Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ιωάννα Στεριώτου’

Οι οχυρώσεις του Ναυπλίου: Διαχρονικός οδηγός για την ανάπτυξη του συστήματος των προμαχώνων (15ος -18ος αι.) – Ιωάννα Στεριώτου, «Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).


 

Αρχίζοντας την παρουσίαση περίπου δυόμισι αιώνων, πριν το τέλος μιας επο­χής, το 1715, θα αναπτύξουμε σύντομα ποιες ήταν οι οχυρώσεις του Ναυπλίου κατά την περίοδο της βενετοκρατίας στην πόλη, μια περίοδο καθοριστική για τη Βενετία, το Ναύπλιο και την Πελοπόννησο, και πολύ σημαντική επίσης για την εξέλιξη της τεχνικής των οχυρωματικών έργων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι οχυρώσεις του Ναυπλίου είναι μοναδικές στο είδος τους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και από τις σημαντικότερες της ανατολικής Μεσογείου.[1] Στην παρουσίαση αυτή δεν θα κάνουμε μόνο ανακεφαλαίωση της κατασκευής των οχυρώσεων από τον 15ο αι. έως και το τέλος της βενετικής κατοχής (1389­-1540, 1686-1715), αλλά θα παρουσιάσουμε, για πρώτη φορά, σχέδια με προ­τάσεις βελτίωσης των θαλάσσιων τειχών της πόλης, που εκπονήθηκαν στην εκπνοή της δεύτερης βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο.

Το 1389 άρχισε η πρώτη βενετική κατοχή για την πόλη, που διήρκεσε έως το 1540. Με την κτήση αυτή η βενετική Δημοκρατία συμπλήρωνε την αλυσίδα των λιμανιών-βάσεων που κατείχε, ώστε με μια συνεχή γραμμή ναυσιπλοΐας, διά μέσου της Κέρκυρας, της Μεθώνης και της Κορώνης, του Ναυπλίου, της Χαλκίδας (Negroponte) και φυσικά της Κρήτης, να φτάνει με ασφάλεια στα λιμάνια της Ανατολής.

Ήδη όμως, από το β’ μισό του 15ου αι., η θέση του Ναυπλίου άρχισε να γίνεται επισφαλής και οι οχυρώσεις του αποδεικνύονταν ανεπαρκείς. Έπρεπε, ωστόσο, να καταλάβουν οι Τούρκοι το Άργος (1463) και τη Χαλκίδα (1470) για ν’ αρχίσουν οι Βενετοί τη συστηματική οχύρωση του Ναυπλίου. Ο διοικη­τής του Vittore Pasqualigo συνεργάστηκε με τον μηχανικό Antonio Gambello. Οι επεμβάσεις εκείνες ήταν:

α) Το φρούριο Μπούρτζι στη βραχονησίδα του Αγίου Θεοδώρου, το «κλει­δί του Ναυπλίου», το οποίο άρχισε να κατασκευάζεται το 1471.

β) Σε συνέχεια του Κάστρου των Φράγκων, προς τα ανατολικά, οι Βενετοί άρχισαν να κατασκευάζουν έναν τρίτο περίβολο, οχυρώνοντας τον λόφο που απέμενε ακάλυπτος σ’ εκείνη την πλευρά. Το ισχυρότερο σημείο αυτού του φρουρίου ήταν ένας ογκώδης, διπλός κυκλικός προμαχώνας (Torrione), με δύο πυροβολεία σε διαφορετικά επίπεδα, σχηματισμό από τον οποίο λέγεται ότι ονομάστηκε ολόκληρο το οχυρό Castel Toro.

γ) Η περιτείχιση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε στις αρχές του 16ου αι., κάτω από το φρουριακό συγκρότημα της Ακροναυπλίας, προς τα βόρεια.

Υποστηρίζεται ότι κάποιο προάστιο πρέπει να υπήρχε στις ρίζες του λό­φου, έξω από τα τείχη της Ακρόπολης, από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους. Από το β’ μισό του 15ου αι. θα πρέπει να άρχισε η οριστική μετατροπή του προαστίου σε κανονική πόλη, με κυβερνητικά μέγαρα, εκκλησίες, πλατεία, λιμάνι, χάραξη δρόμων και πολεοδομικό σχεδιασμό. Αναπτύχθηκε έτσι μια πόλη πάνω σε μια πλατιά επίχωση, την οποία δημιούργησαν οι Βενετοί προς τη θάλασσα, πάνω σε πασσαλώσεις, μέθοδο που γνώριζαν άριστα από τα έργα τους στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Το 1502 πάντως είναι η πρώτη χρονιά που αναφέρεται ότι αρχίζουν να κτίζονται τα χαμηλά τείχη του Ναυπλίου.

Ο περίβολος της πόλης, απλός στη χάραξή του, ξεκινούσε από τον Torrione του Castel Toro, κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα στον Torrioncino Contarina (μι­κρό κυκλικό πύργο). Στο μέσο αυτής της ανατολικής πλευράς σχηματιζόταν αμβλεία γωνία, όπου ανοιγόταν η Ανατολική κύρια Πύλη, στο ένα πλευρό της οποίας αναπτυσσόταν ορθογωνικός πύργος για τη φύλαξή της. Στην ίδια ανατολική πλευρά η θάλασσα εισχωρούσε μέσα στην ξηρά δημιουργώντας έναν κολπίσκο, ο οποίος έπαιζε τον ρόλο τάφρου και έφτανε μέχρι τη βάση του Castel Toro. Στο βόρειο θαλάσσιο τείχος της πόλης, όχι μακριά από τον ΒΑ μικρό πύργο Contarina, υπήρχε η Πύλη της Θάλασσας. Σε ολόκληρο τον περίβολο της πόλης, που συνέχιζε την πορεία του προς τα δυτικά, για να κλεί­σει πάνω στους βράχους της χερσονήσου, έως τα τείχη του Κάστρου των Ελλήνων, ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους, βρίσκονταν και άλλες βοηθητικές πύλες, όπως η Porta della Piazza, η Porta dei Fomi κ.ά.

Ανακεφαλαιώνοντας, για την περίοδο της πρώτης βενετοκρατίας στο Ναύ­πλιο, θα λέγαμε ότι η μαζική κατασκευή οχυρώσεων στις τελευταίες δεκαετίες του 15ου και στις πρώτες του 16ου αι. είναι ένα προοίμιο των βενετσιάνικων οχυρώσεων μεγάλης κλίμακας που κατασκευάστηκαν, εκτός από το Ναύπλιο, στη Μεθώνη και στην Κορώνη, για ν’ ακολουθήσουν οι περίφημες οχυρώσεις της Κρήτης και φυσικά της πόλης της Κέρκυρας, από το 1538-1540 (διαρκούντος του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου) και αργότερα, στις επόμενες δεκαετίες του 16ου και του 17ου αι.

Από το 1540 έως το 1686, οι Οθωμανοί, αν και όρισαν το Ναύπλιο πρω­τεύουσα του Μοριά, παραμέλησαν τις οχυρώσεις του. Το μόνο που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι στη ΒΔ γωνία του περιβόλου της πόλης αναπτύχθηκε ένα είδος παράκτιου προμαχώνα, τα «Πέντε Αδέλφια», ονομασία που πήρε από την οργάνωση στην ίδια θέση πυροβολαρχίας με πέντε κανόνια. Μετά την επανακατάληψη του Ναυπλίου από τις δυνάμεις του Morosini, το 1686, η πόλη ορίστηκε ως πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μοριά. Ήταν, λοιπόν, επόμενο να φροντίσουν οι Βενετοί να επιδιορθώσουν τις ζημιές που είχαν υποστεί οι οχυρώσεις από τον πόλεμο και τη μακροχρόνια εγκατάλειψη.

 

O προμαχώνας των «Πέντε Αδελφών», A. Haubenschmid, 1833-1834, Βαυαρικό Πολεμικό Μουσείο (Ingolstadt Bayerisches Armeemuseum).

 

Σύμφωνα με την Έκθεση του Filippo Besseti di Verneda – από τους πλέον ειδικούς στη στρατιωτική τέχνη –[2] τα αμυντικά μειονεκτήματα του Ναυπλίου επικεντρώνονταν στην ύπαρξη του βουνού του Παλαμηδιού, που κυριαρχού­σε πάνω από την πόλη. Γι’ αυτό πρότεινε την ενίσχυση της ζώνης του ισθμού που ένωνε τη χερσόνησο με την ξηρά, στη βάση του βουνού.

Οι Βενετοί επικέντρωσαν τη δραστηριότητά τους κυρίως στον ανατολι­κό περίβολο, όπου ανέπτυξαν, στις αρχές του 18ου αι., ένα κανονικό μέτω­πο με προμαχώνες. Η υπό σχεδίαση οχύρωση αποτελείτο από μια κεντρική cortina, στο μέσο της οποίας θα ανοιγόταν η μνημειακή κεντρική Πύλη της Ξηράς, και από δύο προμαχώνες (στα δύο άκρα της cortina): του San Antonio ή Grimani, προσκολλημένου στη βάση του Torrione του Castel Toro, και του San Marco ή Dolfin, στο ΒΑ άκρο πάνω στη θάλασσα, ενισχυόμενου και από το αποσπασμένο οχυρό του San Sebastiano ή Mocenigo, μέσα στη θάλασσα.

 

Η ενετική Πύλη του Ναυπλίου (η Πύλη της Ξηράς – εξωτερική όψη), τέλος 19ου αιώνα. Έργο του John Fulleylove (1845-1908), Άγγλου αρχιτέκτονα, ζωγράφου και εικονογράφου ταξιδιωτικών βιβλίων. British Museum.

 

Τελικά, στη ΒΑ γωνία κτίστηκε ο νέος προμαχώνας San Marco ή Dolfin, με έναρξη των εργασιών στα τέλη του 1702. Σχεδιαστής του ήταν ο μηχανι­κός Levasseur και κατασκευαστής ο μηχανικός Pietro de Lasalle. Παρά τις δυσκολίες του έργου, εξαιτίας κυρίως του αμμώδους εδάφους θεμελίωσης, το έργο περατώθηκε το 1704 χάρη και στην παρέμβαση του προνοητή του στό­λου Loredan.

Μετά τον προνοητή Dolfin, που προγραμμάτισε και άρχισε διάφορα συ­μπληρωματικά έργα στο ίδιο ανατολικό μέτωπο, μόνο ο διάδοχός του Fran­cesco Grimani προχώρησε σημαντικά τις εργασίες, ήδη από την άνοιξη του 1706, με αρκετές όμως διαφοροποιήσεις. Στις 31 Μαρτίου 1708 ο Grimani έγραφε ότι η παλιά Πύλη της Ξηράς, που ήταν εκτεθειμένη σε βολές από το Παλαμήδι, δεν καλυπτόταν αμυντικά από τους γειτονικούς προμαχώνες, γι’ αυτό σχεδίασε καινούργια πύλη, που θα ήταν πραγματικά προφυλαγμένη, ασφαλής, με ξύλινη γέφυρα και δύο ανασυρόμενα τμήματα. Από το 1706 ο Grimani δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει την ακαταλληλότητα που δημιουργούνταν στον προμαχώνα Dolfin (ΒΑ) εξαιτίας της προσάμμωσης, η οποία όχι μόνο μείωνε την ασφάλειά του, αλλά – ως γνωστόν – αποτελούσε το μείζον πρόβλημα της μη συστηματικής λειτουργίας του λιμανιού του Ναυπλίου.

Μετά από πολλές συζητήσεις και σχεδιασμούς αποφασίστηκε η κατα­σκευή ενός προμαχώνα «αποκομμένου» στη θάλασσα, προς τη Θαλασσινή Πύλη. Το σχέδιο αυτού του οχυρώματος, με την ονομασία «opera Moceniga» φέρει την υπογραφή του μηχανικού Lasalle.

Μια άλλη κύρια επέμβαση που πραγματοποιήθηκε το 1708, κατά την περί­οδο της διοίκησης του Grimani, ήταν ο επιβλητικός περίβολος που αγκάλιασε την ανατολική – ΒΑ γωνία του Castel Toro, προκειμένου να ανταποκριθεί και αυτή η πλευρά στις νέες τεχνικές της οχυρωματικής. Ο Grimani κατασκεύασε και δύο caponiere[3] στην τάφρο πάνω στον βράχο, στη βάση του βουνού του Παλαμηδιού, πριν αποφασιστεί η ανέγερση του φρουρίου σ’ αυτό.

Η τελευταία από τις βενετσιάνικες κατασκευές, στους χαμηλότερους βρά­χους του Ναυπλίου, ήταν η μνημειώδης πύλη στο βόρειο τείχος του Κάστρου των Ελλήνων, η οποία κατασκευάστηκε στα 1713 από τον γενικό προνοητή Agostino Sagredo για να συντομεύσει την επικοινωνία μεταξύ της πόλης και της ακρόπολης σ’ εκείνη την πλευρά.

Σ’ όλα τα έργα αυτής της περιόδου οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν τα πληρώ­ματα των πλοίων τους, όπως αναφέρει ο Kevin Andrews.[4] Πάνω στην Ακροναυπλία, τέλος, έγιναν μόνο εργασίες συντήρησης και ενίσχυσης του οπλι­σμού, και το ίδιο πρέπει να συνέβαινε και στο φρούριο Μπούρτζι.

Θα ακολουθήσει σύντομη περιγραφή ορισμένων σχεδιαγραμμάτων της περι­όδου της δεύτερης βενετοκρατίας, ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα της αμυ­ντικής κατάστασης του Ναυπλίου. Όλα έχουν ήδη δημοσιευθεί αναλυτικά από τη γράφουσα.

Αρχίζουμε την παρουσίαση με δύο σχέδια, τα οποία αναφέρονται στις προαναφερθείσες επεμβάσεις και είναι δημοσιευμένα με λεπτομέρεια στα Πρα­κτικά του Γ’ Συμποσίου Ιστορίας και Τέχνης (Μονεμβασιά 1990).[5] Χρονολο­γούνται στον 18ο αι., χωρίς ακριβή χρονολογία. Στο ένα σχέδιο (εικ. 1) παρα­τηρούμε το ανατολικό χερσαίο τείχος από το Castel Toro μέχρι τον ΒΑ μικρό στρογγυλό πύργο Contarina, την Ανατολική Πύλη και το τμήμα του βόρειου παραθαλάσσιου τείχους με τη Θαλασσινή Πύλη. Το κυριότερο στοιχείο του είναι ένα νέο οχυρό (Α) μέσα στην «τάφρο», έξω από την Ανατολική Πύλη, στο βραχώδες έδαφος, καθώς και το οχυρό (Β) για την κάλυψη της Πύλης της Θάλασσας, που θα παρατηρήσουμε στο επόμενο σχέδιο αναλυτικά. Στο δεύ­τερο σχέδιο (εικ. 2) παρουσιάζεται το οχυρό (Β), γνωστό ως προμαχώνας San Sebastiano ή Mocenigo. Ήταν ένα οχυρό που προστάτευε και ένα μέρος του λιμανιού, το μαντράκι του Ναυπλίου. Μέσα σε αυτό υπήρχαν θέσεις πυρο­βολαρχιών, καλυμμένο κανονιοστάσιο, μικρή αποθήκη πυρίτιδας και κτήριο στρατώνα, στο οποίο στεγαζόταν και μια αποθήκη ξυλείας με εξαρτήματα πλοιαρίων και επίσης το Φρουραρχείο.

 

Εικ. 1: Σχέδιο του τμήματος των τειχών της πόλης του Ναυπλίου προς την ξηρά και το Παλαμήδι (A.S.V, Provveditori da Terra e da Mar, ex. B. 79, dis. 37b).

 

Εικ. 2: Προοπτικό σχέδιο του οχυρού s. Sebastiano ή του Mocenigo στο βόρειο τείχος της πόλης του Ναυπλίου (A.S.V., Provveditori da Terra e da Mar, ex. B. 79, dis. 37).

 

Στη συνέχεια παρουσιάζουμε σύντομα ένα άλλο σχεδιάγραμμα της πόλης του Ναυπλίου και των οχυρώσεών της, κατά την πολιορκία από τις συμμαχι­κές δυνάμεις των Βενετών (31 Ιουλίου – 29 Αυγούστου 1686). Έχει δημοσιευθεί αναλυτικά, πέραν των απλών δημοσιεύσεών του σε διάφορα επιστημονικά άρθρα, στα Θησαυρίσματα το 2003, περιλαμβάνεται δε στον περίφημο Κώδι­κα Morosini για τον «Πόλεμο του Μοριά (1684-1697)», που βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας.[6]

Τη σύνταξη του σχεδιαγράμματος υπο­γράφει ο μηχανικός Giovanni Bassignani και έγινε κατ’ εντολή του Francesco Morosini, πριν από τον θάνατό του το 1694 (εικ. 3). Αρχίζοντας την περιγρα­φή από την ανατολική πλευρά (ο βορράς προς τα κάτω), βλέπουμε το βουνό Παλαμήδι, τις προσβάσεις από την ενδοχώρα, τις θέσεις των πυροβολαρχιών των Βενετών, το σύνολο των χερσαίων τειχών του Ναυπλίου (από την περί­οδο της πρώτης βενετοκρατίας), το Κάστρο των Ελλήνων, των Φράγκων και το Castel Toro. Έξω από το ανατολικό τείχος παρατηρούμε το έλος, δίπλα στον κολπίσκο που σχηματιζόταν με την εισχώρηση της θάλασσας προς τις υπώρειες του Παλαμηδιού, λειτουργώντας ως ένα είδος τάφρου. Στην κάτω πόλη το τζαμί είχε μετατραπεί σε αποθήκη πυρομαχικών, εικονίζεται ο Άγιος Δομήνικος και η εγκατάσταση (εκκλησία [;]) των Καρμελιτών, ακριβώς δίπλα και εσωτερικά του παραθαλάσσιου τείχους. Ειδικότερα, παρατηρούμε το Νο 13 του υπομνήματος με την επεξήγηση «επίπεδος ημιπρομαχώνας αποσπα­σμένος» (μέσα στην τάφρο) και το Νο 40 ως «Θαλασσινή Πύλη», με τον σχεδιασμό και χωρίς αρίθμηση του αποσπασμένου οχυρού San Sebastiano ή Mocenigo (Β) που περιγράψαμε προηγουμένως. Και τα δύο αναφέρονται στα υπομνήματα με πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, ως αμυντικά έργα και με χρώ­μα κίτρινο, δηλαδή κατασκευές «που έγιναν από τον ίδιο τον γενικό καπιτάνο». Επίσης, περιγράφει αναλυτικότατα και όλες τις προσθήκες στα αμυντικά έργα της Ακροναυπλίας, όλων των ιστορικών περιόδων.

 

Εικ. 3: Σχεδιάγραμμα της πόλης του Ναυπλίου, 1686 (B.M.V., It. Cl VII, 94 [10051], No 93).

 

Ακολουθεί συνοπτική περιγραφή τριών σχεδίων της συλλογής Grimani, η οποία βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αθήνα, που δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό της Europa Nostra, Bulletin (αρ. 59 [2005]).[7]

Σχέδιο ΧΧΙ (Kevin Andrews) (εικ. 4): σε χαρτί με πένα και ακουαρέλα. Υπο­γράφεται από τον μηχανικό Giovanni Bassignani. Η ακριβέστερη χρονολογία, σύμφωνα με τα εικονιζόμενα στοιχεία, συγκρινόμενα και με άλλα ντοκουμέ­ντα, είναι 1699-1701. Παρατηρούμε τις οχυρώσεις της Ακροναυπλίας, όλων των εποχών, τα χερσαία και θαλάσσια τείχη, τις πρώτες επεμβάσεις της δεύ­τερης βενετοκρατίας, όπως τα δύο οχυρά στην τάφρο (Α) και μπροστά και δίπλα στην Πύλη της Θάλασσας (Β), ενώ το φρούριο του Παλαμηδιού δεν εικονίζεται ακόμη.

 

Εικ. 4: Σχεδιάγραμμα της πόλης του Ναυπλίου, 1686 (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Συλλογή Grimani, Kevin Andrews, plate XXI).

 

Σχέδιο ΧΧΙΙ (Kevin Andrews) (εικ. 5): σε χαρτί, με πένα και ακουαρέ­λα. Δεν υπογράφεται ούτε έχει ακριβή χρονολογία γραμμένη πάνω σε αυτό. Υπάρχει σχετικό επεξηγηματικό υπόμνημα. Σε αυτό διακρίνουμε για πρώτη φορά τον νέο ΒΑ προμαχώνα (Dolfin) των χερσαίων τειχών, που αντικατέ­στησε το 1704 τον μικρό στρογγυλό πύργο Contarina, καθώς και τον προμα­χώνα Grimani που κατασκευάστηκε το 1706 κάτω από το Castel Toro, προς τη νότια βραχώδη ακτή, κάτω από το Παλαμήδι Επίσης, εικονίζεται το αποκομμένο οχυρό, μέσα στην τάφρο, έξω από την Πύλη της Ξηράς (Α), αμυ­ντικά έργα πέραν της ανατολικής τάφρου στην περιοχή του έλους καθώς και στην άνοδο προς το βουνό του Παλαμηδιού (προκαταρκτικά αμυντικά έργα σε περίπτωση ανόδου του εχθρού εκεί). Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι η επισήμανση του χώρου έξω από το θαλάσσιο τείχος από τον ΒΑ προμαχώνα Dolfin και προς τα δυτικά, πέραν της Θαλασσινής Πύλης, όπου αναγράφει το υπόμνημα τα εξής (σε μετάφραση): «Θεμέλια= ενίσχυση του υπεδάφους, για να συγκρατηθεί το έδαφος και να δημιουργηθεί πλατεία (= ελεύθερος, επί­πεδος χώρος), όπου μπορούν να κατασκευαστούν αποθήκες ή να καλυφθεί η όποια άλλη ανάγκη». Επίσης, σημειώνονται πάνω στο σχέδιο οι ενδείξεις για τον υποθαλάσσιο μώλο που περιέβαλλε το Μπούρτζι, και για τη δημιουργία νέου λιμανιού (μαντράκι) κάτω από τις ΒΑ υπώρειες της Ακροναυπλίας με την κατασκευή νέου μώλου.

 

Εικ. 5: Σχεδιάγραμμα της πόλης του Ναυπλίου, 1700 περ. (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Συλλογή Grimani, Kevin Andrews, plate XXIΙ).

 

Σχέδιο ΧΧΙΙΙ (Kevin Andrews) (εικ. 6): σε χαρτί, με πένα και ακουαρέλα. Υπογράφεται από τον Bartolomeo Carmoy Colle, ο οποίος παρουσιάζει εξω­τερικά οχυρά ήδη κατασκευασμένα, καθώς και εκείνα που επρόκειτο να κα­τασκευαστούν. Η πόλη του Ναυπλίου εικονίζεται με τις γνωστές οχυρώσεις της στην Ακροναυπλία και στην πόλη, στη βόρεια ακτή και στην ανατολική πλευρά, με την κύρια χερσαία πρόσβασή της κάτω από το Παλαμήδι. Μέσα στην πόλη εικονίζονται: το τζαμί που έγινε η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου (Β), η εκκλησία της Παναγίας των Καρμελιτών – Madonna de Carmine C, μια σειρά από palazzi αξιωματούχων, του capitan general (D), του provveditore del Regno (E), του rettore (F), του provveditore (G). Ενδιαφέρον έχει η επι­σήμανση των νέων στρατώνων εσωτερικά και δίπλα στο ανατολικό τείχος, κοντά στην Πύλη της Ξηράς. Επίσης, έξω από τα τείχη της πόλης, προς την ενδοχώρα, παρουσιάζονται πολλά εξωτερικά αμυντικά έργα που περιγράφο­νται με αρκετή ακρίβεια. Τέλος, στο βουνό του Παλαμηδιού προτείνεται η κατασκευή ενός οχυρού συνόλου, αποτελούμενου από μεμονωμένους πύρ­γους που συνδέονταν με τείχος. Ασφαλώς πρόκειται για πρόταση που όμως δεν υλοποιήθηκε.

 

Εικ. 6: Σχεδιάγραμμα της πόλης του Ναυπλίου, 1699-1701 (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Συλλογή Grimani, Kevin Andrews, plate XXIII).

 

Τέλος, παρουσιάζουμε τα δύο νέα σχέδια, αδημοσίευτα από όσο γνωρίζω, προ­ερχόμενα από το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας. Βρίσκονται στη σειρά των Provveditori da Terra e da Mar.[8]

Σχέδιο 1 (εικ. 7 και 8): υπογράφεται από κάποιον Maconcin και έχει χρονο­λογία 1715, όταν γενικός προνοητής ήταν ο Alessandro Bon. Ειδικότερα, εί­ναι συνημμένο στο έγγραφο Νο 16, με χρονολογία 20 Ιουνίου 1715. Το σχέ­διο είναι με πένα και ακουαρέλα. Έχει τίτλο «Napoli di Romania. Porzione della Fortezza ossia il baluardo detto Mocenigo con la pianta degli edifici del molo Sovrapposizione pieghevole con la pianta delle strutture da eseguirsi nel settore del molo» [= Ναύπλιο. Τμήμα της οχύρωσης ή του προμαχώνα ονομα­ζόμενου Μοτσενίγκο, με την κάτοψη (σχέδιο) των κτηρίων του μώλου και με επανατοποθέτηση τμήματος χαρτιού πάνω από το σχέδιο με τις κατασκευές που πρέπει να γίνουν στον τομέα του μώλου]. Βλ. και εικ. 9 και 10. Υπάρχει υπόμνημα γραμμένο πάνω στο σχέδιο, ενώ συνδέεται και με σχετικά έγγραφα της ίδιας περιόδου (Ιούνιος 1715), τα οποία πρέπει να διερευνηθούν περαιτέ­ρω. Είναι προτάσεις για την ενίσχυση των οχυρώσεων της πόλης, προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπίσουν το προηγμένο οθωμανικό πυροβολικό, σε περίπτωση επίθεσης. Οι προτάσεις ήταν του cavalier de Silva και είχαν εγκριθεί από την ολομέλεια του Πολεμικού Συμβουλίου.

 

Εικ. 7: Σχεδιάγραμμα του παράλιου τείχους του Ναυπλίου και του αποσπασμένου οχυρού Mocenigo, με την υπάρχουσα τότε κατάσταση (Βενετία, Archivio di Stato, Provveditori da Terra e da Mar, F: 857, disegno 1, collocazione fotographica 14111, foto 361-362).

 

Εικ. 8: Υπομνηματισμός του σχεδιαγράμματος εικ. 7.

 

Η αναλυτική περιγραφή με βάση το υπόμνημά του είναι η ακόλουθη:

Με κόκκινο χρώμα σημειώνεται η κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκεί­νο το τμήμα της οχύρωσης. Διακρίνουμε το αποσπασμένο οχυρό Mocenigo (Β.Α.), με τον μώλο (Β.Β.), ένα σύνολο κατοικιών πάνω στον μώλο (D.D.), τον μικρό κυκλικό πύργο της Πύλης (εννοεί της Θαλασσινής) (Ε), μια falsabraga ή falsabraca (είδος προτειχίσματος, δηλαδή ένα ανάχωμα στη βάση των τειχών για τη διέλευση των περιπόλων και την αμυντική κάλυψη, εξωτερικά, της βάσης ενός οχυρού περιβόλου), η οποία βρίσκεται μπροστά στα τείχη της οχυρωμένης πόλης (F). Επίσης, διακρίνονται ένας «ημιπρομαχώνας» μπροστά στο παλάτσο (G) και ο στρογγυλός πύργος (κοντά) στους Πατέρες των Καρμελιτών (Η).

Με κίτρινο χρώμα σημειώνεται το χαμηλό οχυρό, σχεδόν τελειωμένο, με υπεύθυνο τον ίδιο ιππότη de Silva: (ειδικά) το «φάλσο οχυρό» (W) με επάλ­ξεις, από τις οποίες οι βολές είναι παράλληλες με το μέτωπο του οχυρού Mo- cenigo, στοχεύοντας πλευρικά τις «εργασίες» (τα έργα), που μπορεί να γίνουν από τους εχθρούς σε περίπτωση επίθεσης.

Με πράσινο χρώμα σημειώνονται οι εργασίες που θα γίνουν με επίχωση, αποτελούμενη από χώμα, δέματα από άχυρα, χόρτα και πασσάλους, δημιουργώ­ντας επίπεδες επιφάνειες στον μώλο. Ειδικότερα στο σχέδιο υπομνηματίζονται:

(X.X.) «Καλυμμένη οδός», με «μπανκέτα» (πεζούλι, πασσάλωση) και «σπάλ- το» (αντέρεισμα εξωτερικά).

(Y.Y.) Πεδίο ασκήσεων, παράταξης στρατού, που περνά ξυστά στο μέτω­πο του αποσπασμένου οχυρού Mocenigo.

(Z.Z.) «Τραβέρσες» (πρόχειρο ανάχωμα ή χωμάτινο παραπέτο, με κατεύ­θυνση εγκάρσια ως προς τα εχθρικά πυρά. Κατασκευαζόταν για την ενίσχυση των μειονεκτικών θέσεων και την κάλυψη των αμυνομένων, σε διάφορα οχυ­ρώματα της τάφρου ή επάνω στις επιχωματώσεις τμημάτων του περιβόλου, που ήταν εκτεθειμένα σε εξωτερικά υψώματα – traversa di trincea, ritirata).

(R.R.) (semplice) Tenaglia, tanaglia, forbice. Απλή «τανάλια» ή «ψαλί- δα» (χαμηλό προτείχισμα σε σχήμα ανοικτής «ψαλίδας», μπροστά σε «κορ- τίνα»-τείχος, για χαμηλά πυρά πάνω από την τάφρο. Υπήρχε απλή και διπλή «ψαλίδα». Συνήθως οι πλευρές της ακολουθούσαν την κατεύθυνση των γραμ­μών άμυνας).

(&.&.) Τμήμα (τείχους) που δέχεται τις βολές που προορίζονταν για το οχυ­ρό Mocenigo, το οποίο έπρεπε να επιχωματωθεί.

(ο.) Άλλο τμήμα (τείχους) για τις βολές «ραντέντε» (επίπεδες) του ίδιου οχυρού Mocenigo.

(y.) Άλλο τμήμα (τείχους) που εκτείνεται (διασταυρώνεται;) με το μέτωπο που είναι στραμμένο προς το «μπόργκο».

(Z.) Alvise Maconcin, a. D.o (το όνομα του υπεύθυνου αξιωματούχου).

Τέλος, αναγράφεται η γραμμική κλίμακα του σχεδίου που είναι σε βενε­τικά «βήματα», no 90.

Σχέδιο 1Α: το αναφερόμενο ως δεύτερο σχέδιο είναι το προηγούμενο, του ίδιου σχεδιαστή αξιωματούχου, στο οποίο επικολλάται χωριστό χαρτί με την πρόταση αναμόρφωσης των κατασκευών στην ίδια περιοχή. Είναι οι κατα­σκευές με το πράσινο χρώμα, όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Στην καταχώ­ριση του φωτογραφικού αρχείου στην ίδια σειρά, αναγράφεται ως 1Α (εικ. 9 και 10).

 

Εικ. 9: Παραλλαγή του σχεδιαγράμματος εικ. 7, με τις προτεινόμενες κατασκευές.

 

Εικ. 10: Υπομνηματισμός του σχεδιαγράμματος εικ. 9.

 

Η Βενετία και πάλι εκπλήσσει με τη γραφειοκρατική της τυπολατρία επι­τρέποντας πάντα στους μισθοφόρους επιτελείς της να προγραμματίζουν και να σχεδιάζουν την καλύτερη άμυνα των κτήσεών της, ακόμη και αν γνώριζαν πολύ καλά ότι ο εχθρός ήταν προ των πυλών.

Σχέδιο 2 (εικ. 11 και 12): το δεύτερο, αδημοσίευτο, σχέδιο βρίσκεται στην ίδια σειρά με το προηγούμενο, έχει την υπογραφή του μηχανικού de Lassale και χρονολογία 1715, όταν γενικός προνοητής του στρατού του Βασιλείου ήταν ο Alessandro Bon. Είναι σχεδιασμένο σε χαρτί με πένα και ακουαρέλα, και βρί­σκεται συνημμένο στο έγγραφο της ίδιας σειράς, No 16 της 20ής Ιουνίου 1715. [9]

Από το υπόμνημα που είναι γραμμένο επάνω, προκύπτει ότι πρόκειται για σχέδιο του μώλου του Ναυπλίου, με πρόταση για κατασκευή διάφορων χαρα­κωμάτων και ορυγμάτων, μετά από επίχωση με χόρτα και κλαδιά. Προτάθηκε από τον μηχανικό Lassale, με σκοπό να καλύψει το ασθενές, παράλιο τείχος της πόλης και ταυτόχρονα για να ενισχύσει την άμυνα του αποσπασμένου οχυρού Mocenigo. Οι κατασκευές αυτές αποδίδονται με κίτρινο χρώμα.

 

Εικ. 11: Σχεδιάγραμμα του παράλιου τείχους του Ναυπλίου και του αποσπασμένου οχυρού Mocenigo, με διαφορετικές προτάσεις βελτίωσης της αμυντικής κατάστασης (Βενετία, Archivio di Stato, Provveditori da Terra e da Mar, F: 857, Disegno 2, collocazione fotografica 14112, foto 363).

 

Εικ. 12: Υπομνηματισμός του σχεδιαγράμματος εικ. 11.

 

Ειδικότερα αναγράφονται τα ακόλουθα:

  • «Πλευρό» του «αποσπασμένου» οχυρού-προμαχώνα.
  • Μεγάλο όρυγμα, που προτάθηκε να κατασκευαστεί από χώμα, κλα­διά με χόρτα και επίχωση· έπρεπε μάλιστα να υψωθεί κατά 12 πόδια.
  • «Πλευρό» για την άμυνα του μώλου σε εκείνη τη θέση.
  • «Πλευρό» που χρειαζόταν (;) να κατασκευαστεί για βοήθεια (υπο­στήριξη) του οχυρού στη θέση της Αγίας Τερέζας.
  • Χώρος μεταξύ της οχύρωσης του μώλου για την άνεση του στόλου και άλλων – σωμάτων (;).
  • Δημόσιες αποθήκες πυρομαχικών, χωρίς να εμποδίζουν την οχύρωση.
  • Falsabraga(είδος προτειχίσματος για την άμυνα στον πυθμένα της τάφρου).

Πάνω στο σχέδιο αναγράφονται και οι ενδείξεις «μώλος» και «αποσπα­σμένος προμαχώνας». Τέλος, αναγράφεται η γραμμική κλίμακα του σχεδίου, που είναι σε βενετικά «βήματα», no 50.

Τελευταίο στην αναφορά μας αφήσαμε το φρούριο του Παλαμηδιού. Η επι­βλητική του παρουσία πάνω από την Ακροναυπλία και από ολόκληρη την πόλη του Ναυπλίου, αποτελούσε μια συνεχή απειλή γι’ αυτήν, το κυριότερό του ίσως μειονέκτημα, όπως αναφέρουν οι Βενετοί αξιωματούχοι.

Παρόλο που αρχικά το έργο της κατασκευής ενός ολόκληρου οχυρού στο βουνό του Παλαμηδιού θεωρήθηκε πολύ δύσκολο και οικονομικά ασύμφο­ρο, τελικά, ύστερα από ποικίλες προτάσεις, αποφασίστηκε να γίνει. Ο πρώ­τος που πίστεψε στη σημασία και την αναγκαιότητά του ήταν ο προνοητής Agostino Sagredo, ο οποίος ανέθεσε τον σχεδιασμό του στους μηχανικούς Giaxich και Lasalle.

Είναι πράγματι θαυμαστό πώς μέσα σε τρία χρόνια (1711-1714) ένα τέ­τοιο αμυντικό έργο ολοκληρώθηκε και είναι ιδιαιτέρως σημαντικό γιατί είναι το μοναδικό αυτής της περιόδου σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μπορεί να θε­ωρηθεί ότι το Παλαμήδι ήταν η τελευταία κυριότερη αρχιτεκτονική κατα­σκευαστική δραστηριότητα στον τομέα των δημοσίων έργων, και βέβαια των οχυρώσεων της Βενετίας στον ελλαδικό χώρο. Η βασική ιδέα της οργάνωσής του ήταν η κατασκευή μεμονωμένων οχυρωμάτων που θα ακολουθούσαν τις βασικές αρχές της εποχής στο σύστημα κατασκευής προμαχώνων, οχυρών που μπορούσαν να λειτουργήσουν και ανεξάρτητα, αυτοτελώς τοποθετημένα στα κρίσιμα σημεία του ορεινού αναγλύφου του βουνού, έτσι ώστε το πυρο­βολικό, με το οποίο θα ήταν εφοδιασμένο κάθε ένα, να κάλυπτε τα διπλανά οχυρά-προμαχώνες. Ολόκληρο αυτό το αμυντικό σύνολο περιέβαλλε οχυρός περίβολος, με την κύρια πύλη προς την πλευρά της ενδοχώρας και μια δευτερεύουσα προς την πλευρά της πόλης του Ναυπλίου.

Ένα μόλις χρόνο μετά την αποπεράτωση των εργασιών, το Παλαμήδι, η Ακροναυπλία, η Κάτω Πόλη και το Μπούρτζι καταλήφθηκαν από τους Οθω­μανούς, μετά από εννέα μέρες σκληρού αγώνα. Ουσιαστικά μαζί με το Ναύ­πλιο κατακτήθηκε ολόκληρη η Πελοπόννησος και χάθηκε για τη Βενετία το Βασίλειο του Μοριά. Η ειρήνη του Πασάροβιτς, το 1718, υπογράφθηκε από την Αυστρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κλείνοντας με τρόπο πο­λύ οδυνηρό για τη Βενετία την τελευταία περίοδο του μακροχρόνιου αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Σε αυτόν τον αγώνα, παρά τα λάθη της, η Βενετία κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τον φοβερό εχθρό, τον οποίο, έστω και αν δεν μπό­ρεσε να κατατροπώσει, τον κατέστησε εξαντλημένο και κουρασμένο.

Παρ’ όλα αυτά, μέχρι την τελευταία στιγμή η συστηματικότητα με την οποία ήταν οργανωμένη η διοίκηση της μητρόπολης, ιδίως στον στρατιωτικό τομέα, αποδεικνύει ότι η Γαληνοτάτη υπήρξε μια μεγάλη δύναμη που άφη­σε ανεξίτηλα τα σημάδια της στην ελληνική γη. Τα βενετσιάνικα φρούρια των παράκτιων περιοχών της Πελοποννήσου, και όχι μόνο, με τον όγκο τους και την επιβλητικότητά τους είναι οι μάρτυρες αυτής της παρουσίας, μνημεία συνδεδεμένα άρρηκτα με την ιστορία του τόπου.[10]

Καταλήγοντας, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι τα οχυρωματικά έργα των Βενετών της τελευταίας περιόδου της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα, από τον 16ο αι. έως και τις αρχές του 18ου, έχουν μια αμείλικτη μεγαλοπρέπεια. Τα ισχυρά τείχη του Ηρακλείου της Κρήτης, τα φρούρια της Κέρκυρας και τα δυνατά τείχη του Παλαμηδιού και της Κάτω Πόλης του Ναυπλίου, για ν’ ανα­φέρουμε τα πλέον σημαντικά, είναι από τα σπουδαιότερα μνημεία που διατη­ρούνται στον ελληνικό χώρο.

 

IOANNA STERIOTOU

THE FORTIFICATIONS OF NAFPLIO: A TIMELESS GUIDE FOR THE DEVELOPMENT OF BASTION SYSTEM (15th-18th C.)

 

The Venetians began to organize the defense of the city of Nafplio since 1470, with the construction of several fortifications: the fort Bourtzi on the rocky island at the entrance to the gulf; the Castel del Toro, that was a third fortified enclosure at the eastern end of the hill of Akronafplia, in extension of the me­dieval fortifications; and the walls of the city, as it was developed towards the port, completed in the early 16th century.

During the period of the second Venetian rule, Nafplio played a leading role, as defined capital of the “Kingdom of Morea”. In Nafplio, the Venetians developed the greatest building activity in the field of public works, construct­ing new fortifications, until the second decade of the 18th century. The main concern was the defensive zone coverage in the land (isthmus) that connected the mainland to the peninsula, where the town developed beneath the moun­tain of Palamidi. Those works were completed in 1704.

The highlight though this activity is the fortress Palamidi at the top of the homonymous mountain that dominates over the town of Nafplio. It is indeed significant that within three years (1711-1714) a similar defensive work was completed and it is important, because it is a unique fortification, ex-novo constructed that time across Greece. The basic idea of its organization was the construction of individual strongholds (bastions), which would follow the ba­sic principles of bastion system, meanwhile they could function independent­ly, autonomously, placed at critical points of the rocky terrain of the mountain; so the artillery with which would be provided each bastion, could cover the adjacent ones.

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1]   Ι. Στεριώτου, «Συμπληρωματικά αμυντικά έργα στις οχυρώσεις της Πελοποννήσου (1684-1715). Δύο σχέδια του τείχους της πόλης του Ναυπλίου (18ος αι.) από το αρχείο της Βενετίας», Γ’ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης (Μονεμβασιά, 20-22 Ιουλίου 1990), Αθήνα 1998, σ. 135-154. Της ίδιας, «Βενετοί και δημόσια έργα στον ελλαδικό χώρο», Όψεις της Ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού – Αρχειακά τεκμήρια, Ίδρυμα Ελληνικού Πο­λιτισμού, Αθήνα 1993, σ. 489-518. Της ίδιας, Τα βενετικά τείχη του Χάνδακα (τον 16ο και τον 17ο αιώνα). Το ιστορικό της κατασκευής τους σύμφωνα με βενετικές αρχειακές πηγές, «Βικελαία Βιβλιοθήκη» Δήμου Ηρακλείου, Ηράκλειον 1998. Δ. Αθανασούλης, «Η Ενε­τοκρατία στα Ιόνια, τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Η νέα οχυρωματική τεχνο­λογία και η εφαρμογή της στα ενετικά κάστρα του ελλαδικού χώρου», “Ενετοί και Ιωα- ννίτες Ιππότες, Δίκτυο Οχυρωματικής Αρχιτεκτονικής”, Πειραματική Ενέργεια Αrchi-Μed, Αθήνα 2001, σ. 35-46. Ι. Στεριώτου, «Ο πόλεμος του Μοριά (1684-1697) και ο Κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας», Θησαυρίσματα 33 (2003), σ. 241-283. I. Ste- riotou, «The Palamida fortress in Nauplia in the Peloponnese: a unique fortification of the XVIII century in Greece», Europa Nostra – Bulletin 59 (2005), σ. 69-78. Της ίδιας, «The bastioned fortresses in Greek territories under the influence of Vauban», Europa Nostra – Bulletin 62 (2008), σ. 81-90.

[2] O Filippo Besseti di Verneda ήταν στρατιωτικός μηχανικός και γενικός επιθεωρη­τής οχυρώσεων και πυροβολικού στη μακρόχρονη πολιορκία του Χάνδακα στην Κρήτη (17ος αι.), πάντα στην υπηρεσία της Βενετίας.

[3] Η capponiera ήταν ένας καλυμμένος διάδρομος (πέρασμα), συνήθως πασσαλόφρακτος, στον πυθμένα της τάφρου, για την επικοινωνία των αμυνομένων με τα εξωτερικά οχυρά και τη διασφάλιση χαμηλών πυρών.

[4]  Kevin Andrews, The Castles of Morea, Πρίνστον 1953, σ. 90-105.

[5] Στεριώτου, «Συμπληρωματικά αμυντικά έργα», ό.π. Απλά τα παρουσιάζουμε για να γίνει κατανοητή η συνέχεια των οχυρωματικών έργων των Βενετών εκείνη την περίοδο.

[6]  Στεριώτου, «Ο πόλεμος του Μοριά», ό.π.

[7]  Steriotou, «The Palamida fortress», ό.π. Andrews, The Castles of Morea, ό.π.

[8] Archivio di Stato di Venezia, Provveditori da Terra e da Mar, F: 857, disegno 1 (collocazione fotographica 14111, foto 361-362). Διαστάσεις σχεδίου: 585×217 mm.

[9] Archivio di Stato di Venezia, Provveditori da Terra e da Mar, F: 857, disegno 2, collocazione fotografica 14112, foto 363. Διαστάσεις σχεδίου: 436×293 mm.

[10]  Μια πλήρης και συστηματική έρευνα όλων των σχεδίων και των σχετικών με τις οχυρώσεις γραπτών αναφορών που βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, με τη μεθοδολογία που ήδη περιγράψαμε, θα τεκμηριώσει απόλυτα τα όσα προαναφέραμε και είναι γνωστό ότι παρόμοια τεκμήρια υπάρχουν πολλά για όλα τα κάστρα του Μοριά.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα στοιχεία από το Αρχείο της Βενετίας, που αναφέρθηκαν στην παρουσίαση αυτή, ερευνήθηκαν από τη γράφουσα σε διαφορετι­κές περιόδους, κατά τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, που σημαίνει πολύς χρόνος και φυσικά έξοδα. Αν εκείνες τις περιόδους υπήρχε οργανωμένη, όπως τα τελευταία χρό­νια, η βάση δεδομένων του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (Π.Ι.Ο.Π.), οι δυνατότητες θα ήταν διαφορετικές. Το υλικό αυτής της βάσης είναι η καταχώριση όλων των σχεδιαστικών τεκμηρίων όλων των Αρχείων της Βενετίας και αφορούν όλα τα τεχνικά έργα που κατασκεύασαν οι Βενετοί στις κτήσεις τους στην Ελλάδα, σε όλες τις περιόδους της βενετοκρατίας, σε διάφορες φάσεις. Αυτή η τόσο σημαντική έρευνα έγινε μετά από πρωτοβουλία της καθηγήτριας και ακαδημαϊκού κυρίας Χρύσας Μαλτέζου, όταν ήταν διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, σε συνεργασία με το Π.Ι.Ο.Π. Έτσι, κάθε ερευνητής που θέλει να ασχοληθεί με ανάλογα θέματα, μπορεί να κερδίσει πολύτιμο χρόνο και χρήμα, προετοιμάζοντας στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος του υλικού της έρευνάς του, πριν την ολοκληρώσει στα ίδια τα Αρχεία της Βενετίας.

 

Ιωάννα Στεριώτου

Δρ. Αρχιτέκτων, Επιτ. Έφορος Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟΑ

«Της Βενετιάς τ’ Ανάπλι – 300 χρόνια από το τέλος μιας εποχής 1715-2015». Επιστημονικό Συμπόσιο 9 -11 Οκτωβρίου 2015 Πρακτικά. Ναυπλιακά Ανάλεκτα ΙΧ (2017).

 

Διαβάστε ακόμη:

 

 

Read Full Post »

Συγκρούσεις στην πεδιάδα του Άργους μεταξύ Βενετών και Οθωμανών κατά την εκστρατεία του Francesco Morosini στην Πελοπόννησο (τέλη 17ου αιώνα)


 

Ο 17ος αιώνας για τον ελλαδικό χώρο ήταν γεμάτος πολέμους, κυρίως από τα μέσα του έως και το κλείσιμό του, με «θέατρο» των πολεμικών επιχειρήσεων τις νησιωτικές περιοχές του Ιονίου, του Αιγαίου πελά­γους, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τις παράκτιες ζώνες από τον Αμβρακικό κόλπο, την Αιτωλοακαρνανία, την Αττική έως και την Εύ­βοια. Ήταν επιχειρήσεις κατά τις οποίες αντιπαρατέθηκαν οι δυνάμεις, κυρίως ναυτικές αλλά και χερσαίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μια πλευρά και της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας από την άλλη, υποστηριζόμενες (οι τελευταίες) κατά περίπτωση από διάφορες δυνάμεις της Δύσης (ευρωπαϊκές). Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στο ιστορικό πλαίσιο και τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν κατά τον «πόλεμο του Μοριά», ονομασία που πήρε η στρατιωτική εκείνη επιχείρηση των Βενετών. Θα περιοριστώ μόνο στην αναφορά ορισμένων σχεδιαγραμ­μάτων από τα βενετικά αρχεία, τα οποία αφορούν εκείνη ακριβώς την περίοδο και την περιοχή του Άργους.

Στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας υπάρχει στη σειρά των ιτα­λικών χειρογράφων, ο κώδικας με την αρχειακή ένδειξη Mss It. Cl. VII, 94 (10051) και τον τίτλο Carte topografiche e piante di citta e fortezze per la Guerra di Morea (1684-1697). Ο συγκεκριμένος κώδικας έχει αναφερθεί συ­χνά σε διάφορες μελέτες, στις οποίες εξετάζονται είτε πολεμικά γεγονότα της ίδιας περιόδου, του πολέμου του Μοριά, είτε τομείς της ιστορίας των περιοχών που αναφέρονται στον κώδικα και είχαν αποτελέσει τον χώρο δράσης των αντιμαχόμενων πλευρών. [1]

Στο No 54 του κώδικα υπάρχει σχέδιο, διαστάσεων 36χ50 εκατ., με πένα (εικ. 1). Ο ακριβής τίτλος είναι: «Περιγραφή και η διάταξη της μάχης, η οποία έγινε στην πεδιάδα του Άργους μεταξύ του στρατεύματος που διοικούσε ο στρατηγός μαρκήσιος Königsmark και του σερασκέρη του Μοριά, στις 6 Αυ­γούστου 1686»/ Descrittione, et L᾽ordine della Battaglia Fatta Nella Pianura Dargos Fra l᾽Armata Veneta Comandata dal S.E. il G(e)n(era)le Co: Mar(e)s(a)le Di Coinismarch e il Seraschier della Morea, seg(na)ta li 6 Agosto 1686.

 

Εικ. 1. Η διάταξη της μάχης στην πεδιάδα του Άργους, μεταξύ των δυνάμεων Βενετών και Οθωμανών, 6 Αυγούστου 1686 (BMV.- Mss It. Cl VII, 94 [10051], No 54).

Εικ. 1. Η διάταξη της μάχης στην πεδιάδα του Άργους, μεταξύ των δυνάμεων Βενετών και Οθωμανών, 6 Αυγούστου 1686 (BMV.- Mss It. Cl VII, 94 [10051], No 54).

Αφορά επιτελικό σχεδιάγραμμα, στο οποίο εικονίζεται η διάταξη των στρατευμάτων των Βενετών και των συμμάχων τους στην πεδιάδα του Άργους, κατά τη σύγκρουσή τους με τους Οθωμανούς. Εκτός από τον τίτλο που προαναφέρθηκε και είναι γραμμένος στην κάτω πλευρά του πίνακα, δεν υπάρχει καμιά άλλη ένδειξη ή υπόμνημα, πάνω στο σχέδιο.

Αξίζει όμως να αναφέρουμε ότι, εκτός των παρατάξεων των στρα­τευμάτων των αντιμαχόμενων πλευρών, εικονίζονται διάσπαρτα στην εξοχή και πέντε οικιστικά σύνολα. Είναι συμβολικά σχεδιασμένα, απο­τελούμενα από μεμονωμένα κτίσματα, κάπου δε εικονίζεται δίπλα σε κτίσμα κάποια πυργοειδής κατασκευή (εκκλησία με καμπαναριό;). Τα τέσσερα από αυτά περιβάλλονται από απλό περίβολο με ένα άνοιγμα. Ίσως ήταν κάποια μετόχια ή messarie, του τύπου του ιταλικού νότου, δηλαδή συγκροτήματα γαιοκτημόνων για την εκμετάλλευση των γύρω καλλιεργειών και τον έλεγχο της παραγωγής. Ίσως να απεικονίζουν και απλές οικιστικές μονάδες, συμβολικά σχεδιασμένες. Δυστυχώς όμως μόνο με τα στοιχεία του ίδιου του σχεδιαγράμματος, χωρίς υπόμνημα ή και συσχετισμό με άλλα σχετικά έγγραφα, δεν μπορούμε να κάνουμε την οποιαδήποτε τεκμηριωμένη ανάλυση.

Στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, στη σειρά των Χαρτών, επισημάνα­με σχεδιάγραμμα, το οποίο είναι εξαιρετικά όμοιο με το περιγραφόμενο από τον κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, με δύο οικιστικά σύνολα (μετόχια;) να εικονίζονται στην ευρύτερη περιοχή, όπου διαδραματίζο­νταν τα γεγονότα μεταξύ των δύο πλευρών. Απαιτείται όμως λεπτομε­ρέστερη μελέτη των ενδείξεων που αναγράφονται στο ίδιο το σχέδιο.[2]

Στο No 55 του κώδικα υπάρχει σχέδιο, διαστάσεων 35χ26 εκατ., με πένα και ακουαρέλα (εικ. 2). Ο ακριβής τίτλος είναι: «Διάταξη μάχης που δόθηκε στην εξοχή (περιοχή) του Άργους, κοντά στη Μανάρα του Βάσιμου του Μοριά, στις 10 Ιουνίου του 1695, κατά του Ιμπραήμ Πασά του σερασκέρη» / Ordine di battaglia data nella Campagna d᾽Argos presso la Manara nel Regno della Morea li 10 giugno 1695 a Ibraim Pascia Seraschiere.

 

Εικ. 2. Η διάταξη της μάχης στην περιοχή της Άργους (κοντά στη Μανάρα), μεταξύ των δυνάμεων Βενετών και Οθωμανών, 10 Ιουνίου 1695 (BMV.- Mss It. Cl VII, 94 [10051], No 55).

Εικ. 2. Η διάταξη της μάχης στην περιοχή της Άργους (κοντά στη Μανάρα), μεταξύ των δυνάμεων Βενετών και Οθωμανών, 10 Ιουνίου 1695 (BMV.- Mss It. Cl VII, 94 [10051], No 55).

 

Και αυτό το σχέδιο είναι επιτελικό με τη διάταξη των αντιπάλων δυνάμεων, όπως περιγράφονται στον τίτλο. Όλες οι ενδείξεις που επε­ξηγούν το σχεδιάγραμμα είναι γραμμένες πάνω στο ίδιο το σχέδιο και έχουν ως εξής: Στην άνω πλευρά του πίνακα εκτός από τον τίτλο, όπως ήδη αναφέρθηκε, αναγράφεται (A)[3]: S.E. Baron di Stenau Generale di Sbarco (στρατηγός της απόβασης) *S.E. Generale dell᾽Armi in Regno Ag(ostin)o Sagredo (στρατηγός του στρατού).

Η απεικόνιση της διάταξης των σωμάτων του στρατού και του ιππι­κού, με ορθογώνια σχήματα, συμπληρώνεται με την αναγραφή, δίπλα στο καθένα, της ονομασίας προέλευσης του κάθε σώματος. Κάτω αρι­στερά, επεξηγείται και η διαφοροποίηση της γραφικής αυτής απεικόνι­σης, ως εξής: (Β) Awertimento / Παρατήρηση, Tutte le figure segnate con la Bandiera inalborata sono Battaglioni di Fanteria / Όλα τα σχήματα (που είναι) σχεδιασμένα με τη σημαία υψωμένη είναι τάγματα πεζικού, he figure die sono segnate col Guidon come questo sono Squadron di Cavalleria / Τα σχήματα που είναι σχεδιασμένα με τριγωνική σημαία, όπως αυτό, είναι ίλη ιππικού.

Από τα ονόματα των αξιωματούχων, που αναγράφονται γύρω από τη διάταξη, αναφέρουμε μόνον των ανωτέρων και είναι οι ακόλουθοι: επάνω αριστερά αναγράφεται: Sarg(ente) General Castelli (Γ) και δεξιότερα: Sarg(ente) General Lanoia (Δ). Παρακάτω, αριστερά, αναγράφεται Brigad(ier) Vollo (Ε) και δεξιότερα: Bngad(ier) Magnanin (Ζ). Στο κέντρο της όλης δι­άταξης αναγράφεται: Brigadier Gicha (Η). Κάτω από τη διάταξη, αριστερά, αναγράφεται: Brigadier Monso (Θ) και δεξιότερα: Brigadier Furietti (I).[4]

Στο No 56 του κώδικα υπάρχει σχέδιο, διαστάσεων 36χ50 εκατ., με πένα (εικ. 3). Ο ακριβής τίτλος, γραμμένος στον κατάλογο του κώδι­κα (indice), είναι «Μάχη στην πεδιάδα του Άργους» / Battaglia nella pianura d’Argos.

 

Εικ. 3. Μάχη στην πεδιάδα του Άργους (;) (BMV.- Mss It. Cl VII, 94 [10051], No 56).

Εικ. 3. Μάχη στην πεδιάδα του Άργους (;) (BMV.- Mss It. Cl VII, 94 [10051], No 56).

 

Είναι και αυτό το σχέδιο επιτελικό, με τη διάταξη μάχης, αλλά πα­ριστάνεται ταυτόχρονα και το ανάγλυφο του εδάφους. Είναι το πλέον περιγραφικό της σειράς των σχεδιαγραμμάτων αυτού του Κώδικα, που αναφέρονται στα πολεμικά γεγονότα μεταξύ Βενετών και Οθωμανών στην περιοχή του Άργους, ονομασία όμως που δεν αναγράφεται πάνω στο ίδιο το σχέδιο. Παρουσιάζεται μια επίπεδη περιοχή (πεδιάδα) με όλη τη μορφολογία του εδάφους, ποτάμια και συστάδες πολλών δένδρων (ελαιόδενδρα ή άλλες δενδροκαλλιέργειες;). Στο κεντρικό και επάνω σημείο του πίνακα εκτός από τα σώματα στρατού, συμβολικά σχεδια­σμένα, εικονίζονται πολεμικές σκηνές με το μισοφέγγαρο στην κορυφή, δηλώνοντας την πλευρά των Οθωμανών (Α).[5] Δίπλα σε αυτό το σύνολο εικονίζεται ένας απλός οχυρός περίβολος με ένα εσωτερικό διατείχισμα, που πρέπει να ανήκει σε μεσαιωνικό φρούριο και πρέπει να είναι η Λάρισα, το φρούριο του Άργους (Β), σύμφωνα με τον κατάλογο του κώδικα. Έξω από αυτό, εικονίζονται διάσπαρτα και συμβολικά σχεδιασμένα κα­τοικίες (Γ). Στη δεξιά πλευρά του πίνακα, διακρίνονται σκηνές χωρίς ιδι­αίτερους συμβολισμούς ή άλλη ένδειξη (Δ). Σε όλη την ακτή – παραλία, προς την κάτω πλευρά του πίνακα, διατάσσονται στη θάλασσα οι βενετι­κές γαλέρες (Ε). Από κάτω εικονίζεται ταινία, στην οποία όμως δεν έχει αναγραφεί κάποιος τίτλος.

Η περαιτέρω έρευνα για τη σύνδεση αυτού του σχεδίου και με άλλα στοιχεία, είναι απόλυτα απαραίτητη. Και αυτό αποδεικνύεται από άλ­λες μελέτες, μέσα από τις οποίες έχουν επισημανθεί παρόμοια σχεδια­γράμματα, όπως ένα του Vincenzo Coronelli, απόλυτα όμοιου με εκείνο του κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, στο οποίο εικονίζονται ακρι­βώς τα ίδια δεδομένα. Η διαφορά όμως, που αποσαφηνίζει κατά κάποιο τρόπο την τοπογραφία στο σχέδιο του Coronelli, είναι η αναγραφή της Καλαμάτας, με το κάστρο της, τον ελαιώνα της στην πεδιάδα προς τη θάλασσα και τον βενετικό στόλο να είναι ελλιμενισμένος στον κόλπο της πόλης.[6]

Στο No 57 του κώδικα υπάρχει σχέδιο, διαστάσεων 36χ50 εκατ., με πένα. Ο ακριβής τίτλος είναι «Μάχη στην πεδιάδα του Άργους», ο οποίος δεν αναγράφεται πάνω στον πίνακα, αλλά αναφέρεται στον κα­τάλογο του κώδικα.

Είναι και πάλι ένα επιτελικό σχεδιάγραμμα, που αναφέρεται στον παραπάνω τίτλο. Διατάσσονται μόνο τα σώματα στρατού, χωρίς καμιά απεικόνιση του περιβάλλοντος χώρου. Δίπλα σε κάθε στρατιωτικό σώμα αναγράφεται η προέλευσή του. Από όλες τις ενδείξεις, αναφέρουμε μό­νον αυτές των αξιωματούχων, που είναι: Prin.ce Brigadier G.n.le, Sergent Maggior de Battaglia de Joijy, G.n.le de la Tour, Colonel de S.t Andrea, Sergente Mag:(giore) de Bataglia Alcenago, L.G. de Barre(?). Τέλος, οι αναγραφόμενες εθνικότητες των μισθοφορικών(;) στρατευμάτων είναι: Κροάτες, Αλβα­νοί, Κορσικανοί, Μαλτέζοι και άλλοι.

Επαναλαμβάνω και πάλι ότι τα σχεδιαγράμματα αυτά θα είναι πολύ πιο χρήσιμα και θα ολοκληρώσουν την έρευνα της περιοχής αν εξετα­σθούν και συσχετισθούν με άλλα αρχειακά τεκμήρια, έγγραφα και εκ­θέσεις από τα βενετικά αρχεία για την περιοχή του Άργους. Η έρευνα θα πρέπει να συνεχιστεί.

Η σύντομη μελέτη μου κλείνει με δύο ακόμη σχεδιαγράμματα από την περιοχή του Άργους και του Ναυπλίου, τα οποία περιλαμβάνονται στη συλλογή Grimani, που βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας, και αφορούν την ίδια ιστορική περίοδο του πολέμου του Μοριά με τις επιχειρήσεις των Βενετών και των συμμάχων τους εναντίον των Οθωμανών (2η βενετική περίοδος).[7]

No XIX: «Κόλπος Ναυπλίου. Σχέδιο του λιμανιού του Ναυπλίου». Το σχέδιο, σε χαρτί με πένα και ακουαρέλα, έχει διαστάσεις 56,5χ42 εκατ. (εικ. 4). Υπάρχουν (πάνω στον πίνακα) το στέμμα του Grimani και μι­κρό στέμμα (οικόσημο) ευγενούς, μεταξύ κυλίνδρου (πάπυρου) σε μορ­φή του κέρατος της Αμάλθειας (αφθονίας). Δεν υπάρχει υπογραφή στο σχέδιο. Έχει γραμμική κλίμακα των 600 γεωμετρικών βημάτων (passa geometrici), που εικονίζεται στην κάτω πλευρά του πλαισίου του υπο­μνήματος.

 

Εικ. 4. Κόλπος Ναυπλίου. Σχέδιο του λιμανιού του Ναυπλίου Συλλογή Grimani, πίν. XIX, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη - Αθήνα.

Εικ. 4. Κόλπος Ναυπλίου. Σχέδιο του λιμανιού του Ναυπλίου Συλλογή Grimani, πίν. XIX, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αθήνα.

Είναι ένας τοπογραφικός χάρτης του μυχού του κόλπου του Ναυπλί­ου. Οι οχυρώσεις της Ακροναυπλίας και τα τείχη της πόλης είναι σχε­διασμένα με μικρογραφική ακρίβεια. Το χειρόγραφο (κείμενο) στο υπόμνημα και ο σχεδιασμός του οικόσημου του Grimani μοιάζουν αρκετά με εκείνα στους δύο χάρτες του κόλπου της Μεθώνης (πίνακες XIV και XV της ίδιας συλλογής).

Το υπόμνημα, μεταφρασμένο, είναι το ακόλουθο (η μεταγραφή δημο­σιεύεται από τον Κ. Andrews): Α. Πόλη της (Napoli di) Romania / Ναυπλί­ου, Β. Περίβολοι Άνω, ή φρούριο, C. Βουνό Παλαμήδι, D. Κάστρο Θάλασσας (Μπούρτζι), Ε. Τόπος-θέση στον οποίο υπάρχει περισσότερο από 1 piede νερού (βάθος), με πυθμένα συμπαγή, σκληρό, F. Κυματοθραύστης-υποθαλάσσιος μόλος, κατασκευασμένος από τους Τούρκους, G. Κανάλι από το οποίο εισέρχο­νται οι γαλέρες και τα μικρότερα πλοία, Η. Μόλος κατασκευασμένος εκ νέου, I. θέση όπου ναυπηγούνται («κτίζονται») τα πολεμικά πλοία, Κ. Αλυκές, L. Ελώδη εδάφη.

Όλη αυτήν την παράκτια περιοχή, η οποία πρέπει να είναι η επέκτα­ση της πεδιάδας του Αργούς προς τη θάλασσα, διατρέχουν τέσσερις χείμαρροι – ποτάμια.

No. XX. «Κόλπος του Ναυπλίου». Δεν υπάρχει τίτλος ή υπό­μνημα πάνω στον πίνακα (εικ. 5). Είναι σχέδιο, διαστάσεων 71,5χ52,5 εκατ., σε χαρτί με πένα και ακουαρέλα. Στην επάνω δεξιά γωνία του πί­νακα εικονίζεται ασπίδα με το οικόσημο του Grimani, περιβαλλόμενο από φοίνικα και κλαδιά ελιάς. Δεν υπάρχει υπογραφή στο σχέδιο. Λίγο παρακάτω υπάρχει γραμμική κλίμακα των 1.000 γεωμετρικών βημά­των (passa geometrici). Τέλος, στο κέντρο του κόλπου, σημειώνεται το ρόδο των ανέμων και με τον συμβολισμό του βορρά, στραμμένο προς τα πάνω.

 

Εικ. 5. Κόλπος Ναυπλίου, με την πεδιάδα του Άργους Συλλογή Grimani, πίν. XX, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη - Αθήνα.

Εικ. 5. Κόλπος Ναυπλίου, με την πεδιάδα του Άργους Συλλογή Grimani, πίν. XX, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη – Αθήνα.

Είναι τοπογραφικός χάρτης, όπου απεικονίζονται το Ναύπλιο, ο μυ­χός του κόλπου και η ελώδης, χαμηλής στάθμης πεδιάδα του Άργους. Στην ανατολική πλευρά του κόλπου, κοντά στην πόλη, αναγράφεται πλήθος βυθομετρήσεων. Όλες οι ενδείξεις είναι γραμμένες πάνω στο σχέδιο. Υπάρχουν επίσης δύο ενδείξεις, Α και Β, χωρίς να επεξηγούνται πάνω στο σχέδιο. Τοπογραφικά στοιχεία είναι γραμμένα πάνω σε όλο τον χάρτη, με μικρή κανονική γραφή.

Κοντά στο ακρωτήριο του Ναυπλίου, στον κόλπο, είναι γραμμένο: Θέσεις όπου αγκυροβολούν τα πολεμικά πλοία. Χαμηλότερα, στη δεξιά γω­νία, αναγράφονται τα ακόλουθα (η μεταγραφή ελέγχθηκε και από τον Kevin Andrews, ενώ οι αριθμοί που ακολουθούν είναι της συγγραφέως για την καλύτερη κατανόηση του υπομνηματισμού): 1. Πόλη της Napoli di Romania, 2. Φρούριο – Φορτέτσα (Ακροναυπλία), 3. Παλαμήδι, 4. Κάστρο της Θάλασσας (Μπούρτζι), 5. Εκκλησία των Αγίων Πάντων (δεν διακρίνεται η αναγραφή της ένδειξης πάνω στο σχέδιο), 6. Εκκλησία του Αγίου Νικόλαου (στον λόφο βόρεια του Παλαμηδιού), a. Gara; (ανατολικά από τη βραχο­νησίδα Μπούρτζι, αναγράφεται η ένδειξη αυτή, φαίνεται δε ως ξέρα), b. Posta (θέση ταχυδρομικού σταθμού αναγράφεται κοντά στην πλέον εσω­τερική ακτή, στον μυχό του κόλπου), c. Barache (αναγράφεται μαζί και με μια άλλη δυσδιάκριτη ένδειξη), d. Risara disfatta/ ορυζώνας ερημωμέ­νος, saline distrutte / καταστραμμένες αλυκές (αναγράφεται στο ύψος του λόφου με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δίπλα στον δρόμο, όπου εικονίζεται ορθογώνιος χώρος, οριζόμενος με εστιγμένη γραμμή).

Προχωρώντας προς τα βόρεια, γύρω από τον κόλπο, κατά μήκος της ακτογραμμής, είναι γραμμένα: 7. Αλυκές, 8. Εδάφη λασπώδη και χαμηλά, 9. Εδάφη όλα κακά, 10. Παλαιόκαστρο (πιθανά επισημαίνεται η ακρόπολη της Τίρυνθας), 11. Σπίτια κάτω από το Παλαιόκαστρο, 12. Ελαιόδενδρα, 13. Ακτή αμμώδης και πιθάρια, 14. Έλη.

Στο εσωτερικό της περιοχής, στην πεδιάδα και αρχίζοντας από τον μυχό του κόλπου, είναι γραμμένα: 15. Βοσκοτόπια, 16. Εδάφη με λίγο χορ­τάρι, αλλά καλά για καλλιέργεια, 17. Βίλα Sermeti (οικισμός Σερεμέτι), 18. Tncaliti (οικισμός Τρικαλίτης), 19. Εδάφη κατά το πλείστον καλλιεργημένα, καλά για καλλιέργεια, 20. Πηγάδι, 21. Τάφρος, 22. Νερό που έρχεται (κατε­βαίνει) από το ποτάμι του Άργους μόνον τον χειμώνα, 23. Ποταμός Μπολίτσα, 24. Τάφρος που σκάφτηκε για να τρέχουν σε αυτήν, από τα νότια, τα νερά του Μπολίτσα, 25. Τάφρος από την οποία έτρεχαν τα νερά του χειμάρρου του Άργους στα έλη, 26. Χαμηλά εδάφη γεμάτα από brule (βούρλα), το χειμώνα γεμάτα νερό και το καλοκαίρι με αρκετά καλό χόρτο για βοσκή-νομή, 27. Νερά που έρχονται από τους μύλους και (που) σχηματίζουν τα έλη. Στη δυτική ακτή, αριστερά χαμηλά, αναγράφονται: 28. Μύλος, 29. Κρήνη[8].

Τέλος, πάνω στο ίδιο το σχεδιάγραμμα, αναγράφονται σύντομα κεί­μενα, όπου υπολογίζονται οι εκτάσεις γης, τα οποία δεν μεταγράφονται και δεν παρουσιάζονται από τον Kevin Andrews. Είναι αυτονόητο ότι απαιτείται ειδική μελέτη.

Η σχετική αναφορά από το Χρονικόν του Μορέως με στίχους,[9]

Το κάστρον κοίτεται εις βουνί, πολλά ενι αφιρωμένον

η δε του Άργου της πόλεως ή χώρα ή μεγάλη

μέσα εις τον κάμπον κοίτεται ώς τέντα απλωμένη

είναι πολύ χαρακτηριστική και απεικονίζεται τόσο παραστατικά στα προηγούμενα σχεδιαγράμματα.

Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονισθεί για άλλη μια φορά η σημασία των αρχειακών τεκμηρίων, κυρίως τεχνικών και σχεδιαστικών, που υπάρχουν στα βενετικά αρχεία, αλλά και η αναγκαιότητα της συνέχισης της αρχειακής έρευνας για συσχετισμό εγγράφων και σχεδίων, ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί πλέον ολοκληρωμένη η ιστορία, η ιστορική το­πογραφία ενός τόπου και μιας περιοχής, όπως είναι η ευρύτερη περιοχή του Άργους και όπως σύντομα παρουσιάστηκε μέσα από αυτά τα λίγα σχεδιαγράμματα.

 

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Ιωάννα Στεριώτου, «Ο πόλεμος του Μοριά (1684-1697) και ο κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας», Θησαυρίσματα 33 (2003), 241-283, όπου αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες για τον κώδικα, τον πόλεμο του Μοριά και όλο το ιστορικό πλαίσιο με τη σχετική, βασική βιβλιογραφία της περιόδου εκείνης.

[2] Archivio di Stato di Venezia, Miscellanea Mappe, Archivio Grimani, F. 57/172, fasc. E/g (coll. Fotogr.negat. Ds.139/14, posit.68). ARGOS- Mappa con lo schiaramento delle trappe venete condotte dal conte di Konigsmark e delle truppe turche per la battaglia d’Argos (1686, 2 agosto). Σχέδιο με πένα σε χαρτί, διαστάσεων 425×290 χιλ.

[3] Τα γράμματα του υπομνηματισμού είναι της συγγραφέως για την καλύτερη κατανόηση των ενδείξεων που είναι γραμμένες πάνω στο ίδιο το σχέδιο.

[4] Ακριβώς γι’ αυτήν τη μάχη βλ. Ε. G. L. Pinzelli, Venise et la Moree: du triomphe a la desillusion (1684-1718), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Univerite Aix-Marseille I, 2003, σσ. 231-239. Τα τεκμήρια που παραθέτει είναι αναφορές, κυρίως από το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, αλλά και ένα επιτελικό σχεδιάγραμμα της διάταξης των συμμαχικών δυνάμεων, στρατού και ιππικού, από αρχείο της Βιβλιοθήκης του Museo Civico Correr της Βενετίας. Είναι σχεδόν ίδιο με αυτό του κώδικα της Μαρκιανής, που παρουσιάζουμε εδώ, αναφέρει τα ίδια ονόματα των ανωτάτων αξιωματούχων, στις ίδιες θέσεις, με ελαφρά διαφοροποιημένη τη σχεδιαστική απόδοση και τα χρώματα με τους συμβολισμούς. Οπωσδήποτε η παραπέρα έρευνα θα μπορούσε να διαπιστώσει ποιο είναι το αρχικό-αυθεντικό σχέδιο και ποιο είναι αντίγραφο. Με βάση τη δική μου εμπειρία, κρίνω ότι σχετική έρευνα στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας θα έδινε και άλλες διευκρινίσεις. Πιστεύω, ότι τα τεκμήρια σε αυτό το τελευταίο, είναι και τα πλέον αυθεντικά και αρχικά διατυπωμένα ή καταγεγραμμένα.

[5] Τα γράμματα του υπομνηματισμού είναι της συγγραφέως για την καλύτερη κατανόηση των ενδείξεων που είναι γραμμένες πάνω στο ίδιο το σχέδιο.

[6] Vincenzo Coronelli, Conquiste della Serenissima Republica di Venezia, nella Dalmazia, Epiro, e Morea durante la guerra intrapresa contro Meemet IV Imper. de Turchi Descritte nel laboratorio del P. M. Coronelli cosmografo publico, Venezia 1986 (δεν έχει σελίδες). Βλ. σχετικά, Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη, «Συμβολή στην ιστορία της Καλαμάτας γύρω στα 1700», Πρακτικά τον Α’ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Αθήνα 1978, σ. 262. Στο σημείο αυτό πρέπει να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στην κ. Αγγελική Πανοπούλου για την επισήμανση αυτού του σχεδιαγράμματος του Coronelli, το οποίο μελέτησε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Επειδή όμως, κατά τα βιβλιογραφικά δεδομένα, ο βενετός γεωγράφος ποτέ δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα και η αναπαραγωγή των χαρτών που συνέθετε για τα σημαντικά πολεμικά γεγονότα της εποχής του (τέλη του 17ου αιώνα) ήταν συνεχής, εξακολουθώ να πιστεύω ότι απαιτείται περαιτέρω μελέτη και κυρίως στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, για να δικαιολογηθεί το δεδομένο ότι στον κατάλογο του κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης το ίδιο σχέδιο τιτλοφορείται ως «Μάχη στην πεδιάδα του Άργους».

[7] Κ. Andrews, Castles of the Morea, Princeton N. Jersey 1953, πίν. XIX, XX (στο βιβλίο παρουσιάζονται αναλυτικά όλοι οι χάρτες της συλλογής και μεταγραμμένα τα κείμενα των ενδείξεων του υπομνηματισμού τους).

[8] Ευτυχία Δ. Λιάτα, Αργεία γη. Από το τεριτόριο στο βιλαέτι (τέλη Που, αρχές 19ου αι.), Αθήνα 2003, σσ. 25,111,112,114,116,118, όπου αναφέρονται οι οικισμοί Seremeti και Tricaliti του συγκεκριμένου χάρτη. Ειδικά για το ταχυδρομείο (b. Posta), βλ. Κατερίνα Κωνσταντινίδου, «Η ιστορία του ατυχούς Alvise Rovelli και η προσπάθεια οργάνωσης ταχυδρομικών υπηρεσιών στο Regno di Morea (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.)», Θησαυρίσματα 36 (2006), 345-368.

[9] Το Χρονικόν του Μορέως. Το ελληνικόν κείμενον κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης μετά συμπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού, έκδ. Π. Π. Καλονάρος, Αθήνα 1940 (ανατύπωση 1989), στίχ. 1524-1526. Πρβλ. Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, Κάστρα Πελο­ποννήσου, Αθήνα 1990, σ. 36.

 

Ιωάννα Στεριώτου

Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, «Βενετία – Άργος, Σημάδια της Βενετικής Παρουσίας στο Άργος και στην Περιοχή του», Άργος, 11 Οκτωβρίου 2008. Αθήνα – Βενετία, 2010.    

Read Full Post »