«Εφέρθησαν ακόσμως» – Παραβατικότητα και πειθαρχικές ποινές στο Γυμνάσιο Ναυπλίου (1833-1862) – Τάσος Χατζηαναστασίου, έκδοση Ίδρυμα Ιωάννης Καποδίστριας, Ναύπλιο, 2017.
[…] Με το διάταγμα της Αντιβασιλείας της 21.11./3.12.33 ιδρύθηκε στο Ναύπλιο «Ελληνικόν Σχολείον» και Γυμνάσιον. Το Ελληνικόν Σχολείον θα λειτουργούσε αρχικά, όπως αναφέρεται στο διάταγμα με «τρείς ή τέσσερις κλάσεις», στο δε Γυμνάσιον θα λειτουργούσαν «πρός τόν παρόν τουλάχιστον δύο τάξεις». Όπως ήταν φυσικό, στο πλαίσιο του καθεστώτος της Βαυαροκρατίας, το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούσε απευθείας μεταφορά του αντίστοιχου της Βαυαρίας. Οι απόφοιτοι του Ελληνικού Σχολείου εισάγονταν με εξετάσεις στο Γυμνάσιον από το οποίο μπορούσαν, εφόσον ολοκλήρωναν σπουδές τετραετούς φοίτησης, να εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο.
Σε ό,τι αφορά ειδικά το ζήτημα της πειθαρχίας και των ποινών, νομική βάση του συστήματος επιβολής ποινών αποτέλεσαν για δύο τουλάχιστον δεκαετίες τα άρθρα 53-55 του «Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων καί Γυμνασίων» της 31ης Δεκεμβρίου του 1836.
Σύμφωνα με το πρώτο από τα άρθρα αυτά: «Κάθε διδάσκαλος εἶναι ὑπεύθυνος διά τήν πειθαρχίαν ἤ εὐταξίαν τῆς τάξεώς του, καί χρεωστεῖ νά ἐπαγρυπνεῖ εἰς τήν ἐπιμέλειαν καί διαγωγήν τῶν μαθητών∙ ἔχει ἐπομένως τό δικαίωμα νά διανέμει καταλλήλους ἀμοιβάς, νά δίδη πατρικάς συμβουλάς καί νά ἐπιβάλλη ποινάς διά κρατήσεως ἐντός τοῦ σχολείου εἰς ὡρισμένον τινά καιρόν ἤ καί ὁλοκλήρους ἡμέρας, νά δίδη εἴδησιν εἰς τούς γονεῖς ἤ ἐπιτρόπους περί τῶν πταισμάτων τῶν μαθητῶν καί νά ζητῆ ἀπό αὐτούς πληροφορίας περί τῆς διαγωγῆς των» (άρθρο 53). Το άρθρο 54 προέβλεπε την ποινή της αποβολής από το Ἑλληνικόν Σχολεῖον «μέ μόνην τήν συγκατάθεσιν τοῦ Σχολάρχου. Ἀπομακρύνεται τοῦ διδακτικοῦ καταστήματος χωρίς νά ἀπολαύση τό δικαίωμα νά γίνη δεκτός εἰς ἕτερον πρός δοκιμήν ἐπιβλεπόμενος αὐστηρῶς τουλάχιστον εἰς διάστημα μίας ἐξαμηνίας». Η μέγιστη τιμωρία ήταν ο αποκλεισμός από όλα τα Ελληνικά Σχολεία «διά βαρύτερα ἐγκλήματα».
Η αυστηρότητα των ποινών αντισταθμιζόταν κατά κάποιον τρόπο από το δικαίωμα των γονέων και των επιτρόπων να αποτείνονται στην σχολική εφορεία «ζητοῦντες ἐξέτασιν τῆς ὑποθέσεως ὁσάκις νομίζουν ὅτι ἔγεινεν ἀδικία εἰς τόν ἀποβληθέντα». Δινόταν δηλαδή μία ευκαιρία επανεξέτασης μιας υπόθεσης (άρθρο 55).
Βάσει του άρθρου 109 του ίδιου Κανονισμού: «ὁ γυμνασιάρχης συνεννοούμενος μετά τῶν λοιπῶν καθηγητῶν θέλει συνάπτει κανονισμούς ἀναλόγους μέ τάς ἀνάγκας τῶν μαθητῶν καί τάς σχέσεις τοῦ τόπου ἤ καί τοῦ καταστήματος ὑποχρεούσας τούς μαθητάς εἰς τήρησιν τακτικοῦ τρόπου ζωῆς καί θέλει τούς ἐφαρμόζει λαβών τήν ἔγκρισιν τῆς ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικών Γραμματείας». Ο «Γενικός Κανονισμός τῶν χρεῶν τῶν μαθητῶν τοῦ Γυμνασίου Ναυπλίου» συντάχθηκε στις 29 Απριλίου 1841 όταν χρέη γυμνασιάρχη εκτελούσε ο Αδόλφος Ανσέλμος. Ο Δεμοίρος θεωρεί τον κανονισμό «μνημειώδη ως προς τα νοήματα και την έκφρασιν». Στον Γυμνασιάρχη του ίδιου σχολείου στην εκατονταετηρίδα από την ίδρυσή του, έκανε εντύπωση η διάταξη του άρθρου 13 που προέτρεπε τους μαθητές να υποβάλουν «εὐσχημόνως ἐρωτήσεις, ἐάν ἔχωσιν ἀπορίαν τινά ἀναφερομένην πρός τό παραδιδόμενον μάθημα» καθώς τη θεωρεί «προοδευτική δια την εποχήν εκείνην». Με βάση τον ίδιο κανονισμό (άρθρο 18) οι μαθητές ελέγχονταν για τη συμπεριφορά τους, για την οποία ίσχυαν πολύ αυστηροί περιορισμοί και ποικίλες απαγορεύσεις, στο πλαίσιο της τότε επικρατούσας ηθικής και εκτός σχολείου ενώ εάν καταδικάζονταν για οποιαδήποτε παράβαση του νόμου αποβάλλονταν από το σχολείο (άρθρο 20).
Φαίνεται όμως ότι δεν συμμορφώθηκαν όλα τα Γυμνάσια της χώρας με την απαίτηση του άρθρου 109 του Κανονισμού του 1836 να συντάξουν κανονισμούς, οπότε παρουσιάστηκε η ανάγκη να συνταχθούν τέτοιοι από το κράτος «ἵνα οἱ κανονισμοί οὗτοι οὐ μόνον ὦσι σύμφωνοι πρός τάς ἐν ἰσχύι διατάξεις τοῦ μνημονευθέντος κειμένου, ἀλλά καί στηρίζωνται ἐπί τῶν αὐτῶν παιδαγωγικῶν αρχῶν». Το υπάρχον επομένως νομοθετικό πλαίσιο, ούτως ή άλλως ανεπαρκές και ξεπερασμένο, συμπληρώθηκε από τον «Ἐσωτερικόν Κανονισμόν Γυμνασίων και Ἑλληνικῶν Σχολείων» του 1857.
Ο Κανονισμός του 1857 καθόριζε με σαφήνεια τα πειθαρχικά παραπτώματα των μαθητών και προέβλεπε μία ποικιλία ποινών που ξεκινούσαν από την επίπληξη και έφταναν μέχρι τον αποκλεισμό από όλα τα σχολεία της επικράτειας. Αν περιοριστούμε στα άρθρα που διαφέρουν από την αντίστοιχη σύγχρονη θεωρία και πρακτική, οι παλιότεροι θα αναγνωρίσουν την σχολική πραγματικότητα ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το άρθρο 16: «ἐντός τοῦ δωματίου τῆς παραδόσεως ὁ μαθητής μένει πάντοτε ἀσκεπής, ἐκτός ἄν, πάσχων, λάβη τήν ἄδειαν τοῦ διδασκάλου νά φέρη ἐπί τῆς κεφαλῆς τό κάλυμμα. Καθήμενος δ’ ἐπί τῶν θρανίων, ὀφείλει νά κρατῆ τάς χεῖρας ἐπί τῆς ἄκρας τῶν τραπεζῶν καί νά διατηρῆ ἀκαταπαύστως εὐσχήμονα στάσιν». Επίσης, οικείο οπωσδήποτε είναι και το άρθρο 21: «εἰσερχομένου διδασκάλου ἤ ξένου τινός ἐν τῷ δωματίῳ τῆς παραδόσεως, οἱ μαθηταί ἀνίστανται, ἡσύχως, κλίνουσι πρός τόν εἰσερχόμενον ἐλαφρῶς τήν κεφαλήν καί πάλινκάθηνται» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 28: «ἀπαγορεύεται ἡ μεταξύ μαθητῶν συνεννόησις πρός σχηματισμόν φατρίας ἐφ’ οἱῳδήποτε σκοπῷ».
Τέλος, οι καθηγητές οφείλουν να ελέγχουν τους μαθητές και εκτός του σχολείου, με έμφαση στον τακτικό εκκλησιασμό, που είναι υποχρεωτικός, και την απαγόρευση εισόδου στα καφενεία.
[…] Ωστόσο, γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα πως εκτός από τις προβλεπόμενες από τον νόμο ποινές, ιδιαίτερα οι δάσκαλοι, αλλά και ορισμένοι καθηγητές, εφάρμοζαν επίσης συστηματικά τον άγραφο σωφρονιστικό κώδικα των σωματικών ποινών και άλλων εξευτελισμών προκειμένου να συνετίσουν τους απείθαρχους μαθητές. Εξάλλου, το ξύλο στα παιδιά ως μέτρο σωφρονισμού εφαρμοζόταν ευρύτατα έως σχετικά πρόσφατα και ήταν απολύτως αποδεκτό κοινωνικά. Η δημώδης και λόγια λογοτεχνική μας παράδοση έχει αποδώσει θαυμάσια αυτή την εμπειρία.
Δεν περιορίζονται ωστόσο μόνο στη λογοτεχνία τα τεκμήρια για τη χρήση του ξυλοδαρμού στη σχολική εκπαίδευση. Το μαρτυρούν τα εκατομμύρια των μαθητών και μαθητριών και σημερινών ενηλίκων, που είχαν αυτή την ομολογουμένως αξέχαστη εμπειρία, αλλά και οι σχετικές υπουργικές εγκύκλιοι που επισημαίνουν το φαινόμενο και επιχειρούν να το εξαλείψουν. Η πρώτη τέτοια εγκύκλιος που απεστάλη από το Υπουργείο στους γυμνασιάρχες έχει ημερομηνία 16 Δεκεμβρίου 1848. Στην εγκύκλιο αυτή η χρήσις της «ράβδου» χαρακτηρίζεται «ὅλως βάρβαρος καί κατάλληλος μᾶλλον εἰς άπομώρανσιν παρά εἰς ἐξημέρωσιν τῆς καρδίας καί ἀνάπτυξιν τῆς διανοίας τῆς νεολαίας». Στην ίδια εγκύκλιο γίνεται αναφορά στις ποινές που προβλέπονται από τα άρθρα 53-55 του Κανονισμού περί Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων «αὐστηρᾶς μέν ἐπί πλέον ἤ ἔλαττον καταλλήλους δέ εἰς λογικά καί ἐλεύθερα ὄντα». Παρόμοιες εγκύκλιοι θα εκδοθούν και τα επόμενα χρόνια ως το 1884 οπότε εκδίδεται ειδική υπουργική εγκύκλιος (2081/22/3/1884) «περί ἀπαγορεύσεως τῶν ραβδισμῶν καί ἄλλων αἰκισμῶν τῶν παίδων», στην οποία τονίζεται με ιδιαίτερα αυστηρό ύφος η πρόθεση του υπουργείου να μην ανεχτεί παρόμοια φαινόμενα. Η έκδοση της συγκεκριμένης εγκυκλίου 36 χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης που έχουμε στη διάθεσή μας, φανερώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πως η ράβδος ουδέποτε έπαψε να πίπτει πλουσιοπάροχα επί δικαίων και αδίκων μαθητών και μάλιστα έως την εποχή που ήμουν κι εγώ μαθητής Δημοτικού και Γυμνασίου, δηλαδή ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Κι ενώ το νομοθετικό πλαίσιο απαγόρευε ρητά τις σωματικές ποινές, ελάχιστες είναι οι διαθέσιμες πληροφορίες για την τιμωρία διδάσκοντος στη Μέση Εκπαίδευση για σχετικό παράπτωμα. Παρόλα αυτά στο τέλος της ίδιας χρονιάς (1884) μία νέα εγκύκλιος (20580/30.12.1884) μάς πληροφορεί για την απόλυση διδάσκοντος από τη Μέση Εκπαίδευση ύστερα από καταγγελία του διευθυντή του σχολείου του, του Ελληνικού Σχολείου Πειραιώς, ο οποίος «ἐπέβαλε τρισί τῶν μαθητῶν τῆς τάξεως… τήν ποινήν τοῦ ἐμπτυσμοῦ ὑπό τῶν συμμαθητῶν» ενώ τιμώρησε και έναν μαθητή που αρνήθηκε να υπακούσει στην προσταγή του.
Εκτός από τον ξυλοδαρμό, εφαρμοζόταν και η περίφημη «νηστεία», η υποχρεωτική κράτηση δηλαδή των μαθητών στο σχολείο τις ώρες της μεσημεριανής διακοπής των μαθημάτων. Έτσι οι τιμωρημένοι μαθητές παρακολουθούσαν τα απογευματινά μαθήματα νηστικοί αφού τους είχε απαγορευτεί να μεταβούν στο σπίτι τους για φαγητό. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τις ειρωνείες και τις προσβολές που οι διδάσκοντες μεταχειρίζονταν, συχνά με αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα και πρωτοτυπία, αντλώντας πρότυπα κατά προτίμηση από το ζωικό βασίλειο, προκειμένου να τηρούν την πειθαρχία στην τάξη.
Για να είμαστε όμως δίκαιοι με τους δασκάλους, φαίνεται πως η βαναυσότητα των μεθόδων που μεταχειρίζονταν, έβρισκε συχνά άξιο συναγωνιστή τη σκληρότητα ορισμένων μαθητών, που απειλούσαν και επιτίθονταν εναντίον δασκάλων και καθηγητών εξασφαλίζοντας μάλιστα συχνά πλήρη ασυλία. Σύμφωνα με του π. Αρ. 7849 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας της 2 Οκτωβρίου 1872: «εἰς διάφορα τοῦ Κράτους παιδευτήρια μαθηταί θρασεῖς και αὐθάδεις ἀπειλήσαντες καί δι’ ὅπλων βαλόντες διδασκάλους καί καθηγητάς αὐτῶν, διότι ἐνόμισαν ἑαυτούς ἤ ἀδίκως τιμωρηθέντας ἤ ἐν τοῖς προβιβασμοῖς δῆθεν ἀδικηθέντας ἔμειναν ἀτιμώρητοι καί ἀκατανίκητοι». Φόβος του Υπουργείου ήταν μήπως «τά ἐνδεικτικά καί ἀπολυτήρια γίνωνται ὕποπτα ὡς προϊόντα ἐκβιασμοῦ καί φόβου».
Όπως και να έχει, αναφερόμαστε οπωσδήποτε σε μία εποχή κατά την οποία η βία γενικότερα κατείχε άλλη θέση απ’ ό,τι σήμερα στο κοινωνικό σύστημα αξιών και η άσκησή της στον χώρο του σχολείο έμοιαζε μάλλον αναπόφευκτη. Αυτό που έχει ωστόσο ενδιαφέρον να εξετάσουμε είναι το πώς εφαρμόστηκε στην πράξη το ισχύον θεσμικό πλαίσιο καθώς η απόλυτη τήρηση του κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι. Στις επόμενες σελίδες λοιπόν θα απασχοληθούμε με την «μικροϊστορία» της σχολικής παραβατικότητας και της αντιμετώπισής της εκ μέρους της Διεύθυνσης του Γυμνασίου Ναυπλίου…
Για την ανάγνωση του βιβλίου του Τάσου Χατζηαναστασίου πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: «Εφέρθησαν ακόσμως» – Παραβατικότητα και πειθαρχικές ποινές στο Γυμνάσιο Ναυπλίου (1833-1862).
Σχολιάστε