Παξινού Κατίνα (1900 – 1973)
Αικατερίνη Κωνσταντοπούλου – Παξινού. Μεγάλη ηθοποιός του θεάτρου του κινηματογράφου και μουσικός. Καταγόταν από το Άργος ήταν ανεψιά του Αργείου μεγαλέμπορου Ηλία Κωνσταντόπουλου, ο οποίος διατηρούσε αλευρόμυλους στον Πειραιά με τον αδελφό του Βασίλη και διακινούσε αλεύρι στο Άργος και σ’ όλη την Πελοπόννησο.
Γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1900, κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, και συγκεκριμένα του αλευροβιομήχανου Βασίλη Κωνσταντόπουλου και της Ελένης Μαλανδρίνου. Η οικογένεια της είχε συνολικά επτά παιδιά: πέντε κορίτσια και 2 αγόρια και η Κατίνα ήταν το τέταρτο.
Φοίτησε αρχικά στη Σχολή Χιλ και ακολούθησε η Σχολή Καλογραιών της Τήνου. Λόγω του ζωηρού της χαρακτήρα φοίτησε εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας. Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης καθώς και σε άλλες αντίστοιχες σχολές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Παντρεύτηκε τον βιομήχανο Ιωάννη Παξινό, και απέκτησε μαζί του δύο κόρες, την Έθελ και την Ιλεάνα. Ο γάμος της κράτησε 6 χρόνια.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1920 στην όπερα του Δημήτρη Μητρόπουλου «Αδελφή Βεατρίκη», στο δημοτικό θέατρο Αθηνών. Η πρώτη εμφάνισή της στο θέατρο ήταν στο έργο «Γυμνή γυναίκα» στο θέατρο Μαρίκας Κοτοπούλη το 1929. Αμέσως καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια του δραματικού ρεπερτορίου. Τον επόμενο χρόνο (1930) συγκρότησε θίασο με τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Αλέξη Μινωτή και εμφανίστηκε στα έργα «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νηλ και «Ο πατέρας του Στρίντμπεργκ».
Από το 1931 έως το 1940 συμμετείχε στο θίασο του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1930, και έπαιξε σε έργα του Ίψεν, του Σω, του Ο’ Νηλ, του Χάουπτμαν, του Στρίντμπεργκ, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Σίλλερκαι, του Σαίξπηρ αλλά και σε έργα του ελληνικού δραματολογίου (στη θυσία του Αβραάμ του Βιτσέντζου Κορνάρου, στην Τρισεύγενη, του Κωστή Παλαμά κλπ.). Επίσης, συνέβαλε στην αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας, ερμηνεύοντας την Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την Άτοσσα στους Πέρσες του ίδιου τραγικού και τη Φαίδρα στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη και Δημ. Ροντήρη.
Επίσης, η Κατίνα Παξινού με το σύζυγό της Αλέξη Μινωτή συνετέλεσαν πολύ στην καθιέρωση των Επιδαυρίων (1954), αλλά και πριν καθιερωθεί ο θεσμός αυτός «το 1938 για πρώτη φορά στο σύγχρονο κόσμο παίζεται στην Επίδαυρο η Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Κατίνα Παξινού σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη». Θεωρείται μεγάλη η συμβολή της, καθώς και του συζύγου της, στην επιτυχία και στην οριστική καθιέρωση του φεστιβάλ της Επιδαύρου το 1954.
Με την έναρξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου η Παξινού βρισκόταν στο Λονδίνο. Από εκεί πήγε στην Αμερική, όπου έζησε και εργάστηκε με το σύζυγό της μέχρι το 1952 περίπου. Στην Αμερική, εκτός από τις εμφανίσεις της στο θέατρο, για πρώτη φορά έπαιξε στον κινηματογράφο στις ταινίες «Για ποιον χτυπά η Καμπάνα», που της χάρισε το 1943 το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου ως η επαναστάτρια Πιλάρ, και «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1947). Ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ, όπως και η πρώτη από την Ελλάδα. Το 1947 βραβεύθηκε με το βραβείο Κοκτώ για το κινηματογραφικό έργο Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα.
Επιστρέφοντας πάλι στην Ελλάδα, έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο στα έργα: Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα, Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας του Ντύρενματ κ.α. Εμφανίστηκε αρκετές φορές στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο καθώς και σε ταινίες, «Ο κύριος Αρκάντιν» του Όρσον Γουέλς, 1955, και «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Βισκόντι, 1960).
Με τη δικτατορία (1967) αποχώρησε από το Εθνικό Θέατρο και συγκρότησε με τον άνδρα της δικό της θίασο. Η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο ήταν στο ρόλο της μάνας στο «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ και στον κινηματογράφο στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» (1969).
Η Κατίνα Παξινού, που για μισόν αιώνα εργάστηκε σκληρά, άφησε λαμπρό όνομα στην ιστορία του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ήταν μια τέλεια τραγωδός με υψηλά προσόντα και στάθηκε στην κορυφή της ελληνικής θεατρικής ζωής. Είχε τέτοιες ικανότητες, που να μπορεί να ερμηνεύει δραματικούς ρόλους κάθε θεατρικού ύφους και κάθε εποχής, από τους αρχαίους τραγωδούς μέχρι Μπρεχτ και μέχρι Παλαμά. Εξάλλου «η μουσική της καλλιέργεια της επέτρεπε να χρησιμοποιεί τη φωνή της, ώστε να αναδεικνύει με μεγάλη ευαισθησία και εκφραστικότητα τον τόνο, τη μελωδία και τους εσωτερικούς ρυθμούς του ποιητικού λόγου».
Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α’ και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ’ Εστέ».
Η Κατίνα Παξινού ήταν ανιψιά του Ηλία Κωνσταντόπουλου και πολλές φορές ερχόταν για διακοπές το καλοκαίρι στο Άργος και έμενε στο αρχοντικό του θείου της, (Κωνσταντοπούλειο Μέγαρο οδός Δαναού 29). Ορισμένοι ντόπιοι διηγούνται όμορφες ιστορίες από την προσωπική ζωή της μεγάλης ντίβας του θεάτρου και του κινηματογράφου. Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε στον Πειραιά, πέθανε στην Αθήνα από την επάρατη νόσο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973, καταγόταν από το Άργος. Ήταν Αργειτοπούλα.
[Σημ. Βιβλιοθήκης: Συμπληρωματικές πληροφορίες, για την οικογένεια Κωνσταντόπουλου και την Κατίνα Παξινού, μας δίνει ο Δικηγόρος και Πρόεδρος του Συλλόγου Αργείων «Ο Δαναός» κ. Σωτήρης Κωτσοβός, στενός συγγενής της οικογένειας. (Ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος είχε νυμφευθεί την Κωστούλα Τσαπούρη αδελφή του παππού του).]
Το όνομα Κωνσταντόπουλος είναι εξελληνισμός του αρχικού επωνύμου τους, Κωνσταντίνοβιτς. Όνομα που υπάρχει και στον οικογενειακό τάφο τους στο κοιμητήριο της Παναγίας στο Άργος. Ήρθαν στην Ελλάδα οικογενειακά απ’ τον Καύκασο στα τέλη του 18ου αιώνα και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, φέρνοντας τότε αρκετά μεγάλα χρηματικά ποσά αλλά και χρυσό. Εξ αυτού στον Πειραιά αλλά και στο Άργος μεταγενέστερα το προσωνύμιό τους ήταν «Χρυσικός».
Απ’ αυτούς ο ένας γιος, ο Βασίλης ίδρυσε επιχείρηση εισαγόμενων σιτηρών από την Ρωσία και στη συνέχεια μετεξελίχθηκε και σε βιοτεχνία προϊόντων αλευρόμυλου που γιγαντώθηκε όμως σχετικά γρήγορα και έγιναν μια γνωστή πανελλήνια επιχείρηση με τον τίτλο, «Μύλοι Κωνσταντόπουλου», αλλά και κοινωνικά μια ιδιαίτερα εξέχουσα οικογένεια του Πειραιά. Ο Βασίλης απέκτησε επτά (7) παιδιά, μεταξύ αυτών και η Κατίνα (μετέπειτα Παξινού) αλλά και ο Λευτέρης, παππούς της ζωγράφου Μαρίας Ελευθερουδάκη-Τόλια που ζει στην Επίδαυρο.
Ο άλλος γιος ο Ηλίας, που επίσης ασχολήθηκε με εισαγωγή σιτηρών, ήλθε αρχικά απλά ως έμπορος στο Άργος και παντρεύτηκε εδώ την Αργεία Κωστούλα, κόρη του Γεωργίου Τσαπούρη, με την οποία απέκτησαν έξι παιδιά τον Δημήτρη, τον Βασίλη, τον Γιώργο (λογοτέχνη με το ψευδώνυμο «Δωρικός»), την Δέσποινα (Νίτσα), την Κατίνα και την Δήμητρα (Μιμή).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έκτισε το σπίτι του (Κωνσταντοπούλειο) στην οδό Δαναού με σχέδια Τσίλλερ και στην οδό Τσώκρη το κατάστημα πώλησης σιτηρών – αλεύρων κ.λπ. (σημερινό Ernesto). Το σπίτι τους αυτό, χρησιμοποιήθηκε έκτοτε ως επιταγμένη έδρα της Ιταλικής στρατιωτικής δύναμης, στη συνέχεια ως Αγροτική Τράπεζα, ως Νοσοκομείο, ως Γυμνάσιο Θηλέων κ.λπ. και στεγάζει σήμερα την Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Παραχωρήθηκε την δεκαετία του ’90 από τους εν ζωή τότε ιδιοκτήτες του γιούς Δημήτρη, Βασίλη και Γεώργιο στην Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου η οποία και το παραχώρησε στον Δήμο Άργους για πολιτιστικούς σκοπούς. Το κατάστημά του πωλήθηκε λίγο μετά την Κατοχή σε ιδιώτη.
Οι σχέσεις των δύο αδελφών Βασίλη και Ηλία ήταν πάντα άριστες όχι μόνον επαγγελματικά, στην εμπορία σιτηρών /αλεύρων αλλά και οικογενειακά. Στο τεράστιο μάλιστα σπίτι του Ηλία στο Άργος έρχονταν πάντα τα καλοκαίρια τα παιδιά του Βασίλη και ιδίως η Κατίνα που ήταν και η αγαπημένη εξαδέλφη της εδώ Κατίνας του Ηλία, η οποία στην πορεία ήταν και η μόνη που έμεινε στο Άργος αφού παντρεύτηκε τον Βουλευτή αλλά και Γερουσιαστή Τάκη Μπόμπο. Όταν μάλιστα η Κατίνα Παξινού διέπρεπε ως ηθοποιός κάθε χρόνο έμενε στο σπίτι της Κατίνας Μπόμπου (επί της οδού Βασ. Σοφίας – ήδη ιδιοκτησία Μαρίκου) για μερικές μέρες πριν πάει στην Επίδαυρο για τις παραστάσεις της.
Πηγή
Οδυσσέας Κουμαδωράκης, «Άργος το πολυδίψιον», Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
Σχολιάστε