Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ιλιάδα’

Η σημασία των διεργασιών του πένθους και του θρήνου στην Ιλιάδα του Όμηρου – Γιώργος Μπανιώκος στο: «Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.


 

Η λέξη «πένθος» είναι μορφή πάθους αφού έχει τις ρίζες της στον παρακείμενο χρόνο «πέπονθα» του ρήματος της αρχαίας ελληνικής πάσχω. [1] Το πένθος συνιστά κυρίως διαδικασία ή κατάσταση όπου πλήθος συναισθημάτων (δυσπιστία, άρνηση, θυμός, απόγνωση, απομόνωση, κατάθλιψη, ενοχές, διαπραγμάτευση, αποδοχή) και συνοδευτικών σωματικών αντιδράσεων εκδηλώνονται βαθμηδόν ως απόρροια του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου. [2] Ο θρήνος ή το μοιρολόι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε πένθιμης τελετουργίας, μια ισχυρή, θυμική εκφόρτιση που εκκινεί από τη συνείδηση της απώλειας ενός αγαπητού ή προσφιλούς προσώπου. Ο θάνατος τραυματίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός το ψυχικό όργανο και το πένθος είναι ο μοναδικός δρόμος για την επούλωση του τραύματος παρόλο που κανένας ζωντανός δεν είναι ίδιος μετά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.

Για τον εισηγητή της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ το πένθος είναι μια φυσιολογική διαδικασία η οποία συνήθως κινητοποιείται σε κάποιο πρόσωπο εξαιτίας της απώλειας ενός αντικειμένου αγάπης ή ενός αφηρημένου υποκατάστατου, όπως της πατρίδας, της ελευθερίας ή ενός ιδανικού. [3]  Σύμφωνα με τον ίδιο, η επαναλαμβανόμενη εμπειρία της ικανοποίησης δημιουργεί μια σχέση με το αντικείμενο του πόθου, το οποίο επενδύεται έντονα με λιβιδινική ενέργεια και το πρόσωπο διακατέχεται από αυτό (κάθεξη). Κάθε συναισθηματικός δεσμός, για τον Φρόυντ, συνιστά μια επένδυση ή κάθεξη αντικειμένου. Το πένθος που ακολουθεί ένα θάνατο ή μια απώλεια χαρακτηρίζεται ως αποκάθεξη, μια διαδικασία, δηλαδή, απόσυρσης των συναισθηματικών επενδύσεων από το αγαπημένο, αλλά απολεσμένο πια αντικείμενο αγάπης. [4]  Σε έναν αποχωρισμό, που ορίζεται από το μη αναστρέψιμο, το πένθος εκφράζει ταυτόχρονα την άρνηση του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο, αλλά και την αγωνιώδη προσπάθειά του να προσαρμοστεί στο πραγματικό.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Θάνατος ήταν αδερφός του Ύπνου, αποτελούσε μέρος της ζωής η οποία και εκπήγαζε από το θάνατο. Όταν επέρχετο ο θάνατος, ήταν σταλμένος από τους θεούς, εκτός και αν ήταν ντροπιαστικός. Η Ιλιάδα είναι πρωτίστως ένα πολεμικό έπος που εξιστορεί πολλούς θανάτους πολεμιστών οι οποίοι συνοδεύονται από πλήθος πένθιμων, ταφικών τελετουργιών. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, ο θρήνος και το μοιρολόι δε συνιστούν καθόλου ντροπή για τους ήρωες του ομηρικού κόσμου. [5] Ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Πάτροκλος και άλλοι ένδοξοι ομηρικοί ήρωες θρηνούν με απαράμιλλη ειλικρίνεια και χωρίς αισθήματα αιδούς, όταν έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων ή συντρόφων. Εκδηλώνουν τα συναισθή­ματά τους σε καταστάσεις λύπης, απελπισίας και απώλειας, κυλιούνται κατά γης, εκάστοτε και μπροστά στον στρατό τους.

Για παράδειγμα, στη ραψωδία Π της Ιλιάδας ο Πάτροκλος, σταλμένος από τον Αχιλλέα στη μάχη, αριστεύει, σκοτώνει το Σαρπηδόνα, αλλά στη συνέχεια φονεύεται από τον Έκτορα. Κατόπιν, στη ραψωδία Σ ο Αχιλλέας πληροφορείται από τον Αντίλοχο το θάνατο του Πατρόκλου, τον οποίο έχει προαισθανθεί, και συντρίβεται. Ο πόνος του είναι τόσο οξύς όσο και ο θυμός του στη ραψωδία Α του έπους. Ο ήρωας πέφτει στη γη και ξεσπά σε σπαρακτικό θρήνο μαδώντας τα μαλλιά του. [6] Η Θέτιδα, η οποία βρίσκεται στα βάθη της θάλασσας, τον ακούει και σπεύδει να τον συναντήσει με τις αδελφές της, τις Νηρηίδες, οι οποίες θα ξαναβγούν από τη θάλασσα με το θάνατο του ήρωα. Στην ραψωδία Σ της Ιλιάδας ξεκινά το γαϊτανάκι του θανάτου και παράλληλα στήνεται ο χορός του θρήνου: ο Αχιλλέας, ο Αντίλοχος, οι σκλάβες, η Θέτιδα, όλοι θρηνούν. Θρηνούν τον Πάτροκλο, αλλά στην πραγματικότητα θρηνούν τον Αχιλλέα και τον προαναγγελθέντα θάνατό του. Η Θέτιδα, επιτομή του μητρικού πόνου, θρηνεί με τον Αχιλλέα για τον Πάτροκλο, αλλά την ίδια στιγμή σε ένα δεύτερο επίπεδο λαμβάνει χώρα ένας προπαρασκευαστικός θρήνος για τον πεπρωμένο χαμό του Αχιλλέα. Η Θέτιδα αποτελεί κατεξοχήν τραγική φιγούρα της Ιλιάδας, αφού πλάι σε θνητές, χτυπημένες από τη μοίρα γυναίκες, όπως η Εκάβη και η Ανδρομάχη, γνωρίζει εκ των προτέρων, ούσα θεά και αθάνατη, το θάνατο του παιδιού της. Η εικόνα της Θέτιδας που κρατά στα χέρια της το κεφάλι του γιου της αποτελεί προοικονομία του θρήνου της πάνω από το νεκρό κουφάρι του γιου της. [7]

Γιατί ακριβώς θρηνεί ο Αχιλλέας; Αυτό ζητά να μάθει και η Θέτιδα με την γεμάτη αγωνία ερώτηση: «Τί κλαις παιδί μου; Ποιος καημός τα σπλάχνα σου τάραξε τώρα;» [8] Η απάντηση του Αχιλλέα εκφράζει την πλήρη απόγνωσή του αφού χάθηκε ο Πάτροκλος, o πιο αγαπητός από τους εταίρους του. Εύχεται να μην είχε γίνει ποτέ ο γάμος της Θέτιδας με τον Πηλέα, δηλαδή να μην είχε γεννηθεί. Ξέρει το τέλος του και ζητά να πεθάνει αφού δεν κατάφερε να γλυτώσει τον αγαπημένο του φίλο. [9] Ο Αχιλλέας βλέπει ότι η ζωή του δεν έχει πλέον νόημα, ομολογεί την ενοχή που αισθάνεται, επειδή αφενός δε διέσωσε τη ζωή του Πάτροκλου, αφετέρου επειδή συνειδητοποιεί τον όλεθρο που έφερε ο θυμός του απέναντι στον Αγαμέμνονα στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας. Αποκηρύσσει, έτσι, το θυμό και επιλέγει συνειδητά τον θάνατο, τον οποίο δεν απέφυγε ούτε ο Ηρακλής, ο μόνος ήρωας με τον οποίο μπορεί να συγκριθεί ο Αχιλλέας. [10] Ο θάνατός του όμως θα συνδεθεί με λαμπρή και άφθαρτη δόξα (κλέος ἐσθλόν & κλέος ἄφθιτον) [11] γεγονός που θα τον ωθήσει να πάρει εκδίκηση. Δεν προλέγει την καταστροφή που θα προκαλέσει στους Τρώες μέσα από τους νεκρούς άνδρες, αλλά μέσα από τον πόνο και το θρήνο των γυναικών γι’ αυτούς. [12] Η Θέτιδα δέχεται την απόφασή του, τον προειδοποιεί ωστόσο, ότι ο θάνατος του Έκτορα θα σημάνει και τον δικό του θάνατο, και του ζητά να μην μπει στη μάχη, μέχρι εκείνη να πάρει καινούρια όπλα από τον Ήφαιστο. [13] Στο μεταξύ Αχαιοί και Τρώες μάχονται γύρω από το σώμα του Πάτροκλου. Ο Αχιλλέας, με θεϊκή παρότρυνση, σκορπίζει με τη φωνή του τρόμο στους Τρώες και δίνει την ευκαιρία στους Αχαιούς να περισυλλέξουν το νεκρό ήρωα προκειμένου να τον θρηνολογήσουν και να τον ενταφιάσουν. [14]

 

Μάχη για τη σορό του Πάτροκλου. Wiertz, Antoine, 1836, λάδι σε μουσαμά. Musée des beaux-arts de Liège (Μουσείο Καλών Τεχνών της Λιέγης).

 

Έχοντας φονεύσει τον Έκτορα, ο Αχιλλέας εισχωρεί στη ζώνη του δικού του θανάτου. Άλλωστε, γνωρίζει ο ίδιος ότι δεν είναι της μοίρας του να κυριεύσει την Τροία. [15] Η αγριότητα του Αχιλλέα, που αποκορυφώνεται με την παρατεταμένη κακοποίηση του νεκρού Έκτορα, συνιστά ύστατη εκδήλωση πόνου και θυμού. Καθώς ο Αχιλλέας απομακρύνεται σέρνοντας τον νεκρό αντίπαλο, ο φακός στρέφεται στα τείχη της Τροίας, παρακολουθώντας το θρήνο που ξεσήκωσε το διπλά φοβερό γεγονός. Όλα είναι θρήνος για τον Έκτορα και την Τροία μαζί. Η Τροία τυλίγεται στο θρήνο πριν τυλιχτεί στις φλόγες. Όπως ο χαμός του Πατρόκλου σήμανε το χαμό του Έκτορα, έτσι και ο χαμός του Έκτορα θα σημάνει το θάνατο του Αχιλλέα και την άλωση της Τροίας. Η θανάσιμη μοίρα του Αχιλλέα συνδέεται στενά με τη θανάσιμη μοίρα του Έκτορα, στο βαθμό που η μια προϋποθέτει και γίνεται αιτία της άλλης. Η τραγική αυτή ακολουθία διατυπώθηκε ήδη ως προειδοποίηση από τη Θέτιδα στο γιο της στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας και τώρα δραματοποιείται. Τις πένθιμες ακολουθίες του Πατρόκλου και του Έκτορα μας τις αφηγείται ο Όμηρος στις τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας, ενώ το χρονικό του θανάτου, του θρήνου, της καύσης και του ενταφιασμού του Αχιλλέα μας το αφηγείται ο Αγαμέμνονας στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, τη Νέκυια. [16]

 

Ο Αχιλλέας σύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Domenico Cunego (1727–1803), Ιταλός τυπογράφος και ζωγράφος.

 

Ο θρήνος και η κηδεία του Έκτορα γίνονται εφικτές με όλες τις αρμόζουσες τιμές λόγω της ανακωχής που ο ίδιος ο Αχιλλέας αυτοβούλως παραχωρεί. Ο Πρίαμος παραλαμβάνει το σώμα του Έκτορα με τη βοήθεια του θεού Ερμή γλυτώνοντας έτσι τη σύλησή του και διασώζοντας τον Αχιλλέα από την οργή των θεών. Ο Αχιλλέας δέχεται να παραχωρήσει το νεκρό σώμα του Έκτορα στον Πρίαμο αφού ο τελευταίος συγκρίνει ενώπιον του Αχιλλέα τη δική του μοίρα με την πατρική μοίρα του Πηλέα. Κι αυτή η σύγκριση καταλήγει σε αμοιβαίο θρήνο των δυο ηρώων καθώς ο καθένας τους κλαίει και θρηνεί για το δικό του πόνο και τον δικό του πόθο. [17] Η συνομιλία του Αχιλλέα με τον Πρίαμο μας αποκαλύπτει μια αναλογία ανάμεσα στα δυο πρόσωπα αφού και οι δυο τους έχουν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα. Δυο νεκροί, ο Πάτροκλος, από το χέρι του Έκτορα, και ο Έκτορας, από το χέρι του Αχιλλέα, με τον αμοιβαίο σπαραγμό που προκαλούν στον Αχιλλέα και στον Πρίαμο αντίστοιχα, υπαγορεύουν εν τέλει την αναγκαιότητα συμφιλίωσης με την οποία και αναστέλλεται ο τρωικός πόλεμος. Η αναστολή αυτή συμπίπτει και με την ολοκλήρωση της αφήγησης του έπους, αφού προηγουμένως η φιλονικία μεταξύ Πριάμου και Αχιλλέα έχει λήξει με ανθρωπολογική συμφιλίωση. Το ιλιαδικό έπος δεν τελειώνει με την κατάληψη της Τροίας. [18]

Στην ακολουθία του θρήνου του νεκρού Έκτορα κυριαρχεί το μοιρολόι των γυναικείων προσώπων της βασιλικής οικογένειας, ενώ ο βασιλιάς Πρίαμος φροντίζει για τις τελετουργικές διαδικασίες και τις νεκρικές τιμές. Το σώμα του Έκτορα έχει προηγουμένως πλυθεί, αλειφθεί με μύρα, νεκροστολιστεί και εκτεθεί πάνω σε νεκρική κλίνη από τις ακόλουθες του Αχιλλέα. [19] Οι Τρώες και οι Τρωαδίτισσες κατεβαίνουν στην πύλη όπου θρηνούν το νεκρό βασιλιά για εννέα ημέρες. Η Κασσάνδρα, αδερ­φή του Έκτορα, κλαίει, φωνάζει δυνατά τους Τρώες και ξεσηκώνει τον πρώτο θρήνο. [20] Στο θρήνο της διακρίνονται τα δίπολα ζωή – θάνατος, ελπίδα -απόγνωση, κλέος-πένθος. Η Ανδρομάχη, σύζυγος του Έκτορα, θρηνεί για τη χηρεία της, για την ορφάνια του παιδιού της, την επικείμενη καταστροφή της Τροίας και σκλαβιά των γυναικών, την πιθανή δολοφονία του γιου της από τους Αχαιούς. Εξυμνεί την ανδρεία του Έκτορα κι αναφέρεται στον καημό των γονιών του. Κλείνει το θρήνο της με ένα παράπονο αφού ο Έκτορας δεν πέθανε στο σπίτι του και δεν της ψέλλισε κάποια, τελευταία λόγια παρηγοριάς. [21]

Κατόπιν, η Εκάβη και μητέρα του Έκτορα μοιρολογεί. Ξεχωρίζει τον Έκτορα απ’ όλα της τα παιδιά («το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου») και τονίζει με καμάρι ότι τον αγαπούσαν οι θεοί. Επισημαίνει ότι ακόμη κι ο Αχιλλέας τον αντιμετώπισε ως ξεχωριστό αντίπαλο και παρόλο που τον κακοποίησε, οι θεοί φρόντισαν να τον έχει τώρα μπροστά της άθικτο.[22] Τελευταία μοιρολογεί η Ελένη, ξεχωρίζει τον Έκτορα για την υποστήριξη που της έδειχνε, όταν οι άλλοι την κατηγορούσαν και κλαίει τη μοίρα της τώρα που την αφήνει απροστάτευτη σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον.[23] Μετά από εννέα μέρες θρήνου καίνε το νεκρό Έκτορα, κατόπιν τοποθετούν τα οστά του σε μια χρυσή λάρνακα, την οποία θάβουν κι από πάνω σηκώνουν τύμβο. Οι πένθιμες διαδικασίες ολοκληρώνονται με ένα πλούσιο δείπνο στο παλάτι.[24]

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στο Ιλιαδικό έπος η διεργασία του πένθους, η οποία αποκορυφώνεται με το θρήνο, συνιστά αναπόσπαστη διαδικασία της ζωής καθώς εξυπηρετεί τη λύση της συναισθηματικής σχέσης (την αποκάθεξη κατά τον Φρόυντ) ανάμεσα στα εναπομείναντα αγαπημένα πρόσωπα και τον εκλιπόντα. Η φροντίδα του νεκρού σώματος, ο θρήνος, η αποτέφρωση, η ταφή των οστών και το μνημόσυνο γεύμα συνιστούν μέχρι και τις μέρες μας τις συμβολικές εκείνες διαδικασίες και τελετουργίες που σηματοδοτούν τον απαραίτητο για τους ζωντανούς αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, το συμβολικό διαχωρισμό των ζωντανών από τους νεκρούς. Πρόκειται για μια ύστατη φροντίδα για τους ανθρώπους του ομηρικού κόσμου που επιτρέπει στην ψυχή να καταδυθεί ήρεμα στον κάτω κόσμο και να αναπαυθεί.[25]

Επιπλέον, ο Όμηρος αναδεικνύει τη διπλή λειτουργία του θρήνου σε συνειδητό και ασυνείδητο επίπεδο. Οι εναπομείναντες θνητοί στην Ιλιάδα θρηνούν αφενός για το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου αφετέρου για το δικό τους επικείμενο ή προαναγγελθέντα θάνατο. Έτσι και εμείς κάθε φορά που συνειδητά θρηνούμε για το χαμό ενός προσφιλούς προσώπου, το ασυνείδητό μας έρχεται αντιμέτωπο με την αρχή της πραγματικότητας, αφού ένα μέρος του θρήνου ουσιαστικά υπαγορεύεται από τη δυσάρεστη επανενθύμηση του αναπότρεπτου του δικού μας θανάτου. O θάνατος μιας μητέρας ή ενός πατέρα είναι το προαναγγελθέν σήμα του δικού μας θανάτου.

Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, όταν η Θέτιδα ανεβαίνει και πάλι στην επιφάνεια για να θρηνήσει το νεκρό παιδί της, παρατηρούμε κάτι πρωτοφανές στο χορό του θρήνου. Δεν πρόκειται τόσο για μητρικό σπαραγμό, αλλά για την μοναδική αυτή συνθήκη, που εισάγει ο Όμηρος, καθώς βάζει θνητούς και αθανάτους να ομολογούν στον κύκλο του ίδιου πένθους. Επί δεκαεπτά μερόνυχτα, πριν αποτεφρωθεί το δοξασμένο σώμα του Αχιλλέα, κλαίνε για το χαμό του τόσο οι θνητοί όσο και οι θεοί («κλαίομεν θάνατοί τε θεοί θνητοί τ’ ἄνθρωποι»). [26] Η συγκεκριμένη αυτή συνθήκη θέτει εμφανώς μια έντονη υποψία απέναντι στο ιερό. Πώς είναι δυνατόν οι ίδιοι οι αθάνατοι Θεοί να εμφανίζονται ανήμποροι απέναντι στο γεγονός του θανάτου;

Είναι γνωστό ότι η αρχαία ελληνική λατρεία έχει αντλήσει πολλά στοιχεία της από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Ωστόσο, τα ομηρικά έπη δε θεωρήθηκαν ποτέ ιερά βιβλία. Ο Όμηρος, ως γνήσιος δημιουργός, έπλασε έναν κόσμο με την αδέσμευτη ελευθερία που παρέχουν οι ποιητικές συμβάσεις. Τα έπη του μαρτυρούν μια βαθιά φιλοσοφική ενόραση που πηγάζει από τον αδιόρατο τρόπο που αλληλοδιαπλέκονται ζωή και θάνατος μέσα στο ανθρώπινο γίγνεσθαι. Ο άνθρωπος του ομηρικού κόσμου εκπροσωπεί το φως και, σε καμιά περίπτωση, δε συμφωνεί με τον άνθρωπο της ελληνοχριστιανικής παράδοσης, αλλά βρίσκεται σε συστηματική αντίθεση με αυτόν. [27]

Οσάκις, έρχεται η στιγμή του τέλους για έναν ομηρικό ήρωα, δεν υπάρχει δύναμη ικανή να τον σώσει και να του χαρίσει την αθανασία. Παρά την παντοδυναμία τους, οι θεοί φαίνονται ανήμποροι να τα βάλουν με το θάνατο σε αντίθεση με τον χριστιανικό θεό που πατάσσει το θάνατο. Δε χρειάζεται παρά να παρακολουθήσει κανείς τη σταδιακή πτώση του πρώτου των Τρώων, του Έκτορα, για να γίνει μάρτυρας της εγκατάλειψης του ανθρώπου μπρος στην έλευση του πεπρωμένου. Οι τελευταίες ραψωδίες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας σφύζουν από το αναπόφευκτο του θανάτου. Κι αφού αυτή η στιγμή του τέλους βρίσκεται πέραν κάθε ανθρώπινης και θεϊκής αρωγής, η μοίρα δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται σαν μια αδιαπέραστη δύναμη, πάνω από θεούς και ανθρώπους. [28] Η σκιά του Αχιλλέα αναφωνεί με παράπονο στη σκιά του Αγαμέμνονα στον κάτω κόσμο ότι κανείς θνητός δεν ξέφυγε από το βαρύ πεπρωμένο του θανάτου. [29]

Αυτόν ακριβώς τον ομηρικό άνθρωπο, ο οποίος σωριάζεται καταγής σαν φύλλο δέντρου, χωρίς καμιά βοήθεια, δε φαίνεται να αποδέχεται ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του. Τέσσερις αιώνες μετά τον Όμηρο, όταν για πρώτη φορά πασχίζει να επιβάλει μια ολοκληρωτική, αξιολογική διάσταση πάνω στη ζωή, τα πρώτα πράγματα που απαρνιέται είναι τον ομηρικό κόσμο και τις τέχνες. Αφού οι αξίες είναι αιώνιες, δεν είναι δυνατό ο άνθρωπος, που τις ενστερνίζεται και τις ενσαρκώνει, να φέρει μια θνητή ψυχή ή να ασχολείται με κάτι απατηλό, όπως είναι οι τέχνες. Τι νόημα θα είχαν η ηθική, το δίκαιο, η ανδρεία αν δεν απευθύνονταν σε μια ψυχή που είναι αθάνατη;

«Ένας, που πιστεύει, πως υπάρχουν στον Άδη εκείνα τα φοβερά και τρομερά πράγματα, νομίζεις πως θα ήταν άφοβος εμπρός στο θάνατο και πως θα προτιμούσε στον πόλεμο να σκοτωθεί κάλλιο, παρά να νικηθεί και να γίνει σκλάβος; Διόλου. Πρέπει λοιπόν, καθώς φαίνεται, να δώσομε όλη την προσοχή μας και για όσα θα επιχειρούσαν να λέγουν πάνω σ᾽ αυτά, και να παρακαλέσομε τους ποιητάς να μην κατηγορούν έτσι όπως τύχει τον Άδη, κι όσα είν᾽ εκεί μέσα, αλλ᾽ απεναντίας να τα επαινούν, γιατί ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα για κείνους που θα γίνουν μια μέρα πολεμιστές. Έτσι πρέπει πραγματικώς. Θα σβήσομε λοιπόν από την ποίηση όλα τα τέτοια…» [30]

Ο Πλάτωνας στην ουσία εξοστρακίζει από την Πολιτεία τον Όμηρο. Ξεφορτώνεται έτσι το ισχυρότερο εμπόδιο που στοχεύει στην απάρνηση της θνητότητας και όλων των ηθών που υπαγορεύονται από το θάνατο. [31] Πρόκειται για την επένδυση της θνητότητας με το πέπλο της αθανασίας, μια μάσκα που επιβάλλει συνήθως κάθε ιδεολογία ή θρησκεία απέναντι στη φυσική ροή της ζωής. Ο Πλάτωνας υποβάλλει σε εξονυχιστική κριτική τον Όμηρο (“παραιτησόμεθα Ὂμηρόν τε καί τούς ἄλλους ποιητάς”) [32] εξετάζοντας όλες τις απόψεις του για τον Άδη. Ο θάνατος και κατά συνέπεια ο Άδης δεν μπορεί να τρομάζει το Πλατωνικό υποκείμενο. [33] Ο Όμηρος βάζει στο στόμα του Αχιλλέα λόγια για το θλιβερό σκότος της ανυπαρξίας στη συνάντησή του με τον Οδυσσέα κατά την κάθοδο του τελευταίου στον Άδη. Όταν ο Οδυσσέας θυμίζει στον Αχιλλέα ότι ήταν δοξασμένος όσο ζούσε, αλλά και τώρα βασιλεύει ανάμεσα στους νεκρούς, ο Αχιλλέας δίνει μια αποστομωτική απάντηση λέγοντας ότι ο θάνατος δεν επιδέχεται παρηγοριάς και θα προτιμούσε ο ίδιος να δούλευε ως απλός εργάτης στην πατρίδα του παρά να είναι βασιλιάς στον κάτω κόσμο. [34]

Κατά συνέπεια, για τον Όμηρο δεν υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό από εκείνο της ζωής. Αν και δεν υπάρχει τρόπος ο άνθρωπος να γλυτώσει από το πεπρωμένο του, στον Όμηρο δεν υπάρχει καμιά δήλωση απαξίωσης ή απάρνησης της ζωής. Ο Όμηρος, ενάντια σε οποιαδήποτε πεποίθηση εγκόσμιας ματαιότητας, υμνεί τον κόσμο, το γίγνεσθαι, το φως, το σκοτάδι, τη μέρα και τη νύχτα. Σύμφωνα με τον Κωστή Παπαγιώργη, μέσα από την απάρνηση του κόσμου εις το όνομα ενός Επέκεινα, ο Πλάτωνας σκοτώνει συμβολικά τον Όμηρο και διαμεσολαβεί ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο διασώζοντας τον άνθρωπο από την φθορά. Αυτό που έκανε ο Πλάτωνας, είναι αυτό που σήμερα συνεχίζει να κάνει η σύγχρονη ιατρική με τη συνδρομή της βιοτεχνολογίας εις το όνομα της προόδου και της εξέλιξης: δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να πεθάνει. [35]

 

Υποσημειώσεις


 

[1] Γεωργίου Ν. Παπανικολάου, Λεξικόν των ρημάτων της αττικής πεζογραφίας, 699.

[2] Σύμφωνα με την Elizabeth Kübler-Ross η διαδικασία του πένθους διέρχεται συνήθως πέντε διαδοχικά στάδια: 1) την άρνηση, 2) το θυμό, 3) την διαπραγμάτευση, 4) τη θλίψη και 5) την αποδοχή. Βλ. Elizabeth Kübler-Ross, On Death and Dying (1970), New York, NY, Collier Books/Macmillan Publishing Co, 45-68.

[3] Σίγκμουντ Φρόυντ, Πένθος και Μελαγχολία, στο Μεταψυχολογικά Κείμενα του 1915, μετάφραση: Λευ­τέρης Αναγνώστου, Αθήνα, Επίκουρος, 2005, 147-148.

[4] Ο όρος «κάθεξη» (Besetzung στη γερμανική γλώσσα) εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Φρό­υντ στις Μελέτες για την υστερία (1895) και στο Σχεδίασμα μιας επιστημονικής ψυχολογίας (1895), βλ. J. Laplanche & J. Pontalis, Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, 226-227.

[5] Αιμιλίου Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, 234-238.

[6] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 22-28.

[7] Oμήρου, Iλιάδα,Ραψωδία Σ, 35 -72.

[8] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 73.

[9] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 80-94.

[10] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 111-119.

[11] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ι,13 & Ι 415.

[12] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 120-126.

[13] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 135-138.

[14] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 200-238.

[15] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Σ, 95-96.

[16] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 35-94.

[17] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 610-675.

[18] Δ. Ν. Μαρωνίτης, “Ἓκτορος ἀναίρεσις”, αντλήθηκε από τον ιστότοπο Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμ­ματεία – Αρχαϊκή επική ποίηση: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα. http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/epos/page_050.html (τελευταία επίσκε­ψη 30/5/2018).

[19] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 635-648.

[20] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 678-723.

[21] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 724-746.

[22] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 747-761.

[23] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 762-777.

[24] Oμήρου, Iλιάδα, Ραψωδία Ω, 785-805.

[25] Αιμίλιος Μιρώ, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, 234.

[26] Oμήρου, Oδύσσεια, Ραψωδία Ω, 64.

[27] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 99.

[28] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 102.

[29] Oμήρου, Oδύσσεια, “μοῖρ᾽ ὀλοή, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται” (Ω, 29).

[30] Πλάτωνος, Πολιτεία, Γ, 386 b -c.

[31] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 103.

[32] Πλάτωνος, Πολιτεία, Γ, 387 b.

[33] Πλάτωνος, Πολιτεία, Γ, 396 a.

[34] Oμήρου, Oδύσσεια, Ραψωδία Λ, 488-491.

[35] Κωστή Παπαγιώργη, Ζῶντες καί τεθνεῶτες, 105-106.

 

Βιβλιογραφία


 

Πηγές

  • Ομήρου, Ιλιάς, μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα, Άγρα, 2012.
  • Ομήρου, Οδύσσεια, μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, 2009.
  • Πλάτωνος, Πολιτεία, μετάφραση: Ι. Ν. Γρυπάρης, αντλήθηκε από τον ιστότοπο «Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα» http://www.greek- language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=111&page=32 (τελευταία επίσκεψη 1/6/2018).

 

Δευτερεύουσα βιβλιογραφία

  • Μαρωνίτης, Δ. Ν., «Ἓκτορος ἀναίρεσις», στο Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα, Αρχαία Ελληνική Γλώσ­σα και Γραμματεία – Αρχαϊκή επική ποίηση: από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, αντλήθηκε από τον ιστότοπο «H Πύλη για την ελληνική γλώσσα» http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/epos/page_050.html (τελευταία επίσκεψη 30/5/2018).
  • Μιρώ, Αιμίλιος, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, μετάφραση: K. Παναγιώτου, Αθήνα, Ωκεανίς, 1971.
  • Παπαγιώργης, Κωστής, Ζῶντες καί Τεθνεῶτες, Αθήνα, Καστανιώτη, 1991.
  • Παπανικολάου, Γεώργιος Ν., Λεξικόν των ρημάτων της Αττικής Πεζογραφίας, Αθήνα, Δημ. Ν. Παπα­δήμα, 1988.
  • Φρόυντ, Σίγκμουντ, Πένθος και Μελαγχολία, στα Μεταψυχολογικά Κείμενα του 1915, μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου, Αθήνα, Επίκουρος, 2005.
  • Kübler-Ross, Elizabeth, On Death and Dying, New York, NY, Collier Books/Macmillan Publishing Co., 1970.
  • Laplanche J. & Pontalis, J., Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, μτφρ. B. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα, Π. Αλούπης, Αθήνα, Κέδρος, 1986.

 

Γιώργος Μπανιώκος

«Ο Όμηρος και η Ελληνική Σκέψη», Εκδόσεις εργαστηριού μελέτης του Θεσμικού Λόγου, Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα, 2019.

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Ο ομηρικός Θερσίτης: γραφικός αντιήρωας ή πρόδρομος του δημοκρατικού αντίλογου;


  

Ο Θερσίτης είναι ένας ομηρικός αντιήρωας. Κακομούτσουνος, καμπούρης, πολυλογάς και αθυρόστομος. Ένας γελωτοποιός σε έναν κόσμο ηρωικό, όπου το γελοίο αντιμετωπιζόταν ως θανάσιμο αμάρτημα. Ο Όμηρος λέει πως δεν τον ένοιαζε τι θα πει, αρκεί να προκαλούσε τα γέλια της ομήγυρης. Το μεγαλείο της ομηρικής ποίησης και του ελληνικού πολιτισμού, εκτός των άλλων, έγκειται στο ότι βρήκε μια θέση στο ανθρώπινο σύμπαν και για τους Θερσίτες, έστω κι αν τους εμφανίζει ως αρνητικούς πρωταγωνιστές. Στο Β της Ιλιάδας ο Όμηρος αφηγείται ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή έναν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα, που εμφανίζεται σε λίγους στίχους και μετά εξαφανίζεται εντελώς.

Η σκηνή διαδραματίζεται στη συνέλευση των Αχαιών. Μετά από εννιά χρόνια πολιορκίας η Τροία αντέχει ακόμη και δεν παραδίδεται. Ο αρχιστράτηγος Αγαμέμνων θέλει να διαπιστώσει αν έχουν κουράγιο οι Αχαιοί να συνεχίσουν τον πόλεμο ή έχουν κουραστεί και θέλουν να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Τους συγκεντρώνει και με τα παρακάτω λόγια τους ανακοινώνει ότι δεν έχει νόημα να συνεχιστεί ο πόλεμος. Απέτυχαν να κυριεύσουν την Τροία και είναι καιρός να μπουν στα πλοία και να γυρίσουν στην Ελλάδα.

 

«Ήρωες φίλοι Δαναοί, στρατιώτες του πολέμου,

βαριά πολύ με τύφλωσε και μ’ έμπλεξε ο Δίας.

Μου υποσχέθηκε ο σκληρός την πυργωμένη Τροία

πως θα πορθήσω κι ένδοξος θα πάω στην πατρίδα.

Και δόλο τώρα σκέφθηκε και με προστάζει στο Άργος,

τόσο στρατό αφού ξέκανα, να πάω ντροπιασμένος…

Είναι ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ᾿ ακούσουν,

τόσος λαός των Αχαιών και τόσο ανδρειωμένος

πόλεμο ατελείωτο μ’ εχθρούς πολύ πιο λίγους

τόσους καιρούς να πολεμά και να μη φαίνεται άκρη….

Εννέα χρόνια πέρασαν σαν ήρθαμε στην Τροία

και τα καράβια σάπισαν και λιώσανε τα ξάρτια

και κάθονται οι γυναίκες μας με τα μικρά παιδιά μας

στα σπίτια μας και καρτερούν. Και αυτό, που εμείς με πόθο

ήλθαμε εδώ να κάνουμε, δε λέει να τελειώσει.

Αλλά ακούστε τι θα πω. Να φύγουμε σας λέω

όλοι με τα καράβια μας για τη γλυκιά πατρίδα,

γιατί δε γίνεται ποτέ να πάρουμε την Τροία!» [Ιλιάδα, Β, 110-140]

 

Η αντίδραση των Αχαιών στα παραπλανητικά αυτά λόγια, ήταν μια μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση για τον Αγαμέμνονα. «Σείστηκε η συνέλευση σαν της θάλασσας τα πελώρια κύματα και οι Αχαιοί με αλαλαγμούς που έφταναν ως τον ουρανό όρμησαν στα καράβια, να φύγουν για την πατρίδα».

Διάλογος και ανάμεσα στους Αχιλλέα και Θερσίτη, σχέδιο από εικονογράφηση του θεατρικού έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Τρωίλος και Χρυσηίδα».

Διάλογος και ανάμεσα στους Αχιλλέα και Θερσίτη, σχέδιο από εικονογράφηση του θεατρικού έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ «Τρωίλος και Χρυσηίδα».

Η Ήρα από τον Όλυμπο ανησυχεί για τις εξελίξεις και στέλνει την Αθηνά να παρακινήσει τον Οδυσσέα να προλάβει τη φυγή των Αχαιών. Ο Οδυσσέας υποπτεύεται το τέχνασμα του Αγαμέμνονα, παίρνει το σκήπτρο, που κρατά όποιος θέλει να μιλήσει επίσημα στη συνέλευση, και τρέχει να συγκρατήσει τους ξέφρενους από ενθουσιασμό Αχαιούς. Όσους βασιλιάδες και ήρωες συναντά στο δρόμο, τους λέει ότι ο Αγαμέμνων απλώς τους δοκιμάζει και τους συμβουλεύει να γυρίσουν πίσω.

Όταν όμως συναντούσε κανένα πολεμιστή από το πλήθος, που ούρλιαζε από τη χαρά του, τον κτυπούσε με το σκήπτρο και τον φοβέριζε: Κάτσε, παλαβιάρη, φρόνιμα και άκου τους ανωτέρους σου. Εσύ δε λογαριάζεσαι ούτε για πόλεμο ούτε για συνέλευση. Ένας είναι ο αρχηγός, ο βασιλιάς, που έχει το θεϊκό δικαίωμα να κυβερνά τους άλλους.

 

«Σιγά, χαμένε, υπάκουσε εις τους καλύτερούς σου.

Άναντρος συ κι ανάξιος καθόλου δεν μετριέσαι

στον πόλεμο ή στη βουλή. Μήπως θαρρείς πως όλοι

θα βασιλεύουμε εδώ; Η πολυαρχία βλάπτει.

Ένας θα είναι ο αρχηγός, ο βασιλέας ένας,

Αυτός που του ‘δωσε ο γιος του πονηρού του Κρόνου

το σκήπτρο και τα νόμιμα να βασιλεύει σ’ όλους.» [Ιλιάδα, Β, 200-206]

 

Με την παρέμβαση του Οδυσσέα το πλήθος ξαναγύρισε στη συνέλευση και περίμενε τα νεότερα. Μόνο ένας δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του Οδυσσέα και συνέχισε να ωρύεται και να δημιουργεί φασαρία. Ο αμετροεπής Θερσίτης, που φύλαγε μέσα στο μυαλό του λόγια πολλά και πρόστυχα και συνήθιζε να λογοφέρνει ανόητα και χυδαία με τους βασιλιάδες με λόγια που έφερναν το γέλιο στους Αχαιούς. Τώρα λοιπόν με δυνατή φωνή, για να τον ακούσουν όλοι, έκανε επίθεση στον Αγαμέμνονα:

– Γιε του Ατρέα, πάλι κακιωμένος είσαι; Τι σου λείπει πια; Γεμάτες χαλκό είναι οι σκηνές σου και μέσα σ’ αυτές σε περιμένουν πολλές πανέμορφες γυναίκες, που εμείς οι Αχαιοί σε σένα πρώτο-πρώτο παραδίνουμε, όποτε κυριεύουμε μια πόλη. Έχεις ανάγκη κι από άλλο χρυσάφι, που κάποιος από τους Τρώες θα σου φέρει ως λύτρα για το γιο του, που θα τον έχω αιχμαλωτίσει εγώ ή κάποιος άλλος Αχαιός; Ή μήπως θέλεις κανένα δροσερό κορίτσι, για να σμίγεις γλυκά μαζί του και να το’ χεις χωριστά από τους άλλους μόνο για τον εαυτό σου; Δεν ταιριάζει σε σένα που είσαι άρχοντας να τυραννάς τους Αχαιούς.

Κατόπιν στρέφεται στους Αχαιούς κι αρχίζει να τους βρίζει. Κακομοίρηδες Αχαιοί, τρομάρα σας, γυναίκες κι όχι άνδρες είσαστε! Πάμε να γυρίσουμε στην πατρίδα με τα πλοία μας και να αφήσουμε τούτον εδώ στην Τροία να χαίρεται τα τιμητικά του δώρα. Έτσι για να καταλάβει, αν τον βοηθήσαμε ή δεν τον βοηθήσαμε σε τίποτα. Που ξευτέλισε τον Αχιλλέα, άνδρα πολύ καλύτερο από την πάρτη του, αρπάζοντάς του το τιμητικό του δώρο με το έτσι θέλω.

 

«Κιοτήδες, τιποτένιοι, Αργίτισσες, τι Αργίτες πια δεν είστε!

Στα σπίτια μας ας γείρουμε κι ας μείνει εδώ στην Τροία

τα δώρα να χωνεύει αυτός, να μάθει τότε αν κάτι

τον βοηθούσαμε κι εμείς. Κι έχει ατιμάσει τώρα

άνδρα καλύτερο απ’ αυτόν πολύ τον Αχιλλέα,

που του αφαίρεσε άδικα των Αχαιών το δώρο.

Μα αυτός χολή δεν κράτησε, σου τα συγχώρεσε όλα,

αλλιώς θα ήταν ύστερη φορά που αδίκησες, Ατρείδη !» [Ιλιάδα, Β, 235 -242]

 

Ο Οδυσσέας, όταν ακούει τα λόγια του Θερσίτη, θυμώνει, πάει προς το μέρος του, του ρίχνει ένα απειλητικό βλέμμα και του λέει άγρια: «Θερσίτη φαφλατά, βούλωσέ το. Μόνο εσύ τα βάζεις με τους βασιλιάδες. Είσαι ο πιο τιποτένιος άνδρας από όλους τους Ατρείδες που ήρθανε στην Τροία. Και μη λερώνεις το στόμα σου κατηγορώντας τους βασιλιάδες ούτε να παραμονεύεις πότε θα γυρίσεις στην πατρίδα. Κάθεσαι τώρα και κακολογείς τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, γιατί οι γενναίοι πολεμιστές του δίνουν πολλά δώρα. Λοιπόν, βάλτο καλά στο μυαλό σου. Αν σε πετύχω να λες πάλι τέτοιες αηδίες, να μη με λένε Οδυσσέα, αν δε σου βγάλω όλα τα ρουχαλάκια σου ένα-ένα, ακόμα κι όσα κρύβουν τα αχαμνά σου, και δε σε ξαποστείλω στα καράβια κλαμένο και δαρμένο αλύπητα».

Μετά από αυτές τις απειλές ο Οδυσσέας σηκώνει το σκήπτρο και ρίχνει στο Θερσίτη μερικές δυνατές στην πλάτη και στους ώμους. Ο Θερσίτης κουβαριάζεται, πέφτει κάτω και όλοι βλέπουν τις μελανιές στην πλάτη του από τα χτυπήματα. Βάζει τα κλάματα από τον πόνο, κοιτάζει γύρω του τρομαγμένος και πονεμένος σαν χαμένος και εξαφανίζεται από τη σκηνή αξιολύπητος.

Οι άλλοι Αχαιοί μπροστά στο θέαμα της τιμωρίας και της ταπείνωσης του συμπολεμιστή τους πικράθηκαν, δεν τους άρεσε αυτή η μεταχείριση. Ο Θερσίτης είναι ένας από αυτούς και μάλιστα έχει το θάρρος-θράσος να επιτίθεται στους ανώτερους. Ίσως δεν του αξίζει ένας τέτοιος εξευτελισμός. Αλλά η αριστοκρατική αντίληψη, που διαπνέει ολόκληρη την Ιλιάδα, δεν τους επέτρεψε να πάρουν το μέρος του άτυχου Θερσίτη. Αντίθετα, ξέσπασαν σε γέλια για το πάθημα του Θερσίτη και το ξυλοφόρτωμά του από τον Οδυσσέα και έλεγαν μεταξύ τους: «Πω πω, αυτός ο Οδυσσέας! Πάλι έκανε σπουδαία δουλειά, που βούλωσε το στόμα αυτού του αθυρόστομου συκοφάντη. Δεν θα τολμήσει πια ο θρασύς να προσβάλει ξανά με πρόστυχα λόγια τους βασιλιάδες».

 

«Ω έργα πόσα εξαίσια κατόρθωσε ο Οδυσσέας,

σύμβουλος πρώτος, συνετός και άξιος πολεμάρχος !

Αλλά τώρα ευεργέτησε μεγάλως τους Αργείους

που την αυθάδεια έπαψε του κακόγλωσσου αχρείου.

Πού πάλι η μαύρη του ψυχή θ’ αργήσει να τον σπρώξει

με τέτοια λόγια αναίσχυντα τους βασιλείς να ψέγει». [Ιλιάδα, Β, 272-277]

 

Ο Θερσίτης είναι από μόνος του μια προσβολή σε μια κοινωνία με συγκεκριμένη ιεραρχία, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχει ο γιος του Ατρέα, ο ήρωας και μεγαλοκράτορας Αγαμέμνων. Αμέσως μετά από αυτόν ακολουθούν ιεραρχικά οι άλλοι βασιλείς και οι ήρωες του Τρωικού Πολέμου. Στις συνελεύσεις έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν όλοι αυτοί και να διαφωνήσουν, αν χρειαστεί. Καμιά φορά χολιάζουν κιόλας, όπως συνέβη με τον Αχιλλέα, όταν ο Αγαμέμνων του πήρε τη Χρυσηίδα. Οι άλλοι Αχαιοί, το πλήθος των ανώνυμων πολεμιστών, παρακολουθεί τις συνελεύσεις βουβό. Το πολύ-πολύ να επευφημήσει τους άρχοντες μετά από κάποια ομιλία τους. Επομένως ο Θερσίτης και λίγες έφαγε με αυτό που έκανε. Σε μια άλλη κοινωνία, την αιγυπτιακή π.χ. ή την περσική, μάλλον θα τον έγδερναν ζωντανό ή θα τον έψηναν σε κανένα φούρνο.

Αχιλλέας και Πενθεσίλεια. The British Museum, London.

Αχιλλέας και Πενθεσίλεια. The British Museum, London.

Τα Κύκλια Έπη αναφέρουν ότι ο Θερσίτης σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα προς το τέλος του Τρωικού Πολέμου. Μετά την κηδεία του Έκτορα ήλθε στην Τροία η Πενθεσίλεια, βασίλισσα των Αμαζόνων, που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων φορώντας πολεμική μάσκα. Στην αρχή η Πενθεσίλεια πολέμησε με επιτυχία, αλλά στο τέλος νικήθηκε από τον Αχιλλέα, που τη σκότωσε βυθίζοντας το ξίφος του στο στήθος της. Κατόπιν πήγε κοντά της και της έβγαλε τη μάσκα. Η ομορφιά της Πενθεσίλειας τον γέμισε μελαγχολία και γέννησε έναν κεραυνοβόλο έρωτα στον Αχιλλέα για τη γυναίκα που σε λίγο θα πέθαινε στα χέρια του . Ο Θερσίτης όμως, όταν είδε τον Αχιλλέα σε στιγμή συναισθηματικής αδυναμίας, άρχισε να τον χλευάζει για τον απρόσμενο έρωτά του. Ο μεγάλος αρχηγός με μια Αμαζόνα; Λέγεται μάλιστα ότι έμπηξε και το κοντάρι του μέσα στο μάτι της Πενθεσίλειας. Τότε ο Αχιλλέας, έξαλλος από θυμό, σηκώθηκε και τον σκότωσε με γροθιές «εν βρασμώ ψυχής». Για να εξαγνισθεί από το μίασμα του φόνου, ο Αχιλλέας αναγκάσθηκε μετά να ταξιδέψει στη Λέσβο, όπου θυσίασε στον Απόλλωνα, στην Αρτέμη και στη Λητώ. Αναφορά στο περιστατικό αυτό έχουμε επίσης στις “Ηρωίδες”» του Οβίδιου και την “Αινειάδα” του Βιργιλίου.

 

Πληγωμένη αμαζόνα, έργο του Franz von Stuck, 1904,  ελαιογραφία σε μουσαμά, 76 x 65 cm, Van Gogh Museum (Amsterdam, Netherlands).

Πληγωμένη αμαζόνα, έργο του Franz von Stuck, 1904, ελαιογραφία σε μουσαμά, 76 x 65 cm, Van Gogh Museum (Amsterdam, Netherlands).

 

Ο Θερσίτης είναι ο μοναδικός αρνητικός ήρωας της Ιλιάδας. Το όνομά του μάλλον προκύπτει από τη λέξη «θέρσος», αιολική μορφή της λέξης «Θάρρος/θάρσος», που σημαίνει και αναίδεια και γενναιότητα + ἰταμεύομαι (προκαλώ, γίνομαι θρασύς, αυθαδιάζω), και δηλώνει αυτόν που έχει το θάρρος να προκαλεί, τον «θρασύ». Και στον Όμηρο και στα «Κύκλια Έπη» παρουσιάζεται με τα μελανότερα χρώματα. Ήταν ο πιο άσχημος άνδρας που είχε έρθει στο Ίλιο, αλλήθωρος και κουτσός, με ώμους γερτούς μπασμένους στο στήθος του, με κεφάλι που μάκραινε προς τα πάνω και με λίγο μαδημένο χνούδι στην κορφή του. Ο Αχιλλέας κι ο Οδυσσέας δεν τον χώνευαν καθόλου, γιατί ήταν δειλός, ζητιάνος, αυθάδης και κακομούτσουνος. Λέγεται μάλιστα ότι, όταν πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, με το που είδε το θηρίο το έβαλε στα πόδια.

«Δειλός», γιατί εκτιμούσε τη ζωή του και δεν ήταν διατεθειμένος να τη χάσει για την «υστεροφημία» ενός ευγενή. «Ζητιάνος», γιατί η κατοχή γης θεωρούνταν τότε η απόδειξη πλούτου κι αυτός δεν είχε. «Αυθάδης», γιατί δεν παραδέχονταν καμιά «αυθεντία» και αρνιόταν να σιωπήσει και να αφεθεί να τον εμπαίξουν. Και κακομούτσουνος, άσχημος, φαλακρός, και στραβοκάνης. Σαν πραγματικός άνθρωπος δηλαδή. Καμιά σχέση με τους θεόμορφους ήρωες με τα ξανθά μαλλιά, τους τετράγωνους ώμους, τους δυνατούς μύες και την ελάχιστη σχέση με τη πραγματικότητα. Για αυτό και από αρκετούς ο Θερσίτης θεωρείται σύμβολο του απλού λαϊκού πολεμιστή, εκπρόσωπος και εκφραστής του στρατού. Έχει ελαττώματα και αδυναμίες, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, και, παρόλα αυτά, τολμά να αμφισβητήσει το κύρος και τη δύναμη των αριστοκρατών. Εξευτελίζεται, γελοιοποιείται και ξυλοφορτώνεται. Αλλά δεν υποχωρεί και συνεχίζει να αντιμιλά και να ξεσκεπάζει τα κίνητρα των ευγενών ηρώων που, τάχα, κατάγονται από θεούς. Ακόμα και η ανοσιότητά του απέναντι στη νεκρή Πενθεσίλεια ήταν ένας μεγάλος σαρκασμός απέναντι στην επιτηδευμένη θλίψη και τα κροκοδείλια δάκρυα του Αχιλλέα. Γιατί ο Αχιλλέας ήταν αυτός που τη σκότωσε και η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, ακόμα και στη μάχη, δεν μπορεί να σκεπαστεί με υποκριτικό θαυμασμό και καθυστερημένη συμπάθεια.

Ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Θερσίτη. Ρωμαϊκή σαρκοφάγος, 2ος αι π.Χ. Αρχαιολογικό μουσείο Αττάλειας, Τουρκία.

Ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Θερσίτη. Ρωμαϊκή σαρκοφάγος, 2ος αι π.Χ. Αρχαιολογικό μουσείο Αττάλειας, Τουρκία.

Ο Θερσίτης λέει φωναχτά αυτό που σκέφτονταν όλοι οι Αχαιοί, όταν έτρεχαν αλαλάζοντας στην παραλία για να ετοιμάσουν τα πλοία και να φύγουν από τον καταραμένο τόπο, που είχε φάει τα νιάτα τους εννιά ολόκληρα χρόνια. Επιτίθεται στους ανώτερους και γνωρίζει ότι αυτό ευχαριστεί τους Αχαιούς, αλλά δεν έχουν το κουράγιο να κάνουν το ίδιο. Είναι ένας άτυπος εκπρόσωπος του λαού, μια πρώιμη φιγούρα λαϊκού αγορητή, ο πρόδρομος του δημοκρατικού αντίλογου, που θα εμφανιστεί μερικούς αιώνες αργότερα στην κλασική Ελλάδα.

Όπου επικράτησαν άνθρωποι σαν τον Θερσίτη, οι πολίτες διεκδίκησαν μερίδιο στην εξουσία για τη συμμετοχή τους στην «οπλιτική φάλαγγα», ώστε η θυσία τους να είναι για την πατρίδα τους και όχι για την δόξα των ηγετών τους. Οι βασιλιάδες αντικαταστάθηκαν από τους ευγενείς, οι ευγενείς ανατράπηκαν από τους ολίγους, οι ολίγοι από τους τυράννους, οι τύραννοι από το δήμο και το πολίτευμα της πόλης έγινε δημοκρατικό. Μερικούς αιώνες μετά τον Όμηρο, η Αθήνα του Κλεισθένη, του Εφιάλτη και του Περικλή θα δώσει το λόγο στους απόγονους του Θερσίτη. Κάποια στιγμή αργότερα στην εκκλησία του δήμου, όταν ακούνε το «τις αγορεύειν βούλεται», σηκώνονται, παίρνουν το λόγο, μιλούν με τις ώρες και επιτίθενται άφοβα στους πολιτικούς τους αντιπάλους. Έχουν πολιτικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στη σκηνή της δημοκρατίας, φωνάζουν, διαμαρτύρονται, συκοφαντούν. Στη σκηνή της κωμωδίας ο συντηρητικός Αριστοφάνης θα στηρίξει όλη του την κριτική στη δημοκρατική Αθήνα πάνω στους Θερσίτες. Τους απλούς κωμικούς ήρωες, που με αθυροστομία σαν του Θερσίτη καταγγέλλουν τους άρχοντες και κατακρίνουν τις πράξεις τους.

Αντίθετα, όπου η φωνή των «Θερσιτών» δεν εισακούστηκε, οι πλούσιοι εκμεταλλεύτηκαν την ανάπτυξη του εμπορίου, που προκάλεσε η εφεύρεση του νομίσματος, και συσσώρευσαν πλούτο, παραμέρισαν τους ευγενείς και το πολίτευμα έγινε ολιγαρχικό. Όπου πάλι ο λαός παρέμεινε πλήθος, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από φιλόδοξους «φιλολαϊκούς» ανθρώπους, που βάσισαν την απόλυτη εξουσία τους και την εξυπηρέτηση των ιδίων συμφερόντων στο προσεταιρισμό του λαού και επέβαλλαν την τυραννία.

Αν προβάλλουμε την προσωπικότητα του ομηρικού Θερσίτη στην εποχή μας, θα λέγαμε ότι μοιάζει με τον «τρελό του χωριού», που λέει αυτά που θέλουν να πουν όλοι, αλλά δεν έχουν το θάρρος και τη γενναιότητα να τα πουν. Γελάνε συνήθως μαζί του, αλλά κατά βάθος γνωρίζουν ότι η παρουσία του είναι απαραίτητη στο χωριό, γιατί εκφράζει τη βαθύτερη συνείδηση του συνόλου της κοινωνίας τους. Γι’ αυτό και ο Νίκος Καζαντζάκης στον Αλέξη Ζορμπά λέει: «Κάθε χωριό έχει τον παλαβό του, κι αν δεν τον έχει, τον φτιάχνει για να περνά η ώρα του».

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Read Full Post »

Όμηρος


 

Φανταστική προτομή του Ομήρου, ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αιώνας). Musée du Louvre.

Φανταστική προτομή του Ομήρου, ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αιώνας). Musée du Louvre.

Το προομηρικό έπος: Το έπος στον Όμηρο παρουσιάζεται σε τέλεια ανά­πτυξη και ως μορφή και ως περιεχόμενο [1]. Ο εξάμετρος στίχος έχει θαυ­μαστή ευκαμψία και ποικιλία, η γλώσσα είναι πλούσια και ικανή να εκ­φράζει και τα πιο ελαφρά κινήματα της ψυχής, οι ήρωες όλοι είναι τα­κτοποιημένοι γενεαλογικά και ο Τρωικός πόλεμος θεωρείται γνωστός. Γι’ αυτό και στην Ιλιάδα ο ποιητής εξιστορεί ένα επεισόδιο, το θυμό του Α­χιλλέα, χωρίς να πει σε ποιον πόλεμο ανήκει, παρουσιάζει τους ήρωές του από την αρχή με το όνομά τους ή μόνο με το πατρώνυμό τους (Ατρείδης για τον Αγαμέμνονα) χωρίς άλλη σύσταση, αναφέρεται παρεκβα­τικά σε παλαιά επεισόδια της τρωικής εκστρατείας και υπαινίσσεται μύ­θους εξωτρωικούς (π.χ. την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας κ.α.) βέ­βαιος ότι όλα αυτά είναι από πριν γνωστά και ο ακροατής του μπορεί εύκολα να τα κατανοήσει.

Η ηρωική ποίηση λοιπόν είχε αρχίσει να διαμορφώνεται πολύ πιο πριν από τον Όμηρο και περιλάμβανε μια σειρά ποιημάτων γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, τα «κύκλια έπη» όπως τα έλεγαν οι Αρχαίοι, από τα οποία σώθηκαν μόνο η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Τα υπόλοιπα, από τα οποία μας σώθηκαν μόνο πληροφορίες και αποσπάσματα, είναι σύμφωνα με τις πηγές [2] η «Τιτανομαχία» (του Αρκτίνου του Μιλήσιου), η «Οιδιπό­δεια» (του Λακεδαιμόνιου Κιναίθωνα), η «θηβαίδα» (αποδιδόταν στον Όμηρο), οι «Επίγονοι» (του Ομήρου ή του Αντίμαχου του Κολοφωνίου), τα «Κύπρια έπη» (του Ηγησία ή του Στασίνου), η «Αιθιοπίδα» (του Αρ­κτίνου), η «Μικρή Ιλιάς» (του Λέσχη του Μυτιληναίου), η «Ιλίου πέρσις» (του Αρκτίνου), οι «Νόστοι» (του Αγία του Τροιζήνιου) και η «Τηλεγόνεια» (του Ευγάμμωνα του Κυρηναίου). Τα ομηρικά έπη λοιπόν με τη με­γάλη τεχνική στη σύνθεσή τους και την αισθητική τους ωριμότητα είναι τα πρώτα μνημεία του ελληνικού ποιητικού λόγου, βρίσκονται όμως στο τέλος μιας πλούσιας παραγωγής που χάθηκε.

 

Ο Όμηρος και το ομηρικό ζήτημα

 

Όμηρος, 1663. Έργο του Ολλανδού Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (1606-1669). Λάδι σε καμβα, 107Χ82 εκ. Stedelijk Museum Amsterdam.

Όμηρος, 1663. Έργο του Ολλανδού Ρέμπραντ Χάρμενσοον βαν Ρέιν (1606-1669). Λάδι σε καμβα, 107Χ82 εκ. Stedelijk Museum Amsterdam.

Για τον Όμηρο, που θεωρείται ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και πατέρας της δυτικής ποίησης, δε γνω­ρίζουμε σχεδόν τίποτα με βεβαιότητα. Υπάρχει αβεβαιότητα για τον τόπο και το χρόνο που γεννήθηκε ο ποιητής, για τους γονείς του, ακόμα και για την ίδια του την ύπαρξη. Ένας «βίος του Ομήρου» που μας διασώ­θηκε περιέχει μόνο θρύλους. Την πατρίδα του τη διεκδικούν επτά τουλάχιστον πόλεις σύμφωνα με ένα γνωστό επίγραμμα («ἑπτά πόλεις μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ὁμηρου, Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ἰθάκη, Πύ­λος, Ἄργος, Ἀθήνη»). Η ιωνική όμως μορφή του ονόματός του, η ιω­νική γλώσσα των ομηρικών επών και άλλα στοιχεία μας οδηγούν στη βε­βαιότητα ότι ήταν ιωνικής καταγωγής [3](από τη Χίο ή τη Σμύρνη). Και ο χρόνος που έζησε αμφισβητείται, αλλά σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις εί­ναι ο 8ος αι. π.Χ. Η παράδοση ακόμα τον θέλει τυφλό, γιατί τον συγχέει με τον ποιητή ενός «Ύμνου στον Απόλλωνα», που παραδέχεται ότι είναι τυφλός, και κυρίως με την αναφερόμενη τυφλότητα των «αοιδών» γενι­κότερα και των μάντεων. Το θάνατό του τον τοποθετούν συνήθως στην Ίο, όπου στάθμευσε το πλοίο που τον πήγαινε στην Αθήνα.

Οι διαμάχες γύρω από το πρόσωπο του Ομήρου προκάλεσαν αμφι­σβητήσεις και για το έργο του, που οδήγησαν στο γνωστό από την αρ­χαιότητα και επίκαιρο ακόμα και σήμερα «ομηρικό ζήτημα»[4]. Το πρόβλη­μα ξεκίνησε από το 2ο αι. π.Χ., όταν ο Ξένων και ο Ελλάνικος υποστή­ριξαν ότι άλλος ποιητής έγραψε την Ιλιάδα και άλλος την Οδύσσεια. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν «χωρίζοντες». Το 17ο αι. ο Γάλλος μοναχός D’ Aubignac υποστήριξε ότι ποιητής ονομαζόμενος Όμηρος δεν έζησε ποτέ και η Ιλιάδα είναι συλλογή από μικρότερα έπη, χωρίς ενότητα, που τα συ­ναρμολόγησε κάποιος νεότερος. Το 1795 ο Γερμανός καθηγητής Α. Wolf στηριζόμενος στην υπόθεση ότι στην ομηρική εποχή δεν υπήρχε γραφή (η γραμμική γραφή Β αποκρυπτογραφήθηκε από το Ventris το 1953) και ότι ένας άνθρωπος ήταν αδύνατο να απομνημονεύσει τόσο μεγάλα ποιή­ματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελού­νται από μικρότερα έπη διαφόρων ποιητών, που μεταδίδονταν προφορι­κά και καταγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Πεισίστρατο.

Μετά τη θεωρία του Wolf, που δημιούργησε διάφορες αναλυτικές τά­σεις, αλλά προκάλεσε και τη συγκρότηση των ενωτικών απόψεων, οι κυ­ριότερες θεωρίες που διατυπώθηκαν γύρω από το ομηρικό ζήτημα είναι:

α. Η θεωρία της ανάπτυξης. Οι οπαδοί της υποστηρίζουν ότι η Ιλιά­δα και η Οδύσσεια προήλθαν από έναν αρχικό πυρήνα (τη «μῆνιν» του Αχιλλέα και το «νόστο» του Οδυσσέα), που τον επεξεργάστηκαν γενεές αοιδών, οι οποίοι όλο και κάτι πρόσθεταν στο αρχικό κύτταρο.

β. Η θεωρία της συγκόλλησης ή των μικρών επών. Σύμφωνα μ’ αυτή η Ιλιάδα αποτελείται από 18 μικρότερες ενότητες, αρχικά ανεξάρτητες, και η Οδύσσεια από 3 αρχικά έπη (Τηλεμάχεια, νόστος Οδυσσέα, μνηστηροφονία), που τα συναρμολόγησαν με το πέρασμα του χρόνου οι ρα­ψωδοί, χωρίς να αποφύγουν τις ανωμαλίες και τις αντιφάσεις.

γ. Η ενωτική θεωρία. Στηρίζεται στην αρχαία παράδοση, δέχεται ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι έργα του Ομήρου, που γράφτηκαν με βά­ση ένα προκαθορισμένο σχέδιο, και αποδίδει τις διαφορές, που υπάρ­χουν ανάμεσα στα έπη, στα διαφορετικά θέματα που πραγματεύονται.

δ. Η νεοανάλυση. Οι νεοαναλυτικοί θεωρούν την Ιλιάδα έργο του Ομήρου, αλλά την Οδύσσεια νεότερο έργο άγνωστου ποιητή, αποδίδουντις ομοιότητες των δύο επών στην κοινή επική κληρονομιά και ρίχνουν το βάρος στα πρότυπα και τις πηγές του Ομήρου.

Το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνούν σήμερα ενωτικοί και αναλυτι­κοί είναι ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε υλικό που είχαν δημιουργήσει πα­λιότεροι αοιδοί. Από εδώ και πέρα οι αναλυτικοί θα πουν ότι το χρησι­μοποίησε αδέξια, ενώ οι ενωτικοί ότι το χρησιμοποίησε διαλέγοντας, απορρίπτοντας, αναπλάθοντας και δημιουργώντας έτσι που να δώσει τη σφραγίδα της ποιητικής του μεγαλοφυΐας.

 

Γλώσσα και μέτρο των ομηρικών επών

 

Η Ιλιάδα (15.692 στίχοι) και η Οδύσ­σεια (12.210 στίχοι), είναι γραμμένες σε μια διάλεκτο ανάμεικτη από στοιχεία Ιωνικά,[5] που είναι και τα περισσότερα, και αιολικά. Χαρακτη­ριστικά της ιωνικής διαλέκτου είναι η κατάληξη των θηλυκών σε -η (ἡ­μέρη, ὥρη), η γενική των αρσενικών σε -εω (Πηληϊάδεω), η δοτ. πληθυντ. των θηλ. σε -ῃσι (πύλῃσι), η πατρωνυμική κατάληξη -ίδης (Πηλεΐδης), το επιτατικό πρόσφυμα ἐρι- (ἐριβῶλαξ) κ.α. Χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου είναι η συχνή ψίλωση των λέξεων (ἠέλιος, ἧμαρ), η αποκοπή των δισύλλαβων προθέσεων όταν ακολουθεί σύμφωνο (παρθέμενοι, πάρ ξίφεος), οι τύποι της ονομαστικής σε -α (ἱππότα, νεφεληγερέτα), η γενι­κή των αρσεν. σε -αο (φυλακίδαο), οι τύποι του απαρεμφάτου σε -μεναι και -μεν [ἔμμεν(αι), ἐλέμεν(αι)], η πατρωνυμική κατάληξη σε -ίων (Κρονίων), το επιτατικό πρόσφυμα ἀρι- (ἀρίγνωτος) κ.α.

Στην εκλογή και τη χρήση των λέξεων κύριο ρόλο παίζει η μετρική τους μορφή, η οποία πρέπει να υπακούει στους νόμους του δακτυλικού εξάμετρου. Είναι το μέτρο με το οποίο έχουν συντεθεί τα ομηρικά έπη και όλη η επική ποίηση των αρχαίων, γι’ αυτό το ονόμασαν και «ἔπος». Η βασική μορφή του στίχου είναι: – υυ — υυ – υυ — υυ — υυ — υ. Α­ποτελείται δηλ. από έξι πόδες καταληκτικούς (= λείπει μια συλλαβή από τον τελευταίο πόδα). Οι πόδες αποτελούνται από μια μακρά συλλαβή και δυο βραχείες -‘υυ), οπότε ονομάζεται «δάκτυλος» ή από δυο μακρές συλλαβές (-‘-), οπότε ονομάζεται «σπονδείος». Ο τόνος πέφτει στη μα­κρά συλλαβή του δάκτυλου ή στην πρώτη συλλαβή του σπονδείου, που γι’ αυτό ονομάζεται «θέση», ενώ οι δυο βραχείες του δάκτυλου ή η δεύ­τερη μακρά του σπονδείου που δεν τονίζονται ονομάζονται «άρση». Κά­θε στίχος έχει «τομές», θέσεις δηλ. στις οποίες τελειώνει μια λέξη, δεν τε­λειώνει όμως η μετρική ενότητα (ο δάκτυλος ή ο σπονδείος), και «διαι­ρέσεις», θέσεις δηλ. στις οποίες τελειώνει και η λέξη και η μετρική ενό­τητα. Κύριες τομές είναι η «πενθημιμερής», που γίνεται μετά το τρίτο μα­κρό (— υυ — υυ — ||), η κατά τρίτον τροχαίον, μετά από το πρώτο βραχύ του τρίτου ποδός (— υυ — υυ — υ ||), η «εφθημιμερής», μετά από το τέ­ταρτο μακρό (- υυ — υυ — υυ — ||) και η «τριημιμερής», μετά από το δεύτερο μακρό (— υυ – ||). Η πιο συχνή διαίρεση γίνεται στο τέλος τον τέταρτου ποδός, που είναι συνήθως δάκτυλος, και ονομάζεται βουκολι­κή, γιατί χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους βουκολικούς ποιητές.  

 

 Υποσημειώσεις


 

[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β’, σελ. 158-159.

[2] Τσοπανάκη Α., «Εισαγωγή στον Όμηρο», Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 7-15.

[3] Καλογερά Β., «Αισθητική ανάλυση της Ιλιάδας», Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 24.

[4] Τσοπανάκη Α., ό.π. σελ. 80-92

[5] Τσοπανάκη Α., ό.π. σελ. 93 κ.ε.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

«Ανθολόγιο | Δώδεκα Αποσπάσματα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1997.

 

Σχετικά θέματα:

 

Read Full Post »

Γυναίκα, δουλεία και ελευθερία στην ελληνική αρχαιότητα


 

Τα κοινωνικά συστήματα της αρχαιότητας είχαν ενσωματώσει το θεσμό της δουλείας στις δομές τους. Γνωρίζουμε από πληθώρα πηγών ότι, ενώ οι ενήλικοι άνδρες συνήθως θανατώνονταν είτε στο πεδίο της μάχης είτε κατά την κατάληψη κάποιας πόλης, οι γυναίκες και τα παιδιά αιχμαλωτίζονταν και πωλούνταν ως δούλοι (ήδη από την ομηρική εποχή).[1]

 

Η Γυναίκα στην Αρχαιότητα. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

 

Ποια ήταν όμως η σχέση ανάμεσα στους δούλους, άνδρες και γυναίκες, και στις γυναίκες της δουλοκτητικής τάξης; Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστέψει κανείς ότι οι γυναίκες-δουλοκτήτες ή οι σύζυγοι των δουλοκτητών ήταν πιο ήπιες στη μεταχείριση των δούλων, ότι δεν τους εκμεταλλεύονταν άγρια τόσο στο οικονομικό όσο και στο σεξουαλικό επίπεδο; Η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί, όμως φαίνεται ότι οι γυναίκες δεν υπήρξαν καλύτερες, ούτε χειρότερες, από τους άνδρες σε καμία εποχή, και ότι το φύλο του εκμεταλλευτή δεν επηρέαζε αποφασιστικά το βαθμό εκμετάλλευσης των δούλων, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις.

 

Ανταγωνισμός μεταξύ νόμιμης συζύγου και δούλης – παλλακίδας

 

Από την ομηρική εποχή ο σεξουαλικός ανταγωνισμός μεταξύ της νόμιμης συζύγου και της δούλης-παλλακίδας ήταν έντονος, ιδιαίτερα αν η σύζυγος ήταν στείρα ή είχε γεννήσει μόνο κόρες: αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ομηρικά έπη ως ιστορικές πηγές, τότε θα συμπεράνουμε ότι τα νόθα παιδιά που ήταν οι καρποί των ενώσεων του κυρίου και κάποιας δούλης είχαν μια στοιχειώδη κοινωνική αναγνώριση και ίσως κάποια δικαιώματα στην πατρική περιουσία. Τουλάχιστον σε αυτά τα συμπεράσματα καταλήγει κανείς, αν αναλογιστεί ότι στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος, όταν επισκέπτεται το παλάτι του Μενελάου και της Ελένης στη Σπάρτη, παρευρίσκεται σε διπλές γαμήλιες τελετές: της νόμιμης θυγατέρας του ζεύγους Ερμιόνης αλλά και του νόθου γιου που ο Μενέλαος είχε αποκτήσει από τη σχέση του με μια δούλη.[2]

Στην Ιλιάδα, η ιέρεια της Αθηνάς, η Θεανώ, αποτελεί σπάνιο παράδειγμα ανεκτικής συζύγου: έφθασε στο σημείο να θηλάζει η ίδια τον νόθο γιο του άνδρα της, του Αντήνορα, για να τον ευχαριστήσει.[3] Ο Ευριπίδης βάζει στο στόμα της Ανδρομάχης παρόμοια λόγια, που όμως φαίνεται να είναι επινόηση του τραγικού ποιητή, καθώς στην Ιλιάδα δεν υπάρχει σχετική αναφορά και το παράδειγμα της Θεανώς αναφέρεται ως σπανιότατη περίπτωση συζυγικής ανοχής.[4]

Καθώς σε κάθε πατριαρχική κοινωνία η γυναίκα αξιολογείται με μοναδικά κριτήρια την ομορφιά της και την αναπαραγωγική της ικανότητα, καμία νόμιμη σύζυγος δεν θα ήταν τόσο ανόητη ώστε να αποδεχτεί την παλλακίδα του άνδρα της και τα νόθα παιδιά του: κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε σοβαρό κλονισμό της θέσης της μέσα στον «οίκο».

Απεικόνιση της δολοφονίας της Κασσάνδρας σε ερυθρόμορφη κύλικα του 5ου αι. π.χ.

Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις σωζόμενες τραγωδίες και των τριών μεγάλων τραγικών έχουν ως κεντρικό ή δευτερεύον θέμα τη σύγκρουση συζύγου και παλλακίδας: στο πρώτο έργο της αισχύλειας τριλογίας Ορέστεια, τον Αγαμέμνονα, κυριαρχεί η σύγκρουση της δεσποτικής και αρχομανούς Κλυταιμνήστρας και της αιχμάλωτης παλλακίδας του Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας. Οι ομηρικές βασίλισσες φαίνεται ότι βρίσκονταν συχνά στην ίδια θέση με τις ασσύριες ομόλογές τους, που υποδέχονταν τις αιχμάλωτες γυναίκες και συχνά ήταν υπεύθυνες για την επιλογή των παλλακίδων που θα στελέχωναν το χαρέμι του άνδρα τους.[5]

Όμως, οι αρχαίες βασίλισσες του ελληνικού χώρου δεν ήταν τόσο ανεκτικές: στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι ο πατέρας του Οδυσσέα, ο Λαέρτης, αν και αγόρασε αντί υψηλής τιμής τη δούλη Ευρύκλεια, δεν την έκανε παλλακίδα του, για να μη στενοχωρήσει τη νόμιμη σύζυγό του, την Αντίκλεια.[6] Στην Ιλιάδα, αντίθετα, υπάρχει η σύγκρουση ανάμεσα στον Φοίνικα και στον πατέρα του, σύγκρουση με μήλο της έριδας την παλλακίδα του πατέρα και με υποκινήτρια τη νόμιμη σύζυγο και μητέρα του Φοίνικα.[7]

Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί τόσο το σύζυγό της Αγαμέμνονα, όσο και την αθώα παλλακίδα του, την Κασσάνδρα, όχι γιατί τρέφει αγάπη για το σύζυγό της και αισθάνεται προδομένη αλλά γιατί προσβλήθηκε η βασιλική της τιμή:

 

«Και αυτήν την απόφασίν μου ενόρκως σου την ανακοινώνω. Μα την τελεία Δίκη της θυγατέρας μου, μα την Άττην και την Ερινύα, χάριν των οποίων εφόνευσα αυτόν εδώ, δεν θα πατήσει μέσα εις το σπίτι μου ίχνος φοβίας, όσον καιρό ανάβει την εστία ο Αίγισθος αφοσιωμένος σε μένα, όπως και πριν. Αυτός αποτελεί για μένα θαρραλέα προστατευτική ασπίδα. Κάτω νεκρός ευρίσκεται αυτός, αφού επρόδωσε εμένα και εχαριτολογούσε με τις Χρυσηίδες εις την Τροία. Το ίδιο κείται νεκρή και αυτή η αιχμαλωτισμένη μάντισσα και ερωμένη του, η πιστή του συγκοιμώμενη, με την οποία πλάγιαζε στο στρώμα του πλοίου. Δεν έμειναν ατιμώρητοι. Αυτός με τον τρόπο που σας περιέγραψα. Και αυτή, αφού σαν κύκνος θρήνησε τον θάνατό της, έπεσε πάνω στον αγαπημένο της νεκρή».[8]

 

Έχει προηγηθεί η σύγκρουση των δύο γυναικών, κατά την οποία η Κασσάνδρα παρέμεινε βουβή, ενώ η Κλυταιμνήστρα οδηγήθηκε από έναν ψευδή οίκτο προς μια προσπάθεια ταπείνωσης της Κασσάνδρας, η οποία αντιμετωπίζεται ως βάρβαρη, άλαλη, αγρίμι που μόλις έχει αιχμαλωτιστεί.[9] Η D.E. McCoskey ανέπτυξε την εξής θέση, με βάση τη σύγκρουση των δύο γυναικών: η Κλυταιμνήστρα, τυφλωμένη από την αρχομανία της, δεν θέλει να δει ότι μπορεί να υπάρχουν κοινά σημεία ανάμεσα στην Κασσάνδρα και την ίδια, και οι δύο ως γυναίκες είναι θύματα της πατριαρχίας.

Όμως, η Κλυταιμνήστρα επιδιώκει να δράσει ως «υπερ-γυναίκα», αρνούμενη το φύλο της, και η θεά Αθηνά θα την πληρώσει με το ίδιο νόμισμα, καθώς, αρνούμενη τη θηλυκή της υπόσταση, θα ψηφίσει υπέρ της αθώωσης του γιου και δολοφόνου της αργείας βασίλισσας.[10]

Αργότερα, ο Δίων Χρυσόστομος, εκπρόσωπος της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής, που έζησε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., επιχείρησε να ρίξει φως στην άγνωστη προσωπικότητα της πρώτης παλλακίδας του Αγαμέμνονα, της Χρυσηίδας, και έμμεσα στη συμπεριφορά της Κλυταιμνήστρας, στον 61ο λόγο του, με τίτλο «Χρυσηίδα».

Εκεί υποστηρίζει ότι η βουβή, ως χαρακτήρας, Χρυσηίδα ήταν μια έξυπνη γυναίκα που ώθησε τον πατέρα της να την εξαγοράσει μόνον όταν κατάλαβε πόσο ωμός ήταν ο Αγαμέμνονας: αφού πρόσβαλε δημόσια τη νόμιμη γυναίκα του, που ήταν η μητέρα των παιδιών του και βασίλισσα, πώς θα φερόταν απέναντι στην ίδια, μια ασήμαντη δούλη-παλλακίδα, μόλις κουραζόταν από τα θέλγητρά της (Ιλιάδα Α 113-115); Επίσης, ο Δίων παρουσιάζει τη Χρυσηίδα να προβληματίζεται όταν μαθαίνει ότι οι Aτρείδες «γυναικοκρατούνταν» και ότι η Κλυταιμνήστρα ήταν μια σκληρή και δυναμική γυναίκα: μια τέτοια σύζυγος ήταν κακός οιωνός για οποιαδήποτε παλλακίδα.

Η σύγκρουση συζύγου-παλλακίδας παίρνει τρομακτικές διαστάσεις στην τραγωδία του Ευριπίδη Ανδρομάχη, όπου η νόμιμη σύζυγος του Νεοπτόλεμου, η Ερμιόνη και η παλλακίδα του, η Ανδρομάχη, συγκρούονται άγρια: η Eρμιόνη παραμένει στείρα και, έξαλλη που η Ανδρομάχη έχει χαρίσει γιο στον Νεοπτόλεμο, αποπειράται, με τη βοήθεια του πατέρα της Μενέλαου, να σκοτώσει και την Ανδρομάχη και το γιο της. Στη μακρά στιχομυθία ανάμεσα στις δύο γυναίκες, η Ερμιόνη, ελαφρόμυαλη και αλαζονική, προσπαθεί να υποβιβάσει την αντίπαλό της στο επίπεδο του «φύσει δούλου», του ανόητου βάρβαρου. Της τονίζει ότι είναι ένα τίποτα, μια αιχμάλωτη, δούλη σε ξένη γη, χωρίς ελπίδα για βοήθεια από κανέναν.[11]

Η Ερμιόνη περηφανεύεται για την πλούσια προίκα της, για τη δυνατότητα που της δίνει να μιλάει ελεύθερα, αλλά δεν έχει καμία δύναμη απέναντι στον άνδρα της: αν αυτός καταλάβει το σχέδιό της την περιμένει ο θάνατος ή η υποδούλωση.[12] Όντας γυναίκα, η εξουσία της πάνω στους δούλους περιορίζεται σημαντικά από εκείνη του συζύγου της επάνω της.

Οι γυναίκες ως λάφυρα πολέμου: μετά την κατάληψη της Τροίας, ο Αίος ο Λοκρός βιάζει την Κασσάνδρα. Ερυθρόμορφο κύπελλο, περ. 440-430 π.Χ., Μουσείο του Λούβρου.

Το ίδιο ισχύει για την άτυχη σύζυγο του Ηρακλή, τη Δηιάνειρα, αν και αυτή παρουσιάζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή Τραχίνιαι  ως μια συμπαθής μορφή. Ύστερα από χρόνια μοναξιάς και ανοχής των άπειρων απιστιών του συζύγου της, δεν μπορεί να αντέξει να μοιράζεται το συζυγικό κρεβάτι με μια άλλη: αυτό συνιστά κλονισμό της θέσης της στον οίκο και δεν μπορεί να το αφήσει έτσι. Όμως, σε αντίθεση με την Κλυταιμνήστρα και την Ερμιόνη, είναι μια καλόψυχη γυναίκα: συμπονά την άτυχη Ιόλη, την παλλακίδα του Ηρακλή, όταν τη βλέπει μέσα στο κοπάδι των αιχμάλωτων γυναικών που ο Ηρακλής στέλνει στον οίκο του ως λάφυρα, μετά την άλωση της Οιχαλίας: «Με πλημμυρίζει, φίλες μου, οίκτος να βλέπω αυτές τις άμοιρες στην ξένη γη, ξεσπιτωμένες κι ορφανές και σκλάβες. Γεννήθηκαν ελεύθερες και τώρα το πικρό ψωμί θα τρώνε της δουλείας».[13]

Η Δηιάνειρα δεν έχει σκοπό να σκοτώσει την Ιόλη ούτε να τη βλάψει με κάποιον άλλο τρόπο. Θα επιχειρήσει απλά να ξανακερδίσει την αγάπη του Ηρακλή με το μαγικό φίλτρο που της έδωσε ο Κένταυρος Νέσσος πριν πεθάνει, δίχως να γνωρίζει ότι πρόκειται για δηλητήριο.

Από τις τρεις αυτές τραγικές ηρωίδες εκείνη που πλησιάζει περισσότερο τη μέση αρχαία Ελληνίδα είναι η Δηιάνειρα. Η θέση της νόμιμης συζύγου μπορούσε να κλονιστεί σοβαρά από το δεσμό του άνδρα της με μια δούλη, αν και στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. η νομοθεσία δεν άφηνε περιθώρια για να γίνουν τα παιδιά ενός τέτοιου δεσμού τίποτα περισσότερο από δούλοι.

Για την ακρίβεια καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας η νομική θέση ενός παιδιού καθοριζόταν από τη νομική θέση της μητέρας του: το παιδί μιας δούλης ήταν, από νομική άποψη, δούλος. Όμως, διαφορετικές πηγές μας παρουσιάζουν δούλες να σφετερίζονται αντικείμενα και προνόμια της κυρίας τους χάρη στην εύνοια του κυρίου. Σε ένα μύθο του Αισώπου, μια άσχημη και κακότροπη δούλη κατάφερε να την αγαπήσει ο κύριός της και εκείνη με το χρυσάφι που της έδινε στολιζόταν και μάλωνε με την κυρά της.[14] Τελικά, χρειάστηκε η επέμβαση της θεάς Αφροδίτης, για να συμμαζευτεί κάπως η υπερφίαλη δούλη.

Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι μια επιγραφή (αχρονολόγητη) χαραγμένη σε όστρακο, που βρέθηκε στην αρχαία αγορά της Αθήνας: πρόκειται για το κείμενο της επιστολής μιας Αθηναίας που, ενώ βρισκόταν στην Κόρινθο, έμαθε ότι κατά την απουσία της ο σύζυγός της όχι μόνο απελευθέρωσε τη δούλη και ερωμένη του αλλά και συζούσε ανοιχτά μαζί της και της επέτρεπε να χρησιμοποιεί τα ρούχα και τα κοσμήματα της γυναίκας του. Η αθηναία κυρία έγινε έξαλλη που ο σύζυγος ξεπέρασε κάθε όριο και έγραψε αμέσως στους συγγενείς της, ζητώντας τους να επέμβουν γιατί η συμπεριφορά του συζύγου εξευτέλιζε όχι μόνο την ίδια αλλά και ολόκληρο το γένος τους.[15]

Σε μια ερμηνεία ονείρου από τον Αρτεμίδωρο (2ος αι. μ.Χ.), μια υπηρέτρια που κάποιος την είδε στον ύπνο του να απαγγέλλει ευριπίδειους στίχους («Ψήσε, κατάκαψε τις σάρκες μου, χόρτασε από μένα»), έπεσε θύμα της άγριας ζηλοτυπίας της κυρίας της, κι ο συγγραφέας βρήκε πολύ φυσικό το ότι απήγγειλε στίχους από την Ανδρομάχη.[16]

Όμως και μια δούλη μπορούσε να βλάψει την κυρία της: σε ένα άλλο όνειρο, αυτή τη φορά μιας ελεύθερης γυναίκας, η υπηρέτρια έπλεκε τα μαλλιά της και χρησιμοποίησε παρά τη θέλησή της την εικόνα της που ήταν ζωγραφισμένη σε έναν πίνακα, καθώς και τα ρούχα της, σαν να επρόκειτο να παρελάσει σε πομπή. Πολύ σύντομα, η υπηρέτρια τη χώρισε από τον άνδρα της, με συκοφαντίες.[17]

Τέλος, κάποιες επιγραφικές μαρτυρίες (από την ελληνιστική εποχή) υποδηλώνουν ότι αν η νόμιμη σύζυγος ήταν στείρα, ο σύζυγος που αποκτούσε γιο από μια δούλη-παλλακίδα μπορούσε να απελευθερώσει την ίδια και το παιδί και να τους καταστήσει συγκληρονόμους με τη νόμιμη χήρα του. Αυτό έπραξε κάποιος Κλεομάντης σε μια απελευθερωτική επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. από τους Δελφούς.[18]

Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η απελπισία της Κρέουσας, της βασίλισσας της Αθήνας στην τραγωδία Ίων του Ευριπίδη, όταν οι ακόλουθές της τής ανακοινώνουν ότι ο βασιλικός της σύζυγος, ο Ξούθος, ανακάλυψε ότι έχει έναν νόθο γιο και ότι σκοπεύει να τον φέρει στην Αθήνα και να τον αναγορεύσει διάδοχο του θρόνου που ανήκε στην ίδια, η οποία καταγόταν από τον Κέκροπα, τον πρώτο βασιλιά της Αττικής. Η αθηναία πριγκίπισσα δεν μπορεί να δεχτεί ότι στον οίκο της θα γίνει διάδοχος ο γιος ενός ξένου (ο Ξούθος δεν ήταν Αθηναίος) και μιας δούλης: «Και το χειρότερο θα πάθεις, Δέσποινα. Έναν χωρίς μάνα και όνομα και σκλάβας γιο θα σου στήσει αφέντη. Αν ήταν γιος αρχόντισσας και σ’ έπειθε αφού είσαι άτεκνη – ας το ’φερνε αν ήθελε».[19]

 

Η συμπεριφορά των γυναικών της δουλοκτητικής τάξης απέναντι στους δούλους

 

Κυρία, η οποία απολαμβάνει τον ελεύθερο χρόνο της, ενώ μια δούλη τη δροσίζει κουνώντας μια βεντάλια. Αμφορέας της Απουλίας των μέσων του 4ου αι. π.χ.

Αφήνοντας κατά μέρος την ιδιάζουσα συμπεριφορά απέναντι στις δούλες-παλλακίδες, ποια ήταν η γενικότερη στάση των ελεύθερων γυναικών απέναντι στους δούλους; Οι γυναίκες δεν διέφεραν σε γενικές γραμμές από τους άνδρες στη συμπεριφορά τους απέναντι στους δούλους: εκμεταλλεύονταν την εργασία τους, τους τιμωρούσαν το ίδιο σκληρά όταν έκαναν σφάλματα ή όταν επιχειρούσαν να δραπετεύσουν.

Στις τραγωδίες του Ευριπίδη Μήδεια, Ίων, Ιππόλυτος, οι ηρωίδες, Μήδεια, Κρέουσα και Φαίδρα, στηρίζονται για βοήθεια σε δούλους: η Μήδεια και η Φαίδρα βασίζονται στη βοήθεια της παλιάς τους τροφού, ενώ η Κρέουσα απολαμβάνει την πολύτιμη βοήθεια του ηλικιωμένου παιδαγωγού της. Οι παλιοί παιδαγωγοί, οι παλιές τροφοί συνδέονται με έντονους συναισθηματικούς δεσμούς με τις κυρίες (και τους κυρίους τους), όπως φαίνεται και από τα πορίσματα της διατριβής της Κατερίνας Συνοδινού.[20] Αυτό δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Οι παιδαγωγοί και οι τροφοί είναι οι δούλοι που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να απελευθερωθούν και χωρίς υλικά ανταλλάγματα.

Αλλά και οι ίδιες οι κυρίες συχνά έτρεφαν μεγάλη αγάπη για τους θρεπτούς και τις θρεπτές, δούλους και δούλες που τους ανέθρεψαν οι ίδιες μαζί με τα αληθινά παιδιά τους: έτσι, η θρεπτή της σκληρής Βίτιννας, που θέλει να στείλει τον εραστή δούλο της στον δημόσιο χώρο βασανιστηρίων για να μαστιγωθεί ως τιμωρία στην απιστία του με μια φίλη της, μεσολαβεί για χάρη του με επιτυχία[21] ( 3ος αι. π.Χ.). Η Βίτιννα την είχε αναθρέψει μαζί με την κόρη της.

Η Α. Ρουσσοπούλου σε ένα νομικό άρθρο της σχολίασε μια απελευθερωτική επιγραφή από την Κάλυμνο του 2ου αιώνα μ.Χ. Σε αυτήν κάποια Αγαθή Δωροθέου, Αντιόχισσα, απελευθέρωσε ένα κορίτσι το οποίο είχε «λάβει», και όχι αγοράσει, αφού πρώτα, το κορίτσι αυτό, η Αφροδεισία, «παρέμενε» κοντά της έως το θάνατό της. Σύμφωνα με τη Ρουσσοπούλου, η Αφροδεισία δεν ήταν «θρεπτή», αλλά παραδόθηκε βρέφος στην Αγάθη μάλλον από τους γονείς της.

Η Αγάθη, προφανώς άτεκνη, χρειαζόταν την υποστήριξη της Αφροδεισίας στα γηρατειά της. Η Ρουσσοπούλου βρήκε παραλληλισμό με τις «ψυχοκόρες» της νεότερης εποχής.[22] Σε μια άλλη επιγραφή από τη Βέροια, της ίδιας εποχής, μια ηλικιωμένη γυναίκα, η Αριάγνη, στην αίτηση για βοήθεια που έστειλε στα αδέλφια της πήρε αρνητική απάντηση μαζί με τη συμβουλή να μην απελευθερώσει τη δούλη της καθώς ήταν το στήριγμα των γηρατειών της.[23]

Αλλά και για τις ταφικές τιμές, όταν δεν υπήρχαν παιδιά, ήταν απαραίτητοι οι δούλοι: δεν είναι τυχαίο ότι στις επιγραφές της Λυκίας απαντά η λέξη «μνημόδουλος», αυτός ήταν ο δούλος που αναλάμβανε τη φροντίδα του τάφου του κυρίου του με ανταμοιβή την απελευθέρωσή του. Στο λεξικό Liddel-Scott αναφέρεται ως αμφίβολης σημασίας και ότι απαντά στο ΤΑΜ 2 (3) στην πόλη Αρύκανδα.

Στην ίδια όμως πόλη μια γυναίκα, η Αρισταινέτη, μετά το θάνατο της κόρης της αναφέρει σε επιγραφή ότι θα απελευθερώσει τις δύο «προικαίαις» δούλες της για να προσφέρουν ταφικές τιμές στους τάφους της ίδιας και της κόρης της.[24]

Το ότι οι θρεπτοί αποτελούσαν μέλη του οίκου αποδεικνύεται από λυκιακές επιγραφές όπου οι θρεπτοί εξασφαλίζουν μια θέση στον οικογενειακό τάφο: π.χ. σε μια επιγραφή από την Τερμεσσό, η Αυρηλία Αθηναΐς αναφέρει ότι κατασκεύασε τη σωματοθήκη για την ίδια, τις κόρες της και τη θρεπτή της.[25]

 

Ταφική στήλη της Μνησαρέτης, όπου νεαρή υπηρέτρια κοιτάζει την αποθανούσα κυρία της. Αττική, περ. 380 π.χ., Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

 

Όμως και η άλλη όψη, εκείνη της σκληρότητας που άγγιζε την απανθρωπιά ήταν εξίσου συχνή: οι γυναίκες-δούλοι ειδικά βρίσκονταν στο έλεος των κυριών τους, καθώς περνούσαν τον περισσότερο καιρό μαζί τους στον οίκο.

Έτσι στους «Μιμίαμβους» του Ηρώνδα οι κυράδες φέρονται βάναυσα στις δούλες τους, τις κατηγορούν για τεμπελιά και τις απειλούν με ξυλοδαρμό «Κορριτώ: Κάθησε, Μητρώ. (Στη δούλα). Ξεκουμπίσου και φέρε μια πολυθρόνα στην κυρία. Σήκω όρθια, είπα! Πρέπει όλα να της τα λες. Δεν θα κάνεις τίποτα, κακομοίρα μου, από μόνη σου; Δεν βαριέσαι, κοτρώνα έχω βάλει σε αυτό το σπίτι, όχι δούλα. Όταν όμως έρθει η ώρα να λάβεις το μερτικό σου από το αλεύρι, μετράς και τον τελευταίο κόκκο. Κι αν τόσο δα χυθεί στο πάτωμα, όλη τη μέρα γκρινιάζεις και ξεφυσάς και οι φωνές διαπερνούν όλους τους τοίχους. Τι τρίβεις εκεί; Βρήκες την ώρα, μωρή λησταρχία, να τα γυαλίσεις; Να ’χεις χάρη που έχω επίσκεψη την κυρία γιατί αλλιώς θα σου έδειχνα εγώ τι γεύση έχει το χέρι μου».[26]

Σε έναν άλλο μιμίαμβο, το «Προσκύνημα στον Ασκληπιό», μία από τις προσκυνήτριες μεταχειρίζεται με εξίσου άθλιο τρόπο την (μάλλον νουμιδή) δούλη της: «Στ’ ορκίζομαι σ’ αυτόν τον θεό Κύδιλλα, γιατί με κάνεις να ανάβω χωρίς να το θέλω, στ’ ορκίζομαι λέω που θα έρθει μέρα που το βρωμοκέφαλό σου αυτό θα το ξύνεις και θα κλαις».[27]

Σε ένα μύθο του Αισώπου, ένας άνδρας έχει εκπλαγεί τόσο από τη σκληρή συμπεριφορά της γυναίκας του προς τους οικιακούς δούλους ώστε την έστειλε στον πατέρα της με κάποιο πρόσχημα για να δει αν θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο και σε εκείνους τους δούλους που δούλευαν έξω από το σπίτι. Όταν γύρισε και τη ρώτησε γι’ αυτό το θέμα, του απάντησε ότι οι αγελαδάρηδες και οι βοσκοί την κοίταζαν με μισό μάτι, και τότε ο σύζυγος εξερράγη από το θυμό του για τη συμπεριφορά της.[28]

Στην τραγωδία του Ευριπίδη Υψιπύλη, η ηρωίδα, πρώην βασίλισσα της Λήμνου, και δούλη-τροφός του Οφέλτη, γιου του βασιλιά της Νεμέας Λυκούργου και της Ευρυδίκης, άθελά της γίνεται αιτία του θανάτου του νήπιου: η βασίλισσα Ευρυδίκη είναι ανελέητη στην απόφασή της για την τιμωρία της τροφού: «Δούλα ξενόφερτη κι αγορασμένη, που ’χεις στην κάθε ανάγκη εύκολο δάκρυ, θα μου πληρώσεις το χαμό του γιου μου με το δικό σου θάνατο, να ξέρεις».[29]

Η μητέρα του γιατρού του 2ου αιώνα μ.Χ., του Γαληνού, χαρακτηρίζεται από το γιο της ως οργιλωτάτη, ως μια δεύτερη Ξανθίππη.[30] Αυτή η γυναίκα, που ζούσε στα οικογενειακά κτήματα έξω από την Πέργαμο, όταν πάθαινε κρίσεις θυμού, ξεσπούσε δαγκώνοντας και δέρνοντας τις δούλες της. Η κακομεταχείριση των δούλων από τις καταπιεσμένες γυναίκες της δουλοκτητικής κοινωνίας ήταν συχνή ιδίως στη ρωμαϊκή περίοδο: αποκλεισμένες από τον δημόσιο βίο, υποταγμένες στο σύζυγο, με περιορισμένα δικαιώματα, αυτές οι γυναίκες ξεσπούσαν την οργή τους πάνω στους δούλους που βρίσκονταν πιο χαμηλά από τις ίδιες στην κοινωνική ιεραρχία.

 

Ρωμαία κυρία, καθισμένη σε πολυθρόνα, απολαμβάνει τις περιποιήσεις τεσσάρων θεραπαινίδων. Μαρμάρινο ανάγλυφο από το Neumagen της Γερμανίας, 3ος αι. μ.Χ

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι έλειπαν και παραδείγματα γυναικών που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη στοιχειώδη για ανθρώπινα όντα ευαισθησία: π.χ. στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου Λευκίππη και Κλειτοφών (2ος αι. μ.Χ.), το πορτρέτο της πλούσιας κυρίας Μελίττης είναι ανθρώπινο: έχοντας χηρέψει πρόσφατα, η Μελίττη ξαναπαντρεύεται με ένα νεότερό της άνδρα, τον ήρωα του έργου, τον Κλειτοφώντα, και ενώ επισκεπτόταν για επιθεώρηση τα κτήματά της, έπεσε στα πόδια της μια γυναίκα σε άθλια κατάσταση, παρακαλώντας την, σαν γυναίκα προς γυναίκα, να δείξει οίκτο.[31]

Η γυναίκα αυτή ήταν η αληθινή σύζυγος του Κλειτοφώντα, η Λευκίππη, που είχε πωληθεί ως δούλη από τους απαγωγείς της, και τώρα βασανιζόταν από τον σαδιστή επιστάτη της Μελίττης, γιατί αρνιόταν να υποκύψει στις σεξουαλικές του ορέξεις: η Μελίττη έδειξε οίκτο αλλά κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο την εποχή εκείνη. Ήταν μια σπάνια περίπτωση όπου η κυρία ένιωθε τα κοινά στοιχεία που την ένωναν με τη δούλα: την αδυναμία τους ως γυναικών σε μια πατριαρχική κοινωνία.

Από την ομηρική εποχή εκφράστηκε η άποψη της δυστυχίας της αρχόντισσας που ο πόλεμος τη μετέτρεψε σε δούλη: π.χ. στο διάλογο του Έκτορα και της Ανδρομάχης, ο Έκτορας ανάμεσα στα άλλα λέει: «Όταν χαλκάρματος κάποιος Αχαιός πάρει τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη. Και στο Άργος πέρα υφαίνεις έπειτα στον αργαλειό μιας ξένης κι από τη Μεσσηίδα ή την Υπέρεια σου λέει νερό να φέρνεις, πολύ άθελά σου, μα ανημπόρετη θα σε βαραίνει ανάγκη».[32]

Εξάλλου, όταν η Εκάβη μαθαίνει ότι δόθηκε με κλήρο στον Οδυσσέα, τον χειρότερο δυνατό αφέντη, και εκφράζει την απελπισία της, δέχεται την παρηγοριά του Ταλθύβιου, που της λέει ότι έτυχε σε καλή δέσποινα, εννοώντας την Πηνελόπη.[33]

Για τις δούλες, που κατά κανόνα δούλευαν στον οίκο, σημασία είχε κυρίως το ποιόν της δέσποινας, κάτω από την επίβλεψη της οποίας θα δούλευαν και λιγότερο του αφέντη, ο οποίος ασχολούνταν με την επίβλεψη των αρσενικών που δούλευαν στα χωράφια. Εξάλλου, και ο Ισχόμαχος, ο ήρωας του διαλόγου «Οικονομικός» του Ξενοφώντα (4ος αιώνας π.Χ.), στην εκπαίδευση της νεαρής συζύγου του, τονίζει ότι ανάμεσα στα βασικά της καθήκοντα είναι η επίβλεψη των δούλων του οίκου ακόμα και ο έλεγχος της σεξουαλικής ζωής τους.[34]  «Εκείνη όμως έπρεπε επίσης να καταπιαστεί ενδεχομένως με τα εργόχειρα. Κυρίως να πλησιάζει τον αργαλειό για να διδάξει ό,τι ήξερε καλύτερα από τους άλλους και να μάθει απ’ τη μεριά της ό,τι γνώριζε λιγότερο καλά».[35]

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί κανείς την άποψη του καθηγητή κοινωνιολογίας Orlando Patterson ότι η ιδέα της προσωπικής ελευθερίας είχε εφευρεθεί από τις γυναίκες της ελληνικής τραγωδίας. Πολύ σωστά η καθηγήτρια φιλοσοφίας Βούλα Λαμπροπούλου επισημαίνει ότι αν και στις τραγωδίες οι γυναικείες φωνές υψώνονται προς υπεράσπιση της ειρήνης και της ελευθερίας, σε πρακτικό επίπεδο οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας δεν είχαν τη δυνατότητα, ίσως ούτε την επιθυμία να προκαλέσουν κοινωνικές μεταβολές. Επιπλέον, όντας μέλη βασιλικών οίκων δεν είχαν κοινά ταξικά συμφέροντα με τους δούλους και εκείνο που είχε σημασία για τις ίδιες ήταν η ευημερία του οίκου τους.[36]

Αν και οι γυναίκες, όπως και οι δούλοι, ανήκαν στα καταπιεσμένα στρώματα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, η καταπίεσή τους δεν ήταν ομόλογη: σαφώς οι γυναίκες της ελίτ κυριαρχούσαν επί των δούλων ή ακόμα και επί των φτωχών ελεύθερων ανδρών, τουλάχιστον από την ελληνιστική εποχή.

 

Κώστας Μαντάς

Δρ. Αρχαίας Ιστορίας

Πανεπιστήμιο Bristol

  

Υποσημειώσεις


 

[1] Βλ. Κ. Μαντάς, «Δούλοι και δουλεία στην αρχαιότητα», Corpus 24 (2001), σ. 44-52.

[2] Βλ. Α. Λεντάκης, Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άνδρα ή Πώς κατασκευάζεται η γυναίκα;, Αθήνα 1986, σ. 260-261.

[3] Ιλιάδα Ζ 298 κ.ε.

[4] Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 213-214.

[5] Βλ. G. Lerner, The Creation of Patriarchy, Νέα Υόρκη 1985.

[6] Οδύσσεια  α  430-433.

[7] Ιλιάδα  Ι 447-457.

[8] Αισχύλος, Αγαμέμνων, 132 κ.ε, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1973, σ. 69.

[9] Στο ίδιο, 56.

[10] D.E. McCoskey, «Slavery and the division of women in Aeschylus’ Oresteia», στο S.R. Joshel /S. Murnaghan (επιμ.), Women and Slaves in Greco-Roman Culture, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1998, σ. 35-55.

[11] Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 137 κ.ε.

[12] Στο ίδιο, 927.

[13] Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 298-302, μετ. Κ. Γεωργουσόπουλος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2003.

[14] Αισώπου μύθοι, τ. Α΄, εκδ. Τολίδη, μετ. Τ. Βουρνάς, Αθήνα χ.χ., σ. 41.

[15] Α.Ν. Oikonomides, «Graffiti-inscriptions from the excavations of the Αthenian agora at Kerameikos», Horos 4 (1986), σ. 57-58.

[16] Αρτεμίδωρος, 4.59.284.

[17] Στο ίδιο.

[18] T. Wiedemann, Greek and Roman Slavery, Λονδίνο 1988, σ. 48-49.

[19] Ευριπίδης, Ίων, 835-841.

[20] K. Synodinou, On the Concept of Slavery in Euripides, Ιωάννινα 1977, σ. 62-65.

[21] Ηρώνδας, Μιμίαμβοι, μετ. Ρ. Μανθούλης, Αθήνα 2000, σ. 74-75.

[22] Α. Ρουσσοπούλου, «Ο θεσμός της ψυχοκόρης εις τα πλαίσια της συγχρόνου εποχής και του αρχαίου ελληνικού δικαίου», Νομικό Bήμα 13 (1965), σ. 163-165.

[23] SEG  XXXVI, 1986, num.590.

[24] SEG  XLIV, 1994, num. 1155.

[25] ΤΑΜ  ΙΙΙ.Ι, num. 237.

[26] Ηρώνδας, ό.π., σ. 83.

[27] Στο ίδιο, σ. 61.

[28] Αισώπου μύθοι, ό.π.

[29] Ευριπίδης, Υψιπύλη, μετ.- διασκευή Τ. Ρούσσος, εκδ. Κάκτος, σ. 95.

[30] Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, λ. «Γαληνός».

[31] Αχιλλέας Τάτιος, Λευκίππη και Κλειτοφών, 5.17.

[32] Ιλιάδα Ζ  454, κ.ε., μετ. Καζαντζάκη-Κακριδή.

[33] Ευριπίδης, Τρωάδες, 275-280.

[34] Ξενοφών, Οικονομικός  VII, 36-37.

[35] Y. Garlan, Η δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1988, σ. 179.

[36] Βούλα Λαμπροπούλου, Ο νους δεν έχει φύλο, Αθήνα 2006, σ. 15-19.

 

 

Βιβλιογραφία


 

  •  GARLAN Y., Η δουλεία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1988.
  • JOSHEL S.R. / S. MURNAGHAM, Women and Slaves in Graeco-Roman Culture, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1998.
  • ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ Β., Ο νους δεν έχει φύλο, Αθήνα 2006.
  • ΛΕΝΤΑΚΗΣ Α., Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άνδρα;, Αθήνα 1986.
  • LERNER G., The Creation of Patriarchy, Νέα Υόρκη 1985.
  • ΜΑΝΤΑΣ K., «Δούλοι και ελεύθεροι στην αρχαιότητα», Corpus 24 (2001), σ. 44-52.
  • —, Όψεις του θεσμού της δουλείας στους διαλόγους του Δίωνα Χρυσοστόμου, Αθήνα 2008.
  • OIKONOMIDES A.N., «Graffiti-inscriptions from the excavations of the Athenian agora at Kerameikos», Horos 4 (1986), σ. 57-58.
  • ΡΟΥΣΣΟΠΟΥΛΟΥ Α., «Ο θεσμός της ψυχοκόρης εις τα πλαίσια της συγχρόνου εποχής και του αρχαίου ελληνικού δικαίου», Νομικό Βήμα 13 (1965), σ. 163-165.
  • SYNODINOU Κ., On the Concept of Slavery in Euripides, Ιωάννινα 1977.
  • WIEDEMANN Τ.Ε.J., Greek and Roman Slavery, Λονδίνο 1988.

Πηγή


Περιοδικό, «Αρχαιολογία & Τέχνες», τεύχος 112, Σεπτέμβριος 2009.

Σχετικά θέματα:

Read Full Post »

Άργος – Ετυμολογία του Ονόματος


 

Α΄ Ονοματολογικά. Το όνομα Άργος είναι αρκετά παλαιό. Συναντάται κατά πρώτον στα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα της αρχαίας μας Γραμματείας, τα ομηρικά έπη. Η σημασία όμως του ονόματος σ’ αυτά είναι σχεδόν πάντοτε ευρυτέρα της συγκεκριμένης πελοποννησιακής πόλεως. Δηλαδή το όνομα άλλοτε δηλώνει όλο τον ελλαδικό χώρο, άλλοτε την Πελοπόννησο και ενίοτε την Αργολίδα άπασα. Η πολυποίκιλη αυτή εννοιολογική χρήσις του ονόματος συνεχίστηκε και σε κείμενα της μεταγενέστερης των ομηρικών επών γραμματείας.

Για να γίνωμε πιο συγκεκριμένοι, ο όλος ελλαδικός χώρος δηλώνεται στα χωρία της Ιλιάδος I 246 (ενί Τροίη εκάς Άργεος ιπποβότοιο = στην Τροία, μακριά από το αλογοτρόφο Άργος), Μ 70 (νωνύμους απολέσθαι απ’ Άργεος ενθάδε Αχαιούς = ανώνυμοι Αχαιοί από το Άργος χάθηκαν εδώ), Ν 227, Ξ 70, και της Οδυσσείας ω 37 (ός θάνες έν Τροίη εκάς Άργεος = ο οποίος πέθανε στην Τροία μακριά από το Άργος), και στα Γεωγραφικά του Στράβωνος VIII, p. 369. Ως Πελοπόννησος δηλώνεται στο Ο 372 της Ηλιάδος, στο α 344 της Οδύσσειας (καθ’ Ελλάδα και μέσον Άργος), στις Ικέτιδες 15 του Αισχύλου, στον Πλούτο 601 του Αριστοφάνη, στον Αρίσταρχο, σχόλιο στο Δ 171 της Ηλιάδος, στα Γεωγραφικά του Στράβωνος.

Συγκεκριμένα, στον Στράβωνα διαβάζομε: «Οίμαι δ’ ότι και Πελασγιώτας και Δαναούς, ώσπερ και Αργείους, η δόξα της πόλεως ταύτης και τούς άλλους Έλληνας καλείσθαι παρεσκεύασεν = Νομίζω ότι και τους Πελασγούς και τους Δαναούς, όπως ακριβώς και τους ίδιους τους Αργείους και τους άλλους Έλληνες η δόξα αυτής της πόλης τους έκανε να αποκαλούνται Αργείοι» (VIII, p. 371). Και πάλι γράφει o Στράβων: «Άργος την Πελοπόννησον λέγει = Ονομάζει την Πελοπόννησο Άργος » (sc. Όμηρος) (VIII, p. 371). H στενότερη έννοια του ονόματος Άργος στα ομηρικά έπη ευρίσκε­ται στη χρήσι της ως χώρου της ηγεμονίας του Αγαμέμνονος (Ίλ. Β 108, 287, I 141, 283, Όδ. γ 251, 262), δηλώνεται δηλ. όλη η Αργολίδα.

Η πόλις του Άργους σε προϊστορικά και σε πρώιμα ιστορικά χρόνια είχε και άλλες ονομασίες, όπως Φορωνικόν άστυ, Αιγιάλεια, Ιάσιον. Το Φορωνικό άστυ οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ως την πρώτη πόλιν του κόσμου.

Το Άργος στα κείμενα χαρακτηρίζεται Αχαϊκόν, Ιππόβοτον, το Πελοποννήσιον, το κοίλον, πολυψίδιον, Άργος Ήρας ή Αργεία Ήρα κ.α. Το Άργος ρητώς ως πόλις της Πελοποννήσου αναφέρεται από τον Αριστο­φάνη: «Ώ πόλις Άργους, κλύεσθ’ οία λέγει = Ω! πόλη του Άργους άκου, όσα λέγει». (Πλούτος, σ. 601, Ιππής, σ. 813).Το όνομα αυτοτελές δεν έχει επισημανθή στις πινακίδες με γραμμική γραφή Β. Απαντά όμως εμμέσως, ως δεύτερο συνθετικό, στα ονόματα Πόδαγρος, Στόμαργος και Στύμαργος.

Στα αρχαία χρόνια υπήρχαν και εκφράσεις στις οποίες το όνομα Άργος αποκτούσε κάποια ιδιαίτερη σημασία. Συγκεκριμένα, Άργους γαία = Ελλάς, Άργεος μυχός= τα ενδότερα της Πελοποννήσου. Παροιμιώδης ήταν η έκφρασις «Άργους λόχος ή λόφος», πού εσήμαινε κατά τον Αποστόλιο (III 75) τη δεινή συμφορά λόγω σφαγής πού έλαβε χώρα εκεί. Επίσης, κατά τον Ζηνόβιο, υπήρχε έκφρασις «ως την Άργει ασπίδα καθελών σεμνύνεται» (VI 52). Και παροιμίες: «Αργείοι φώρες»= οι προδήλως πονηροί (Αριστο­φάνη Ανάργυρος), «Αργείους οράς» για οξυδερκείς (Σούδα) κ.ά.

Άλλοι τύποι του ονόματος: Ως εθνικό το όνομα έχει τον τύπο Αργείος, προερχόμενο εκ του Αργέσ-jος, και απαντάται κατά πρώτον στα ομηρικά έπη, όπου Αργείοι= Έλληνες.

Υπάρχει όμως και δεύτερος τύπος Αργόλας, πού απαντάται στον Ευριπίδη (Ρήσος, σ. 41) και τον Αριστοφάνη (Αποσπ. 284). Ο Ευριπίδης γράφει: «πυραίθει στρατός Αργόλας = ο αργειακός στρατός ανάβει φωτιές». Υπάρχουν ακόμη και οι τύποι Αργείωνες, Αργειώται και Αργειάδαι. Στα νεώτερα χρόνια επεκράτησε ο τύπος Αργίτης. Το όνομα Αργόλας εσήμαινε και είδος όφεων εξ Άργους, κατά το λεξικό της Σούδας. Υπάρχει όμως και θηλυκός τύπος Αργολίς, για να δηλωθή η Αργεία γυναίκα (Πολύαινος) και ή χώρα (Παυσανίας II 15 4). Ο Στέφανος ο Βυ­ζάντιος (6ος αι. μ.Χ.) γράφει: «Αργολίς η χώρα και η γυνή». Η λέξις Αργολίς στις δύο αυτές σημασίες είναι ούσιαστικοποιημένο επίθετο με εννοούμενες τις λέξεις γη και γυνή.

Η λέξις όμως Αργολίς απαντάται και ως επίθετο σε αρχαία κείμενα. Έτσι έχομε το Αργολίς εσθής στον Αισχύ­λο (Ικέτιδες, σ. 236) και στον Ηρόδοτο Αργολίς μοίρα (I 82).

Κτητικό του ονόματος Άργος είναι το επίθετο Αργολικός, πού απα­ντάται κατά πρώτον στον Ηρόδοτο (VI 152). Υπάρχει και τύπος Αργολιστικός, πού υπάρχει στα Ελληνικά Οξυρύγχια (τ. IV, σ. 272, 10). Στα νεώτερα χρόνια επεκράτησε ο όρος Αργίτικος, πού σημαίνει περισσότερο τα τής Αργολίδος γης και λιγότερο τα του Άργους.

Επιρρήματα από το όνομα Άργος έχουν επισημανθή τρία στην αρχαία και Βυζαντινή γραμματεία: α) Αργόθεν= εκ του Άργους και απαντάται στο Σοφοκλή (Αντιγ., σ. 106) και τον Ευριπίδη (Ιφιγ. εν Ταύροις, σ. 70). β) Αργολιστί= κατά τον τρόπο των Αργείων, και απαντάται στον Πίνδαρο (Ισθ. 5 86) και στον Σοφοκλή (Αποσπ. 411). γ) Αργολικώς, πού χρησιμοποιείται από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης (722, 63).

Υπάρχει και το ρήμα Αργολίζω, είμαι με το μέρος των Αργείων, και απαντάται στον Ξενοφώντα (Έλλην. IV 8 34) και τον Έφορο (Στεφ. Βυζ. λ. Άργος).

Το όνομα Άργος στην αρχαιότητα είχε ευρεία διάδοση. Δηλαδή πέραν του Πελοποννησιακού Άργους, καλουμένου υπό του Ομήρου Αχαϊκού Άργους, υπήρχαν και: Άργος Πελασγικόν (στη Θεσσαλία), Άργος Ορεστικόν (στη Μακεδονία), Άργος Αμφιλοχικόν (στην Αμφιλοχία), Άργος Κυπριακόν, και επίσης άλλες πόλεις ή θέσεις με το όνομα αυτό, όπως στην Κιλικία, Θράκη, Τροιζήνα, Καρία, Νίσυρο, Κάσο, Κάλυμνο, Ρόδο, Ήπει­ρο, Καλαβρία, Απουλία τής Ιταλίας κ.ά.

Για όλες αυτές τις τοποθεσίες υπάρχουν αναφορές στα κείμενα τής αρχαίας Γραμματείας και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να τις βρή στις μεγάλες αρχαιογνωστικές Γραμματολογίες.

 

Αρχαίο Θέατρο Άργους, E. Rey 1843

 

Β’ Ετυμολογικά


 

Ως προς την στην ετυμολογία του ονόματος, το τοπωνύμιο Άργος συνήθως προσδιορίζεται από τους γλωσσολόγους ως λέ­ξις αβέβαιας ετυμολογίας.

1. Ετυμολόγησις του ονόματος έχει ήδη επιχειρηθή από τα αρχαία χρόνια: Τον πρώτο π.Χ. αιώνα ο γεωγράφος Στράβων έγραφε στα «Γεω­γραφικά» του: «Άργος δε και το πεδίον λέγεται παρά τοις νεωτέροις, παρ’ Ομήρω δ’ ούδ’ άπαξ. Μάλιστα δ’ οίονται Μακεδονικόν και Θετταλικόν είναι». (VIII, p. 372). Δηλαδή, η λέξις Άργος σημαίνει το πεδίον, την πε­δινή χώρα, και η λέξις είναι Μακεδονική – Θεσσαλική, δηλ. πελασγική – προελληνική.

Το ότι η λέξις Άργος σημαίνει πεδίον επανέλαβε σε μεταγενέστερα χρόνια, τον 6° μ.Χ. αιώνα, ο Στέφανος ο Βυζάντιος, γράφων στα «Εθνικά» του: «Άργος σχεδόν πάν πεδίον κατά θάλασσαν» (λ. Άργος). Τη θέσιν ότι το όνομα είναι προελληνικό υπεστήριξαν κατά τους νεώτερους χρόνους ορισμένοι γλωσσολόγοι, όπως ο V. Windevens, στο έργο του Le Pelasgique (Louvain 1952, σ. 18 κ.έ.) και ο γλωσσολόγος – συντάκτης του έγκυρου γερμανόφωνου ετυμολογικού λεξικού, με τίτλο Griechisches etymo­logisches Wortebuch, Η. Frisk (Heidelberg 1960-1972, λ. Argos). Αμφότεροι παραπέμπουν σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα ark- από την οποία παράγεται το ελληνικό ρήμα αρκέω (= διασφαλίζω, προφυλάσσω) και το λατινικό όνομα arx (= ακρόπολις, φρούριο). Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στον Όμηρο το ρήμα αρκέω σημαίνει προφυλάσσω, αποκρούω. Την έννοια επαρκώ για πρώτη φορά συναντούμε στους τραγικούς ποιητές.

2. Από τα αρχαία χρόνια έρχεται και η άποψις ότι το τοπωνύμιο Άργος είναι κυριώνυμο. Λέγεται δηλαδή ότι ο Άργος ο τρίτος βασιλιάς της πόλεως του Άργους, πού έως τότε λεγόταν φορωνικόν άστυ, μετονό­μασε την πόλιν, δίδοντας σ’ αυτήν το όνομά του.

Λέγει σχετικά ο Παυσα­νίας: «Άργος δε, Φορωνέως θυγατριδούς, βασιλεύσας μετά Φορωνέα ωνόμασεν αφ’ αυτού την χώραν = Ο Άργος, ο γυιός του Φορωνέως, που βασίλευσε μετά τον Φορωνέα, ονόμασε την χώρα από το δικό του όνομα» (II 16 1). Άλλες μεταγενέστερες καταγραφές, όπως π.χ. αυτή του Μεγάλου Ετυμολογικού, λεξικού του 11ου αιώνα, θεωρούν ως ονοματοδότη της πόλεως άλλον Άργον μεταγενέστερο. Συγκεκριμένα, τον δισέγγονο του προμνημονευθέντος Άργου, πού έμεινε γνωστός ως Άργος ο πανόπτης. Αυτός ο Άργος, κατά τις αρχαίες αναφορές είχε 100 οφθαλμούς και ήταν φύλακας της Ιούς. Ο Λουκιανός λέγει ότι υπήρχε και αρχαία παροιμία «οξύτερον του Άργου οράν» (Ιστορ. 18), ενώ ο Θε­μίστιος αναφέρει άλλη «Άργου πλείονας έχει οφθαλμούς».

Άλλο Βυζαν­τινό λεξικό, του 11ου επίσης μ.Χ. αιώνος, το Γουδιανό, αναφέρει Άργον, πολυόμματον κύνα. Γράφει το λεξικό: «Άργος, χώρα Πελοποννήσου, από του Άργου του πολυομμάτου κυνός ωνομασμένη». Από τα ανωτέρω συ­νάγεται ότι ο Παυσανίας και ορισμένα Βυζαντινά λεξικά αναζητούν κάποιον ονοματοδότη της πόλεως, διαφοροποιούνται όμως στον προσδιορισμό του συγκεκριμένου ονοματοδότη. Οι θέσεις πάντως αυτές δεν αντιμε­τωπίζουν το πρόβλημα της ρίζας του ονόματος.

3. Αξιοπρόσεκτη είναι και η θέση του γραμματικού του 6ου μ.Χ. αιώνα Γεωργίου Χοιροβοσκού, ο οποίος δέχεται ότι το τοπωνύμιο Άργος παράγεται από τη λέξιν αργός πού σημαίνει δύο τινά: α) αργός= λευκός και β) αργός= ταχύς. Οι σημασίες αυτές πράγματι υπάρχουν στα ομηρικά έπη: Στο ο 161 της Οδύσσειας διαβάζομε: «αιετός αργήν χήνα φέρων», όπου το αργός= λευκός. Και στο Α 50 της Ηλιάδος γίνεται λόγος για «κύνας αργούς», δηλαδή ταχείς σκύλους.

Τις θέσεις αυτές επαναλαμβάνει το Μέγα Ετυμολογικόν (λεξικό του ενδεκάτου μετά Χριστόν αιώνος). Από τους νεώτερους γλωσσολόγους ο P. Chantraine, στο πολύ έγκυρο ετυμολο­γικό λεξικό του τής αρχαίας Ελληνικής, συσχετίζει, ως προς τη ρίζα, το όνομα Άργος με το επίθετο εναργής, οπότε το όνομα Άργος δηλώνει τον λευκό, τον λαμπρό. Ο συνάδελφος Γιώργος Μπαμπινιώτης επιχειρεί να ερμηνεύση την έννοια του λευκός και γράφει ότι «ίσως δηλώνει την όψη πού παρουσιάζει η αργολική πεδιάδα (= λευκή) την εποχή του θερισμού» (λ. Άργος). Στην περίπτωσιν δηλ. αυτή το τοπωνύμιο είναι περιγραφικό του χώρου, με συγκεκριμένη περιγραφή του χρώματος της περιοχής, όπως τούτο π.χ. γίνεται στα νεώτερα τοπωνύμια Ασπρόχωμα, Κοκκιναράς, Κοκ­κινιά κ.α.

4. Άλλοι ετυμολόγοι θεωρούν ότι το όνομα Άργος είναι η λέξις αγρός και παίρνει αυτόν τον τύπο από αναγραμματισμό των συμφώνων γρ, πού γίνονται ργ και αναβιβασμό του τόνου. Το τοπωνύμιο κατ’ αυτήν την ετυμολόγηση είναι περιγραφικό (appellativum), κατά τη γλωσσολογική ορολογία, και προσδιορίζει τη γεωλογική σύστασιν του εδάφους, όπως τούτο γίνεται λ.χ. στα νεώτερα τοπωνύμια Βράχος, Ράχες, Βουλιαγμένη, Πέντε Πηγάδια, Τράχωνες (τραχώνι= βράχος) κ.ά. Κατά τους νεώτερους χρόνους από τους πρώτους πού υιοθέτησαν την εκδοχή αυτή ήταν ο Άγγλος πολιτικός και λόγιος του 19ου αιώνα Γουίλιαμ Γλάδστων στην πραγματεία του Homeric Studies (Achaeis, παρ. 8).

5. Ως μία, τέλος, άλλη ετυμολογία του ονόματος είναι η προτεινόμε­νη από τον διαπρεπή γλωσσολόγο και ελληνιστή του 19ου αιώνα Γεώργιο Κούρτιο, κατά την οποία το όνομα πρέπει να συσχετισθή με το ρήμα ορέγω και το λατινικό regio και σημαίνει «μέρος της χώρας». Πριν ή τελειώσω τη σύντομη αυτή αναφορά στα ονοματολογικά και την ετυμολογία του ονόματος Άργος, θα πρέπει να δηλώσω και τη δική μου προτίμηση στις πολλές προταθείσες θέσεις.

Νομίζω, λοιπόν, ότι η παλαιότερη πρόταση φαίνεται να είναι και η πλέον έγκυρη. Είναι δηλαδή η πρόταση του Στράβωνα, σύμφωνα με την οποία το όνομα Άργος παράγεται από την λέξιν αγρός, στην οποία συμ­βαίνει αντιμετάθεσις των συμφώνων ργ και επίσης αναβιβασμός του τόνου, φαινόμενο αρκετά διαδεδομένο στην ελληνική γλώσσα, ήδη από τα προελ­ληνικά χρόνια (π.χ. ερχομενός > Ορχομενός, ξανθός > Ξάνθος, κοντός > Κόντος κ.λπ.).

* Η μετάφραση των αποσπασμάτων από τα αρχαία,  έγινε από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Αθανάσιος Βερτσέτης                                              

Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών                                            

Σταυρούλα Πετράκη – Βερτσέρη

Σχολική Σύμβουλος

Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Ναύπλιο 18-20 Φεβρουαρίου 2005, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι, 2006.

Read Full Post »

Διομήδης  

 


  

 Ο Διομήδης, γιος του Τυδέα και σύζυγος της Αιγιάλειας, ανήκε στη γενιά των Επιγόνων μαζί με τον Σθένελο και τον Ευρύαλο. Οι τρεις τους έφτασαν στην Τροία με ογδόντα πλοία επανδρωμένα με άντρες από το Άργος.   

   

Διομήδης

Ο βασιλιάς του Άργους και άλλων αργολικών πόλεων είναι ο ευνοούμενος ήρωας του Ομήρου, ο οποίος αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της Ε’ ραψωδίας για να εξυμνήσει τα ηρωικά κατορθώματά του. Ως μνηστήρας της Ελένης, είχε χρέος μετά την απαγωγή της να είναι κι αυτός παρών, όπως είχε υποσχεθεί με όρκο στον πατέρα της.  Η μορφή του κυριαρχεί από την αρχή της Ιλιάδας και συναγωνίζεται σε ανδρεία τον Αχιλλέα και τον Αίαντα, μετά τους οποίους θεωρείται «ο ανδρειότατος καν στρατηγικότατος των πάντων».  

Στις μάχες εισορμούσε στις εχθρικές φάλαγγες χωρίς να νοιάζεται αν τον ακολουθεί ο στρατός του και τις διέτρεχε σκορπώντας το θάνατο και διασκορπίζοντάς τες. Απελπισμένος ο Έκτωρ παρακαλούσε την Αθηνά να τον πάρει μακριά από τις μάχες.[1]   

Ο Όμηρος για να εξάρει την ανδρεία του, σε κανένα μέρος της Ιλιάδας δεν βάζει τον Αχιλλέα και τον Διομήδη να πολεμούν μαζί. Όταν διαπρέπει ο ένας στο πεδίο της μάχης, ο άλλος απουσιάζει είτε γιατί έχει τραυματιστεί, είτε για κάποια άλλη αιτία.  

Για την γενναιότητα του είχε διακριθεί επίσης και στην «εκστρατεία των επτά επιγόνων» κατά των Θηβών, όπως μνημονεύει επίσης ο Όμηρος {Ιλ. Δ, 405}.  

Στον Τρωικό πόλεμο πήρε μέρος με 80 πλοία και άνδρες από όλη την επικράτειά του, που εκτός από το Άργος επεκτεινόταν στην Τίρυνθα, την Ασίνη, την Ερμιόνη, την Αίγινα, την Επίδαυρο, την Τροιζήνα και άλλες πολιτείες:  

 

 «Οι δ’ Άργος τ’ είχον Τίρυνθα τε τειχιόεσσαν,  

Ερμιόνην Ασίνην τε, βαθύν κατά κόλπον εχούσας,  

Τροιζήν’ Ηϊόνας τε καί αμπελόεντ’ Επίδαυρον,  

οί τ’ έχον Αίγιναν Μάσητά τε κούροι Αχαιών,  

των αύθ’ ηγεμόνευε βοήν αγαθός Διομήδης  

και Σθένελος, Καπανήος αγακλειτού φίλος υιός».[2]   

 

Ο Διομήδης πληγώνει την θεά Αφροδίτη.

Όταν γύρισε από την Τροία, βρήκε και αυτός τον οίκο του αλλοτριωμένο. Ο γιος του Ναυπλίου Οίαξ είχε ξεκινήσει από την Κλυταιμνήστρα και την Αιγιάλη σύζυγο του Διομήδη, το εκδικητικό έργο του πατέρα του για τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη. Στο διάβημά του αυτό ο Οίαξ βρήκε σύμμαχό του την Αφροδίτη, που ήθελε κι αυτή την τιμωρία του Διομήδη, γιατί στη διάρκεια μιας μάχης στην Τροία την είχε τραυματίσει. (Ιλιάς Ε 335).  

Έτσι και με θεϊκή επέμβαση, η Αιγιάλη, αφού συνδέθηκε με πολλούς εραστές, κατέληξε στον γιο του Σθένελου Κομήτη, στον οποίο ο Διομήδης είχε εμπιστευθεί την φροντίδα του οίκου του. Ο Κομήτης και η Αιγιάλη είχαν αποφασίσει να τον εξοντώσουν, στήνοντάς του ενέδρα μόλις γύριζε στο Άργος.  

Η πολεμική πείρα έσωσε τον Διομήδη από την προδοσία, όταν χωρίς τους συντρόφους του ξεκίνησε μόνος και επιφυλακτικός για το παλάτι. Εκεί δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση του Κομήτη και των φρουρών του. Απέκρουσε με το ξίφος του την παγίδα και οπισθοχωρώντας πρόλαβε και κατέφυγε ικέτης στον βωμό της Αθηνάς, όπου δεν τόλμησε να τον πλησιάσει ο Κομήτης. Όταν νύχτωσε βγήκε κρυφά για να βρει τους συντρόφους του, που περίμεναν στα πλοία.  

Θα ήταν πολύ εύκολο για τον πορθητή των Επτάπυλων Θηβών και τους παλαίμαχους άνδρες του να πολιορκήσουν το Άργος και να το κυριεύσουν, για να τιμωρήσει όπως τους άξιζε την άπιστη Αιγιάλη και τον αγνώμονα σφετεριστή του θρόνου του Κομήτη. Δεν βαστούσε όμως η καρδιά του να αιματοκυλίσει την δοξασμένη πόλη, που ήταν άλλοτε το βασίλειό του.  

Έτσι την ίδια νύχτα παίρνοντας μαζί του στα Αργείτικα πλοία όσους συντρόφους θέλησαν να αφήσουν και αυτοί την πατρίδα τους και να τον ακολουθήσουν, έφυγε αναζητώντας μια νέα γη για να εγκατασταθεί και να ιδρύσει ένα νέο βασίλειο στη μακρινή Εσπερία.  

Για το τέλος του υπάρχουν διάφορες παραδόσεις.  

Ο Γλαύκος και ο Διομήδης ανταλλάσσουν τον οπλισμό τους. Αττική πελίκη του «Ζωγράφου του Hasselmann», περ. 420 π.Χ.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη παραλλαγή ο Διομήδης αποβιβάστηκε στην Απουλία, χώρα της Αδριατικής. Ο βασιλιάς της Δαύνος βρισκόταν σε πόλεμο με τους Μεσσάπιους και ζήτησε τις πολεμικές υπηρεσίες του. Σε αντάλλαγμα του υποσχέθηκε μέρος του βασιλείου του και την κόρη του Ευίππη για σύζυγο. Αφού έλαβε όμως τη βοήθεια, δεν τήρησε την υπόσχεση του.  

Τότε ο Διομήδης κυριεύει την χώρα μόνος του, σημαδεύοντας τα σύνορα του δυτικού βασιλείου του με πέτρες από τα τείχη της Τροίας, που τις είχε χρησιμοποιήσει για έρμα στα καράβια του. Εκεί ίδρυσε πόλεις και την πρώτη την ονόμασε Άργος Ίππιον, (Argirippa) τα δε κοντινά νησιά ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι.  

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η διαμάχη του με τον Δαύνο απέβη μοιραία, αφού ο τελευταίος κατάφερε με δόλο να τον σκοτώσει. Ο Διομήδης θάβεται σ’ ένα κοντινό νησί που πήρε το όνομά του. Στον τάφο του χάραξαν το εξής επίγραμμα: «Τον πάντεσι κράτιστον επιχθονίοις Διομήδην ήδ’ ιερά κατέχει νήσος επωνυμίη».[3]   

Η Αθηνά όμως του χάρισε την αθανασία, και οι σύντροφοί του επειδή θρηνούσαν απαρηγόρητοι, μεταμορφώθηκαν από την θεά σε ερωδιούς: «έν ή καί τόν Διομήδη μυθεύουσιν αφανισθήναι τίνες καί τούς εταίρους απορνιθωθήναι…[4]  

Την παράδοση αυτή μνημονεύει και ο Πίνδαρος, ο οποίος τον αποκαλεί πολέμοιο νέφος (αστραποσύννεφο πολέμου): τον Διομήδη η γλαυκομάτα ξανθιά θεά, θεό τον κάνει…[5]   

Τα πουλιά – σύντροφοι του Διομήδη – πετούσαν πάνω από τα γύρω νησιά, που γι’ αυτό ονομάστηκαν Διομήδειαι νήσοι. Κάθε φορά – λέει η παράδοση – που αγκυροβολούσαν η περνούσαν από εκεί Ελληνικά πλοία, τα πουλιά πετούσαν χαρούμενα γύρω τους, πλησίαζαν τους Έλληνες ναύτες και άφηναν να τα χαϊδεύουν και να τα ταΐζουν, ενώ απέφευγαν τα πληρώματα των βαρβαρικών πλοίων:  

(Υπάρχει ένα νησί που λέγεται Διομήδεια, και έχει πολλούς ερωδιούς. Αυτοί, λένε, πως τους βαρβάρους ούτε αποστρέφονται αλλά ούτε και τους πλησιάζουν. Εάν όμως φθάσει εκεί Έλληνας ταξιδιώτης, σαν από θεία χάρη τον πλησιάζουν και απλώνοντας τα φτερά τους σαν χέρια, τους καλωσορίζουν και τους αγκαλιάζουν. Και όταν οι Έλληνες τους χαϊδεύουν, δεν φεύγουν αλλά κουρνιάζουν άφοβα στην αγκαλιά τους σαν να υποδέχονται αγαπητούς καλεσμένους.   

Λέγεται λοιπόν ότι αυτοί είναι οι σύντροφοι του Διομήδη, που πήραν μαζί του μέρος στον πόλεμο της Τροίας, και μετά αλλάξανε την προηγούμενη φύση τους και γίνανε πουλιά, αλλά ακόμη και τώρα διαφύλαξαν το να είναι Έλληνες και Φιλέλληνες).[6]  

Στη χώρα που κατέφυγε, σε πολλά μέρη των ανατολικών ακτών της Ιταλίας, στη Βενετία, στη Σαλαμίνα της Κύπρου, στην Κέρκυρα καν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, λατρεύτηκε σαν θεός.  

Υπάρχει ακόμη και μια παράδοση που συναντούμε σε λατίνους συγγραφείς (Pompeious Trogus, Siculus Flaccus), ότι οι Κέλτες θεωρούν τον Διομήδη πρόγονό τους και μυθικό αρχηγό τους κατά τις μεταναστεύσεις τους προς την Απουλία.  

Συγκεκριμένα ο S. Flaccus στο έργο του «De condicio nibus agrorum» (= Περί της καταστάσεως των χωρών μας) γράφει: «Συνέβη μετά πλήθη ανθρώπων να βρίσκονται σε συνεχή μεταναστευτική κίνηση, συχνά αλλάζοντας τόπο στην Ιταλία και στις επαρχίες, όπως οι Τρώες στο Lazio, όπως ο Διομήδης με τους Γαλάτες στην Απουλία».[7]   

   

Ιωάννης Κ. Μπίμπης, «Αργολικά Παλαμήδης», Προοδευτικός Σύλλογος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιο, 2003.    

   

Υποσημειώσεις  


[1] Αθ. Σταγειρίτου, Ωγυγία. Βίβλος Β’ σελ 425.  

[2] Ιλιάς, Β 559-564.   

[3] Αθ. Σταγερίτου, Ωγυγία, Βίβλος Β’, σελ.430.  

[4] Στράβωνος, Γεωγραφικά, C, 284, βιβλ. ΣΤ’  

[5] Νέμεα 10,8, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, μετ. Β. Τάσσου:  «Διομήδεα δ’ άμβροτον ξανθά ποτέ Γλαυκώπις έθηκε θεόν…»  

[6] Κλαυδίου Αιλιανού (2ος αι μ.Χ), «Περί Ζώων Ιδιότητος», ελεύθερη απόδοση.  

«Καλείται τις Διομήδεια νήσος, καί ερωδιούς έχει πολλούς. Ούτοι φασί τούς βαρβάρους ούτε αδικούσιν ούτε αυτοίς προσίασιν˙ εάν δε Έλλην κατάρη ξένος, οί δέ θεία τινί δωρεά προσιάσι πτέρυγας απλώσαντες οιονεί χείρας τινές ές δεξίωσιν τε καί περιπλοκάς. Καί απτομένων των Ελλήνων ούχ υποφεύγουσιν, αλλ’ ατρέμουσι καί ανέχονται, καί καθημένων ές τούς κόλπους καταπέτονται, ώσπερ ούν επί ξένια κληθέντες. Λέγονται ούν ούτοι Διομήδους εταίροι είναι καί σύν αυτώ των όπλων των επί τήν Ίλιον μετασχηκέναι, είτα τήν προτέραν φύσιν ές τό των ορνίθων μεταβαλλόντες είδος, όμως έτι καί νύν διαφυλάττειν τό είναι Έλληνες καί Φιλέλληνες.  

 [7] Μηνιαίο περιοδικό «Αναγέννηση», τεύχη 272- 275, 2001.   

 

Read Full Post »