Φλέσσας Μ. Κωνσταντίνος (1919 -1982)
Γεννήθηκε το 1919 στο Ναύπλιο Αργολίδας. Ήταν το τρίτο στη σειρά παιδί του δάσκαλου Μιχαήλ Κων/νου Φλέσσα από την Καρυά Αργολίδας και της Κωνσταντίνας Νικολάου Ζουγλή από το Κοφίνι. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο Ναυπλίου το 1930 μετοικεί στην Αθήνα λόγω μεταθέσεως του πατέρα του. Το 1939 αποφοιτά από την Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία με βαθμό λίαν καλώς 8,50 . Το ίδιο έτος διορίζεται στο δημοτικό σχολείο Κολχικής Φλωρίνης.
Το 1941 έπειτα από επιλογή κατατάσσεται στην σχολή εφέδρων αξιωματικών Σύρου. Ένα χρόνο αργότερα λαμβάνει φύλλο πορείας από την παραπάνω σχολή για να καταταγεί στο τάγμα πεζικού Ιωαννίνων. Μετά την εισβολή του Γερμανικού στρατού και την κατάρρευση του μετώπου καλείται να επιστρέψει στην υπηρεσία του. Έπειτα από ένα ταξίδι το οποίο κράτησε δέκα έξι ημέρες και κάτω από άθλιες συνθήκες οι οποίες του προκάλεσαν ισχυρό αναπνευστικό πρόβλημα ζητά απόσπαση την οποία και πέτυχε για το δημοτικό σχολείο Αγίου Αδριανού Αργολίδας στο οποίο διδάσκει τα σχολικά έτη 1942-1943 & 1943-1944. Μετά την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους το 1945 καλείται να υπηρετήσει το υπόλοιπο της στρατιωτικής του θητείας. Ενώ υπηρετεί, κατηγορείτε για: α) συναναστροφές με αριστερούς, β) βιαιοπραγία κατά ανωτέρου, δικάζεται και στέλνεται στη Μακρόνησο* για περίπου ένα χρόνο, με τον επίσης δάσκαλο και συντοπίτη του Χρήστο Δωροβίνη από το Άργος. Μεσολαβεί ο εμφύλιος πόλεμος . Για τις νικηφόρες μάχες και τις επιτυχίες του στρατού εναντίον των ανταρτών στο Γράμμο και στο Βίτσι, προτάθηκε και τιμήθηκε με το δίπλωμα του πολεμικού σταυρού. Ο ίδιος δεν θεώρησε ηρωική πράξη και επιτυχία την εξόντωση «πολεμικών αντιπάλων» σε περίοδο αδελφοκτόνου πολέμου και αρνήθηκε να το παραλάβει, αν και αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις της άρνησης που θα σηματοδοτούσαν την μετέπειτα πορεία του. Απολύεται από τον στρατό το 1949 έχοντας συνολική θητεία πέντε έτη με τον βαθμό του έφεδρου Υπολοχαγού Πεζικού. Με το τέλος του Εμφυλίου παρουσιάζεται και πάλι στην Κολχική Φλωρίνης. Το 1950 μετατίθεται στο 1/τάξιο δημοτικό σχολείο Κουρκουλών, της εκπαιδευτικής περιφέρειας Ιστιαίας.
Το ίδιο έτος συγγράφει με τον δάσκαλο πατέρα του Μιχαήλ και την επίσης δασκάλα αδελφή του Θεοδοσία ,το αναγνωστικό της δευτέρας δημοτικού με τίτλο «ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ», που λόγω του αιφνιδίου θανάτου του πατέρα του δεν εκδόθηκε.. Στο προσωπικό του αρχείο υπάρχει και μια σειρά ανέκδοτων εργασιών με τους τίτλους 1) Ο παιδικός φόβος, 2) Η ανάγνωσις είς τάς Β.Γ.Δ.! τάξεις, 3)Επωφελής χρησιμοποίησις του εκτός της κυρίως διδασκαλίας χρόνου.. «Διαλείμματα, ελεύθερα απογεύματα, εκδρομαί» 4) Περί διανοίας, 6) Ανάπτυξις και Ισχύς της μνήμης καθώς και ένα χειρόγραφο ορθογραφικό και ερμηνευτικό λεξικό της δημοτικής. Το 1956 μετατίθεται στο δημοτικό σχολείο Λίμνης Ευβοίας . Το ίδιο έτος παντρεύεται την Καλλιόπη Αγγελή Τζουτζά και το 1957 αποκτούν δύο παιδιά.

Όρθιος με το μαντολίνο ο Κώστας Φλέσσας και καθιστός με την κιθάρα ο Γρηγόρης Μπιθικότσης στη Μακρόνησο το 1948. Αρχείο: Μιχάλη & Ελένης Φλέσσα.
Ο δάσκαλος πέρα από την πνευματική του κατάρτιση διέθετε και εξαιρετικό ταλέντο και αγάπη στην μουσική. Χρησιμοποιούσε με ιδιαίτερη ικανότητα τα έγχορδα κυρίως μουσικά όργανα και σε συνδυασμό με την δυνατή σε ένταση και καλλιεργημένη φωνή του διοργάνωνε αξέχαστες μουσικές βραδιές με τις παρέες του . Είτε αυτό γινόταν κάτω από το φεγγαρόφωτο στον πλάτανο της Ελιτσάς στην Καρυά, η στα παλιά ταβερνάκια της Πλάκας στην Αθήνα παρέα με τον συνεξόριστο και φίλο του Γρηγόρη Μπιθικότση (στο ξεκίνημα του ), ή στη Λίμνη Ευβοίας την δεύτερη πατρίδα του συντροφιά με ανθρώπους κάθε ηλικίας. Συνταξιοδοτείτε έχοντας περίπου τριάντα χρόνια υπηρεσίας το 1973 με τον βαθμό του Διευθυντή. Πεθαίνει το 1982 στην Αθήνα σε ηλικία 63 ετών δημιουργώντας μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια του, στα αδέλφια του αλλά και στον κοινωνικό και φιλικό του περίγυρο αφήνοντας σε όλους μια γλυκιά και συγκινητική ανάμνηση.
Υποσημείωση
* Στην Μακρόνησο, ένα άγονο νησί 15 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ξεκίνησε η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης με εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19 Φεβρουαρίου 1947. Στο αρχικό εισηγητικό σημείωμα που συντάχθηκε μετά τις εκλογές της 1-4-1946, αναφέρεται επί λέξει: «Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού».
Αφού δόθηκε η σχετική έγκριση στις 3 Απριλίου, στάλθηκαν στην Μακρόνησο στις 26 Μαΐου κατόπιν εντολής του τότε αρχηγού ΓΕΣ Κ. Βεντήρη, οι πρώτοι «σκαπανείς» που θα υλοποιούσαν το έργο και την «προσπάθεια επαναφοράς αυτών εις τους κόλπους της φιλτάτης πατρίδος» με διαφόρους «επωφελείς εργασίας». Στην αρχή, οι εκτοπισμένοι ήταν αριστεροί ή απλά δημοκρατικοί στρατιώτες που εξέτιαν τη θητεία τους χωρίς όπλο. Η Μακρόνησος λειτούργησε με αυτό τον τρόπο ως το 1958.
Ο Υπουργός Εσωτερικών που έδωσε την εντολή για τη λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ήταν ο Χριστόφορος Στράτος. Ο Στράτος ανήκε στη γνωστή οικογένεια που στη συνέχεια κατείχε την Πειραική – Πατραϊκή. Οι πολιτικοί της εποχής χαιρέτησαν τη λειτουργία αυτού του σωφρονιστικού ιδρύματος. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αναφέρθηκε σε αυτό ως «αναρρωτήριο ψυχών», «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», «Εθνική κολυμβήθρα» και «Νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας». Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε ότι «στη Μακρόνησο αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων».
Οι κρατούμενοι ήταν κατά κύριο λόγο πολίτες, άνδρες, γυναίκες αλλά και παιδιά τους, οι οποίοι είχαν ηγηθεί ή συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, κατά τη διάρκεια της σκοτεινής περιόδου του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η άοπλη στρατιωτική θητεία, ενός παράδοξου για την εποχή θεσμού, αποσκοπούσε όχι απλά στον έλεγχο της εμφυλιοπολεμικής στράτευσης των ανδρών αλλά στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του προοδευτικού κινήματος, καθώς συνοδευόταν από βασανιστήρια μεγάλης βαναυσότητας.
Η Μακρόνησος δεν ήταν απλώς ένας τόπος εξορίας. Η σκληρότητα των βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα εκεί κάνει φανερό ότι επρόκειτο για ένα οργανωμένο σύστημα εξόντωσης. Με πρόσχημα την «αναμόρφωση» των κρατουμένων, ασκούνταν σωματική και ψυχολογική βία ώστε να καμφθεί η συνείδηση και το φρόνημά τους με σκοπό να αποκηρύξουν με γραπτές «δηλώσεις μετανοίας» τα φρονήματά, τις ιδέες ή τα ιδανικά τους. Ακολουθούσαν επιστολές που θα έπρεπε να συντάξει ο «ανανήψας» και οι οποίες απευθύνονταν στο δάσκαλο του χωριού του, τον παπά ή τον κοινοτάρχη με το ίδιο περιεχόμενο, αλλά και ομιλίες προς τους υπόλοιπους φαντάρους με τις οποίες θα διατράνωνε την πίστη του στα ιδανικά της πατρίδας και θα πιστοποιούσε την μεταμέλειά του όπως και την αποκήρυξη του «εαμοσλαυισμού» κ.λ.π. Όλα τα παραπάνω είχαν φυσικά σα στόχο την πλήρη καταρράκωση του «μεταμεληθέντος», ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι στη συνέχεια θα του δινόταν όπλο και θα τον έστελναν στο μέτωπο της εμφύλιας σύρραξης, κατά του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ).
Να σημειωθεί ακόμη ότι η πλήρης επανένταξη απαιτούσε συχνά και την επίδειξη ιδιαίτερης σκληρότητας από τον «ανανήψαντα» προς τους «αμετανόητους» πρώην συντρόφους του, η οποία εάν δεν ήταν αρκούντως πειστική, προκαλούσε άγρια αντίδραση των φρουρών και την εξαρχής απαίτηση για όλα τα προηγούμενα. Με τον τρόπο αυτό, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου εξασφάλιζαν τη δημιουργία φανατισμένων «γενιτσάρων» (όπως τους αποκαλούσαν όσοι έμεναν αμετακίνητοι στα πιστεύω τους) που αδημονούσαν να οπλισθούν και να πάνε «εθνικά αναβαπτισμένοι» στο μέτωπο. (Βικιπαίδεια)
Πηγή
- Ελένη Φλέσσα, « Φλεσσαίικες ρίζες από την Πολιανή Μεσσηνίας στην Καρυά Αργολίδας και η Ιστορία του τέως Δήμου Λυρκείας », υπό Έκδοση.
Σχολιάστε