Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα’

Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα


 

Έκθεση: «Δεισιδαιμονίες και Βασκανίες: Σύμβολα, ξόρκια, φυλαχτά. Τα λαογραφικά συμφραζόμενα της μαγείας».

 

ΈκθεσηTo Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2009, εγκαινιάζει την έκθεση «Δεισιδαιμονίες και Βασκανίες: Σύμβολα, ξόρκια, φυλαχτά. Τα λαογραφικά συμφραζόμενα της μαγείας», την Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009 , στις 19.30, στο Μουσείο «Β. Παπαντωνίου». 

Οι Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτελούν κορυφαία ευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση και υποστηρίζονται από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Φιλοδοξούν να ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες σε θέματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, να ενισχύσουν την κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση και να συνδράμουν στη δημιουργία ενός πρόσφορου κλίματος για τη διεξαγωγή ενός διαπολιτισμικού διαλόγου.

Το θέμα του φετινού εορτασμού (25-27 Σεπτεμβρίου 2009), στον οποίο η Ελλάδα συμμετέχει για 15η συνεχή χρονιά, είναι «Μάγοι, ξόρκια και φυλακτά – Η μαγεία στον αρχαίο και χριστιανικό κόσμο».

 Η είσοδος στο κοινό θα είναι ελεύθερη και το Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσίαση σχετικών λαϊκών δρωμένων στους επισκέπτες του μουσείου,  από τις 11.00 έως τις 13.00. Τηλ. 27520 28947  Fax. 27520 27960.

Read Full Post »

Κρανιδιώτικη παραδοσιακή τοπική φορεσιά.


 

Παραδοσιακή φορεσιά – ανδρική και γυναικεία – του Κρανιδίου και της ευρύτερης περιοχής της Ερμιονίδας. Ομιλία  της Ερμιονίτισας κας Μαρίκας Κανέλλη – Τουτουντζή, συλλέκτριας παραδοσιακών ενδυμασιών σε κούκλες μινιατούρες από την Ελλάδα και χώρες του εξωτερικού, στο Λαογραφικό Κέντρο Δήμου Κρανιδίου, την Κυριακή 17 Μαΐου 2009. 

 

 […] Οι παραδοσιακές Ελληνικές φορεσιές είναι εκδήλωση της λαϊκής μας τέχνης και ο λαός εκφράζεται μέσα από αυτές. Είναι ένας σύνδεσμος του παρελθόντος με το παρόν. Γνώρισαν την μεγαλύτερή τους άνθηση στα τέλη του 18ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη  και στα Γιάννενα. Εκεί η καλλιτεχνική και τεχνική δημιουργία έφτασαν στο απόγειό τους. Χαρακτηριστικό είναι το νανούρισμα « κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στα Γιάννενα τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου».

Στο Κρανίδι στο κεφαλοχώρι της επαρχίας μας και στην ευρύτερη περιοχή του η γυναικεία φορεσιά ήταν αρχικά απλή. Η φούστα η βαμβακερή ή μάλλινη μακριά, με πιέτες ή σούρες. Από μέσα φοριόταν λευκό μπλουζάκι και από πάνω ένα κοντό μεσάτο σακάκι. Στο κεφάλι φορούσαν απλό λευκό μαντίλι με αζούρ στο τελείωμα, που το έλεγαν τσεμπέρι ή κούντρο.

Η αντρική φορεσιά ήταν νησιώτικη, φορούσαν πολύπτυχη βράκα σε μπλε ή γαλάζιο χρώμα, λευκό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια και από πάνω ένα γιλέκο, βελούδινο ή τσόχινο, κεντημένο με σχέδια από σκούρο κορδόνι και πλεκτά κουμπιά. Στη μέση φορούσαν πολύχρωμο μεταξωτό ζωνάρι και στο κεφάλι φεσάκι το λεγόμενο καλπάκι. Αυτή τη στολή την λέγανε Καραμάνικη.

Κρανιδιώτικη παραδοσιακή τοπική φορεσιάΌπως βλέπουμε η επιρροή για το Κρανίδι αλλά και γενικότερα για την Ερμιονίδα, έρχεται περισσότερο από τη θάλασσα παρά από τη στεριά. Έτσι αναφέρει και η κα Μαρία Βελιώτη σε δημοσιευμένο κείμενό της σε έκδοση του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος. Και έτσι είναι διότι οι φορεσιές της Ερμιονίδας έμοιαζαν με αυτές της Ύδρας και των Σπετσών. Στο Κρανίδι φορέθηκε από λιγοστούς άνδρες και η φουστανέλα. Οι πατριώτες μας ναυτικοί άρχισαν να φέρνουν από ταξίδια τους δώρα στις γυναίκες τους πολυτελή υφάσματα. Έτσι οι φούστες των γυναικών του 18ου και 19ου αιώνα έγινα ταφταδένιες ή βελούδινες, πάντα φαρδιές με σούρες. Το ζακετάκι μεσάτο μεταξωτό ή βελούδινο- ανάλογα με την εποχή και από μέσα λευκοκεντημένο πουκάμισο με πιετάκια και χειροποίητες δαντέλες. Το απλό λευκό μαντίλι του κεφαλιού αντικατέστησε η χρυσοκέντητη από Υδραίες κεντήστρες πιέτα που ήταν το ωραιότερο εξάρτημα- αξεσουάρ όπως θα λέγαμε σήμερα – της Κρανιδιώτικης φορεσιάς.

Οι γυναίκες του Κρανιδίου ξεχώριζαν από όλη την επαρχία για τα πολυτελή ρούχα τους, όπως ξεχώριζαν και τα υπέροχα αρχοντικά πετρόκτιστα σπίτια τους που είχαν κτίσει οι καραβοκυραίοι και καπεταναίοι άνδρες τους. Από τις Υδραίες κεντήστρες έμαθαν την τέχνη της χρυσοκέντητης πιέτας Κρανιδιώτισες, που έφτιαχναν πραγματικά έργα τέχνης συναγωνιζόμενες η μια την άλλη για την ωραιότερη πιέτα. Αναφέρω μερικά ονόματα από κεντήστρες που είχαν την καλοσύνη να με πληροφορήσουν η κα Μαρία Τσεγκή και η θεία μου Μαρία Βογανάτση από την Ερμιόνη, όπως τους είχαν διηγηθεί οι μητέρες τους. Ήταν η Σταματίνα του Καράκαλου, η Καλλιώ Στελλάκη, η Δέσποινα Τσιρτσίκου, η Ελένη Παπαμιχαήλ, η ονομαστή Μαριγώ και άλλες.

Οι πιέτες ήταν τριγωνικές τριών ειδών. Η πρώτη η χρυσή ήταν νυφική (δώρο του γαμπρού μαζί με τα κοσμήματα) κεντημένη με χρυσή κλωστή η ψιλό χρυσό σύρμα (το τερτίλι). Στο τελείωμα είχε κίτρινη μπιρμπίλα από μεταξωτή κλωστή. Μερικές πιέτες είχαν πάνω τους ραμμένα αληθινά μαργαριτάρια. Αυτήν την πιέτα εκτός από την ημέρα του γάμου τη φορούσαν και στις μεγάλες γιορτές. Η δεύτερη πιέτα λεγόταν Πρεβάζι και οι κεντημένες στο χέρι πολύχρωμες μεταξωτές κλάρες, δηλαδή κλαδιά με λουλούδια, ξεκινούσαν από τη γωνία του τριγώνου και απλωνόταν δεξιά και αριστερά έως στις άκρες της πιέτας.

Κρανιδιώτικη παραδοσιακή τοπική φορεσιάΣτην τρίτη πιέτα οι πολύχρωμες μεταξωτές κλωστές αντικατεστάθησαν με τον καιρό από άσπρο μετάξι. Στις άκρες κεντούσαν φεστόνια που σχημάτιζαν γλώσσες. Κάθε γλώσσα είχε ένα ασπροκεντημένο λουλούδι. Αυτήν την πιέτα, που ήταν πολύ όμορφο κομμάτι της φορεσιάς τη φορούσαν στην εκκλησία όταν οι άνδρες ταξίδευαν ή έλειπαν στην Αμερική. Την πρώτη πιέτα και τη δεύτερη που ήταν πλουμιστές τις φορούσαν όταν συνοδεύονταν από τους άνδρες τους. Το μαντίλι της κεφαλής είχε τραγουδηθεί σε όλη την Ελλάδα. Δεν έμεινε πίσω και το Κρανίδι. Σε Αρβανίτικο τραγούδι ένας ερωτευμένος λέει στη καλή του. « Στο μαντίλι με τα πουλιά άγγιξα το χέρι μου και κάηκα». Όλες οι πιέτες ήταν φυτόσχημες παραστάσεις. Μια προίκα είχε τουλάχιστον δυό πιέτες. Το 1903 υπήρξε προίκα με 12 πιέτες μας λέει από πληροφορίες γυναικών της επαρχίας μας η λαογράφος κα Βελιώτη. Στις αρχές του 19ου αιώνα μια τέτοια πιέτα στοίχιζε περίπου 1.500 δρχ, μεγάλο ποσό για την εποχή και μαζί με τα κοσμήματα έφτανε 5.000 δρχ.
Όλες οι πιέτες ήταν φοδραρισμένες με κίτρινο ύφασμα, σύμβολο γονιμότητας και εξ’ αιτίας του κίτρινου χρώματος τις έλεγαν και καναρίνια. Για τα πένθη έφτιαχναν και τις πένθιμες με μαύρα λουλούδια κεντημένες ή ολόμαυρη δαντέλα για το βαρύ πένθος.

Η πιέτα σαν ονομασία για το κεφαλομάντηλο πρέπει να είναι τοπικός όρος, διότι σε καμία βιβλιογραφία δεν συνάντησα τη λέξη πιέτα. Μάλιστα στην έκδοση «Ελληνικές φορεσιές» της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας το συγκεκριμένο κεφαλομάντηλο αναφέρεται σαν Υδραίικο τσεμπέρι η νυφική καλύπτρα. Η πιέτα λοιπόν που σημαίνει πτυχή έδωσε το όνομα στο τοπικό μας μαντήλι διότι η ομορφιά στο δέσιμο οφείλεται στις πτυχές δηλαδή, που σχηματίζονται κυρίως γύρω από το πρόσωπο. Το ίδιο ισχυρίζεται και η κα Γιάννα Παπαντωνίου σε αναφορά στις πιέτες.

Την πιέτα δεν γνώριζαν όλες οι γυναίκες να την δένουν σωστά, γι’ αυτό οι περισσότερες την έπαιρναν από την κεντήστρα έτοιμη δεμένη και την φορούσαν περνώντας την πάνω από το κεφάλι. Απλωνόταν στην πλάτη και στους ώμους σαν εσάρπα και αφού σταύρωνε μπροστά στο στήθος οι άκρες της δένονταν έντεχνα πίσω από το κεφάλι. Έτσι απλωμένη έδειχνε όμορφα η φυτόσχημη παράσταση της.

Στο τέλος οι γιαγιάδες μας συμπλήρωναν το στόλισμα της πιέτας με χρυσές καρφίτσες στις πτυχές, για να κρατηθούν αυτές στην αρχική του θέση. Οι καρφίτσες είχαν σχήματα και ανάλογα με το σχήμα τις έλεγαν χεράκια , πέταλα, στέμματα κτλ.
Μέσα από την πιέτα φορούσαν ένα λευκό μαντήλι από τουλουπάνι, το φακιόλι. Το φορούσαν για δυό λόγους. Πρώτον για να κρατούν την πιέτα καθαρή και δεύτερον για να καρφιτσώνονται καλύτερα και σταθερότερα οι καρφίτσες.

Το στολισμό του ντυσίματός τους συμπλήρωναν ο Ρώσικος μαλαματένιος τους όπως τον έλεγαν σταυρός (χρυσός), «οι περισπωμένες» και τα «κοφινάκια» σκουλαρίκια, η χρυσή μάρκα με το όνομά τους σκαλιστό, και η άγκυρα, δυο χαρακτηριστικές καρφίτσες του τόπου μας.

Μια εικόνα περιγράφει ο αείμνηστος δάσκαλος από την Ερμιόνη Μιχ. Παπαβασηλείου στο βιβλίο του, «Οι Μητσαίοι» αγωνιστές του 1821 το σπίτι των οποίων έχουμε την τιμή να είναι δικό μας. Λέει λοιπόν για τη μητέρα των Μητσαίων». Της καπετάν Γιώργαινας – έτσι έμεινε στην ιστορία το όνομά της – που το στήθος της στόλιζε πάντα ένας μεγάλος ολόχρυσος Ρούσικος σταυρός. Να αναφέρω εδώ ότι η καπετάν Γιώργαινα ήταν αρχόντισσα από γενιά ηρώων καπεταναίων της ιστορικής φαμίλιας Σαρρή από το Κρανίδι.

Η πιέτα φοριόταν από τον 18ο αιώνα και συνέχισαν να την φορούν έως τις αρχές του 20ου αι. Μετά άρχισαν να φοριούνται στο Κρανίδι και σε όλη την επαρχία μας Ευρωπαϊκά φορέματα. Πολλές γυναίκες εγκατέλειψαν την πιέτα και άφησαν ελεύθερο το κεφάλι χτενισμένο με φουσκωτό περίτεχνο χτένισμα και χωρίστρα στη μέση ή χτένισμα με αρχοντικό κότσο.

Από προσωπικές μου αναμνήσεις η πιέτα φορέθηκε έως το 1966 και σιγά – σιγά μπήκε στα σεντούκια των αρχοντικών. Σώθηκαν αρκετές πιέτες που στολίζουν το λαογραφικό σας μουσείο, το Ι.Λ.Μ. Ερμιόνης, στολίζουν κορνιζαρισμένες τα σαλόνια πολλών σπιτιών, μεγάλος αριθμός δόθηκε στις εκκλησίες για άμφια και τις υπόλοιπες σύμφωνα με επιθυμία των γυναικών όταν έφυγαν από τη ζωή τις πήραν μαζί τους για πάντα.

Όσον αφορά τις ανδρικές φορεσιές εξευρωπαΐστηκαν γρηγορότερα από τις γυναικείες και στις αρχές του 20ου αιώνα μετριόντουσαν στα δάκτυλα σε ολόκληρη την επαρχία.  Από τα μπαούλα όπου φυλάσσονταν οι βράκες και οι φουστανέλες, οι ταφταδένιες φούστες και τα γιλεκάκια που ήσαν φορεσιές των παππούδων και των γιαγιάδων μας, ας ανασύρουμε και τις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, τότε που οι μητέρες μας κολλάριζαν τις φουστανέλες για τις παρελάσεις και τα θεατρικά, τότε που σιδέρωναν τις βράκες, που φρεσκάρανε τις ταφταδένιες φούστες για να ντυθούμε Βλαχούλες και Αμαλίες, βρακοφόροι και φουστανελάδες και ας κλείσουμε τη σημερινή ομιλία με αυτές τις θύμησες»[…].

 Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα  «ΑΡΓΟΛΙΔΑ», Τετάρτη 27 Μαΐου 2009.

Read Full Post »

Παπαντωνίου Ιωάννα ( Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα)

 

 

Παπαντωνίου Ιωάννα

Παπαντωνίου Ιωάννα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Ασχολήθηκε αρχικά με τη λαογραφία και στη συνέχεια σπούδασε σκηνογραφία και ενδυματολογία στο

Wimbledon School of Art στο Λονδίνο (1967-1970). Η πρώτη της επαγγελματική δουλειά, το 1971, ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια για τον Κοριό του Μαγιακόφσκι, που παρουσίασε το Προσκήνιο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.

 

Έκτοτε έχει φιλοτεχνήσει σκηνικά και κοστούμια για σημαντικά έργα του ελληνικού και παγκόσμιου δραματολογίου, όπως Η δίκη του Κάφκα (1971), Σαν περάσουν πέντε χρόνια (1971), Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1988) του Λόρκα, Τριαντάφυλλο στο στήθος (1971), Καμίνο Ρεάλ (1974), Ξαφνικά το τελευταίο καλοκαίρι (1988) του Τ. Ουίλλιαμς, Ο έμπορος της Βενετίας (1971), Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (1971), Τρωίλος και Χρυσηίδα (1973), Το ημέρωμα της στρίγγλας (1975), Η δωδέκατη νύχτα (1990), Άμλετ – Το δάγκωμα του φιδιού (1998) του Σαίξπηρ, Μάνα Κουράγιο (1971), Ταμπούρλα στη νύχτα (1974), Γαλιλαίος (1990) του Μπρεχτ, Ακμή και παρακμή της πόλης Μαχαγκόνυ των Μπρεχτ – Κ. Βάιλ (1977), Το δάσος του Οστρόφσκι (1972), Ο λοχαγός τον Κέπενικ του Κ. Τσουκμάιερ (1972), Οπερέττα (1972), Υβόννη, πριγκίπισσα της Βουργουνδίας (1985) του Β. Γκομπρόβιτς, Ανάσταση του Τολστόι (1973), Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία του Βιτράκ (1973), Ο Καραγκιόζης παραλίγο βεζύρης τον Γ. Σκούρτη (1973), Κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα του Ο’ Κέιζυ (1974), Η τύχη της Μαρούλας (1974), Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1992) του Κορομηλά, Δον Κάρλος του Σίλλερ (1975), Οι τρεις αδελφές του Τσέχωφ (1975), Καποδίστριας του Καζαντζάκη (1976), Οι μικροαστοί τον Γκόρκι (1976), Η ερυθρά νήσος του Μπουλγκάκωφ (1978), Η νίκη της Αναγνωστάκη (1978), Το γαλάζιο πουλί τον Μαίτερλινγκ (1980), Σίβυλλα του Σικελιανού (1981), Ο γάμος του γανωματή, Καβαλάρηδες στη θάλασσα, Ο ίσκιος του λαγκαδιού (1982) του Συνγκ, Το γαϊτανάκι του Α. Σνίτσλερ (1984), Ταρτούφος (1985), Ο ασυλλόγιστος (1986), Ο αρχοντοχωριάτης (1992) του Μολιέρου, Η δολοφονία του Μαρά του Βάις (1988), Ο επιθεωρητής του Γκόγκολ (1988), Οι δούλες του Ζενέ (1991), Κωνσταντίνου και Ελένης του Σεβαστίκογλου (1991), Η παρεξήγηση τον Καμύ (1992), Ο Κατσούρμπος του Χορτάτση (1993), Η κατάληψη τον Κορρέ (1994), Ο έφηβος του Ντοστογιέφσκι (1994) κ.ά.

 

Ως σκηνογράφος – ενδυματολόγος, δούλεψε με το Θέατρο Τέχνης και με το θίασο Αλέξη Μινωτή – Κατίνας Παξινού, όπως επίσης και με Κρατικά Θέατρα (Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος) και με θιάσους του ελεύθερου θεάτρου. Χάρη στο Σολομό, η Ιωάννα Παπαντωνίου ήταν η πρώτη γυναίκα που εργάστηκε ως ενδυματολόγος στο Εθνικό Θέατρο (Ορέστης, Επίδαυρος – 1971), σπάζοντας μια ανδρική παράδοση 39 ετών. Η ίδια εκφράζεται με θαυμασμό για τον Κάρολο Κουν και εκτιμά τη δουλειά του Κώστα Τσιάνου στο Θεσσαλικό Θέατρο (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας). Στο εξωτερικό, συνεργάστηκε με τον Michael Elliot στο Royal Exchange Theatre του Manchester.

 

Με το αρχαίο δράμα ασχολείται από το 1970, όταν εκπόνησε τη διπλωματική της εργασία στο Wimbledon School of Art, με θέμα τις Βάκχες, ενώ την επόμενη χρονιά (1971) έκανε την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση στο χώρο του αρχαίου δράματος με τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκαν στο Θέατρο Κήπου της Θεσσαλονίκης σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Έκτοτε συνεργάζεται σε παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών με σημαντικούς σκηνοθέτες -Κάρολο Κουν, Αλέξη Σολομό, Κώστα Μπάκα και Κώστα Τσιάνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις εργάστηκε μόνο ως ενδυματολόγος ενώ σε άλλες και ως σκηνογράφος.

 

Συνεργάστηκε στον Ορέστη του Ευριπίδη (Εθνικό Θέατρο -1971, 1973, σκηνοθεσία Α. Σολομού), στους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου (Θέατρο Τέχνης -1975, 1977, σκηνοθεσία Κ. Κουν και Κ.Θ.Β.Ε. -1993, σκηνοθεσία Σ. Τσακίρη), στη Μήδεια του Ευριπίδη (Εθνικό Θέατρο -1976, 1977, 1978, σκηνοθεσία Α. Σολομού), στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη (Προσκήνιο -1971 και Εθνικό Θέατρο -1978, 1979, 1982, σκηνοθεσία Α. Σολομού), στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο -1979, σκηνοθεσία Α. Σολομού), στις Βάκχες του Ευριπίδη (B.B.C. -1980), στους Αχαρνής του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο -1980, σκηνοθεσία Κ. Μπάκα), στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή (Royal Exchange Theatre, Manchester, 1981), στην Ειρήνη του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο -1983, σκηνοθεσία Κ. Μπάκα), στην Εκάβη του Ευριπίδη (Εθνικό Θέατρο -1985, σκηνοθεσία Λ. Κωστόπουλου, Προσκήνιο -1987, σκηνοθεσία Α. Σολομού και Εθνικό Θέατρο -1994, σκηνοθεσία Κ. Τσιάνου), στους Βατράχους του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο -1986, σκηνοθεσία Κ. Μπάκα και Θέατρο Τέχνης -1992, 1993, σκηνοθεσία Μ. Κουγιουμτζή), στις Εκκλησιάζονσες του Αριστοφάνη (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρόδου -1987, σκηνοθεσία Π. Παπαϊωάννου και Εθνικό Θέατρο «Παιδικό Στέκι» -1997, σκηνοθεσία Κ. Ρουγγέρη), στους Ιππής τους Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο -1991, σκηνοθεσία Κ. Μπάκα), στις Χοηφόρους του Αισχύλου (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας, Θεσσαλικό Θέατρο -1992, σκηνοθεσία Κ. Τσιάνου), στις Ικέτιδες του Αισχύλου (Δεσμοί -1994, σκηνοθεσία Στ. Ντουφεξή) και στην Αντιγόνη του Σοφοκλή (Διόνυσος -1995, σκηνοθεσία Λ. Τσάγκα).

 

Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επιτόπια έρευνα για τα θέματα του λαϊκού ενδύματος και του χορού στο Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών κατά το διάστημα 1956-1966 και δημοσίευσε βιβλία και άρθρα με θέμα τις ελληνικές τοπικές φορεσιές και τη μόδα (Ελληνικές φορεσιές, Αθήνα 1973, 1974 – Ελληνικές φορεσιές. Γυναικείες, Ναύπλιο 1974– Ελληνικές φορεσιές. Ανδρικές, Ναύπλιο 1974 – Ελληνικές φορεσιές, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1981 – Η ελληνική γυναικεία φορεσιά και το κόσμημα άλλοτε και τώρα, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα και Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 1985 – Ελληνικές φορεσιές. Συλλογή Λυκείου των Ελληνίδων Καλαμάτας, Αθήνα 1991 – Μακεδόνικες φορεσιές, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1992 –Greek Traditional Costumes, Lyceum Club of Greek Women, Secreteriat General for Press and Information, Athens 1993 – Ελληνικές τοπικές ενδυμασίες, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1996 – «Φορεσιε’ς της Μακεδονίας», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 96, Θεσσαλονίκη, Μάιος 1974, σ. 24-31 – «Οι φορεσιές Αλώνων και Ανταρτικού», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 99, Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1974, σ. 36-39 – «Οι τοπικές φορεσιές Φλωρίνης», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 100, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 1974, σ. 26-30 – «Ανδρικές φορεσιές Βορείου Ελλάδος», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 102, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1974, σ. 24-31 – «Φορεσιές της Θράκης», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 104, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 1975, σ. 26-31 – «Θρακιώτικες φορεσιές», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 105, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1975, ο. 26-31 -«Σαρακατσάνοι: φορεσιές και στολίδια», Μακεδόνικη Ζωή, αρ. 109, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1975, ο. 26-33 – «Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά 1, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1978, σ. 5-92 – «Οι φορεσιές της Ορεινής Σερρών», Εθνογραφικά 3, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1981-82, ανάτυπο – «Οι τοπικές φορεσιές στο Αιγαίο από την Άλωση μέχρι την Απελευθέρωση», Εθνογραφικά 4-5, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1983-85, ανάτυπο).

 

Το 1974 ίδρυσε το «Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Βασίλειος Παπαντωνίου», το οποίο έχει αναπτύξει αξιόλογη δραστηριότητα και τιμήθηκε το 1981 με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μουσείου της Χρονιάς. Η Ιωάννα Παπαντωνίου βραβεύτηκε το 1981 από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά της στην επιστήμη και το θέατρο και το 1987 της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο για την ενδυματολογική της εργασία στην ταινία του Φώτου Λαμπρινού Αοξόμπους.

 

Δίδαξε Ιστορία Ενδυματολογίας και Σκηνογραφίας στα Τμήματα Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1992-1993) και του Πανεπιστημίου Πατρών (1993-1996).

 

Πηγή

 

  • Έλληνες Σκηνογράφοι – Ενδυματολόγοι και Αρχαίο Δράμα. Αθήνα 1999. 

ΠΛΙ

Read Full Post »

Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Βασίλειος Παπαντωνίου»


 

Το κοινωφελές Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου» ιδρύθηκε το 1974 και έχει έδρα το Ναύπλιο. Σκοπός του είναι η έρευνα, η διάσωση, η μελέτη και η προβολή του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.

Το Ίδρυμα εκδίδει βιβλία, κάρτες, ημερολόγια, αφίσες, καθώς και τα επιστημονικά περιοδικά «Εθνογραφικά» και «Ενδυματολογικά». Στην εκδοτική του δραστηριότητα περιλαμβάνεται επίσης η παραγωγή δίσκων με ελληνική δημοτική μουσική, από ηχοληψίες συνεργατών του στην ύπαιθρο και η παραγωγή CD-ROM, που διατίθενται στο Πωλητήριό του.

Το 1989, με τη μετατροπή του κτιρίου της αποθήκης του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού Ναυπλίου – που παραχωρήθηκε ευγενικά από το Δήμο Ναυπλιέων – το ΠΛΙ δημιουργεί το «Σταθμό«, έναν παιδότοπο με πολλαπλές λειτουργίες, όπου παρουσιάζεται ένα τμήμα των συλλογών του, που αφορά το παιδί: αντικείμενα σχετικά με τη γέννηση, τη βάπτιση, το σχολείο, φιγούρες του κουκλοθέατρου και του Καραγκιόζη, παιχνίδια όλων των ειδών. Σ’ αυτό το χώρο εκτελούνται τα Εκπαιδευτικά Προγράμματα, που στοχεύουν στη μάθηση μέσα από το παιχνίδι και τη διασκέδαση, με αγάπη και σεβασμό στη λαϊκή παράδοση και το περιβάλλον.

  

Χρονολόγιο


 

Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου» (ΠΛΙ) είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με πενταμελές παλαιότερα και επταμελές σήμερα Διοικητικό Συμβούλιο. Ιδρύθηκε το 1974 από την Ιωάννα Παπαντωνίου στη μνήμη του πατέρα της Βασιλείου Παπαντωνίου. Στεγάζεται στην τροποποιημένη σε μουσείο οικία του Βασιλείου Παπαντωνίου και η πρώτη έκθεση είχε θέμα «Πελοποννησιακές Φορεσιές».

Οι συλλογές του Ιδρύματος αριθμούν σήμερα πάνω από 27.000 αντικείμενα, που καλύπτουν όλους τους κλάδους που αφορούν στο νεότερο ελληνικό πολιτισμό. Για την καλύτερη διαχείριση των συλλογών δημιουργήθηκε το πρόγραμμα ηλεκτρονικής καταγραφής μουσειακών συλλογών «ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ». Το 1976 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Μουσείου ο Στέλιος Παπαδόπουλος και δημιουργεί την απαραίτητη επιστημονική υποδομή.

Το 1977 ολοκληρώνεται η οικοδόμηση της νέας πτέρυγας και η ανακαίνιση του παλαιού κτιρίου από την αρχιτέκτονα Βιβή Μυλοπούλου και τον πολιτικό μηχανικό Δημήτρη Κρητικό. Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ICOM.

Με την έκθεση αυτή το ΠΛΙ απέσπασε το 1981 το European Museum of the Year main Award (EMYA), που απονέμεται σε νέα ή ανακαινισμένα μουσεία «για την προσφορά του στη μελέτη του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, το μέγεθος και την ποιότητα των συλλογών του, την εκπαιδευτική και καινοτόμο – από αισθητικής πλευράς – έκθεση και την πρωτοτυπία των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της επιτροπής του ΕΜΥΑ.

Στον ερευνητικό τομέα, στις δεκαετίες 1970-1980, περιλαμβάνονται έρευνες σ’ όλη την Ελλάδα, με σκοπό την καταγραφή και μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, της μουσικής και του χορού, της προβιομηχανικής τεχνολογίας και του παιδικού παιχνιδιού.

Τα αποτελέσματα των ερευνών γίνονται ο κορμός της εκδοτικής δραστηριότητας του Ιδρύματος, με ξεχωριστή την παρουσία της επιστημονικής επετηρίδας «Εθνογραφικά», που σήμερα αριθμεί 13 τόμους και της νεότερης σειράς «Ενδυματολογικά», που έχουν ήδη εκδοθεί οι δυο πρώτοι τόμοι.

Το 1983 εκδίδεται το βιβλίο του διακεκριμένου Ελβετού εθνομουσικολόγου Samuel Baud-Bovy «Essai sur la chanson populaire grecqe», με πρόλογο του Φοίβου Ανωγειανάκη, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ο διπλός μουσικός δίσκος με μουσική και τραγούδια από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, αποτέλεσμα της ερευνητικής εργασίας του Λάμπρου Λιάβα και του Νίκου Διονυσόπουλου.

Το 1985 ολοκληρώνεται η εθνομουσικολογική έρευνα σε χωριά της Κύπρου και αργότερα θα κυκλοφορήσει το μουσικό λεύκωμα «Ελληνική Δημοτική Μουσική της Κύπρου» σε επτά δίσκους, που αντιπροσωπεύουν μια επιλογή συνολικής διάρκειας 6 ωρών. Τη μουσική επιμέλεια είχε ο εθνομουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης. Την έρευνα προετοίμασε και οργάνωσε ο συνεργάτης του ΠΛΙ, Αλέκος Ιακωβίδης.

Τον Οκτώβριο του 1989 το ΠΛΙ ιδρύει το «Σταθμό», το πρώτο ελληνικό Μουσείο Παιδικής Ηλικίας, που στεγάστηκε στο μηχανοστάσιο του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού του Ναυπλίου. Στο «Σταθμό» εφαρμόζονται καθημερινά πρωτοποριακά προγράμματα για παιδιά. Σημαντική ήταν η συμμετοχή του ΠΛΙ στο πειραματικό πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ – Εκπαίδευση και Πολιτισμός«.

Το 1989 στο ΠΛΙ ανατέθηκε από τη Μελίνα Μερκούρη το Εθνικό Αρχείο Ελληνικής Παραδοσιακής Ενδυμασίας, ενώ πρόσφατα η Ιωάννα Παπαντωνίου ίδρυσε την Ελληνική Εταιρία Ενδυμασιολογίας, ως προέκταση του Αρχείου.

Ως μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), το ΠΛΙ έχει οργανώσει οκτώ διεθνή συνέδρια και συναντήσεις.

Ιδιαίτερη υπήρξε η συνεργασία του ΠΛΙ με το Δήμο Λευκωσίας, το Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας και την Παιδαγωγική Ακαδημία της Κύπρου.

Στους κύριους στόχους του ΠΛΙ συγκαταλέγεται η μετεκπαίδευση και χορηγία υποτροφιών. Από το 1981 μέχρι το 2003 στελέχη του όπως ο Λάμπρος Λιάβας, η Ρένα Λουτζάκη, η Βασιλική Μηναίου, ο Γιάννης Κάλτσας, η Κλειώ Γκουγκουλή και ο Βασίλης Ζηδιανάκης, έχουν μετεκπαιδευτεί στο εξωτερικό σε τομείς όπως η εθνομουσικολογία, η ανθρωπολογία του χορού, η συντήρηση υφασμάτων, η βιβλιοθηκονομία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η εθνολογία.

Το 1999 το ανανεωμένο κτίριο του Μουσείου «Βασίλειος Παπαντωνίου» στέγασε την έκθεση «Τα καλύτερα του ΠΛΙ«, σε σχεδιασμό του συνεργάτη του Ιδρύματος Σταμάτη Ζάννου. Η κτιριακή και γενικότερη ανανέωση οφείλεται στη γενναιόδωρη χορηγία του Λάζαρου Εφραίμογλου. Σημαντικά στοιχεία ανανέωσης ήταν ο χώρος υποδοχής και πολλαπλών χρήσεων, όπου από το 1999 έως σήμερα έχουν παρουσιαστεί 36 εικαστικές εκθέσεις και πολλές εκδηλώσεις, καθώς και το Πωλητήριο.

Το 2006, στα 32 του χρόνια, το ΠΛΙ γιόρτασε αλλάζοντας τις εκθέσεις του και το Πωλητήριο. Στο Μουσείο Παιδικής Ηλικίας «Σταθμός» παιδιά και καλλιτέχνες δημιούργησαν εικαστικές εγκαταστάσεις, προτείνοντας την αναμόρφωσή του.

Η νέα μόνιμη έκθεση αφιερώνεται στο «Ελληνικό Άστυ: Ναύπλιον 1822-1922«. Στο ισόγειο του Μουσείου, σε προθήκη, παρουσιάζονται ετερόκλητα μουσειακά αντικείμενα σε μια τολμηρή ελεύθερη εγκατάσταση για να τονιστεί η πολυμορφία των συλλογών του ΠΛΙ. Αυτή η μουσειολογική πρόταση παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο σποραδικά ήδη από το 1999 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2006 και στις Πτυχώσεις, την έκθεση της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας του 2004, στο νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη.

Τα 32 χρόνια του ΠΛΙ χαρακτηρίζονται από την εκτεταμένη επιτόπια έρευνα των συνεργατών του σε όλο τον ελλαδικό χώρο, στην Κύπρο και στην Κάτω Ιταλία

Read Full Post »

« Newer Posts