57. Για τον Θεόδωρο Νικαίας, βλ. Π. Γιαννόπουλος, «Ο Ναυπλιεύς Θεόδωρος Νικαίας», Ναυπλιακά Ανάλεκτα 4 (2000), σ. 117-169, και N. Bees, «Basileios von Korinth und Theodoros von Nikaia», BNJ 6 (1926-1927), σ. 369-388. Στην Αργολίδα αναφέρονται οι Επιστολές 14-18 και 43 του Θεοδώρου (σύμφωνα με την αρίθμηση του J. Darrouzès), βλ. Π. Γιαννοπουλοσ, ibid., σ. 126-131.
[26] Το κείμενο εξέδωσε ο Ν. Οικονομίδης, «Βίος του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων (10ος αιώνας)», στο Πρακτικά του 3ου Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α΄ (1967), σ. 264-280. Της έκδοσης έπεται (σ. 281-284) ιστορική εισαγωγή.
[27] Το Βίο δημοσίευσε ο Νικόδημος Αγιορείτης στο Νέον Εκλόγιον (1803), σ. 183-192· (18632), σ. 164-172. Περί της ιστορικής αξίας του Βίου, βλ. P. Yannopoulos, «Hosios Théodose le Jeune : Personnage historique ou légendaire?», Byzantion 76 (2006), σ. 373-383.
[28] Το επίγραμμα δημοσίευσε ο Κυριακόπουλος 1976, σ. 424.
[29] Σχετικά με το λιμάνι του Τιμενίου, το Χρονικό της Μονεμβασίας, σ. 12,92 ως σ. 16,133, αναφέρει ότι οι Αργείοι εγκατέλειψαν την πόλη τους από το λιμάνι της πόλης τους. Το Ναύπλιο αναφέρεται για πρώτη φορά σε γραπτή πηγή στα Πρακτικά της συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 879, στην οποία μετείχε ο Ναυπλίου Ανδρέας, βλ. J. D. Mansi (σημ. 17), XVIIA, στήλ. 377. Θα πρέπει συνεπώς να ήταν σημαντικό αστικό κέντρο κατά το δεύτερο μισό του Θ’ αι. Ο Βίος του Θεοδώρου Κυθήρων, που αναφέρεται στην ίδια ακριβώς ιστορική στιγμή (βλ. την εισαγωγή του Ν. Οικονομίδης στην έκδοση του Βίου του Αγίου Θεοδώρου, ένθα ανωτ. σημ. 26), το Ναύπλιο παρουσιάζεται ως ακμάζον αστικό κέντρο με έντονη θρησκευτική και πολιτιστική ζωή.
[30] Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Περί θεμάτων (έκδ. I. Bekker, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae [1840]), σ. 52,9.
[31] Για τα νομισματικά ευρήματα στα νησιώτικα καταφύγια, βλ. TMB, σ. 276-280. Ως ορεινό καταφύγιο αναφέρουμε το σπήλαιο της Ανδρίτσας, στα σύνορα μεταξύ Αργολίδας και Αρκαδίας, στο οποίο κατέφυγαν οι κάτοικοι της περιοχής, για να διασωθούν από τους Αβαροσλάβους. Βλ. σημ. 33.
[32] Βλ. O. Bronner, «Excavations at Isthmia, 1954», Hesperia 24 (1955), σ. 136, και D. M. Metcalf, «The Slavonic Threat to Greece circa 580: Some Evidence from Athens», Hesperia 31 (1962), σ. 146.
[33] Το περίεργο είναι ότι τα σκεύη και τα νομίσματα των φυγάδων βρέθηκαν ανέπαφα μέσα στο σπήλαιο. Οι μελέτες των Λ. Κορμαζοπούλου, Δ. Χατζηλαζάρου, «Σπηλαιοβάραθρο Ανδρίτσας Αργολίδας», ΑΔ (2004-2005), και της Ε. Στραβοπόδη, «Το ανθρωπολογικό υλικό από το σπήλαιο Ανδρίτσα στη Λέρνα Αργολίδας», ΑΔ (2006-2007), φέρονται πάντοτε ως «υπό εκτύπωση». Περιγραφές του σπηλαίου καθώς και άφθονες, αν και γενικά ανεξέλεγκτες, πληροφορίες έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες ή σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Η πρόσβαση στο υλικό αυτό είναι ευχερέστατη μέσω του Διαδυκτίου, πληκτρολογώντας, με ελληνικούς χαρακτήρες: «Ανδρίτσα».
[34] Πρόκειται για προσωπικές παρατηρήσεις στο μουσείο του Άργους, δεδομένου ότι τα βυζαντινά νομισματικά ευρήματα των ανασκαφών στο Άργος παραμένουν ανέκδοτα. Την ίδια εικόνα παρέχουν τα ευρήματα των ανασκαφών της Κορίνθου, που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς, των οποίων δημοσίευσα ένα συγκεντρωτικό κατάλογο στο P. Yannopoulos (σημ. 6), σ. 355. Δεδομένου ότι κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο το Άργος είχε κοινή ιστορική πορεία με την Κόρινθο, τα δεδομένα της Κορίνθου μπορούν να θεωρηθούν εφαρμόσιμα και για το Άργος.
[35] Πρόκειται για τα λεγόμενα του Σχολίου του Αρέθα Καισαρείας, εις Σ. Κουγέας (σημ. 1), σ. 475,5- 15, τα οποία αντιγράφει ο ανώνυμος συμπιλητής του Χρονικού της Μονεμβασίας, σ. 16,134 ως σ. 18,144. Σύμφωνα με τις δύο αυτές πηγές, η Ανατολική Πελοπόννησος είχε προαχθεί σε θέμα στο οποίο αποστελλόταν στρατηγός, χωρίς όμως να αναφέρεται από πότε. Κάτι ανάλογο, αλλά με λιγότερη σαφήνεια, σημειώνει και ένας ανώνυμος βυζαντινός γεωγράφος, που τον Η´ αι. επανεπεξεργάστηκε τον Στράβωνα, βλ. Chrestomathia Straboniana (έκδ. C. Müller, Geographi Graeci Minores II [1861]), σ. 574, §47, γράφοντας ότι «πάσαν (…) σχεδόν Πελοπόννησον (…) Σκύθαι Σκλάβοι νέμονται».
[36] Οι παρατηρήσεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τα νομισματικά ευρήματα της εποχής του Κώνσταντα Β’. Στα ευρήματα του Άργους πρέπει να προστεθούν τα δύο νομίσματα του Κώνσταντα Β’, που βρέθηκαν στην Ακροναυπλία, όπως ανακοίνωσε η συνάδελφος Β. Πέννα το πρωί του Σαββάτου 28 Μαΐου 2011 στην εισήγησή της «Κοινωνία, Οικονομία στην Πελοπόννησο, κατά τους βυζαντινούς χρόνους (5ος-12ος αιώνας)».
[37] Βλ. P. Yannopoulos (σημ. 6), σ. 355.
[38] Βλ. P. Yannopoulos, «Deux toponymes d’étymologie arabe en Argolide», JOAS 17 (2008), σ. 1-6, και του ιδιου, «Byzantins et Arabes dans l’espace grec aux ixe et xe siècles selon les sources hagiographiques locales et contemporaines», στο J. P. Monferrer-Sala κ.ά. (επιμ.), East and West. Essays on Byzantine and Arab Worlds in the Middle Ages (2009), σ. 103-105.
[39] Θεοδώρου Νικαίας, Επιστολή 39, σ. 306. Για τη σχολή του Άργους, βλ. Κυριακόπουλος 1976, σ. 232.
[40] Βλ. Π. Γιαννόπουλος, «Ιστορικές πληροφορίες του Θεοδώρου Νικαίας για την Αργολίδα», Βυζαντινός Δόμος 10-11 (1999-2000), σ. 149-162.
[41] Βίος του Αγίου Θεοδώρου Κυθήρων, σ. 264-265.
[42] Κυριακόπουλος 1976, σ. 244-246.
[43] Ibid., σ. 244.
[44] Π. Γιαννόπουλος (σημ. 4), σ. 8-9. Η διήγηση οφείλεται στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ στη βιογραφία που ο ίδιος συνέταξε για τον παππού του Βασίλειο Α’ και που εντάχτηκε στη συλλογική εργασία των Συνεχιστών του Θεοφάνη (έκδ. I. Bekker, Theophanis Continuatus, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae [1838]), σ. 226-228 και 316-321.
[45] Βίος Αγίου Λουκά του Νέου, στο Patrologia Graeca, τόμ. 111, στήλ. 460.
[46] Βλ. λεπτομερή παρουσίαση των πειρατικών επιδρομών του στόλου του εμιράτου της Κρήτης εις P. Yannopoulos, « Byzantins et Arabes… » (σημ. 38). Οι επιδρομές αυτές άφησαν ασήμαντα νομισματικά ίχνη, γιατί ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας που είχαν δεν άφηναν χρονικά περιθώρια στους κατοίκους να αποκρύψουν «θησαυρούς».
[47] Κυριακόπουλος 1976, σ. 248-250.
[48] Βλ. την ανάλυση του Κυριακόπουλος 1976, σ. 443-447, ο οποίος αποδέχεται την αμφισβητούμενη ιστορικότητα της πληροφορίας και κλίνει υπέρ της άποψης μιας σλαβικής επιδρομής, θεωρώντας ότι και οι βουλγαρικές εισβολές στην Ελλάδα επί Συμεών ήταν σλαβικές.
Ομότιμος Καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λουβαίν (Βέλγιο)
«ὀβολός 10». Το Νόμισμα στην Πελοπόννησο – Νοµισµατοκοπεία, Εικονογραφία, Κυκλοφορία, Ιστορία – Από την Αρχαιότητα έως και τη Νεότερη Εποχή.
Πρακτικά συνεδρίου της ΣΤ’ Επιστηµονικής Συνάντησης αφιερωµένης στη µνήµη του Tony Hackens. Άργος, 26-29 Μαΐου 2011. Διοργάνωση: Οι Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου – Γαλλική Σχολή Αθηνών. Tόµος β΄, Αθήνα, 2017.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Το Συνέδριο, αφιερωµένο στην Πελοπόννησο, είναι το έκτο (ΣΤ’) στη σειρά των «Επιστηµονικών Συναντήσεων» που έχουν διοργανώσει μέχρι σήμερα «Οι Φίλοι του Νοµισµατικού Μουσείου», οι οποίοι επιλέγουν κάθε φορά μια διαφορετική περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας προκειµένου να εξετασθεί η νοµισµατική παραγωγή και κυκλοφορία σε αυτήν, διαχρονικά. Οι διοργανωτές, κατά πάγια τακτική τους, συνεργάζονται µε τους τοπικούς επιστηµονικούς φορείς, όπως Εφορείες Αρχαιοτήτων, Πανεπιστήµια ή Ερευνητικά κέντρα. Στην προκειµένη περίπτωση, καθώς το Συνέδριο πραγµατοποιήθηκε στο Άργος, ήταν απολύτως φυσικό να αναλάβει και η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών το δικό της ρόλο και σήµερα τον εκπληρώνει ως συνεκδότης των Πρακτικών.
Σχετικά θέματα:
- Τα ιστορικώς εξακριβωμένα στοιχεία για το βίο του Αγίου Πέτρου Άργους
- Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους
- Άγιος Πέτρος Επίσκοπος Άργους και Νικόλαος ο Μυστικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
- Θεόδωρος Μητροπολίτης Νικαίας (895 – 963)
- Τα ιστορικά δεδομένα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και το Άργος στην περίοδο που έζησε ο Άγιος Πέτρος , Επίσκοπος Άργους(852 – 922)
- Η φιλοσοφική παιδεία και το γενικότερο πνευματικό κλίμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία την εποχή του Αγίου Πέτρου Επισκόπου Άργους
Σχολιάστε