Κωνσταντινίδης Ιωνάς, Επίσκοπος Δαμαλών και Πεδιάδος (1764-1853)
Ο Επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς, ένας από τους καπετάνιους των ατάκτων σωμάτων της επαρχίας Ερμιονίδας, 42 ετών κατά την έναρξη της Επαναστάσεως, γεννήθηκε στα Σουδενά (Κάτω Λουσοί) Καλαβρύτων.

Προτομή Αρχιεπισκόπου Κορινθίας Ιωνά, έργο του Σταύρου Βαλασάκη. Πηγή «Τα γλυπτά της Αθήνας», φωτογραφία: Νίκος Καλλονιάτης.
Επίσκοπος Δαμαλών – η Επισκοπή Δαμαλών είχε ως έδρα τον Δαμαλά και είχε στην δικαιοδοσία της τους τότε δήμους Τροιζήνος, Πεδιάδος (Επιδαύρου) και Λυγουρίου -, από το 1801, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία στις 9 Οκτωβρίου του 1819 από τον Κορίνθιο προεστό Θεοχάρη Ρέντη. Ύψωσε τη σημαία της Επαναστάσεως στην περιοχή του Δαμαλά (Τροιζήνα), μαζί με τον Ποριώτη προεστό Νικόλαο Γκίκα, και πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό της Τροιζηνίας και της Κορινθίας.
Μεταξύ άλλων, ο Ιωάννης Φιλήμων στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» γράφει για την προσφορά του στον Αγώνα: «Και ιδού ο πατριώτης Επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς επικεφαλής 600 περίπου Σολυγείων (Σοφικιτών) της Κορινθίας, Τροιζηνίων και Ερμιονιτών, ο Ηγούμενος Γρηγόριος μετά πολλών Σαλαμινίων (Κουλουριωτών), ο Σιναϊτης και ο Διδασκαλόπουλος μετά των Πειραίων (Περαχωριτών) συγκεντρούνται τη 30ή Μαρτίου, ημέρα Τετάρτη, οι μεν τοις Κεγχρεαίς (Κεχριαίς) οι δε κατά το λεγόμενο τείχος του Ισθμού…».
Στις 30 Μαρτίου 1821 κατέφθασε στο ελληνικό στρατόπεδο Κεχριών επικεφαλής 600 ατάκτων από το Σοφικό και τους Κάτω Ναχαγιέδες Ναυπλίας και Κορινθίας. Την μεθεπομένη κινήθηκε με το τμήμα του προς τον Ακροκόρινθο, με σκοπό να λάβει μέρος στην πολιορκία του κάστρου. Τον Απρίλιο του 1821 κατά τη διάλυση της πολιορκίας του φρουρίου από τους Αλβανούς του κεχαγιάμπεη του Μώρα βαλεσή, Μουσταφά, παραλίγο να συλληφθεί αιχμάλωτος. Στις 14 Ιανουαρίου 1822 παρευρέθη στην παράδοση του εν λόγω κάστρου στις επαναστατικές δυνάμεις και χοροστάτησε στην επακολουθήσασα πανηγυρική δοξολογία.
Διετέλεσε μέλος επιτροπής της Α’ Εθνοσυνελεύσεως. Βραδύτερα και πιο συγκεκριμένα κατά το 1825, διετέλεσε υπουργός Θρησκείας. Γνωστός για την ανιδιοτέλειά του και το ευσταθές του χαρακτήρα του, απέφευγε επιμελώς να συγκεντρώνει λάφυρα.
Το 1827 στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση λαμβάνει μέρος ως βουλευτής εκπρόσωπος της Τροιζήνας.
Το 1830 διορίζεται από τον Καποδίστρια, Εκκλησιαστικός τοποτηρητής Ναυπλίου και Άργους (1830-1833) και μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, που σκοπό είχε την διευθέτηση πολλών εκκρεμοτήτων που αφορούσαν κυρίως στην διοίκηση της Εκκλησίας, με αυτήν την ιδιότητα υποδέχεται τον Όθωνα κατά την άφιξή του στο Ναύπλιο.
Το 1833 με τους Βαυαρούς στην εξουσία αρχίζουν οι περιπέτειές του. Καταργείται η Επισκοπή του και ο ίδιος, παρά την θέλησή του, με απειλές, τοποθετείται στην Επισκοπή Ηλείας. Όταν, μετά από έξι μήνες, θα παραιτηθεί και θα ζητήσει τη σύνταξή του, η απάντηση θα είναι σκληρή και ταπεινωτική: «Διά τους αυθαιρέτως παραιτουμένους υπαλλήλους της Κυβερνήσεως δεν υπάρχει κενή θέσις εις τους γενικούς προϋπολογισμούς των εξόδων του Κράτους». Από το 1834 μέχρι και το 1852, που εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Κορινθίας, υπήρξε πολλές φορές μέλος της Ι. Συνόδου και εκκλησιαστικών επιτροπών. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου του 1853 σε ηλικία 90 περίπου ετών και κηδεύτηκε με τιμές από τον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Αγ. Ειρήνης. Τάφηκε στην Ιερά Μονή των Ασωμάτων (Πετράκη). Προτομή του ηρωϊκού Ιεράρχη υπάρχει στον αύλειο χώρο του ιερού Ναού Αγ. Αντωνίου στα Πατήσια.
Οι διάφορες επιτροπές εκδουλεύσεων τον ενέταξαν στους πολιτικούς Γ’ τάξεως. Δεν υπάρχει φάκελός του στα αρχεία του τμήματος Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Πηγές
- Γεωργίου Μ. Βουτσίνου, Μητρώον Διδυμιωτών Αγωνιστών της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Αθήνα, 2007.
- Παναγιώτη Σ. Μαρτίνη, Ο Καλαβρυτινός αγωνιστής Ιωνάς Κωνσταντινίδης (1764-1853), Εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 2000.
Σχολιάστε