Το «Νέο» 5/τάξιο Μικτό Σχολείο Ερμιόνης
Ήδη από τη δεύτερη 10/ετία του 20ου αιώνα το διδακτήριο του Σχολείου Αρρένων (Καποδιστριακό) ήταν φανερό πως δεν επαρκούσε να καλύψει τις ανάγκες των διακοσίων (200) μαθητών, κατά μέσο όρο, που φοιτούσαν σ’ αυτό. Για τον λόγο αυτό είχε επεκταθεί και στο διπλανό κτήριο στους «Στρατώνες», όπου στεγάζονταν συνήθως οι τάξεις Ε’ και Στ’, όταν η Δημοτική Εκπαίδευση έγινε εξαετής.
Τα γεγονότα αυτά προβλημάτιζαν έντονα το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, το οποίο αποφάσισε στην ιστορική συνεδρίαση της 23ης Μαΐου 1913 «να παραχωρηθεί δωρεάν εις το δημόσιον, οικόπεδον εκτάσεως ενός και ημίσεως στρέμματος εκ των εν θέσει Μπίστι της πρωτευούσης του δήμου τούτου κείμενον… προς κατασκευήν εν αυτώ Δημοτικού Σχολείου Αρρένων του Δήμου μας».
Τότε ήταν Δήμαρχος ο Άγγελος Παπαβασιλείου, (πατέρας του δασκάλου Μιχαήλ Παπαβασιλείου), ενώ Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ο Μιχαήλ Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνας). Να σημειώσουμε πως ήταν ο τελευταίος χρόνος που η Ερμιόνη αποτέλεσε Δήμο.
Έτσι στις 16 Οκτωβρίου 1914 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Κρανιδίου Γεωργίου Μπόλμπου παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες ο Πρόεδρος της Κοινότητας (πλέον) Ερμιόνης Ευάγγελος Παπαμιχαήλ (ο κυρ Άγγελος ο φαρμακοποιός) και ο οικονομικός έφορος Ερμιονίδας Δημήτριος Πετρίδης και συντάχθηκε η υπ’ αρ. 398 «πράξις δωρεάς» με την οποία «αμετακλήτως» παραχωρείται από την Κοινότητα Ερμιόνης προς το Δημόσιο «εν γήπεδον εκτάσεως ενός και ημίσεως στρέμματος κείμενον εν θέσει Μπίστι… συνορευόμενον γύρωθεν με Γυμναστήριον της Κοινότητος και οικόπεδα αυτής έτερα…».
Επειδή, όμως, οι εργασίες ανέγερσης του διδακτηρίου καθυστερούσαν και ήδη είχε παρέλθει 4/ετία από την παραχώρηση του οικοπέδου, το Κοινοτικό Συμβούλιο Ερμιόνης συνήλθε σε συνεδρίαση στις 2 Νοεμβρίου 1917, με πρόεδρο τον Μιχάλη Δεληγιάννη «και αποφαίνεται παμψηφεί»:
Παρακαλεί την Κυβέρνηση όπως διατάξει την ταχεία ανέγερση του 4/τάξιου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Ερμιόνης στο «παραχωρηθέν» οικόπεδο. Ψηφίζει δε πίστωση τριών χιλιάδων (3.000) δραχμών από το αποθεματικό κεφάλαιο του προϋπολογισμού της Κοινότητας ως συνεισφορά της προς το Δημόσιο με σκοπό την ανέγερση του διδακτηρίου.
Το 1920, με Υπουργό Παιδείας τον Θρασύβουλο Ζαΐμη ξεκίνησαν οι εργασίες για τη δημιουργία του νέου διδακτηρίου. Το έργο κατασκευής του 4/ταξίου Σχολείου, καθώς φαίνεται σε σχετικά έγγραφα με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1921 και 29 Μαΐου 1923, το ανέλαβε ο εργολάβος Γεώργιος Σκρεπετός.
Μετά από τέσσερα χρόνια και ενώ οι εργασίες είχαν σταματήσει, προφανώς εξαιτίας της έλλειψης οικονομικών πόρων, ο Υπουργός Παιδείας Α. Αργυρός με το υπ’ αρ. 8488/12 Μαρτίου 1927 έγγραφό του προς τον Νομάρχη Αργολίδας και Κορινθίας, σε απάντηση σχετικού του εγγράφου, τον παρακαλεί να γνωρίσει στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ερμιόνης ότι το Κράτος για τη συμπλήρωση του ημιτελούς διδακτηρίου Ερμιόνης δεν ευρίσκεται «εις την ευχάριστον θέσιν να διαθέτη την απαιτουμένην εκάστοτε δαπάνην δια την εξ ολοκλήρου ανέγερσιν του διδακτηρίου. Η πρωτοβουλία αυτή ανήκει πλέον εις τας τοπικάς αρχάς και κυρίως τα Ταμεία Εκπαιδευτικής Προνοίας και Σχολικών Επιτροπών το δε Κράτος έρχεται μόνο ως αρωγός δια μικράς πάντοτε συνδρομής εις συμπλήρωσιν του έργου».
Μετά τις εξελίξεις αυτές δημιουργήθηκε «διδακτηριακή επιτροπή» στην Ερμιόνη, η οποία θα αναλάμβανε «την εξεύρεσιν πόρων και την διαχείρισιν αυτών δια την αποπεράτωσιν του ημιτελούς διδακτηρίου του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Ερμιόνης».
Με το υπ’ αρ. 371/30 Ιουνίου 1927 έγγραφο του επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Αργολίδος Γ. Τσιότρα πληροφορούμεθα ότι την επιτροπή αποτελούν οι: Μιχαήλ Δεληγιάννης, Διονύσιος Μέξης, Ιωσήφ Μερτύρης, Νικόλαος Βογανάτσης και Αλέξανδρος Τσεβούκας (Διευθυντής του Σχολείου).
Στις 4 Ιουλίου 1927 ο υπομηχανικός του έργου Μαζαράκης σε υπηρεσιακό του σημείωμα ανέφερε τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία:
«Αι εργασίαι της τοιχοποιίας διεκόπησαν κατά μήνα Φεβρουάριο 1921 λόγω της επελθούσης αυξήσεως των τιμών διαλυθείσης της σχετικής εργολαβίας. Δια την συνέχισιν των εργασιών του διδακτηρίου τούτου η Κοινότης θα επιβάλλη φορολογίαν επί του ελαίου 1%, υπολογίζεται δε ότι θα εισπράξη περί τας ογδόντα χιλιάδας (80.000) δραχμάς. Επίσης εκ της ενοικιάσεως των λιβαδίων θα εισπράξη περί τας πενήντα χιλιάδας (50.000) δραχμάς. Εκ της τεθείσης δε φορολογίας επί του ελαίου υπέρ του ταμείου Εκπαιδευτικής πρόνοιας εισεπράχθησαν τριάντα οκτώ χιλιάδαι (38.000) δραχμαί. Επίσης δύνανται να εκποιηθώσι τα παλαιά διδακτήρια των αρρένων (Καποδιστριακό και Στρατώνες). Εκ της εκποιήσεως δε ταύτης υπολογίζεται ότι θα εισπραχθώσι περί τας εβδομήντα χιλιάδας (70.000) δραχμάς. Συνιστάται όπως δοθή αρωγή εξ εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) δραχμών ίνα και με τα συλλεχθησόμενα χρήματα της Κοινότητος και της αρωγής του Δημοσίου δυνηθή και αποπερατωθή το διδακτήριον».
Παράλληλα συνεχίζει να λειτουργεί και η διδακτηριακή επιτροπή που είχε συσταθεί και για την οποία έχουμε ήδη κάνει λόγο. Σ’ αυτή συμμετέχουν ως μέλη, περιοδικά, όλοι οι εύποροι πολίτες της κοινωνίας της Ερμιόνης που έχουν ανάμειξη και στα «κοινά» του τόπου (Δημήτρης Παναγιώτου, Νικόλαος Λαζαρίδης, Μιχαήλ Κιοσσές, Άγγελος Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος Καραγιάννης κ.α).
Στην από 4 Ιουλίου 1927 έκθεση του υπομηχανικού Μαζαράκη ότι «πρέπει, προκειμένου να βρεθούν τα αναγκαία χρήματα δια την αποπεράτωσιν του έργου, να εκποιηθούν τα δύο παλαιά διδακτήρια», διαπιστώνουμε ότι ορισμένοι είχαν σκεφθεί σοβαρά την εκποίηση του Καποδιστριακού και του Συγγρού.
Μάλιστα τα πράγματα προχώρησαν αρκετά καθώς φαίνεται από τις παρακάτω ενέργειες. Ο τότε Υπουργός Παιδείας Α. Παππάς με το υπ’ αρ. 4774/21 Αυγούστου 1931 έγγραφό του προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Αργολίδας του διαμηνύει ότι εγκρίνεται η εκποίηση των δύο παλαιών σχολείων σύμφωνα με το Β. Δ. άρθρο 9/1 Δεκεμβρίου 1930 «ίνα το εκ της εκποιήσεως αυτού προϊόν διατεθή δια την ανέγερσιν νέου διδακτηρίου». Στη συνέχεια συστήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τον Επιθεωρητή, τον Διευθυντή του Ταμείου Εκπαιδευτικής Πρόνοιας και τον Διευθυντή του Σχολείου για να προχωρήσει η δημοπρασία. Ως τιμή προσφοράς για το πρώτο σχολείο ορίσθηκε το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών και για το δεύτερο το ποσόν των ογδόντα χιλιάδων (80.000) δραχμών. Η ανακοίνωση της απόφασης θα γινόταν «εις το κοινόν δι’ αναγνώσεως εις εκκλησία». Φαίνεται, όμως, στη συνέχεια πως οι κάτοικοι της Ερμιόνης αντέδρασαν έντονα και τα πράγματα εξελίχθηκαν θετικά ως προς τη μη παραχώρηση των δύο ιστορικών κτηρίων, τα οποία και τελικά διασώθηκαν.
Στις 25 Αυγούστου 1931 ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Σταματίου υποβάλλει στις αρμόδιες υπηρεσίες την παρακάτω έκθεση μετά την αυτοψία που έκανε στο διδακτήριο.
Έκθεσις αρχιτέκτονος Σταμ. Σταματίου
Περί του αποπερατωθέντος τετραταξίου διδακτηρίου Ερμιόνης
Κατά την μετάβασίν μου εις Κρανίδιον μετέβην και εις Ερμιόνην ίνα παραλάβω τας αποπερατωθείσας ήδη εργασίας του εν λόγω διδακτηρίου.
Κατά την παραλαβήν παρετήρησα τα εξής:
Τα κουφώματα κατεσκευάσθησαν όλως κακοτέχνως χωρίς ο αναλαβών εργολάβος να καταβάλλη ουδέ την ελαχίστην προσπάθεια και περιποιηθή ταύτα, προσέτι δε και η τοποθέτησις αυτών έγινε κατά τρόπον εντελώς άτεχνον. Έδωσα επομένως εντολήν εις την Δ. Επιτροπήν να μην τον εξωφλήση εάν δεν συμμορφωθή προς τας υποδείξεις μου.
Αι παρατηρηθείσαι κακοτεχνίαι είναι αι εξής:
- Άπαντα τα κουφώματα εξήχθησαν εκ του εργοστασίου χωρίς να τριφθώσιν δια σμιροδοχάρτου και παρουσιάζουσι κυμματώδην την όψιν λόγω κακού χειρισμού της πλάνης.
- Η εφαρμογή των δεν εγένετο κανονική.
- Παρουσιάσθησαν ήδη εις τρεις θύρας σκευρώσεις εις τα μπόγια των.
- Αι κάσσαι των θυρών δεν ήσαν εις το αυτό επίπεδον μετά της επιφανείας των κονιαμμάτων ώστε κατόπιν το πρεβάζι να καλύψη τον αρμόν, τουτέστιν η τοποθέτησις εγένετο ως δεικνύει το παρακείμενον σχέδιον.
- Η σύνδεσις των τετραξύλων (κάσσαι) μετά των τοίχων εγένοντο δια στραβοκάρφων και ουχί ως εμφαίνεται εν τω σχεδίω δια σιδηρών ελασμάτων, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξεν όταν έσυρα δια της χειρός μου το εν λόγω τετράξυλον και ενώπιον του εργολήπτου να αποχωρισθή τούτο από της τοιχοποίας.
- Τα χρησιμοποιηθέντα πρεβάζια προέρχονται από μισόταβλες.
Πλην του ξυλουργού και ο ελαιοχρωματιστής δεν υστέρησε εις το να οργιάση από απόψεως κακοτεχνίας και αμαθείας διότι καθώς ήσαν τα κουφώματα εις την ως άνω περιγραφείσαν κατάστασιν, ούτε τα έτριψε ούτε τα εξερώζιασε, αλλ’ ούτε και τα εστάρωσε παρά αφού δια των δακτύλων επέρασε τον στόκον εις τας σχισμάς και επί των ρόζων επέρασε την πρώτην στρώσιν του ελαιοχρώματος το οποίον ήτο παχύτατον και το οποίον παρουσιάσεν εξογκώσεις (φούσκες).
Επίσης τα υδροχρώματα εγένοντο πλημμελώς χαρακτηριστικόν δε της αμαθείας του είναι το ότι δεν έξυσε προηγουμένως τους τοίχους δια της σπάτουλας ίνα εξαλείψη τους υπάρχοντες κόκκους της άμμου ή άλλας εξογκώσεις και δια καταλλήλου υλικού να καλύψη κάθε είδους κοίλωσιν η οποία προήλθε αποκρούσης είτε των μαδερίων είτε από άλλα αντικειμένα…. των τοίχων.
Καίτοι τους υπέδειξα το δέον να διορθώσι εν τούτοις δεν θεωρώ άσκοπον να τους αποστείλλομεν τας κάτωθι οδηγίας με τα οποίας πρέπει να συμμορφωθώσιν οι εν λόγω εργολήπται.
Ξυλουργός
α) Να τρίψη δια της σμιριδοχάρτου άπαντα τα κουφώματα καθώς και να αποκόψη τας όπου τυχόν εμφανιζομένας σκλήθρας.
β) Να συμμορφωθή πλήρως προς το εις χείρας του υπάρχον σχέδιον όσον αφορά την τοποθέτησιν των κουφωμάτων (θυρών) επίσης και να αντικαταστήση τα στραβόκαρφα δια σιδηρών ελασμάτων ως ακριβώς εμφαίνεται εν τω ως άνω αναφερομένω σχεδίω.
γ)Να κατασκευάση τα πρεβάζια δια σανιδώματος σουϊδικής πάχους είκοσι πέντε χιλιοστών (τάβλας).
δ) Τα σιδηρά ελάσματα δέον να χωνευθώσιν εντός της κάσσας και να μη εξέχουν ως συμβαίνει νυν με τα στραβόκαρφα και να συνδεθώσιν με ξυλόβιδας και ουχί με βελόνας.
ε) Τας σκευβρωμένας θύρας να αντικαταστήση παντελώς ή να αντικαταστήση τα μπόγια δι’ άλλων ευθυίνων τοιούτων.
στ) Τέλος να καταβάλλη κάθε προσπάθεια ώστε άπαντα τα κουφώματα να λειτουργούσι ευχερώς.
Ελαιοχρωματισής
α) Να τρύψη δια λεπτοτέρου σμιριδοχάρτου κάθε τυχόν υπάρχουσα ανωμαλία επί των κουφωμάτων.
β) Δι’ ημικυκλικού σκαρπέλου να εκβαθύνη τους ρόζους καθώς και δι’ ευθέους τοιούτους να καθαρίση τις σκλήθρες καθώς και κάθε πορώδες μέρος του ξύλου (νεύρα).
γ) Ο χρησιμοποιηθησόμενος στόκος δια την κάλυψιν των ρόζων και των σχισμών πρέπει να είναι καινουργής δια καλής ποιότητος ελαίου και με μικράν περιεκτικότητα τσίγγου ώστε να μην αποκολλάται όπως συμβαίνει σήμερον.
δ) Αι κατόπιν δύο άλλαι στρώσεις δέον να γίνωσι δι’ υλικών αρίστης ποιότητος ή ίνα μη παρουσιάζουσι εξογκώσεις.
ε) Επίσης και τα υδροχρώματα δέον να επιστήση την προσοχήν του ο ειρημένος εργολήπτης να αποξήση δια της σπάτουλας τας κάθε τυχόν εξογκώσεις και δια καταλλήλου υλικού να εμφράξη απάσας τας κοιλότητας.
Επειδή η τιμή των δύο και πενήντα (2,50) δραχμών το τετραγωνικό μέτρο με την οποίαν ανέλαβεν να υδροχρωματίση τα εσωτερικά και εξωτερικά αμμοκονιάματα είναι πολύ μικρά υπέδειξα εις την Διδακτηριακήν Επιτροπήν δια τας ως άνω εργασίας των υδροχρωμάτων να του αποζημιώση με ένα ποσόν πεντακοσίων (500) δραχμών.
Πλην των ως άνω εργοληπτών και ο αναλαβών την πλακόστρωσιν του διδακτηρίου τούτου καθώς και τα αμμοκονιάματα δέον και αυτός να κάνη μερικάς επισκευάς ας και του υπέδειξα.
Εν Αθήναις τη 25η Αυγούστου 1931
Ο Αρχιτέκτων
Από την έκθεση αυτή διαπιστώνεται ότι οι περισσότερες εργασίες του διδακτηρίου διακρίνονται από προχειρότητα και κακοτεχνία λόγω ασφαλώς και της έλλειψης των απαιτούμενων χρημάτων.
Ωστόσο πολλές από τις παρατηρήσεις που συμπεριέλαβε ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Σταματίου στην έκθεσή του διορθώθηκαν και το σχολικό έτος 1931 – 1932 το «Νέο Σχολείο» παραδόθηκε στα παιδιά της Ερμιόνης.
Το διδακτήριο είχε τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας συνεχόμενες, έναν μεγάλο διάδρομο και ένα γραφείο. Επειδή, όμως, είναι 5/τάξιο χρησιμοποιείται και μια επιπλέον αίθουσα του Σχολείου του Συγγρού. Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Σχολείου διαπιστώθηκε η ανάγκη της ανέγερσης μιας επιπλέον αίθουσας. Το 1937 έχουμε «το σχέδιο προσθήκης αιθούσης εις το Διδακτήριον Ερμιόνης» το οποίο θεωρήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1938.
Το 1940, με εργολαβία Γεωργίου Σχοινά γίνεται η προσθήκη και της άλλης αίθουσας με γραφείο στο Β.Α. μέρος του Σχολείου. Έτσι το Σχολείο διαθέτει πέντε ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, τον μεγάλο διάδρομο και δύο μικρές αίθουσες που χρησιμοποιούνται η μία ως γραφείο του Σχολείου και η άλλη ως βοηθητικός χώρος των μαθητών. Παράλληλα υπήρχε και σχετική μελέτη (4 Μαΐου 1940) για την κατασκευή αποχωρητηρίου και μαντρότοιχου.
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα της εκποίησης των δύο διδακτηρίων. Με το υπ’ αρ. 35235/12 Δεκεμβρίου 1937 έγγραφο του Νομάρχη Αργολιδοκορινθίας προς το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται ότι:
«Πληροφορούμεθα, ότι πολίτης τις προσφέρει εξωδίκως εκατόν δέκα πέντε χιλιάδας (115.000) δραχμάς» για το παλαιό διδακτήριο (Συγγρού) του Δημοτικού Σχολείου «το οποίον έχετε εκθέσει εις πλειοδοτικήν δημοπρασίαν με πρώτη προσφορά εκατόν είκοσι χιλιάδας (120.000) δραχμάς». Και συνεχίζει:
«’Εχομεν την γνώμην αντί να πωληθή το παλαιόν διδακτήριον εις ιδιώτην, προτιμότερον είναι να χορηγηθή εις την Διοίκησιν Δημοσίων Κτημάτων ήτις, διαρρυθμίζουσα αυτό καταλλήλως να το χρησιμοποίηση προς στέγασιν του Τελωνείου και Τηλεγραφείου Ερμιόνης».
Η Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, επίσης, μπορεί να χορηγήσει ανάλογη πίστωση στο Υπουργείο Παιδείας, για να βρεθούν τα χρήματα, ώστε να κατασκευαστεί η μία τάξη.
Φαίνεται όμως ότι τελική συμφωνία δεν πραγματοποιήθηκε και έτσι στις εφημερίδες «Ναυπλιακή Ηχώ» και «Σύνταγμα» στις 13 Οκτωβρίου 1940 δημοσιεύτηκε το σχετικό κείμενο της εκποίησης του Διδακτηρίου (Συγγρού).
Εντύπωση προκαλεί, ωστόσο, το γεγονός ότι παρά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και τη γενική αναστάτωση της χώρας το Σχολείο λειτουργούσε κανονικά. Ο Μιχαήλ Παπαβασιλείου αναφέρει πως το Σχολείο στα χρόνια της Γερμανοϊταλικής κατοχής στεγάστηκε ολόκληρο (έξι τάξεις) στο σχολείο του Συγγρού.[1]
Στις 7 Φεβρουαρίου 1941 ο Διευθυντής του Σχολείου Δημήτριος Βαρελάς υποβάλλει προς το Υπουργείο Παιδείας με αναφορά του τα στοιχεία «της ενεγερθείσης πολεοδομικής δημοπρασίας». Τελικά οι δημοπρασίες και λόγω της αντίδρασης των κατοίκων δεν προχώρησαν.
Σήμερα τολμούμε να πούμε πως είμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι που η Ερμιόνη κατάφερε να διασώσει παρά την ένδεια των καιρών, τα δύο της Διδακτήρια. Είναι κόσμημα της πόλης, μνημεία Ιστορίας και Πολιτισμού!
Στις 21 Μαρτίου 1951 ο Διευθυντής του Σχολείου Μιχαήλ Παπαβασιλείου συμπληρώνοντας το «Δελτίον διδακτηριακής καταστάσεως» του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο αριθμός των μαθητών του Σχολείου είναι διακόσιοι ενενήντα δύο (292) και υπάρχουν ογδόντα έξι (86) θρανία νέου τύπου, τριάντα (30) παλαιού, τέσσερις (4) πίνακες και τέσσερα (4) βάθρα. Επίσης επισημαίνει, ότι πρέπει να κατασκευαστεί μαντρότοιχος.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 20 Απριλίου 1953,[2] από τον ίδιο Διευθυντή συντάχθηκε νέα έκθεση, πληρέστερη, γραμμένη υποδειγματικά από τη διδασκάλισσα Βασιλική Οικονόμου (κυρία Κική). Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα μεγάλο και ενδιαφέρον τμήμα της.[3]
«Το Σχολείον σήμερον ευρίσκεται εν καλή καταστάσει πλουτιζόμενον δι’ οικοπέδων ιδιοκτήτων∙ αγορασθέντων τμηματικώς παρά της εκάστοτε σχολικής εφορείας από του έτους 1949 πέριξ αυτού τμήμα των ως άνω οικοπέδων ανατολικώς αυτού μετεσχηματίσθη εις Γυμναστήριον δια δαπάνης του Σου Υπουργείου Παιδείας εκ δραχμών 2.000.000 χορηγηθέντων προς τούτο κατά το έτος 1950 και 1951. Εις έτερον τμήμα ανηγέρθησαν τελευταίως αφοδευτήρια άτινα έλλειπον, δι’ ιδιωτικής προσφοράς εκ 10 εκατομμυρίων παρά του κ. Σοφ. Βενιζέλου επισκεφθέντος την κωμόπολίν μας ως Πρωθυπουργός το θέρος του 1951, αποπερατωθέντων τούτων δαπάναις της νυν Σχολικής Εφορείας. Προς συμπλήρωσιν ιδρύσεως Σχολικού κήπου ελλείπει τμήμα νοτιανοτολικώς του Διδακτηρίου, το οποίον η Σχολική Εφορεία δι’ αποφάσεως της πρόκειται να προβή εις την αγοράν του εντός του τρέχοντος σχολικού έτους, οπότε ο χώρος ούτος ανατολικώς θα ανέρχεται εις 5 χιλ. μέτρα τετραγωνικά, ο οποίος με την βοήθειαν του Κράτους και των κατοίκων αφού περιφραχθή, θέλει μετασχηματισθή εις χώρον κατάλληλον δια πάσαν σχολικήν χρήσιν (Γυμναστήριον, Ανθόκηπος, Δενδρόκηπος κ.λπ.).
Επίσης εις την περιουσίαν του Σχολείου συμπεριλαμβάνονται και τα παλαιά διδακτήρια αρρένων και θηλέων, εκ των οποίων, των μεν αρρένων η μία αίθουσα η μεγαλυτέρα χρησιμοποιείται παρά του περιοδεύοντος διδακτηρίου, αι δε δύο μικραί παρακείμεναι (Στρατώναι) επισκευασθείσαι παρά της σχολικής Εφορείας εφέτος, ενοικιάζονται εις διαφόρους ιδιώτας. Το δε θηλέων επισκευασθέν δαπάναις της Μαθητικής Κοινότητος του Σχολείου και των Ερυθροσταυριτών αυτού, χρησιμοποιείται από του 1948 ως αίθουσα εορτών, διαλέξεων, συγκεντρώσεων γονέων. Τελευταίως ενοικιασθείσα ως αίθουσα Κινηματογράφου προς ενίσχυσιν του Σχολικού Ταμείου.
Η εν τω Σχολείω υπάρχουσα πενιχρά βιβλιοθήκη φέρει την αρχήν της ιδρύσεως της από του έτους 1931 και εντεύθεν με συνολικόν αριθμόν βιβλίων σήμερον 113, ήτοι: Διδακτικών 23, Βοηθητικών 14, Παιδαγωγικών 14, Εγκυκλοπαιδικών 29 και Μαθητικών 33. Των περισσοτέρων αγορασθέντων παρά του Σχολικού Ταμείου, πλην ελαχίστων άτινα προσεφέρθησαν παρά της Κοινότητος Ερμιόνης και διαφόρων εκδοτικών οίκων. Εποπτικά μέσα και όργανα διδασκαλίας έχοντα πραγματικήν και μόνιμον αξίαν υπάρχουν τα κάτωθι:
Εποπτικά μέσα και όργανα
- Τεσσαράκοντα εικόνες (40) διδασκαλίας Φυσικής Ιστορίας ήτοι είκοσι τέσσαρες ζώων (24) και δέκα έξ (16) φυτών αγορασθείσαι παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1937.
- Βιβλίον μετά είκοσι (20) εικόνων ζώων Φυσικής Ιστορίας υπάρχουν από το Τριτάξιον Σχολείον Αρρένων.
- Βιβλίον μετά τριάκοντα (30) εικόνων Παλαιάς Διαθήκης υπάρχουν από το τριτάξιον Σχολείον Θηλέων.
- Εις γεωγραφικός άτλας αγορασθείς παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1933.
- Εις γεωφυσικός χάρτης της Ελλάδος αγορασθείς εφέτος παρά των μαθητών των Γ΄ και Δ΄ τάξεων.
- Ιστορικοί χάρτες Ελληνικής Επαναστάσεως και Θρησκευτικών αγορασθέντες παρά του Σχολικού Ταμείου το σχολ. έτος 1951-52.
- Εις χάρτης του ανθρωπίνου σώματος αγορασθείς παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1936.
- Εν κιβώτιον γεωμετρικών σωμάτων παραχωρηθέν παρά του Σου Υπουργείου το έτος 1932.
- Μία υδρόγειος σφαίρα δωρηθείσα το 1938 παρά του κ. Γεωργ. Μαρμαρινού.
- Ένα παλαιόν ξύλινον αριθμητήριον από το τριτάξιον Σχολείον Θηλέων.
- Κινηματογραφικόν μηχάνημα αγορασθέν παρά του Σχολικού Ταμείου το έτος 1950.
- Ναυτική πυξίς δωρηθείσα παρά του κ. Αποστ. Κατσογιώργη, πλοιάρχου, το 1951-1952.
- Εις πεταλοειδής μαγνήτης δωρηθείς παρά της Εταιρείας Μεταλλείων Ερμιόνης ως και διάφορα μέταλλα σιδηροπυρίτου.
Τη σχολική χρονιά 1953 – 1954, όπως αναφέρει ο δάσκαλος Μιχαήλ Παπαβασιλείου, «στο μεσημβρινό προαύλιο του σχολείου έπειτα από αλλεπάλληλα σκαψίματα που με τους μαθητές, κάναμε…. δέντρα και θάμνους να φυτέψουμε», εντοπίστηκαν λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου.[4]
Ειδοποιήθηκε στη συνέχεια το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το οποίο έδωσε εντολή στον αρχαιολόγο Ευστάθιο Γ. Στίκα να μεταβεί στην Ερμιόνη για να προχωρήσει «εις την διάσωσιν και συντήρησιν του κινδυνεύοντος να καταστραφή ψηφιδωτού».[5]
Όπως δε, ο ίδιος γράφει το Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας με προθυμία ενέκρινε τη σχετική πίστωση και τον Αύγουστο του 1955 άρχισαν οι ανασκαφές για την αποκάλυψη του κτηρίου.
Επειδή στον χώρο των ανασκαφών γίνονταν κάθε χρόνο οι γυμναστικές επιδείξεις και οι αθλητικοί αγώνες του σχολείου, θυμάμαι, τον «προβληματισμό» όλων των μαθητών για το πού θα βρεθεί ο κατάλληλος χώρος, ώστε να συνεχίσουν να γίνονται «οι αγώνες», που τόσο πολύ μας άρεσαν.
Τελικά το «νέο γήπεδο» δημιουργήθηκε δυτικότερα και συνέχεια του παλαιού, αφού πρώτα όλα τα παιδιά μαζέψαμε σωρούς από πέτρες για να το καθαρίσουμε. Ο χώρος ευπρεπίσθηκε και τοποθετήθηκε μέσα σ’ ένα όμορφο κηπάριο προσκυνητάρι, όπου γινόταν η πρωινή προσευχή.
Οι ενέργειες για την προσθήκη μιας επιπλέον αίθουσας στο διδακτήριο ξεκίνησαν το 1962 με τις συντονισμένες προσπάθειες του Διευθυντή του Σχολείου Ιωάννη Σιωρά και του Προέδρου της Σχολικής Εφορείας Ερμιόνης Ευάγγελου Δημαράκη.[6]
Στις 4 Δεκεμβρίου 1962 ο Διευθυντής του Σχολείου Ιωάννης Β. Σιωράς υποβάλλει αίτηση προς τον Επιθεωρητή Δημοτικών Σχολείων Ναυπλίας – Ερμιονίδος Ιωάννη Γκρίλα για την εκπόνηση σχεδίου ανέγερσης νέας αίθουσας στο Δημοτικό Σχολείο Ερμιόνης. Την ανάγκη αυτή επιβεβαιώνει και η αίτηση του Προέδρου της Σχολικής Εφορείας Ευάγγελου Δημαράκη. Ο Επιθεωρητής Ιωάννης Γκρίλας[7] υποβάλλει τις αιτήσεις στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σημειώνοντας στο έγγραφο και τη δική του παράκληση, για την εκπόνηση σχεδίου επέκτασης του διδακτηρίου κατά μία αίθουσα.
Μετά παρέλευση 3/τίας περίπου και ενώ το θέμα, καθώς φαίνεται, δεν είχε καν εξετασθεί επανέρχεται με την υπ’ αρ. 29/18 Φεβρουαρίου 1965 αναφορά του ο Διευθυντής του Σχολείου Ιωάννης Σιωράς προς τον αναπληρωτή Επιθεωρητή του Νομού Αργολίδος, Γεώργιο Δρούγκα. Εκείνος με την από 461/26 Φεβρουαρίου 1965 αναφορά του προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ζητά να μάθει σε ποιο σημείο βρίσκονται οι ενέργειες για την επέκταση του διδακτηρίου.
Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Διεύθυνση Τεχνικής Υπηρεσίας) απαντά με το υπ’ αρ. 28613/3022/15 Μαΐου 1965 έγγραφό του προς τη Σχολική Εφορεία του Δημοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης ότι:
Αποστέλλει «την εκπονηθείσαν αρχιτεκτονικήν μελέτην υπό της ημετέρας Υπηρεσίας» ενημερώνοντας ταυτόχρονα «ότι αυτή παραμένει εις τον παρ’ ημίν Τμήμα Κατασκευών μη συντασσομένης της σχετικής οικονομικής μελέτης δια την δημοπράτησιν του έργου λόγω μη χορηγήσεως χρηματικής πιστώσεως υπό του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων».
Έναν χρόνο περίπου μετά άρχισαν να εκτελούνται οι εργασίες με ταχύ ρυθμό. Έτσι έχουμε την με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 1966 λεπτομερή τεχνική περιγραφή «της κατασκευής οικοδομικού σκελετού και στέγης προστιθεμένης αιθούσης» από τον υπομηχανικό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Χ. Περεσιάδη.
Ακολουθεί το υπ’ αρ 137284/22 Σεπτεμβρίου 1966 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Διεύθυνση Τεχνικής Υπηρεσίας, Διευθυντής Ορέστης Φιντακάκης) προς τη Σχολική Εφορεία Δημοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης με το οποίο «εγκρίνεται μελέτη κατασκευής οικοδομικού σκελετού και στέγης προσθήκης μιας αιθούσης εις το διδακτήριον του Δημοτικού Σχολείου. Ομοίως εγκρίνομε την εκτέλεσιν». Το έργο θα εκτελεσθεί από πόρους του Σχολικού Ταμείου του Δημοτικού Συμβουλίου Ερμιόνης μέχρι του ποσού των εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών και την επίβλεψη θα έχει η Τεχνική Υπηρεσία του Ν. Αργολίδας.[8]
Με το υπ’ αρ 10021/22 Μαρτίου 1967 του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τον Πρόεδρο της Σχολικής Εφορείας τον ενημερώνει ότι εγκρίνει τον μειοδοτικό διαγωνισμό που έγινε για την εκτέλεση του έργου με τελευταίο μειοδότη τον εμπειροτέχνη Οδυσσέα Τσακίρη «προσενεγκόντα έκπτωσιν 20% επί των τιμών του τιμολογίου».
Όπως όμως ήταν διαμορφωμένο το σχέδιο έκλεινε τη «μία (Δυτική) των δύο θυρών εισόδου του διδακτηρίου». Έτσι δεν ήταν εύκολη η είσοδος και η έξοδος μεγάλου αριθμού των μαθητών του Σχολείου. Αυτό επεσήμανε με την υπ’ αρ. 13/1 Ιουνίου 1967 αναφορά του ο Πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας Ευάγγελος Δημαράκης προς τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ζητώντας παράλληλα την τροποποίηση του σχεδίου προσθήκης της αίθουσας.
Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων απάντησε άμεσα με το υπ’ αρ. 75565/3 Ιουνίου 1967 (φαίνεται πως αυτά έγιναν, όπως λέμε, χέρι-χέρι) σημειώνοντας πάνω στο έγγραφο «δια ερυθράς μελάνης την αιτουμένην τροποποίησιν μεταθέσεως της εν λόγω αιθούσης».
Έναν χρόνο αργότερα έγινε ο οικοδομικός σκελετός από τον εμπειροτέχνη εργολάβο Οδυσσέα Τσακίρη και με έγγραφο της αρμόδιας αρχής (7 Ιουνίου 1968) εγκρίνεται και η πληρωμή του. Οι εργασίες ολοκλήρωσης του έργου προχώρησαν με κάθε νομιμότητα, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα.
Τις ξυλουργικές εργασίες της αίθουσας ανέλαβε ο Ερμιονίτης εμπειροτέχνης ξυλουργός Ευάγγελος Μουτσάτσος. Έτσι με έγκριση της υπ’ αρ. 5/69 απόφασης της Σχολικής Εφορείας, η οποία έγινε από τον αρμόδιο επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Ναυπλίας – Ερμιονίδος Δημήτριο Σ. Παπαδημητρίου, με την υπ’ αρ. 11081/23 Απριλίου 1969 απόφασή του «κοινοποιηθείσα αρμοδίως» αποφασίστηκε η πληρωμή του Ευάγγελου Μουτσάτσου. Η δαπάνη ανερχόταν στις είκοσι επτά χιλιάδες επτακόσιες τέσσερις και πενήντα (27.704,50) δραχμές, πληρώθηκε από το Σχολικό Ταμείο με βάση τον δεύτερο λογαριασμό πιστοποίησης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Ν. Αργολίδος και την εξουσιοδότηση ανάληψης του παραπάνω ποσού από την Εθνική Τράπεζα Κρανιδίου, στον ταμία της Σχολικής Εφορείας Λάζαρο Κρητικό.
Τον επόμενο χρόνο (1970) ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την επισκευή και την περίφραξη του διδακτηρίου, οι οποίες προχώρησαν με γρήγορους ρυθμούς. Την πρώτη απόφαση έλαβε η Σχολική Εφορεία του Δημοτικού Σχολείου Ερμιόνης, τη διαβίβασε προς έγκριση με το υπ’ αρ. 2784/13 Φεβρουαρίου 1970 έγγραφό της προς τον Επιθεωρητή Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ναυπλίας – Ερμιονίδος και εκείνος ενημέρωσε τη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που ενέκρινε με το από 25 Φεβρουαρίου 1970 έγγραφο την απόφαση επισκευής του διδακτηρίου.
Η πρώτη μειοδοτική δημοπρασία ανάθεσης του έργου έγινε στις 20 Μαρτίου 1970. Τελευταίος μειοδότης ήταν ο Παναγιώτης (Πάνος) Παπαμιχαήλ, ο οποίος και ανέλαβε το έργο αντί του ποσού των εκατόν πέντε χιλιάδων (105.000) δραχμών. Ο Νομάρχης Αργολίδας Θ. Μπουκουβάλας μέσω του αρμοδίου Επιθεωρητή Δημόσιας Εκπαίδευσης και με το 7649/3 Απριλίου 1970 έγγραφο ενέκρινε το πρακτικό της μειοδοτικής δημοπρασίας επισκευής του διδακτηρίου και της περίφραξης.
Τέλος, ο επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων με το από 24 Οκτωβρίου 1970 έγγραφό του ενέκρινε την 13/70 απόφαση της Σχολικής Εφορείας, ώστε να πληρωθεί δαπάνη εξήντα έξι χιλιάδων (66.000) δραχμών στον εμπειροτέχνη Παναγιώτη (Πάνο) Δημ. Παπαμιχαήλ εξουσιοδοτώντας τον ταμία της Σχολικής Εφορείας Λάζαρο Κρητικό για την ανάληψη του ποσού από την Εθνική Τράπεζα Κρανιδίου.[9] Το σχολείο στεγάστηκε σ΄ εκείνο το διδακτήριο μέχρι το 1999.
Τη 10/ετία 1999 – 2019 φιλοξενήθηκε σ’ αυτό το νεοσύστατο τότε Δημαρχείο της Πόλης, ενώ από το 2010, μετά την κατάργηση του Δήμου, στεγάζεται μέχρι σήμερα (2022) το Κοινοτικό Κατάστημα.
Υποσημειώσεις
[1] Μιχαήλ Αγγ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.
[2] 1953: Ήταν η χρονιά της φοίτησής μου στην Α΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου.
[3] Την έκθεση μάς την παραχώρησε η κα Ήρα Φραγκούλη – Βελλέ την οποία και ευχαριστούμε.
[4] Μιχ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.
[5] Ευσταθίου Γ. Στίκα: «Ανασκαφή Παλαιοχριστιανικής Ερμιόνης» Π.Α.Ε. 1955, σελ. 236-240.
[6] Ο εκπαιδευτικός Ιωάννης Σιωράς ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα αξιόλογος, ευθύς, σεμνός, πράος με εξαιρετικές πρακτικές δεξιότητες, πλούσιες διοικητικές γνώσεις και άριστη παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση. Εξίσου σοβαρός και δραστήριος, χωρίς μεγαλοστομίες και έπαρση ήταν και ο πρόεδρος της Σχολικής Εφορείας Ευάγγελος Δημαράκης, γι’ αυτό και η συνεργασία τους καρποφόρησε.
[7] Ο Επιθεωρητής Ιωάννης Γκρίλας, τον οποίο γνώριζα και προσωπικά, ήταν άριστος Παιδαγωγός, αυστηρός αλλά ακριβοδίκαιος με δημοκρατικές ιδέες. Εξέδιδε το παιδαγωγικό περιοδικό «Το Νέο Σχολείο» και εκτελούσε τα καθήκοντά του με ευσυνειδησία και ευπρέπεια.
[8] Πληροφορηθήκαμε ότι για την ανέγερση της 6ης αίθουσας του Σχολείου καταλυτική ήταν η βοήθεια του καθηγητή της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Πέτρου Στεριώτη, ο οποίος εκείνους τους χρόνους ήταν Υπουργός Οικονομικών. Ο Πέτρος Στεριώτης επισκεπτόταν συχνά την Ερμιόνη, παραθέριζε τα καλοκαίρια και του άρεσε να κάνει τη βόλτα του στο Μπίστι.
[9] Γ.Α.Κ. Νομού Αργολίδος: «Εκπαιδευτικά…», Φακ. 127.
Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου
Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου, «Σταθμοί στον χρόνο και την ιστορία (Τα τρία παλαιά διδακτήρια της Ερμιόνης)», Αθήνα, 2022.
Διαβάστε ακόμη:
- Η σύσταση και λειτουργία του «Παραρτήματος» του 1ου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Κρανιδίου και η ίδρυση του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Κρανιδίου (1880 – 1899)
- Οι δημοδιδάσκαλοι του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Διδύμων (1880-1899)
- Οι Δημοδιδάσκαλοι του 1ου Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Κρανιδίου των ετών 1880 -1899
- Οι «δημοδιδασκάλισσαι» του Δημοτικού Σχολείου Θηλέων Κρανιδίου των ετών 1880 -1899
- Το Σχολείο Συγγρού Ερμιόνης
- Η Σχολή της Singer στην Ερμιόνη
- Το Τριτάξιο Αστικό Σχολείο Κρανιδίου
- Το «Καποδιστριακό» Σχολείο Αρρένων Ερμιόνης
- Το Σύγγρειο Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης (Συγγρού)
Σχολιάστε