Υπόθεση Μιχαήλ Λαμπρυνίδη – Η ιστορία έρμαιο των διαχειριστών της, της Μικέλας Χαρτουλάρη και η απάντηση του Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης»
«Ελεύθερο Βήμα»
Από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
Η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, δημιούργησε ένα νέο χώρο, το «Ελεύθερο Βήμα», όπου οι αναγνώστες της θα έχουν την δυνατότητα να δημοσιοποιούν σκέψεις, απόψεις, θέσεις, επιστημονικά άρθρα ή εργασίες αλλά και σχολιασμούς επίκαιρων γεγονότων.
Δημοσιεύουμε σήμερα στο «Ελεύθερο Βήμα» το δισέλιδο αφιέρωμα της «Εφημερίδας των Συντακτών», 3 Ιουλίου 2021, που αφορά στην «Υπόθεση Μιχαήλ Λαμπρυνίδη» και την έκδοση της Δεύτερης Γραφής της «Ναυπλίας» με τίτλο: «Η ιστορία έρμαιο των διαχειριστών της» και υπότιτλο «Νέες πηγές, μόνιμες αγκυλώσεις». Το αφιέρωμα το έχει επιμεληθεί η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη δισεγγονή του Λαμπρυνίδη που επί χρόνια πολλά ασχολείται και στον έντυπο τύπο και στην τηλεόραση με το βιβλίο. Ακολουθεί η απάντηση Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης».
«…Μια και μόνη σωτείρα οδός ανοίγεται εις πάσαν εφεξής Κυβέρνησιν, όπως μη εν ου μακρώ χρόνω ευρεθή προ ερειπίων, εξ ενός μεν να επιδιώξη την αύξησιν των δημοσίων προσόδων ουχί διά της επιβολής νέων φόρων (της ράχεως του λαού μη ούσης επιδεκτικής περαιτέρω επιβαρύνσεως), αλλά διά λελογισμένης και ευσυνειδήτου εισπράξεως των εν ισχύϊ και επιμελούς επιτηρήσεως και προλήψεως πάσης καταχρήσεως, εξ ετέρου δε να περιορίση τον εσμόν των αργόμισθων και εν γένει καταργήση πάσαν άγονον σπατάλην του δημοσίου χρήματος…»
Είναι ο γεννημένος στο Ναύπλιο νομικός, λόγιος, ιστορικός, και πολιτευτής με το τρικουπικό κόμμα, Μιχαήλ Λαμπρυνίδης (1851-1915), σε ένα από τα πύρινα άρθρα του ενάντια στην «υπεραφαίμαξιν του λαού» που ακολούθησε την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την ήττα της χώρας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το δημοσιεύει με τίτλο «Εν Πρόγραμμα Οικονομιών» στην εφημερίδα Αθήναι της 17ης Ιουλίου 1909, μόλις έχει παραιτηθεί ο πρωθυπουργός του τρικουπικού κόμματος Γεώργιος Θεοτόκης και έχει αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης. Ύστερα από μερικές εβδομάδες θα ξεσπάσει το στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδί. Η Ελλάδα έφθανε τότε μόλις μέχρι και τη Θεσσαλία και την Άρτα.
Μία δεκαετία νωρίτερα, το 1898, ο Μ. Λαμπρυνίδης είχε εκδώσει το πασίγνωστο βιβλίο του «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς» (Εν Αθήναις, Τύποις Εκδοτικής Εταιρείας), υπογραμμίζοντας, μέσα και από δυσεύρετες σήμερα πηγές, τον κομβικό ρόλο του Ναυπλίου, το οποίο «καίτοι επί εξακόσια όλα έτη απετετέλεσεν εν τη κυρίως Ελλάδι το στρατιωτικόν και ναυτικόν κέντρον των ξένων δυναστών, Φράγκων, Ενετών και Τούρκων, κατά δε την Επανάστασιν διέσωσε την ανεξαρτησίαν του Εθνους».
Την περίοδο 1903-1909 έμελλαν να ακολουθήσουν έξι μονογραφίες του μεταξύ των οποίων: οι «Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Η Χερσόνησος του Αίμου και οι κάτοικοι αυτής 1320-1821», αγέραστο έργο αναφοράς για τη σύγχρονη έρευνα (1907), οι «Μελέτες και άρθρα περί της Κορινθιακής σταφίδος 1894-1905» (1905) και οι «Θεσμοί παρ’ Ελλησιν», με ολοζώντανη αποτύπωση του πολιτικοκοινωνικού κλίματος πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια (1903)».
Αλλά το έργο ζωής του θα είναι η δεύτερη γραφή της «Ναυπλίας», που θα καταλάβει 1.143 χειρόγραφες σελίδες, θα καλύψει την (ίδια) περίοδο από το 1500 π.Χ έως και το 1862 μ.Χ. – έως δηλαδή και τη Ναυπλιακή Επανάσταση και τα άλλα γεγονότα που οδήγησαν στην έξωση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα από την Ελλάδα – θα έχει εμπλουτίσει ιδιαίτερα την παρουσίαση και ανάλυση της καποδιστριακής και οθωνικής περιόδου και θα είναι έτοιμη για το τυπογραφείο στα τέλη του 1914.
Η αναθεωρημένη «Ναυπλία», το opus magnum του Λαμπρυνίδη, είναι ένα έργο ξεχωριστό στην ιστοριογραφική παραγωγή για την εμβέλειά του, για τον πλούτο των πηγών του και τον συνδυασμό των θεματικών του, για το στοχαστικό, άμεσο, ύφος του αλλά και για το ήθος του. Διότι με αυτό, ο πρώην βουλευτής (1899-1902) Λαμπρυνίδης, που μοίραζε πια τη ζωή του ανάμεσα στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, διόρθωσε τον εαυτό του. Αναγνώρισε τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της πρώτης γραφής της «Ναυπλίας» και, παρότι κριτική εντός και εκτός των τειχών την είχε επαινέσει, αφοσιώθηκε για μια 5ετία στην αναβάθμιση της, χρησιμοποιώντας νέες βιβλιογραφικές και αρχειακές πηγές, κάτι που του το επέτρεψε η ευρυμάθεια και η γλωσσομάθειά του.
Έτσι προέκυψε μια υπερδιπλάσια σε έκταση μελέτη τοπικής ιστορίας, πολύτιμη για την εθνική ιστοριογραφία, αξιόπιστη, απαλλαγμένη από την πατριδολατρική τύφλωση, η οποία αναδεικνύει τη διαχρονικά εξέχουσα θέση του Ναυπλίου αλλιώς: με όρους πρώιμης διεπιστημονικής προσέγγισης που συνδυάζουν την ιστορική, πολιτική, κοινωνική, ανθρωπολογική και πολιτισμική διάστασή της και έτσι απαντούν στα ερευνητικά και αναγνωστικά ζητούμενα της δικής μας εποχής.
Όμως αυτό το χειρόγραφο έργο βρίσκεται ακόμη στο συρτάρι. Έχουν περάσει 107 χρόνια χωρίς να έχει μεταγράφει, ούτε και σχολιαστεί ως προς τις αλλαγές και τις προσθήκες του, οι οποίες ως ένα βαθμό ενέχουν και πολιτικο-ιδεολογική διάσταση. Αντ’ αυτού, στην αγορά εξακολουθεί να κυκλοφορεί η πρώτη γραφή της «Ναυπλίας»…
Η «Υπόθεση Λαμπρυνίδη» και ειδικά η περίπτωση της «Ναυπλίας», η οποία έχει ανατυπωθεί τέσσερις φορές στην πρώτη εκδοχή της παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο δημιουργός της την είχε ουσιαστικά ξαναγράψει, κινδυνεύει να καταλήξει ένα θλιβερό παράδειγμα προς αποφυγή.
Η διαχείριση του δίπτυχου «Ναυπλία» – Λαμπρυνίδης, όπως έχει εξελιχθεί και όπως φαίνεται να διαγράφεται για το μέλλον, δηλώνει υποτίμηση και παραγνώριση του ειδικού βάρους ενός αξιόλογου έργου στο επιστημονικό πεδίο, περιφρόνηση της πολύπλευρης σημασίας του για το ευρύτερο ανήσυχο κοινό, επίσης δηλώνει αδιαφορία για την κοινωνική προσφορά του δημιουργού του ως πολιτευτή (με μεγάλη πείρα μάλιστα σε διοικητικές δημόσιες θέσεις), και αποσιώπηση της επιδραστικότητάς του στη δημόσια σφαίρα ως γλαφυρού επιφυλλιδογράφου και μαχητικού αρθρογράφου σε ποικιλία θεμάτων λ.χ. για τη φορολογική πολιτική, για τον εισαγωγικό δασμό στα δημητριακά και τις αναπτυξιακές προοπτικές στην Ελλάδα (ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης είχε θητεύσει και ως Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών), για την αντιπροσώπευση και τις εκλογικές περιφέρειες, για την εθνοτική σύνθεση της νεοελληνικής κοινωνίας, για τη γλώσσα, για τα πρώτα ξενοδοχεία από τα μέσα του 1820 στο Ναύπλιο πριν ακόμη η πόλη γίνει η πρώτη πρωτεύουσα (1827-1834) του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους (εξαιρετικό) κ.ά.
Το δίπτυχο «Ναυπλία» – Λαμπρυνίδης θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ουσιαστικά τόσο την έρευνα, ελληνική και διεθνή, όσο και ένα αφήγημα αυτογνωσίας με πανελλαδικό ενδιαφέρον. Αντ’ αυτού κινδυνεύει ενδεχομένως να λειτουργήσει ως πρόσχημα για την προώθηση μικροπολιτικών φιλοδοξιών και τοπικιστικών αντιλήψεων, εάν και εφόσον παρακάμπτει τις προκλήσεις της ιστορικής επιστήμης και κολακεύει έναν ρηχό ερασιτεχνισμό που καταλήγει γραφικός.
Νέες πηγές, μόνιμες αγκυλώσεις
Η «δεύτερη γραφή» της «Ναυπλίας» (έτσι είναι γνωστή στην επιστημονική κοινότητα) παραμένει αδημοσίευτη, ανέκδοτη, αναξιοποίητη στα χέρια ενός τοπικού πολιτιστικού Συλλόγου.
Η μοναδική φορά που το χειρόγραφο αυτό βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε ήταν όταν μελετήθηκε από την ιστορικό Ευτυχία Λιάτα, η οποία το παρουσίασε το 1981 στο Δ’ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών υπογραμμίζοντας, από τότε, τη σκοπιμότητα της έκδοσης τόσο της αναθεωρημένης «Ναυπλίας» όσο και του υπόλοιπου συγγραφικού έργου του Λαμπρυνίδη, διάσπαρτου στον Τύπο της εποχής και σε αυτοτελείς μελέτες. Η Λιάτα, κατοπινή διευθύντρια Ερευνών στον Τομέα Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), είναι η μόνη που βούτηξε βαθιά και στο αρχείο του, το οποίο μάλιστα ταξινόμησε το 1981 σε 11 ντοσιέ, τα οποία φυλάσσονται (;) στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου. Αλλά ούτε έπειτα από αυτά υπήρξε μακρόπνοη κινητοποίηση των τοπικών πολιτιστικών ή δημοτικών φορέων.
Κι όμως όλα είχαν ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς στις 11 Σεπτεμβρίου 1949. Τότε η κόρη και μοναδική κληρονόμος του Λαμπρυνίδη, Χαρίκλεια Χαρτουλάρη, δραστήρια Ναυπλιώτισσα που κατοικούσε στην Αθήνα και είχε πρόσφατα χηρέψει, παρέδωσε τα χειρόγραφα της 2ης γραφής της «Ναυπλίας» (μαζί και ένα μεγάλο μέρος των καταλοίπων του Λαμπρυνίδη) στον ναυπλιώτικο σύλλογο «Ο Παλαμήδης». Και του εκχώρησε τα πνευματικά δικαιώματά της σε όσα έργα του πατέρα της αναφέρονται στο Ναύπλιο, προκειμένου ο συγκεκριμένος σύλλογος να εκδώσει το βιβλίο σε εύλογο χρόνο, και σε αντάλλαγμα να της δώσει δωρεάν 150 αντίτυπα. Μέχρι σήμερα ο «Προοδευτικός Σύλλογος «Ο Παλαμήδης» επικαλούμενος οικονομική στενότητα δεν έκανε κανένα από τα αναγκαία βήματα παραπέρα. Μονάχα ορισμένοι πρόεδροί του, έβρισκαν κονδύλια υποστήριζαν, και πέτυχαν στο διάστημα 1950-2001, την επανέκδοση της αρχικής εκδοχής της «Ναυπλίας» με το επιχείρημα να κυκλοφορεί τουλάχιστον αυτή.

Σελίδα τίτλου του βιβλίου του «Η Ναυπλία» στην έκδοση του 1898, την οποία ο Λαμπρυνίδης αναθεώρησε και εμπλούτισε αλλά δεν πρόλαβε να εκδώσει (το 1915 πέθανε) και εξώφυλλο μιας από τις μονογραφίες του: «Οι Θεσμοί παρ’ Ελλησιν».
Σήμερα όμως η «υπόθεση Λαμπρυνίδη» επιστρέφει στο προσκήνιο επειδή ήρθε στο φως ένας νέος όγκος με κατάλοιπά του: μια συγκροτημένη ιδιωτική βιβλιοθήκη που λειτούργησε ως άμεση αναφορά του και πηγή για τη 2η γραφή της «Ναυπλίας», με δεμένους τόμους που φέρουν χειρόγραφες σημειώσεις του, κι από κοντά μια επαγγελματική αλληλογραφία του και οικογενειακές φωτογραφίες, όλα στα κατάλοιπα του εγγονού του και πατέρα μου Νικόλαου Χαρτουλάρη (1909-1973).
Αυτό το άγνωστο έως τώρα υλικό βρίσκεται πλέον στην κατοχή μου και επιβεβαιώνει ότι ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης υπήρξε ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος με πολλές ιδιότητες και με ανησυχίες για θέματα κρίσιμα και στις μέρες μας. Η στιγμή είναι λοιπόν ώριμη τόσο για την έκδοση (επιτέλους) της αναθεωρημένης «Ναυπλίας» με επιστημονικούς όρους, όσο και για την ανάδειξη της πολυσχιδούς προσωπικότητας του συγγραφέα της, ο οποίος με το σύνολο του έργου του φωτίζει την εποχή της διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους από μια γωνία ανεξερεύνητη.

Εξώφυλλα βιβλίων που αποτέλεσαν πηγές για τη δεύτερη γραφή της «Ναυπλίας» και που ήρθαν στο φως με ένα μέρος από τα κατάλοιπά του που ήταν ως τώρα άγνωστα.
Τα νέα ευρήματα σχετικά με τον Λαμπρυνίδη τα συζητήσαμε με έναν κύκλο έγκριτων ιστορικών, και μεταξύ τους πρώτη την Ευτυχία Διάτα. Το γεγονός τέθηκε σε γνώση του Δ.Σ. του συλλόγου «Ο Παλαμήδης» με επιστολή μου της 15/2/2021 (που πρωτοκολλήθηκε) μέσω της οποίας απευθυνόταν πρόσκληση προς τον «Παλαμήδη» σε μια «δυναμική συνεργασία για την ολιστική αξιοποίηση της β’ γραφής της «Ναυπλίας» ως δημόσιου αγαθού. Η εισήγηση πρότεινε ένα εκδοτικό πλάνο ακαδημαϊκών απαιτήσεων με τρεις τόμους για τη «Ναυπλία» και για το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του Λαμπρυνίδη, το οποίο μπορεί πλέον να μελετηθεί σε βάθος και υπό το φως των καταλοίπων του, γνωστών και άγνωστων ως τώρα. Ειδικότερα υπογραμμιζόταν ότι είναι κρίσιμο η μεταγραφή να γίνει από εξειδικευμένο/η πτυχιούχο Ιστορίας ή Κοινωνικής Ιστορίας ή Κοινωνιολογίας, να υπάρχει επιστημονικός υπεύθυνος/η του όλου εγχειρήματος και να συνεργάζονται μεταξύ τους. Επίσης προτάθηκε η δημιουργία ενός σχετικού ντοκιμαντέρ. Παράλληλα, δραστήριοι Ναυπλιώτες κινητοποιήθηκαν ώστε να εξασφαλιστεί από εκλεκτό πολιτιστικό ίδρυμα η απαραίτητη χορηγία γι’ αυτό το απαιτητικό έργο, ενημέρωσαν μάλιστα σχετικά την πρόεδρο του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Ναυπλίου (ΔΟΠΠΑΤ).
Ωστόσο προς το παρόν τα νέα ευρήματα-κατάλοιπα του Λαμπρυνίδη δεν φαίνεται να έχουν συγκινήσει ούτε στο ελάχιστο τον «Παλαμήδη». Είναι θετικό το ότι ο Πολιτιστικός Οργανισμός του δήμου δέσμευσε κονδύλια και ότι μαζί ο δήμαρχος, ο ΔΟΠΠΑΤ και ο «Παλαμήδης» ανακοίνωσαν επίσημα ότι θα προχωρήσει η έκδοση της β’ γραφής της «Ναυπλίας» και του υπόλοιπου έργου του Λαμπρυνίδη. Παρά όλα αυτά δεν έχει παρέλθει ο κίνδυνος αυτή η υπόθεση να μείνει φυλακισμένη στον τοπικό ορίζοντα, όπως συμβαίνει εδώ και έναν αιώνα, και, το χειρότερο, να προχωρήσει χωρίς την εγγύηση ενός ιστορικού της νεοελληνικής Ιστορίας.
Στο σάιτ του «Παλαμήδη» γίνεται λόγος μόνο για «διάσωση» (ψηφιοποίηση) του χειρογράφου, «δακτυλογράφηση και απόδοση της αρχικής μορφής του κειμένου» της 2ης γραφής «Ναυπλίας», χωρίς καμία νύξη για την ιστορικο-κοινωνική μελέτη ούτε για κάποια εμπλοκή ειδικευμένων ιστορικών επιστημόνων, προσεγγίσεις που θα επέτρεπαν να αναδειχθεί αυτό το έργο σε εθνικό πλαίσιο (εδώ θα βοηθούσε και μια χορηγία) και να ταράξει τα επιστημονικά νερά.
Ούτε καν για τον αναγκαίο υπομνηματισμό γίνεται λόγος (ακόμα και η κόρη του αναφέρεται ως εγγονή του…), άλλωστε η μεταγραφή ανατέθηκε ήδη σε εκπαιδευτικό με ειδίκευση και μεταπτυχιακές σπουδές στη γλωσσολογία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Ενισχύεται έτσι η αίσθηση ότι η αναβαθμισμένη αξιοποίηση του έργου του Μιχαήλ Λαμπρυνίδη έχει παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες. Κι όμως δεν πρόκειται για το σκαλοπάτι σε κάποιες καριέρες αλλά για το πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας…
«Συνειδητός πολιτικός και λειτουργικός λόγιος»
Γράφουν η ιστορικός και «ειδικός» στον Λαμπρυνίδη, Ευτυχία Λιάτα και ο οθωμανολόγος ιστορικός Μαρίνος Σαρηγιάννης.
«Η ανάσυρση σήμερα από την αφάνεια του χειρογράφου της βελτιωμένης, συμπληρωμένης, αναθεωρημένης «Ναυπλίας» και η επιστημονική έκδοσή του θεωρώ ότι θα ήταν κέρδος για την ιστορική επιστήμη, καθώς η ενασχόληση με ζητήματα τοπικής ιστορίας όχι μόνο δεν σταμάτησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αλλά συνεχίζεται ως τις μέρες μας», εξηγεί στην «Εφ.Συν.» η ιστορικός και «ειδικός» στον Λαμπρυνίδη, Ευτυχία Διάτα. «Μόνο που η σύγχρονη οπτική είναι διαφορετική, και ως προς την κατεύθυνση αυτή το έργο του Λαμπρυνίδη θα μπορούσε να συμβάλει στην κατανόηση της εξέλιξης της τοπικής ιστοριογραφίας με στόχο την «εθνική απογραφή» των μικρών πατρίδων, όπως την είχε προτείνει ο Κ. Θ. Δημαράς.
Ως προς το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του Λαμπρυνίδη, η συστηματική συναγωγή, καταγραφή και μελέτη του θα είχε να αναδείξει έναν περιφερειακό λόγιο με ευρύτητα ιστορικών ενδιαφερόντων, αλλά και θεμάτων οικονομικών, νομικών, πολιτικών και κοινωνικών, όπως αποτυπώνονται στα πλέον των 140 δημοσιευμάτων του (αυτοτελείς μελέτες και δημοσιεύσεις στον Τύπο). Εξάλλου, σημαντικό μερίδιο κατέχουν τα ευθυμογραφήματά του και τα ιστορικά χρονογραφήματα, που με το γλαφυρό τους ύφος θυμίζουν αντίστοιχες σελίδες του Βλαχογιάννη.
Ο Λαμπρυνίδης είναι ένα αδευτέρωτο πρότυπο Ναυπλιώτη λόγιου που ασχολήθηκε με το παρελθόν της Ναυπλίας και με ερευνητική και συγγραφική ένταση πύργωσε ένα τόσο σπουδαίο συγγραφικό έργο όπως η «Ναυπλία». Οι παρεμβάσεις του στον Τύπο για θέματα της πάτριας ιστορίας αλλά και προβλημάτων της εποχής του με θέσεις και υποδείξεις για τη λύση τους τον ανέδειξαν συνειδητό πολιτικό και λειτουργικό λόγιο, συγκροτημένο και παραγωγικό υποκείμενο της κοινωνίας του».
Από την πλευρά του ο οθωμανολόγος ιστορικός Μαρίνος Σαρηγιάννης, (Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών ΙΤΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης) ο οποίος συνυπέγραψε με την οθωμανολόγο Σοφία Λάιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τη μελέτη και τη μετάφραση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Οθωμανού αξιωματούχου Γιουσούφ Μπέη από την άλωση του Ναυπλίου το 1822 (εκδ. Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών 2019) συμπληρώνει:
«Η ολοκληρωμένη έκδοση αυτής της απείρως πλουσιότερης δεύτερης γραφής της «Ναυπλίας» είναι κεφαλαιώδους σημασίας για κάθε μελετητή της περιοχής και ιδιαίτερα για την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως το υλικό και να μεγιστοποιηθεί το όφελος τόσο της ιστορικής κοινότητας όσο και οποιοσδήποτε πολίτη ενδιαφέρεται για το παρελθόν της περιοχής του Ναυπλίου, καλό θα είναι μια τέτοια έκδοση να γίνει με την επιμέλεια ιστορικών επιστημόνων ειδικευμένων κυρίως στην ιστορία της Πελοποννήσου τον 18Ο και 19Ο αιώνα: θα είναι κρίμα να αναληφθεί τέτοιο έργο χωρίς να γίνει κάποιου είδους υπομνηματισμός στο φως των εκατό χρόνων ιστορικής έρευνας που έχουν μεσολαβήσει από τότε.
Επιπλέον, μια τέτοια έκδοση επιβάλλεται να αξιοποιήσει το προσωπικό αρχείο του Λαμπρυνίδη, με την εμπειρία των σύγχρονων μεθόδων κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, ούτως ώστε να αναδείξει την περίπτωσή του ως ιστοριοδίφη, πολιτικού, νομικού και δημοσιογράφου στο πλαίσιο μιας εποχής ιδιαίτερα κρίσιμης για τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους. Φωτίζοντας τις νοοτροπίες, την ιστορική μνήμη και συνείδηση, τους συσχετισμούς με την πολιτική και κοινωνική συγκυρία αλλά και τις ενδεχόμενες σιωπές του Λαμπρυνίδη, μια τέτοια εξειδικευμένη ιστορική μελέτη θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη για τη γνώση μας σχετικά με τη νεοελληνική πραγματικότητα του ύστερου 19ου και του πρώιμου 2θθύ αιώνα».
«Περί Ναυπλίας»
Προοδευτικός Συλλόγος Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης»
Στο φύλλο της εφημερίδας σας του Σαββατοκύριακου 3-4 Ιουλίου 2021 δημοσιεύσατε στο ένθετο «Νησίδες» άρθρο της κυρίας Μικέλας Χαρτουλάρη με τίτλο «Η ιστορία έρμαιο των διαχειριστών της». Το άρθρο αφορούσε στην «υπόθεση Μιχαήλ Λαμπρυνίδη» (δηλαδή το βιβλίο του συγγραφέα «Η Ναυπλία».
Θέτοντας τα πράγματα στην πραγματική, επιστημονική τους διάσταση, πέραν οποιασδήποτε μικροπολιτικής σκοπιμότητας ή όψιμου «ιστορικού ενδιαφέροντο» οφείλουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
Το χειρόγραφο της «β΄γραφής» της «Ναυπλίας» αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό κεφάλαιο της τοπικής ιστορίας του Ναυπλίου. Η αξία του έγκειται κυρίως στο ότι έως τις μέρες μας δεν υπάρχει κάποιο άλλο σύγχρονο κείμενο το οποίο να εξετάζει την ιστορία της πόλης συστηματικά και σε τόσο μεγάλο χρονικό εύρος. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, η προσπάθεια έκδοσης της «β΄εμπλουτισμένης γραφής» του αρχικού κειμένου, πρέπει να αντιμετωπιστεί (πέρα από συναισθηματισμούς) μέσα από το πρίσμα μίας νηφάλιας και πλήρως επιστημονικά τεκμηριωμένης μεθοδολογίας.
Σε αυτό το πλαίσιο οποιαδήποτε επιστημονικά σοβαρή προσπάθεια προβλέπει τα ακόλουθα:
(α) την διάσωση του χειρόγραφου κειμένου ώστε να μην καταστραφεί από τη φυσιολογική φθορά του χρόνου και να είναι διαθέσιμο στον οποιοδήποτε μελλοντικό ερευνητή επιθυμεί να το διεξέλθει. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό αφενός μέσω της φωτογράφισης και ψηφιοποίησης του πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μέσω της συντήρησής του από εξειδικευμένους επιστήμονες. Η διαδικασία της φωτογράφισης και ψηφιοποίησης έχει ήδη ολοκληρωθεί και το σώμα του κειμένου θα είναι διαθέσιμο στο σύνολό του μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης στο ευρύ κοινό μέσα από την ιστοσελίδα του συλλόγου μας. Για την συντήρηση του χειρογράφου, ο Σύλλογός μας βρίσκεται είναι ήδη σε επαφή με το Τμήμα Συντήρησης Χειρογράφων του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) ώστε να δρομολογηθεί και αυτή η διαδικασία.
(β) την επιστημονική επεξεργασία που προβλέπεται για ένα κειμενικό τεκμήριο. Κάτι τέτοιο σημαίνει, πρωτίστως, την αξιόπιστη μεταγραφή του, πράγμα που δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο, αφενός λόγω των ιδιοτυπιών του γραφικού χαρακτήρα του συντάκτη (οι οποίες χρειάζονται συστηματική αποκωδικοποίηση) και, αφετέρου, λόγω της ιδιορρυθμίας της δομής και οργάνωσης του ίδιου του χειρογράφου (χειρόγραφες σελίδες εναλλασσόμενες ή συμπληρούμενες με προσθήκες έντυπων σελίδων και με πληθώρα χειρόγραφων σημειωμάτων διαφόρων μεγεθών τα οποία δεν έχουν αριθμηθεί αλλά συμπληρώνουν το σώμα του κυρίως κειμένου και πρέπει, αφού αναγνωστούν, να τοποθετηθούν στην ορθή θέση σύμφωνα με τις επιταγές του συντάκτη).
Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρο εφόσον αποσκοπεί στη διάσωση της ακρίβειας των πληροφοριών που επιθυμεί να εκθέσει ο συγγραφέας.
Για τους δύο παραπάνω λόγους αλλά και εξαιτίας του μεγέθους του κειμένου μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί έως σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη επιστημονική ενασχόληση με το χειρόγραφο (το 1981) κανένας έγκριτος ή μη επιστήμονας δεν ανέλαβε τη συστηματική μεταγραφή του.
(γ) τον φιλολογικό σχολιασμό του κειμένου, δηλαδή (ενδεικτικά): (α) τη διόρθωση γλωσσικών και ορθογραφικών σφαλμάτων (πολλά από τα οποία δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν και στην πρόσφατη έκδοση του κειμένου της α΄ γραφής), (β) την ανάδειξη των προσθηκών της β΄ γραφής όπως προκύπτουν μέσα από την παραβολή της με την α΄ γραφή, (γ) τον εντοπισμό των βιβλιογραφικών πηγών του συντάκτη (τόσο εκείνων που αναφέρονται όσο και εκείνων που αποσιωπώνται ή παραλείπονται), (δ) τη σύνταξη γλωσσαρίου που θα επεξηγεί το ειδικό λεξιλόγιο κεφαλαίων του κειμένου και (ε) τη σύνταξη λεπτομερούς ευρετηρίου προσώπων και πραγμάτων.
Η ολοκλήρωση των παραπάνω βημάτων εξασφαλίζει (από φιλολογικής πλευράς) την αξιόπιστη αποκατάσταση του πρωτότυπου κειμένου ώστε να είναι δυνατή στη συνέχεια η περαιτέρω μελέτη και επεξεργασία του από τον ειδικό ιστορικό επιστήμονα. Οποιαδήποτε προσέγγιση που παρακάμπτει ή απαξιώνει την παραπάνω διαδικασία καταδηλώνει άγνοια ως προς την επιστημονική πρακτική που εφαρμόζεται σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις και –κυρίως – εγκυμονεί κινδύνους για την εγκυρότητα και αξιοπιστία της όποιας επιστημονικής ιστορικής προσέγγισης του κειμένου. Εκθέτει δε σημαντικά και τον ιστορικό επιστήμονα. Η διαδικασία, λοιπόν, της μεταγραφής και φιλολογικής αποκατάστασης του κειμένου βρίσκεται σε εξέλιξη και προχωρά με ταχείς ρυθμούς, αποκαλύπτοντας ενδιαφέρουσες πληροφορίες.
Σχετικά τώρα με τον (αναφερόμενο στο άρθρο της κυρίας Μικέλας Χαρτουλάρη) ιστορικό υπομνηματισμό και σχολιασμό του κειμένου της «Ναυπλίας», εξεταζόμενου πλέον ως ιστορικού τεκμηρίου, σημειώνουμε τα παρακάτω:
Το περιεχόμενου του κειμένου όπως προκύπτει και από τον τίτλο του «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς», υποδηλώνει την εξέταση της ιστορίας της περιοχής σε ένα εξαιρετικά ευρύ ιστορικό πλαίσιο. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις και όπως άλλωστε διαφαίνεται και από την έκταση που το ίδιο το χειρόγραφο αφιερώνει στις διάφορες περιόδους (πβ. Αρχαίοι Χρόνοι: 60 σελίδες… Ρωμαϊκοί και Βυζαντινοί Χρόνοι: 66 σελίδες… Ελληνική Επανάσταση και Άλωση του Ναυπλίου 130 σελίδες… Μετεπαναστατική – Καποδιστριακή Περίοδος: 298 σελίδες κλπ), ο πλούτος των πληροφοριών ανά περίοδο είναι εκ των πραγμάτων ανισομερής, προφανώς λόγω των πηγών αλλά και του προσωπικού ενδιαφέροντος του συντάκτη του.
Στην περίπτωση μας, και με βάση τα όσα μας έχει έως τώρα αποκαλύψει η μελέτη του χειρογράφου, το ενδιαφέρον του συντάκτη φαίνεται να εστιάζεται περισσότερο στη νεώτερη – επαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο, δηλαδή στο υλικό (με βάση τον δικό του χωρισμό) του β΄ τόμου του κειμένου της Ναυπλίας. Παρ’ όλα αυτά, εκτιμούμε πως προκειμένου ένα τόσο σημαντικό για την τοπική ιστορία του Ναυπλίου κείμενο να αποκτήσει ενδιαφέρον και για τον σύγχρονο μελετητή, οφείλει να σχολιαστεί και από ιστορικούς επιστήμονες (ενδεχομένως και αρχαιολόγους ειδικά για τα θέματα της ιστορικής τοπογραφίας της πόλης όπου υπάρχουν σφάλματα στο κείμενο) ειδικευμένους σε κάθε μία από τις χρονικές περιόδους της ιστορίας της.
Πρακτικά, κάτι τέτοιο προϋποθέτει (εκτός από την διατύπωση ειδικών ιστορικών σχολίων σε συγκεκριμένα χωρία του κειμένου) και ανάδειξη της πιο πρόσφατης βιβλιογραφίας για την κάθε περίοδο της ιστορίας της πόλης. Με αυτόν τον τρόπο, θεωρούμε ότι το κείμενο αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα και γίνεται περισσότερο διαχρονικό καθώς ξεπερνά τα όρια της εποχής κατά την οποίαν γράφτηκε. Αποκτά, δε, ενδιαφέρον τόσο για τον ειδικό αλλά και για τον μη ειδικό αναγνώστη.
Και αυτή η διαδικασία έχει προβλεφθεί και συμπεριλαμβάνεται στο εγχείρημα της έκδοσης της β΄ γραφής του κειμένου της «Ναυπλίας».
Κλείνοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η παρούσα επιστολή αναφέρει πράγματα προφανή και αυτονόητα για όλους όσοι γνωρίζουν τη διαδικασία μελέτης και ανάλυσης ενός οποιοδήποτε κειμένου. Δεν φαίνεται, όμως, να είναι τόσο αυτονόητα για το ευρύ κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με τη μεθοδολογία και τις πρακτικές της φιλολογικής και ιστορικής επιστήμης, πράγμα που δημιουργεί συγχύσεις και παρανοήσεις.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο κρίναμε αναγκαία την παρέμβαση αυτή, αλλά και για να προφυλάξουμε όσους συμπολίτες μας επιθυμούν καλόπιστα να ενημερωθούν για την τόσο σημαντική για την πόλη μας έκδοση της β΄ γραφής της «Ναυπλίας».
Οποιαδήποτε σκέψη ή άποψη διατυπώνεται γενικόλογα ή υπεραπλουστευτικά πάνω στο συγκεκριμένο θέμα αφήνει σοβαρά έκθετο τον εκφραστή ή τους εκφραστές της.
Το κείμενο της «Ναυπλίας» είναι ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο για την πόλη του Ναυπλίου και εκτιμούμε ότι σύντομα θα είναι στη διάθεση οποιουδήποτε ερευνητή επιθυμεί να μελετήσει και να προβάλλει τις πτυχές που αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα του Ναυπλίου στην Ελληνική ιστορία, όπως ο ίδιος ο συντάκτης του έργου Μιχαήλ Λαμπρυνίδης επιδίωκε πρωτίστως να τονίσει.
Θεωρούμε επίσης, ότι η επιτυχία του παρόντος εγχειρήματος θα αποτελέσει ένα καλό προηγούμενο που θα επιτρέψει σταδιακά την ανάδειξη και άλλων δημοσιευμένων και –κυρίως – αδημοσίευτων εργασιών του ανδρός με συστηματικό και επιστημονικό τρόπο ο οποίος θα σέβεται πρωτίστως την αξία των ίδιων των κειμένων.
Το έργο της «Ναυπλίας», ανήκει στο Ναύπλιο και στους Ναυπλιώτες. Για το λόγο αυτό, εν μέσω πανδημίας και οικονομικής δυσπραγίας και μετά την τεσσαρακονταετή αδράνεια όλων, πρώιμων και όψιμων, θεωρητικά «ενδιαφερομένων» και δήθεν «ειδικών», ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Παλαμήδης», ο οποίος διαθέτει πενιχρά οικονομικά μέσα, ζήτησε την αρωγή του Δήμου Ναυπλιέων και του ΔΟΠΠΑΤ Ναυπλίου, ώστε μαζί να προβούν στην έκδοση της β΄ γραφής της «Ναυπλίας».
Οποιαδήποτε άλλη αναζήτηση οικονομικών πόρων, από σωτήρες των χειρογράφων, που για σαράντα και πλέον έτη σιώπησαν και απλά θεωρητικολογούν, θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να θεωρηθεί προσπάθεια μικροπολιτικής εκμετάλλευσης.
Ευελπιστώντας ότι η επιστολή μας θα δημοσιευθεί από την εφημερίδα σας στις σελίδες των «Νησίδων»…
Ο Πρόεδρος
Θεοδόσης Σ. Σπαντιδέας
Σχολιάστε