Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Θολωτοί Τάφοι’

Οι πρώτες εργασίες συντήρησης των θολωτών τάφων των Μυκηνών μέσω των αρχείων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων – Σταματούλα Μακρυπόδη


 

Οι εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης αρχιτεκτονικών μνημείων σήμερα απαιτούν αξιόλογη υποδομή σε επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, καθώς και τεχνολογικό εξοπλισμό. Για να πραγματοποιηθούν ακολουθούν μια σειρά αρχών επιστημονικής δεοντολογίας που είναι κατοχυρωμένες με διεθνείς συμβάσεις, αλλά και μια γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτεί υποβολή πολυσέλιδων μελετών, εγκρίσεις, τροποποιήσεις, τεκμηρίωση κάθε είδους.

Εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης των μνημείων στην Ελλάδα κρίθηκαν απαραίτητες πολλές φορές στο παρελθόν ακόμα και κατά τη διάρκεια της ανασκαφής τους για να προχωρήσει με ασφάλεια η έρευνα ή λίγο αργότερα, όταν διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος, στις οποίες εκτέθηκαν τα μνημεία μετά την ανασκαφή τους, λειτούργησαν καταστροφικά γι’ αυτά.

Μέσα από το αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων (ΔAAM) του νυν Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (παλαιότερα Γραφείο Αναστυλώσεως και Συντηρήσεως Αρχαίων Μνημείων του Υπουργείου Παιδείας) θα παρουσιάσουμε τις πρώτες προσπάθειες «διάσωσης» των Θολωτών Τάφων των Μυκηνών που συγκεντρώνονται κυρίως στα πρώτα πενήντα πέντε χρόνια του 20ου αι. [1]

Οι πληροφορίες που μας παρέχει το αρχείο της Διεύθυνσης Αναστήλωσης συνδυάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται με τις δημοσιευμένες εκθέσεις και αναφορές σε επιστημονικά περιοδικά της εποχής, αλλά και με τα στοιχεία που παρατίθενται στη σύγχρονη των έργων ή τη μεταγενέστερή τους βιβλιογραφία. [2]

Οι εννέα θολωτοί τάφοι των Μυκηνών ανεσκάφησαν την τελευταία τριακονταετία του 19ου αι. Οι περισσότεροι ήταν εκ των προτέρων ορατοί και τοποθετημένοι στους χάρτες της εποχής. Θα τους παρουσιάσουμε εν συντομία αναφέροντας παράλληλα επιγραμματικά τις επεμβάσεις στερέωσης και συντήρησης που έχουν πραγματοποιηθεί στον καθένα. [3]

  1. Ο τάφος των Κυκλώπων

Ο τάφος ήταν γνωστός από παλιά και ολοκληρωτικά συλλημένος κατά το παρελθόν. Καθαρίστηκε από τον Χρ. Τσούντα το 1891. Συμπληρωματική έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Α. Wace το 1922. Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ Ι περιόδου. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης στο παρελθόν.

  1. Ο τάφος του Επάνω Φούρνου

Χρήστος Τσούντας (1857-1934). Πρωτοπόρος της ελληνικής αρχαιολογίας, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός.

Γνωστός από παλιά και συλλημένος ήδη από την αρχαιότητα, ο τάφος ερευνήθηκε μερικώς από τον Χρ. Τσούντα το 1892, οπότε και αποκαλύφθηκε ο δρόμος, η εξωτερική πλευρά του στομίου και το ανώτερο μέρος του τοίχου του θαλάμου. Μελετήθηκε στα 1922 από τον Α. Wace μετά από καθαρισμό του δρόμου και ολοκληρωτική αποκάλυψη του στομίου. Επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης του ταφικού θαλάμου, η θόλος έμεινε ανεξερεύνητη ως το 1950. Τότε οι Wace και Hood την καθάρισαν ως το δάπεδο, αφού προηγήθηκε στερέωση του εσωτερικού τμήματος του υπερθύρου με τη βοήθεια ξύλινης δοκού [4] από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ της ΥΕ ΙΙ περιόδου και πριν το 1450 π.Χ.

  1. Ο τάφος του Αιγίσθου

Ο τάφος αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε μερικώς από τον Χρ. Τσούντα στα 1892. Τότε ήρθε στο φως μόνο το ανώτερο τμήμα του στομίου. To 1914 πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης στο στόμιο. Ο δρόμος, το στόμιο και τα δύο τρίτα του θαλάμου ερευνήθηκαν από τον Α. Wace κατά το 1922. Μεταξύ των ετών 1952-1954 οι Wace και Taylour ερεύνησαν τα πέριξ του τάφου. Στα 1955 και 1958 πραγματοποιήθηκε καθαρισμός του θαλάμου με παράλληλη ανάταξη και συμπληρωματική ανασκαφή στο δρόμο από τον Ι. Παπαδημητρίου. [5] Ο τάφος ήταν συλλημένος κατά την αρχαιότητα. Χρονολογείται στα τέλη της ΥΕ Ι ή στις αρχές της ΥΕ ΙΙ περιόδου.

  1. Ο τάφος της Παναγίας

Ονομάστηκε «Τάφος της Παναγίας» από τον Α. Wace λόγω της γειτνίασής του με το εκκλησάκι της Παναγίας, περίπου 150 μ. ΒΔ του Θησαυρού του Ατρέως. Ανακαλύφθηκε και ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στα 1887 και από τον Α. Wace στα 1922. Είχε συλληθεί κατά την αρχαιότητα. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙ περίοδο.

  1. Ο τάφος του Κάτω Φούρνου

Το ανώφλι του τάφου ήταν ήδη εμφανές όταν τον ανέσκαψε ο Χρ. Τσούντας το 1893. Ερευνήθηκε εκ νέου από τον A. Wace στα 1922. Δεν αναφέρονται εργασίες συντήρησης, παρά μόνο λήψη μέτρων για την προστασία του τάφου από τα όμβρια ύδατα με τη διάνοιξη δύο τάφρων πάνω από τη θόλο. [6] Ο τάφος χρονολογείται στα τέλη του 15ου αι. π.Χ.

  1. Ο τάφος των Λεόντων

Η μικρή απόσταση που τον χωρίζει από την Πύλη των Λεόντων συνέβαλε στην ονομασία του. Ο τάφος ήταν από παλιά γνωστός. Είχε συλληθεί κατά την αρχαιότητα. Ανεσκάφη από τον Χρ. Τσούντα στα 1892 και από τον Α. Wace στα 1922. Επανερευνήθηκε από τον Wace το 1954. Σύμφωνα με τον τελευταίο, το terminus ante quem για τη χρονολόγησή του είναι το τέλος της ΥΕ ΙΙ περιόδου. Δεν υπάρχουν αναφορές για την πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης.

  1. Ο τάφος των Δαιμόνων

Λόγω της άριστης κατάστασης διατήρησής του ονομάστηκε από τους Άγγλους αρχαιολόγους ο «τέλειος θολωτός τάφος». Εντοπίστηκε και ανασκάφηκε από τον Χρ. Τσούντα στα 1896. Ήταν συλλημένος ήδη από την αρχαιότητα. Ερευνήθηκε εκ νέου από τον Α. Wace στα 1921. Η έρευνα ολοκληρώθηκε από τον ίδιο την επόμενη χρονιά. Ο τάφος χρονολογείται στις αρχές του 14ου αι. π.Χ., λίγο μετά τα 1400 π.Χ. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης.

  1. Ο τάφος της Κλυταιμήστρας

Αρχικά ονομάστηκε «ο θησαυρός της κας Σλήμαν», επειδή τον ανέσκαψε πρώτη η Σοφία Σλήμαν. Την ονομασία που επικράτησε – «Τάφος της Κλυταιμήστρας» – την οφείλει στην τοπική παράδοση. Η Σοφία Σλήμαν άρχισε την ανασκαφή στον τάφο το 1876. Ο τάφος είχε ερευνηθεί γύρω στα 1808 από το Βελή Πασά του Ναυπλίου, στον οποίο πιθανώς οφείλεται η κατάρρευση του άνω μέρους της θόλου. Την ανασκαφή της Σοφίας Σλήμαν συνέχισε ο Χρ. Τσούντας στα 1891-1892 και το 1897. Μετά τις εργασίες στερέωσης στο δρόμο και το στόμιο[7], ο Α. Wace επιχείρησε μικρής έκτασης έρευνα κάτω από τους τοίχους το 1921, της οποίας τα αποτελέσματα ανακοίνωσε το 1922. Το 1950 με την ευκαιρία της αποδόμησης και της ανάταξης του ανατολικού τοίχου του δρόμου που κινδύνευε να καταρρεύσει και την αποκατάσταση της κορυφής της θόλου που είχε καταστραφεί από το Βελή Πασά, έγιναν νέες παρατηρήσεις από τους Ι. Παπαδημητρίου και Α. Wace. Συμπληρωματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα πέριξ από τους Hood και Taylour το 1952 και 1953. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο θολωτό τάφο είχαν πραγματοποιηθεί – ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή – εργασίες επισκευής του δυτικού τοίχου του δρόμου, ίχνη της οποίας είναι ορατά μέχρι σήμερα. Ο τάφος χρονολογείται από τον A. Wace γύρω στα 1300 π.Χ. και από τον Γ. Μυλωνά περίπου στα 1220 π.Χ.

  1. Ο θησαυρός του Ατρέως

Heinrich Schliemann

Είναι γνωστός και ως «τάφος του Αγαμέμνονος». Ο τάφος ήταν από παλιά γνωστός και για το λόγο αυτό έπεσε θύμα πολλών σποραδικών ανασκαφών, ανάμεσα στις οποίες αναφέρονται αυτές του Λόρδου Elgin γύρω στα 1800. Ακολούθησε η πρώτη έρευνα του Ερρρίκου Σλήμαν στα 1873. Το 1878 ο Ι. Σταματάκης πραγματοποίησε καθαρισμό του δρόμου και του εσωτερικού του τάφου. Στα 1920 και 1921 ο A. Wace διεξήγαγε έρευνα σε διάφορα σημεία και μελέτησε εκ νέου την αρχιτεκτονική. Το 1939 και το 1955 μελέτησε με διερευνητικές τομές τη στρωματογραφία του τύμβου του τάφου. Ο Θησαυρός του Ατρέως είναι από τους καλύτερα σωζόμενους θολωτούς τάφους των Μυκηνών.

Από όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνουμε ότι οι θολωτοί τάφοι των Μυκηνών υπέστησαν επεμβάσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας, προκειμένου να διασωθούν από περαιτέρω φθορά, να διασφαλιστούν οι συνθήκες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας χωρίς την απειλή κατάρρευσης αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και να διαφυλαχθεί το αυθεντικό υλικό, αλλά και η μορφή των μνημείων.

Αν εξαιρέσουμε τις μικρής έκτασης εργασίες «άμεσης διάσωσης», όπως για παράδειγμα τη λήψη μέτρων προστασίας για την απομάκρυνση των ομβρίων που απειλούσαν τον τάφο του Κάτω Φούρνου και την πρόχειρη στερέωση του υπερθύρου του τάφου του Επάνω Φούρνου, σημαντικότερες εργασίες συντήρησης πραγματοποιήθηκαν στους τάφους Αιγίσθου και Κλυταιμήστρας.

Το 1915 στερεώθηκε με κτιστή κατασκευή το ανώφλι του θολωτού τάφου του Αιγίσθου που είχε διαρραγεί. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε εργασίες αναστηλώσεως ορισμένων τμημάτων «των τοίχων παρά την είσοδον» προς στερέωση κυρίως του μεγάλου λίθου ανωφλίου της εισόδου [8]. Επισημαίνεται ότι η ανασκαφή Τσούντα δεν ολοκληρώθηκε, επειδή υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης της ανατολικής παρειάς της θόλου. Η στερέωση του υπερθύρου επέτρεψε να συνεχιστεί με ασφάλεια η ανασκαφή από την Αγγλική Σχολή το 1923. [9]

Τα έτη 1953-1955 πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες, με χρηματοδότηση από το κληροδότημα Φαρμά, από τον καθηγητή Α. Ορλάνδο και τον επιθεωρητή αναστηλώσεως Ε. Στίκα. Οι καθαρισμοί και οι ανασκαφές που προηγήθηκαν για να διευκολύνουν τις αναστηλωτικές εργασίες έδωσαν σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο δόμησης της θόλου. Το ανατολικό τμήμα της θόλου είχε παραμείνει άσκαφο για λόγους ασφαλείας. Μετά την ανασκαφή διαπιστώθηκε η εξαιρετική κατάσταση διατήρησής του, καθώς και η παρουσία «ισχυρού συνδετικού μίγματος» μεταξύ των λίθων του κατωτέρω δόμου. [10]

Μεγαλύτερης έκτασης εργασίες καταγράφονται για τον τάφο της Κλυταιμήστρας. Στο μνημείο πραγματοποιήθηκαν μικρές επεμβάσεις κατά το 1897. Αποκαταστάθηκε ο αποστραγγιστικός αγωγός που αρχίζει από το εσωτερικό του τάφου και συνεχίζει κατά μήκος του δρόμου. Αφαιρέθηκαν οι πώρινες καλυπτήριες πλάκες του για να καθαριστεί το εσωτερικό του και ακολούθως επανατοποθετήθηκαν. Οι αρμοί επιχρίσθηκαν με «ασβέστη». Ο αγωγός αυτός όμως δεν ετέθη σε λειτουργία, καθώς για την απομάκρυνση των υδάτων από το εσωτερικό του τάφου χτίστηκε, επάνω στον πώρινο, νέος αγωγός από αργολιθοδομή.[11]

Οι αναστηλωτικές εργασίες του 20ου αι. πραγματοποιήθηκαν – βάσει των υπαρχουσών μαρτυριών – σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη τοποθετείται μεταξύ των ετών 1907 και 1916 και η δεύτερη μεταξύ των ετών 1950 – 1951.

Κατά την πρώτη περίοδο φαίνεται ότι έγιναν επεμβάσεις στο εσωτερικό του τάφου, ενώ παράλληλα στερεώθηκαν με ξύλινες δοκούς οι τοίχοι του δρόμου που είχαν υποστεί βλάβες από τα όμβρια ύδατα που περνούσαν πίσω από αυτούς. Τότε τοποθετήθηκε μεταλλική σκαλωσιά στην είσοδο [12]. Το 1907 [13] αναφέρεται ότι επισκευάστηκε το αριστερό ήμισυ του τάφου με την αφαίρεση των σαθρών λίθων και την αντικατάστασή τους από νέους και ότι καθαρίστηκε ο τάφος από τους πεσμένους ογκολίθους και τα χώματα «μέχρι του στερεού».

Στα χρόνια που ακολούθησαν [14] αναφέρονται μικρής διάρκειας εργασίες για στερέωση και «υποστήριξη» του τάφου, χωρίς να διευκρινίζεται πάντοτε ότι πρόκειται για τον συγκεκριμένο θολωτό τάφο, ενώ εκφράζεται η λύπη για τη μη ολοκλήρωση των εργασιών, «διότι αἱ βλάβαι τοῡ σπουδαίου τούτου μνημείου εἶναι πολύ μεγάλαι». [15]

Οι επεμβάσεις αυτές συνίστανται σε συμπληρώσεις των διαβρωμένων λίθων με νέο υλικό, όπου υπήρχε μεγάλης έκτασης φθορά, και πλήρωση των αρμών με τσιμέντο (βλ. Παρακάτω τα στοιχεία του αρχείου της ΔΑΑΜ). Την ανάγκη ολοκλήρωσης των εργασιών αυτών, κάποιες εκ των οποίων είχαν προσωρινό και προληπτικό χαρακτήρα, επιβεβαιώνει έγγραφο του 1921, με το οποίο προτείνεται η αντικατάσταση του ξύλινου ικριώματος του δρόμου. [16] Ο Ι. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι κατά το 1916 είχε πραγματοποιηθεί «συναρμογή των διαβρωθέντων λίθων της θόλου» και εξάγει το συμπέρασμα ότι η πλήρης αναστήλωση είναι δυνατή και όχι τόσο δαπανηρή λόγω της διάσωσης όλων σχεδόν των λίθων των άνω δόμων της θόλου. [17]

Κατά τη δεύτερη περίοδο των επεμβάσεων πραγματοποιήθηκε η ανάταξη του ανατολικού τοίχου του δρόμου και η αποκατάσταση της κορυφής της θόλου με χρήση των αρχαίων λίθων που είχαν καταπέσει μέσα στο θάλαμο. Των εργασιών αυτών προηγήθηκαν έγγραφες αναφορές, στις οποίες εκφράζονταν οι φόβοι για κατάρρευση του τάφου λόγω της ανεπάρκειας, αλλά και της φθοράς των πρόχειρων κατασκευών που είχαν τοποθετηθεί κατά το παρελθόν προληπτικά για τη στερέωσή του. [18]

Σύντομη έκθεση του Ι. Παπαδημητρίου περιγράφει εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το Μάιο του 1950 με δαπάνη της Υπηρεσίας Αναστυλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό τη διεύθυνση του ιδίου και την επίβλεψη του επιμελητή Φ. Πέτσα. [19] Σκοπός των εργασιών ήταν κυρίως η ανάταξη του ανατολικού τοίχου του δρόμου που παρουσίαζε επικίνδυνη κλίση λόγω της αποσάθρωσης των ξύλινων στηριγμάτων που είχαν τοποθετηθεί παλαιότερα. Απομακρύνθηκαν οι λίθοι του τοίχου και ανατάχθηκαν με υποδειγματική μέθοδο, καθώς κατά την απομάκρυνσή τους, αριθμούνταν και στοιβάζονταν με τρόπο που επέτρεπε την επανατοποθέτησή τους στην αρχική τους θέση. Η πραγματοποίηση επεμβάσεων στον ανατολικό τοίχο εικονίζεται και σε φωτογραφία της εποχής. [20] Η μέριμνα αυτή μαρτυρεί την ευσυνειδησία των αναστηλωτών να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν τη διατήρηση του αυθεντικού υλικού και της αρχικής μορφής του μνημείου, όπως προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις που διέπουν σήμερα τις επεμβάσεις συντήρησης σε μνημεία.

Ο Ι. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκαν εργασίες μεταξύ του ανατολικού τοίχου του δρόμου και του αναλημματικού τοίχου που αποκάλυψαν οι ανασκαφές στα ανατολικά αυτού, ο οποίος προοριζόταν για την ανακούφιση του τοίχου του δρόμου από τις ωθήσεις των γαιών. [21] Ανατάχθηκε και αυτή η κατασκευή με πλήρωση του κενού μεταξύ του τοίχου του δρόμου και του αναλημματικού τοίχου με τσιμεντοκονίαμα αναμεμειγμένο με μικρούς λίθους σε στρώματα. Η συνοχή μεταξύ τους εξασφαλίστηκε με την τοποθέτηση λίθων σε οδοντωτή διάταξη, ενώ η συνοχή με τον αναλημματικό τοίχο με οπές που ανοίχτηκαν σε αυτόν. [22]

Την ίδια εποχή τοποθετήθηκαν στη θέση τους οι δύο λίθοι του κατωφλίου, οι οποίοι είχαν εξωθηθεί προς τα επάνω. Στις εκθέσεις των εργασιών αναφέρεται ότι διασώζονταν όλοι οι λίθοι των άνω δόμων της θόλου. Παράλληλα εντοπίστηκαν τμήματα του γλυπτού διακόσμου της εισόδου του τάφου. Ο Ι. Παπαδημητρίου εκφράζει τη στεναχώρια του για τη μη ολοκλήρωση της αναστήλωσης ελλείψει πιστώσεων, «αίτινες εδόθησαν εκ των γλίσχρων πόρων της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως άνευ της αναμενόμενης χρηματικής αρωγής του σχεδίου ανασυγκροτήσεως». [23] Στην ανωτέρω έκθεση του Ι. Παπαδημητρίου προτείνεται η ολοκληρωτική αναστήλωση του μνημείου για την αποφυγή της ολοκληρωτικής καταστροφής.

Πράγματι το 1951 πραγματοποιήθηκε αποκατάσταση του ανώτερου τμήματος της θόλου από τον αρχιτέκτονα της Διεύθυνσης αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας Ε. Στίκα. [24] Η επέμβαση αυτή έγινε υπό τη διεύθυνση του Ορλάνδου και την επίβλεψη του Ε. Στίκα, βάσει παλαιότερης μελέτης του δεύτερου, με την οποία είχε δείξει ότι ο σχεδιασμός του μνημείου είχε περισσότερα του ενός κέντρα χάραξης και ότι η θόλος είχε το ίδιο σχήμα με αυτή του θησαυρού του Ατρέως, υπολογίζοντας τους πεσμένους λίθους του ανώτερου τμήματος. Για την αποκατάσταση χρησιμοποιήθηκαν οι πεσμένοι – στο εσωτερικό του τάφου – λίθοι που προέρχονταν από τη θόλο, αλλά και νέοι λίθοι που εξορύχθηκαν από τα λατομεία της περιοχής. [25] Το ποσοστό νέου υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την ανάταξη της θόλου πρέπει να ήταν μεγάλο καθώς από τα 170 τρέχοντα μέτρα του αναστηλωμένου τμήματος μόνο τα 37 μ. προέρχονταν από αυθεντικό υλικό. [26]

Τέλος αποκαταστάθηκε ο τύμβος που κάλυπτε το μνημείο. Κατά τη διάρκεια εργασιών αποκατάστασης του τύμβου, που δρομολογήθηκε χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή της γύρω περιοχής, αποκαλύφθηκε ο ταφικός περίβολος Β στα ΒΔ του μνημείου.

Στην έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών «Α. Ορλάνδος, ο άνθρωπος και το έργο του» αναφέρεται ότι ο μεγάλος αναστηλωτής πραγματοποίησε στερέωση και καθαρισμό στο θησαυρό του Ατρέως, αλλά και όλων των άλλων θολωτών τάφων των Μυκηνών. [27] Είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιήθηκαν εργασίες μικρής ίσως έκτασης και σε άλλους θολωτούς τάφους χωρίς να υπάρχουν αναλυτικές εκθέσεις.

Στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών των θολωτών τάφων των Μυκηνών οφείλουμε να συμπεριλάβουμε μια επιπλέον εργασία που δεν αποτελεί επέμβαση στο πεδίο, αλλά πραγματοποιήθηκε στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και είναι εξίσου σημαντική. Κατά το 1940-41, είχε διαταχθεί από το Υπουργείο Παιδείας η εσπευσμένη ασφάλιση των αρχαιοτήτων, αφού η χώρα είχε εμπλακεί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σπυρίδων Μαρινάτος είχε αναλάβει την ασφάλιση της μυκηναϊκής συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. [28] Ανάμεσα στα αντικείμενα που τακτοποιούσε σε κιβώτια εντόπισε τμήματα του γλυπτού διακόσμου του Θησαυρού του Ατρέως. Με την εθελοντική συμμετοχή του Α. Wace κατόρθωσαν να προσαρμόσουν αρκετά από αυτά. Συντάχθηκε μια μικρή μελέτη των δύο και τα αποτελέσματα εστάλησαν με επιστολή στο Robertson, ο οποίος και δημοσίευσε σύντομη έκθεση. [29] Η αναζήτηση της θέσης των τμημάτων αυτών στο μνημείο και

μια μικρή ανασκαφική έρευνα που αποκάλυψε επί τόπου κατεργασία γυψολίθου έδωσαν ώθηση στη διατύπωση μιας σειράς προβληματισμών σχετικά με την αποκατάσταση των προσόψεων των δύο μεγάλων θολωτών τάφων, του θησαυρού του Ατρέως και του τάφου της Κλυταιμήστρας, αλλά και τη θέση των σωζόμενων αρχιτεκτονικών μελών των προσόψεων των μνημείων.

Παραθέτουμε παρακάτω χρονολογικά τις εργασίες, διοικητικές ενέργειες, αλλά και επεμβάσεις στο πεδίο, όπως προκύπτουν από το αρχείο εγγράφων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων (ΔΑΑΜ):

 

Στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του αρχείου εγγράφων της Διεύθυνσης

Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων

 

  1. Στις 27/6/1910 ζητείται να εγκριθούν 1500 δρχ. για την επισκευή του τάφου της Κλυταιμήστρας.
  2. Στις 16/7/1911 ζητείται η έγκριση της μετάβασης δύο λιθοξόων στις Μυκήνες για τις εργασίες που πραγματοποιούνται στον τάφο της Κλυταιμνήστρας.
  3. Στις 5/8/1911 υποβάλλονται οι καταστάσεις αγοράς τσιμέντου για την υποστήριξη του τάφου της Κλυταιμήστρας, πράγμα που πιστοποιεί την χρήση τσιμέντου στις αναστηλωτικές εργασίες. (έγγραφο του Χ. Κτενά προς τον Διευθυντή του Αρχιτεκτονικού γραφείου του Υπ. Εκκλησιαστικών).
  4. Στις 13/8/1921 προτείνεται η ανακαίνιση του ξύλινου ικριώματος του δρόμου του τάφου της Κλυταιμήστρας. Παράλληλα προτείνεται η κατεδάφιση και ανοικοδόμηση «αμφοτέρων των εκατέρωθεν τοίχων». Επισημαίνεται ότι θα είναι επέμβαση χρονοβόρα και ότι θα καταστραφεί αρχαίο υλικό, του οποίου το μόνο πρόβλημα είναι η «παρέκκλιση από την κατακόρυφο». (έγγραφο του Μπαλάνου προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών).
  5. Στις 4/10/1921 αναφέρεται ότι τοποθετήθηκε σκαλωσιά στον τάφο της Κλυταιμήστρας, χωρίς να διευκρινίζεται πού ακριβώς.
  6. Στις 13/12/1929 ζητείται η έγκριση ποσού 10.000 δρχ. για τις αναγκαίες εργασίες στερέωσης του δρόμου του Τάφου της Κλυταιμήστρας με προθεσμία ολοκλήρωσης διμήνου (τμήμα αρχαιολογίας προς Ορλάνδο).
  7. Στις 22/2/1936, κατατίθεται αναφορά του Eφόρου της Αρχαιολογικής Περιφέρειας ότι «κατέπεσεν ο ανατολικός τοίχος του πρώτου τάφου δεξιά τω εισερχομένω» με παράκληση να μεταβεί ο Α. Ορλάνδος. (Επειδή η είσοδος του αρχαιολογικού χώρου τότε πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή της πύλης των Λεόντων, ο «τοίχος» που κατέπεσε πρέπει να ανήκε στον τάφο του Αιγίσθου. Εξάλλου μεταγενέστερα στοιχεία αποδεικνύουν ότι τα ξύλινα ικριώματα του τάφου της Κλυταιμήστρας παρέμεναν να συγκρατούν τους ετοιμόρροπους τοίχους του δρόμου ως το 1949).
  8. Στις 15/2/1940 κατατίθεται αναφορά της Τουριστικής Αστυνομίας. Αναφέρεται ότι το ξύλινο υποστήριγμα του τάφου της Κλυταιμήστρας «κατέστη σεσηπός» και άρχισε να καταρρέει με αποτέλεσμα «να απειλείται και η κατάρρευση του τάφου».
  9. Στις 27/2/1940, κατά την 23η συνεδρίαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, λέγεται ότι είναι επείγουσες οι εργασίες στερέωσης των τάφων Ατρέως και Κλυταιμήστρας.
  10. Στις 24/2/1947 αναφέρεται ότι έγινε αλλαγή της δοκού στην είσοδο, αλλά προτείνεται αντικατάσταση με σιδερένιες δοκούς κάθετες και εγκάρσιες.
  11. Στις 14.12.1949 διαβιβάζεται η υπ’ αρ. 98/1949 πράξη του Aρχαιολογικού Συμβουλίου για την ανάγκη λήψης μέτρων προστασίας των αρχαίων των Μυκηνών που υπέστησαν βλάβες από τις καταρρακτώδεις βροχές του Νοεμβρίου και η υπ’ αρ. 116 έκθεση του εφόρου της Β΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας Ι. Παπαδημητρίου. Το απόσπασμα της πράξης του Αρχαιολογικού Συμβουλίου αναφέρει ότι «κατέστη ετοιμόρροπος ο θολωτός τάφος της Κλυταιμήστρας, του οποίου ο ξύλινος σκελετός αντιστηρίξεως των τοίχων έχει σχεδόν καταστραφεί. Τα ξύλα αποσπώνται το ένα κατόπιν του άλλου με άμεσο κίνδυνο μεγαλυτέρων ανεπανορθώτων ζημιών». Το Συμβούλιο εγκρίνει τη λήψη μέτρων.

Φαίνεται ότι όλες αυτές οι προσπάθειες, οι εκκλήσεις και η ανησυχία είχαν ως αποτέλεσμα τις εκτεταμένες εργασίες των ετών 1950-58 στους Θολωτούς τάφους Κλυταιμήστρας και Αιγίσθου.

Όσα προαναφέρθηκαν παρουσιάζουν με εύγλωττο τρόπο την ανησυχία και τη μέριμνα των ιθυνόντων για την προστασία των μνημείων σε χρονικές περιόδους ιδιαίτερα δύσκολες, εν μέσω πολέμων και οικονομικών δυσχερειών. Επιβεβαιώνεται η μέριμνα για τη διατήρηση του αυθεντικού υλικού και της αρχικής μορφής των μνημείων στο μέτρο του δυνατού, καθώς και η λήψη μέτρων για εργασίες στερέωσης μέχρις ότου βρεθούν οι οικονομικοί πόροι και τα μέσα για πιο δραστικές και μόνιμες επεμβάσεις.

 

Υποσημειώσεις


[1] Ευχαριστώ θερμά το Διευθυντή της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων κο Δημοσθένη Σβολόπουλο για τη χορήγηση της άδειας έρευνας του αρχείου της Διεύθυνσης και την αρχαιολόγο της ΔΑΑΜ κα Σοφία Σπυροπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της.

[2] Το κείμενο που κατατίθεται είναι ουσιαστικά εκείνο της παρουσίασής μου κατά τη διάρκεια της διημερίδας, καθώς ο περιορισμένος σχετικά χρόνος που μεσολάβησε από την πραγματοποίηση της διημερίδας μέχρι την παράδοση των κειμένων δεν επέτρεψε την ολοκληρωμένη σύνταξη και τη φωτογράφηση των εγγράφων των στοιχείων της ΔΑΑΜ που θα πλαισίωναν για εποπτικούς λόγους το κείμενο. Ολοκληρωμένη παρουσίαση της έρευνας προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί προσεχώς.

[3] Τα περισσότερα στοιχεία που παρατίθενται για τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών (χρονικό της ανασκαφής, χρονολόγηση κτλ.), αντλήθηκαν από το έργο του O. Pelon, Tholoi, tumuli et cercles funeraires, 157-175. 

[4] Wace 1953, 69, πιν. 24 b.

[5] Παπαδημητρίου 1955, 218.

[6] Κτενάς 1915, 54.

[7] Κτενάς 1915, 53-54

[8] Κτενάς 1915, 54. Wace 1921-22, 296.

[9] Wace 1949, 38.

[10] ΠΑΕ 1955, σ. 220.

[11] ΠΑΕ 1897 σελ. 25

[12] Wace 1921-23, σ. 359, εικ. 77.

[13] ΠΑΕ 1907, σ. 61. Υποθέτουμε ότι ελήφθη κάποια μέριμνα για τη φύλαξη των λίθων που ήταν πεσμένοι στο εσωτερικό και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να γίνουν οι υπολογισμοί του Ε. Στίκα, που οδήγησαν αργότερα στην αποκατάσταση του ανώτερου τμήματος της θόλου.

[14] ΠΑΕ 1908, 65. ΠΑΕ 1909, 63. ΠΑΕ 1910, 64.

[15] ΠΑΕ 1910, 64.

[16] Βλ. παρακάτω σ. 11 τον κατάλογο των εργασιών που προκύπτουν από τα αρχεία της ΔΑΑΜ., αρ. 4.

[17] Παπαδημητρίου 1948-49, 45.

[18] Βλ. στοιχεία του αρχείου της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων κατά τα έτη 1929- 1949 σελ. 11, αρ. 8, 9 και11.

[19] Παπαδημητρίου 1948-49, 43.

[20] Wace 1955, πιν. 32 b. 33 a. 34 a,b.

[21] Βλ. Ανωτέρω: Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τοίχο στα ανατολικά του ανατολικού τοίχου του δρόμου, κατασκευασμένο από αργολιθοδομή. Μεταξύ αυτού και του ανατολικού τοίχου του δρόμου υπήρχε γέμισμα από μικρούς λίθους και «αδιάβροχο χώμα». Όλη αυτή η κατασκευή προοριζόταν για την ανακούφιση του ανατολικού τοίχου του δρόμου από τις ωθήσεις των γαιών (σύμφωνα με τον Χρ. Τσούντα) ή για την εξασφάλιση της στεγανότητας του τοίχου του δρόμου (σύμφωνα με τον Α. Wace).

[22] Wace 1955, πιν. 32 b.

[23] Παπαδημητρίου 1948-49 σ. 43.

[24] ΠΑΕ 1951, σ. 25.

[25] Η προμήθεια λίθων από τα αρχαία λατομεία της περιοχής των Μυκηνών για τις αναστηλωτικές εργασίες αναφέρεται στα χρονικά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το έτος 1951 (BCH 1952 σ. 220, εικ. 18,19, πιν. LXXVI, 1952 (φωτογραφία εργασιών).

[26] Wace 1955 σ. 198.

[27] Σ. 439.

[28] Παπαδημητρίου 1953-54 Ι, σ. 11-23.

[29] Robinson 1941, 14-16.

 

Συντομογραφίες – Βιβλιογραφία


 

  • Αναστάσιος Ορλάνδος 1978: Αναστάσιος Ορλάνδος: ο άνθρωπος και το έργον του. Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών (1978).
  • BCH 1951: De Santerre, H., “Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques en Grece en 1950”, BCH 1951, σ. 101-129 και συγκεκριμένα σ. 113.
  • BCH 1952: Courbin, P.,”Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques en Grece en 1951”, BCH 1952, σ. 201-247 και συγκεκριμένα σ. 218-221.
  • Κτενάς 1915: Κτενάς Χ., «Περί της στερεώσεως των αρχαίων μνημείων Μυκηνών», ΑΔ 1915, Παράρτημα, σ. 53-54.
  • Μαρινάτος 1953-54: Μαρινάτος Σπ., «Μικραί έρευναι εν Μυκήναις» ΑΕ, 1953-54 Ι, σ. 9-24.
  • Robinson 1941: Robinson, “New light on the facade of the Treasury of Atreus”, JHS 62, 1941, σ. 14-16.
  • ΠΑΕ 1907: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1907», ΠΑΕ 1907, σ. 51-74 και συγκεκριμένα σ. 61.
  • ΠΑΕ 1908: Καββαδίας Π., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1908», ΠΑΕ 1908, σ. 51-69 και συγκεκριμένα σ. 65.
  • ΠΑΕ 1909: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1909, ΠΑΕ 1909, σ. 57-67 και συγκεκριμένα σ. 63.
  • ΠΑΕ 1910: Τσούντας Χρ., «Έκθεσις των Πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1910» ΠΑΕ 1910, σ. 53-66 και συγκεκριμένα σ. 64.
  • ΠΑΕ 1951: Ορλάνδος Α., «Έκθεσις περί του έργου της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», ΠΑΕ 1951, σ. 1-39 και συγκεκριμένα σ. 25.
  • Παπαδημητρίου 1948-49: Παπαδημητρίου Ι., «Αναστηλωτικαί εργασίαι εν Μυκήναις», ΑΕ 1948-49, Αρχαιολογικά Χρονικά σ. 43-48.
  • Παπαδημητρίου 1955: Παπαδημητρίου Ι., «Ανασκαφαί εν Μυκήναις», ΠΑΕ 1955 (1960), σ. 217-232.
  • Pelon 1976: Pelon O., Tholoi, tumuli et cercles funeraires, Παρίσι 1976.
  • Wace 1953: Wace A., Hood. S., “Mycenae 1939-1952. Part IV. The Epano Phournos Tholos Tomb”, BSA 48, 1953, σ. 69-83.
  • Wace 1921-23: Wace A., “Mycenae. The Tholos Tombs. The Tomb of Clytemnestra”, BSA 25, 1921-23, σ. 357-376.
  • Wace 1949: Wace, A., Mycenae. An Archaeological History and Guide, Princeton, 1949.
  • Wace 1955: Wace A., Mycenae 1939-1954. Part III. Notes on the Construction of the “Tomb of Clytemnestra”, BSA 50, 1955, σ., 194-198, πιν. 32-35.

 

Σταματούλα Μακρυπόδη,

 Αρχαιολόγος,

Νομισματικό Μουσείο

 

Διημερίδα «Η Ιστορική και αρχαιολογική ερευνά στην Πελοπόννησο, όπως προκύπτει από τα αρχεία των Γ.Α.Κ. Νομών Πελοποννήσου και αρχεία άλλων φορέων». Τρίπολη, 04 & 05 Οκτωβρίου 2013. Πρακτικά. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 2014.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Οι Θολωτοί Τάφοι των Μυκηνών


 

Οι Μυκήνες  αποτελούν το σημαντικότερο αρχαιολογικό  χώρο της Πελοποννήσου και έναν από τους πιο σημαντικούς της Ελλάδας, γνωστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Oι Mυκήνες ήταν κατοικημένες από το 2.500 π.X. Η λαμπρότερη όμως εποχή της ιστορίας και της ακμής τους συμπίπτει με την Ύστερη Εποχή του Xαλκού από το 1600 μέχρι το 1110 π.X. περίπου. Στην περίοδο αυτή αντιστοιχούν και τα περισσότερα ορατά μέχρι σήμερα οικοδομικά λείψανα.

O λόφος των Mυκηνών, που έχει υψόμετρο 280 περίπου μέτρα από τη θάλασσα, καλύπτει μία έκταση 30 περίπου στρεμμάτων, που περικλείεται από κυκλώπεια τείχη, τα οποία ακολουθούν ουσιαστικά το φυσικό σχηματισμό του λόφου. Tο μέσο πάχος των τειχών είναι 5,20 περίπου μέτρα, ενώ το αρχικό ύψος τους υπολογίζεται στα 12 μέτρα. Το τείχος αρχικά ήταν κτισμένο με ακανόνιστους και ακατέργαστους ογκόλιθους και τα κενά, που σχηματίζονταν μεταξύ των ογκόλιθων, τα γέμιζαν με μικρότερες πέτρες και πηλό. Αργότερα προστέθηκαν τμήματα χτισμένα με ακανόνιστους λίθους, που εφάπτονται μεταξύ τους χωρίς να αφήνουν κενά, και στην τελευταία φάση χτίζονται με πελεκημένους ογκόλιθους σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, που εφάπτονται αρμονικά μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό σημείο, όπου μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα και τις τρεις τεχνικές κατασκευής των μυκηναϊκών τειχών, είναι το τμήμα του τείχους νοτιοδυτικά της Πύλης των Λεόντων.

 

Τείχη Μυκηνών

Τείχη Μυκηνών

 

Η αρχαία πόλη των Μυκηνών ήταν χτισμένη σε σπουδαίο στρατηγικό σημείο μεταξύ δυο κορυφών, του προφήτη Ηλία και της Σάρας, που εποπτεύει τη σπουδαιότερη οδική αρτηρία μεταξύ Άργους, Φλειούντα, Νεμέας, Κλεωνών και Κορίνθου, η οποία περνούσε από τους δυτικούς πρόποδες του λόφου.

Μυκήνες -  Porta di Micene, λιθογραφία,  αρχές 19ου αιώνα

Μυκήνες – Porta di Micene, λιθογραφία, αρχές 19ου αιώνα

Ιδρυτής των Μυκηνών ήταν ο Περσέας, ο οποίος ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες  είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης (μύκης = θήκη) του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκάλυψε μια πηγή με άφθονο νερό, την Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός μύκητα (μύκης = μανιτάρι). Άλλοι θεωρούν ότι η ετυμολογία της λέξης Μυκήνες προέρχεται από τη λέξη μυχός (= το πιο βαθύ και εσωτερικό σημείο ενός πράγματος, μιας τοποθεσίας, κλπ) και προσδιορίζει τη φυσική της θέση. Αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν το όνομα Μυκήνες στην ηρωίδα Μυκήνη, κόρη του Ινάχου, μυθολογικού βασιλιά του Άργους. Τέλος κάποιοι γλωσσολόγοι τη συσχετίζουν με το τοπωνύμιο Μυκαλησσός και Μύκαλη, τα οποία θεωρούνται προελληνικά.

Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση τον ιδρυτή των Μυκηνών Περσέα (γιο του Δία και της Δανάης) διαδέχτηκαν στο θρόνο ο γιος του Σθένελος και ύστερα ο Ευρυσθέας, γνωστός από τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο σκότωσε ο γιος του Ηρακλή, ο Ύλλος. Έτσι τη δυναστεία των Περσειδών διαδέχτηκε η δυναστεία των Πελοπιδών. Απόγονος της δυναστείας αυτής ήταν ο Ατρέας, πατέρας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου και ιδρυτής της γενιάς των Ατρειδών. Στα χρόνια της βασιλείας του Αγαμέμνονα, που ήταν αδελφός του Μενέλαου βασιλιά της Σπάρτης- και αρχηγός της εκστρατείας στη Τροία, το κράτος των Μυκηνών έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του. Ο Όμηρος, ο πρώτος που ανέφερε τις Μυκήνες, περιγράφει τους πλατείς δρόμους τους, τα ωραία οικοδομήματα και τον πλούτο τους.

Μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών, η οποία πραγματοποιήθηκε στο διάστημα της βασιλείας του Tισσαμενού, ο οποίος ήταν γιος του Ορέστη και εγγονός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, οι Μυκήνες περιήλθαν σε δεύτερη μοίρα και σημαντικότερη πόλη της αργολικής πεδιάδας αναδείχτηκε το Άργος. Διατήρησαν βέβαια την ανεξαρτησία τους και σε υστερότερους χρόνους, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έστειλαν 80 άντρες στη μάχη των Θερμοπυλών και τετρακόσιους (μαζί με την Τίρυνθα) στις Πλαταιές, για να γραφτεί το όνομά τους στην αναθηματική πλάκα που έστησαν οι Πανέλληνες στους Δελφούς. Το 468 π.Χ. τις κατέλαβε, ύστερα από μακρά πολιορκία, το πάντοτε εχθρικό προς αυτούς Άργος και, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς, οι κάτοικοι κατέφυγαν οι μισοί στη Μακεδονία και οι υπόλοιποι στις Κλεωνές και στην Κερύνεια.

Από τότε οι Μυκήνες ερήμωσαν. Κάποια μικρή κώμη δημιουργήθηκε κατά τον 3ο– 2ο αι. π.Χ. αλλά δεν διατηρήθηκε. Το 1ο αι. π.Χ. επισκέφτηκε τα μυκηναϊκά ερείπια ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος περιέγραψε την περιοχή, αναφέροντας τα τείχη και τη Πύλη των Λεόντων, την Περσεία κρήνη, τους θησαυρούς του Ατρέα και των γιων του καθώς επίσης τους τάφους του Ατρέα, του Ευρυμέδοντα, της Ηλέκτρας, της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου. Περιηγητές επισκέφτηκαν τις Μυκήνες και στα νεότερα χρόνια και περιέγραψαν ή απεικόνισαν τα μνημεία.

Heinrich Schliemann

Heinrich Schliemann

Ο χώρος των Μυκηνών αναδύθηκε στην επιφάνεια στα τέλη του 19ου αι. (το 1874) από τις ανασκαφές του Γερμανού Ερρίκου Σλήμαν, ο οποίος εντόπισε την περιοχή οδηγούμενος από τη περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και από ανασκαφές, που έκαναν αργότερα Γερμανοί, Άγγλοι και Έλληνες αρχαιολόγοι. Οι ανασκαφές αυτές έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα τόσο εντός των τειχών της μυκηναϊκής ακρόπολης, όσο και στην ευρύτερη περιοχή έξω από τα τείχη.

Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα έξω από την ακρόπολη των Μυκηνών είναι οι τάφοι όλων των ειδών, οι οποίοι δημιουργήθηκαν κατά την μακραίωνη μυκηναϊκή περίοδο. Στη μυκηναϊκή ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο θαλαμωτός και ο θολωτός.

λακκοειδείς τάφοι είναι απλοί λάκκοι, οι μεγαλύτεροι και βαθύτεροι με ξερολιθιά στα πλάγια, πάνω στην οποία πατούσαν τα οριζόντια δοκάρια της στέγης του τάφου.  Ο νεκρικός θάλαμος είναι υπόγειος με χτιστά τοιχώματα και πρόσβαση από πάνω. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού το άνοιγμα καλύπτεται με ξύλινα δοκάρια και πλάκες και στο τέλος ο τάφος καλύπτεται με τεχνητή επίχωση, που σχηματίζει ένα μικρό λοφίσκο, τον τύμβο. Συχνά    οι λακκοειδείς τάφοι κατασκευάζονταν κατά συστάδες, πάνω από τις οποίες σχηματιζόταν ένας ενιαίος κυκλικός τύμβος. Δύο τέτοιοι κύκλοι, ο ταφικός κύκλος Α και ο ταφικός κύκλος Β, που περιείχαν βασιλικές ταφές, βρέθηκαν στις Μυκήνες.

Ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών, στα νοτιοανατολικά της πύλης των Λεόντων.

Ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών, στα νοτιοανατολικά της πύλης των Λεόντων.

Ο ταφικός κύκλος Α ήταν το βασιλικό νεκροταφείο των Μυκηναίων ηγεμόνων της πρώιμης εποχής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού κατά τον 16ο αιώνα π.Χ.. Αρχικά βρισκόταν εκτός των οχυρώσεων των Μυκηνών και ήταν μία συστάδα λακκοειδών βασιλικών τάφων, που την περιέβαλε ένας χαμηλός περίβολος από ξερολιθιά διαμέτρου 27,50 μ.  Όταν το 13ο αιώνα π.Χ χτίστηκε ψηλότερα η Πύλη των Λεόντων και το δυτικό τείχος, οι τάφοι βρέθηκαν στο βάθος ενός τεχνητού κοιλώματος. Τότε χτίστηκε γύρω τους ένας ισχυρός επικλινής τοίχος, ο οποίος συγκράτησε την επίχωση που γέμιζε το κοίλωμα, σκέπασε τους τάφους και έφερε τον κύκλο στην στάθμη της Πύλης. Στην κορυφή του τοίχου στήθηκαν δύο ομόκεντρες σειρές από όρθιες πλάκες σε απόσταση 1,20 μ, μεταξύ τους και το διάστημα μεταξύ τους σκεπάστηκε από όμοιες πλάκες, που σχημάτισαν ένα κυκλικό θωρακείο με είσοδο στη βόρεια πλευρά, προς την Πύλη των Λεόντων. Έτσι με την επέκταση των τειχών ο ταφικός κύκλος Α συμπεριλήφθηκε στα τείχη και σήμερα βρίσκεται μέσα στην ακρόπολη, νοτιοανατολικά και σε μικρή απόσταση από την Πύλη των Λεόντων.

Προσωπίδα "του Αγαμέμνονα"

Προσωπίδα «του Αγαμέμνονα»

Ο χώρος ήρθε στην επιφάνεια από τον αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν το 1876 και περιλαμβάνει 6 ορθογώνιους κάθετους λακκοειδείς τάφους με διαστάσεις από 3 Χ 3,50 μ. έως 4,50 Χ 6,40 μ. Oι νεκροί θάβονταν ντυμένοι και στολισμένοι με πλούσια δώρα, χρυσά κοσμήματα και αγγεία, χάλκινα ξίφη με χρυσές και ελεφάντινες λαβές, εγχειρίδια με χρυσή και ασημένια διακόσμηση και αγγεία, που μαρτυρούν επαφές των μυκηναίων με την Kρήτη και τις Kυκλάδες, επιβεβαιώνουν το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι Μυκήνες εκείνη την εποχή και δικαιώνουν τον Ομηρικό χαρακτηρισμό των Μυκηνών ως «πολύχρυσων». Ο πλούτος των κτερισμάτων μαρτυρεί την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών και τον πολεμικό τους χαρακτήρα. Ανάμεσα στα πλούσια ευρήματα ανακαλύφθηκε και σειρά χρυσών νεκρικών προσωπείων, ένα από το οποίο είναι γνωστό ως Μάσκα του Αγαμέμνονα. Την ονομασία έδωσε ο ίδιος ο Σλήμαν, όπως αποδείχτηκε όμως αργότερα το προσωπείο άνηκε σε ηγεμόνα, που έζησε τρεις αιώνες νωρίτερα από την εποχή του μυθικού Αγαμέμνονα.

O ταφικός κύκλος B βρίσκεται δυτικά της ακρόπολης των Μυκηνών και αποτελούσε τμήμα του προϊστορικού νεκροταφείου της περιοχής και άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη της Μεσοελλαδικής περιόδου (1650 π.Χ.) και αποκαλύφθηκε το 1952. Περιβάλλεται από χτιστό κύκλο διαμέτρου 28μ. και περιλαμβάνει 24 τάφους, από τους οποίους οι 14 είναι βασιλικοί  κάθετοι λακκοειδείς και οι υπόλοιποι τετράπλευροι μικροί, λαξευμένοι στο βράχο. Οι κιβωτιόσχημοι είναι μικροί τάφοι σκαμμένοι στο βράχο και περιέχουν συνήθως ένα σκελετό. Οι λακκοειδείς τάφοι είναι μεγαλύτερου μεγέθους, ορθογώνιου σχήματος και οι πλευρές τους είναι επενδυμένες με τοίχους. Οι τάφοι αυτοί περιέχουν αρκετούς σκελετούς. Οι 4 από αυτούς τους τάφους είχαν επιτύμβιες στήλες. Το έθιμο των επιτύμβιων στηλών ως σήμα για την ύπαρξη τάφου, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο, υιοθετήθηκε από τις επόμενες γενιές και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Στους λακκοειδείς βρέθηκε πλήθος κτερισμάτων και αντικείμενα, όπως προσωπίδες, χρυσά περιδέραια, όπλα, αγγεία χρυσά, ασημένια, χάλκινα, πήλινα και λίθινα καθώς και σφραγίδες κ.α. Τα σημαντικότερα που βρέθηκαν στο χώρο αυτό είναι μια μοναδική νεκρική προσωπίδα από ήλεκτρο, ένα αγγείο από κρύσταλλο με λαβή σε σχήμα κεφαλής πάπιας και ένας σφραγιδόλιθος με παράσταση γενειοφόρου.  Οι λακκοειδείς τάφοι του μυκηναϊκού κόσμου εγκαταλείφθηκαν με την εμφάνιση των λαξευτών θαλαμοειδών και την εξάπλωση των θολωτών τάφων.

Οι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι έχουν ακανόνιστο σχήμα, λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα. Το δρόμο, ο οποίος  κατέληγε σε μια θύρα με υπέρθυρο, και τον κυρίως θάλαμο. H είσοδος στο θάλαμο μετά την ταφή φραζόταν με ξερολιθιά, την οποίαν αφαιρούσαν και ξανάχτιζαν για κάθε νέα ταφή.  Oι θάλαμοι ήταν διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, συνήθως τετράπλευροι και κάποτε στρογγυλοί, και ήταν σκαμμένοι μέσα σε πέτρωμα  αρκετά μαλακό ώστε να σκάβεται και αρκετά συμπαγές ώστε να μη βυθίζεται. Κάποιοι απ’ αυτούς περιλάμβαναν και ένα πλευρικό ταφικό δωμάτιο.

Οι θαλαμωτοί ήταν μάλλον οικογενειακοί τάφοι, χρησιμοποιούνταν από τα μεσαία στρώματα του πληθυσμού και κατασκευάζονταν κατά συστάδες σχηματίζοντας νεκροταφεία. Υπάρχουν όμως και αρκετοί μεμονωμένοι θαλαμωτοί τάφοι διασκορπισμένη στην ευρύτερη περιοχή του μυκηναϊκού χώρου. H δυτική πλαγιά του λόφου της ακρόπολης των Μυκηνών, ο λόφος της Παναγίτσας και ολόκληρη η περιοχή βόρεια και δυτικά της είναι κυριολεκτικά διάτρητες από τάφους λακκοειδείς, θαλαμοειδείς και θολωτούς. Συνολικά οι αρχαιολόγοι έχουν σκάψει περισσότερους από 130 τέτοιους τάφους γύρω στην ακρόπολη των Μυκηνών, ο ακριβής αριθμός τους όμως είναι άγνωστος.

 

Οι αρχαιολόγοι Λέβεντορ, Ντέρπφελντ και Σλήμαν στις Μυκήνες το 1885.

Οι αρχαιολόγοι Λέβεντορ, Ντέρπφελντ και Σλήμαν στις Μυκήνες το 1885.

 

Οι θολωτοί τάφοι είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο, καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο, και συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120.  Οι μεγαλύτεροι απ’  αυτούς θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου, που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και στις πλευρές της θόλου.
Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και  αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στην πλαγιά λόφου και μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο. Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι κάθετα. Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα.

Η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένοι με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, οπότε σκεπάζονται με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου, και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου. Η είσοδος είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά  ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχριτον πρώτο ενταφιασμό.  θόλος είναι χτισμένος με μεγάλες πλάκες τοποθετημένες κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό του θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα.

 

The Citadel of Mycenas.

The Citadel of Mycenas.

 

Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη με διάμετρο που ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ και, επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, ονομάζονται και κυψελόσχημοι.  Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση. Οι λάκκοι που βρίσκονται στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθενται μερικές φορές και ορθογώνιοι θάλαμοι που χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά και μαζί με τη στήλη, που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.

Oι λακκοειδείς τάφοι ανάγονται στην περίοδο 1600-1500 π.X. , οι παλαιότεροι θολωτοί φθάνουν στα 1500 π.X. και εξακολουθούν να κατασκευάζονται έως το 13ο αι. π.X., ενώ οι θαλαμοειδείς είναι περίπου σύγχρονοι με τους θολωτούς, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και στον 12ο αι. π.X. Γενικά οι τάφοι ήσαν οικογενειακοί. Στο σύνολό τους ανήκουν σε ανθρώπους διαφόρων τάξεων, εποχών και κατηγοριών και δείχνουν την συνέχεια της κατοικήσεως του τόπου καθώς και ότι ο πληθυσμός του ευημερούσε και διέθετε πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα, πολλά από τα οποία τα είχαν εισάγει από το εξωτερικό. Κάθε θολωτός τάφος ανήκει σε μια μόνο οικογένεια και μπορεί να θεωρηθεί τάφος ατομικός, προορισμένος για τον ηγεμόνα και τα μέλη της οικογένειάς του. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τάφους βασιλικούς ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων και αποτελούν ένδειξη εξέχουσας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία. 

Εννέα θολωτοί τάφοι βρέθηκαν στις Μυκήνες (Τάφος του Αίγισθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων, Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων, Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας) και χρονολογούνται μεταξύ 1550 και 1200 π.Χ. , ενώ η απόδοσή τους σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών από τον Ερρίκο Σλήμαν είναι εντελώς φανταστική. Έξι από τους εννέα θολωτούς τάφους των Mυκηνών βρίσκονται στις πλαγιές της Παναγίτσας και των γύρω της υψωμάτων, ενώ οι άλλοι τρεις, του Aιγίσθου, της Kλυταιμνήστρας και των Λεόντων, χτίστηκαν στους πρόποδες της ακρόπολης, κοντά στην πύλη των Λεόντων, και βρίσκονται σήμερα εντός του αρχαιολογικού χώρου. Οι παλαιότεροι (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων) χρονολογούνται στην περίοδο 1600-1400 π.Χ.. Μια δεύτερη ομάδα (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων) χρονολογείται στην περίοδο 1400-1300 π.Χ.  Στην περίοδο 1300-1200 π.Χ.  ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέως και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας, που είναι οι νεότεροι.

 

Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους: 1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων  7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος  9. Τάφος της Παναγίτσας

Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους: 1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων 7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος 9. Τάφος της Παναγίτσας

 

Κάτοψη της περιοχής των Μυκηνών με τους θολωτούς τάφους.  

    1. Θησαυρός του Ατρέα 2. Τάφος της Κλυταιμνήστρας 3. Τάφος του Αίγισθου 4. Τάφος των Λεόντων 5. Τάφος των Δαιμόνων 6. Τάφος των Κυκλώπων   7. Τάφος κάτω Φούρνος 8. Τάφος πάνω Φούρνος  9. Τάφος της Παναγίτσας

 

Ο θησαυρός του Ατρέα

 

Ο θησαυρός του Ατρέα που παλιότερα τον ονόμαζαν και τάφο του Αγαμέμνονα είναι το πιο μνημειώδες κτίσμα της μυκηναϊκής εποχής και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους 9, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. Δέσποζε στα ΝΔ της ακρόπολης των Μυκηνών, επάνω στον οδικό άξονα που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Χρονολογείται μεταξύ 1350-1250 π.Χ. και θεωρείται μαζί με την Πύλη των Λεόντων, με την οποίαν είναι σύγχρονος, από τα λαμπρότερα και εντυπωσιακότερα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής στην εποχή της ακμής της. Χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών και από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό του Ατρέα», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης .

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως

 

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως

Σχεδιαστική τομή του θησαυρού του Ατρέως

 

Ένας δρόμος λαξευμένος στο βράχο με μήκος 36μ. και πλάτος 6μ. οδηγεί στην είσοδο του τάφου, που έκλεινε με μια ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα. Η πρόσοψη έχει ύψος 10,50μ., ενώ η είσοδος έχει ύψος 5,40μ. και πλάτος 2,66μ. στο κάτω μέρος της και 2,46 επάνω.  Ήταν διακοσμημένη με ημικίονες, από τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο οι τετράγωνες βάσεις δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο τεράστιοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων. O δρόμος του τάφου ντύθηκε με λείους προσεκτικά κομμένους και καλοταιριασμένους  ογκολίθους σε οριζόντιες ισοδομικές στρώσεις, που συνεχίζονται στην πρόσοψη και στη θόλο. Πρόκειται για ξηρολιθιά με λίθινους όγκους τέλεια προσαρμοσμένους μεταξύ τους, χωρίς συγκολλητικό υλικό. Μερικοί έχουν τεράστιες αναλογίες και ένας έχει μήκος 6 μέτρα και 1,2 μέτρα ύψος.  Το  βάθος της  εισόδου είναι 5,20μ. Στις δύο πλευρές της εισόδου διατηρούνται βάσεις, όπου στηρίζονταν ημικιόνια.  Στην κορυφή υπάρχει ανακουφιστικό τρίγωνο, που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Γλυπτή διακόσμηση, που σήμερα δεν υπάρχει,  κάλυπτε το ανώτερο τμήμα της και το άνοιγμα του  ανακουφιστικού τριγώνου.

Ο θησαυρός του Ατρέα

Ο θησαυρός του Ατρέα

Κατόπιν εισερχόμαστε στο μεγάλο θάλαμο, ο οποίος είναι στρογγυλός  με μια θόλο ύψους 13,30 μέτρων και διαμέτρου 14,60 μέτρων, καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις λίθους, τέλεια συναρμολογημένους κατά το εκφορικό σύστημα, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο και να στενεύει προς την κορυφή, για να καταλήξει σε ένα στενό άνοιγμα. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω. Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο.  Στο δάπεδο του θαλάμου, που είναι φυσικός βράχος, ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες.  Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.

Oι αρμονικές αναλογίες, που παρά το κολοσσιαίο του μέγεθος τον συγκρατούν στην ανθρώπινη κλίμακα, η επιβλητική και κομψή πρόσοψή του, η αγέρωχη ανάταση της εσωτερικής του καμπύλης και η θαυμάσια ποιότητα της κατασκευής του τον κατατάσσουν στα λαμπρότερα ταφικά μνημεία όλων των αιώνων. Ο επισκέπτης βλέποντας την είσοδο του τάφου αναλογίζεται τη δύναμη των βασιλιάδων, που έχτιζαν τέτοια επιβλητικά μνημεία στην εποχή του χαλκού, και αναρωτιέται πόσους θησαυρούς έθαβαν μαζί με τους άρχοντες στα επιβλητικά αυτά κοιμητήρια.

Το μνημείο αυτό μετά τη μυκηναϊκή εποχή δε χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αιώνα μ.Χ., είχε ήδη λεηλατηθεί και ήταν εν μέρει καταχωμένος.  Στους επόμενους αιώνες κάποιοι βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο και αφαίρεσαν το «κλειδί», για να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.

 

Θολωτός τάφος

Θολωτός τάφος

 

Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας» 

 

Ο θολωτός τάφος, που είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα «τάφος της Κλυταιμνήστρας», είναι ο νεότερος από τους τάφους των Μυκηνών, ο δεύτερος σε μέγεθος μετά τον τάφο του Ατρέα και απλούστερος στην κατασκευή του. Βρίσκεται έξω από την Ακρόπολη, αλλά εντός του αρχαιολογικού χώρου  των Μυκηνών, είναι λίγο μεταγενέστερος από το «Θησαυρό του Ατρέως» και χρονολογείται γύρω στα 1220 π.Χ.

Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας»

Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας»

Ο τάφος αυτός καλά κρυμμένος, έμεινε αθέατος στους μυκηναϊκούς και ιστορικούς χρόνους και ένα μικρό ελληνιστικό θέατρο κτίσθηκε στην επίχωση του δρόμου του. Μια σειρά από τα καθίσματα του θεάτρου διατηρείται μέχρι σήμερα δεξιά και αριστερά του δρόμου του τάφου. Έμεινε άγνωστος μέχρι το 1809 και ανακαλύφτηκε τυχαία από τους χωρικούς, που έχτιζαν το υδραγωγείο του Χαρβατιού, όπως λεγόταν τότε το σημερινό χωριό Μυκήνες. Το υδραγωγείο πέρασε τυχαία πάνω από τη θόλο του τάφου και βρέθηκε η πλάκα, που κάλυπτε το άνοιγμα της κορυφής του. Ο τότε πασάς του Ναυπλίου Βελή έδωσε διαταγή να γκρεμίσουν το ψηλότερο τμήμα της θόλου και από εκεί άδειασαν τον τάφο. Αν και δε γνωρίζουμε τι βρήκαν, η φαντασία των χωρικών δημιούργησε το μύθο των θησαυρών, που για τη μεταφορά τους χρειάστηκαν πολλά ζώα.

Αφού καταστράφηκε και συλήθηκε από τον Βελή πασά του Ναυπλίου, οι βροχές και οι κακοκαιρίες αποτελείωσαν το έργο, έως ότου το 1951 αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Τώρα φαίνεται όπως πραγματικά ήταν, εφάμιλλος του «Θησαυρού του Ατρέως» με την εξαιρετική του κατασκευή, τον ωραίο δρόμο και τη μεγαλοπρεπή είσοδο.

Ο δρόμος του έχει μήκος 37μ. και πλάτος 6μ. Τα πλευρά του δρόμου είναι ντυμένα με κανονικά κομμένους ισοϊψείς δόμους, όπως και η θόλος. H πρόσοψή της έχει θύρα με τριπλό κατώφλι και κουφιστικό τρίγωνο φραγμένο εξωτερικά με γλυπτές λίθινες πλάκες και εσωτερικά με ελαφρό ξερότοιχο. Ήταν πλαισιωμένη με ραβδωτά ημικιόνια από γυψόλιθο από τα οποία σώθηκαν στη θέση τους μόνο οι βάσεις. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται από τον γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψης. Το στόμιο με μήκος  5,40 μ. έκλεινε με δίφυλλη θύρα, όπως δείχνουν οι κοιλότητες της στρόφιγγας στο υπέρθυρο.

Ο θάλαμός του έχει διάμετρο 13,50μ. και το ύψος της μετά την αναστήλωσή της φτάνει τα 13 μ. Μέχρι το ύψος των 8,55 μ. η θόλος διατηρείται στην αρχική της μορφή. Το ανακουφιστικό τρίγωνο στο εσωτερικό του θαλάμου κλείνει με τοίχο. Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει σύστημα αποχέτευσης των ομβρίων. Δε γνωρίζουμε ποιοι τάφηκαν σ’ αυτό το μνημείο, αλλά η φαντασία των χωρικών του χάρισε το όνομα της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας.

 

Ο τάφος του Αίγισθου 

 

Πολύ κοντά στον τάφο της Κλυταιμνήστρας, προχωρώντας στα νότια και αριστερά στο μονοπάτι, σε βαθύτερο επίπεδο, συναντάμε έναν άλλο τάφο, που είναι γνωστός με το όνομα τάφος του Αιγίσθου. Η ονομασία και αυτού του τάφου είναι συμβατική.

Ο τάφος του Αίγισθου

Ο τάφος του Αίγισθου

Ο τάφος του Αιγίσθου ανήκει στον πρώτο τύπο των θολωτών και ίσως χτίστηκε στο 1500 π.Χ. Το ύψος της θόλου του υπολογίζεται στα 14,50 μ. και για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν μικρότεροι λίθοι. Ο θάλαμος έχει διάμετρο γύρω στα 13,50 μ.  Η κορυφή του θόλου και του τάφου αυτού έχει καταρρεύσει έως το ύψος των 8μ. Μόνο από το τμήμα που έχει απομείνει διδασκόμαστε τον τρόπο της  κατασκευής της θόλου.  Είναι χτισμένη από ξερολιθιά, αλλά με μεγαλύτερες πέτρες και είναι ο μόνος από τους τάφους της εποχής του (Kυκλώπειος, Eπάνω Φούρνος, Aίγισθος) που διατήρησε την ανωδομή της προσόψής του.

Ο δρόμος του λαξευμένος σε μαλακό φυσικό πέτρωμα έχει πλάτος 4-5 μ. και μήκος 22 μ.  Αργότερα τα τοιχώματα του δρόμου επενδύθηκαν στα σημαία που το πέτρωμα ήταν χαλαρό και κατασκευάστηκε μία δεύτερη πρόσοψη από αμυγδαλόπετρες και πωρόλιθους, που σκέπασε την παλιά και που διατηρείται σήμερα μόνο στην δεξιά παραστάδα. O τάφος είχε συληθεί ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

Τα τελευταία χρόνια έγιναν έργα για τη διαμόρφωση των πρανών του δρόμου, την καθαίρεση σαθρών τμημάτων της λιθοδομής του θόλου και τη στερέωση του στομίου, επειδή διαπιστώθηκε ότι υπάρχει έντονη παραμόρφωση και απόκλιση περίπου 28 εκ. από την κατακόρυφο της δυτικής και ανατολικής ακμής των εσωτερικών παραστάδων και είχαν θραυστεί οι δυο από τους 3 μεγαλίθους  στο υπέρθυρο του στομίου.

Ο τάφος πήρε αυθαίρετα το όνομα του Αίγιστου, ο οποίος έζησε γύρω στο 1200 π.Χ., ενώ ο τάφος χρονολογείται στο 1500 π.Χ.

 

Ο τάφος των Λεόντων

 

Ο τάφος των Λεόντων

Ο τάφος των Λεόντων

Ο τρίτος θολωτός τάφος που βρίσκεται εντός του σημερινού αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών είναι ο λεγόμενος τάφος των Λεόντων, βόρεια από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, στο δρόμο που οδηγεί στο σημερινό μουσείο των Μυκηνών και σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Η ονομασία του είναι συμβατική και οφείλεται πιθανότατα στο γεγονός ότι βρέθηκε πολύ κοντά στην πύλη των Λεόντων. Χρονολογείται στο 1350 π.X. και έχει δρόμο με επένδυση από ισοδομικούς πωρόλιθους.  Το  ανώφλι του είναι τετραπλό από αμυγδαλόπετρες,  ενώ εσωτερικά, στο πλευρό της εισόδου και σε μία ζώνη στα θεμέλια, είναι χτισμένος με ισοδομικούς κροκαλοπαγείς ογκολίθους.

Οι 4 αυτοί θολωτοί τάφοι των Μυκηνών είναι οι γνωστότεροι, γιατί βρίσκονται μέσα στο σημερινό αρχαιολογικό χώρο οι τρεις απ’ αυτούς (Αίγισθου, Κλυταιμνήστρας, Λεόντων) και στην ανατολική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο, ο τέταρτος και πιο γνωστός, ο θησαυρός του Ατρέα. Οι υπόλοιποι 5 σωζόμενοι θολωτοί τάφοι των Μυκηνών παραμένουν άγνωστοι στους πολλούς, γιατί βρίσκονται στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας μέσα στους ελαιώνες  της περιοχής.  Η προσπέλαση σε τρεις απ’ αυτούς γίνεται από τον αγροτικό ασφαλτόδρομο, που ξεκινάει από το κέντρο του σημερινού οικισμού των Μυκηνών ή από το σημερινό νεκροταφείο των Μυκηνών και διασχίζει τον ελαιώνα στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας με κατεύθυνση βορειοδυτικά. Σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων από τη μια ή την άλλη αφετηρία του δρόμου βρίσκονται ο τάφος των Δαιμόνων και ο τάφος των Κυκλώπων.

 

O Tάφος των Δαιμόνων

 

O Tάφος των Δαιμόνων

O Tάφος των Δαιμόνων

Πρόκειται για σπουδαίο μνημείο, που χτίστηκε την ίδια περίοδο (μέσα 13ου αι. π.X.) με τους τάφους του Aτρέα και της Kλυταιμνήστρας και διατηρεί ανέπαφη τη θόλο του. Βρίσκεται μέσα στον ελαιώνα, 50 περίπου μέτρα πάνω από το δρόμο, χωρίς όμως να είναι ορατός από το δρόμο και, καθώς δεν υπάρχει καμιά σήμανση, είναι αδύνατο να τον εντοπίσει κανείς, αν δεν τον ξέρει, όσες φορές και αν περάσει από το δρόμο αυτό.

O Tάφος των Δαιμόνων είναι ο παλαιότερος και ο μικρότερος της ομάδας αυτής και από τους πιο καλά διατηρημένους. Ένας  δρόμος μήκους 15 μέτρων και πλάτους 3 μέτρων οδηγεί στην είσοδο του τάφου, που έχει 3 μέτρα βάθος και 3 μέτρα ύψος και είναι χτισμένη με 8 σειρές κανονικούς λίθους. Tα πλευρά του δρόμου του έχουν επένδυση από μικρές, σχετικά ακατέργαστες πέτρες, οι παραστάδες της προσόψεως είναι χτισμένες από  τετραγωνισμένους, ισοδομικά τοποθετημένους αμυγδαλόλιθους και το στόμιό του φραζόταν από ξύλινη θύρα. Το υπέρθυρο αποτελείται από 2 ογκόλιθους από αμυγδαλόπετρα.   H θόλος του έχει διάμετρο. 8,40 μέτρα και αποτελείται από 27 συμμετρικά κομμένες ισοδομικές στρώσεις από αμυγδαλόλιθο, προσαρμοσμένες στην εσωτερική καμπύλη της. Στο δάπεδο του θαλάμου διακρίνονται σκαμμένοι τάφοι, όπου είχαν τοποθετηθεί νεκροί. Tο κουφιστικό τρίγωνο είναι φραγμένο εμπρός από πλάκες με το ίδιο υλικό.

Οι χωρικοί τον ονομάζουν και τάφο του Ορέστη, αλλά δεν είναι ο τάφος εκείνου του βασιλιά, γιατί χτίστηκε στο πρώτο μισό του 13ου αι. π.Χ., ενώ ο Ορέστης βασίλεψε στις αρχές του 12ου αιώνα.

 

Ο τάφος των Κυκλώπων

 

Ο τάφος των Κυκλώπων

Ο τάφος των Κυκλώπων

Στο ίδιο σημείο και σε απόσταση 40 περίπου μέτρων νοτιότερα του τάφου των Δαιμόνων βρίσκονται τα ερείπια του τάφου των Κυκλώπων. Οι τοίχοι του δρόμου, που οδηγεί στον τάφο, έχουν καταρρεύσει, όπως και η είσοδος του τάφου, που τη φράζουν οι ογκόλιθοι του υπέρθυρου. Ο θάλαμος με διάμετρο 9 περίπου μέτρα διατηρεί τους τοίχους του από ακατέργαστες σχετικά πέτρες, που δείχνουν ότι ο τάφος χρονολογείται στην πρώιμη περίοδο (1600- 1400 π.Χ.). Η θόλος του έχει καταρρεύσει, όπως και ένα κομμάτι του τοίχου στη βορειοδυτική πλευρά του θαλάμου.  Πολλές από τις πέτρες του τάφου είναι σωρευμένες ως μαντρότοιχοι δεξιά και αριστερά του δρόμου του!

Επανερχόμενος στον ασφαλτόδρομο ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει Δεξιά και αριστερά του δρόμου θαλαμωτούς τάφους και λακκοειδείς τάφους, οι οποίοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

Ο τάφος κάτω Φούρνος

 

Ο τάφος κάτω Φούρνος

Ο τάφος κάτω Φούρνος

Συνεχίζοντας τον ασφαλτόδρομο και σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το σημείο που βρίσκονται οι δυο αυτοί τάφοι συναντάμε 30 μέτρα αριστερά του δρόμου μέσα στις ελιές τον τάφο κάτω Φούρνος. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα και είναι σύγχρονος με τον τάφο  των Λεόντων και τον τάφο της Παναγίτσας (1400-1300 π.Χ.).  

Ο δρόμος που οδηγεί στην είσοδο έχει μήκος 12 μέτρα και πλάτος 3 μέτρα με τις πλευρές του χτισμένες με μεγάλους παραλληλόγραμμους λίθους που, επειδή κινδυνεύουν να καταρρεύσουν, έχουν στηριχτεί με ξύλινες αντηρίδες από την αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία τα τελευταία χρόνια. Η είσοδος του τάφου, χτισμένη με παρόμοιους με το δρόμο, αλλά μεγαλύτερους  λίθους, έχει μήκος 3,50 μέτρα και ύψος 4 μέτρα και διατηρεί στην κορυφή της το υπέρθυρο, που αποτελείται από 2 μεγάλους αμυγδαλωτούς ογκόλιθους και έναν μικρότερο. Ο θάλαμος έχει διάμετρο 10 περίπου μέτρων και είναι χτισμένος από μικρότερους κανονικού σχήματος λίθους σε 25 σειρές μέχρι το ύψος του υπέρθυρου.

 

Ο τάφος πάνω φούρνος

 

Ο τάφος πάνω φούρνος

Ο τάφος πάνω φούρνος

Βρίσκεται στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας και είναι προσβάσιμος από ένα χωματόδρομο, που ξεκινάει από τη νοτιοδυτική άκρη του πάρκινγκ των Μυκηνών απέναντι από την σημερινή είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, κατηφορίζει ως τον τάφο και συνεχίζει περνώντας από την ανατολική πλευρά του τάφου. Χρονολογείται στους παλαιότερους τάφους και είναι χτισμένος την ίδια εποχή με εκείνον του Αιγίσθου και των Κυκλώπων, την περίοδο 1600-1400 π.Χ. Ο διάδρομος με προσανατολισμό νοτιοανατολικό έχει μήκος 14 περίπου μέτρα και ήταν χτισμένος με ξερολιθιά, που στο μεγαλύτερο μέρος της έχει καταρρεύσει και είναι σήμερα αδιάβατος, αφού είναι γεμάτος μπάζα και αγριόχορτα. Η είσοδος είναι στενή σε σχέση με τους υπόλοιπους τάφους (1,5-2 μέτρα), αλλά το ύψος της φτάνει τα 4 μέτρα. Στην κορυφή της διατηρείται 1 μεγάλος και 1 μικρότερος ογκόλιθος, που αποτελούσαν το υπέρθυρο μαζί με 1 ακόμα μεγάλο ογκόλιθο, που βρίσκεται πεσμένος στο εσωτερικό του θαλάμου. Ο θάλαμος έχει διάμετρο 12 περίπου μέτρα και είναι χτισμένος με ακανόνιστους λίθους, που στερεώνονται με μικρές σφήνες και λάσπη, δείγμα της παλαιότερης αρχιτεκτονικής των μυκηναϊκών τοιχών.

 

Ο τάφος της Παναγίτσας

 

Ο τάφος της Παναγίτσας

Ο τάφος της Παναγίτσας

Βρίσκεται κι αυτός στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας, κάτω ακριβώς από το σημερινό εξωκλήσι, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και από το οποίο προφανώς πήρε το όνομά του και ο λόφος και ο συγκεκριμένος τάφος. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα τάφων και είναι σύγχρονος με τους τάφους του Kάτω Φούρνου και των Λεόντων, που ανάγονται στο 1450 π.X. περίπου. Είναι κατασκευασμένος από μεγαλύτερες και κανονικότερες πέτρες, με ανώφλια κομμένα, ώστε να προσαρμόζονται στην εσωτερική καμπύλη της θόλου. Είχε κι αυτός κουφιστικό τρίγωνο, πρόσοψη από πελεκημένους ισοδομικούς αμυγδαλόλιθους και δρόμο με επένδυση ξερολιθιάς.

Οι 5 τελευταίοι τάφοι στη δυτική πλαγιά του λόφου της Παναγίτσας είναι εγκαταλελειμμένοι, άγνωστοι στους περισσότερους, χαμένοι μέσα σε κτήματα με ελιές  και χρειάζεται σίγουρα οδηγό όποιος επιθυμεί να τους επισκεφτεί.  Είναι δύσκολο να κατανοήσει και να εξηγήσει κανείς την αδιαφορία των υπευθύνων γι αυτά τα τόσο σημαντικά μνημεία, που έχουν αφεθεί στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου. Χωρίς σήμανση και χωρίς συντήρηση καταρρέουν απροστάτευτα, ενώ κακοποιήθηκαν από περαστικούς και ντόπιους και πολλές φορές οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μαντρότοιχων από τους ιδιοκτήτες των κτημάτων, μέσα στα οποία βρίσκονται, αφού έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία.

Οι μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές αυτές ταφικές κατασκευές αποτυπώνουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή αντίστοιχη με την επίγεια κατοικία του.  Οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα  ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες. Οι μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου. Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη.

Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ (1300-1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.

  

Βιβλιογραφία


 

  • Βασιλικού Ντ., «Μυκηναϊκός πολιτισμός», Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.152, Αθήνα, 1995.
  • H KAΘHMEPINH, Επτά Ημέρες – Kυριακή 31 Mαΐου  1998.
  • Ιακωβίδης Σπ., «Αι μυκηναϊκαί ακροπόλεις», Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών: Αθήνα 1973.
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος Α΄, ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΪΣΤΟΡΙΑ
  • Λάμψα Γιάννη,  «ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.
  • Μανιατέας Η. – Τεγόπουλος Ι., «Ιστορία των Ελλήνων Ι. Προϊστορικοί χρόνοι», Εκδόσεις «Δομή» Α.Ε.: Αθήνα χ.χ.
  • Μυλωνάς Γ., «ΜΥΚΗΝΑΙ τα μνημεία και η ιστορία τους», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Αθήναι, 2002.
  • Παπασταύρου Ιω., «ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ», Τόμος Α΄, ΑΡΧΑΙΑ ΑΝΑΤΟΛΗ-ΕΛΛΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΩΝ ΜΗΔΙΚΩΝ, 1950.
  • Σπαθάρη Ε., «Ιστορικός και αρχαιολογικός οδηγός των Μυκηνών», Αθήνα, 2001.
  • Χαμηλάκη Κατ., «Μυκήνες,  Ερευνητές,» Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα, 2004.

 

Αλέξης Τότσικας

Φιλόλογος – Συγγραφέας

 

Read Full Post »