Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Ματθαίος’

Οι Διηγήσεις για την γέννηση Του Ιησού Χριστού στα Ευαγγέλια και η αποτύπωσή τους σε σύγχρονα ομιλητικά κείμενα – Κωνσταντίνος Π. Ζαγγανάς.  Διπλωματική Εργασία – Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. –  Θεσσαλονίκη 2016


 

Κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, η γέννηση του Ιησού Χριστού και άλλα σχετικά, όπως η γενεαλογία του Ιησού και η παιδική ηλικία του Ιησού δεν αποτελούσαν θέματα θεολογικού ενδιαφέροντος. Αυτά που κυριαρχούσαν ήταν, ο θάνατος και η Ανάστασή του, και δευτερευόντως τα λόγια και τα έργα του. Παρ’ όλ’ αυτά, η ανάγκη να υπάρξει επιπλέον πληροφόρηση σχετικά με τη γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού, εκδηλώνεται νωρίς και εκφράζεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης μέσα από τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά.

Tα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης αφήνουν ένα κενό μεταξύ της γέννησης του Ιησού και της βάπτισής του, εκτός από την παρουσία του στο ναό, στην ηλικία των 12 ετών, που αναφέρεται στο Λκ. 2,41-50. Έτσι, με έναυσμα την ιστορία αυτή, γράφτηκε μία σειρά από διηγήσεις, με σκοπό να καταδείξουν την πρόωρη συνειδητοποίηση από τον Ιησού της θεϊκής του καταγωγής και την εξουσία που είχε πάνω στη ζωή, το θάνατο και τη φύση.

Τα κενά εκείνα συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα από διηγήσεις που απαντούν στην Απόκρυφη χριστιανική γραμματεία. Συγκεκριμένα, το Απόκρυφο Ευαγγέλιο που αποδίδεται στον Ματθαίο (Ευαγγέλιο του ψευδο-Ματθαίου), και τα αποκαλούμενα Αρμένικο και Αραβικό Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας διηγούνται ιστορίες από την παιδική ηλικία του Ιησού, στις οποίες ο μικρός Ιησούς παρουσιάζεται να εκτελεί θαύματα κ.ά.

 

Διαβάζοντας τη Βίβλο. Εικόνα: Sias van Schalkwyk.

 

[…] Η παρούσα εργασία αποσκοπεί: πρώτον να εξετάσει τις διηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων και των απόκρυφων Ευαγγελίων που αναφέρονται στα πρώτα χρόνια του Ιησού, δηλαδή την γέννηση, την γενεαλογία και την παιδική ηλικία του Ιησού. Οι ευαγγελικές περικοπές του Ευαγγελιστή Ματθαίου και Λουκά αποτελούν τις πλέον ιστορικές μαρτυρίες για την ζωή του Ιησού πριν την δημόσια δράση του. Η παρουσία των μάγων, η απογραφή, η στάση του Ηρώδη, η περιτομή του Ιησού, η αντίδραση της Μαρίας, των διδασκάλων αλλά και των βοσκών είναι μικρές αφηγήσεις που θέλουν να δείξουν την ιστορικότητα του Ιησού αλλά και να εκθέσουν την αντίληψη των Ευαγγελιστών. Παρουσιάζουν ο κάθε συγγραφέας διαφορετικά την δική του προσωπική εμπειρία και μαρτυρία στους αποδέκτες των Ευαγγελίων τους.

Δεύτερον, η εργασία, αποσκοπεί να εξετάσει πώς οι διηγήσεις αυτές αποτυπώνονται σε διάφορα σύγχρονα ομιλητικά κείμενα Ιεραρχών της Εκκλησίας μας. Ολόκληρο το Ευαγγέλιο και τα καινοδιαθηκικά γεγονότα της ιστορίας της σωτηρίας, συνοψίζονται στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στη χαρμόσυνη αγγελία της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού. Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό η σπουδαιότητα της εορτής των Χριστουγέννων που αποτελεί μία από τις κορωνίδες έκφρασης της χριστιανικής πίστης. Αιώνες τώρα η Εκκλησία έχει συμπεριλάβει στη λατρεία της και σ’ ότι επιτελείται μέσα στην λατρευτική ζωή, κάθε πρόσφορο μέσο που συντελεί στην πρόσληψη του μηνύματός της από τους πιστούς ή της μετάδοσης μηνυμάτων προς αυτούς.

Πολλές αναφορές για την γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού αντλούμε στα Συνοπτικά Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά και σε απόκρυφα χριστιανικά κείμενα. Τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης μαρτυρούν τα γεγονότα της ζωής και της δράσης του Ιησού και σηματοδοτούν μία νέα σελίδα στην ροή της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Ευαγγελιστές δεν είναι απλοί βιογράφοι και δεν αποσκοπούν μόνο στην παράθεση της ζωής του Ιησού Χριστού και ούτε επιμένουν σ’ ένα αυστηρό ιστορικό πλαίσιο, αντιθέτως γίνονται μάρτυρες και εγγυητές της σωτηριώδους εμφάνισης και παρουσίας του.

 

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος.

 

Ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορική τους αλήθεια αλλά διευρύνεται διαχρονικά σε όλο το θεολογικό, ηθικό και κοινωνικό πλαίσιο όλων των εποχών. Πρωτίστως οι θεόπνευστοι συγγραφείς τους δεν αποβλέπουν απλώς να διηγηθούν την ιστορία του Ιησού Χριστού ούτε να εκθέσουν τη διδασκαλία και τα έργα του, αλλά έχουν ως βασικό σκοπό να εκφράσουν την πίστη της πρώτης εκκλησίας για το έργο του Ιησού, να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Οι Τελώνες των Ευαγγελίων – Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης


 

Στην εποχή του Ιησού, τον 1ο αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους. Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, [1] θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους «υιούς του Αβραάμ» κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις, [2] ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες.

Πιο αναλυτικά, ο Π. Ν. Τρεμπέλας, [3] συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει «αι απαιτήσεις του επαγγέλματος των (των τελωνών) καθίστων πρακτικός αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα».

Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν – εξ αιτίας του επαγγέλματός τους – με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί) τους οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση.[4]

 

Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)

 

Πράγματι το επάγγελμα – και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω – τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους, [5] γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.

Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών;

Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ’ ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη,[6] όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος, που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.

 

Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αρχείο: Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου Τμήμα εκτυπώσεων και φωτογραφιών Washington, 1872.

 

Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα, εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν; Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η Χρονολογία της Γέννησης του Ιησού


 

Ο ερχομός του Χριστού στη γη προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη από τον Βαλαάμ (Αριθμοί 24:17), τον Ησαΐα (Ησαΐας 9:6), κ.ά. Επί εποχής του Κικέρωνα (106-43 π.Χ.), υπήρχαν διάφορες σιβυλλικές προφητείες για την αναμονή ενός αθάνατου Βασιλέως και αγνού Άνακτα. Το Μαντείο των Δελφών έδωσε – είκοσι περίπου χρόνια στον Καίσαρα, ότι μετά από αυτόν θα βασιλέψει ένα Εβραιόπουλο. Πολλοί συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Βιργίλιος, ο Σουίδας και ο Τάκιτος, αναφέρθηκαν στις φήμες περί άφιξης ενός νέου Βασιλιά, ενώ και οι τρεις Μάγοι αναφέρθηκαν στο Βασιλιά των Ιουδαίων (Ματθαίος 2:2).

 Επίσης, ορισμένα κείμενα της κινεζικής γραμματείας (6ος – 1ος αιώνας π.Χ.) φαίνεται να παραπέμπουν στην έλευση του Ιησού, όπως και κάποια σύγχρονά τους κείμενα στην ινδική και θιβετική γραμματεία (Βουδιστικά και Ινδουιστικά) και σε άλλες παραδόσεις. Οι Πέρσες, επίσης, ανέμεναν ένα Σωτήρα που θα γεννιόταν από παρθένο και τη γέννησή Του θα ανήγγελλε ένας μοναδικός αστέρας.

Η Θεία Γέννηση δεν είναι προσδιορισμένη χρονολογικά, παρά μόνο μπορεί να καθοριστεί με υπολογισμούς, με βάση τα παρακείμενα ιστορικά γεγονότα. Διαπιστώνουμε ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε το έτος 0, για δύο βασικούς λόγους:

  1. Η σημερινή μέθοδος χρονολόγησης (π.Χ. και μ.Χ.) δεν άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως [1] παρά μετά το 10ο αιώνα μ.Χ. και βασίζεται σε εισήγηση του Σκύθη μοναχού Διονύσιου του Μικρού: ο Αββάς Διονύσιος συνέταξε το 525 μ.Χ. τους πασχάλιους πίνακες και – με σκοπό να τερματιστεί η χρονολόγηση με βάση τη βασιλεία του Διοκλητιανού (διώκτη των Χριστιανών) – ταύτισε το τέλος του διοκλητιανού έτους 247 με την αρχή του 532 μ.Χ.

Άγιος Μπιντ (Βέδας) ο επιστήμων. Ένας από τους «άγνωστους» Αγίους της Εκκλησίας μας, ειδικά στον ελληνορθόδοξο κόσμο. Θεωρείται ως ο σπουδαιότερος Αγγλοσάξονας επιστήμονας. Εισήγαγε στον δυτικό κόσμο την μέθοδο της χρονολόγησης σε π.Χ. και μ.Χ.

Ο Διονύσιος θεώρησε, λανθασμένα, ως έτος γέννησης του Χριστού το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης [2], το οποίο και ονόμασε primo anno Domini (πρώτο έτος Κυρίου). Ο Άγγλος μοναχός Βέδας ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το σύστημα χρονολόγησης μ.Χ. στην εκκλησιαστική ιστορία που συνέταξε το 731, εφευρίσκοντας και το σύστημα π.Χ. για τα χρόνια πριν από τη γέννηση του Ιησού.

  1. Η έννοια του μηδενός δεν υπήρχε ανέκαθεν στην Ευρώπη, παρά μόνο εισήχθη στην Ισπανία, αρχικά, τον 11ο αιώνα και στην υπόλοιπη ήπειρο μέσα στο 12ο αιώνα από την Ινδία, μέσω των Αράβων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, απλά δεν υπάρχει έτος 0, αφού ούτε ο Διονύσιος, αλλά ούτε και ο Βέδας δεν είχαν στη διάθεσή τους τον αριθμό αυτό! Έτσι και οι δεκαετίες, οι αιώνες και οι χιλιετίες ξεκινούν με τα έτη που λήγουν σε 1 και όχι σε 0 (π.χ. 2001).

Ιώσηπος Φλάβιος ή Γιοσέφ μπεν Μαθιά, Εβραίος λόγιος, ιστορικός και αγιολόγος.

Τα Ευαγγέλια μας πληροφορούν ότι ο Χριστός γεννήθηκε επί εποχής Ηρώδη (Ματθαίος 2:1 και Λουκάς 1:5), ο οποίος απέθανε όταν ο Ιησούς ήταν ακόμη παιδί (Ματθαίος 2:14-15). Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο Ηρώδης ήταν για έξι μήνες βαριά άρρωστος, γύρω στα 70, και πέθανε μετά από μια έκλειψη σελήνης πριν το εβραϊκό Πάσχα. Ο Ηρώδης, όμως, πέθανε το έτος 750 από κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.) και, σε συνδυασμό με τη διαταγή του για θανάτωση των 14.000 νηπίων κάτω των 2 ετών (Ματθαίος 2:16-18), σημαίνει ότι ο Χριστός θα έπρεπε να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 747 ή 748 από κτίσεως Ρώμης (δηλαδή το 7 ή 6 π.Χ.), αφού όταν Τον συνάντησαν οι τρεις Μάγοι ήταν παιδίον και όχι βρέφος (Ματθαίος 2:11). Σεληνιακές εκλείψεις τότε έγιναν στις 15 Σεπτεμβρίου και 23 Μαρτίου 5 π.Χ. (Πεσάχ: 22 Απριλίου), στις 13 Μαρτίου 4 π.Χ. (Πεσάχ: 12 Απριλίου) και 9/10 Ιανουαρίου 1 π.Χ. (το εβραϊκό Πάσχα εορτάστηκε στις 8 Απριλίου). Η πρώτη έκλειψη θα πρέπει να αποκλειστεί, αφού ο Ηρώδης, αν και ασθενούσε, ζούσε στο χειμερινό παλάτι του στην Ιεριχώ, όπως και οι δύο επόμενες, αφενός μεν επειδή το 4 π.Χ. η έκλειψη δεν ήταν εύκολα παρατηρήσιμη από την Παλαιστίνη (και, συνεπώς, το φεγγάρι δεν θα ήταν κοκκινωπό), αφετέρου δε διότι ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της έκλειψης και του εορτασμού του Πάσχα ήταν πολύ μικρός για τις προετοιμασίες που αναφέρει ο Ιώσηπος.

Επιπλέον, η πληροφορία ότι διατάχθηκε η διενέργεια απογραφής από τον Αύγουστο Καίσαρα (Λουκάς 2:1-2) φαίνεται να συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, αφού τότε προκηρύχθηκαν τρεις μεγάλες απογραφές πληθυσμού: το 28 π.Χ., το 8 π.Χ. και το 14 μ.Χ. Εντούτοις, η απογραφή του 8 π.Χ. δεν ήταν αυτή που ανάγκασε τον Ιωσήφ και τη Μαρία να ταξιδέψουν: ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την αργοπορία της γνωστοποίησης των διαφόρων ανακοινώσεων την εποχή εκείνη, η απογραφή που αναφέρει το Ευαγγέλιο δεν θα ήταν αυτή του 8 π.Χ. αλλά η υπογραφή του όρκου πίστεως στον Αύγουστο Καίσαρα, επ’ ευκαιρία του αργυρού Ιωβηλαίου της βασιλείας του, στις 5 Φεβρουαρίου 2 π.Χ. Η υπογραφή του όρκου πίστεως, όπως μας αναφέρει ο Ιώσηπος, ήταν υποχρεωτική για όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηκόους και μη, οι οποίοι θα έπρεπε να μεταβούν στον τόπο καταγωγής τους [3].

Το πιο πάνω εδάφιο αναφέρει μια αντιφατική πληροφορία, ότι δηλαδή η απογραφή ήταν η πρώτη που έγινε επί θητείας του ηγεμόνα της Συρίας Κυρηνίου, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο ύπατος Κυρήνιος έγινε λεγάτος της Συρίας το 6 μ.Χ.: μια μερίδα μελετητών θεωρεί ότι ο Λουκάς λανθάνεται, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Ευαγγελιστής αναφέρεται σε απογραφή που έγινε ΠΡΙΝ την κυβερνεία του Κυρηνίου. Μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε το 1828 στη Ρώμη αναφέρει ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας και το 12-8 π.Χ., επομένως ίσως η απογραφή διατάχθηκε προς το τέλος της ηγεμονίας του και, κατά τον ιστορικό Τερτυλλιανό, εκτελέστηκε καθυστερημένα από το διάδοχό του Σατουρνίνο, παραμένοντας ωστόσο συνδεδεμένη με το όνομα του Κυρήνιου.

 

Η προσκύνηση των Μάγων, 1630. Λάδι σε καμβα, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Pieter van Lint (Πίτερ φαν Λιντ, 1609-1690).

 

Όσον αφορά την εποχή της Θείας Γέννησης, ο Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στην άνοιξη (ίσως και το θέρος ή το φθινόπωρο), αφού οι ποιμένες ζούσαν τότε έξω στην ύπαιθρο (Λουκάς 2:8). Το θείο Βρέφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στο δυνατό ψύχος του Δεκεμβρίου στη βυθισμένη στις βροχές και την παγωνιά ύπαιθρο και οι ποιμένες δεν θα βρίσκονταν με τα πρόβατά τους έξω στην εξοχή. Η άνοιξη, μάλιστα κατά την περίοδο του Πεσάχ, είναι η πιθανότερη εκδοχή, ταιριάζοντας χρονικά με την επίσκεψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Ζαχαρία (Λουκάς 1:5-13) και εξηγώντας το γεμάτο με κόσμο πανδοχείο (Λουκάς 2:7) και το γεγονός ότι, όπως όλοι οι ευσεβείς Εβραίοι, ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει στα Ιεροσόλυμα για το Πεσάχ, έστω και αν η Μαριάμ ήταν ετοιμόγεννη. Επιπλέον, ήταν λογικότερο να επισκεφθεί την κοντινή Βηθλεέμ για να καταγραφεί, για να γλυτώσει ένα ειδικό ταξίδι από τη Ναζαρέτ.

Περαιτέρω, στο Δανιήλ 9:25 προφητεύεται ότι 483 χρόνια μετά το διάταγμα για την αποκατάσταση και ανοικοδόμηση των Ιεροσολύμων θα εμφανιστεί ο Μεσσίας (ο χρισμένος) στην ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα με μια σχολή σκέψης, όταν ο Ιησούς λέει – αμέσως μετά τη βάπτισή Του (Ματθαίος 3:13-17, Μάρκος 1:9-11 και 3:1, Λουκάς 3:2123 και Ιωάννης 1:29-34) – πως έτσι πληρώθηκε η προφητεία (Μάρκος 1:15), αναφέρεται σε αυτή την προφητεία. Δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ θεωρείται πως έγινε το 457 π.Χ., ο Χριστός θα πρέπει να βαπτίστηκε το 27 μ.Χ., επομένως θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 3-2 π.Χ., καθώς ξεκίνησε να διδάσκει όταν έγινε 30 ετών (Λουκάς 3:23). Κήρυττε δε και διακονούσε για 3 ½ χρόνια μετά τη βάπτισή Του (Ιωάννης 2:13 και 23, 4:35, 6:4 και 11:55).

Ωστόσο, ο Άγιος Ιωάννης ξεκίνησε να κηρύττει γύρω στο 28 μ.Χ. (Λουκάς 3:1-2), σε ηλικία 30 ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Γνωρίζοντας δε ότι ο Χριστός ήταν μικρότερος του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή κατά έξι μήνες, θα μπορούσε η Βάπτισή του Θεανθρώπου στον Ιορδάνη ποταμό να έγινε μεταξύ 28-29 μ.Χ., ενώ η επίσκεψή Του στο Ναό της Ιερουσαλήμ κατά το 46ο έτος της κατασκευής του (Ιωάννης 2:20) φαίνεται να έγινε μεταξύ 27-29 μ.Χ., καταλήγουμε δε πάλιν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 2 π.Χ.

Σύμφωνα με τη ιουδαιοχριστιανική παράδοση, τα γενέθλια δεν αποτελούν εορτασμό, μάλιστα, η Εκκλησία εορτάζει μόνο τρία γενέθλια: α) του Ιησού Χριστού, β) της Παναγίας και Υπεραγίας Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και γ) του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου (24 Ιουνίου), ο οποίος θεωρείται ο μεγαλύτερος προφήτης και ο βαπτιστής του Χριστού.

Ωριγένης Αδαμάντιος, απεικόνιση σε Γαλλικό βιβλίο του 16ου αιώνα.

Το 245 μ.Χ. ο Ωριγένης στην Αλεξάνδρεια γράφοντας για το Λευιτικόν 12:1-8 – σχολιάζει ότι η Αγία Γραφή αναφέρει μόνο αμαρτωλούς να γιορτάζουν τα γενέθλιά τους, όπως το Φαραώ, ο οποίος κρέμασε τον αρχισιτοποιό (αρχιμάγειρά) του (Γένεση 40:20-22), και τον Ηρώδη, ο οποίος ζήτησε την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή επί πίνακι (σε δίσκο) από τη Σαλώμη (Μάρκος 6:21-27). Επιπλέον, η Αγία Γραφή αναφέρει Άγιους να καταριούνται την ημέρα της γέννησής τους, όπως τον Ιερεμία (Ιερεμίας 20:14-15) και τον Ιώβ (Ιώβ 3:1- 16). Ωστόσο, δεν μοιράζονταν όλοι την άποψη του Ωριγένη, ιδιαίτερα, αφού ο Ιησούς δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος.

Τα Χριστούγεννα φαίνεται πως άρχισαν να εορτάζονται το 134 μ.Χ., με απόφαση του Πάπα Τελεσφόρου. Καθώς η νέα θρησκεία έπρεπε να κτίσει πάνω σε υφιστάμενες δομές, σε μια εποχή που η ειδωλολατρία επικρατούσε και οι διωγμοί των Χριστιανών ήσαν συχνοί, έτσι η εορτή ήταν κινητή είτε γιορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου (εορτή του θεού Ήλιου στην Ανατολή), είτε στις 22 Δεκεμβρίου (Μπρουμάλια, χειμερινό ηλιοστάσιο).

Φαίνεται πως τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως ξεχωριστή εορτή στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α’ (336-352) στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα εορτής του Ανίκητου Ήλιου στη Δύση. Αυτό τεκμαίρεται και από το ημερολόγιο του Φιλόκαλου, που συντάχθηκε το 354 μ.Χ.

Στην Ανατολή ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη αργότερα: στην Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε το 397 από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ως εδραίωση της Ορθοδοξίας μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Ουάλη τον προηγούμενο χρόνο, υποστηρικτή του Αρείου.

Στην Αντιόχεια καθιερώθηκε μεταξύ 386-388, επίσης από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ενώ στην Αλεξάνδρεια μόλις το 430. Σύμφωνα με το κήρυγμα που εκφώνησε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια γύρω στο 386, η σύλληψη του Ιησού (Λουκάς 1:26) είχε ανακοινωθεί κατά τη διάρκεια του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ (Λουκάς: 1:10-13), τον οποίο υπολόγισε – με βάση τα καθήκοντα που εκτελούσε ο Ζαχαρίας κατά την Ημέρα του Εξιλασμού (Yom Kippur) – περί τον έβδομο μήνα του εβραϊκού ημερολογίου (Λευιτικόν 16:29 και Βασιλείς Α8:2), δηλαδή τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου.

Οι σχισματικοί Δονατιστές της Καρχηδόνας γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου ήδη από το 311 και αρνούνταν να γιορτάσουν τα Θεοφάνια (τα οποία θεωρούσαν καινοτομία), ενώ σε μερικές περιοχές της Δύσης τα Χριστούγεννα συνέχισαν να συνεορτάζονται με τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου μέχρι και μετά το 380. Θα πρέπει, εδώ, να σημειωθεί ότι ο συνεορτασμός των δύο εορτών είχε ως αποτέλεσμα να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στη βάφτιση, αντί στη ενσάρκωση του Χριστού. Να αναφέρουμε εδώ ότι η προσκύνηση των Μάγων [4] εορτάζεται στις Δυτικές Εκκλησίες στις 6 Ιανουαρίου και στις Ανατολικές στις 25 Δεκεμβρίου.

Η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου επικράτησε αφού συνέπιπτε με τις μεγάλες ειδωλολατρικές εορτές Σατουρνάλια (προς τιμήν του Θεού Κρόνου) και Μπρουμάλια (χειμερινό ηλιοστάσιο), τη γιορτή του Ανίκητου Ήλιου, τη γέννηση του θεού Μίθρα και την εβραϊκή γιορτή των Φώτων (Χανουκά) και ικανοποιούσε δε τόσο τη Δύση όσο και την Ανατολή. Επί Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (306-337), οι Χριστιανοί συγγραφείς (όπως ο Άγιος Αμβρόσιος) αφομοίωσαν αυτή την εορτή ως τα γενέθλια του Ιησού, συσχετίζοντάς Τον με τον ήλιο δικαιοσύνης (Μαλαχίας 4:2) και το φως του κόσμου (Ιωάννης 8:12).

Στο πεντάτομο έργο του Κατά Αιρέσεων (π. 180) ο Άγιος Ειρηναίος ταύτισε τη σύλληψη του Χριστού με την 25η Μαρτίου και τη σύνδεσε με τη γέννησή Του εννέα μήνες μετά, στις 25 Δεκεμβρίου. Ο σύγχρονος του θεολόγος Ιππόλυτος της Ρώμης, αν και γνώριζε την 25η Δεκεμβρίου, προτιμούσε τη 2α Απριλίου, ενώ ο Άγιος Επιφάνιος της Σαλαμίνας (310-403) θεωρούσε ότι η σύλληψη του Ιησού έγινε στις 20 Ιουνίου και ανέφερε μια παλαιά απόκρυφη παράδοση ότι η εγκυμοσύνη της Παναγίας κράτησε 10 μήνες.

Ο Άγιος Πολύκαρπος (†167) θεωρούσε ότι ο Χριστός μάλλον γεννήθηκε και βαπτίστηκε ημέρα Τετάρτη, αφού ο Ήλιος δημιουργήθηκε την τέταρτη ημέρα από το Θεό, προσδιόριζε δε την Τετάρτη αυτή γύρω στις 25 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας.

Επιπλέον, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου συσχετίστηκε με την εαρινή ισημερία (εκεί κατέληξε και ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας Σέξτος Ιούλιος ο Αφρικανός το 221), ενώ το θερινό ηλιοστάσιο και η φθινοπωρινή ισημερία συσχετίστηκαν με τη γέννηση και τη σύλληψη του Αγίου Ιωάννη, αντίστοιχα. Έτσι, η Χριστιανική Εκκλησία κατάφερε να αντικαταστήσει τις ειδωλολατρικές εορτές με χριστιανικές, συμπέρασμα στο οποίο, ανασκοπώντας, κατέληξαν και στοχαστές, όπως ο Άγγλος φυσικομαθηματικός Isaac Newton (1642- 1726), ο Γερμανός θεολόγος και ανατολιστής Paul Ernst Jablonski (1693-1757) και ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Louis Duchesne (1843-1922).

Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, θεολόγος, τέλη του 2ου και αρχές 3ου αιώνα.

Ωστόσο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, γύρω στο 200 μ.Χ., κάνοντας αναφορά στην ημερομηνία γέννησης του Χριστού, αναφέρει διάφορες γνωστές ημερομηνίες (19/20 Απριλίου, 20 Μαΐου), συσχετίζοντας μάλιστα τη Θεία Γέννηση με το Θείο Πάθος (21 Μαρτίου ή 21 Απριλίου), όχι όμως τις 25 Δεκεμβρίου, συσχετισμό της Θείας Γέννησης με το Θείο Πάθος κάνουν ο Νεύτωνας και ο Louis Duchesne.

Μερικοί θεωρούσαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στην ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, επομένως και ο Ιησούς θα έπρεπε να είχε συλληφθεί εκείνη την ημερομηνία. Ο Duchesne παραθέτει, επίσης, το γεγονός ότι ο ιστορικός Ερμείας Σωζόμενος (400-450) ανέφερε ότι οι αιρετικοί Μοντανιστές της Φρυγίας (2ος αιώνας) γιόρταζαν το Πάσχα την Κυριακή κοντά στις 6 Απριλίου και έτσι θεωρούσαν ότι η σύλληψη του Χριστού έγινε στις 6 Απριλίου και η γέννησή Του στις 6 Ιανουαρίου, πιθανή προέλευση του εορτασμού στις 6 Ιανουαρίου. Ο διαχωρισμός της εορτής της Γέννησης του Χριστού τοποθετείται στο πλαίσιο των χριστολογικών ερίδων της εποχής κατά την οποία συνέβη.

Αν και η ξεχωριστή από τα Θεοφάνια εορτή δεν επικράτησε αμέσως σε όλη την χριστιανική επικράτεια, η έναρξή της στη Ρώμη λίγο μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325) και η τελική καθολική αποδοχή της μετά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) φαίνεται να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Η 25η Δεκεμβρίου κηρύχθηκε δημόσια αργία το 529 από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό: απαγορεύθηκε η εργασία και τα δημόσια έργα. Έως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστόλων στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.

Ο συνεορτασμός των Χριστουγέννων με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμώνα είχε ως αποτέλεσμα την οικειοποίηση από τους Χριστιανούς προϋπαρχόντων εθίμων, όπως η ανταλλαγή δώρων, τα γλέντια και τα χαρτοπαίγνια (από τα Σατουρνάλια), η χρήση πρασινάδων και φώτων και η αγαθοεργία (από το ρωμαϊκό νέο έτος).

Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια παράμετρος, που περιπλέκει τα πράγματα: το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθαίος 2:2 και 9), για το οποίο υπάρχουν διάφορες θεωρίες:

  1. Μετεωρίτης: Καθημερινά, εκατομμύρια μάζες «βομβαρδίζουν» τη Γη μας, σπανίως όμως είναι ορατές με γυμνό μάτι, η δε διάρκειά τους δεν ξεπερνά τα λίγα δευτερόλεπτα και σίγουρα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Οι διάττοντες Δρακοντίδες ήταν ορατές το 3 π.Χ.
  2.  Υπερκαινοφανής αστέρας: Η αιφνίδια εμφάνιση καινούργιων αστεριών στο στερέωμα, τόσο λαμπρών που να γίνονται αντιληπτοί και διά γυμνού οφθαλμού, δεν συμβαίνει συχνά. Ένας τέτοιος αστέρας εμφανίστηκε το Μάρτιο του 5 π.Χ., σύμφωνα με Κινέζους και Κορεάτες αστρονόμους, στον κοντινό γαλαξία της Ανδρομέδας (αστερισμός του Αιγόκερου), ενώ τον Οκτώβριο του 1604 ένα σουπερνόβα στον αστερισμό του Οφιούχου παρατηρήθηκε από τον Γερμανό αστρονόμο Johannes Kepler.
  3. Κομήτης: Οι κομήτες είναι τεράστια πετρώματα που περιβάλλονται με πάγο, που, όταν προσεγγίζουν τον Ήλιο, εξατμίζεται και φαίνονται σαν κόμη (ουρά), εξού και το όνομά τους. Ωστόσο, οι κομήτες τότε συνδέονταν με κακούς οιωνούς, επομένως θα ήταν απίθανο οι τρεις Μάγοι να έρθουν γι’ αυτόν από την Ανατολή με δώρα. Πάντως, το 12 π.Χ. ο κομήτης του Χάλεϋ ήταν ορατός από τη Γη, ενώ το 5 π.Χ. Κινέζοι αστρονόμοι παρατήρησαν έναν κομήτη.
  4. Σύνοδος πλανητών: Λόγω της διαφορετικής ταχύτητας του κάθε πλανήτη του πλανητικού μας συστήματος, σπάνια έρχονται στην ίδια τροχιά. Αυτό το σπάνιο φαινόμενο συνέβηκε τρεις φορές το 7 π.Χ. με τους πλανήτες Δία και Κρόνο στον αστερισμό των Ιχθύων (που συσχετίζονται με το εβραϊκό έθνος) και μία φορά το 6 π.Χ. με τους Δία, Κρόνο και Άρη (και πάλιν στους Ιχθύες). Η συζυγία του 7 π.Χ. παρατηρήθηκε από Βαβυλώνιους αστρολόγους. Μεταξύ 3-2 π.Χ., ωστόσο, συνέβηκε μια άνευ προηγουμένου σειρά από συζυγίες:Κρόνος και Ερμής, Κρόνος και Αφροδίτη (αμφότερες στον αστερισμό του Καρκίνου), Δίας και Αφροδίτη (ο πατέρας των Θεών και η μητέρα της γονιμότητας) στον αστερισμό του Λέοντα σύμβολο Βασιλέων), Ερμής, Δίας και Αφροδίτη (δύο φορές), Δίας και Βασιλίσκος (τρεις φορές) και Ερμής και Άρης (όλα στο Λέοντα). Άλλοι «υποψήφιοι» είναι ο πλανήτης Ουρανός, που πέρασε κοντά από τον Κρόνο το 9 π.Χ. και την Αφροδίτη το 6 π.Χ., καθώς επίσης και ο πλανήτης Δίας, που φάνηκε να παραμένει ακίνητος στον ουρανό το 2 π.Χ.
  5. Θεωρία του Κέπλερ: το 1614, ο αστρονόμος Johannes Kepler και η υπόλοιπη ανθρωπότητα είδε τον Άρη να πλησιάζει τον Κρόνο και το Δία και υπολόγισε ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 6 π.Χ., όταν συνέβηκε ένα παρόμοιο «τρίγωνο» (Δίας, Κρόνος και Άρης).
  6. Υπερφυσική θεωρία: ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345-407) υποστηρίζει ότι ήταν ένα καθαρά υπερφυσικό φαινόμενο, ενώ ο Ιερός Αυγουστίνος (354-430) αναφέρει ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο, αλλά ένα θαυμαστό άστρο που ανέτειλε για πρώτη και τελευταία φορά, για το γεγονός της ενανθρώπισης του Θεανθρώπου.

 

Η προσκύνηση των Μάγων, 1624. Έργο του Ολλανδού ζωγράφου, Abraham Bloemaert (1564- 1651), Centraal Museum (Ουτρέχτη, Ολλανδία).

 

Το αστέρι της Βηθλεέμ δεν εμφανίζεται στα άλλα τρία Ευαγγέλια, ωστόσο αναφέρεται στις προφητείες (Αριθμοί 24:17). Το ίδιο συμβαίνει με την επίσκεψη των Μάγων, η οποία αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 60:1-7 και Ψαλμοί 72:10). Επιπλέον, στα Ευαγγέλια συχνά ο Ιησούς αναφέρεται ως Ναζωραίος ή Ναζαρηνός (δηλαδή από τη Ναζαρέτ, χώρο καταγωγής της μητέρας του), αλλού ότι γεννήθηκε στη Βηθλεέμ (Ματθαίος 2:1), ενώ στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη αναφέρεται ότι ο Χριστός προερχόταν από τη Γαλιλαία (Ιωάννης 7:41 και 52). Σύμφωνα με μια θεωρία, ο Ιησούς γεννήθηκε στη Ναζαρέτ και η τοποθέτηση της Θείας Γέννησης στη Βηθλεέμ αντικατοπτρίζει την επιθυμία των Ευαγγελιστών για πλήρωση της προφητείας (Μιχαίας 2:2-5).

Την εποχή εκείνη η Ναζαρέτ ανήκε διοικητικά στην επαρχία της Γαλιλαίας, ενώ η Βηθλεέμ και η Ιερουσαλήμ στην επαρχία της Ιουδαίας.

Αν και όλοι οι Χριστιανοί γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, αυτό δεν συμβαίνει την ίδια ημέρα για όλα τα δόγματα. Οι Ρωμαιοκαθολικοί και Ανατολικοί Καθολικοί, οι Αγγλικανοί και οι Προτεστάντες εορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου και τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου, όπως και οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι που ακολουθούν το αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Κύπρου, Ελλάδας, Πολωνίας, Αλβανίας και Αυτόνομες Εκκλησίες Τσεχίας & Σλοβακίας, Φινλανδίας και Εσθονίας, καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικής). Επίσης, στις 25 Δεκεμβρίου/6 Ιανουαρίου εορτάζουν τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνια, αντίστοιχα, δύο Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες (Συριακή ή Ιακωβιτική και Ινδική Εκκλησία στο Μαλαμπάρ), καθώς και οι Νεστοριανοί (Ασσυριακή ή Χαλδαϊκή Εκκλησία).

Οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι που ακολουθούν το Γρηγοριανό ημερολόγιο (Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας και Γεωργίας, Αρχιεπισκοπή Όρους Σινά και Άγιον Όρος), εορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 7 Ιανουαρίου και τα Θεοφάνια στις 19 Ιανουαρίου (Γρηγοριανές ημερομηνίες που αντιστοιχούν στις Ιουλιανές 25 Δεκεμβρίου και 6 Ιανουαρίου, αντίστοιχα), όπως και οι σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες.

Τις ίδιες ημερομηνίες (7/19 Ιανουαρίου) εορτάζουν και μερικές από τις Παλαιές Ανατολικές Εκκλησίες (Αιθιοπική, Ερυθραίας, Κοπτική). Εξαίρεση αποτελεί η Αρμενική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία για λόγους παράδοσης συνεχίζει το συνεορτασμό των Χριστουγέννων μαζί με τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου.

Ο συνεορτασμός αυτός δεν έχει ημερολογιακή βάση, αλλά αποτελεί αδιάσπαστη συνέχεια της παλαιάς χριστιανικής παράδοσης. Εξάλλου, οι Αρμενορθόδοξοι ακολουθούν το νέο (Γρηγοριανό) ημερολόγιο, εκτός από το Αρμενικό Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, το οποίο συνεχίζει να ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο και συνεορτάζει τα Χριστούγεννα με τα Θεοφάνια στις 19 Ιανουαρίου, ημερομηνία που στο ιουλιανό ημερολόγιο αντιστοιχεί με την 6η Ιανουαρίου.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι σίγουρο πως ο Χριστός θα πρέπει γεννήθηκε μεταξύ 7 και 2 π.Χ. και ότι το σύστημα χρονολόγησης που χρησιμοποιούμε είναι λανθασμένο! Σε τελική ανάλυση, όμως, δεν έχει τόση σημασία το τι συνέβη στον ουρανό εκείνη τη νύχτα, ούτε και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς, γιατί εκείνο το βράδυ στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ συνέβηκε το μεγαλύτερο θαύμα των αιώνων, η γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Ίσως, ακόμη, το γεγονός ότι η ημερομηνία γέννησης του Μεσσία περιβάλλεται από μυστήριο να προσθέτει στο νόημα της ουσίας της Θείας Γέννησης…

 

Υποσημειώσεις


[1] Παρά το γεγονός ότι ο Καρλομάγνος (†814) και οι διάδοχοί του υποστήριζαν τη χρήση του συστήματος χρονολόγησης μ.Χ., οι Πάπες και οι ρωμαιοκαθολικές χώρες δεν άρχισαν να χρησιμοποιούν το σύστημα παρά μόνο μετά τον 11ο αιώνα. Το 1422 η Πορτογαλία έγινε η τελευταία δυτική χώρα που υιοθέτησε το σύστημα αυτό. Η Ρωσία το υιοθέτησε το 1700 και

μέσα στο 19ο και 20ο αιώνα οι υπόλοιπες χώρες.

[2] Η κτίση της Ρώμης τοποθετείται στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Έτσι, το έτος 754 από κτίσεως της πόλης (ab urbe condita) αντιστοιχεί με το έτος 1 μ.Χ. (αφού δεν υπάρχει έτος 0). Ο Διονύσιος υπολόγισε τη γέννηση του Ιησού λανθασμένα, μάλλον κατά 3-4 χρόνια.

[3] Την εποχή εκείνη ήταν σύνηθες οι Ρωμαίοι υπήκοοι να επαναδιαβεβαιώνουν την υπηκοότητά τους κάθε πέντε χρόνια και να ανανεώνουν τα προνόμια που είχαν. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την εβραϊκή κοινότητα, πόσο μάλλον για τη Μαρία και των Ιωσήφ που αμφότεροι έλκυαν την καταγωγή τους από το Βασιλιά Δαβίδ. Αν η απογραφή διατάχθηκε το 8 ή 7 π.Χ., σημαίνει ότι η επαναδιαβεβαίωση θα έγινε το 3 ή 2 π.Χ.

[4] Τα δώρα που έφεραν στο Θείο Βρέφος οι τρεις Μάγοι, ο Πέρσης γέροντας Μελχιώρ, ο νεαρός Ινδός Γασπάρ και ο μελαμψός Άραβας Βαλτάσαρ, ήσαν συμβολικά: χρυσό για το Βασιλιά, λιβάνι για το Θεό και σμύρνα (μύρο) για τον άνθρωπο που θα πέθαινε.

 

Αλέξανδρος – Μιχαήλ Χατζηλύρας

Ερευνητής, Μελετητής, Συγγραφέας

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ενατενίσεις», Περιοδική Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Κύκκου και Τηλλυρίας (Κύπρος) το 2015.

 

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

 

Διαβάστε ακόμη:

 

Read Full Post »

Έτος 1 μ.Χ.


 

Ο Χρόνος, που μας φαίνεται με ποτάμι που κυλά, δεν είναι παρά ένα αχανές και στατικό τοπίο. Εκείνο που κινείται δεν είναι παρά το μάτι του θεατή». Thornton Wilder, «Η όγδοη μέρα της Δημιουργίας».

 

Τα χρόνια που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο, όπως και οι αποφασιστικές μάχες, συνιστούσαν ανέκαθεν προσφιλές για τους ιστορικούς θέμα. Το γιατί, γίνεται φανερό για ορισμένα από αυτά τα έτη – 1453, 1789, 1914: οι καλά πληροφο­ρημένοι της εποχής ένιωθαν ότι κάτι σημαντικό συ­νέβαινε, παρ’ όλο που δεν μπορούσαν να προβλέ­ψουν όλες τις συνέπειές του. Συχνότερα, ωστόσο, οι μεγάλες ιστορικές διεργασίες ξεκινούν άδηλα και μόνον πολύ αργότερα, κοιτώντας πίσω, είναι εφικτό να εντοπιστεί η κρίσιμη ημερομηνία. Τέτοιο έτος είναι το Έτος 1. Μάλιστα, από όλα τα σημαντικά έ­τη της Ιστορίας είναι το πλέον περίεργο, διότι ου­δείς ζων την εποχή εκείνη αλλά και αιώνες αργό­τερα είχε την παραμικρή ιδέα ότι εκείνο το έτος ή­ταν το Έτος 1. Εάν ποτέ αναφέρονταν στο έτος αυτό, εννοούσαν το έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκε ο κόσμος, και όχι ό,τι εμείς εννοούμε με το1 A. D. (Anno Domini: Έτος του Κυρίου μας ή μ.Χ.)

 

Ιησούς

 

Για παράδειγμα, τι έτος αναγραφόταν σε ένα πι­στοποιητικό γεννήσεως, σε μια συμβολαιογραφική πράξη γάμου, σε μια εμπορική συμφωνία που συ­ντάχθηκαν το Έτος 1; Στο ερώτημα αυτό δεν μπο­ρούμε να δώσουμε μία και μόνη απάντηση, καθώς για τις περισσότερες δραστηριότητες της καθημερι­νής ζωής γινόταν χρήση ημερομηνιών ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του κόσμου. Στη Ρώμη ένα συμβόλαιο θα μπορούσε να έχει ημερο­μηνία «επί υπατείας του Ιουλίου Καίσαρα, γιου του Αυγούστου και του Αιμιλίου Παύλου, γιου του Παύ­λου». Σε άλλα σημεία του κόσμου τα έτη καθορίζο­νταν από τις βασιλείες ή από τη θητεία ντόπιων αρ­χόντων και ιερέων.

Σε μας όλα αυτά μπορεί να φαίνονται χαώδη, καθώς είμαστε συνηθισμένοι σε ένα συνεχές, σταθερό ημερολόγιο, το οποίο λίγο πολύ χρησιμοποιείται σε όλον τον κόσμο, αλλά τελικά (εκείνο το σύστημα) ήταν αρκετά λειτουργικό. Μόνον οι λόγιοι αντιμετώπιζαν σύγχυση, αυτοί που απαιτούσαν ακριβή απάντηση στην ερώτηση «πόσο χρόνο πριν» ή εκείνοι που επιθυμούσαν να συγχρονίσουν τα γεγονότα στην ελληνική και ρωμαϊκή Ιστορία. Προς ικανο­ποίησή τους εφευρέθηκαν αρκετά συστήματα.

Στη Ρώμη, οι λόγιοι μετρούσαν συχνά τα γεγονότα από τη θρυλούμενη ίδρυση της πόλης του Ρωμύλου, το έτος που έχουμε ονομάσει 753 π.Χ. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν μονάδες χρονικών περιόδων ανά 4 χρόνια, τις Ολυμπιάδες, αρχίζοντας από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες το 776 π.Χ. Στα δύο αυτά συστήματα, το Έτος 1 ήταν αντίστοιχα το 754 από κτήσεως Ρώμης (AB URBE CONDITA) και το πρώ­το έτος της 195ης Ολυμπιάδας.

Κανένα σύστημα δεν ήταν επίσημο: κάθε λόγιος και ιστορικός ήταν ελεύθερος να επιλέξει εκείνο που προτιμούσε, ένα μόνο ή συνδυασμό. Ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Χριστιανοί χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να διαμορφώσουν και να εισαγάγουν δικό τους σύστημα. Η τιμή ανήκει σε έναν ανατολικό ελληνόφωνο μοναχό, τον Διονύσιο το Μικρό, που έζησε στη Ρώμη στο πρώτο μισό του έκτου αιώνα.

Αυτός υπολόγισε ότι ο Χρι­στός γεννήθηκε το 754 από κτίσεως Ρώμης, ονόμασε το έτος αυτό anno Domini (a.D.) «Έτος του Κυρίου μας» (μ.Χ) και μέτρησε τα έτη που προηγήθηκαν του συγκεκριμένου έτους ως τόσα ante Christum «προ Χριστού». Η μέτρησή του ήταν ελαφρώς ανακριβής. Οι μόνες πραγματικές ενδείξεις υπάρχουν σε δύο από τα τέσσερα Ευαγγέλια και δυστυχώς είναι συγκρουόμενες και ασυμβίβαστες. Αν ο Ματθαίος ορθώς ορίζει την ημερομηνία της εξόδου προς την Αίγυπτο, τότε ο Ιησούς γεννήθηκε λίγο πριν ή κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος πέθανε το 4 π.Χ. Εάν όμως ο Λουκάς έχει δίκιο, συνδέοντας τη Γέννηση με μια απογραφή – «Όλοι πήγαν να εγ­γραφούν, ο καθείς στην πόλη του»- τότε η ημερο­μηνία θα πρέπει να είναι το6 a.D. (μ.Χ.) ή ίσως και το7 a.D. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις το1 a.D. δεν θεωρείται πιθανό.

Ωστόσο, το χρονολογικό σύστημα του Διονυσίου επεκτάθηκε σταδιακά, πρώτα στη Δύση και με πιο αργούς ρυθμούς στην Ανατολή, μέχρι που καθιερώθηκε σχεδόν ανά την υφήλιο. Το Έτος 1 – όποιο κι αν ήταν – κατέστη σημαντικό έτος, για πολλούς το σημαντικότερο της Ιστορίας. Εάν το 6 a.D. είναι το ορθό έτος, τότε ο Ιησούς γεννήθηκε στην νεοϊδρυθείσα ρωμαϊ­κή επαρχία της Ιουδαίας. Τη χρονιά αυτή, οι Ρωμαίοι καθαίρεσαν τον γιο του Ηρώδη Αρχέλαο, κατέλαβαν την Ιουδαία και έστειλαν εκεί τον κυβερνήτη της Συρίας Κυρήνιο, ο οποίος έλαβε διαταγή να οργανώσει την πρώτη απογραφή. Η Γαλιλαία, από την άλλη, αφέθηκε ελεύθερη να συνεχίσει υπό την εξουσία της οικογένειας του Ηρώδη για ακόμη μία γενεά.

Η αρκετά περίπλοκη αυτή πολιτική κατάσταση δεν ήταν πρωτόγνωρη για τις επαρχίες στο ανατολικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου η πολιτική της αυτοκρατορίας ταλαντευόταν ανάμεσα στη στήριξη των τοπικών πελατών – βασιλέων και την απευθείας διακυβέρνηση. Στο κάτω κάτω η Παλαιστίνη ήταν πολύ μακριά από τη Ρώμη και, πολύ πιο κοντά, στην πατρίδα, τα προβλήματα ήταν πιεστικά: εκείνη την εποχή μεγάλες δυνάμεις ήταν απασχολημένες με την επιχείρηση ενσωμάτωσης του γερμανικού εδάφους μεταξύ Ρήνου και Έλβα. Εξολοθρεύτηκαν τελικά το9 a.D. με μια προδοτική ενέδρα του Αρμινίου, ενός Γερμανού λήσταρχου που είχε υπηρετήσει στα ρωμαϊκά βοηθητικά στρατεύματα και του είχε δοθεί τιμητικά η ρωμαϊκή υπηκοότητα.

Η καταστροφή αυτή, στο Δάσος του Τόιτεμπουργκ, προκάλεσε τελικά τη μετατόπιση του βορείου συνόρου της αυτοκρατορίας στη γραμμή Ρήνου – Δούναβη, η οποία αργότερα μεταβλήθηκε αρκετές φορές για να περιλάβει και τη Βρετανία μετά την κατάληψή της. Δυτικό σύνορο ήταν ο Ατλαντικός Ωκεανός και νότιο τα Όρη του Άτλαντα, η Σαχάρα και οι καταρράκτες του Νείλου – παρ’ ότι πολλά από τα τμήματα της βόρειας Αφρικής είχαν πανομοιότυπη μεταβλητή πολιτική ιστορία όπως η Ιουδαία.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια αυτοκρατορία με τη στενότερη δυνατή έννοια του όρου. Ο «ρω­μαϊκός λαός» – δηλαδή οι Ρωμαίοι πολίτες, που ήταν κατά το μάλλον συγκεντρωμένοι στη Ρώμη και την κεντρική και βόρεια Ιταλία – εξουσίαζαν όλους τους υπολοίπους ως υποτελείς. Η αυτοκρατορία εκτός Ιταλίας ήταν χωρισμένη στις ούτω καλούμενες provinciae, που δεν ήταν επαρχίες κατά τον τρόπο που σήμερα το Οντάριο είναι επαρχία του Καναδά, αλλά μάλλον αποικίες, όπως η Ινδία ή η Νιγηρία ήταν βρετανικές αποικίες πριν κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Η συνολική επιφάνεια της αυτοκρατορίας το1 a.D. ήταν περίπου 1.250.000 τετραγωνικά μίλια με πληθυσμό ίσως 60.000.000.

 

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395 μ. Χ. (Historical Atlas by William R. Shepherd, 1911).

 

Είναι άκρως αμφίβολο εάν οποιοσδήποτε εντός ή εκτός της διοίκησης ήξερε τον πραγματικό αριθμό του πληθυσμού. Απογραφές γίνονταν, αλλά σε άτακτα διαστήματα, σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές επαρχίες. Αποκλειστικός δε στόχος των απογραφών ήταν να ενημερώσουν τους φορολογικούς καταλόγους: ο φοροσυλλέκτης μαζί με το στρατιώτη ήταν ο πλέον εμφανής και πανταχού παρών σύνδεσμος μεταξύ των επαρχιών και της Ρώμης.

Η Ρώμη είχε αρχίσει κιόλας από τον 3ο αιώνα π.Χ. την κατάκτηση επαρχιών και η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε παρά το δεύτερο αιώνα της χριστιανικής εποχής. Τα κίνητρα της επέκτασης της αυτοκρατορίας είναι συχνά παραπλανητικά, διότι η άμυνα και η στρατηγική μπορούν με εύσχημο τρόπο να προβληθούν ως δικαιολογία: όσο περισσότερο επεκτείνονται τα σύνορα τόσο μειώνονται και οι απειλές – πραγματικές ή φανταστικές. Αλλά στην αρχαιότητα γενικώς και μεταξύ των Ρωμαίων ειδικότερα, φαίνεται πως η προσπάθεια συγκάλυψης ή άρνησης της (ιμπεριαλιστικής) εκμετάλλευσης από πλευράς αυτοκρατορίας ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι στους σύγχρονους καιρούς.

Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που ευλαβώς προβάλλονταν για την κατάκτηση και την ενσωμάτωση (εδαφών) σε διάφορες χρονικές στιγμές, το δικαίωμα άμεσης αποκόμισης ωφελημάτων από τα κατακτημένα εδάφη ήταν αβίαστα αναγνωρισμένο. Αυτό σήμαινε όχι μόνον κρατικούς φόρους – σε αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια – αλλά συχνά και σημαντικά ατομικά εισοδήματα, νόμιμα ή παράνομα, για τους ανώτατους αξιωματούχους και τα μέλη των συντεχνιών είσπραξης φόρων. Η Ρώμη είχε συμφέρον να διατηρεί την αυτοκρατορία της ειρηνική και πειθαρχημένη με όσο το δυνατόν αποτελεσματικές τοπικές διοικήσεις. Για την επιτυχία αυτού του τελευταίου, εξαρτιόταν κυρίως από τις τοπικές ηγετικές τάξεις – αφού δεν είχε ανθρώπους δικούς της – οι οποίες έπαιζαν συνήθως το φιλορωμαϊκό εξισορροπητικό ρόλο για την αποτροπή μιας εξέγερσης.

Από την αρχή της επέκτασης της Ρώμης, οι ταγοί της είχαν υιοθετήσει την πολιτική της μέγιστης δυνατής μη παρέμβασης σε κοινωνικούς και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι τόσο ορμώμενοι από την ευρεία θεωρία ή την αρχή της ανοχής, αλλά από μια πολύ πιο απλή σκέψη. Ποιος ο λόγος να ασχοληθούμε; Η Ρώμη δεν είχε καμία «αποστολή» – ο μύθος αυτός καθιερώθηκε αναδρομικά, πολύ αργότερα. Η Ρώμη ήθελε να διοικεί αποτελεσματικά και επανειλημμένως διαπίστωνε ότι η ελάχιστη επέμβαση την αποζημίωνε. Παρ’ όλο που ο Ρωμαίος έπαρχος διατήρησε στην ουσία απόλυτη εξουσία και δεν δίσταζε να τη χρησιμοποιεί όποτε το έκρινε αναγκαίο, όπως όταν επέβαλε τη θανατική ποινή. Υπό κανονικές συνθήκες, οι καθημερινές ζωές πάρα πολλών ανθρώπων ελάχιστα επηρεάζονταν από τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Αυτό ίσχυε σε μεγάλο βαθμό στα ανατολικά τμήματα της αυτοκρατορίας, που είχαν αναπτυγμένο πολιτισμό πολύ πριν έρθουν οι Ρωμαίοι. Οι περιοχές αυτές παρέμειναν διαφορετικές – μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τη Δύση- τόσο διαφορετικές όσο ήταν και την εποχή της ανεξαρτησίας τους.

Το ημερολόγιο είναι τελείως συμπτωματικό, το ίδιο και η γλώσσα. Φυσικά τα λατινικά ήταν η επίσημη γλώσσα του ρωμαϊκού κράτους. Δεν ήταν όμως η γλώσσα που μιλιόταν στην Ανατολή ή ακόμη και σε ορισμένες περιοχές της Δύσης όπως η Σικελία και η Λιβύη. Εκεί, οι ηγετικές τάξεις και οι διανοούμενοι μιλούσαν, έγραφαν και σκέπτονταν στα ελληνικά, οι δε υπόλοιποι στη μητρική γλώσσα τους – σε ορισμένα μέρη ελληνικά, σε άλλα αραμαϊκά ή αιγυπτικά κ.λπ. Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι γνώριζαν σε κάποιο βαθμό τα ελληνικά, αλλά οι ισότιμοί τους στις ανατολικές επαρχίες σπανίως έμπαιναν στον κόπο να μάθουν λατινικά εξίσου καλά.

Όταν ο Ιώσηπος – γόνος μιας ιουδαϊκής ιερατικής οικογένειας, με υψηλή μόρφωση, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιουδαία – έγραψε το «Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου», φιλορωμαϊκή μαρτυρία από την πτώση της Ιερουσαλήμ στα χέρια των Ρωμαίων και την καταστροφή του Να­ού το70 a.D., η πρώτη εκδοχή του διατυπώθηκε στα αραμαϊκά και η δεύτερη στα ελληνικά.

Ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος και γι’ αυτόν οι φαύλοι του λαού του ήταν οι ζηλωτές, οι οποίοι υποδαύλισαν και ηγήθηκαν της εξέγερσης κατά της Ρώμης. Η αγαπημένη του λέξη ήταν «ληστές», οπότε οι ληστές, οι ζηλωτές και οι χαμηλότερες τάξεις είναι ουσιαστικά συνώνυμα στα βιβλία του. Οι ισχυροί Ρωμαίοι χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να καταστείλουν την εβραϊκή εξέγερση – ακριβώς διότι η κοινωνική εξέγερση, η επιθυμία για ανεξαρτησία και η θρησκευτική διαμάχη αποτελούσαν ένα σύμπλεγμα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που μια ομάδα λίγων, στη μια πλευρά της όχθης, ευημερούσαν, ενώ η συντριπτική πλειονότητα στην άλλη πλευρά επιβίωνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Το γαργαντούικο συ­μπόσιο που παραθέτει ο απελεύθερος Τριμαλχίων οτο «Σατυρικόν» του Πετρώνιου είναι αστείο χάρη στην υπερβολή του: η περιγραφή γελοιοποιεί, αλλά δεν είναι τελείως φανταστική. Η περιουσία του Η­ρώδη του Μεγάλου αποτελούσε ανεξάντλητο θέμα σχολιασμού για τον Ιώσηπο. Αλλά οι υφαντές λινών της Ταρσού – οι ειδικευμένοι ελεύθεροι δεξιοτέχνες, που τα προϊόντα τους είχαν ζήτηση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία – δεν μπορούσαν ποτέ να πληρώσουν το μικρό ποσόν που απαιτείτο προκειμένου να λάβουν την ιθαγένεια στην πόλη τους. Εκτός Ιουδαίας σπανίως γίνονταν σοβαρές εξεγέρσεις. Υπήρχε δυστυχία και γκρίνια στους εκμεταλλευόμενους λαούς του ιμπέριουμ, που δεν επαρκούσε όμως στο να καταγραφεί στις επίσημες Δέλτους: πως η Ιστορία τείνει να είναι η ιστορία των νι­κητών με τους ηττημένους λαούς σε έναν παθητικό, σε μεγάλο βαθμό σιωπηρό και απρόσωπο ρόλο…

Το Έτος 1, οι Ρωμαίοι απολάμβαναν τη θέση τους με ικανοποίηση. Ήταν οι ηγέτες του πολιτισμένου – όπως ήθελαν να πιστεύουν – κόσμου αλλά είχαν καταφέρει επίσης να εξέλθουν με επιτυχία από μια μακρά, απελπιστικά βίαιη και επικίνδυνη περίοδο εμφυλίου πολέμου. Ο δημοκρατικός μηχανισμός της διοίκησης, του οποίου ηγείτο αποκλειστικά η ολιγαρχική Σύγκλητος – που έστελνε τις νικηφόρες ρωμαϊκές λεγεώνες στα ανατολικά, τα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια και που διαμόρφωσε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που υπήρξε ποτέ στον κόσμο – είχε αποδιοργανωθεί από το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. Ποικίλες προσπάθειες για την αναβίωσή της απέτυχαν, μέχρι που ο μικρανιψιός και υιοθετημένος γιος του Ιουλίου Καίσαρα, ο Οκτάβιος, αντικατέστησε τελικά το παλαιό σύστημα με τη μοναρχία – παρ’ ότι η επίσημη ορολογία του βασιλείου διατηρούνταν προσεκτικά, καθώς ανακατασκευάζονταν ένα δημοκρατικό προσωπείο, με Σύγκλητο, Δή­μους, Δημάρχους, λαϊκή συνέλευση, υπάτους, πραίτορες κ.ο.κ. Το προσωπείο αυτό, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ό,τι λέει η λέξη: «προσωπείο». Στόχος του ήταν να συγκαλύπτει την πραγματικότητα που υπήρχε πίσω από αυτό.

Αύγουστος

Τον Ιανουάριο του 27 π.Χ., η Σύγκλητος επικύρωσε επισήμως τη θέση που ο Οκτάβιος κέρδισε με τα όπλα και του έδωσε νέο όνομα, Αύγουστος, με το οποίο είναι έκτοτε γνωστός. Ταυτόχρονα, επελέγη ένας κατ’ ευφημισμόν τίτλος γι’ αυτόν, princeps (σ.μ.: ηγεμών) – μέχρι τότε, κοινή λατινική λέξη που το λεξικό ορίζει ως «ο πρώτος ηγέτης, κύριος, το πλέον διακεκριμένο πρόσωπο» – τίτλος που ήταν απαλλαγμένος από τις ανεπιθύμητες προεκτάσεις του REX (βασιλιάς). Ήταν επίσης Imperator (σ.μ.: αυτοκρά­τωρ στρατηγός), στρατιωτικός τίτλος που εχρησιμοποιείτο συχνά για να δηλώσει την ειδική σχέση με τη λαϊκή βάση και την εγγύηση της εξουσίας του: το στρατό, που αποτελούνταν κατά το ήμισυ από Ρω­μαίους πολίτες στις λεγεώνες και κατά το ήμισυ από βοηθητικά στρατεύματα που στρατολογούνταν στις λιγότερο «εκρωμαϊσμένες» επαρχίες.

Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο Αύγουστος είχε το σταθερό έλεγχο μιας αυτοκρατορίας που ο ίδιος είχε σημαντικά επεκτείνει. Περιορισμένες εξεγέρσεις, υποκινούμενες από αντιμοναρχικά αισθήματα κατεστάλησαν και κάθε χρονίζουσα παρανόηση αναφορικά με την πραγματική φύση της εξουσίας του ήρθη. Το 2 π.Χ. του δόθηκε ο τίτλος pater patriae, Πατέρας της Πατρίδας, που θύμιζε στους Ρωμαίους πολίτες τη δεσποτική εξουσία του Ρωμαίου πάτερ φαμίλια τόσο όσο και την πατρική μεγαλοθυμία. Έζησε ως το 14 a.D., προσβλέποντας σε μία μόνο τιμή: την επίσημη θεοποίησή του μετά θάνατον (όπως είχε ήδη γίνει με τον Ιούλιο Καίσαρα). Εξίσου σημαντικοί με την απόκτηση τίτλων ήταν οι εμφανείς ελιγμοί του για την εγκατάσταση μιας βασιλικής δυναστείας: ο Αύγουστος και ουδείς άλλος θα επέλεγε το διάδο­χό του και στη διαδικασία αυτή ποδοπάτησε μερικές από τις βαθιά ριζωμένες ρωμαϊκές παραδόσεις.

Το 4 π.Χ. η Σύγκλητος απεφάνθη με διάταγμα ότι οι δύο εγγονοί του (και υιοθετημένοι γιοι του) ο Γάιος και ο Λεύκιος θα ονομαστούν ύπατοι σε ηλικία δεκαπέντε ετών και θα αναλάβουν μόλις γίνουν είκοσι. Και οι δύο πήραν τον τίτλο «ηγεμόνες της Νεολαίας». Αυτό το μωρολόγημα σήμαινε στην πραγματικότητα πρίγκιπας (σ.μ.: διάδοχος του θρόνου).

Το Έτος 1, ο Γάιος που είχε συμπληρώσει τα 20, εξελέγη ύπατος μαζί με τον άνδρα της αδελφής του, Αιμίλιο Παύλο. Τότε η τύχη του Αυγούστου τον εγκατέλειψε: ο Λεύκιος πέθανε τον επόμενο χρόνο και ο Γάιος το 4 a.D. Ο ασθενής και γηραιός αυτοκράτορας κίνησε διαδικασία για την υιοθεσία του Τιβέριου, καθιστώντας σαφές ότι δεν το έκανε με χαρά. Ο Τιβέριος τελικά τον διαδέχτηκε. Η ομαλή και ειρηνική ανάληψη της εξουσίας από τον Τιβέριο αποτυπώνει την πλήρη διάσταση της επιτυχίας του Αυγούστου. Οι ιστορικοί αποκαλούν ορθώς τον Αύγουστο «αρχιτέκτονα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Όταν ο  επεκτατισμός το αποδεκτό μοντέλο, η αναφορά στο όνομά του ήταν σαφώς κολακευτική.

Τώρα, όμως, η κοινή γνώμη μεταστράφηκε, αν και λιγότερο για ορισμένους ίσως από ό,τι για άλλους – ο Ε. Μ. Φόρστερ αποκαλεί τον Αύγουστο «έναν από τους πλέον μισητούς επιτυχημένους άνδρες του κόσμου». Δύσκολα διαβάζει κάποιος σήμερα ευχάριστα τους παρακάτω στίχους:

«Και ιδού, ιδού ο άν­δρας, ο υπεσχημένος πού γνωρίζετε / ο Καίσαρας Αύγουστος, γιος του θεού, προορισμένος να κυβερ­νήσει / Όπως ο Κρόνος κυ­βέρνησε στο Λάτιο, και ε­κεί / Να φέρει πίσω την επο­χή του χρυσού: η αυτοκρατο­ρία του θα επεκταθεί /Πέρα από τους Γαράμαντες[i] και τους Ινδιάνους, στη γη πέρα από το ζωδιακό / κύκλο».

Ο Βιργίλιος [ii] και ο Οράτιος ήταν οι δεσπόζουσες φυσιογνωμίες του φιλολογικού κύκλου, τους οποίους υποστήριζε ένας από τους στενότερους και πλουσιότερους φίλους του Αυγούστου, ο «διαπλεκόμενος» Μαικήνας. (Δεν είναι τυχαίο που το όνομα Μαικήνας έγινε κοινή λέξη στις ευρωπαϊκές γλώσσες).

 

Ο Αύγουστος της Πρίμα Πόρτα, μια από τις διασημότερες απεικονίσεις του πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης. Μουσείο Βατικανού.

 

Ο Αύγουστος είχε σκεφθεί τα πάντα: τόσο η κοινή γνώμη όσο και τα οικονομικά, οι ρυθμίσεις για τη δυναστεία, η προμήθεια σε τρόφιμα και ο στρατός δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Επιστρατεύθηκε ακόμη και η κοπή νομισμάτων. Όταν του δόθηκε ο τίτλος pater patriae, για παράδειγμα, το κεντρικό νομισματοκοπείο στο Λούγκντουνουμ (Λιόν) άρχισε να κόβει ασημένια νομίσματα που έφεραν την κεφαλή του με την επιγραφή pater pa­triae στη μία όψη. Στην άλλη, εικονίζονταν οι δύο νεαροί εγγονοί του με τηβέννους, με τα εμβλήματα του ιερατείου και την επιγραφή «Γάιος και Λεύκιος Καίσαρ, γιοι (από υιοθεσία) του Αυγούστου, μελλοντικοί ύπατοι, ηγεμόνες της νεολαίας». Τα νομίσματα κυκλοφόρησαν ταχέως και η ανταπόκριση δεν ήταν αργή. Το θέμα το δανείστηκαν οι ποιητές, ενώ οι γλειψιματίες ιδιώτες και κοινότητες το χρησιμοποίησαν σε αφιερωματικές επιγραφές στα μνημεία των πόλεών τους. Θα ήταν όμως λάθος να μιλήσουμε κυνικά για εκπορνευμένη τέχνη.

Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων

Ούτε ο Βιργί­λιος ούτε ο Οράτιος, που απεβίωσαν το 19 και το 8 π.Χ. αντίστοιχα, ούτε και ο ιστο­ρικός Λίβιος, που το Έτος 1 συνέγραφε ακόμη την τεράστια επική ιστορία της Ρώμης, αγοράστηκαν με την πραγματική έννοια του όρου. Ο Οράτιος ήταν γιος ενός πλούσιου πρώην σκλάβου, ενώ ο Βιργίλιος και ο Λίβιος προέρχονταν από τις ευκατάστατες μεσαίες τάξεις της βόρειας Ιταλίας. Οι τάξεις αυτές είχαν υποφέρει πολύ κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων, αλλά τώρα η ειρήνη – η pax Augusta – είχε επανέλθει, μαζί και η ζωηρή ελπίδα για το μέλλον, τόσο στη Ρώμη όσο και στην αυτοκρατορία. Με την αίσθηση του αναβιωμένου κύρους θα ερχόταν και η ηθική κάθαρση και αναγέννηση. Αυτή η τελευταία ήταν αγαπημένο θέμα του Αυγούστου. Εκφραζόταν σε πολλά νομοθετικά διατάγματα, που συντάχθηκαν με στόχο να καμφθεί η υπερβολικά φθοροποιός προσωπική ζωή, η ακολασία και η διαφθορά στις ανώτερες τάξεις.

 Στόχος ήταν να επιστρέψουν οι ανώτερες τάξεις – όχι στην ελευθερία και την ισχύ που είχαν στα χρόνια της Δημοκρατίας, αλλά στην υπεύθυνη συμμετοχή στο στρατό και τη δημόσια διοίκηση υπό τους πρίγκιπες. Ο ίδιος ο Αύγουστος, κατά το βιογράφο του Σουητώνιο,[iii] παρακολουθούσε απαγγελίες ποιημάτων και αναγνώσεις Ιστορίας και μάλιστα τις ευχαριστιόταν «αν ήταν σοβαρές και ο συγγραφέας πρώτης γραμμής». Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τις ηθικές σταυροφορίες: οι σταθερές, τα κίνητρα και η πραγματικότητα είναι σαν τα παγόβουνα. Ασφαλώς η ορατή πλευρά του κλίματος της εποχής έδειχνε τη διαφθορά, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των παλαιών και των σύγχρονων αξιών. Επαρκής απόδειξη είναι ο εξοστρακισμός – σε διαφορετικές περιόδους – της κόρης και της εγγονής του Αυγούστου για σεξουαλική διαφθορά.

Ένας αριθμός υψηλόβαθμων αξιωματούχων εξορίστηκαν μαζί με την κόρη του Αυγούστου ως συνεργοί της. Ο δε σύζυγος της εγγονής, Αιμίλιος Παύλος (που ήταν ο δεύτερος ύπατος το Έτος 1), εκτελέστηκε. Υπάρχει ωστόσο κάτι μυστηριώδες αναφορικά και με τις δύο υποθέσεις. Δεν υφίσταται ιδιαίτερος λόγος να απαλλάξουμε κάποια από τις δύο Ιουλίες, αλλά δεν μπορούμε να μην πούμε ότι μια συνωμοσία από το δυναστικό παλάτι διαδραμάτισε το σημαντικότερο ρόλο.

Οβίδιος

Η συνωμοσία ήταν ενδημική στην αυτοκρατορία και δεν είναι επουσιώδες ότι συνιστούσε την εσώτερη ψυχή του καθεστώτος από την εποχή της βασιλείας του ιδρυτή της. Ένα από τα θύματα της νεαρότερης Ιουλίας ήταν ο ποιητής Οβίδιος, ο οποίος εξορίστηκε στην Τόμι (Κωστάντζα) της Μαύρης θάλασ­σας και αναγκάστηκε να ζήσει εκεί τα υπόλοιπα δέκα χρόνια της ζωής του παραπονούμενος, μεμψιμοιρώντας και εκλιπαρώντας με τους πιο γλοιώδεις τρόπους να του δοθεί χάρις, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Κατά μία έννοια, ο Οβίδιος συνοψίζει στην καριέρα του το μεγάλο παράδοξο της Ρώμης των ημερών του. Τι έκανε για να αξίζει τόσο σοβαρή τιμωρία; Απ’ ό,τι ξέρουμε τίποτα ή, στη χειρότερη περίπτωση, κάτι μηδαμινό.

Δέκα χρόνια νωρίτερα, όμως, είχε γράψει την «Τέχνη του έρωτος» και κατά τη διάρκεια της λαμπερής του καριέρας – ήταν τρομερά δημοφιλής – ανήκε σε έναν κύκλο ποιητών και διανοουμένων οι οποίοι είχαν προσφέρει μόνον με τα λόγια υπηρεσίες στις νίκες του νέου βασιλείου, ενώ στην προσωπική τους ζωή -ω, ποία ντροπή! – απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα, ενώ ο αυτοκράτορας ζητούσε ηθική αναγέννηση.

 Η pax Augusta εφαρμόστηκε με στρατιωτική πυγμή, η φιλολογική αναγέννηση έπρεπε να ευθυγραμμιστεί, η έννομος τάξη μπορούσε να παραβιαστεί ανάλογα με την επιθυμία του ηγέτη. Οι κτηνωδίες δεν ενοχλούσαν κανέναν. Ο κατάλογος με τις μαζικές φιλανθρωπίες του Αυγούστου, που διαμορφώθηκε για να εκδοθεί μετά το θάνατό του, περιελάμβανε τη χορηγία οκτώ τερατωδών εκδηλώσεων στις οποίες έλαβαν μέρος δέκα χιλιάδες μονομάχοι, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ.

Ήταν ο δημοφιλέστερος τύπος δημοσίου θεάματος στην Αυτοκρατορία. Αν το θέατρο ήταν το χαρακτηριστικό κοσμικό οικοδόμημα του κλασικού ελληνικού πολιτισμού, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο ήταν το αντίστοιχό του. Οι επικριτές του αυτοκρατορικού συστήματος (οι λίγες φωνές που ακούμε) δεν έβαλαν κατά της βαναυσότητάς του, αλλά κατά της αυθαιρεσίας και της δουλοπρέπειας που καλλιεργούσε. Αυτοί καλλιεργούσαν την αναπόφευκτη συνωμοτική ατμόσφαιρα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε μια σημαντική πολιτιστική αναγέννηση την εποχή του Αυγούστου. Και επικρατούσε ειρήνη σε όλη την αυτοκρατορία για το μεγαλύτερο διάστημα, ειρήνη δίχως την πολιτική ελευθερία, όπως κάποτε την είχαν εννοήσει οι Έλληνες, ούτε ακόμη την ελευθερία με τη στενή έννοια του όρου και με βάση την εμπειρία της δημοκρατικής Ρώμης, αλλά ειρήνη με διάρκεια ίσως πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ποτέ είχε γνωρίσει ο μεσογειακός κόσμος.

Η ρωμαϊκή και ιταλική αντίδραση τεκμηριώνεται από λογοτεχνικά και γλυπτά μνημεία και καθίσταται εύκολα κατανοητή. Τι γινόταν όμως με τους «επαρχιώτες», τους υποτελείς και ειδικότερα τι συνέβαινε με τη μεγάλη μάζα αυτών, οι οποίοι δεν ήταν τοπικοί μεγιστάνες που υποστήριζαν τη Ρώμη σε αντάλλαγμα για τα οφέλη που απεκόμιζαν; Η απάντηση, που αφορά κυρίως την Ανατολή, μπορεί σε έναν βαθμό να είναι η εξής: άρχισαν να λατρεύουν τον Αύγουστο Σεβαστό, Ευεργέτη και Αντιπρόσωπο του θεού, ακριβώς όπως είχαν θεοποιηθεί τους προηγούμενους αιώνες Πτο­λεμαίους, Σελευκίδες και άλλους ηγέτες.

Για τους Ρωμαίους, ο Αύγουστος έπρεπε να πεθάνει για να κερδίσει τη θεοποίηση και εν τω μεταξύ μόνον ο γενέθλιός του δαίμων (daemon), το αθάνατο πνεύμα που ζούσε μέσα του, δικαιούταν έναν βωμό. Στην Ανατολή όμως με τις διαφορετικές παραδόσεις, χτίζονταν ναοί προς τιμήν του θεού Αυγού­στου. Αυτή η θρησκευτική λατρεία της εξουσίας δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ούτε να παρεξηγηθεί. Ήταν λατρεία με τη στενή έννοια, όσο κι αν είναι σήμερα δύσκολο να την αντιληφθούμε. Δεν σήμαινε ότι υπήρχε ευρέως λαϊκός ενθουσιασμός για τον ηγέτη ως πρόσωπο ούτε κάτι πιο θετικό από την απλή αποδοχή των γεγονότων της ζωής. Η ισχύς έπρεπε να είναι αντικείμενο λατρείας, τούτο ήταν αυτονόητο: η ισχύς των φυσικών δυνάμεων. Δηλαδή το Πεπρωμένο ή η Τύχη, οι τόσοι θεοί και οι θεές με τα διάφορα πρόσωπα τους και η μεγάλη εξουσία στη Γη. Διαφορετική συμπεριφορά θα ήταν ανόητη και θα επέφερε κάποια τιμωρία, αν και η ανταμοιβή για όποιον επιδείκνυε σεβασμό δεν ήταν δυστυχώς εγγυημένη, τουλάχιστον εν ζωή.

Σε μια τόσο μονόπλευρη σχέση, σε έναν κόσμο με ελάχιστες ελπίδες υλικής επιτυχίας για την πλειονότητα του ελεύθερου πληθυσμού (ας μη μιλήσουμε για τους δούλους) και όπου η γήινη εξουσία ήταν τόσο κοντά στο δεσποτισμό, ο φόβος και όχι η αγάπη ήταν συχνά το κυρίαρχο συναίσθημα πίσω από τη λατρεία, στην καλύτερη περίπτωση δε φόβος και αγάπη μαζί. Η θρησκεία στράφηκε στη σωτηρία στον άλλο κόσμο, ενώ άλλοτε ενδιαφερόταν κατά κύριο λόγο για τη ζωή σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Όσο περίπλοκη κι αν ήταν η ψυχολογία, η λατρεία του αυτοκράτορα συνιστούσε το συνεκτικό κρί­κο της αυτοκρατορίας.

 

Μ. I. Finley

Μετάφραση: Έρση Βατού

Το κείμενο είναι του Μ. I. Finley, από το Aspects of Antiquity-Discoveries and Controversies, σελίδες 185-199, (δεύτερη έκδοση, Εκδοτικός οίκος Penguin Books in association with Chatto & Windus.)

Ο M. I. Finley ήταν Οικονομικός Ιστορικός. Γεννήθηκε το 1912 στις ΗΠΑ. Σπούδασε στο Κολούμπια και σταδιοδρόμησε στην Αγγλία, όπου κατέφυγε το 1954 ως πρόσφυγας των μακαρθικών διώξεων. Το 1970 έγινε καθηγητής της αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου και δίδαξε μέχρι το θάνατό του το 1986. Οι κύριοι τομείς των επιστημονικών του ενδιαφερόντων ήσαν η κοινωνική δομή του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, η οικονομική του συγκρότηση – λειτουργία και ο θεσμός της δουλείας. Τα Βιβλία του: «Αρχαία Οικονομία» (1973) και «Αρχαία Δουλεία και Σύγχρονη Ιδεολογία» (1980) χαρακτηρίσθηκαν από την κριτική ως εξόχως σημαντικά.

 
 
Υποσημειώσεις


[i] Γαράμαντες: μεγάλη λιβυκή εθνότητα, που κατοικούσε στις οάσεις της ανατολικής Σαχάρας. Τις πρώτες πληροφορίες για το λαό μας δίνει ο Ηρόδοτος. Οι Γαράμαντες ήταν άγριος και αμιγής φυλετικά λαός και κατεδίωκαν με τέθριππα τους Αιθίοπες τρωγλοδύτες. Η περιοχή όπου ζούσαν, το σημερινό Φεζάν, περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία το 21 π.Χ.

[ii] Ο Βιργίλιος αναφέρεται ως Βεργίλιος στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, η οποία αποτέλεσε την «πυξίδα» για την ορθή απόδοση όρων, τοπωνυμίων και ονομάτων στα ελληνικά.

[iii] Σουητώνιος: Ρωμαίος βιογράφος και αρχαιοδίφης, που έζησε πιθανότατα στη Ρώμη από το 69 μ.Χ. έως το 122 μ.Χ. Το πλήρες όνομά του ήταν Γάιος Σουητώνιος Τράγκιλλος. Στα έργα του περιλαμβάνεται το De viris Ulustribus «Περί επιφανών ανδρών» (συλλογή Βιογραφιών περίφημων πνευματικών μορφών της Ρώμης), από το οποίο αντλήσαμε όλη τη γνώση περί τη ζωή των διακεκριμένων συγγραφέων της Ρώμης. Το έργο του De vita Caesarum «Βίοι Καισάρων» (γύρω από τη ζωή των 11 πρώτων αυτοκρατόρων) ήταν γεμάτο σκανδαλολογίες και του χάρισε φήμη. Ήταν προστατευόμενος του Πλινίου του Νεώτερου, χάρις στον οποίο εξασφάλισε θέση χιλιάρχου στο στρατό, την οποία όμως εγκατέλειψε.

 

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Έτος 1 μ.Χ.», τεύχος 11, 30 Δεκεμβρίου 1999.

  

Διαβάστε ακόμη:

Read Full Post »

Η γέννηση του Ιησού – «Βρέφος Κείμενον εν Φάτνη»


 

Οι αρχαιότερες και πλέον αξιόπιστες πηγές που έχει στη διάθεσή της η έρευνα του βίου του Ιησού είναι αναμφισβήτητα τα Ευαγγέλια. Τα σχετικά με τη σύλληψη και γέννηση του θείου βρέφους διασώζονται σε δύο διηγήσεις, που περιέχονται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου (1:18-2:23) και του Λου­κά (1:26-56 και 2:1-40). Οι δυο εκδοχές συμφωνούν σε πολλά σημεία, ωστόσο δεν λείπουν και οι διαφορές, οι οποίες δεν περιορίζονται στην παρουσίαση των γεγονότων, αλλά επεκτείνονται και στον τρόπο με τον οποίο ο Ματθαίος και ο Λουκάς συσχετίζουν τη γέννηση του Ιησού με την ευρύτερη ιουδαϊκή παράδοση. Οι διαφοροποιήσεις αυτές μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα της εκά­στοτε ιστορικής συγκυρίας και των διαφορετικών ποιμαντικών προτεραιοτήτων που καλούνταν να εξυπηρετήσει καθένα από τα ευαγγελικά κείμενα.

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος.

Από μια πληθώρα προφορικών και γραπτών παραδόσεων περί του Ιησού που είχε στη διάθεσή του, ο κάθε συγγραφέας αξιοποίησε τα σημεία εκείνα που ανταποκρίνονταν στους σκοπούς της συγγραφής και στις εθνικές ή πνευματικές ιδιαιτερότητες των παραληπτών του κειμένου.[1] Παρά τις διαφορές, όμως, είναι προφανές πως οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις διηγήσεις της γεννήσεως προκειμένου να εντάξουν τον Ιησού στην ιστορία της σωτηρίας.

Ένα σημαντικό ζήτημα που απασχόλησε για αιώνες την έρευνα είναι αυτό της χρονολόγησης της γεννήσεως. Παρ’ όλο που σήμερα θεωρείται γενικώς λυμένο, το ακριβές έτος γέννησης παραμένει άγνωστο (όπως, άλλωστε, ο μήνας και η ημέρα). Οι ευαγγελιστές τοποθετούν τα γεγονότα «εν ημέραις Ηρώδου, του βασιλέως» (Μτ. 2:1, Λκ. 1:5)· αυτή φαίνεται να είναι η πιο ασφαλής ένδειξη που έχουμε στη διάθεσή μας από χρονολογικής απόψεως.

Ο Ηρώδης ο Μέγας βασίλευσε από το 37 π.Χ. έως το 4 π.Χ., οπότε και πέθανε από υδρωπικία στο ανάκτορό του στην Ιεριχώ. Ο Χριστός γεννήθηκε σίγουρα λίγο πριν από το θάνατο του Ηρώδη, αφού οι Μάγοι επισκέφθηκαν τον τελευταίο στα Ιεροσόλυμα, προτού, δηλαδή, αναχωρήσει βαριά άρρωστος για την Ιεριχώ. Έτσι, η πλειονότητα των σύγχρονων ερευνητών έχει καταλήξει ότι η γέννηση του Ιησού πρέπει να τοποθετηθεί στο διάστημα ανάμεσα στο 6 και το 4 «προ Χρι­στού».

Το παράδοξο που εμφανίζεται σ’ αυτή τη χρονολόγηση οφείλεται στο σφάλμα ενός Σκύθη μοναχού, του Διονυσίου του Μικρού, ο οποίος έζησε στη Ρώμη τον 4ο αιώνα μ.Χ. και επεξεργάστηκε ένα ημερολόγιο που είχε αφετηρία το έτος γέννησης του Χριστού. Λόγω των περιορισμένων πηγών του, ο Διονύσιος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια ούτε το θάνατο του Ηρώδη ούτε την απογραφή του Κυρηνίου, με αποτέλεσμα να τοποθετήσει τη γέννηση μερικά χρόνια αργότερα, δηλαδή το 754 από κτίσεως Ρώμης, αντί του ορθού 747. Όταν, από τον 6ο αιώνα και εξής, το ημερολόγιο του Διονυσίου έγινε γενικά αποδεκτό, το λάθος διαιωνίστηκε, ενώ οποιαδήποτε απόπειρα διόρθωσής του στις μέρες μας θα προκαλούσε χάος.

 

Η Παναγία και το Θείο Βρέφος με την Αγία Μαρτίνα και την Αγία Αγνή (1-597-99). Ελ Γκρέκο, Λάδι σε μουσαμά, Ουάσινγκτον, Εθνική Πινακοθήκη.

 

Σχετικά με το έτερο χρονολογικό στοιχείο που παρέχει το Ευαγγέλιο του Λουκά, τη ρωμαϊκή απογραφή, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ασαφή. Ο ιερός συγγραφέας την αποδίδει σε απόφαση του Καίσαρα Αυγούστου (27 π.Χ,- 14 μ.Χ.)· επίσης, συνδέει τη διενέργειά της με τον έξαρχο της Συ­ρίας Κυρήνιο. Ωστόσο, η σύγχρονη έρευνα είναι σε θέση να γνωρίζει ότι στο διάστημα εντός του οποίου υπολογίζεται η γέννηση (6 – 4 π.Χ.) έξαρχοι στη Συρία ήταν αρχικά ο Σέντιος Σατουρνίνος και κατόπιν ο Κουιντίλιος Βάρος, ο οποίος βρισκόταν εν ενεργεία όταν πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας. Ο Κυρήνιος, που αναφέρει ο Λουκάς, ηγεμόνευε στη Συρία κατά την εποχή του θανάτου του Αρχέλαου, γιου και διαδόχου του Ηρώδη, το 6 μ.Χ., και ήταν πράγματι υπεύθυνος για τη διεξαγωγή απογραφής, προκειμένου να επανακαθοριστούν τα ποσά των φόρων.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μικρογραφία βυζαντινού χειρογράφου.

Επομένως, η απογραφή που υποτίθεται πως ανάγκασε τον Ιωσήφ να μεταβεί με την έγκυο Μαρία στη Βηθλεέμ έγινε, στην πραγματικότητα, περίπου μια δεκαετία αργότερα.[2] Πρόκειται, άραγε, για σύγχυση του έτους της απογραφής με το έτος θανάτου του Ηρώδη, στην οποία περιπίπτει ο Λουκάς παρασυρόμενος από τις πηγές του; Ή μήπως το όλο σκηνικό της απογραφής είναι ένα συνειδητό τέχνασμα του συγγραφέα, στην προ­σπάθειά του να διασυνδεθεί τον γνωστό σε όλους ως «Ναζωραίο», Ιησού, με την πόλη του Δαβίδ, προσδίδοντάς του μεσσιανικό κύρος; Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς.

Όμως, η χρονολογική τοποθέτηση δεν είναι το μοναδικό ανακριβές στοιχείο σχετικά με την απογραφή του Κυρηνίου. Η τελευταία αφορούσε τους κατοίκους της Ιουδαίας, της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας και όχι της Γαλιλαίας, επομένως δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθεί σ’ αυτήν ο Ιωσήφ, που κατοικούσε στη Ναζαρέτ. Ακόμη περισσότερο, η απογραφή αυτή (όπως, άλλωστε, οι περισσότερες απογραφές της αρχαιότητας) είχε σκοπό να συνδέσει τους υπηκόους της αυτοκρατορίας με τη γη τους, ώστε να καταγραφούν επακριβώς οι γαιοκτησίες και να υπολογιστούν οι φόροι. Το σύνηθες, επομένως, ήταν να μετακινούνται οι απογραφείς και όχι οι φορολογούμενοι.[3]

Όλα αυτά εισάγουν στο γενικότερο προβληματισμό αναφορικά με την ιστορική ακρίβεια των συνδεόμενων με τη γέννηση περιστατικών. Ο Λουκάς την τοποθετεί σ’ ένα ποιμενικό σκηνικό, περιγράφοντάς την ουράνια όραση των βοσκών της περιοχής, που τους μετέτρεψε σε πρώτους κήρυκες της ενανθρώπισης (Λκ. 2:13-20). Το σκηνικό του Κα­τά Ματθαίον είναι συνθετότερο. Αναφέρει ότι αμέσως μετά τη γέννηση, «μάγοι από ανατολών» επισκέφθηκαν την Ιερουσαλήμ, εκφράζοντας την επιθυμία να προσκυνήσουν τον αρτιγέννητο βασιλιά (Μτ. 2:1-2). Το γεγονός ότι σοφοί άνδρες από την Ανατολή (πιθανότατα Πέρσες ιερείς του ζωροαστρισμού) υπεβλήθησαν στον κόπο ενός μακρινού ταξιδιού προκειμένου να προσκυνήσουν ένα ταπεινό «παιδίον» (Μτ. 2:11), χαρίζοντάς του, μάλιστα, πολύτιμα δώρα, είναι από μόνο του εντυπωσιακό και αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της γέννησης.

 

«Η γέννηση». Έργο του Costa Lorenzo (Μουσείο Καλών Τεχνών της Λυών).

 

Ο Ιησούς παρουσιάζεται ήδη από την παιδική του ηλικία ως βασιλιάς, ιερέας και προφήτης (τριπλός συμβολισμός των δώρων των Μάγων)· αυτό έρχεται σε ευθεία αντίφαση με τη γενική εικόνα που είχαν για τον Ιησού, ως υιό του ξυλουργού Ιωσήφ, οι σύγχρονοί του. Ισχύει κι εδώ ό,τι και στην περίπτωση της υποδοχής του Ιησού στο Ναό από τον Συμεών, την ημέρα της περιτομής· ο δίκαιος και ευλαβής γέροντας «βλέπει» στο πρόσωπο του βρέφους εκείνο που δεν είναι σε θέση να δει ο πολύς κόσμος: τη θεία αποστολή του (Λκ. 2:25-35).

Η φύση του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους απασχόλησε όχι μονάχα τη θεολογία, αλλά και την αστρονομία. Κατά καιρούς οι επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες: ότι επρόκειτο για σύνοδο πλανητών, για υπερκαινοφανή αστέρα, για κομήτη, ακόμη και για μετεωρίτη. Η σύγχρονη αστρονομία, ωστόσο, δεν θεωρεί πειστικές τις ερμηνείες αυτές. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο η φύση του φαινομένου όσο η αξία του ως «σημείου» της έλευσης του Μεσ­σία, της γέννησης ενός βασιλιά.

Στη συνέχεια ο Ματθαίος καταγράφει την αντίδραση του Ηρώδη: διέταξε τη σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ και των περιχώρων «από διετούς και κατωτέρω» (Μτ. 2:16). Η απόφαση αυτή δεν ξενίζει, καθώς γνωρίζουμε ότι ο Ηρώδης ο Μέγας υπήρξε μέγας παράφρων. Διακατεχόμενος από παθολογική φοβία μήπως συνωμοτούν εναντίον του, είχε δολοφονήσει κατά καιρούς πολλούς συγγενείς του, τις συζύγους του, ακόμη και ορισμένους γιους του, αλλά και αξιωματούχους και αρχιερείς που δεν κατόρθωναν να αποκτήσουν την εύνοιά του.

 

«Η Χριστού Γέννησις», Βασίλης Δήμας, Τοιχογραφία – Ανατολική καμάρα Ιερού Ναού Αγίου Ανδρέα (Λαύριο).

 

Ενδεικτική του ήθους του ανδρός είναι η διαταγή που έδωσε λίγες ώρες πριν πεθάνει μέσα σε φρικτούς πόνους «σκωληκόβρωτος», να συγκεντρώσουν τους άρχοντες του ιουδαϊκού λαού στον Ιππόδρομο και να τους εκτελέσουν μόλις ξεψυχήσει, ώστε η μέρα αυτή να είναι αναγκαστικά ημέρα γενικού πένθους – αφού γνώριζε όχι κανείς δεν επρόκειτο να θρηνήσει για το δικό του θάνατο. Δεν είναι, επομένως, διόλου απίθανο ένας τέτοιος κακούργος να διέταξε τη σφαγή. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε ότι η εν λόγω περιοχή δεν είχε περισσότερα από χίλια άτομα πληθυσμό, αλλά και ότι μια εκτεταμένη σφαγή θα προκαλούσε την εξέγερση του λαού, πρέπει να δε­χθούμε ότι ο αριθμός των σφαγιασθέντων νηπίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 30 – 40.[4]  Σε ποιο συμπέρασμα οδηγούν τα παραπάνω; Είναι, άραγε, το όλο σκηνικό της γέννησης δημιούργημα της φαντασίας των ευαγγελιστών; Μια τέτοια ακραία άποψη αδικεί, νομίζουμε, τους συγγραφείς των ιερών κειμένων.

Οι τελευταίοι αφ’ ενός δεν φιλοδοξούν να παρουσιάσουν μια λεπτομερειακή βιογραφία του Ιησού και αφ’ ετέρου διαθέτουν μια αίσθηση περί ιστορικότητας πολύ διαφορετική από τη δική μας. Η αξίωση για ορθολογική, αντικειμενική και χωρίς προϋποθέσεις καταγραφή των γεγονότων αποτελεί, ως γνωστόν, νεοτερικό ιστοριογραφικό εφεύρημα και ως εκ τούτου είναι άγνωστη στους αρχαίους συγγραφείς. Τα περιστατικά, συνεπώς, που περιγράφονται στα Ευαγγέλια δεν είναι αυθαίρετες κατασκευές, αλλά διαφορετικές αναγνώσεις της πραγματικότητας, που συντελούν στην ανάδειξη του βαθύτερου νοήματος των ιστορικών γεγονότων.

Τελικά, το ζητούμενο για τους ευαγγελιστές είναι να παρουσιαστεί μια αναντίρρητη, κατ’ αυτούς, ιστορική αλήθεια: ότι ο Ιησούς είναι Υιός θεού, συνελήφθη υπερφυώς και θαυματουργικά (ευαγγελισμός, εκ παρθένου γέννηση), είδε το φως σε έναν κόσμο ταραχών και ταλαιπωρίας, όπου πολύ νωρίς έγινε στόχος διεφθαρμένων και αντίθεων εξουσιών (απειλή Ηρώ­δη, δραπέτευση στην Αίγυπτο), αλλά και όπου αναγνωρίστηκε και υμνήθηκε ως θεϊκός σωτήρας – όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά της οικουμένης ολόκληρης (προφητεία Συμεών, προσκύνηση Μάγων, αγγελικός ύμνος). Αποκαλύπτουν, επομένως, οι διηγήσεις αυτές το μέγα μυστήριο της θείας οικονομίας· διαβεβαιώνουν τους παραλήπτες των κειμένων ότι το βρέφος – Ιησούς ήταν εξαρχής ενταγμένο στο σχέδιο του θεού Πατρός για τη σωτηρία του κόσμου.

 

Η Προσκύνηση των Ποιμένων (περ. 1610). Ελ Γκρέκο, Λάδι σε μουσαμά, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.

 

Θα κλείσουμε με μια θρησκειολογική παρατήρηση, που φωτίζει, πιστεύουμε, μια άλλη όψη της ενσάρκωσης. Η διαφορά του θείου βρέφους – Χριστού από κάθε άλλο θείο βρέφος μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: για πρώτη φορά ο θεός δεν εμφανίζεται απλώς με τη μορφή ανθρώπου, αλλά γίνεται άνθρωπος πραγματικός. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι κατέρχεται στον κόσμο, αλλά ότι εισέρχεται στο χρόνο, πράγμα πολύ διαφορετικό, καθώς υπογραμμίζει την ιστορικότητα, μοναδικότητα και αποφασιστική σημασία του γεγονότος. Οι άλλες εμφανίσεις είναι είτε εκδηλώσεις – ανθρωπόμορφες εκβλαστήσεις (αβατάρες) του απρόσωπου Απολύτου, όπως στην περίπτωση της Άπω Ανατολής, είτε προσωποποιημένες αναπαραστάσεις του φυσικού δράματος (θάνατος – επαναγέννηση), όπως στην περίπτωση των αρχαίων μυστηριακών λατρειών. Έχουν, δηλαδή, μυθικό και αρχετυπικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τις χαρακτηρίζει η περιοδικότητα, η επαναληπτικότητα και η ομοιομορφία. Τυπολογικά ανήκουν στο κυκλικό κοσμοείδωλο της αρχαϊκής θρησκευτικότητας ως ιεροφάνειες ενταγμένες στον αέναο φυσικό κύκλο.[5]

Αντίθετα, η γέννηση του Χριστού συνδέεται με το ιουδαιοχριστιανικό κοσμοείδωλο, όπου προκρίνεται η ευθύγραμμη κατανόηση του χρόνου και συλλαμβάνεται για πρώτη φορά η έννοια της ιστορικότητας (της μοναδικότητας των γεγονότων ως αυτοτελών συμβάντων). Από την άποψη αυτή, απ’ όλες τις γεννήσεις θεών, μονάχα η γέννηση του Ιησού είναι ιστορικό γεγονός – όχι επειδή οι άλλοι είναι ανύπαρκτοι ή ψευδείς θεοί, αλλά επειδή είναι υπάρξεις εξ ορισμού μυθικές, ανιστορικές. Δικαίως, επομένως, στέκει ως αφετηριακό σημείο μέτρησης του χρόνου, ως γεγονός που διχοτομεί και συνάμα ενοποιεί την ιστορία, παρέχοντάς της νόημα και λυτρωτική δυναμική.

 

Δημήτρης Μπεκριδάκης

θεολόγος – Θρησκειολόγος

 

 Υποσημειώσεις


[1] Εισαγωγικά βλ. Σ. Αγουρίδης, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αθήνα 1971, σελ. 121-126, Ε. Π. Σάντερς, Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ιησού, μτφρ. Γ. Βλάχος, Αθήνα 1998, σελ. 111-141.

[2] Βλ. Γ. Πατρώνος, Η Ιστορική Πορεία του Ιησού, Αθήνα, 1991, σελ. 120-123 και Σ. Αγουρίδης, Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη, 19854, σελ. 276-277.

[3] Βλ. Ε. Π. Σάντερς, ό.π., σελ. 156-157.

[4] Ο υπερβολικός αριθμός των 14.000 που αναφέρει το Συναξάρι δεν έχει ιστορική, αλλά αποκαλυπτική σημασία. Βλ. Γ. Πατρώνος, ό.π., σελ. 162-163.

[5] Για το αρχαϊκό και ιουδαιοχριστιανικό κοσμοείδωλο βλ. Μ. Eliade, Κόσμος και Ιστορία, μτφρ. Σ. Ψάλτου, Αθήνα 1999.

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η γέννηση των Θεών», τεύχος 165, 27 Δεκεμβρίου 2002.

 

Read Full Post »