Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ρωμαική Αυτοκρατορία’

Η αγορά των Πόλεων της Ελλάδας από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση ως τον 3ο αι. μ.Χ. – Η αγορά του Άργους


 

Το Άργος κατά την αυτοκρατορική περίοδο

Ο αυτοκράτορας Αδριανός, χρηματοδότησε το έργο υδροδότησης της πόλης.

Η μεγάλη δωρική πόλη του Άργους, καταλαμβάνει την πεδινή έκταση στη βάση δυο υψηλών  λόφων, του Προφ. Ηλία  και της Λάρισας, που ορίζουν  την πόλη από τα δυτικά.   Μολονότι η πόλη ως μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας συμμετείχε στον πόλεμο εναντίον της Ρώμης κατόρθωσε να βγει σχετικά αλώβητη τόσο από αυτή τη σύγκρουση όσο και από τη γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι στο δεύτερο μισό του 1ου  αι. μ.Χ., και να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο ευμάρειας κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου.

Η αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων χρόνων έφερε στο φως στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η πόλη όχι μόνο δεν συρρικνώθηκε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου, αλλά ότι επεκτάθηκε μάλιστα προς τα νότια με την προσθήκη νέων οικοδομικών νησίδων. Αυτή η πολεοδομική και οικιστική επέκταση του Άργους, συμβαδίζει με μια γενικότερη τάση ενίσχυσης των παραδοσιακών αστικών κέντρων του ελλαδικού χώρου την εποχή αυτή. Νέα πληθυσιακά στοιχεία, όπως Ιταλοί συμπραγματευόμενοι (negotiatores)*, αλλά πιθανότατα και κάτοικοι μικρότεροι αποδυναμωμένων πόλεων της Αργολίδας εγκαταστάθηκαν στην πόλη στη πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο.

Ο Παυσανίας που επισκέφτηκε την πόλη στα μέσα του 2ου  αι. μ.Χ μας δίνει ένα πολύτιμο οδηγό της τοπογραφίας του Άργους, αν και κατά τη συνήθειά του περιγράφει κυρίως τα θρησκευτικά σεβάσματα, τα ιερά και τα μνημεία της μακραίωνης ιστορίας της πόλης. Η σύγχρονή του ρωμαϊκή πόλη και τα κτίριά της καλύπτονται κάτω από τον μανδύα της κατά βάση θρησκευτικής του περιήγησης. Οι νεότερες ανασκαφές ωστόσο έφεραν στο φως ένα μεγάλο αριθμό κτιρίων και λιθόστρωτων δρόμων της ρωμαϊκής περιόδου που δείχνουν ότι η πόλη διέθετε ένα υψηλό επίπεδο υποδομών. Όπως και σε πολλές άλλες πόλεις του ελλαδικού χώρου, ισχυρά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της πόλης και στην εκτέλεση των δημοσίων έργων μέσω ευεργεσιών και ενός εκτεταμένου δικτύου πατρωνίας.

Η ιστορία της πόλης και η σημασία της ως πανελλήνιου θρησκευτικού κέντρου λόγω του Ηραίου, του μεγάλου ιερού που βρίσκεται 9 χλμ. από το Άργος, λειτούργησε ως πόλος έλξης επισκεπτών και πιθανότατα χορηγών. Η επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη έδωσε μια νέα ώθηση στις οικοδομικές εργασίες και λύση στο μεγάλο πρόβλημα παροχής πόσιμου νερού με την κατασκευή ενός μεγάλου υδραγωγείου.** Η εξέχουσα θέση της πόλης στην ελληνική ιστορία της έδωσε στις αρχές του 2ου  αι. μ.Χ. μια θέση στο Πανελλήνιο, το Κοινό ελληνικών πόλεων που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Αδριανός με έδρα την Αθήνα.

Η S. Alcock επεσήμανε  ότι μετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, η στροφή στο ηρωικό παρελθόν και την παράδοση της κάθε πόλης ήταν όχι μόνο ένα άμεσο αποτέλεσμα της ρωμαϊκής κατάκτησης, αλλά ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στη διαμόρφωση ενός νέου είδους πολιτικής ταυτότητας. Ακριβώς αυτή η ανάμνηση του ηρωικού παρελθόντος της πόλης που γίνεται αισθητή με τη διατήρηση ή την αναβίωση αρχαίων παραδόσεων, μνημείων και κτιρίων πρέπει να ήταν ένα από τα στοιχεία που έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ρωμαϊκού Άργους.***

 

Η Αγορά πριν από την αυτοκρατορική περίοδο

 

Η Αγορά της πόλης ταυτίζεται με ένα μεγάλο επίπεδο χώρο που εκτείνεται στα ανατολικά του αρχαίου θεάτρου και της σύγχρονου οδού Τριπόλεως, η οποία ακολουθεί περίπου την πορεία ενός αρχαίου δρόμου που απέληγε στην πύλη της Λέρνας. Η αρχική διαμόρφωση του χώρου αυτού ως Αγορά της πόλης φαίνεται ότι ανάγεται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όταν έλαβε χώρα ένα μεγάλο αποστραγγιστικό πρόγραμμα που διοχέτευσε τα νερά του ποταμού Κηφισού προς ένα μεγάλο κτιστό αγωγό που διέσχιζε το κεντρικό τμήμα της Αγοράς και απέληγε στα ΝΑ.

Κεντρικό σημείο της Αγοράς, πιθανότατα και αρχικός πυρήνας της, ήταν το ιερό-ναός του Απόλλωνα Λυκείου. Η Αγορά και ο ναός του Απόλλωνα αποτέλεσαν την αφετηρία του Παυσανία (2. 18-24) για τις περιηγήσεις του στην πόλη, αλλά τα περισσότερα από τα σεβάσματα και ιερά που αναφέρει σε σχέση με την Αγορά δεν έχουν ταυτιστεί με βεβαιότητα. Η θέση του ίδιου του ναού αλλά και η ευρύτερη τοπογραφία της Αγοράς παραμένουν μέχρι σήμερα σε ένα μεγάλο βαθμό ουσιαστικά άγνωστες.

Ο Vollgraff φαντάστηκε την Αγορά του Άργους ως ένα μεγάλο κανονικό τετράπλευρο, στις πλευρές του οποίου διατάσσονται τα κτίρια που περιγράφει ο Παυσανίας. Η νεότερη αρχαιολογική έρευνα έχει κατορθώσει να προσδιορίσει σε γενικές γραμμές τα όρια της Αγοράς. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η ανασκαμμένη περιοχή αποτελεί το ΝΔ τμήμα ενός ευρύτερου χώρου που εκτείνεται κυρίως προς τα ανατολικά και βόρεια. Ο χώρος αυτός φαίνεται ότι δεν υπόκειται σε μία τόσο αυστηρή οργάνωση, όπως αυτή που φαντάστηκε ο Vollgraff. Αντίθετα, τα κτίρια φαίνεται ότι διατάσσονται γύρω από μία ακανόνιστη πλατεία, στο εσωτερικό της οποίας υπήρχαν διάφορα μνημεία, μικρά ιερά, μια ορχήστρα καθώς και ένας δρόμος-στίβος αθλητικών αγώνων στο νότιο τμήμα της.

Στα τέλη της ελληνιστικής περιόδου η Αγορά του Άργους (το ανεσκαμμένο τουλάχιστον τμήμα της) παρουσίαζε την ακόλουθη μορφή. Στη ΝΔ γωνία του χώρου δέσποζε ένα μεγάλο υπόστυλο κτίριο με δωρική πρόσοψη, το οποίο ταυτίζεται με το Πρυτανείο ή το Βουλευτήριο της πόλης. Το κτίριο κτίστηκε στις αρχές του 5ου  αι. π.Χ. για να καλύψει πιθανότατα τις νέες δημόσιες λειτουργίες που επέφερε στη πόλη η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στα ανατολικά του υπόστυλου κτιρίου και στον ίδιο άξονα (Δ-Α) υπήρχε μία μεγάλη δωρική στοά σχήματος Π (μήκους 83.45μ.) που κτίστηκε στο τρίτο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. και αποτελούσε πιθανότατα την πρόσοψη ενός δρομικού τρίκλιτου κτιρίου που ανοίγεται στα νότια. Το κτίριο (Ρ) ερμηνεύτηκε ως Γυμνάσιο και αποτελούσε πιθανότατα το νότιο όριο της Αγοράς. Μπροστά από τη βόρεια στοά του κτιρίου και κατά μήκος αυτής εκτεινόταν ένας δρόμος αθλητικών αγώνων (στίβος) με ελαφρά διαγώνιο άξονα. ΒΔ-ΝΑ. Ο δρόμος μαζί με ένα τριπλό σύστημα αποχετευτικών αγωγών που ορίζει το ανατολικό τμήμα του ανασκαμμένου χώρου κτίστηκαν στις αρχές του 4ου  αι. π.Χ. αλλά το πιο πιθανό είναι ότι αντικατέστησαν παλαιότερες κατασκευές των πρώιμων κλασικών χρόνων. Η ΝΑ απόληξη του δρόμου κατέληγε σε μια ομάδα κτιρίων που βρίσκονται σήμερα έκτος ανασκαμμένου χώρου και πιθανότατα όριζαν τη ΝΑ είσοδο της Αγοράς. Στα βόρεια της υπόστυλης αίθουσας αποκαλύφτηκε η κρηπίδα μια δωρικής στοάς μήκους 28μ, που κτίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια, είχε κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ (διαγώνιο σε σχέση με την υπόστυλη αίθουσα) και έκλεινε μεγάλο τμήμα της δυτικής και βόρειας πλευράς της Αγοράς. Ο χώρος (κτίριο) που υπήρχε πίσω από την κρηπίδα-στοά στέγαζε μεταλλουργικά και κοροπλαστικά εργαστήρια, τα οποία καταστράφηκαν από φωτιά στις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου.

Μπροστά από την κρηπίδα της στοάς και σε επαφή με αυτήν ανασκάφτηκε μια πεταλοειδής κατασκευή διαμέτρου 28μ. η οποία κτίστηκε στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και στο κέντρο της περιέκλειε ένα παλαιότερο βωμό με διακόσμηση τριγλύφων που χρονολογείται στον 5ου  αι. π.Χ. Παρόμοιοι ημικυκλικοί χώροι (ορχήστρες) βρέθηκαν σε πολλές άλλες πρώιμες Αγορές και χρησιμοποιούνταν για πάνδημες συγκεντρώσεις θρησκευτικού (πχ. ιερούς χορούς ή δράματα) αλλά και πολιτικού χαρακτήρα. Η ορχήστρα αυτή πρέπει να είχε στενή σχέση με τον παρακείμενο δρόμο αθλητικών αγώνων και μολονότι κατασκευάστηκαν στον 4ου  αι. π.Χ., αποτελούσαν δυο χώρους που είχαν ήδη μακρά ιστορία και ιδιαίτερη θέση στην τοπογραφία της Αγοράς. Στην ίδια περιοχή άλλωστε και δίπλα στην Ορχήστρα βρέθηκε ένας περιφραγμένος χώρος που ήταν αφιερωμένος στους επτά Αργείους ήρωες που έπεσαν μπροστά στα τείχη της Θήβας.

Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου δεν φαίνεται να έγιναν μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση του χώρου ούτε να εκτελέστηκαν μεγάλα έργα, όπως ήταν για παράδειγμα οι στοές που κτίστηκαν και οριοθέτησαν την Αγορά των Αθηνών. Η ύπαρξη του δρόμου των αθλητικών αγώνων, του ημικυκλικού χορού για την τέλεση θρησκευτικών-τελετουργικών χορών αλλά και πολλών μικρών ιερών και σεβασμάτων, όπως το «πυρ του Φορωνέος» (Παυσανίας 2,19, 5) η το ηρώο των «Επτά επί Θήβας», είναι στοιχεία που συνάδουν με τα χαρακτηριστικά πολλών άλλων πρωίμων Αγορών και καταδεικνύουν ότι ο χώρος πιθανότατα διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό χαρακτήρα του.

 

Οικοδομικά έργα και νέα κτίρια κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου

 

H αποκατάσταση της ειρήνης και ο ερχομός μιας νέας περιόδου σταθερότητας μετά τη ναυμαχία του Ακτίου δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε από την ανάληψη μεγάλων οικοδομικών έργων στην Αγορά του Άργους. Στις αρχές της αυτοκρατορικής, περιόδου (τέλη 1ου αι. π.Χ. η αρχές 1ου  αι. μ.Χ.), στη θέση των εργαστηρίων πίσω από τον στυλοβάτη Κ της ελληνιστικής στοάς, τα οποία είχαν μάλλον καταστραφεί από φωτιά, κτίζεται ένα μεγάλο κτίριο, από υλικό σε δεύτερη χρήση, στο οποίο ενσωματώνεται η παλιά κιονοστοιχία Κ που ήταν στραμμένη προς το εσωτερικό της Αγοράς. Το νέο κτίριο διατήρησε το λοξό προσανατολισμό του προκατόχου του. Η ανασκαφή στο εσωτερικό του κτιρίου έφερε στο φως μικρότερους χώρους με πηγάδια εργαστηριακής χρήσης που διατάσσονται γύρω από μια χαλικόστρωτη κεντρική αυλή, στοιχείο που αποδεικνύει ότι το κτίριο πίσω από τη στοά συνέχισε τη μακρά παράδοση του χώρου ως χώρου εργαστηρίων. Την ίδια περίοδο, στις αρχές του 1ου  αι. μ.Χ., ανακαινίζεται πιθανότατα και το παλιό κλασικό κτίριο (Ρ) με την πιόσχημη στοά. Μολονότι οι εξωτερικές στοές διατηρήθηκαν οι ίδιες, το εσωτερικό διαμορφώθηκε σε μια μεγάλη περίστυλη αυλή διαστάσεων 35.70 χ Ι7μ. Το κτίριο ταυτίστηκε με ένα από τα τρία Γυμνάσια του Άργους που αναφέρονται σε μια επιγραφή της εποχής του Αυγούστου προς τιμήν του τοπικού άρχοντα και γυμνασιάρχου Λευκίου Κορνηλίου Ινγένου. Η χρήση του κτιρίου θα αλλάξει ξανά κατά τη διάρκεια του 4ου αι. μ.Χ. όταν στο εσωτερικό του θα εγκατασταθεί ένα μνημειακό συγκρότημα λουτρών που είναι γνωστό ως Θέρμες Β.

 

 
 
 
 

Άργος, Ρωμαϊκά Λουτρά – The Roman Baths

 

 

Την ανακαίνιση του Γυμνασίου ακολούθησε η αναδιαμόρφωση του δρόμου/στίβου, ο οποίος πιθανότατα είχε πέσει σε αχρηστία. Ο στίβος αποτελούνταν από δεκαέξι διαδρόμους πλάτους 0,965μ. καθώς και ενός κενού χώρου στη μέση του στίβου με πλάτος 0.22μ. Το μήκος του έφτανε περίπου τα 89μ. Είναι άγνωστο τι είδους αγώνες τελούνταν στην Αγορά του Άργους, αλλά οπωσδήποτε η ανακαίνιση του στίβου δείχνει ότι η παράδοση αυτή συνεχίστηκε ή αναβίωσε στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια. Οι αθλητικοί αγώνες και οι θρησκευτικές γιορτές που συνδέονταν με αυτούς ήταν μια σημαντική πτυχή της ζωής των ελληνικών πόλεων που διατηρήθηκε και ενισχύθηκε στα αυτοκρατορικά χρόνια, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι αγώνες συνδέθηκαν με τη λατρεία των αυτοκρατόρων.

Στα τέλη του 1ου  αι. μ.Χ. λίγα μέτρα βόρεια του «δρόμου», κτίστηκε ένας οκτάστυλος μονόπτερος (baldacchin), που από τους ανασκαφείς ερμηνεύτηκε ως Νυμφαίο. Το κτίριο υψώθηκε στο κέντρο μιας τριβαθμιδωτής τετράγωνης κρηπίδας με πλευρά 16μ. και περιβαλλόταν από έναν κυκλικό πλινθόκτιστο αγωγό επιχρισμένο με υδραυλικό κονίαμα. Ο αγωγός αυτός συγκέντρωνε τα ύδατα από τους κρουνούς, οι οποίοι αποκαθίστανται περιμετρικά στο πόδιο του κτιρίου. Μια κλίμακα που βρισκόταν στο μέσο της βόρειας πλευράς του κτιρίου ανέβαζε στο στεγασμένο πτερό.

Στο κέντρο του δαπέδου του υπήρχε ένα άνοιγμα απ’ όπου μια σπειροειδής κλίμακα οδηγούσε σε μια παλαιότερη κρύπτη που υπήρχε, κάτω από το ρωμαϊκό κτίριο. Από την κρυπτή αυτή ξεκινούσε ένας μακρύς κτιστός διάδρομος που οδηγούσε σε μια κυκλική δεξαμενή στα βόρεια, η οποία όμως επιχώθηκε όταν κτίστηκε το ρωμαϊκό κτίριο. Ο μονόπτερος της ρωμαϊκής περιόδου φαίνεται ότι αντικατέστησε μια παλαιότερη κατασκευή των ελληνιστικών χρόνων, η οποία έστεκε επίσης πάνω από την κρυπτή. Η επιγραφή από το επιστύλιο του ρωμαϊκού κτιρίου, το ονοματίζει ως Νυμφαίο, επρόκειτο δηλαδή για ένα κτίριο που εκτός, της πρακτικής, του χρήσης ως κρήνη είχε και κάποια λατρευτική σημασία.

Ο Marchetti συγκρίνοντας το κτίριο του Άργους με άλλα παρόμοια μονόπτερα κτίρια της ρωμαϊκής περιόδου που έχουν βρεθεί στην Κόρινθο, στον Ισθμό αλλά και στην Αθήνα, εντοπίζει όχι μόνο αρχιτεκτονικές ομοιότητες, αλλά και ομοιότητες στη λειτουργία. Πιο συγκεκριμένα διαπιστώνει ότι όλα σχεδόν αυτά τα κτίρια γειτνιάζουν με κάποιο δρόμο αθλητικών αγώνων και ότι όλα τους (εκτός του κτιρίου της Αθήνας) έχουν αντικαταστήσει παλαιότερες κατασκευές της ελληνικής περιόδου. Η σύνδεση του μονόπτερου στο Άργος με κάποια συγκεκριμένη λατρεία είναι αβέβαιη.

Το κτίριο είχε αρχικά ταυτιστεί από τον Ρ. Aupert με το μνημείο του Πύρρου που είδε ο Παυσανίας, (2.21,4) στο κέντρο της Αγοράς, ενώ o M. Pierart το ταύτισε με ιερό της Αμυμώνης. Η αρχαία κρυπτή και η χθόνια λατρεία που πιθανότατα στεγαζόταν σε αυτήν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του κτιρίου ως τα τέλη του 2ου  αι. μ.Χ. Τότε η κρύπτη μπαζώνεται, η κλίμακα της βόρειας πλευράς καταργείται και το κτίριο συνεχίζει τη λειτουργία του αποκλειστικά ως κρήνη.

Την οικοδόμηση του μονόπτερου ακολούθησε η κατασκευή – σε πολύ κοντινή απόσταση στα νοτιά – ενός μεγάλου μαρμάρινου μνημείου (Μ) και ενός μνημειακού τάφου (RΤ). Ο νεκρός του τάφου RT που ήταν στεφανωμένος, με χρυσό στεφάνι, ταυτίζεται πιθανότατα με τον χορηγό του παρακείμενου μονόπτερου ή με κάποιο άλλο επιφανές πρόσωπο της τοπικής κοινωνίας.

Η Αγορά, όπως γνωρίζουμε και από άλλες περιπτώσεις, ήταν ένας χώρος διάσπαρτος, με λατρείες ηρώων, οι οποίες, συχνά συνδέονται με κάποιο αρχαίο τάφο η κενοτάφιο, όπως ήταν το μνήμα του Δαναού στο Άργος, το Ποδάρειο στη Μαντινεία και ο τάφος του Πατρέα στην Πάτρα.

Η ταφή μέσα στο χώρο της Αγοράς ήταν μια εξαιρετική τιμή που ουσιαστικά κατέτασσε το τιμώμενο πρόσωπο ανάμεσα στους παλαιότερους ήρωες της πόλης.  Η επινόηση των προστατών ηρώων κατά την διάρκεια της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου έδινε στους πολίτες το αίσθημα συμμέτοχης σε μια κοινωνία με κοινές ρίζες και ιστορία. Ο αφηρωισμός ορισμένων πλουσίων πολιτών και η ανταμοιβή με μνημεία ή με το εξαιρετικό προνόμιο της ταφής στους κυριότερους δημόσιους χώρους της πόλης κατά την αυτοκρατορική περίοδο τόνιζε τον αποφασιστικό ρόλο της τοπικής αριστοκρατίας, ως φορέα εξουσία.

Η ένταξη επιφανών πολιτών της ρωμαϊκής περιόδου στη μακρόχρονη παράδοση των προστατών ηρώων της πόλης αναδείκνυε τον τεράστιο ρόλο τους στη διατήρηση της κοινωνικής, συνοχής. Η ακριβής χρήση του μνημείου Μ είναι άγνωστη μπορεί να αποτελεί την ανακατασκευή κάποιου παλαιού μνημείου της Αγοράς ή να αποτελεί μία νέα κατασκευή που λειτουργούσε ως Ηρώο, μνημείο ή κενοτάφιο, όπως ήταν ένα μεγάλο μνημείο που έστεκε πιθανότατα στην Αγορά της Σπάρτης και λειτουργούσε ως Ηρώο προς τιμήν του Γ Ιουλίου Ευρυκλή Ηρκλανού.

Στο δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ. κτίζεται μία δεύτερη κρήνη που καταργεί το δρόμο των αθλητικών αγώνων. Η κρήνη αποτελείται από μια πλινθόκτιστη συμπαγή βάση επενδυμένη με μάρμαρο πάνω στην οποία υψωνόταν ένα είδος τετραπύλου με πλινθόκτιστους πυλώνες. Μια επιγραφή που αποδίδεται στο κτίριο και βρέθηκε εντοιχισμένη στις, Θέρμες, που εγκαταστάθηκαν τον 4ου αι. μ.Χ. στο εσωτερικό της παλαίστρας μνημονεύει την οικογένεια των Τιβερίων Ιουλίων ως αναθέτες της κατασκευής.

Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ωστόσο κτίριο της ρωμαϊκής περιόδου κτίζεται στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. όχι εντός της Αγοράς αλλά στη δυτική περιφέρειά της, ανάμεσα στη σημερινή οδό Τριπόλεως που βρίσκεται μάλλον στο δυτικό όριο της Αγοράς και τα πρανή της Λάρισας. Πρόκειται για ένα μνημειακό περίστυλο τέμενος διαστάσεων 84,15 x 43,45μ. με είσοδο στο μέσο της ανατολικής του πλευράς και έναν αξονικά τοποθετημένο ναό που καταλαμβάνει τη δυτική στενή πλευρά και ο οποίος πλαισιώνεται από δυο μικρότερους χώρους. Οι ανασκαφές στα βαθύτερα στρώματα της δυτικής, πτέρυγας έφεραν στο φως διάφορους τοίχους ελληνιστικών χρόνων καθώς και ένα ορθογώνιο κτίριο, ίδιου προσανατολισμού (άξονα Δ-Α), που ταυτίστηκε με ναό.

Το ρωμαϊκό κτίριο κτίστηκε κυρίως με οπτές πλίνθους, ενώ στα διάφορα τμήματά του ακολουθήθηκαν διάφορα συστήματα τοιχοδομίας, στο ναό και τα κτίρια της δυτικής πτέρυγας χρησιμοποιήθηκε αμιγής πλινθοδομή (opus testaceum), ενώ στις στοές μεικτή τοιχοποιία (opus mixtum). Οι ιωνικές στοές της αυλής αποτελούνται από μονολιθικούς γκρίζους κίονες που συνδέονται με τοξωτά επιστύλια Η αυλή, που ήταν πλακοστρωμένη, βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο (2μ.) από τις στοές και το ναό. Η πρόσβαση στο ναό γινόταν μέσω μίας πλατιάς μνημειακής κλίμακας που οδηγούσε στην πρόσοψη από  κορινθιακούς κίονες. Ο ναός αποτελείται από ένα βαθύ σηκό που στο πίσω μέρος του απέληγε σε αψίδα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η στέγαση του ναού. Η κάμαρα που σκέπαζε το σηκό του ήταν κατασκευασμένη αποκλειστικά από οπτές πλίνθους και opus cacmcnticium. Η εγκάρσια τοποθέτηση των οπτών πλίνθων στην κάμαρα (pitched brick vaulting), μια πρακτική που δεν συνηθιζόταν στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική της περιόδου, θεωρήθηκε ότι προέρχεται από την Αίγυπτο, όπου η ίδια πρακτική, με ωμές ωστόσο πλίνθους, χρησιμοποιούνταν με επιτυχία ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ.  

Η μελέτη των Ρ. Aupert και R. Ginouves έδειξε ότι η κατασκευή της καμάρας αποτελούσε μία πρωτότυπη λύση στο πρόβλημα στέγασης μεγάλων χώρων, η οποία συνδύαζε την παραδοσιακή τεχνική με τη χρήση των νέων υλικών. Οι ανασκαφείς του κτιρίου είχαν αρχικά ταυτίσει το συγκρότημα με ένα από τα τρία Γυμνάσια του Άργους. Η ανακάλυψη το 1975 μιας κεφαλής του Ασκληπιού σε ένα δρόμο που οδηγούσε προς το θέατρο αλλά και η τυπολογία του περίστυλου κτιρίου, οδήγησε στην ταύτιση του τεμένους με Ασκληπιείο.

Την ταύτιση ενίσχυσε η αναφορά του Παυσανία (2.21.1) σε ένα ιερό του Ασκληπιού που βρισκόταν στην περιφέρεια της Αγοράς, κοντά σε μια περιοχή που ονομάζει «Δέλτα», αποκρύπτοντας όμως για θρησκευτικούς λόγους την προέλευση της ονομασίας. Ο τύπος του περίστυλου κλειστού τεμένους με τον αξονικά τοποθετημένο ναό σε μια από τις στενές πλευρές και στην είσοδο στην άλλη είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και διαδεδομένους κτιριακούς τύπους της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο Sjovist πρότεινε ότι ο τύπος αυτός που προσαρμόστηκε έτσι ώστε να καλύψει τις ανάγκες της νέας αυτοκρατορικής λατρείας, προερχόταν πιθανότατα από περίστυλα τεμένη που στέγαζαν την επίσημη λατρεία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στην κλίμακα του ναού βρέθηκε εντοιχισμένη σε δεύτερη χρήση μία μνημειακή επιγραφή με χάλκινα γράμματα στην οποία μνημονεύεται «οίκος των Σεβαστών». Η εύρεση της επιγραφής είναι πιθανότατα μια ένδειξη ότι στο τέμενος πιθανότατα στεγαζόταν και η αυτοκρατορική λατρεία. Ο αναθέτης του κτιρίου είναι φυσικά άγνωστος. Οι αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές καινοτομίες, η χρήση πολυτελών υλικών (μάρμαρο), η παρουσία εξειδικευμένων συνεργείων (Αθηναίοι τεχνίτες δούλεψαν τους κίονες) είναι πιθανότατα στοιχεία που καταδεικνύουν την παρουσία ενός επιφανούς προσώπου ως χορηγού του έργου.

 

Αλλαγές στη μορφή και οργάνωση του χώρου της Αγοράς κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου

 

Όπως είδαμε στην εισαγωγή, η πόλη κατά τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε επεκτάθηκε προς τα νότια με την προσθήκη νέων οικοδομικών νησίδων. Η πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης έκανε επιτακτική την ανάγκη εκτέλεσης μεγάλων έργων υποδομής, όπως ήταν το έργο υδροδότησης που χρηματοδότησε ο αυτοκράτορας Αδριανός και το οποίο αναβάθμισε τη ζωή στην πόλη.****

Η υδροδότηση του άνυδρου Άργους είναι ένα καλό παράδειγμα για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η ολοκλήρωση ενός βασικού έργου υποδομής μπορούσε να προκαλέσει την εκτέλεση μικρότερων έργων κοινής ωφελείας και εξωραϊσμού της πόλης και των δημόσιων χώρων της (πχ. Νυμφαία, κρήνες, λουτρά), τα οποία χρηματοδοτούνταν από μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.***** 

Ένας από τους χώρους, όπου εκτελέστηκαν τα νέα έργα, ήταν προφανώς η Αγορά, η οποία παρέμενε κέντρο της δημόσιας και θρησκευτικής ζωής της πόλης. Όπως και σε πολλές άλλες πόλεις του ελλαδικού χώρου, έτσι και στο Άργος η αναδιαμόρφωση των δημοσίων χώρων και η ανάληψη μεγάλων οικοδομικών προγραμμάτων φαίνεται ότι ήταν μια αργή διαδικασία.

Καθώς δεν διαθέτουμε συνολική εικόνα της Αγοράς, είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε αν και σε ποιο βαθμό υπήρξαν δραστικές αλλαγές στην οργάνωση του χώρου. Η επικράτηση της οικονομικής, και κοινωνικής σταθερότητας στην εποχή του Αυγούστου βοήθησε πιθανότατα στην ανάληψη ορισμένων έργων. Τα ανασκαφικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι τα έργα αυτά είχαν κυρίως αναστηλωτικό ή επιδιορθωτικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ανακαίνιση του «δρόμου-στίβου» και η επιδιόρθωση και μετατροπή του κλασικού κτιρίου με τις πιόσχημες στοές (Ρ).

Το μοναδικό νέο κτίριο αυτής της περιόδου είναι ένα κτίριο με εσωτερική αυλή, το οποίο κτίστηκε στη θέση των παλαιών εργαστηρίων που βρίσκονταν πίσω από την κρηπίδα Κ και τα οποία είχαν καταστραφεί από φωτιά στις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου. Πάρα τη θεωρία που θέλει όλες τις εμπορικές και χειροτεχνικές δραστηριότητες να απομακρύνονται από το χώρο της Αγοράς κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου, ο εργαστηριακός χαρακτήρας του κτιρίου ΚR καταδεικνύει ότι η Αγορά εξακολουθούσε να είναι ένας χώρος στον οποίο στεγάζονταν ποικίλες δραστηριότητες της πόλης, μολονότι υπήρχε αναμφισβήτητα η τάση να συγκεντρωθούν οι δραστηριότητες αυτές σε σαφώς προσδιορισμένους και περιφραγμένους χώρους, όπως ήταν το εσωτερικό της νότιας πλατείας στην Αθήνα, ο «μάκελλος» της Επιγόνης στη Mαντίνεια ή ο λεγόμενος «δρύφακτος» στη Θήρα.

Ανάληψη νέων οικοδομικών έργων στο χώρο της Αγοράς γίνεται μόνο μετά τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. Η οικοδόμηση του μονόπτερου Νυμφαίου στο κέντρο της Αγοράς, το οποίο κτίστηκε πάνω από μια παλιά λατρευτική κρύπτη, αλλά και του μνημειακού περίστυλου τεμένους, στη δυτική περιφέρεια της Αγοράς, το οποίο αντικατέστησε ένα παλαιότερο ναό αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι τα νέα κτίρια κτίστηκαν για να δώσουν μνημειακή μορφή σε παλαιούς χώρους ή κτίρια. Η αυτοκρατορική λατρεία θα ήταν ασφαλώς μια από τις νέες προσθήκες στο χώρο της Αγοράς, μολονότι ο Παυσανίας δεν κάνει καμμία νύξη για την ύπαρξη ναού ή βωμού.

Μια επιγραφή στην οποία οι «Σεβαστοί» μνημονεύονται μαζί με τους άλλους ήρωες της πόλης είναι ενδεικτική ότι η αυτοκρατορική λατρεία τελούνταν στο χώρο της Αγοράς, αν και παραμένει άγνωστο σε ποιο κτίριο. Το μεγάλο τέμενος που κτίστηκε στην δυτική περιφέρεια της Αγοράς συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες να στέγαζε σε κάποιον από τους χώρους τη λατρεία του αυτοκρατορικού οίκου, αφού τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του θυμίζουν τα λεγόμενα «Καισάρεια». Την ταύτιση υποστηρίζει έξαλλου, όπως προαναφέραμε, η εύρεση μίας επιγραφής με χάλκινα γράμματα που εντοιχίστηκε στη βόρεια στοά του κτιρίου, όταν αυτό μετατράπηκε σε Θέρμες και η οποία πιθανότατα προερχόταν από την πρόσοψη του vαού.

Η καθυστέρηση ή η διστακτικότητα στην εκτέλεση νέων έργων δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Σύμφωνα με τον Ρ. Aupert, ο εκρωμαισμός των δημοσίων χώρων στις ελληνικές πόλεις ήταν μια διαδικασία αργή που συχνά κωλυόταν από την αδυναμία εξεύρεσης πόρων, την αδυναμία προσέλκυσης μεγάλων χορηγών ή απλώς την έλλειψη πραγματικών αναγκών που θα υπαγόρευαν την κατασκευή νέων κτιρίων.

Η περιγραφή του Παυσανία είναι ενδεικτική ότι τουλάχιστον μέχρι την εποχή της επίσκεψής του, η τοπογραφία και οι παραδοσιακές αρχές οργάνωσης του χώρου παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτες αν και συχνά είναι δύσκολο κάτω από την επιφάνεια της θρησκευτικής περιήγησης του Παυσανία να διακρίνουμε ποια από τα κτίρια που περιγράφει ήταν πράγματι παλαιά ή ποια από αυτά αποτελούν προσθήκες της αυτοκρατορικής περιόδου.

Είναι ωστόσο πιθανό ότι η Αγορά, παρά την προσθήκη κάποιων νέων κτιρίων και τις επιδιορθώσεις των παλαιών, διατήρησε σε μεγάλο βαθμό την παραδοσιακή της μορφή τουλάχιστον ως τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. Τότε κτίζεται η μαρμάρινη κρήνη των Τιβερίων Ιουλίων που κατάργησε το δρόμο των αθλητικών αγώνων (στίβο), ενώ παράλληλα η πεταλοειδής κατασκευή (ορχήστρα) μετατράπηκε σε δεξαμενή. Την ίδια περίοδο επίσης φαίνεται ότι μπαζώνεται η κρύπτη και πιθανότατα καταργείται και η λατρεία που στεγαζόταν κάτω από το κυκλικό Νυμφαίο, το οποίο λειτουργεί πλέον ως απλή κρήνη. Η κατάργηση του δρόμου, της Ορχήστρας αλλά και η αλλαγή χρήσης του μονόπτερου είναι πιθανόν ενδείξεις ότι κάποιοι από τους παραδοσιακούς χώρους έχασαν τη σημασία τους.

Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από αλλαγές στο χωροοργανωτικό πλαίσιο της Αγοράς, καθώς την περίοδο αυτή καταργήθηκε η δυτική πτέρυγα του ρωμαϊκού Γυμνασίου και η βόρεια στοά του κτιρίου προεκτάθηκε προς τα δυτικά και συνέδεσε το Γυμνάσιο με το υπόστυλο κτίριο (Βουλευτήριο), ενώ μια σειρά καταστημάτων κτίστηκε πίσω από την προέκταση της στοάς. Η προέκταση της, στοάς προς τα δυτικά σηματοδοτεί οπωσδήποτε μια σημαντική αλλαγή στο χωροοργανωτικό πλαίσιο της Αγοράς, καθώς μια πρόσβαση ανοικτή για αιώνες κλείνει και η μορφή του χώρου προσεγγίζει πιο κλειστά σύνολα, όπως ήταν οι περίστυλες Αγορές. Το κλείσιμο της νότιας πλευράς της Αγοράς και η δημιουργία μιας ενιαίας πλατείας συνοδεύτηκε πιθανότατα από μια προσπάθεια μνημειακής οριοθέτησης των βασικών εισόδων του χώρου. Τα θεμέλια δυο πυλώνων που ανασκάφτηκαν στο βόρειο τμήμα του ανασκαμμένου χώρου ανήκουν σε μία αψίδα που χρονολογείται στις αρχές του 4ου  αι. μ.Χ., και είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο πιθανότατα έγινε προσπάθεια να διαμορφωθούν μνημειακά οι κύριες είσοδοι της Αγοράς.

 

Κτιριακοί τύποι και τρόποι κατασκευής

 

Οι δυο κρήνες που κτίστηκαν στην αυτοκρατορική περίοδο στον κεντρικό ανοικτό χώρο της Αγοράς αποτελούν από πολλές απόψεις χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής της περιόδου. Οι κατασκευαστές χρησιμοποίησαν σύγχρονα υλικά (οπτές πλίνθους, χυτή τοιχοποιία και υδραυλικό κονίαμα), αναδεικνύοντας την αναπτυγμένη υδραυλική τεχνολογία της εποχής μέσω καλαίσθητων και ακριβών κατασκευών που ακολουθούσαν γνωστούς κτιριακούς τύπους της περιόδου, όπως είναι η μικρή θόλος.

Ένα κτίριο που αξίζει ιδιαίτερης, προσοχής, τόσο για το μέγεθός του όσο και τις εμφανείς επιρροές του από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, είναι το περίστυλο τέμενος που κτίστηκε εκτός ορίων της Αγοράς, στη δυτική περιφέρειά της. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του περίστυλου τεμένους με τον αξονικά τοποθετημένο ναό, τα υλικά (π.χ. οπτές πλίνθοι και opus caementicium) και η κατασκευαστική καινοτομία της που εφαρμόστηκε στην καμάρα που στέγαζε το σηκό είναι στοιχεία που είναι ξένα στην παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική.

Ο Ρ. Aupert δέχεται ότι η ταύτιση του κτιρίου με Ασκληπιείο ή τέμενος, των Αιγυπτίων θεών θα μπορούσε να εξηγήσει ορισμένα από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του, όπως το περίκλειστο σχήμα, τους γκρίζους μονολιθικούς κίονες στις στοές, την αυλή που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τις στοές, το βαθύ σηκό του ναού, ακόμα και την καμαροσκέπαστη οροφή. Ωστόσο πιστεύω ότι παρά τα «αιγυπτιακά» χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κτίριο τόσο κατασκευαστικά – τεχνικά όσο και τυπολογικά εντάσσεται απόλυτα στην αρχιτεκτονική της περιόδου που εξετάζουμε. Ο τύπος του περίστυλου τεμένους με τον αξονικά τοποθετημένο ναό στο βάθος της αυλής είναι, όπως είδαμε, ένας αρχιτεκτονικός τύπος που μολονότι προέρχεται αρχικά από την πτολεμαική Αίγυπτο, αργότερα προσαρμόστηκε στις ρωμαϊκές ανάγκες, ιδιαίτερα ως Καισάρειο ή αυτοκρατορικό Forum και αποτέλεσε ένα από τους πιο διαδεδομένους αρχιτεκτονικούς τύπους της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.

Η παρουσία ενός τόσο χαρακτηριστικού ρωμαϊκού κτιριακού τύπου στο κέντρο μίας επαρχιακής πόλης καταδεικνύει πιθανότατα ότι η διάδοση αρχιτεκτονικών τύπων, όπως και υλικών δομής της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής στην Ανατολή, ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι πιστεύουμε.

Το κτίριο οπωσδήποτε δεν αποτελεί εξαίρεση στην αρχιτεκτονική ιστορία της πόλης του Άργους. Οι κρήνες της Αγοράς, η νέα σκηνή (scaenae frons) του θεάτρου, το πλινθόκτιστο Ωδείο, το υδραγωγείο και οι Θέρμες είναι κτίρια που εντάσσονται στο αρχιτεκτονικό πλαίσιο της περιόδου και όμοιά τους βρίσκουμε σε αναρίθμητες άλλες πόλεις του ρωμαϊκού κόσμου.

Έτσι αναδεικνύεται μια εικόνα της Αγοράς και γενικότερα της πόλης του Άργους, που είναι αρκετά πιο σύνθετη από την εικόνα που μας παραδίδει ο Παυσανίας. Αναμφισβήτητα η Αγορά ήταν ένας χώρος που διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τον παραδοσιακό του χαρακτήρα και τα ιστορικά του κτίρια και αυτό ακριβώς το στοιχείο ήταν που προσέλκυσε το ενδιαφέρον περιηγητών όπως ο Παυσανίας, επισκεπτών με αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον αλλά και του ίδιου του αυτοκράτορα. Παράλληλα όμως η Αγορά ήταν ένας ζωντανός – λειτουργικός χώρος που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πολιτών και ως τέτοιος σταδιακά εμπλουτίστηκε με κτίρια κτισμένα με νέα υλικά και σύγχρονους αρχιτεκτονικούς τύπους.

 

Υποσημειώσεις


 

* Van Berchem D., «Les Italiens d’ Argos et le decline de Delos», BCH 86 (1962), 305-313 Pierant M., «A propos des subdivisions de la population argienne». BCH 109 (1985), 355-356. Οι «Ρωμαίοι οι εν Άργει κατοικούντες» εμφανίζονται σε διάφορες επιγραφές, όπως την IG IV αρ. 606, στην οποία οι Ρωμαίοι κάτοικοι της πόλης εμφανίζονται να τιμούν τον τοπικό ευεργέτη Τιβέριο Κλαύδιο Διόδοτο για τις οικονομικές του συνεισφορές. Σε μια άλλη επιγραφή του 67 π.Χ (IG IV αρ. 604) η ίδια ομάδα εμφανίζονται ως «Ιταλοί οι εν Άργει πραγματευόμενοι».

** Μπανάκα – Δημάκη Α.,  Παναγιωτοπούλου Α.,  Οικονόμου- Laniado A. οπ. σημ. 40, 328. Η πιο πιθανή πηγή του νερού είναι οι πηγές στο σημερινό Κεφαλάρι, βλ. Vollgraff W., BCH 54 (1920), 224 αλλά μάλλον υπήρχε  και δεύτερη πηγή στα βόρεια της πόλης. Σύμφωνα με την S. Alcock, οπ. σημ. 4. 124-125 το νερό προερχόταν πιθανότατα από το μεγάλο υδραγωγείο που έκτισε ο Αδριανός για να υδροδοτήσει την Κόρινθο από την περιοχή της Στυμφάλου. Το ένα υδραγωγείο απέληγε σε μια δίχωρη δεξαμενή Vollgraff W., BCH 82 (1958). 516 κ.ε. που ήταν λαξευμένη μέσα στο βράχο στις ανατολικές πλαγιές της Λάρισας και θύμιζε σπηλιά. Η ανωδομή του οικοδομήματος ήταν κτισμένη από οπτές πλίνθους και η οροφή σχημάτιζε καμάρα. Στο εσωτερικό έστεκε το άγαλμα του Αδριανού σε ηρωική γυμνότητα, βλ. Marceade M – Reftopoulou E., Sculptures  BCH 87 (1963), 42-49, εικ.16 και 18. Niemeyer H.G. studien Zu den statuarischen Darstellungen der romischen Kaiser, Berlin, 1968, αρ. 113 ενώ η πρόσοψη είχε τη μορφή ιωνικής κιονοστοιχίας. Από αυτή την κεντρική δεξαμενή ξεκινούσαν μικρότεροι αγωγοί που εφοδίαζαν τις διάφορες κρήνες και θέρμες της πόλης.

*** Spawforth A. J. «Corinth, Argos and the Imperial Cult, Pseudo – Julian, Letters 198». Hesperia 63 (1994), 226-230. Η αίσθηση ανωτερότητας που πηγάζει από τη θέση της πόλης στην ελληνική ιστορία και στους μύθους γίνεται αντιληπτή από μια επιγραφή που σώζει επιστολή που έστειλαν οι Αργείοι σε κάποιο Ιουλιοκλαύδιο αυτοκράτορα και στην οποία – περήφανοι για το όνομα και την ιστορία της πόλης τους – παραπονούνται σε αυτόν για το ότι πρέπει να πληρώνουν για την τέλεση θηριομαχιών στην Κόρινθο (τις οποίες αποκαλούν «ξενική θεά»), χαρακτηρίζοντας μάλιστα υποτιμητικά τους κατοίκους της Κορίνθου ως απογόνους σκλάβων. Η επιγραφή χρονολογούνταν στα παλαιότερα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουλιανού αλλά σύμφωνα με τον Spawforth χρονολογείται στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. Η Μ. Walbank “ Evidence for Imperial cult in Julio Claudian Corinth’’, στο  A. Small (επιμ.) Subject and Ruler the cult of  ruling power in classical antiquity. JRA suppl 17 (1994), 213 θεωρεί ότι η επιγραφή   είναι ακόμα παλαιότερη και χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της ζωής της αποικίας της Κορίνθου.

**** Σύμφωνα με τον J. Coulton Roman Aqueducts in Minor Asia, στο Minor Asia, στο Macready S – Thompson F.H. (επιμ.), Roman Archiecture in the Creek World. London 1987, 73 η κατασκευή ενός υδραγωγείου, εκτός των πρακτικών αποτελεσμάτων που είχε στην υδροδότηση και την υγιεινή μιας πόλης, συμβόλιζε πάνω απ’ όλα την ύπαρξη ενός φορέα εξουσίας (της αυτοκρατορίας) που μπορούσε να εξασφαλίζει την εκτέλεση και διατήρηση έργων που κάλυπτα μεγάλες αποστάσεις και διέσχιζαν διαφορετικές εδαφικές επικράτειες.

***** Όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις της περιόδου η δράση των εκρωμαισμένων αριστοκρατών τους ήταν ένας πολύ σημαντικός μηχανισμός για την ενίσχυση των υποδομών της πόλης και τον εξωραϊσμό της βλ. σχετικά Stephan E. Homoratioren, Griechen, Polisburger Kollektive Identitaten inncrhalb der Oberschicht des Kaiscrzeitlichen Kleinasien, Gottihngen 2002 και Quab F., Honoratiorenschicht in den Stadten des griechischen Ostens. Sturtgart 1993. Οι δωρεές αυτές συχνά περιστρέφονται ή σχετίζονται με κάποια μεγάλη αυτοκρατορική χορηγία όπως ήταν για παράδειγμα το υδραγωγείο του Αδριανού. Αυτό είναι το φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις πόλεις που ευεργετήθηκαν από αυτοκρατορικές χορηγίες. Η κατασκευή ενός μεγάλου έργου δημοσίας ωφέλειας της κλίμακας ενός λιμανιού, ενός υδραγωγείου ή μιας εμπορικής Αγοράς, ήταν εκτός των οικονομικών δυνατοτήτων των τοπικών ευγενών, αλλά συχνά ένα τέτοιο μεγάλο έργο λειτουργούσε ως καταλύτης που προκαλούσε την εκτέλεση μικρότερων έργων που σχετίζονταν με αυτό και το αναδείκνυαν.

 

Πηγή


  • Ευαγγελίδης Βασίλειος, «Η αγορά των Πόλεων της Ελλάδας από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση ως τον 3ο αι. μ.Χ.», διδακτορική διατριβή, τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2007.

 

 Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Η διάδοση των Ρωμαϊκών Ονομάτων στην Αργολίδα (1ος  αι. π.Χ. – 3ος αι. μ.Χ.)

 

 


 

 Από τις 250 επιγραφές της Αργολίδας, στις οποίες μαρτυρούνται περίπου 200 πρόσωπα, που απόκτησαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη από το τέλος του 1ου αι. π.Χ. μέχρι το 212 μ.Χ., παρακολουθείται η σταδιακή διείσδυση των ρωμαϊκών ανθρωπωνυμίων στις τέσσερεις αρχαίες πόλεις του νομού, σύμφωνα με την σύγχρονη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, στο Άργος, την Επίδαυρο, την Ερμιόνη και την Τροιζήνα.

Τα λιγοστά ρωμαϊκά ονόματα που εμφανίζονται στις επιγραφές που χρονολογούνται στην περίοδο μεταξύ του τελευταίου τετάρτου του 1ου αι. π.Χ. ως την πρώτη τριακονταετία του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα θα πολλαπλασιαστούν προϊόντος του αιώνα, για να αυξηθούν ακόμα περισσότερο στον 2ο αι. Στην ουσία η αύξηση αυτή αφορά κυρίως στα gentilicia και όχι στα cognomina, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία παραμένουν ελληνικά.

 

Η προσέγγιση του επιγραφικού υλικού από την Αργολίδα αφορά κυρίως στην μελέτη των επιγραφών που προέρχονται από τις τέσσερεις πόλεις – κράτη της αρχαιότητος, του Άργους, της Επιδαύρου, της Ερμιόνης και της Τροιζήνας, που γεωγραφικά περιλαμβάνονται στον νομό Αργολίδας, στην βορειοανατολική Πελοπόννησο, σύμφωνα με την σύγχρονη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας.[1]

Στις τετρακόσιες περίπου επιγραφές που χρονολογούνται από τον 2ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τον 4ο μεταχριστιανικό, αν και το διαθέσιμο υλικό από τα μέσα του 3ου αι. και μετά είναι ελάχιστο, μαρτυρούνται 272 πρόσωπα που φέρουν ρωμαϊκά ονόματα. Από τα πρόσωπα αυτά τα 78 ταυτίζονται είτε με γνωστούς Ρωμαίους, υπηρέτες της κεντρικής διοίκησης στην επαρχία της Αχαΐας – δεν συμπεριλαμβάνονται οι αυτοκράτορες και τα μέλη των αυτοκρατορικών οικογενειών – είτε με Έλληνες μη καταγόμενους από την Αργολίδα. Στα 272 πρόσωπα που αναφέρθηκαν θα πρέπει να προστεθούν και οι αντίστοιχοι Αργείοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι και Ερμιονείς, που έχουν ρωμαϊκά ονόματα και μαρτυρούνται σε επιγραφές προερχόμενες από άλλες ελληνικές πόλεις.

Στον 1ο αι. π.Χ. σε επιτύμβιες επιγραφές από το Άργος απαντούν πρόσωπα με ονόματα όπως Γάϊος, Λεύκιος[2], Αύλος[3] η Πρείμα[4], χωρίς gentilicium ή cognomen, ενώ τα πατρώνυμα όλων, καθώς και τα ονόματα των αδελφών ενός Αύλου και της Πρείμας είναι ονόματα ελληνικά.

Παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων ερευνητών για το κατά πόσον τα αρσενικά τουλάχιστον ονόματα που προαναφέρθηκαν είναι πράγματι λατινικής προελεύσεως ή ελληνικής, θα πρέπει για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε ρωμαϊκή επίδραση.[5]

Σε δύο τιμητικές επιγραφές από το Άργος, μία λατινική για τον Καικίλιο Μέτελλο, που χρονολογείται το 69/68 π.Χ.[6] και μία δίγλωσση για τον γαμβρό του Μάρκιο Ρήγα του 67/ 66 π.Χ.,[7] αναφέρονται Ιταλοί negotiatores εγκατεστημένοι στην πόλη, Italici quei Argeis negotiantur. Επομένως τουλάχιστον στο α’ μισό του 1ου αι. π.Χ. στο Άργος υπήρχε μία κοινότητα Ιταλών.[8]

Η εποχή της εγκατάστασης των Ιταλών negotiatores στο Άργος ίσως να πρέπει να συνδυαστεί με την καταστροφή του λιμανιού του Πειραιά από τον Σύλλα το 86 π.Χ. και την παρακμή των μεγάλων εμπορικών κέντρων με τις εξαιρετικά ανθηρές κοινότητες των Ιταλών και των Ρωμαίων εμπορευομένων, όπως η περίπτωση της Δήλου.

Ασφαλώς το Άργος, χωρίς να προσφέρει τα πλεονεκτήματα της Δήλου ή της Ρόδου, διέθετε ορισμένα πολύ θετικά στοιχεία που ευνοούσαν την εγκατάσταση των Ιταλών negotiatores.[9] Η πόλη διέθετε ένα πολύ καλό λιμάνι, πάνω στο δρόμο επικοινωνίας του Αιγαίου και της Ασίας με την Ιταλία και την Δύση. Η καταστροφή της Κορίνθου λειτουργεί απόλυτα θετικά στην εξέλιξη του Άργους σε κέντρο εμπορίου. Και το κυριότερο ίσως, η πόλη διέθετε πλούσια γη για καλλιέργεια και νομές.[10]

Είναι πολύ πιθανό μετά την παρακμή της Δήλου ένα μέρος των εκεί εμπορευομένων να εγκαταστάθηκε στο Άργος μεταθέτοντας εκεί τις δραστηριότητες και τα συμφέροντα τους. Κατά μίαν άποψη η συνέχεια αυτή δικαιολογεί και τη χρήση του όρου Ιταλοί / Italici, στις προαναφερθείσες αργολικές επιγραφές, σε εποχή μετά τον Συμμαχικό πόλεμο, που θεωρητικά τουλάχιστον όλοι οι κάτοικοι της Ιταλικής χερσονήσου είχαν αποκτήσει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Οι έμποροι που εγκαταστάθηκαν στο Άργος θέλησαν να περιβάλουν τη νέα τους έδρα με την δύναμη και το κύρος που είχε αποκτήσει η συντεχνία τους στη Δήλο.[11]

  

 

 

Άργος, Ρωμαϊκά Λουτρά – The Roman Baths

 

  

Αυτό που φαίνεται να προκύπτει από την μελέτη του δημοσιευμένου τουλάχιστον ανθρωπωνυμικού υλικού του Άργους είναι ότι η κοινότητα των negotiatores θα πρέπει να ανέπτυξε δραστηριότητες περιορισμένης εμβέλειας και διαφορετικής ενδεχομένως φύσεως. Η σύγκριση των προσωπογραφικών και ανθρωπωνυμικών δεδομένων της Δήλου[12], αλλά και της Ρόδου[13], με αυτά του Άργους παρέχει σαφείς ενδείξεις.

Τέσσερα μόνο πρόσωπα στις επιγραφές του Άργους, που χρονολογούνται στο τελευταίο τρίτο του 1ου αι. π.Χ. ή στις αρχές του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα, είναι φορείς των tria nomina[14]. Το παλαιότερο και μοναδικό για τα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια λατινικό cognomen είναι το Ινγένουος[15] και φέρεται από τον Λεύκιο Κορνήλιο Ινγένουο ή Ίνγενο, σε διαφορετική απόδοση, πρόσωπο γνωστό από δύο τιμητικές επιγραφές[16].

[ Σημείωση Βιβλιοθήκης. Τria nomina: Χαρακτηριστικά τρία ονόματα που συμπλήρωναν την ονοματοδοσία των Ρωμαίων πολιτών. Αποτελούνταν από το praenomen (το μικρό όνομα), το nomen gentilicium (το όνομα της οικογένειας ή της φυλής στην οποία ανήκε) και το cognomen (το όνομα του συγκεκριμένου κλάδου της οικογένειάς του) ή το agnomen (ένα χαρακτηριστικό προσωπικό όνομα που οφειλόταν σε κάποια ιδιότητα, ένα είδος παρωνυμίου δηλαδή).]

Είναι πιθανό ο Ινγένουος, ο οποίος τιμάται από την συντεχνία των Λεειτών, ενδεχομένως των λιθοξόων (από το λείος, λειαίνω)[17] να ανήκε ή να προερχόταν από τον κύκλο των Ιταλών. Το βέβαιο όμως είναι ότι είχε πολιτογραφηθεί και Αργείος, αφού στην δεύτερη επιγραφή που τιμάται από τον δήμο των Αργείων αναφέρεται ότι είχε διατελέσει γυμνασίαρχος, αγορανόμος, γραμματεύς, ταμίας και αγωνοθέτης[18].

Εξ ίσου πιθανή βέβαια είναι και η περίπτωση να πρόκειται για ντόπιο που οφείλει ενδεχομένως την πολιτεία στον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα, ταμία και αντιστράτηγο στην Αχαΐα το 25 π.Χ. περίπου,[19] και ο οποίος, αν και σε πρώιμους σχετικά χρόνους, υιοθέτησε το λατινικό cognomen. Ίσως μάλιστα η ίδια η σημασία, η ελληνική ερμηνεία, του cognomen να αποτελεί ένδειξη για την καταγωγή του.

Σε δίγλωσση επιτύμβια επιγραφή μαρτυρείται το όνομα του Μάρκου Περπέρνα Ύμνου[20], ενδεχομένως απελεύθερου[21], ο οποίος θα μπορούσε να είναι και αυτός μέλος της κοινότητας των εμπορευομένων. To gentilicium Περπέρνας, όχι συχνό στον ελλαδικό χώρο, είναι κοινό στο ονοματολόγιο των Ετρούσκων[22]. Αντίθετα το cognomen υποδηλώνει ελληνική προέλευση. Απαντάται σε κείμενα πολλών ελληνικών πόλεων ως απλό όνομα[23].

Ο ρήτορας και φίλος του Μάρκου Αντώνιου, Μάρκος Αντώνιος Αριστοκράτης, υιός Αναξίωνος[24], θα πρέπει να αναγνωριστεί σε τιμητική επίσης επιγραφή του β’ μισού του 1ου αι. π.Χ.[25]. Δεν είναι βέβαιο αν είναι Αργείος ή Αθηναίος, καθώς εκτός από την συντεχνία των Αργείων σπατοληαστών, των βυρσοδεψών (από το σπάτος), τιμάται και από τον δήμο των Αθηναίων[26]. Το βέβαιο πάντως είναι ότι υπεύθυνος για την πολιτεία του είναι ο ίδιος ο Μάρκος Αντώνιος.

Ο αριθμός των ρωμαϊκών ονομάτων στο Άργος αυξάνεται προϊόντος του 1ου αι. μ.Χ., για να γίνει ακόμα μεγαλύτερος τον 2ο αι. Τον 3ο αι. παρατηρείται μία σημαντική μείωση, άλλωστε και γενικά οι επιγραφικές μαρτυρίες ελαχιστοποιούνται, για να καταλήξουμε τελικά σε μόνο ένα όνομα στον 4ο αι. Στις επιγραφές μαρτυρούνται 15 gentilicia Αργείων, εκ των οποίων τα 6 είναι αυτοκρατορικά και φέρονται από 25 πρόσωπα. 19 ακόμα Αργείοι ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες.

Οι περισσότεροι από τους Αργείους που έχουν την πολιτεία ανήκουν στο γένος των Κλαυδίων. Από τους πρώτους Κλαυδίους του Άργους φαίνεται ότι ήταν ο Τιβέριος Κλαύδιος, υιός Διοδότου, Διόδοτος, αγορανόμος, γραμματέας, ιερέας και αγωνοθέτης των Νεμείων και των πρώτων Σεβαστείων σε αντικατάσταση των μέχρι τότε τελουμένων Καισαρείων[27], τον οποίον τιμούν οι Ρωμαίοι οι εν Άργει κατοικούντες.[28]

Στο ίδιο αυτό γένος ανήκουν και οι δύο από τις τρεις σημαντικές οικογένειες Αργείων των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων του Τιβερίου Κλαυδίου Αντιγόνου, γερουσιαστή και αγωνοθέτη Νεμείων και Σεβαστείων, ο οποίος αποκτά την πολιτεία μεταξύ 49 και 54[29], και του Τιβερίου Κλαυδίου Τυχικού[30]. Η τρίτη οικογένεια είναι αυτή του Γναίου Πομπηίου Κλεοσθένη, επίσης γερουσιαστή και αγωνοθέτη[31]. Ο 2ος αι. αποτελεί περίοδο ακμής για το Άργος μετά την ευεργετική πολιτική του Αδριανού προς την πόλη και την συμμετοχή του στο Πανελλήνιο[32].

Σε αντίθεση με τις οικογένειες των Αργείων, για τις οποίες οι σωζόμενες μαρτυρίες δεν αφορούν περισσότερες από τρεις γενεές, οι μεγάλες οικογένειες της γειτονικής Επιδαύρου, τα μέλη των οποίων αρκετά νωρίς αποκτούν την ρωμαϊκή πολιτεία, έχουν μία μακρά παράδοση που ανάγεται τουλάχιστον στο α’ μισό του 3ου αι. π.Χ., και παρακολουθείται αδιάσπαστα μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα[33].

Βεβαίως είναι πολύ πιθανόν αυτή η αδιατάρακτη διαδοχή των γενεών να οφείλεται στην ίδια την φύση των επιγραφών, στο σύνολο τους σχεδόν αναθηματικές και τιμητικές. Το μέγιστο μέρος του δημοσιευμένου τουλάχιστον υλικού προέρχεται από το ιερό του Ασκληπιού και ένα μικρότερο ποσοστό από το ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, ένα χώρο με πανελλήνια ακτινοβολία από τον 4ο αι. π.Χ. Όπως είναι φυσικό σε τέτοιου είδους κείμενα σώζονται μαρτυρίες για πρόσωπα προερχόμενα από μία συγκεκριμένη τάξη, από ένα περιορισμένο σχετικά κύκλο, που η κοινωνική τους θέση επιτρέπει την ανάληψη του κόστους ενός αναθήματος ή ενός τιμητικού ανδριάντα και την συναναστροφή τους άμεσα ή έμμεσα με τους εκάστοτε κρατούντες. Όντας μέλη της ηγετικής τάξης της πόλης, μπορούσαν ευκολότερα να συνδεθούν με τους φορείς της ρωμαϊκής εξουσίας.

Τα στέμματα των μεγάλων οικογενειών της Επιδαύρου έχουν αποκατασταθεί από τον Fraenkel και τον Hiller von Gaertringen στους τόμους των Inscriptiones Graecae IV και IV Ι2 αντίστοιχα, ενώ ειδικά για την οικογένεια των Στατειλίων υπάρχει η πρόσφατη διεξοδική μελέτη του Α. Spawforth[34]. Στην οικογένεια των Κλαυδίων είναι πιθανή η προσθήκη της οικογένειας του Τιβερίου Κλαυδίου Πολυκράτη[35], πατέρα της Κλαυδίας Δαμαρούς[36], συζύγου του Τιβερίου Κλαυδίου Ξενοκλή[37], συγγενούς των Στατειλίων, η οποία επιτρέπει την παρακολούθηση ενός ακόμα κλάδου των Κλαυδίων μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 2ου αι.

 

Πολυκράτης Ευάνθους

Χ

Τιβ. Κλαύδιος Πολυκράτης                      Τιβ. Κλαύδιος

                                                                              Φαιδρίας

Κλαύδια Δαμαρώ                                          Τιβ. Κλαύδιος

                                                                             Ξενοκλης

Τιβ. Κλαύδιος Φαιδρίας[38]                   Τιβ. Κλαύδιος

                                                                           Παύλος

  

Στο δεύτερο μισό του 2ου αι. τα μέλη των μεγάλων οικογενειών παύουν να κατέχουν τα αξιώματα της πόλης και εμφανίζονται νέα πρόσωπα. Με την παρακμή των παλαιών αριστοκρατικών γενών, φαινόμενο γενικότερο της εποχής, ίσως να μπορεί να συνδυαστεί και η παρακμή του ιερού, που προκειμένου να συντηρηθεί και να επισκευαστεί απαιτήθηκαν τα χρήματα του Ρωμαίου συγκλητικού Σέξτου Ιουλίου Μαΐωρος Αντωνίνου Πυθοδώρου Νυσαέως [39].

Ο πρώτος Επιδαύριος ο οποίος παίρνει την ρωμαϊκή πολιτεία θα πρέπει να είναι ο Νικάτας Σωδάμου, για να ονομαστεί Γναίος Κορνήλιος Νικάτας, ενδεχομένως στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 1ου αι. π.Χ. Ίσως και αυτός να οφείλει την πολιτεία του στον ταμία και αντιστράτηγο της Αχαΐας Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα. Οι Κορνήλιοι φαίνεται ότι ήταν βασικοί υποστηρικτές της αυτοκρατορικής λατρείας στην Επίδαυρο.

Ο Γναίος Κορνήλιος Νικάτας στα χρόνια του Αυγούστου θέσπισε για πρώτη φορά τα Καισάρεια και καθιέρωσε να συνεορτάζονται με τα Απολλωνιεία και τα Ασκληπιεία, αγωνοθετήσαντα πρώτον τα Απολλωνίεια και Ασκληπίεια κτίσαντά τε ταν Καισαρείων πανάγυριν και αγώνας και πρώτον αγωνοθετήσαντα, και διετέλεσε δύο φορές ιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας. Όταν αργότερα τα Καισαρεία έγιναν Σεβάστεια, από τους τελευταίους αγωνοθέτες στην Επίδαυρο είναι ο δισέγγονος του Γναίος Κορνήλιος Φαβία Πούλχερ, ο γνωστός από επιγραφές της Κορίνθου, της Τροιζήνας, του Άργους, της Αθήνας, αρχιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας, ελλαδάρχης και γραμματέας του Κοινού των Αχαιών[40]».

Ο γιος του Νικάτα, Γναίος Κορνήλιος Πούλχερ, είναι ο πρώτος Επιδαύριος με λατινικό cognomen, σε εποχή αρκετά πρώιμη, τουλάχιστον στην πρώτη δεκαπενταετία του 1ου αι. μ.Χ., σαφέστατη ένδειξη του εκρωμαϊσμού της οικογένειας του. Ο Πούλχερ ήταν νικητής εν κέλητι τελείω και συνωρίδί τελεία σε αγώνες του 32 / 33[41], αγωνοθέτης των Ισθμίων και των αυτοκρατορικών αγώνων του 43, ενώ τιμάται από την πόλη των Επιδαυρίων ετών οντά τεσσάρων και αγορανομήσαντα και γυμνασιαρχήσαντα εν ταις πανυγήρεσιν, αρετάς ένεκεν και ευνοία, ένδειξη της εξέχουσας θέσης της οικογένειας του και της μεγάλης επιρροής της στα κοινά.

Στην ίδια οικογένεια με τον Νικάτα ανήκει και ο Νικοτέλης Ευνόμου, αγωνοθέτης των Ασκληπιείων και των αυτοκρατορικών αγώνων του, ο οποίος είναι και ο πρώτος από τον κλάδο των Κλαυδίων που αποκτά την ρωμαϊκή πολιτεία μεταξύ 49 και 54. Στο Ασκληπιείο σώζεται η βάση των ανδριάντων που ο Τιβέριος Κλαύδιος Ευνόμου υιός Νικοτέλης ίδρυσε προς τιμή του Κλαυδίου και της Αγριππίνας.

Στην περίοδο της αρχής του Πόπλιου Μέμμιου Ρέγουλου, ανάμεσα 35 και 44, αποκτά την πολιτεία ο Τίτος Στατείλιος Τιμοκράτης, ο πρώτος από την τρίτη μεγάλη οικογένεια της Επιδαύρου, τα μέλη της οποίας διαδραματίζουν βασικό ρόλο στα κοινά μέχρι το τέλος σχεδόν του 2ου αι.

Όπως είναι φανερό ήδη από τα στέμματα του Hiller von Gaertringen οι τρεις οικογένειες των Κορνηλίων, των Στατειλίων και των Κλαυδίων αποτελούν στην ουσία τρία παρακλάδια του ίδιου βασικού κορμού. Στην πραγματικότητα είναι μία κλειστή κοινότητα στα μέλη της οποίας εναλλάσσονται τα αξιώματα της πόλης, του ιερού και όχι μόνο. Διατηρούν στενές σχέσεις με το Άργος, που στον 1ο αιώνα είναι η έδρα του συνεδρίου των Αχαιών, αξιώματα του οποίου καταλαμβάνουν, την Κόρινθο, την Σπάρτη, την Αθήνα, που ασφαλώς έχουν να τους προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες πλουτισμού και κοινωνικής ανόδου απ’ ότι η ίδια η πόλη τους, η οικονομία της οποίας θα πρέπει και στην αυτοκρατορική περίοδο, όπως και στα κλασικά χρόνια, να ήταν κατά βάση γεωργική, ενώ μερικά από τα μέλη τους φτάνουν στο να αποκτούν αξιώματα της κεντρικής εξουσίας. Η βασική αντίληψη των αρχαίων ελλήνων, ότι κανείς μπορούσε να είναι πολίτης μίας μόνο πόλης, ως γνωστό, στους αυτοκρατορικούς χρόνους περιήλθε σε αχρηστία και η ρωμαϊκή πολιτεία κατέστη συμβατή με την πολιτεία μιας ή και περισσότερων πόλεων. Και η παλαιά αριστοκρατία της Επιδαύρου δεν θα ξέφευγε από τον κανόνα.

Λίγα είναι τα διαθέσιμα στοιχεία για τις δύο μικρότερες πόλεις της Αργολίδας, την Ερμιόνη και Τροιζήνα. Εδώ όμως το διαθέσιμο υλικό είναι πολύ μικρότερο. Οι Ερμιονείς φορείς της ρωμαϊκής πολιτείας που μπορούν να χρονολογηθούν δεν είναι παλαιότεροι από τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα. Από τα 20 χρονολογημένα πρόσωπα τα 18 ανήκουν στο γένος των Αυρηλίων, 1 στους Ιουλίους και 1 στους Καικιλίους.

Τέσσερα ονόματα γένους μαρτυρούνται στις επιγραφές για τους πολίτες της Τροιζήνας και συμπεριλαμβάνουν μόλις 7 πρόσωπα. Όπως και στο Άργος, παρατηρείται μία υπεροχή των Κλαυδίων, αν και με τόσο λίγο υλικό οποιαδήποτε σύγκριση είναι κάθε άλλο παρά ασφαλής. 

Σε σχέση με το σύνολο των πολιτών των τεσσάρων πόλεων που προαναφέρθηκαν και μέσα στα υπό εξέταση χρονικά πλαίσια, από τον 2ο αι. π.Χ. ως το 212, το ποσοστό των Αργείων και Επιδαυρίων που φέρουν ρωμαϊκά ονόματα πριν το διάταγμα του Καρακάλλα –συμπεριλαμβάνονται και οι αντίστοιχοι Αργείοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι και Ερμιονείς, που έχουν ρωμαϊκά ονόματα και μαρτυρούνται σε επιγραφές προερχόμενες από άλλες πόλεις – δεν ξεπερνά το 25%, ενώ είναι μερικές μονάδες μικρότερο για τους Τροιζηνίους και τους Ερμιονείς.

Τα λιγοστά ρωμαϊκά ονόματα που μαρτυρούνται στις επιγραφές της Αργολίδας μέχρι το α’ τρίτο του 1ου αι.μ.Χ., αυξάνονται σημαντικά κατά την διάρκεια του β ‘ μισού του ίδιου αιώνα, από την εποχή της αρχής του Κλαυδίου. Ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο τον 2ο αι. Όσον αφορά μάλιστα στα μέλη των παλαιών αριστοκρατικών γενών είναι φανερό ότι μέχρι το τέλος του 2ου αι. είχαν αποκτήσει στο σύνολο τους τον τίτλο του ρωμαίου πολίτη.

Όμως η αύξηση αυτή αφορά κυρίως στα ονόματα γένους. Τα cognomina ακολουθούν την ίδια μεν αύξηση, ο αριθμός τους αυξάνεται παράλληλα με τα gentilicia, αλλά το ποσοστό τους σε σχέση με τα ονόματα γένους είναι εξαιρετικά μικρό. Η προτίμηση στα ελληνικά cognomina είναι αναμφισβήτητη. Αν το λατινικό cognomen θεωρηθεί σαφής ένδειξη εκρωμαϊσμού του φέροντος, τότε ενδεχομένως η εμμονή στα ελληνικά cognomina να αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο για την ύπαρξη της ελληνικής εθνικότητας και της εθνικής συνείδησης.

 

Λίνα Γ. Μενδώνη

 Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

 

  

Υποσημειώσεις

 

 


 

 [1] Η μελέτη του ανθρωπωνυμικού υλικού της ρωμαϊκής περιόδου από την Αργολίδα εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του έργου Nomina Romana του προγράμματος Νότιας Ελλάδας του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

 [2] Ο Λεύκιος Λευκίου, τραγικός χοροδιδάσκαλος (SEG 33 [1983] 290), αναγραφόμενος σε κατάλογο τεχνιτών από το Άργος, δεν μπορεί να θεωρηθεί με βεβαιότητα Αθηναίος (πρβλ. LGPN, s. ν. Λεύκιος, αριθμ. 5). Βλ. Ι. Στεφανής, Διονυσιακοί Τεχνίται. Συμβολές στην Προσωπογραφία του Θεάτρου και της Μουσικής των αρχαίων Ελλήνων (Ηράκλειο 1988) 282, αριθμ. 1540.

 [3] SEG 11 (1950)344· /GII2 8378 (για την χρονολόγηση της επιγραφής, Μ. Μιτσός, Αργολική Προσωπογραφία [Αθήνα 1952] 5. ν. Αύλος II).

 [4] SEG 11(1950)344.

[5] E. Kapetanopoulos, «Romanitas and the Athenian Prytaneis», AE 1981,24-25.

[6] CIL III 531.

[7] IG IV 604.

[8] J. Hatzfeld, Les Trafiquants Italiens dans Ι’ Orient Hellénique (Paris 1919) 78· η περιοχή του Κλείτορος που συζητάται από τον Hatzfeld δεν ανήκει στη σύγχρονη Αργολίδα, αλλά στην Αρκαδία. D. van Berchem, «Les Italiens d’Argos et le déclin de Délos», BCH86 ( 1962) 305 – 313 και του ιδίου, «Les Italiens d’ Argos. Un post-scriptum», BCH81 (1963) 322-324.

[9] D. van Berchem, «Les Italiens d’Argos et le déclin de Délos», όπ. π., 306.

[10] Για το ενδιαφέρον των Ρωμαίων σε θέματα γεωργίας και κτηνοτροφίας, S. Zoumbaki, «Ρωμαίοι ενγαιούντες. Römische Grundbesitzer in Eleia», Tyche 9 (1994)213-218.

[11] Πρβλ. D. van Berchem, όπ. π. (υποσημ. 8).

[12] J. Hatzfeld, «Les Italiens résidant à Délos mentionnés dans les inscriptions de l’île», BCH36 (1912) 5-218 και M.-F. Basiez, 215-224. Πρβλ. επίσης, Chr. Le Roy, «EncoreF agora des Italiens à Délos», MélangesP. Leveque 7(1993)183-208.

[13] A. Bresson, infra, 225-238.

[14] 1. Λ(εύκιος) Κορνήλιος Ίνγένουος ή «Ινγενος (= IGIV 607 και SEG 13 [1956]244). ΟΜ. Fraenkel στην έκδοση των IG αναπτύσσει το όνομα ως Λ(ούκιος)· η ανάπτυξη Λ(εύκιος) είναι μάλλον προτιμότερη λόγω της πρωϊμότητας της επιγραφής. 2. Μάρκος Περπέρνας Ύμνος (= SEG25 [1971] 370). 3. Μάρκος Αντώνιος Αριστοκράτης (= IG IV 581). 4. Μάρκος Άνταλίνιος Σιλάσιμος(=/σΐν538+641).

[15] 1. Kajanto, The Latin Cognomina (Roma 1982) 314 (= Η. Solin – Ο. Salomies, Repertorium nomimumgentilium et cognominum latinorum [Mainz 1988] 345).

[16] Βλ. ανωτέρω σημ. 14

[17] Λεεΐται videtur derivatum esse a λείος, ut forma principalis fuerit λεΐτης… quod ex itacisco mutatum est in λεΐτης. Habemus igitur praeter collegia Argiva occurrentiaen. 530,581,608 aliud: «levigantium, levigaverit quidem ligna s. lapides», M. Frankel σχόλια στην έκδοση των IG.

[18] P. Chameaux, «Inscriptions d’ Argos», BCH16 ( 1953) 400-402 και H. W. Pleket, «Three Epigraphic Notes», Mnemosyne (ser. 4) 10(1957) 141-143.

[19] PIR II2 C 1438- E. Groag, Die Römischen Reichsbeamten von Achaia bis auf Diokletian (Wien-Leipzig 1939) 113.

[20] Βλ. ανωτέρω σημ. 14.

[21] Η. Solin, Die griechischen Personennamen in Rom. Ein Namenbuch (Βερολίνο 1982) III, 1177.

[22] W. Schulze, Zur Geschichte lateinischer Eigennamen (Βερολίνο 1904)88(= H. Solin- O. Salomies,ÓJt. π., 141).

[23] Βλ. πρόχειρα LGPN1 – II, s. ν. Ύμνος. Η παλαιότερη μαρτυρία του ονόματος, όσο τουλάχιστον γνωρίζω, είναι σε επιγραφή από την αγορά των Αθηνών, που χρονολογείται στα τέλη του 3ου/αρχές 2ου αι. π.Χ., D. W. Bradeen, Inscriptions. The funerary monuments (1973) 407.

[24] Πλούταρχος, Αντώνιος 69  και P. Graindor, Athènes sous Auguste (Κάϊρο 1927) 236.

[25] Βλ. ανωτέρω σημ. 14.

[26] IG II2 3899. Πρβλ. Ε. Kapetanopoulos, The Early Expansion of Roman Citizenship into Attica during the first part of the Empire (200 B. C. -A. D. 70) [Yale 1963] (αδημ. διδ. διατριβή) 215 και Prosopographia 187.

[27] Α. Β. West, «Achaean Prosopography and Chronology», CPh 23 (1928) 258-269 και ειδικότερα 260, σημ. 2.

[28] IG IV 606.

[29] SEG28 (1978) 396 και 397. Πρβλ. Α. Β. West, όπ. π., 260-261.

[30] M. Piérart, «A propos des subdivisions de la population argienne», BCH 109 (1985) 345-356 και ειδικά 355-356 (= SEG 35 [1985] 270-271).

[31] P. Chameaux, «Inscriptions d’ Argos», BCH80 ( 1956) 598-618 και ειδικότερα 610-614 (SEG 16 [1959] 258 και 259).

[32] A. J. Spawforth – S. Walker, «The World of the Panhellenion II. Three Dorian Cities», JRS 1986, 88-105 και ειδικότερα 101-105, όπου διαπραγματεύονται την δραστηριότητα των μεγάλων οικογενειών της πόλης.

[33] F. Hiller von Gaertringen, JGIV2 1 (Βερολίνο 1929) Prolegomena, XXV, XXX-XXXI, XXXIV.

[34] «Families at Roman Sparta and Epidaurus: Some Prosopographical Notes», ABS A 80 (1985) 191-258 και ειδικότερα 248-258.

[35] IG IV2 1, 685 και 686, ο οποίος χρονικά τοποθετείται στο β ‘ μισό του 1ου αι. μ.Χ. Ο Τιβ. Κλαύδιος Πολυκράτης θα μπορούσε να είναι εγγονός του Πολυκράτους Ευάνθους (= 7GIV21,647), ο οποίος χρονολογείται στο τέλος του 1ου αι. π.Χ.

[36] IG IV2 1,678.

[37] IG IV2 1,678. Αυτός ο Ξενοκλής ταυτίζεται πιθανότατα με τον αναθέτη ενός ανδριάντα στον αξιωματούχο της εποχής του Αδριανού, Γναίο Κορνήλιο Πούλχερ (PIR IIC, 1424). Βλ. W. Peek, Neue Inshrìften aus Epidaurus, Abhandlungen der Sächsischen Akademie der Wissenschaften zu Leipzig, Band 63.5 (Λειψία 1972) 47.

[38] IG IV2 1,686.

[39] F. Hiller von Gaertringen, όπ., π., XXXIV. Ο Ρωμαίος συγκλητικός Sextus Julius Major Antoninus Pythodorus συντήρησε διάφορα κτήρια στο Ασκληπιείο και στο Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα και έκτισε αρκετά νέα, Παυσανίας II. 27,6-7.

[40] PIR II2 C, 1424· για την σταδιοδρομία του Γναίου Κορνηλίου Ποϋλχερ, και κυρίως για τις δραστηριότητες του ως στρατηγός, γραμματεύς των Αχαιών και αρχιερεύς της αυτοκρατορικής λατρείας, βλ. Β. Puech, «Grands Prêtres et Helladarques d’Achaie», REA 85 ( 1983) 17-21. Πρβλ. επίσης G. Bowersock, «Some persons in Plutarch’s moralia», CQ 15 (1965)267-270.

[41] IG IV2 1, 101 και W. Peek, Inschriften aus dem Asklepieion von Epidaurus, Abhandlungen der Sächsischen Akademie der Wissenschaften zu Leipzig (Λειψία 1969) 40-41, αριθμ. 45.

 

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »