Οι αρπαγές του Θεόδωρου Γρίβα στην Ερμιονίδα
Ο Θεόδωρος Γρίβας, γνωστός και ως Θεοδωράκης Γρίβας (1797-1862), ήταν αγωνιστής του 1821 στρατηγός και πολιτικός. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα και καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια Γρίβα της Ακαρνανίας από την Περατιά (χωριό που βρίσκεται κοντά στην είσοδο της γέφυρας που συνδέει την Λευκάδα με την Ακαρνανία).
Συμμετείχε στην επανάσταση με δικό του στρατιωτικό σώμα ενώ την περίοδο της ανεξαρτησίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Το 1836 κατέστειλε την εξέγερση της Στερεάς Ελλάδας εναντίον του Όθωνα, ενώ το 1847 οργάνωσε ο ίδιος επανάσταση, με σκοπό να καταργήσει την κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου. Το κάστρο του Τεκέ στην Ακαρνανία, πρώην μοναστήρι, σύμφωνα με τις πηγές παραχωρήθηκε στον Γρίβα, αφότου το κατέλαβε.
Το 1827 η κατάσταση στην περιοχή της Αργοναυπλίας χειροτέρευε καθημερινά μετά τη φυγή και την εγκατάσταση της Αντικυβερνητικής Επιτροπής στην Αίγινα. Ο Γρίβας ήταν ο ουσιαστικός κυρίαρχος στο Ναύπλιο. Δεν του έφτανε που έδειξε μεγάλη αδιαφορία για την πατρίδα του τη Ρούμελη και τον κίνδυνο να υποδουλωθεί η Πελοπόννησος με το προσκύνημα που ζητούσε ο Ιμπραήμ, αλλά φρόντιζε να εξουσιάζει όχι μόνο το Ναύπλιο αλλά και όλη την περιοχή μέχρι και την Ερμιονίδα, σαν να ήταν χωριστή δική του ηγεμονία. Έστελνε τα παλληκάρια του να εισπράττουν τις προσόδους του και καταδυνάστευε όσους τολμούσαν να αντισταθούν στις διαρπαγές του.
Ιδιαίτερα ο Γρίβας με την αχόρταγη πλεονεξία του, κατά το Δεκέμβρη του 1827, δημιούργησε σοβαρότατη κατάσταση με την απαίτησή του να πάρει από τους κατοίκους της Ερμιονίδας (τότε Κάτω Ναχαγιέ), το εισόδημα του αλατιού από τις αλυκές στη Θερμησία.
Είναι αλήθεια, ότι η Αντικυβερνητική Επιτροπή, για να ενισχύσει τον φίλο της Γρίβα, κατά του Κολοκοτρώνη, του είχε παραχωρήσει, το Μάρτη του 1827, όπως φαίνεται από γράμμα του ίδιου του Γρίβα, μερίδιο 25 χιλ. γρόσια από την αλυκή που είχε πουλήσει το αλάτι και να πάρει αυτό το μερίδιο παράνομα. Του είχε στείλει ομόλογο χρεωστικό για το δασμολόγο των προσόδων της αλυκής, να το προεξοφλήσει.
Οι τοπικές αρχές του Κρανιδίου, που ήταν στην περιοχή τους οι αλυκές του αλατιού, φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τα παλιά και τοπικά δικαιώματά τους και για αυτό είχαν στείλει ανθρώπους τους στο Ναύπλιο. Αυτό εξαγρίωσε τον αχόρταγο Γρίβα, που είχε την αξίωση να εισπράττει αυτός όλα τα εισοδήματα της αλυκής, ενώ n διαταγή της Αντικ. Επιτροπής ήταν για μερίδιο των 25 χιλ. μόνο. Και, όπως γράφει ο Κασομούλης, «ο Γρίβας διεύθυνεν δύναμιν κατά του Κρανιδίου, και εσύναξεν όλα τα ζωντανά των εις το Παλαμήδι διά να τους υποχρεώσει να τραβηχτούν. Οι στρατιώται δεν περιορίσθησαν εις ταύτην μόνην την ποινήν αλλά εκτάνθησαν εις περισσοτέρας καταχρήσεις και εχθροπραξίας βλάψαντες και πολλούς αθώους. Οι Κρανιδιώται εζήτησαν και την βοήθειαν των Σπετζιωτών και Υδραίων ακόμη, και ενώ επικαλούντο την βοήθειαν της Διοικήσεως κατά του Γρίβα, προετοίμαζον και δύναμιν να κινηθούν κατ’ αυτού».
Ο Σπηλιάδης και ο Μ. Οικονόμου, επιβεβαιώνοντας όσα γράφει ο Κασομούλης, αναφέρουν, ότι ο Γρίβας, έστειλε τους πραιτωριανούς του στο Κρανίδι, άρπαξαν στα Ίρια τα βόδια τους και ό,τι άλλο βρήκαν εκεί, συνολικής αξίας που ξεπερνούσε τα 100 xιλ. γρόσια. Και προσθέτουν, ότι έπιασαν πολλούς Κρανιδιώτες και μάλιστα τον υπέργηρο Ιωάννη Ζέρβα και τους φυλάκισαν στο Παλαμήδι. Οι Πραιτωριανοί του Γρίβα, χωρίς να σεβαστούν τα γηρατειά του Ζέρβα, διασκέδαζαν με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Μερικοί του έλεγαν τάχα, ότι τον άφηναν ελεύθερο να φύγει και του έδειχναν το δρόμο. Μόλις όμως βάδιζε λίγα βήματα, οι άλλοι τρέχοντας τον έπιαναν σαν δραπέτη και τον έκλειναν σε σκοτεινότερη και υγρότερη φυλακή.
Από το άλλο μέρος ο Γρίβας που εννοούσε να έχει το αποκλειστικό δικαίωμα για τις αλυκές και δεν ανεχόταν καμιά επιδίωξη των Κρανιδιωτών, ούτε κανένα συμβιβασμό για να έχουν και αυτοί δικαίωμα για μερίδιο, τους απειλούσε, ότι θα στείλει στρατό στο Κρανίδι. Τότε οι Κρανιδιώτες, ζήτησαν από τους γείτονες τους Σπετσιώτες, να μεσολαβήσουν και να τους βοηθήσουν σε επίθεσή του. Έγραψαν ακόμα για την υπόθεσή τους στον Κολοκοτρώνη και για τις απειλές του Γρίβα. Ο Κολοκοτρώνης, τους συμβούλεψε να έχουν υπομονή για τις άδικες πράξεις του Γρίβα και να ησυχάσουν ωσότου έρθει ο Καποδίστριας, που πλησιάζει να φτάσει. Αν όμως ο Γρίβας, πραγματοποιήσει τις απειλές του και τους επιτεθεί με το στρατό του, τότε να τον αντικρούσουν και θα τους έστελνε βοήθεια.
Στο μεταξύ στην Αίγινα, είχε πάει ο Κρανιδιώτης οπλαρχηγός Ν. Νάκης, με έγγραφα των συμπατριωτών του στην Αντικ. Επιτροπή, καθώς και των Σπετσιωτών, που χαρακτήριζαν την πράξη του Γρίβα «ως ληστρικήν» και δήλωναν, ότι ήσαν έτοιμοι να βοηθήσουν τους Κρανιδιώτες. Πραγματικά οι Σπετσιώτες, δεν περιορίστηκαν να καταγγείλουν το Γρίβα στην Κυβέρνηση αλλά του έστειλαν στις 5.12.1827 και το ακόλουθο έγγραφο:
«Προς τον γενναιότατον στρατηγόν κύριον Θεόδωρον Γρίβαν.
Με δυσαρέσκειάν μας πληροφορούμεθα ότι δεν ηξεύρομεν με ποίον δικαιολόγημα επαπειλείτε το Κρανίδι, και με πολεμικάς αποσκευάς ετοιμάζεσθε να επέλθετε κατ’ αυτού διά να καταπολεμήσετε τους κατοίκους του. Ως εκ τούτου δεν κρίνομεν περιττόν να καθυποβάλωμεν υπ’ όψιν σας ότι αν κάμετε αυτό το κίνημα πόσον θέλετε παραβλάψει και τον χαρακτήρα σας και τα δικαιώματά σας. Η τιμή και η υπόληψις κάθε πολίτου συνίσταται από την ευθυδικίαν των νόμων. Όθεν αν έχετε κανένα δικαίωμα από τινα καταπατητήν ή από όλους τους κατοίκους Κρανιδίου, προστρέχων ως τίμιος πολίτης εις τους νόμους, ζητήσατε το δίκαιόν σας παρά της Κυβερνήσεως.
Δεν είναι καιρός, ούτε συμφέρει εις τον χαρακτήρα σας να κινηθείτε ζητούντες αυτό με πόλεμον, διότι ενώ κατ’ αυτόν τον τρόπον είναι επόμενον να ζημιωθείτε, θέλετε σύρει εναντίον σας την οργήν των νόμων, και θέλετε κάμει και όλους τους πέριξ εχθρούς, και ακολούθως όλον το Έθνος. Έχομεν ικανήν υπόληψιν εις το υποκείμενόν σας, διότι δεν σε στοχαζόμεθα δια την συγγένειαν παρά ως συμπολίτην μας, (επειδή είχε γυναίκα την κόρη της Μπουμπουλίνας, που ήταν χήρα του Πάνου, γιού του Κολοκοτρώνη), και δεν καταδεχόμεθα να πράξετε κανένα εναντίον ως προς τον χαρακτήρα σας, πολλώ μάλλον, να επέλθετε να καταπολεμήσετε το Κρανίδι, τους ομοσυγγενείς σας, το οποίον θέλει σας προξενήσει μεγάλην ατιμία και θέλετε γίνει αιτία εξάψεως εμφυλίου πολέμου, ολεθρίου καθ’ όλους τους λόγους ως προς την παρούσαν περίστασιν».
Συνεχίζοντας οι Σπετσιώτες, του συνιστούσαν να μη πολεμήσει τους Κρανιδιώτες, αλλά να διεκδικήσει το δίκαιό του «μέσον της Κυβερνήσεως», ωσότου να έρθει ο Καποδίστριας. Άλλωστε, του τόνιζαν: «Το εναντίον δε, δεν θέλομεν αδιαφορήσει ούτε ημείς συμπράττοντες με τους Κρανιδιώτας καθ’ όλους τους τρόπους του δικαίου».
Οι Σπετσιώτες, έστειλαν επίσης έγγραφο στην Αντικυβερνητική Επιτροπή, και επιτέλους τότε, αποφάσισε και αυτή να γράψει στο Γρίβα, για να εμποδίσει τα επιθετικά του σχέδια. Και ο υπουργός των Πολεμικών, πληροφορούσε τους Σπετσιώτες, με το ακόλουθο έγγραφό του:
«Προς την κοινότητα της νήσου Σπετσών.
Ανέγνωσεν η Κυβέρνησις την αναφοράν σας και είδεν όσα αναφέρετε εν αυτή κατά του Θεοδώρου Γρίβα υπέρ των Κρανιδιωτών. Όθεν μη ανεχομένη τας τοιαύτας καταχρήσεις αυτού, τελευταίον ήδη με το υπ’ αριθμόν 1990 διάταγμά της τον διέταξεν αυστηρώς να παύση του λοιπού των τοιούτων αθεμίτων και ληστρικών κινημάτων, να απολύση τον κατακρατούμενον Ιωάννην Ζέρβαν και να στείλη επίτροπόν του ενταύθα, διά να θεωρηθή η μεταξύ αυτού και των Κρανιδιωτών διαφορά, οίτινες κατεβάρυναν την Κυβέρνησιν με τας δικαίας φωνάς των εναντίον αυτού.
Τουναντίον δε, αν απειθήση και ήδη επιμείνη εις τα αυτά, η Κυβέρνησις θέλει λάβει τα πλέον δραστήρια μέτρα εναντίον της απειθείας του και των καταχρηστικών του πράξεων. Η Γραμματεία αύτη σας ειδοποιεί τα ανωτέρω προς πληροφορίαν και οδηγίαν σας.
Εν Αιγίνη τη Ι0η Δεκεμβρίου 1827
Ο επί των Πολεμικών Γραμματεύς της επικρατείας Α. Βλαχόπουλος».

Δαγκεροτυπία του 19ου αιώνα που απεικονίζει τον Θεόδωρο Γρίβα. Ο Θ. Γρίβας με καταγωγή από τα Επτάνησα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την χήρα του Πάνου Κολοκωτρόνη, Έλένη, κόρη της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και του Δημητρίου Μπούμπουλη. Συλλογή Μουσείου Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.
Ωστόσο ο ατίθασος Γρίβας ούτε τους συμπατριώτες της γυναίκας του λογάριασε ούτε την κυβερνητική διαταγή. Έστειλε απάντηση στον Υπουργό Βλαχόπουλο, σε αλαζονικό ύφος μακροσκελέστατο γράμμα, όπου κατηγορούσε τη Γραμματεία του Πολέμου, ότι ποτέ δε φρόντισε «να περιθάλψει τας ανάγκας του στρατιωτικού». Και έτσι κατά τη γνώμη του «οι ένδοξοι στρατιώτες του οι οποίοι εστερέωσαν την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος» (ενώ πραγματικά τον καιρό που οι άλλοι Έλληνες έχυναν το αίμα τους, αυτοί αδρανούσαν και λήστευαν τους Ναυπλιώτες που ήσαν αναγκασμένοι να λιμοκτονούν και να υποφέρουν). «Και ότι δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν αυτοί οι ένδοξοι στρατιώται το δικαίωμά των να καθαρπάζεται από τους ληστάς και φονείς Κρανιδιώτας υπερασπιζομένους από άλλους ομοίους των και απ’ αυτούς τους Σπετζιώτας κ.λπ.».
Και συμπλήρωνε το γράμμα του ανένδοτος και με την ίδια οξύτητα: «Και οι στρατιώται υποθέτοντες δικαίως ότι μόνοι των αυθορμήτως πρέπει να εξοικονομηθούν από εκείνα μάλιστα οπού η Σ. Κυβέρνησις τους έδωσε προς ανακούφισιν, πράττουν δικαιωματικώς καταδρομάς».
Τόνιζε ακόμα, ότι «το εισόδημα της αλυκής είναι δοσμένον εις τους στρατιώτας… Ήδη αν το λάβουν, και πρέπει να το λάβουν ανελλιπώς, δεν πρέπει να ζημιωθούν το παραμικρόν. Αυτό είναι το ζήτημα και η δικαία αίτησίς μας. Εις αυτό αφορώσα η Γραμματεία θέλει αποφασίσει άνευ αναβολής και θέλει μας σταλθή το ποσόν, επειδή οι στρατιώται δεν δίνανται να επιμένωσι περισσότερον». Και τελείωνε με την απειλή: «Εις έλλειψιν εξ εναντίας, προσθέτω την Γραμματείαν, ότι οι στρατιώται θα λάβουν το δίκαιόν τους μόνοι, και ας όψονται οι αίτιοι».
Στο μεταξύ ο Γρίβας, χωρίς να περιμένει την απόφαση της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, για τη διαφορά του με τους Κρανιδιώτες, ετοίμαζε την επίθεσή του, διατίμησε τα βόδια που είχε αρπάξει από τους Κρανιδιώτες 200 το κεφάλι κι’ βασάνιζε ο ίδιος τον γέροντα Ι. Ζέρβα.
Ο Κρανιδιώτης Νικόλαος Τζάπελας γράφει:
«Προς τους δημογέροντας Κρανιδίου
Εδώ ήλθεν ο απεσταλμένος με τα γράμματά σας, και επήγα εις τον στρατηγόν, και με είπεν έως την Δευτέραν να λάβω απόκρισιν και να έλθω μόνος μου. Και σας δίδω την είδησιν ότι εις αυτάς τας ημέρας των Χριστουγέννων έχει απόφασιν να έλθη αυτού (στο Κρανίδι) και ανοίχτε τα μάτια σας. Και από την Κόρινθον του ήλθαν σήμερον 200 στρατιώται και προσμένει να του έλθουν και άλλοι και ετοιμασθήτε μην σας εύρη μπόσικους. Και τον γέροντα Ιωάννην (Ζέρβαν), μην υποφέρων πλέον βασανιστήρια και δυστυχίας, έφυγε, και τον έπιασαν και τον επέδευσε πολλά ατός του ωσάν άπιστος. Λοιπόν διά τα βόδια, ιδεάσατε αυτούς όπου έχουν βόδια, διότι επήγα και τον παρακάλεσα διά τα εδικά μου και απόκρισιν με είπε, όχι του Σαχτούρη, αλλά και του πατέρα μου να είναι δεν δίδω κανένα. Όμως αν αγαπάς 200 γρόσια το κεφάλι, πάρετα και όχι μόνο του Σαχτούρη, αλλά όσα θέλεις. Και αν αγαπάτε, να μου στείλετε με τον ίδιον να τα αλικοτήσω, διότι εβγήκαν μουστερήδες (αγοραστές), ειδέ, να μου γράψετε να έλθω. Ειδέ και θέλετε να τα πάρετε, στείλετε τα γρόσια, διότι αυτός δεν πιάνει ούτε διαταγάς, ούτε διάβολον. Και πάλιν σας δίδω την είδησιν να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά.
Και μένω με όλον το σέβας.
Εν Ναυπλίω τη 17 δεκεμβρίου 1827
Ο πατριώτης σας Νικόλας Τζάπελας»
Όπως φαίνεται, από το πάρα πάνω γράμμα, τον Γρίβα τον ενίσχυσαν και οι Ρουμελιώτες του Α’ Σώματος, που είχαν καταλάβει τον Ακροκόρινθο και στην αρχή του φέρθηκαν εχθρικά, αλλά τώρα για τις αρπαγές, ήσαν σύμφωνοι και ενωμένοι. Σε τρεις ημέρες και άλλος Κρανιδιώτης, από κείνους που είχαν σταλεί να καιροφυλακτούν και να κατασκοπεύουν τις κινήσεις του Γρίβα, τους έγραψε για τις προετοιμασίες του και τις νέες αρπαγές του. Επίσης φαίνεται στο γράμμα, ότι και οι Κρανιδιώτες είχαν λάβει τα μέτρα τους και είχαν στείλει στρατιώτες, στο Μοναστήρι του Αυγού, ν’ αντικρούσουν ενδεχόμενη επίθεση:
«Προς την Επιτροπήν Κρανιδίου
Εχθές απέρασα έως τα Επίδαυρα και μανθάνω από δύο Χελιώτας ότι ο Γρίβας ετοιμάζει 1.500 στρατιώτας, έχον σύμμαχον και βοηθόν τον Χατζή – Μιχάλην τον αρχηγόν της καβελαρίας, και ας μη του δοθή άδεια διά να απεράση εις το Καστρί, διά να μη έχη κανένα τερτίπι…
Επίτηδες στέλνω τον παρόντα διά να φορτώσετε ζαϊρέ διά τους ενταύθα στρατιώτας, και έχομεν πάντα την έγνοιαν.
Ο Μητρέλης θέλει σας φέρει καθαράς ειδήσεις από Ναύπλιον, όπου τον έστειλα με έναν εδικόν μου άνθρωπον μέσα εις το Παλαμήδι εις τον Ξενομερίτην, ο οποίος τον είπεν διά στόματος ότι να έχωμεν τον νουν μας και να μη κοιμώμεθα, ότι έχουν σκοπόν άφευκτα να έβγουν (να εκστρατεύσουν) αυτάς τας ημέρας, έως που όμως δεν είπεν.
Άς ετοιμασθή μία τράτα αρματωμένη διά να φανή έως την σκάλαν του Ιρίου. Εχθές ήλθον δύο κατάσκοποι Ρουμελιώται εις το Ίρι και εδοκίμασαν, είχαν και βίγλαν εις την σκάλαν και επέστρεψαν πάλιν. Επήραν χθες από τον Άγιον Νικόλαον τα πρόβατα του Κωνσταντάκη, και ολοένα εβγαίνουν διότι δεν εύρον ανθίστασιν εις κανένα μέρος.
Ταύτα και μένω εις τας προσταγάς σας.
Τη 20 Δεκεμβρίου 1827 εν μοναστηρίω Αυγού ο συμπολίτης σας Γεώργιος Πήλουρης».
Ο Γρίβας, ήταν έτοιμος πλέον να εκστρατεύσει κατά των Κρανιδιωτών και γι’ αυτό την ίδιαν ημέρα ο Πήλουρης, στέλνει στους συμπατριώτες του και δεύτερο προειδοποιητικό γράμμα:
«Προς την επιτροπήν Κρανιδίου
Και αύθις σας ειδοποιώ ότι σήμερον εκατέβηκαν οι ιδικοί μας έως εις το Ίρι και έμαθον ότι ο Γρίβας άφευκτα ετοιμάσθη και είναι έτοιμος διά να έβγη διά τα εδικά μας μέρη. Ας είναι εις είδησίν σας. Καλέσατε όσους σας δίδουν υπόσχεσιν διά να σας βοηθήσουν, πριν να έλθη εκείνος. Στείλατε εις τον Χελιώτην (Λύκον) ή εις τον στρατηγόν Νοταρά (τον Παναγιώτη) και πάρετε την γνώμην του, είναι και αυτοί σύμφωνοι, ή δεν είναι; Ο σκοπός του Γρίβα είναι διά να έβγη να συνάξη όλα τα ζωντανά, όσα ευρίσκονται εις τα μέρη τα εδικά μας και διά τούτο ας γένη μια βάρδια εις το Μαρκεδόνι του Λιγουρίου διά να έχωμεν με μεγάλην ευκολίαν τας ειδήσεις…
Εβγήκαν χθες εκατόν στρατιώται από το Ναύπλιον, διά που είναι δεν ηξεύρομεν. Κατά το Λιγουριό έκαμαν και μην κοιμάσθε. Ήλθον εις την Ρόβη με δύο καΐκια εχθές και επήραν πρόβατα, γίδια έως ογδοήντα, και βόδια, και τους εδέχθη με μεγάλην χαράν ο Γρίβας διά την ανδραγαθίαν τους. Να μας στείλετε φουσέκια καθώς σας επαραγγείλαμεν, τα οποία άφευκτα να τα στείλετε, τόσον και ζαϊρέδες, καθότι έχομεν σκοπόν, αν περάσουν απ’ εδώ στρατιώται, να τους βαρέσωμεν χωρίς άλλο, και θέλομεν να τους ακολουθήσει βαρώντας από τα όπισθεν.
Ταύτα και μένομεν.
Τη 20 Δεκεμβρίου μοναστήριον Αυγού
Ο συμπολίτης σας Γεώργιος Πήλουρης»
Οι Κρανιδιώτες, επειδή σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν από τους ανθρώπους τους, ήταν άμεση n απειλή για επίθεση του Γρίβα και μάλιστα με ισχυρή δύναμη, έχοντας και αυτοί εξασφαλίσει την βοήθεια των Σπετσιωτών, έγραψαν ακόμα και στους Υδραίους. Με το γράμμα τους εξιστορούσαν τα γεγονότα και ζητούσαν την ενίσχυσή τους. Και επειδή είναι διαφωτιστικό για την εσωτερική κατάσταση, παραθέτουμε τα κυριότερα σημεία του, γιατί είναι πολύ μεγάλο:
«Ο Γρίβας (έγραφαν) γνωστός εις όλους διά τας μέχρι τούδε διαφόρους κακουργίας του, μισητός από όλους τους αληθείς πατριώτας διά τας Αληπασσαλίδικας καταχρήσεις του, επεχειρίσθη εσχάτως ήδη του σκοπού του και εναντίον μας, θέλων να δικαιολογή τας κακουργίας του διά την γνωστή σας ίσως υπόθεσιν του Θερμισίου. Ημείς πολλάκις τον προσεκαλέσαμεν εις κρίσιν διά να θεωρηθώσιν τα μεταξύ μας δίκαια, να παρθή οπίσω το μέρος το οποίον του επάρθη, καθώς λέγει, και να προσδιορισθή επισήμως η ποιότης της νεοφανούς αυτής προσόδου του άλατος. Αυτός όμως, ενώ δεν εισήκουσεν εις τα γραφόμενά μας ποτέ, ενώ κατεφρόνησε τας αλλεπαλλήλους περί τούτου προσκλήσεις της Κυβερνήσεως αθετών κάθε νόμον και δίκαιον, και φύσει κακούργος πλεονέκτης, μας ήρπασε το καλοκαίρι τόσα βόδια έμπροσθεν της Διοικήσεως, μας εφυλάκωσε δυναστικώς μέχρι τούδε τον Ιωάννην Ζέρβαν και άλλους συμπολίτας μας, έβγαλε να πωλήση ως Τούρκος, σκλάβον συμπολίτην μας εις την αγοράν του Ναυπλίου, μας καθήρπασε προλαβόντως τόσα καματερά από το Ίρι, απογδύσας και όλους τους εκείσε ευρισκομένους συμπολίτας μας και αδελφούς σας, και τώρα αλλεπαλλήλως μας φοβερίζει καθημερινώς ότι θέλει ορμήσει άφευκτα και εις αυτά τα οσπίτια μας, διά να κάμη τα χειρότερα αφ’ όσα έκαμεν εις τους δυστυχείς συμπολίτας μας και άλλους. Και εις τους δολερούς αυτούς σκοπούς του πάσχει να συμπεριλάβη και τους λοιπούς Ρουμελιώτας διά να σκεπάση τας εδικάς του φρικώδεις κακουργίας. Εις όλα αυτά ημείς του διεμαρτυρήθημεν, του εγράψαμεν να ησυχάση και εάν έχη δίκαια, θεωρούνται με τον νόμον. Αυτός δεν έπαυσε. Εσφάλισε το εμπόριον των συμπολιτών μας και δεν εντράπη εσχάτως να καθυβρίση και τους αδελφούς Σπετζιώτας, οι οποίοι φιλοτιμούμενοι και σεναισθανόμενοι τας καταχρήσεις αυτού του κακούργου ηθέλησαν και ενήργησαν να μας υπερασπισθώσιν.
Η Σ. Βουλή εγνώρισε τα δίκαιά μας. Οι αδελφοί Σπετζιώται ανέλαβον ως φιλοδίκαιοι την υπόθεσιν ως εδικήν των και ημείς είμεθα εις σταθεράν απόφασιν να υπερασπισθώμεν ενόπλως την τιμήν μας. Ο Θεός να βοηθεί διότι είναι προστάτης του δικαίου και μισεί την κακουργίαν. Οι αδελφοί Σπετζιώται μας συμμαχούσι διότι βλέπουσι την ατιμίαν και αδικίαν, και όλοι οι ενοχλημένοι περίοικοί μας είναι αποφασισμένοι να μας βοηθήσωσι.
Ευγενέστατοι πρόκριτοι! Από τα εσώκλειστα επίσημα αντίγραφα βεβαιώνεσθε τα μεγάλα δίκαιά μας, την κακουργίαν αυτού του μοχθηρού τέρατος του Παλαμηδίου και την οποίαν μας δίδουσιν υπεράσπισιν τόσοι πατριώται ομογενείς. Δεν εντρέπεται να γράψη ότι αυτός εστερέωσε την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, δεν συστέλλεται να καθυβρίζη όλους κα να αμαυρώση τόσα αίματα, τόσους αγώνας, τόσας θυσίας χρηματικάς αιξερέτως των φιλόπατρίδων Υδραίων. Επιχειρίζεται ακόμη ο κακούργος να μας προσάπτη την κατηγορίαν ότι είμεθα όλο άδικοι, φονείς διά την συμβάσαν αταξίαν μιας τράτας, οι στρατιώται της οποίας ήσαν ξένοι και ακτήμονες, ενώ προς τας αναριθμήτους άλλας μιαιοφονίας του, προχθές ακόμη ήρπασε δύο στάνες και εσκότωσε δύο αθώους».
Στη συνέχεια τους παρακαλούσαν να τους βοηθήσουν και να μην αφήσουν να ατιμασθούν από τις καταχρήσεις «αυτού του νέου τυράννου». Αφού και όταν τους καλούσαν οι Υδραίοι, φάνηκαν πάντοτε πρόθυμοι να αγωνιστούν μαζί τους «και να πεθάνουν συμμετέχοντας στους ενδόξους αγώνες τους». Και είχαν τη βεβαιότητα, ότι δεν θα γελαστούν στις ελπίδες τους.
Γνωρίζετε τους γράφουν την ανάγκην μας. Γνωρίζετε προ πάντων, ότι τα τόσα αίματά σας, οι τόσοι θρίαμβοί σας δεν χύθηκαν ούτε κατορθώθηκαν κατά των Τούρκων αλλά κατά της τυραννίας. Γι’ αυτό, δεν έπρεπε τώρα μπροστά στα μάτια τους και τη δύναμή τους, ν’ αφήσουν «να τυραννεί και να μολύνει τους στρατιώτες σας, αυτούς τους αδελφού σας (Κρανιδιώτες), ένας νέος τύραννος, ένα παιδί του Αλή Πασά, ένας παλιάνθρωπος, βδελυρός και αχρείος άνθρωπος, όπως ο Γρίβας. Τους πληροφορούσαν ακόμα, ότι μερικοί Ρουμελιώτες, καπεταναίοι, κατηγορούσαν το Γρίβα για τις κακουργίες του και ότι δεν του είναι βοnθοί εναντίον ομογενών.
Στη συνέχεια έγραφαν, «Αλλά και πολλοί σημαντικοί Πελοποννήσιοι, μη υποφέροντες πλέον αυτό το τέρας, αυτόν τον ομολογούμενον ληστήν και φθορέα του Ναυπλίου, είναι έτοιμοι να μας υπερασπισθώσιν όπως ημπορούν. Ημείς θέλομεν προκρίνει διά την τιμήν μας τον θάνατον όλοι».
Και οι Κρανιδιώτες, τελείωναν το γράμμα τους μα τα ακόλουθα:
«Γνωρίζοντες κύριοι, τα φιλότιμα αισθήματά σας, κρίνομεν να σας προσθέσωμεν ότι είναι δίκαιον και ανάλογον της δόξης του ονόματός σας να γράψετε υπέρ της περιστάσεώς μας προς την Σ. Βουλήν. Βεβαιωθήτε, ότι αυτή η πράξις σας θέλει λάβει προς τα άλλα τον έντιμον τόπον εις τας εφημερίδας και την ιστορίαν του έθνους. Ημείς δε εις τούτο είμεθα τόσον βέβαιοι, καθόσον επληροφορήθημεν δι’ επίτηδες γράμματος από Αίγιναν ότι ο αγαθός συμπολίτης σας και άξιος Βουλευτής Κ. Δημήτριος Κριεζής ωμίλησεν εις το βουλευτικόν ως Υδραίος. Ιδού και η περίοδος του γράμματος τούτου προς περισσοτέραν πληροφορίαν σας!
Η επιθυμία των Πελοποννησίων και όλων όσοι κρίνουν ορθώς και πατριωτικώς τα πράγματα, δεν είναι παρά να ιδούν αισθήματα φιλότιμα εκ μέρους των Κρανιδιωτών εναντίον αυτού του μελετουμένου κινήματος του Γρίβα. Εάν τούτο γένη, είναι εις γνώμην να κινηθούν πολλοί διά τας επαρχίας των, διά να παράσχουν βοήθειαν. Ο κύριος Κριεζής ωμίλησεν πολλά αισθαντικά λέγων ότι οι ναυτικού νήσοι δεν θέλουν αδιαφορήσει εις τοιαύτα κινήματα του μοχθηρού Γρίβα και των γειτόνων των. Παρακαλούμε και πάλιν διά να αξιωθώμεν απόκρισίν σας, κύριοι και μένομεν ευσεβάστως».
Οι αδελφοί σας δημογέροντες και λοιποί κάτοικοι Κρανιδίου
Εκ του Κρανιδίου τη 22 Δεκεμβρίου 1827»
Οι Υδραίοι δεν έμειναν αδιάφοροι στην έκκλησή τους. Καθώς γράφει ο Κασομούλης, ο Κρανιδιώτης οπλαρχηγός Νάκης, τον βεβαίωσε στην Αίγινα, ότι οι Υδραίοι «κινημένοι από συμπάθειαν ήσαν σύμφωνοι και συμμέτοχοι του σκοπού, του να καταδιωχθούν οι Ρουμειώται από την Πελοπόννησον ως καταχρηστικοί και άνθρωποι χωρίς εστίαν».
Αλλά και ο Κολοκοτρώνης, που είχαν ζητήσει την επέμβασή του οι Κρανιδιώτες, είχε διατάξει τον Τσώκρη, τον Παναγιώτη Νοταρά και άλλους να τους βοηθήσουν και έστειλε και το Γενναίο με 3.000 στρατιώτες. Ο ίδιος αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Ήτον τα Πελοποννησιακά στρατεύματα κατεβασμένα έως τρεις χιλιάδες με το Γενναίο διά να πολεμήσουν την τυραννίαν του Γρίβα διότι ελογάριαζε να πάη να χαλάση το Κρανίδι».
Είχαν, λοιπόν, κινητοποιηθεί Κρανιδιώτες από γειτονικές περιοχές, Φαναρίτες, Σπετσιώτες, Υδραίοι και Πελοποννησιακά στρατεύματα να αντιμετωπίσουν την επίθεση του Γρίβα. Όμως τώρα, με τη συγκέντρωση και άλλων στρατευμάτων στην Αργολίδα είχε πάρει μεγαλύτερη και πιο σοβαρή εξέλιξη, με άμεσο κίνδυνο να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος. Δεν ήταν πια το Κρανίδι που κινδύνευε. Ήταν η επαναστατημένη Ελλάδα που στην κρισιμότερη στιγμή της βάδιζε σε νέο αδελφοκτόνο πόλεμο με αντιμέτωπους Νησιώτες, Μοραΐτες και Στερεοελλαδίτες.
Οι Ρουμελιώτες σκόπιμα ή γιατί το πίστευαν άρχισαν να διαδίδουν ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν συνωμοτήσει εναντίον τους να τους διώξουν και δεν άργησαν να ενωθούν. Ο Κασομούλης που ήταν φίλος του, αναφέρει ότι η μισή δύναμη του Α’ Σώματος που είχε την έδρα του στην Ακροκόρινθο, «κατεπλάκωσεν τα χωριά της Κορινθίας και του Άργους, ενώ ο Κ. Τζαβέλας επήγε στο Ναύπλιο να επιτύχει συμβιβασμό. Δεν ηξεύρω βεβαίως ώστε να το ομολογήσω εν συνειδότι, από τα κινήματα όμως της υπέθρου χώρας και την διάθεσιν μερικών γνωστών Πελοποννησίων του αυτού κόματος υποπτεύσαμεν γενικήν συμφωνίαν Πελοποννησιακήν κατά των Ρουμελιωτών. Η Δημογεροντία της Κορίνθου, δια τα όσα συνέβησαν (που είχεν αρπάξει το Α’ Σώμα 1.500 πρόβατα) διεμαρτύρετο εις την επιτροπήν της Ακροκορίνθου, κηρύττουσα απειλητικώς πόλεμον. Η επιτροπή της Κορίνθου τον απεδέκθη και έγραψεν αμέσως την είδησιν ταύτην προς τα διάφορα σώματα προσκαλώντας την προσοχήν των και ζητώντας να τρέξουν αμέσως καθώς και προς όλους μας να συναχθούμεν. Ειδοποιήσαμεν παρομοίως όσους φίλους είχαμεν, ακόμη και εις Τρίκερη στρατεύματα και όπου αν ευρίσκετο Ρουμελιώτης. Και ούτως προετοιμάζετο ένας πόλεμος γενικώτερος αναμεταξύ μας, Ρουμελιώται καιΠελοποννήσιοι, χωρίς να εξηγηθούμεν πρώτον παράοδηγούμενοι μόνον από τα περασμένα και ενεστώτα μερικά εχθρικά συμβεβηκότα, και ούτω να θέσωμεν όλον το Έθνος εις κίνδυνον».
Από το άλλο μέρος ο Γρίβας και ο Στράτος μετά τις φοβερές αρπαγές τους στην Αργολίδα και τον εξαναγκασμό τους να γυρίσουν στο Ναύπλιο, σχεδίαζαν να εκδικηθούν τους Μοραΐτες, που ήσαν εκεί και αργότερα να ερημώσουν πάλι το Άργος.
Ο Γρίβας που δεν τολμούσε πια επίθεση στο ενισχυμένο Κρανίδι, αδιόρθωτος πάντα και άπληστος έστρεφε την ανικανοποίητη οργή του στους δυστυχισμένους Ναυπλιώτες. Τους απειλούσε και τους έδινε προθεσμία μέχρι τις 7 Ιανουαρίου, αν δεν ικανοποιούσαν τις αρπαχτικές απαιτήσεις του ότι θα βομβάρδιζε την πόλη και θα εξαπέλυε τους ενόπλους του εναντίον των σπιτιών του.
Οι Αναπλιώτες κατατρομαγμένοι κλείστηκαν στα σπίτια τους, με την αγωνία να τους επιτεθούν από ώρα σε ώρα οι στρατιώτες του Γρίβα, να τους γυμνώσουν και «να τσακίσουν» τα κόκκαλά τους, όπως είχαν κάνει στα Μέγαρα και στο Άργος. Αυτό είχε γίνει πραγματικά. Το είπε στο Γρίβα ο βουλευτής Δημητρακόπουλος στη συνεδρίαση της Βουλής (24.8.1845). «Ήθελες να γίνει το σύνταγμα, καθώς το έκαμες εσύ εις τα Μέγαρα, να τσακίσης κόκκαλα».
Και ο Βλαχογιάννης που το αναφέρει, συμπληρώνει: «Ο Γρίβας δεν απάντησε. Ο Θ. Γρίβας, αλήθεια τσάκισε κόκκαλα βασανίζοντας τους χωριάτες».
Όταν οι Συνταγματικοί των Μεγάρων, νικητές μπήκαν στο Άργος έκαναν εκεί τα ίδια. Δεν είχαν άδικο οι Αναπλιώτες να φοβούνται διότι γνώριζαν τις θηριωδίες του στο Ναύπλιο, στα Μέγαρα και στο Άργος. Για καλή τύχη τους όμως ο νέος εμφύλιος και γενικότερη καταστροφή που ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, καθώς και τα βέβαια παθήματα των Ναυπλιωτών, αποσοβήθηκαν την τελευταία στιγμή με τον ερχομό του Κυβερνήτη Καποδίστρια στις 7.1.1828. Αυτή μάλιστα ήταν η πρώτη μεγάλη του υπηρεσία στην Ελλάδα.
Πηγές
- Τάκης Α. Σταματόπουλος, Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821, (τόμος 4ος), Εκδόσεις: Κάλβος, 1975.
- Τερτσέτη Άπαντα, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, τόμος Α’, Εκδόσεις Παρθενών, 1958.
Δημήτρης Θ. Τουτουντζής
«Στην Ερμιόνη Άλλοτε και Τώρα», περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης, τεύχος 36, Μάιος, 2025.
Σχετικά θέματα:
- Γρίβας Θεοδωράκης (Πρέβεζα, 1797 – Μεσολόγγι, 1862)
- Γρίβας Θ. Δημήτριος (Ναύπλιο 1829 – Μασσαλία 1889)
- Η προίκα της Ελένης Μπούμπουλη
- Η κατάσταση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια








Σχολιάστε