Η ιστορία του ημερολογιακού καθορισμού του Πάσχα – © Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
Πάσχα, Ανάσταση, Λαμπρή: Θεωρείται η μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού. Ο ημερολογιακός καθορισμός τον Πάσχα, φαινομενικά ένα καθαρά αστρονομικό θέμα (άρα και τυπικό ζήτημα), έχει αναμφισβήτητα αποκτήσει μια έντονα πολιτικοποιημένη, θεολογική, μέχρι και δογματική χροιά. Μια συναρπαστική περιδιάβαση στο χρονικό, τις έριδες και τις αντιπαλότητες δύο σχεδόν χιλιετιών ανάμεσα στην ίδια την Εκκλησία.
Η λέξη «Πάσχα» προέρχεται από το εβραϊκό פֶּסַח (Pesah) και σημαίνει διάβαση, πέρασμα, εις ανάμνηση της σωτηρίας των Εβραίων από το πέρασμα του τιμωρού Αγγέλου του θανάτου, της διάβασής τους από την Ερυθρά Θάλασσα, της απελευθέρωσής τους από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία και δουλεία, και της άφιξής τους στη γη της Επαγγελίας, τη Χαναάν (Έξοδος 12:1-18). Το γεγονός αυτό φαίνεται να συνέβηκε μια νύχτα του μήνα Νισάν με πανσέληνο, γι’ αυτό και θεσπίστηκε από το Μωυσή με εντολή Θεού να εορτάζεται τη 14η ημέρα του μήνα Νισάν (Λευιτικόν 23:1-8, Αριθμοί 9:1-5). Η σταθερότητα της ημερομηνίας του Νομικού Πάσχα ή Φάσκα οφείλεται στο γεγονός ότι το εβραϊκό ημερολόγιο, όντας σεληνιακό, εξασφαλίζει πως η μέρα αυτή βρίσκεται στο μέσο ενός μήνα, άρα είναι και πανσέληνος· σύμφωνα δε με τους ιουδαϊκούς κανόνες, το εβραϊκό Πάσχα εορτάζεται μόνο ημέρα Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή.
Το χριστιανικό Πάσχα συνδέθηκε εξ αρχής με το εβραϊκό, αφού στα συνοπτικά Ευαγγέλια αναφέρεται πως ο Μυστικός Δείπνος τελέστηκε την πρώτη ημέρα των αζύμων (Ματθαίος 26:17-19, Μάρκος 14:12-16, Λουκάς 22:7-15). Η ημερομηνία της Σταύρωσης είναι αόριστη: ενώ οι Συνοπτικοί αναφέρουν την Παρασκευή, 15 Νισάν (Ματθαίος 27:62, Μάρκος 15:42, Λουκάς 23:53-54), ο Ιωάννης αναφέρει τις 14 Νισάν, επίσης Παρασκευή, επομένως πριν σφαχτεί το αρνί του Πάσχα (Ιωάννης 13:1, 13:29, 18:28, 19:14, 19:42). Γνωρίζουμε, πάντως, ότι η Ανάσταση συνέβη ημέρα Κυριακή, πάρα πολύ πρωί (Ματθαίος 28:1, Μάρκος 16:2, Λουκάς 24:1, Ιωάννης 20:1), οπωσδήποτε μετά την πανσέληνο. Δεν είμαστε βέβαιοι ούτε και για το έτος το οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του Θείου Πάθους, το πιθανότερο είναι όμως να έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 30 μ.Χ. ή του 33 μ.Χ., αφού τα έτη εκείνα το Πάσχα εορτάστηκε το Σάββατο [1].
Οι πρώτοι Χριστιανοί ήσαν, φυσικά, Εβραίοι και, ως τέτοιοι, γιόρταζαν το Πάσχα το καινόν επί τές του σωτηρίου Πάσχα εορτές στις 14 Νισάν, ανεξαρτήτως ημέρας. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί στην Παλαιστίνη, την Αντιόχεια και τη Μικρά Ασία επέλεγαν την ημέρα αυτή για να τονίσουν τη Σταύρωση και το Πάθος, το γεγονός ότι ο Ιησούς προσφέρθηκε συμβολικά σαν άλλο πρόβατο επί σφαγή, γι’ αυτό και πάντοτε μιλούσαν για το Πάσχα το Σταυρώσιμον.
Από την άλλη, οι ελληνίζοντες Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας και των άλλων εθνών γιόρταζαν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία, τονίζοντας την Ανάσταση του Κυρίου, γι’ αυτό άλλωστε και μιλούσαν για το Πάσχα το Αναστάσιμον.
Ανάμεσα σε άλλα, ο Επίσκοπος Ευσέβιος ο Καισαρεύς (263-339) και ο Επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών) και Άγιος Ειρηναίος (130-202) αναφέρονται στη διένεξη που ταλάνιζε τη νεαρή Εκκλησία (ανάμεσα σε τεσσαρεσκαιδεκατίτες και σε πεντεκαιδεκίτες), ήδη από τα χρόνια του Πάπα Σίξτου Α’ (115-125). Είναι δε χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Άγιου Πολύκαρπου, Επίσκοπου της Σμύρνης, ο οποίος επισκέφθηκε τη Ρώμη στα 157/158, αλλά δεν έγινε κατορθωτό να πειστεί από τον Πάπα Ανίκητο για την ορθότητα του εορτασμού του Πάσχα μόνο ημέρα Κυριακή, εντούτοις αποχώρησε εν ειρήνη.
Το ζήτημα κατά πόσον είναι ορθό να εορτάζεται το Πάσχα σε ημέρα άλλη της Κυριακής διακανονίστηκε με τη Σύνοδο της Αρελάτης [(Arles) 314], όπου διακηρύχθηκε πως έπρεπε να εορτάζεται ημέρα Κυριακή, uno die et uno tempore per omnem orbem (μιαν ημέρα και μιαν εποχή για όλο τον κόσμο), έτσι οι Μικρασιάτες αναγκάστηκαν να υπακούσουν, αφού ο Πάπας Βίκτωρ Α’ (189-199) τους είχε αποκόψει ως αιρετικούς [2]. Μεταξύ της απόφασης αυτής και της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325), προέκυψε ένα άλλο ζήτημα, όχι λιγότερο σημαντικό: η ημέρα εορτασμού του Πάσχα έπρεπε να είναι Κυριακή, αλλά ποια Κυριακή ακριβώς; Μια σοβαρή διαφωνία είχε προκύψει μεταξύ των Χριστιανών Μεσοποταμίας, Κιλικίας και Συρίας, και των Χριστιανών του υπόλοιπου κόσμου.
Το Πατριαρχείο της Αντιόχειας ήταν εξαρτημένο από το εβραϊκό ημερολόγιο για τον υπολογισμό του Πάσχα, ενώ οι Σύροι πάντοτε γιόρταζαν την πρώτη Κυριακή μετά το εβραϊκό Πάσχα· επιπλέον, μερικοί Επίσκοποι στη Γαλατία είχαν ορίσει τη Σταύρωση του Χριστού στις 25 Μαρτίου και την Ανάστασή Του στις 27 Μαρτίου, ενώ οι Μοντανιστές στη Φρυγία τηρούσαν το Πάσχα την Κυριακή κατά ή μετά τις 6 Απριλίου. Από την άλλη, οι Αλεξανδρινοί και η υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπολόγιζαν το Πάσχα από μόνοι τους, ανεξάρτητα από το εβραϊκό, με αποτέλεσμα την ασυνεννοησία και ασυμφωνία. Σ’ αυτό φαίνεται να ευθύνονται έμμεσα και οι ίδιοι οι Εβραίοι, καθώς – κατά τα γραφόμενα του Αγίου και Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ του Μεγάλου (272-337) – προφανώς είχαν γίνει αμελείς [3] του νομου που όριζε οτι η 14η ημέρα του Νισάν δεν πρέπει να προηγείται της εαρινής ισημερίας, με αποτέλεσμα – μερικές φορές – να εορτάζονταν δύο Πάσχα ανάμεσα σε δύο εαρινές ισημερίες. Οι Αλεξανδρινοί και οι Ρωμαίοι, από την άλλη, θεωρούσαν πως το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, αμέσως μετά την εαρινή ισημερία.
Δυστυχώς δεν σώζεται το πρωτότυπο κείμενο των όρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας για τον καθορισμό του Πάσχα, γνωρίζουμε ωστόσο από τα γραφόμενα του Αγίου και Μεγάλου Αθανασίου (Επιστολή περί της εν Νίκαια Συνόδου) και του Αγίου Επιφανίου (Πανάριον), Επισκόπου της Σαλαμίνας, ότι αποφασίστηκαν τα εξής:
- Το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά από την πανσέληνο που θα συμβεί κατά την ημέρα της εαρινής ισημερίας ή αμέσως μετά από αυτήν.
- Εάν η πανσέληνος συμβεί ημέρα Κυριακή, τότε το Πάσχα θα εορτάζεται την επόμενη Κυριακή (δηλαδή θα έπεται της 14ης ημέρας του μήνα Νισάν).
Ο καθορισμός, που έγινε αστρονομικά και όχι ημερολογιακά (καθ’ υπόδειξη του Επισκόπου Χωνών Αιγύπτου, Αχιλλέα Τάτιου), γράφτηκε σε όρους (και όχι κανόνες) για να μην επιδέχεται αλλαγής. Ο δεύτερος όρος βασιζόταν στον α’ κανόνα της Συνόδου της Άγκυρας (314), εξασφαλίζοντας ότι το χριστιανικό Πάσχα δεν θα συνέπιπτε με το εβραϊκό (και δεν θα βασιζόταν σ’ αυτό), επαναλήφθηκε δε με τον α’ κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας (341) [4]. Από επιστολή του Αγίου και Πάπα Λέοντος Α’ του Μεγάλου προς τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό (456), πληροφορούμαστε πως είχε αποφασιστεί να ληφθεί πρόνοια όπως οι Θεόφιλος και Κύριλλος Ά, Πατριάρχες Αλεξάνδρειας – πόλη στην οποία άκμαζαν η αστρονομία και οι επιστήμες – μεριμνήσουν για τον επακριβή υπολογισμό του Πάσχα και τον διαβιβάσουν στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, κάτι που έγινε γύρω στο 440 στη βάση πινάκων που είχε συντάξει λίγα χρόνια πριν ο μοναχός Αννιανός ο Αλεξανδρεύς.
Εντούτοις, λόγω γεωγραφικών και άλλων παρεκκλίσεων, δεν συμφωνούσαν όλοι ως προς την ακριβή ημέρα τις εαρινής ισημερίας. Η Ρώμη αρχικά υπολόγιζε τους σεληνιακούς κύκλους με τον 112ετή κύκλο του Αγίου Ιππόλυτου, Επισκόπου Ρώμης (γύρω στο 200), τον οποίο αντικατέστησε στα τέλη του 3ου αιώνα με άλλον που εφηύρε ο Αυγουστάλιος διάρκειας 84 ετών και το 457 με τον 532ετή κύκλο του Βικτώριου της Ακουιτανίας, τοποθετώντας την ισημερία στις 25 Μαρτίου, κάτι το οποίο η Αλεξάνδρεια θεωρούσε ανακριβές, αφού από το 277 – μετά από προτροπή του πολυμαθέστατου αστρονόμου και Επισκόπου Λαοδικείας Ανατόλιου – χρησιμοποιούσε το 19ετή κύκλο του Μέτωνα, που ταύτιζε την εαρινή ισημερία με την 21η Μαρτίου. Όπως μας πληροφορεί ο Άγιος Αυγουστίνος Αυρήλιος (387), το αλεξανδρινό Πάσχα έπεφτε μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ το Πάσχα στη Ρώμη εορταζόταν μεταξύ 25 Μαρτίου και 21 Απριλίου.
Ο αρχαίος αστρονόμος Μέτων (432 π.Χ.) υπολόγισε πως για κάθε 19 τροπικά έτη έχουμε 235 συνοδικούς μήνες της σελήνης [5]· η ανακάλυψη έκαμε τεράστια εντύπωση στους Αθηναίους, οι οποίοι και αποφάσισαν να γράψουν χρυσοις γράμμασιν, σε όλα τα δημόσια κτίρια, τον αριθμό που φανερώνει την τάξη του κάθε έτους στον κύκλο του, ο οποίος όμως είχε ένα σφάλμα περίπου 0,086 ημερών (2 ώρες 4 λεπτά) ανά 19ετία. Δεδομένου του σφάλματος αυτού, οι τελικοί πασχάλιοι πίνακες (computus) που συνέταξε το 525 ο Σκύθης Αββάς Διονύσιος ο Μικρός είχαν ήδη μια απόκλιση 4-5 ημερών, αν και ο κύκλος που υιοθέτησε η μία και αδιαίρετη Εκκλησία ήταν ουσιαστικά ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε υπολογισμούς Ρώμης και Αλεξάνδρειας. Ο Διονύσιος ήταν επίσης ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα αρίθμησης των ετών με βάση τη Γέννηση του Χριστού, ταυτίζοντας το 754 AUC (Ab Urbe Condita – Από Κτίσεως Ρώμης) με το έτος 1 (η έννοια του μηδενός δεν έφθασε στην Ευρώπη παρά τον 11ο αιώνα από τους Μαυριτανούς της Ισπανίας).
Στην Ανατολή το ζήτημα δεν διακανονίστηκε παρά μέχρι τον 6ο αιώνα, αφού ακόμη υπήρχαν τεταρτοκαιδεκίτες στη Συρία. Παρόμοιας υφής ζήτημα δημιουργήθηκε στη Βρετανία, όταν το 597 ο ιεραπόστολος, Αρχιεπίσκοπος και Άγιος Αυγουστίνος βρήκε τους εκεί Κέλτες να χρησιμοποιούν τον παλιό 84ετή κύκλο που η ίδια η Ρώμη είχε εγκαταλείψει. Αν και δεν ήταν τεταρτοκαιδεκίτες (αφού γιόρταζαν το Πάσχα ημέρα Κυριακή), φαίνεται πως πήραν το σύστημα αυτό από τους Μικρασιάτες, τηρώντας την παράδοση του Αγίου Ιωάννη. Το ζήτημα, τυπικά, έκλεισε με την ιρλανδική Σύνοδο του Mag Lene (631) και τη βρετανική Σύνοδο του Whitby (664), με απόφαση να υιοθετηθεί ο 532ετής κύκλος που χρησιμοποιούσαν οι Γαλάτες και οι Φράγκοι ήδη από τον 5ο αιώνα, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε πλήρως μέχρι το 729.
Χαρακτηριστικά, ο θεολόγος Βέδας ο Αιδέσιμος (Historia ecclesiastica gentis Anglorum, 731) αναφέρει ότι συχνά στη Νορθάμπρια ενώ ο κελτοχριστιανός Βασιλιάς Oswiu (642-670) αρταινόταν για το Πάσχα, η ρωμαιοχριστιανή Βασίλισσα Eanfled νήστευε ακόμη για την Κυριακή των Βαΐων. Δεν ήταν παρά στα χρόνια του Καρλομάγνου (771-814) όταν όλοι πλέον υιοθέτησαν τους πασχάλιους πίνακες.

Βέδας ο Αιδέσιμος (Baeda ή Bede Venerabilis, Γουιρμάουθ, Σάντερλαντ 672; – Τζάροου 735 μ.Χ.). Άγγλος λόγιος και θεολόγος, άγιος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λογίους του Μεσαίωνα και θεμελιωτής του αγγλοσαξονικού χριστιανικού πολιτισμού. Έργο του James Doyle Penrose (1902), με τίτλο «Ο Σεβάσμιος Βέδας μεταφράζοντας το Ευαγγέλιο του Ιωάννη στο κρεβάτι του». Royal Academy Summer Exhibition.
Από τον 9ο μέχρι και το 15ο αιώνα, ανεξαρτήτως δογματικών ή πολιτικών διαφορών, το Πάσχα εορταζόταν από τους Χριστιανούς την ίδια ημέρα. Εντούτοις, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να δημιουργηθεί πρόβλημα, αφού το ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του Πάσχα – ήταν εξ αρχής ανακριβές: επηρεασμένος από την εκστρατεία του στην Αίγυπτο, ο Ιούλιος Καίσαρας θέσπισε το ηλιακό ιουλιανό ημερολόγιο το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη, για να αντιμετωπιστεί η ημερολογιακή αταξία που επικρατούσε με το 355 ημερών σεληνιακό ημερολόγιο του Νουμά [6]. Για να ξεκινήσει σωστά, προστέθηκαν 90 ημέρες στο έτος 708 AUC (46 π.Χ.), το οποίο – με διάρκεια 445 ημερών έμεινε γνωστό ως annus confusionis (έτος σύγχυσης). Ο Ιούλιος Καίσαρας, ως pontifex maximus (αρχιερέας), κατακρίθηκε έντονα γι’ αυτή του την ενέργεια: χαρακτηριστικά, ο Κικέρωνας έλεγε πως ο παλιός του πολιτικός αντίπαλος δεν ήταν ικανοποιημένος που κυβερνούσε τον κόσμο, αλλά ήθελε να κυβερνήσει και τα άστρα.
Υπολογίστηκε πως το έτος είχε διάρκεια 365,25 ημερών και επί των ημερών του Αύγουστου Καίσαρα (8 π.Χ.) διαμορφώθηκε σε 365 ημέρες για τρία χρόνια και μια εμβόλιμη μέρα τον τέταρτο χρόνο, η δις έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου (bis sextus, αφού τη μετρούσαν δύο φορές) [7]. Ωστόσο, υπήρχε μια διαφορά περίπου 0,0078 ημερών (11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα), η οποία σε βάθος χρόνου έγινε ιδιαίτερα αισθητή σε σχέση με την εαρινή ισημερία: την εποχή του Χριστού συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 στις 20/21 Μαρτίου, το 730 στις 18/19 Μαρτίου, το 1250 στις 13/14 Μαρτίου και το 1582 στις 10/11 Μαρτίου, προσκρούοντας έτσι στον πρώτο όρο της Συνόδου.
Ο πρώτος [8] που υπολόγισε το σφάλμα ήταν ο Βρετανός Φραγκισκανός μοναχός Ρογήρος Βάκων το 1267 (Opus Maius), αλλά ο αιφνίδιος θάνατος του Πάπα Κλήμη Δ’ τον επόμενο χρόνο πάγωσε την όποια πρωτοβουλία. Στο Βυζάντιο, η πρώτη νύξη για μεταρρύθμιση έγινε το 1324 από τον αστρολόγο Νικηφόρο Γρηγορά προς τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο· όπως και οι μετέπειτα προτάσεις του μοναχού Ισαάκ Αργυρού και του κανονολόγου Ματθαίου Βλάσταρη (1371), καθώς και του φιλόσοφου Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού (1450), προσέκρουσε σε άγονο έδαφος από το φόβο σχίσματος. Στη Ρώμη, την Αβινιόν και το Παρίσι, ωστόσο, επικρατούσε θετική αντιμετώπιση, όπως δείχνουν και οι μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν σύνοδοι και διάφοροι Πάπες και Γάλλοι Βασιλείς.

Άγαλμα του Βρετανού Φραγκισκανού μοναχού Ρότζερ Μπέικον (1220-1292) γνωστού στην Ελλάδα με το όνομα Ρογήρος Βάκων, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Φωτογραφία του Michael Reeve.

Χριστόφορος Κλάβιος (1538-1612). Ιησουίτης Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος, που τροποποίησε την πρόταση για το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο μετά τον θάνατο του βασικού δημιουργού του, του Α. Λίλιο.
Μετά την εκλογή του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ το 1572, ο οποίος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, ο Καλαβρός αστρονόμος Αλοΐσιος Λίλιο και ο Βαυαρός Ιησουίτης μαθηματικός Χριστόφορος Κλάβιος υπέβαλαν πρόταση μεταρρύθμισης, η οποία έτυχε επεξεργασίας μεταξύ 1576-1580 από ειδική επιτροπή. Με παπική βούλλα (Inter Gravissimas, 24/02/1582), την Παρασκευή 4η Οκτωβρίου ακολούθησε η 15η Οκτωβρίου. Οι αμαθείς χωρικοί, νομίζοντας πως τους έκλεψαν ημέρες, ζητούσαν αμοιβή για τις «χαμένες» μέρες εργασίας, ενώ άλλοι ζητούσαν τις μέρες τους πίσω. Το έδικτο αυτό μετατόπισε την ισημερία από τις 11 στις 21 Μαρτίου, ενώ για το Πάσχα ο χρυσός μετώνειος αριθμός αντικαταστάθηκε από την επακτή με σφάλμα περίπου μίας ημέρας ανά 20.000 χρόνια.
Η αλλαγή τέθηκε σε ισχύ άμεσα σε Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία [9] και ολόκληρη σχεδόν την Ιταλία (πλην της Τοσκάνης, όπου η αλλαγή υιοθετήθηκε το 1750/1751), και λίγο αργότερα στη Γαλλία [10] και τη Σαβοΐα (1582), τις Νότιες Κάτω Χώρες (Βέλγιο και Λουξεμβούργο) (1582/1583), την Αυστρία και τα καθολικά καντόνια της Ελβετίας (1583), τα καθολικά κρατίδια της Γερμανίας (1583-1585), τη Βοημία, τη Μοράβια και τη Σιλεσία (1584), την Ουγγαρία (1587) και την Τρανσυλβανία (1590).
Ωστόσο, το νέο αυτό ημερολόγιο αρχικά δεν υιοθέτησαν ούτε οι Διαμαρτυρόμενοι, ούτε οι Ορθόδοξοι, κυρίως λόγω αμφισβήτησης και μίσους προς τον Πάπα, αλλά και διότι το εβραϊκό Πάσχα εορταζόταν πλέον στις 15 Νισάν (30 Μαρτίου με 27 Απριλίου – παλαιότερα μεταξύ 3 Απριλίου και 1 Μαΐου), με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το πνεύμα του δεύτερου όρου της Α’ Οικουμενικής Συνόδου [11].
Σταδιακά, μέχρι το 18ο αιώνα, υιοθετήθηκε και από τους Προτεστάντες [π.χ. Πρωσσία (1610), Αλσατία (1648), Στρασβούργο (1682), προτεσταντικά κρατίδια Γερμανίας και Δανία/ Νορβηγία/Ισλανδία (1700), προτεσταντική Ελβετία και Ολλανδία (1700/1701), Ηνωμένο Βασίλειο (1752), Σουηδία/Φινλανδία (1753)11 [12], Λωρραίνη (1760), Γκριζόν (1811) κτλ], για οικονομικούς και διπλωματικούς λόγους [13]. Ωστόσο, οι γρηγοριανοί πασχάλιοι πίνακες δεν υιοθετήθηκαν παρά μεταξύ 1753-1845.
Στις ορθόδοξες χώρες, όμως, ο περίπλοκος υπολογισμός του Πάσχα δεν επέτρεπε την υιοθέτηση του γρηγοριανού ημερολογίου, το οποίο ωστόσο έγινε αποδεκτό ως πολιτικό, μεταξύ 1916-1923 [14]. Το Μάιο του 1923 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ’ συγκάλεσε Πανορθόδοξο Συνέδριο [15], όπου αποφασίστηκε η αλλαγή του ημερολογίου, με μέρα εφαρμογής την 1/14 Οκτωβρίου 1923. Εντούτοις, μόνο οι Εκκλησίες της Ελλάδας και της Ρουμανίας υλοποίησαν την απόφαση, αφού η Εκκλησία της Κύπρου θεώρησε το θέμα ανώριμο, οι Εκκλησίες Ρωσσίας και Σερβίας αποφάσισαν παραμονή στο ιουλιανό, τα Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας δεν δέχθηκαν την απόφαση, ενώ το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων θεώρησε ότι η αλλαγή του ημερολογίου επέφερε και αλλαγή του πασχαλίου.
Την οριστική λύση έδωσε ένα χρόνο μετά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’, με πρόταση αποδοχής του γρηγοριανού ημερολογίου και υπολογισμό του Πάσχα βάσει του ιουλιανού και ημέρα αλλαγής τις 10/23 Μαρτίου 1924. Έτσι, οι Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες [16] – με εξαίρεση τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας και Γεωργίας, τις Εκκλησίες Πολωνίας και Ουκρανίας, την Αρχιεπισκοπή του Σινά και το Άγιο Όρος – έχουν υιοθετήσει το αναθεωρημένο ιουλιανό ημερολόγιο (διάρκειας 365,2422222222… ημερών) [17], το οποίο – μέχρι και το 2799 – τους επιτρέπει να συνεορτάζουν τα Χριστούγεννα με τις Δυτικές Εκκλησίες, αλλά το Πάσχα με τις λοιπές Ορθόδοξες, για να αποφευχθεί το σχίσμα λόγω παράβασης των όρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.

Μιλουτίν Μιλάνκοβιτς (1879 – 1958). Σέρβος μαθηματικός, αστρονόμος, κλιματολόγος, γεωφυσικός. Ο Μιλάνκοβιτς ασχολήθηκε με το ημερολογιακό ζήτημα και δημιούργησε ένα νέο ημερολόγιο για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, το «Αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο», που είναι σχεδόν ταυτόσημο με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, αλλά ακριβέστερο…
Εκτός από τις πιο πάνω Εκκλησίες, το ημερολόγιο του Σέρβου αστρονόμου Milutin Milankovic (Μιλουτίν Μιλάνκοβιτς) δεν υιοθέτησαν και οι σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες, που αυτοαποκαλούνται Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ). Οι ΓΟΧ πρεσβεύουν ότι η αλλαγή του ημερολογίου είναι παράτυπη, παραβιάζει τις Συνόδους, καταπατά τις «πατρώες παραδόσεις», αναστατώνει την αρμονία και την ισορροπία του λειτουργικού έτους[18], συνιστά αναγνώριση του Πάπα, υποκινείται από τη Μασωνία και τις σκοτεινές δυνάμεις, θεωρούν δε πως το ιουλιανό ημερολόγιο είναι δοσμένο από το Θεό (!), αδιαφορώντας για το ότι θεσπίστηκε από έναν ειδωλολάτρη Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Ωστόσο, η όποια ημερομηνιακή διαφορά ανάμεσα στο Ορθόδοξο και το Δυτικό Πάσχα οφείλεται σε διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του και όχι σε δογματικά αίτια. Οι Δυτικοί (Ρωμαιοκαθολικοί, Ουνίτες, Αγγλικανοί, Προτεστάντες) τηρούν τον πρώτο όρο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όχι όμως και το δεύτερο (στην ουσία δεν αθετούν το γράμμα, αλλά το πνεύμα του όρου), αφού πολλές φορές εορτάζουν το Πάσχα πριν ή μαζί με το Φάσκα, ενώ οι Ορθόδοξοι (βυζαντινού, σλαβικού και καυκάσιου ρυθμού) τηρούν απαρεγκλίτως το δεύτερο όρο της Συνόδου, συχνά αθετώντας τον πρώτο, λόγω κυρίως του σφάλματος 5 ημερών από τη χρήση του μετωνικού κύκλου. Μαζί με τους Ελληνορθόδοξους εορτάζουν οι Κύπριοι Μαρωνίτες και Λατίνοι και οι Έλληνες Αρμένιοι και Καθολικοί, ενώ μαζί με τους Διαμαρτυρόμενους οι Φινλανδοί και Εσθονοί Ορθόδοξοι.
Όσον αφορά τις Παλαιές Ανατολικές Εκκλησίες (Προχαλκηδόνιοι), οι Αιθίοπες, οι Ερυθραίοι και οι Κόπτες υπολογίζουν το Πάσχα με βάση το ιουλιανό ημερολόγιο, ενώ οι Αρμένιοι (πλην του Αρμενικού Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ), οι Ιακωβίτες (Σύροι) και η Ινδική Εκκλησία στο Μαλαμπάρ της Ινδίας με βάση το γρηγοριανό ημερολόγιο από το 1923, 1953 και 1956, αντίστοιχα. Οι Ασσύριοι (Χαλδαίοι), γνωστοί και ως Νεστοριανοί, χρησιμοποιούν το γρηγοριανό ημερολόγιο από το 1964.
Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα είναι ένα σύνθετο μαθηματικό θέμα, αν και ουσιαστικά απαιτεί τις 4 πράξεις της αριθμητικής (αλγόριθμος Γκάους [19]). Εάν η εαρινή πανσέληνος συμβεί μεταξύ 21-30 Μαρτίου δεν θεωρείται πασχαλινή από τους Ορθόδοξους, οι οποίοι περιμένουν την επόμενη πανσέληνο, με αποτέλεσμα να εορτάζουν το Πάσχα 4 μέχρι και 6 εβδομάδες μετά τους Δυτικούς. Εάν η πανσέληνος συμβεί από τις 30 Μαρτίου και μετά, θεωρείται πασχαλινή από όλους, κι έτσι το Δυτικό Πάσχα συμπίπτει ή εορτάζεται μια εβδομάδα πριν (αφού ιουλιανή 22 Μαρτίου = γρηγοριανή 4 Απριλίου).
Για να έχουμε Κοινό Πάσχα, θα πρέπει η γρηγοριανή και ιουλιανή πανσέληνος να συμβούν από την Κυριακή μέχρι και την Τρίτη της ίδιας εβδομάδας, κάτι που θα λάβει χώρα για τελευταία φορά τον Απρίλη του 2698. Οι ημερομηνίες του Δυτικού Πάσχα κυμαίνονται μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ οι αντίστοιχες Ορθόδοξες είναι 4 Απριλίου με 8 Μαΐου [20]. Πιο κάτω, δίνεται πίνακας για τα προηγούμενα και τα επόμενα έτη:
Έτος | Δυτικό
Πάσχα |
Ορθόδοξο
Πάσχα |
Έτος | Δυτικό
Πάσχα |
Ορθόδοξο
Πάσχα |
Έτος | Δυτικό
Πάσχα |
Ορθόδοξο
Πάσχα |
2008 | 23 Μαρτίου | 27 Απριλίου | 2013 | 31 Μαρτίου | 5 Μαΐου | 2018 | 1η Απριλίου | 8 Απριλίου |
2009 | 12 Απριλίου | 19 Απριλίου | 2014 | 20 Απριλίου | 2019 | 21 Απριλίου | 28 Απριλίου | |
2010 | 4 Απριλίου | 2015 | 5 Απριλίου | 12 Απριλίου | 2020 | 12 Απριλίου | 19 Απριλίου | |
2011 | 24 Απριλίου | 2016 | 27 Μαρτίου | 1η Μαΐου | 2021 | 4 Απριλίου | 2 Μαΐου | |
2012 | 8 Απριλίου | 15 Απριλίου | 2017 | 16 Απριλίου | 2022 | 17 Απριλίου | 24 Απριλίου |
Η σημασία του Πάσχα για την Εκκλησία δεν είναι μόνο συμβολική (αφού μας υπενθυμίζει το Θείο Πάθος, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού), αλλά και ουσιαστική, καθώς με βάση το Πάσχα καθορίζεται το σύνολο των κινητών εορτών, ως εξής:
Α) Τριώδιο:
- Κυριακές [του Τελώνη και του Φαρισαίου (10 Κυριακές πριν το Πάσχα), του Ασώτου Υιού (-9), της Απόκρεω (-8) και της Τυροφάγου (-7)].
- Άλλες ημέρες [Τσικνοπέμπτη (Πέμπτη πριν την Κυριακή της Απόκρεω) και Ψυχοσάββατο Α’ (Σάββατο πριν την Κυριακή της Απόκρεω)].
Β) Μεγάλη, Σαρακοστή
- Κυριακές [της Ορθοδοξίας (-6), του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (-5), της Σταυροπροσκύνησης (-4), του Αγίου Ιωάννου της Κλίμα- κος (-3), της Οσιας Μαρίας της Αιγυπτίας (-2) και των Βαΐων (-1)].
- Άλλες ημέρες [Καθαρή Δευτέρα (μετά την Κυριακή της Τυρινής), του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος (Σάββατο πριν την Κυριακή της Ορθοδοξίας), του Μεγάλου Κανόνος (Πέμπτη μετά την Κυριακή του Ιωάννου της Κλίμακος), του Ακάθιστου Ύμνου (Σάββατο πριν την Κυριακή της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας) και Σάββατο του Λαζάρου (πριν την Κυριακή των Βαΐων ή της Ελιάς)].
Γ) Μεγάλη και Αγία Εβδομάδα: η εβδομάδα που προηγείται του Πάσχα.
Δ) Εβδομάδα της Διακαινησίμου: η εβδομάδα που έπεται του Πάσχα.
Ε) Πεντηκοστάριο:
- Κυριακές [του Θωμά (1 Κυριακή μετά το Πάσχα), των Μυροφόρων (+2), του Παράλυτου (+3), της Σαμαρείτιδας (+4), του Τυφλού (+5), των Αγίων 318 πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (+6), της Πεντηκοστής (+7) και των Αγίων Πάντων (+8)].
- Άλλες ημέρες [της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή μετά το Πάσχα), της Μεσοπεντηκοστής (Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παράλυτου), της Απόδοσης του Πάσχα (Τετάρτη μετά τηνΚυριακή του Τυφλού), της Αναλήψεως (η επομένη της Αποδόσεως), Ψυχοσάββατο Β’ (πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής) και του Αγίου Πνεύματος ή του Κατακλυσμού (Δευτέρα μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής)].
Στ) Άλλες εορτές:
Αν το Πάσχα συμβεί ανήμερα ή μετά τις 23 Απριλίου, η γιορτή του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου εορτάζεται τη Δευτέρα του Πάσχα και του Αποστόλου Μάρκου την Τρίτη του Πάσχα (Λαμπροτρίτη), μαζί με τους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη της Μυτιλήνης.
Το διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο δεν είναι τέλειο: έχει σφάλμα 2,81 sec/έτος, ωστόσο είναι ακριβέστερο από το γρηγοριανό [σφάλμα 1 μέρας/3323 χρόνια (26,81 sec/έτος] και πολύ πιο ακριβές από το ιουλιανό [σφάλμα 1 ημέρας/128 χρόνια (674,81 sec/έτος), το οποίο σε βάθος χρόνου μετατοπίζει την ισημερία. Αν οι Ορθόδοξοι εξακολουθήσουν να υπολογίζουν το Πάσχα με το παλαιό ημερολόγιο μέχρι το έτος 14.000, τότε η εαρινή πανσέληνος θα συμβεί στις 2 Ιουλίου (!), με καθυστέρηση 103 ημερών, το Πάσχα θα εορταστεί την 23 Ιουλίου και ο Μάρτης δεν θα είναι πλέον μέρος της Σαρακοστής.
Τα ημερολόγια είναι ανθρώπινες επινοήσεις και, ως τέτοια, δεν διεκδικούν το αλάθητο, θα ήταν δε παράλογο να υποστηρίζουμε πως ο Θεός και οι Άγιοι ακολουθούν οποιοδήποτε ημερολόγιο!!! Μπορεί τα ουράνια φαινόμενα να μην πειθαρχούν σε κανέναν, ωστόσο οι ουρανοί εορτάζουν και αγάλλονται κάθε ημέρα και ώρα, αφού δεν περιορίζονται ούτε και εξαντλούνται από τους δικούς μας εορτασμούς. Όπως είπε και ο Χριστός: «άπόδοτε συν τά Καίσαρος Καίσαρι κα’ι τά τοϋ Θεοϋ τω Θεω» (Ματθαίος 22:21, Μάρκος 12:17, Λουκάς 20:25). Καλή Ανάσταση!
Επιπλέον υλικό: David Ewing Duncan (1998): Καλαντάρι – η ιστορία του ημερολογίου δια μέσου των αιώνων. Αθήνα: Εκδόσεις Ενάλιος και Ιωάννης Φάκας (2014): Πάσχα των Ορθοδόξων, Πάσχα των Ρωμαιοκαθολικών και Πάσχα των Ιουδαίων – υπολογισμός με βάση την αστρονομία και μια εισήγηση για διόρθωση. Λευκωσία.
Υποσημειώσεις
[1] Η ασάφεια αναφορικά με το ακριβές έτος του Θείου Πάθους προέκυψε επειδή οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ενδιαφέρονταν για τη σωστή χρονολόγηση των γεγονότων, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Απόστολοι και οι αρχικοί οπαδοί του Χριστού πίστευαν ακράδαντα στη σύντομη επιστροφή του Μεσσία, με αποτέλεσμα γι’ αυτούς ο χρόνος να μην έχει ιδιαίτερη σημασία.
[2] Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Άγιος Ειρηναίος μεσολάβησε στην άρση του σχετικού αφορισμού, θυμίζοντας στον Πάπα Βίκτωρα την ανοχή του προκατόχου του, Ανίκητου.
[3] Αυτό πρέπει να οφείλεται κυρίως στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. και τη Διασπορά των Εβραίων, οι οποίοι πλέον χρησιμοποιούσαν τα κατά τόπους ειδωλολατρικά ημερολόγια για να καθορίσουν το Πάσχα τους, κάτι που φαίνεται και από τους πασχάλιους πίνακες που συντάχθηκαν στη Σύνοδο της Σαρδικής (343).
[4] Στη Νίκαια θεσπίστηκε και ο Ζ’ Αποστολικός Κανόνας, ο οποίος απαγορεύει την τέλεση του Πάσχα «προ της εαρινής ισημερίας μετά Ιουδαίων» για να καταπολεμήσει τους Πρωτοπασχίτες, που γιόρταζαν το Πάσχα με τους Εβραίους και βασίζονταν σε αυτούς για τον υπολογισμό του (οι οποίοι τοποθετούσαν την εαρινή ισημερία στις 27 Μαρτίου). Ωστόσο, μερικοί Πρωτοπασχίτες επέμεναν μέχρι και τα τέλη του 4ου αιώνα, όπως βλέπουμε από κηρύγματα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
[5] Τροπικό έτος είναι το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις του Ήλιου από το ίδιο σημείο αναφοράς και της συμπλήρωσης του κύκλου των εποχών [365,24218966978 μέσες ηλιακές ημέρες το 2000 (365 ημέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45,19 δευτερόλεπτα), με μείωση περίπου 0,531670176 δευτερόλεπτα ανά αιώνα], ενώ συνοδικός μήνας είναι το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές φάσεις της Σελήνης [29,5305888531 μέσες ηλιακές ημέρες το 2000 (29 ημέρες, 12 ώρες, 44 λεπτά και 2,88 δευτερόλεπτα), με αύξηση περίπου 18,680544 χιλιοστοδευτερόλεπτα ανά αιώνα].
[6] Αρχικά η Ρώμη χρησιμοποιούσε το σεληνιακό ημερολόγιο του Ρωμύλου, διάρκειας 10 μηνών ή 304 ημερών. Γύρω στο 713 π.Χ. και για να προσεγγίσει το ηλιακό έτος, ο Ρωμαίος Βασιλιάς, Νουμάς Πομπίλιος, πρόσθεσε ακόμη δύο μήνες (Ιανουάριος, Φεβρουάριος).
[7] Ο Φεβρουάριος ήταν αφιερωμένος στους νεκρούς και κατά τη διάρκειά του οι Ρωμαίοι έπρεπε να κάνουν τον ηθικό απολογισμό τους και να αφιερώνονται στη μετάνοια και την εξιλέωση (Februare). Από φόβο προς τους χθόνιους θεούς και για αποφυγή της ασέβειας στη μνήμη των νεκρών, δεν αριθμούσαν την εμβόλιμη ημέρα και έτσι την μετρούσαν διπλά, στις 24 Φεβρουαρίου.
[8] Προηγουμένως και άλλοι είχαν υποψιαστεί ή/και υπολογίσει ότι υπήρχε σφάλμα, όπως οι Κλαύδιος Πτολεμαίος, Αιδέσιμος Βέδας, Νότκερ ο Τραυλός, Χέρμαν ο Χωλός, Ρενιέ του Παντερμπόρν, Κόνραντ του Στρασβούργου, Ρόμπερτ Γκρόστεστ και Ιωάννης ντε Σακρομπόσκο, κανένας εκ των οποίων όμως δεν εισακούστηκε έγκαιρα, λόγω και του σκοταδισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη.
[9] Μεταξύ 1721-1915 στα ρωσσοκρατούμενα τμήματα των Βαλτικών χωρών βρισκόταν σε χρήση το ιουλιανό ημερολόγιο. Η Λεττονία και η Λιθουανία το υιοθέτησαν το 1915 (κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής), ενώ η Εσθονία το 1918.
[10] Με την αλλαγή του ημερολογίου στη Γαλλία, εδραιώθηκε και η αλλαγή που είχε επιβάλει το 1564 ο Κάρολος Θ’ η πρωτοχρονιά να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου αντί της 1ης Απριλίου. Έκτοτε, οι αστοί κορόιδευαν τους αντιδραστικούς που γιόρταζαν με τον παλιό τρόπο, στέλλοντάς τους δώρα και προσκλήσεις για ανύπαρκτες γιορτές, τον πρόδρομο των πρωταπριλιάτικων ψεμάτων.
[11] Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός συγκάλεσε τρία Πανορθόδοξα Συνέδρια (1583, 1587 και 1593), όπου με σιγίλλια και εγκυκλίους το «νέον καλενδάριον» αναθεματίστηκε και καταδικάστηκε ως αντικανονικό. Το γρηγοριανό ημερολόγιο αναθεματίστηκε εκ νέου από πατριαρχικό σιγίλλιο (1756) και με εγκύκλιο (1848).
[12] Η εφαρμογή του νέου ημερολογίου στη Σουηδία (και τη Φινλανδία, που μέχρι το 1809 αποτελούσε τμήμα της Σουηδίας και μετά της Ρωσίας) υπήρξε επεισοδιακή: μεταξύ 1700-1712 ήταν μία μέρα μπροστά από το ιουλιανό ημερολόγιο, το 1712 επανήλθε στο ιουλιανό (με ένα Φεβρουάριο 30 ημερών), ενώ μεταξύ 1740-1844 το Πάσχα υπολογιζόταν αστρονομικά.
[13] Για τους ίδιους λόγους υιοθετήθηκε και από μη χριστιανικές χώρες (Ιαπωνία: 1873, Αίγυπτος: 1875, Θαϋλάνδη:1889, Κορέα:1895, Αλβανία και Κίνα:1912, Οθωμανική Αυτοκρατορία:1917, Περσία:1925, Σοβιετική Ένωση:1922, Τουρκία:1927 κτλ). Το γρηγοριανό ημερολόγιο εφαρμόστηκε ταυτόχρονα και στις υπερπόντιες ευρωπαϊκές κτήσεις και αποικίες.
[14]Το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία το υιοθέτησαν το 1916, η Ρωσία το 1918 [γι’ αυτό και η επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης εορτάζεται στις 7/11], η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία το 1919, ενώ η Ελλάδα μόλις το 1923 (οπότε ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η επέτειος της Επανάστασης του 1821 γιορτάστηκαν ξεχωριστά, επισπεύδοντας τη μετέπειτα υιοθέτηση του κοσμικού ημερολογίου).
[15] Στο Συνέδριο αρνήθηκαν να συμμετάσχουν τα Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, δεν προσκλήθηκε η Εκκλησία της Βουλγαρίας (λόγω σχίσματος με την Κωνσταντινούπολη) και δεν συμμετείχε το Πατριαρχείο Μόσχας (λόγω σοβιετικών αναταραχών). Του Συνεδρίου είχαν προηγηθεί εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ (12/06/1902 και 12/05/1904) προς τις λοιπές Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ζητώντας την άποψή τους αναφορικά με πιθανή τροποποίηση του ιουλιανού ημερολογίου.
[16] Τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας το υιοθέτησαν το 1928, ενώ το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας το 1968.
17 Η διάρκεια του είναι 365 218/900 ημέρες (αντίθετα με το γρηγοριανό που έχει διάρκεια 365 97/400 ή 365,2425 ημέρες)· όσον αφορά τα επαιώνια έτη, μόνο αυτά που διαιρούνται με το 900 και αφήνουν υπόλοιπο 2xx ή 6xx θεωρούνται δίσεκτα. Μια αξιοσημείωτη διαφορά των δύο ημερολογίων είναι ότι στο γρηγοριανό όλα τα επαιώνια έτη που διαιρούνται με το 400 θεωρούνται δίσεκτα: έτσι, το έτος 2800 θεωρείται δίσεκτο μόνο από το γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ιουλιανό όλα τα έτη που διαιρούνται με το 4 είναι δίσεκτα.
[18] Στην πολεμική τους κατά του νέου ημερολογίου προβάλλουν και τις εξής κριτικές: α) η εορτή της α’ και β’ εύρεσης της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου (24 Φεβρουαρίου) μπορεί να πέσει κατά την περίοδο της νηστείας, β) η εορτή των εν Σεβαστεία Αγίων Σαράντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) πέφτει κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, γ) η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου) πέφτει πάντοτε πριν το Πάσχα, ενώ στο ιουλιανό ημερολόγιο υπάρχει περίπτωση να πέφτει την ημέρα του Πάσχα (οπότε και ονομάζεται Κύριον Πάσχα) και δ) η νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων επιδεικνύει τη μεγαλύτερη αδυναμία του νέου ημερολογίου σε συνδυασμό με το ιουλιανό πασχάλιο: ξεκινά τη Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και καταλήγει στις 29 Ιουνίου, καθώς το νέο ημερολόγιο είναι 13 ημέρες μπροστά από το παλαιό, η νηστεία αυτή είναι 13 ημέρες μικρότερη και, αναλόγως της ημερομηνίας του Πάσχα, μπορεί να ξεκινήσει στις 31 Μαΐου ή, κάποιες χρονιές, να μην τελεστεί καθόλου.
[19] Ο αλγόριθμος αυτός εφευρέθηκε από το μεγάλο Γερμανό μαθηματικό Carl Friedrich, Gauss το 1800 και τελειοποιήθηκε το 1816 και ισχύει και για τα δύο ημερολόγια. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλοι αλγόριθμοι για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα
[20] Στο γρηγοριανό ημερολόγιο η συχνότερη ημερομηνία του Πάσχα είναι η 19η Απριλίου (3,87%), ενώ η σπανιότερη η 22η Μαρτίου (0,48%), με βάση τον επαναλαμβανόμενο κύκλο των 5.700.000 ετών (ο κύκλος του Μέτωνα επαναλαμβάνεται κάθε 532 χρόνια). Με βάση πίνακες του Πάσχα (1583-3000), υπάρχει 19,12% πιθανότητα Κοινού Πάσχα, 49,26% το Ορθόδοξο Πάσχα να ακολουθεί το Δυτικό κατά μία εβδομάδα, 0,14% δύο εβδομάδες, 1,91% τέσσερις εβδομάδες.
Αλέξανδρος – Μιχαήλ Χατζηλύρας
Ερευνητής, Μελετητής, Συγγραφέας
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας (Κύπρος) το 2015.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.