Τρίπολη ( Απελευθερωτικός Αγώνας)
Η Ιστορία της πόλης
Η Τρίπολη είναι μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πόλεις της Πελοποννήσου. Είναι πρωτεύουσα του Ν. Αρκαδίας και της Επαρχίας Μαντινείας. Κατοικήθηκε για πρώτη φορά μετά την κατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους (1460) από καταδιωγμένους κατοίκους της Αρκαδίας και κυρίως από ανθρώπους των χωριών Δαβιάς, Μοχλίου και Βελιγοστής. Γι’ αυτό και μετεπαναστατικά ονομάστηκε Τρίπολις.
Στα περισσότερα έγγραφα του απελευθερωτικού αγώνα αναφέρεται ως Τριπολιτσά ή Τριπολιτζά και σε παλιότερες γραπτές πηγές, ως Ντρομπολιτζά*. Με το τελευταίο όνομα μνημονεύεται και κάποιο τουρκικό κάστρο από το 1467 και μετά. Η Τριπολιτσά μέχρι και τις αρχές του 18ου αι. ήταν ένα χωριό, το οποίο στη συνέχεια αναπτύχθηκε και έγινε μετά τα Ορλωφικά διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και έδρα του Μόρα Βαλεσή, δηλαδή του Τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου, με πρώτο τον Αχμέτ πασά Σαλάμπαση (1770-1787).
Η Τρίπολη, δέχτηκε την οργή των Τούρκων κατά τα Ορλωφικά** και στη συνέχεια επί εννέα χρόνια τις λεηλασίες των Αλβανών, μέχρι που τα σουλτανικά στρατεύματα σε συνεργασία με τους χριστιανούς κλέφτες κατόρθωσαν να τους εξοντώσουν. Εκεί διακρίθηκε ο πατέρας του Θ. Κολοκοτρώνη, Κωνσταντής. Από τους 12.000 Αρβανίτες μόνο 700 γλίτωσαν και διέφυγαν στη Ρούμελη. Μέχρι το 1808 υπήρχε στην άκρη της πόλης, κατά την πύλη τ’ Αναπλιού, πυραμίδα από χιλιάδες ασβεστωμένα κεφάλια Αλβανών.
Ο Αχμέτ πασάς, ο πρώτος Μόρα Βαλεσής, έκανε την Τριπολιτσά πρωτεύουσα του Μοριά με σουλτανικό φιρμάνι και εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα το 1786, όταν ολοκληρώθηκε το τείχος της πόλης, που κτίστηκε με αγγαρείες των χριστιανών. Το τείχος είχε 5,5 μ. ύψος, 3,5 χλμ. μήκος και πάνω από δύο μέτρα πάχος στη βάση.
Στη συνέχεια, η Τρίπολη έγινε πολυάνθρωπη με πολλούς Τούρκους και αξιόλογο στράτευμα. Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε, όταν Μόρα Βαλεσής έγινε ο γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων Βελής (1807-1820), γιατί τον ακολούθησαν πολλοί βιοτέχνες και τεχνίτες Γιαννιώτες, οι οποίοι συνετέλεσαν στην οικονομική της ανάπτυξη.
Η Τρίπολη στην Επανάσταση
Το 1821 η Τρίπολη είχε 35.000 κατοίκους, Τούρκους, Έλληνες και λίγους Εβραίους. Με το ξέσπασμα της επανάστασης ο πληθυσμός της αυξήθηκε σημαντικά, γιατί πολλοί Τούρκοι κατέφευγαν εκεί για ασφάλεια. Όταν άρχισε η πολιορκία, υπήρχαν μέσα 15.000 αρματωμένοι Τούρκοι και Αλβανοί. Ο Θ. Κολοκοτρώνης πίστευε πως έπρεπε να καταληφθεί η Τρίπολη, για να στεριώσει η επανάσταση, και είχε απόλυτο δίκιο, γιατί ήταν διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο του Μοριά, ικανό λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της δύναμής του να αντιμετωπίζει με επιτυχία τους επαναστατημένους Ρωμιούς σ’ όλο το Μοριά. Με δυσκολία κατόρθωσε να μαζέψει λίγο στρατό στην αρχή, γιατί πολλοί καπεταναίοι και πρόκριτοι δε συμφωνούσαν μαζί του. Στη συνέχεια όμως κατάλαβαν πως είχε δίκιο. Έτσι, τον Ιούνιο τα ελληνικά στρατεύματα, που συμμετείχαν στην πολιορκία, ήταν πάνω από 7.000. Όσο περνούσαν οι μέρες και η θέση των πολιορκουμένων χειροτέρευε, τόσο πλήθαιναν και οι πολιορκητές που συνέρρεαν με κάθε πολεμικό μέσο.
Εκείνες τις μέρες η αλληλεγγύη και η διάθεση συνεισφοράς στον αγώνα ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένες ανάμεσα στους αγωνιστές. Εκείνο που προείχε και φλόγιζε τις καρδιές τους ήταν η επιτυχία του σχεδίου του Κολοκοτρώνη.
Στην Τρίπολη λοιπόν πολέμησαν στο πλευρό του Γέρου του Μωριά και του Νικηταρά και αρκετοί μαχητές από την Επαρχία Άργους, με επικεφαλής τον Γιαννάκο Δαγρέ, τον αδελφό του Θανάση, τον Θεόδωρο Τριγγούνη, τον Ηλία Θεοδωρόπουλο και τον Γεώργιο Φράγκο, ο οποίος και έπεσε κατά την πολιορκία.
Η Τρίπολη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, από ένα τυχαίο και αναπάντεχο περιστατικό· ο Τσακωνίτης αγωνιστής, ο Μανώλης Δούνιας,*** έδινε στους Τούρκους ψωμί και σύκα και είχε πιάσει φιλίες μαζί τους. Εκείνοι τον δέχονταν στο πυροβολείο τους – τάπια – που ήταν κοντά στην πύλη τ’ Αναπλιού, και κάνανε συντροφιά. Ο Δούνιας έπαιρνε και κάποιους φίλους μαζί του. Την ημέρα εκείνη παρατήρησαν ότι οι υπερασπιστές στις επάλξεις ήταν ελάχιστοι, γιατί οι Τούρκοι είχαν μεγάλη σύναξη, για να δουν τι θα κάμουν, και η φρούρηση είχε χαλαρώσει.
Εκμεταλλεύτηκαν, λοιπόν, την ευκαιρία και άνοιξαν την πύλη τ’ Αναπλιού. Όρμησαν τότε κι άλλοι μέσα, ανοίχτηκαν κι άλλες πύλες και σε λίγο οι πολιορκητές έμπαιναν από παντού. Ο πρώτος καπετάνιος που πάτησε την πόλη ήταν ο Παναγιώτης Κεφάλας,**** ο οποίος μπήκε από την πύλη του Μυστρά. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν κι έτρεξαν να σώσουν τις οικογένειές τους. Αμέσως άρχισε άγρια σφαγή. Οι Έλληνες δεν ήταν δυνατό να πειθαρχήσουν στους αρχηγούς τους, αφού μάλιστα η πόλη δεν είχε καταληφθεί με έφοδο αλλά από τυχαίο περιστατικό.
Ο Καπετάνιος Γιαννάκος Δαγρές από την Καρυά, συνέλαβε τον κοτζάμπαση Σωτηράκη Κουγιά, ο οποίος ήταν προδότης και είχε αποκαλύψει στους πασάδες της Τρίπολης το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας και αφού του έκοψε τ᾽ αυτιά, τον σκότωσε.
Ο Φωτάκος γράφει:
«Η σφαγή άρχισεν εις όλα τα μέρη της πόλεως, το τουφέκι εδούλευε πανταχού και ανηλεώς και κατά τρεις ολοκλήρους ημέρας εσκοτώνοντο πάσης ηλικίας άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά ανήλικα. Οι Έλληνες εδώ εξεδικήθησαν δι’ όσα τόσους χρόνους είχαμεν πάθει από τους τυράννους μας…».
Η σφαγή κράτησε τρεις μέρες, μέχρι την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, και τελείωσε μόνο όταν έσβησε κάθε αντίσταση των Τούρκων. Οι Έλληνες εκδικήθηκαν τους Τούρκους για όσα τους είχαν κάνει τόσους αιώνες και φάνηκε ότι η συμβίωσή τους πια δεν ήταν δυνατή. Υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν 10.000 Τούρκοι και ότι 8.000 αιχμαλωτίστηκαν. Έλληνες σκοτώθηκαν περίπου 300.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει στο ημερολόγιό του σχετικά με την απελευθέρωση της Τρίπολης:
«Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό.»‘
Τόσα ήταν τα πτώματα στους δρόμους, που το άλογο του Κολοκοτρώνη προχωρούσε, χωρίς ν’ ακούγονται τα πέταλά του. Στη συνέχεια ο Δημ. Υψηλάντης φρόντισε να καθαριστεί η πόλη. Εντούτοις, έπεσε τύφος και οι άνθρωποι πέθαιναν, μέχρι που έπιασαν τα δυνατά κρύα του χειμώνα και υποχώρησε η ασθένεια. Η Τριπολιτσά έγινε έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσίας (1822) και κατόπιν του Εκτελεστικού και Βουλευτικού Σώματος (1823).
Αργότερα ο Ιμπραήμ κατέλαβε την πόλη (10 Ιουνίου 1825) και την έκανε ορμητήριό του μέχρι το Φεβρουάριο 1828, όταν ο Αιγύπτιος στρατηλάτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Πελοπόννησο. Φρόντισε μάλιστα να κατεδαφίσει το τείχος και να κάψει την πόλη λίγο πριν από την αναχώρησή του. Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους η Τριπολιτσά ξανακτίστηκε και μετονομάστηκε σε Τρίπολη.
Αξιοθέατα της πόλης
- Μητρόπολη. Αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο, οικοδομήθηκε στην θέση όπου ήταν το τζαμί του Μπεκίρ-Πασά.
- Πλατεία Άρεως. Διαμορφώθηκε στη θέση όπου βρισκόταν το σεράι.
- Κεντρική Πλατεία Τρίπολης ή Πλατεία Αγίου Βασιλείου.
- Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης. Στεγάζεται σε διώροφο νεοκλασικό κτίριο, έργο του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Εκτίθενται ευρήματα από τις ανασκαφές αρχαίων θέσεων στην Αρκαδία. Περιλαμβάνει νεολιθικά και πρωτοελλαδικά αντικείμενα και σκεύη από πρόσφατες ανασκαφές στο Σακοβούνι Καμενίτσας Αρκαδίας, καθώς και πλούσια συλλογή Υστερομυκηναϊκών και Υπομυκηναϊκών Χρόνων από το Παλαιόκαστρο της Γόρτυνας. Εκτίθενται ακόμα ευρήματα Γεωμετρικών χρόνων από νεκροταφεία της Μαντινείας και κεραμική, γλυπτική και ανάγλυφα Αρχαϊκών μέχρι Ρωμαϊκών χρόνων από περιοχές της Αρκαδίας. Ξεχωρίζει η μοναδική στην Ελλάδα συλλογή των λατρευτικών ειδωλίων των Πρωτοελλαδικών χρόνων από το Σακοβούνι όπως και το ομόγλυφο καθήμενο άγαλμα θεάς (ίσως Αθηνά) από την Ασέα και τα ευρήματα της 15ετούς ανασκαφής στην Έπαυλη του Ηρώδου του Αττικού στην Λουκού Κυνουρίας. Υπάρχουν επίσης ευρήματα Παλαιοχριστιανικών και Πρώιμων Βυζαντινών.
- Πολεμικό Μουσείο. Ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 2000 και στεγάζεται στο ισόγειου του σπιτιού του Μαλλιαρόπουλου στην κεντρική πλατεία του Αγίου Βασιλείου. Περιλαμβάνει κύρια εκθέματα από τον αγώνα του 1821, όπως και του πολέμου του 1940. Ξεχωρίζουν το εκμαγείο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η προτομή του και συλλογές όπλων και σπαθιών από την επανάσταση.
Υποσημειώσεις
* Ντρομπολιτζά
Εκτός του «Ντρομπολιτσά», η προφορική παράδοση και οι γραπτές πηγές χρησιμοποιούν μια αρκετά μεγάλη ποικιλία ονομάτων: Ντρομπολ(ι)τζιά, Τροπολιτζ(ι)ά, Τροπολικιά, Ντριμπολιτζ(ι)ά, Τριπολιτζά, Τριπολιτσά, Τρομπολιτσά, Τροπολ(ι)τσά, Υδροπολιτζά, Ύδωρ Μολιτζά, κλπ. (Οι Τούρκοι παράλληλα χρησιμοποιούσαν τις ονομασίες Νταραμπολίτζα, Ταραμπολίτζα, Ταραμπουλούς). Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι είναι από το Υδρόπολις, (αρχαία Ελληνική αποικία, στην νότια Αλβανία, Ιλλυρία τότε), Ντρόπολις και χαϊδευτικά Ντροπολιτσά ( ιτσα = υποκοριστικό π.χ. Ελένη = Ελενίτσα), δηλαδή μικρή Ντρόπολι.
** Τα Ορλωφικά
Η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, ακλουθώντας το όραμα του Μεγάλου Πέτρου για ανασύσταση της ορθόδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό το σκήπτρο του, παρακινεί τους Έλληνες σε επανάσταση, στέλνοντας στην Ελλάδα τρεις αξιωματικούς του ρωσικού στρατού, τους αδελφούς Ορλώφ. Στόχος των ενεργειών της ήταν απλώς η δημιουργία αντιπερισπασμού, αφού η Ρωσία βρισκόταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους. Οι Έλληνες, με επίκεντρο την Πελοπόννησο και τη Στερεά, ξεσηκώθηκαν, αλλά οι δυνάμεις που έστειλε η Ρωσία για να τους συνδράμει αποδείχθηκαν πενιχρές και ανοργάνωτες. Παρά τις αρχικές επιτυχίες των Ελλήνων οπλαρχηγών, η επανάσταση στην ξηρά έληξε, λίγους μήνες αργότερα, με σφαγές, μαζικούς εξισλαμισμούς και εξανδραποδισμό του πληθυσμού στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία και στηνΉπειρο. Αντίθετα, στη θάλασσα, το τουρκικό ναυτικό υπέστη πανωλεθρία στο Τσεσμέ (Μάιος 1770) από τον ρωσικό στόλο.
*** Οι Τσάκωνες είχαν κάνει γνωριμίες με τους πολιορκημένους Τούρκους στην Τριπολιτσά κι εμπορεύονταν τρόφιμα με αντάλλαγμα όπλα. Κατάφεραν να αποφυλακίσουν τον πρόκριτο Πραστού Γιαννούλη Καραμάνο δίνοντας υπόσχεση «στους φίλους τους», να τους διασώσουν, αν πέσει η Τριπολιτσά στα χέρια των Ελλήνων.Σε μία συνάντηση τέτοια, για ανταλλαγή τροφών με όπλα, ο Τσάκωνας Μανώλης Δούνιας (ή Ντούνιας) κατάφερε «τους φίλους» του, Τούρκους, να τον ανεβάσουν στην Τάπια (τουρκ. tabya: ταμπούρι, προμαχώνας) του κάστρου της Τριπολιτσάς. Με λίγους φίλους του, που τον ακολούθησαν, αιχμαλώτισε τους Τούρκους φρουρούς, γύρισε τα κανόνια στην πόλη κι άνοιξε την πόρτα του Αναπλιού, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821.
**** Κεφάλας Παναγιώτης
Αγωνιστής του Εικοσιένα από το Δυρράχιο Μεγαλόπολης που γεννήθηκε το 1790 και έπεσε ηρωικά το 1825 στο Μανιάκι. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων από το Νοέμβρη του 1820 μαζί με τα αδέλφια του Θεόδωρο και Δημήτριο κι άλλους συμπατριώτες του. Στις 15 Απρίλη 1821 πήρε μέρος στη μάχη του Λεβιδίου και στις 12 – 13 Μάη στη μάχη του Βαλτετσίου. Με 600 διαλεχτά παλικάρια πήρε ενεργό μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Ήταν ο πρώτος που στις 23 Σεπτέμβρη παραβίασε το φρούριο στην πόρτα του Ναυπλίου κι έστησε πάνω στα τείχη την ελληνική σημαία. Συνέχισε να πολεμά παίρνοντας μέρος σε διάφορες μάχες μέχρι το 1825. Όταν οι ορδές του Ιμπραήμ σάρωναν το Μοριά, ο Κεφάλας με τον Παπαφλέσσα, αντιτάξανε ηρωική μα απελπισμένη άμυνα στο θρυλικό Μανιάκι. Στις 19 Μάη 1825, και αφού από τους 2.000 άντρες τους απόμειναν μόνο 600, έπεσαν πολεμώντας πολυάριθμους εχθρούς.
Πηγές
-
Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
-
Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1858.
-
Κωστή Ι. Τσούχλου, «Οι Τσάκωνες του ’21», εκδ. Αδελφότητος Κυνουριέων.
-
Φωτογραφίες: Πανεπιστήμιο Πάτρας στον ιστότοπο www.arcadiasite.gr
Λέτε …
Οι Έλληνες εκδικήθηκαν τους Τούρκους για όσα τους είχαν κάνει τόσους αιώνες και φάνηκε ότι η συμβίωσή τους πια δεν ήταν δυνατή.
ΚΑΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΤΑ 400 ΧΡΟΝΙΑ ΣΚΛΑΒΙΑΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΜΟΥΣ, ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΠΟΥ ΖΗΣΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ;
ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΩΡΑ ΘΑ ΜΑΣ ΤΑ ΠΑΡΟΥΝΕ ΟΛΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΛΗΜΑ ΘΕΟΥ… ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΜΥΑΛΟ!!!
Αγαπητέ κύριε,
Διαβάσαμε το σχόλιο σας και πραγματικά δυσκολευτήκαμε να κατανοήσουμε το πνεύμα σας.
Κατ’ αρχή, διαπιστώνουμε ότι σας ενόχλησε η λέξη «συμβίωση». Όμως αυτή κάλλιστα μπορείτε να την αντικαταστήσετε με συνώνυμες, όπως κοινή διαβίωση, συνοίκηση, συνύπαρξη κ.α.
Μετά, επικαλείστε τα «400 χρόνια σκλαβιάς» παραβλέποντας ότι μεσολάβησε ικανός χρόνος που η Ελλάδα τελούσε υπό Ενετική κυριαρχία. Εξ’ άλλου πολλοί θεωρούν ότι η σκλαβιά ξεκινά ίσως από την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και συνεχίστηκε επί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που όπως γνωρίζετε αδικαιολόγητα και αψυχολόγητα διώχτηκε αμείλικτα το ελληνικό πνεύμα και ισοπεδώθηκαν αρχαία ιερά. Όμως κανένα κίνδυνο δεν διέτρεχε η θρησκεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από τις νεκρές θρησκείες της αρχαιότητας. Εξ’ άλλου οι Φωτισμένοι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ήταν κάτοχοι της Θύραθεν Παιδείας. (Αριστοτέλης, Σωκράτης, Πλάτων κ.λ.π.).
Επικαλείστε βιασμούς που διαπράχτηκαν από τους Τούρκους. Δεν θα διαφωνήσουμε. Όμως σε όλες τις κοινωνίες, και μάλιστα εκείνης της εποχής, παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα. Ακόμη και σήμερα θα τολμούσαμε να πούμε. Για να μην αναφερθούμε σε συμπεριφορές Ελλήνων όταν αυτοί υπήρξαν κατακτητές. Πάντως είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο που αναφερόμαστε (19ος αιώνας), την σύνθεση των κατοίκων της Πελοποννήσου αποτελούσαν περίπου 400.000 χριστιανοί, 40.000 μωαμεθανοί και 4.000 εβραίοι.
Λέτε για τα «κρυφά σχολειά», όταν δεν υπάρχει καμιά ιστορική πηγή που να μαρτυρεί ότι οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων. Άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι καθόλη την Τουρκοκρατία λειτουργούσαν – φανερά βέβαια- εκατοντάδες σχολεία σε πόλεις και χωριά, δηλώνει ότι δεν υπήρχε λόγος λειτουργίας κρυφών σχολείων.
Επικαλείστε και το θέλημα του Θεού. Νομίζουμε ότι υπερβάλετε. Μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι εσείς διερμηνεύετε τις Βουλήσεις Του. Παρ’ όλα αυτά σας θυμίζουμε ότι «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. δ΄ 16) και ότι Ένας Θεός Πολυέλαιος, Φιλεύσπλαχνος και Φιλάνθρωπος, ποτέ δεν θα Ενέκρινε και Υιοθετούσε την απώλεια ενός χριστιανικού, ιδιαιτέρως θρησκευόμενου λαού.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ζοφερές ημέρες που υπέφερε ο Ελληνισμός, Ελλαδικός και Κυπριακός, από τους Τούρκους, ούτε και την σημερινή διαγωγή τους με τις συνεχείς αμφισβητήσεις των ελληνικών εδαφών και τις υπερφίαλες απαιτήσεις τους. Όμως τίποτα δεν θα πρέπει να μας τυφλώνει και να μας καθιστά φανατικούς. Καλλίτερα για όλους θα είναι να διεκδικούμε τα αδιαπραγμάτευτα δίκαια μας, χωρίς κορώνες και αφορισμούς που τίποτα δεν ωφελούν.
Πάντως, σας ευχαριστούμε που επιλέξατε τον δικό μας ιστότοπο για την ενημέρωσή σας και σας δηλώνουμε ότι η απάντησή μας διόλου δεν αμφισβητεί τις αρχές και απόψεις σας και δεν σκοπεύει σε αντιδικία με κάποιον που αφιερώνει πνεύμα και χρόνο, για την ανάδειξη μιας τόσο ιστορικής Μονής όπως η Μονή Κερνίτσας και ο πάνσεπτος Ναός των Αγίων Ταξιαρχών.
Με ευκαιρία αυτής μας της επικοινωνίας, θα σας παρακαλούσαμε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, να μας προμηθεύσετε με τα βιβλία που διαθέτετε για τον πλουτισμό της Βιβλιοθήκης μας. Θα μας δίνατε μεγάλη χαρά.
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων,
αγάπην δε μη έχων, γέγονα χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον…
Παύλου, επιστολή Α΄προς Κορινθίους, 13.1.
Με ειλικρινή φιλικά αισθήματα
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Ιστορίας και Πολιτισμού
Αγαπητοί κύριοι,
θα συμφωνήσω με τα επιχειρήματα της Αργολικής Βιβλιοθήκης.
Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν σφαγή αμάχων, μια εθνοκάθαρση και τίποτε μα τίποτε, ούτε χιλιόχρονη «σκλαβιά» δεν δικαιολογεί τέτοιο μακελειό, για κανέναν λαό και για κανέναν ηγέτη στην Ιστορία.
Όσον αφορά την έκφραση «σκλαβωμένοι Έλληνες», οφείλω να πω τα εξής:
Για να είναι σκλαβωμένοι, θα πρέπει πρώτα υποτίθεται να ήταν ελεύθεροι. Το καθεστώς εξάρτησης των πληθυσμών όμως από την κεντρική εξουσία, δεν άλλαξε και πολύ από την Βυζαντινή εποχή. Απλά πλήρωναν μερικούς φόρους παραπάνω. Ελεύθεροι πάντως ούτε στο Βυζάντιο ήταν. Και δεν μπορούμε να τους χαρακτηρίζουμε την εποχή εκείνη σκλάβους ή ελεύθερους με τη σημασία που έχουν οι έννοιες αυτές σήμερα. Δεύτερον, Έλληνες έμαθαν ότι είναι από το 1790 και μετά, χάρη στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση που προέβαλε για πρώτη φορά στην ιστορία την έννοια Έθνος.
Τα λάβαρα της Αγίας Λαύρας, τα κρυφά σχολειά, η πολύχρονος δουλεία και πολλά άλλα, ανήκουν στη σφαίρα των εθνικών μύθων, όπως ο Τρωικός πόλεμος έγινε για τα μάτια της ωραίας Ελένης. Οι εθνικοί μύθοι είναι σεβαστοί αλλά δεν ανήκουν στην ιστορική επιστήμη. Και η ιστορική επιστήμη δεν είναι δικαστήριο για να κρίνει ποιος λαός είναι «καλός» και δικαιολογείται όταν σφάζει εν ψυχρώ αμάχους και αιχμάλωτους πολέμου.