Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Posts Tagged ‘Στρατός’

«Ανακτορική, Βασιλική, Προεδρική Φρουρά. Πολιτειακοί συμβολισμοί»[1]MSc Μαρίνα Σπ. Τσιρτσίκου, Ιστορικός ΓΕΣ/Δ4 (ΔΙΣ), Υπ. Διδακτόρισσα Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων


 

Η ιστορία της Προεδρικής Φρουράς, καθώς και οι συνεχείς μετονομασίες της από το 1868 έως το 1974, αντανακλά την εξέλιξή της σε συνάρτηση με τις πολιτειακές αλλαγές της Ελλάδας, και ιδιαίτερα τις μεταβολές του πολιτεύματος, από τη Βασιλευομένη Δημοκρατία μέχρι την Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Το Στρατόπεδο της Προεδρικής Φρουράς «Γεώργιος Τζαβέλας» έχει σημαντική ιστορική αξία, καθώς συνδέεται με την ελληνική πολιτειακή και στρατιωτική – πολεμική ιστορία της χώρας. Το γεγονός ότι το όνομά του τιμά έναν ήρωα της Επανάστασης, τον Σουλιώτη οπλαρχηγό Γεώργιο Τζαβέλα, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον χαρακτήρα του στρατοπέδου. Ενώ, η θέση του κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο, υποδηλώνει τη συμβολική του σχέση με την κεντρική εξουσία της χώρας.

 

Εύζωνες της Βασιλικής Φρουράς παρουσιάζουν όπλα στο στρατόπεδό τους, 1948. Φωτογραφία: Chris Ware.

 

Η Προεδρική Φρουρά ιδρύθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1868, με την αρχική ονομασία «Άγημα», ως στράτευμα αυθύπαρκτο. Από την ίδρυσή της είχε έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό ρόλο, ως τμήμα του μόνιμου στρατού με αποστολή την προστασία του βασιλιά.

Η πρόθεση του βασιλιά Γεώργιου Α’ να εξασφαλίσει την άριστη εκπαίδευση των υπαξιωματικών και να δημιουργήσει ένα πρότυπο στρατιωτικής αρετής για τον υπόλοιπο στρατό ήταν καθοριστική για τον σχηματισμό και τη λειτουργία της Φρουράς. Από την αρχή της ίδρυσής της, η δομή και η εκπαίδευση των ευζώνων προσανατολίζονταν στην ανάπτυξη της στρατιωτικής αριστείας. Ειδικότερα, η θέσπιση ειδικών κανονισμών για τη λειτουργία της και την εκπαίδευση των μελών της, αλλά και η καθιέρωση ξεχωριστής στολής, προσδίδουν στην Προεδρική Φρουρά έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, συνδυάζοντας τη στρατιωτική πειθαρχία με την αυστηρότητα και την αριστεία. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Στρατός και Πολιτική – Θάνος Μ. Βερέμης. Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης – ΕΚΠΑ


 

Ο σχηματισμός τακτικού στρατού, με σώμα επαγγελματιών αξιωματικών, συνδέθηκε με την απόπειρα του νεοϊδρυθέντος βασιλείου να μιμηθεί τα δυτικά του πρότυπα και να αποκτήσει εκσυγχρονισμένους θεσμούς. Το υβριδικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το πάντρεμα των δυτικών θεσμών με τα εντόπια ήθη και έθιμα έμοιαζε περισσότερο με την Ελληνίδα μητέρα του από ό,τι με τον ξένο πατέρα του.

Όταν οι αντιβασιλείς του Όθωνα επέβαλαν τις δικές τους στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις το 1833, υπήρχαν 5.000 άτακτοι και περίπου 700 τακτικοί Έλληνες στρατιωτικοί. Οι αντίστοιχοι αριθμητικά με τους ατάκτους Βαυαροί τακτικοί που τους αντικατέστησαν κατάφεραν να παγιώσουν την κεντρική εξουσία του οθωνικού κράτους και να στερήσουν τα κόμματα από την επιρροή τους στον στρατό. Με την κατάσταση των απολυμένων ατάκτων ασχολήθηκε συστηματικά ο Γιάννης Κολιόπουλος στο μνημειώδες έργο του για τη ληστεία στη μετεπαναστατική Ελλάδα.[1] Οι Γερμανοί μισθοφόροι έφυγαν από την Ελλάδα το 1837, αλλά ο ελληνικός τακτικός στρατός δεν έγινε αξιόπιστη δύναμη παρά μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα.[2]

Χαρίλαος Τρικούπης

Από τη γέννησή του μετά το τέλος του Αγώνα έως τις μεταρρυθμίσεις του Χαρίλαου Τρικούπη κατά τη δεκαετία του 1880, ο ελληνικός τακτικός στρατός περιορίστηκε στη στήριξη της εξουσίας του νέου κράτους. Έως το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, το κράτος είχε καταπνίξει τους ανταγωνιστές του και είχε μετασχηματίσει τις φρουρές σε μαζικό θεσμό που εξυπηρετούσε το αλυτρωτικό πρόγραμμα.

Στα πρώτα εξήντα χρόνια της ζωής του, το ελληνικό κράτος παρέμεινε εξαρτημένο από τη Σχολή Ευελπίδων για τη δημιουργία αξιωματικών με τεχνική εκπαίδευση. Τα προγράμματα σπουδών συμπεριλάμβαναν αριθμητική, άλγεβρα, γεωμετρία, στερεομετρία, κατασκευαστικές μεθόδους, τοπογραφία και σχέδιο μηχανών. Από το 1870, τα θεωρητικά μαθήματα, όπως η φυσική και τα μαθηματικά, παραδίδονταν σε ένα πενταετές πρόγραμμα αρχικά και η εφαρμοσμένη στρατιωτική εκπαίδευση συγκεντρωνόταν στα δύο τελευταία έτη. Οι σπουδαστές με τους υψηλότερους βαθμούς στις θετικές επιστήμες επιλέγονταν για το Μηχανικό και το Πυροβολικό, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που προτιμούσαν να τερματίσουν τις σπουδές τους μετά την ολοκλήρωση ενός πρώτου κύκλου σπουδών θεωρητικών μαθημάτων και να ακολουθήσουν σταδιοδρομία καθηγητή ή πολιτικού μηχανικού. Έτσι, η Σχολή έγινε υποκατάστατο Πολυτεχνείου, ώσπου αυτό να ιδρυθεί ως ακαδημαϊκή δομή το 1887. Έως τότε, οι αξιωματικοί του Μηχανικού χρησιμοποιήθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών για την κατασκευή και επίβλεψη δημοσίων έργων, γεφυρών, δρόμων και κυβερνητικών κτηρίων.[3]

To 1882, η Σχολή Ευελπίδων απέκτησε νέο κανονισμό λειτουργίας, ο οποίος παρέμεινε σε ισχύ για τριάντα χρόνια. Τα έτη σπουδών μειώθηκαν σε πέντε, με έμφαση πλέον στα καθαρά στρατιωτικά μαθήματα. Με τον τρόπο αυτό, η Σχολή διατηρούσε τους νέους, οι οποίοι, προηγουμένως, την εγκατέλειπαν καθ’ οδόν, για να ακολουθήσουν ιδιωτικά τεχνικά επαγγέλματα. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η οργάνωση του ένοπλου αγώνα (1821-1827): Προτεραιότητες και εμφύλιες διαμάχες – Δημήτρης Μαλέσης


 

Η μορφή και ο τρόπος οργάνωσης ενός στρατεύματος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου -ιδιαίτερα όταν αυτός είναι πολυετής – συνιστά ένα ουσιώδες ζήτημα, από το όποιο εξαρτάται εν πολλοίς και η αίσια έκβασή του. Για την ελληνική ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, του Αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821 το πρόβλημα τέθηκε μετ’ επιτάσεως από την πρώτη στιγμή και αποτέλεσε βασικό αίτιο για να διατυπωθούν διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις, να εκδηλωθούν έριδες αλλά και να προκαλέσουν εμφύλιες ρήξεις, οι όποιες θα δοκιμάσουν με τη σειρά τους τα όρια και τις αντοχές της επαναστατικής προσπάθειας.

Για τους Έλληνες το πρόπλασμα για τον στρατιωτικό μηχανισμό υπήρξε ασφαλώς η προεπαναστατική κλεφταρματολική παράδοση.[1] Ήταν αναμενόμενο οι άνδρες εκείνοι που στελέχωναν τις συγκεκριμένες ομάδες στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο επί δεκαετίες να επωμισθούν το κύριο βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων από την πρώτη στιγμή. Και αν το πρώτο διάστημα της Επανάστασης χαρακτηριζόταν περισσότερο από τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό, η μακροχρόνια προοπτική των πολεμικών επιχειρήσεων έθετε αναπόφευκτα το ζήτημα της λυσιτελέστερης οργάνωσης του στρατιωτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου οργανωτικά και αριθμητικά υπέρτερου.

Επικεφαλής των πρώτων ομάδων, των «μπουλουκιών» όπως αποκαλούνταν σε πολλές περιπτώσεις, θα τεθούν εκείνοι που κατείχαν ήδη ηγετικές θέσεις μεταξύ των ενόπλων ομάδων του κλεφταρματολισμού, άνδρες με αδιαμφισβήτητο κύρος και συνακόλουθη αποδοχή μεταξύ των ενόπλων. Οι καπετάνιοι αυτοί θα αποτελέσουν μαζί με τα στελέχη της προυχοντικής παραδοσιακής ολιγαρχίας την ηγέτιδα τάξη του επαναστατικού Αγώνα, με ρόλο πρωταγωνιστικό και συνήθως μεταξύ τους ανταγωνιστικό.

Ο ανταγωνισμός αυτός προέκυψε αναπόφευκτα από τη στιγμή που η διαφαινόμενη εθνική απελευθέρωση έθεσε ισχυρά διλήμματα ως προς τον τρόπο και τη δομή που θα έπαιρνε το υπό διαμόρφωση κράτος. Έτσι το ζήτημα τέθηκε επί του εξής καίριου ζητήματος: άτακτος στρατός ή σύσταση και οργάνωση εξ ύπαρχης τακτικού. Στην πρώτη περίπτωση θα διατηρούνταν τα ένοπλα σώματα, όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί σύμφωνα με την κλεφταρματολική παράδοση, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς που αναγνώριζε κάθε ομάδα, ενώ στη δεύτερη όλοι οι πολεμιστές θα υπάγονταν σε μία κεντρική εξουσιαστική Αρχή, η οποία θα είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο ως προς όλα τα διαδικαστικά που αφορούσαν την ιεραρχία και τον ρόλο των διαφόρων σωμάτων. Κάθε ένα από τα δύο αυτά ενδεχόμενα προϋπέθετε ταυτόχρονα και μία διαφορετική κρατική οντότητα. Το πρώτο ενδεχόμενο ισοδυναμούσε με διατήρηση και αναπαραγωγή των αποκεντρωμένων υφιστάμενων δομών, στην κορυφή των οποίων είχαν εδραιωθεί οι πρόκριτοι, ενώ στο δεύτερο η μία και ενιαία αδιαίρετη εξουσία παρέπεμπε σε συγκεντρωτικό κράτος δυτικοευρωπαϊκού, για την εποχή, τύπου.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να σκιαγραφήσει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη σύσταση και την οργάνωση τακτικού στρατού, να παρουσιαστούν οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής και, κυρίως, να ερμηνευθούν οι λόγοι για τους οποίους το όλο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να υλοποιηθεί.

Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού συνδέεται με τον Δημήτριο Υψηλάντη, από την πρώτη στιγμή που αφίχθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα το καλοκαίρι του 1821. Προερχόμενος από τις τάξεις του ρωσικού στρατού ο Έλληνας πρίγκιπας τη μόνη στρατιωτική οργάνωση που γνώριζε αφορούσε αυτήν του τακτικού, του απολύτως πειθαρχημένου στην εκάστοτε τεταγμένη ηγεσία.

Μάλιστα, η άφιξή του συνοδεύτηκε από ένα σώμα 300 περίπου εθελοντών Ελλήνων, προερχόμενων από περιοχές όπου δεν μπορούσαν να σημειωθούν στρατιωτικές επιτυχίες και να εδραιωθεί επαναστατικό κλίμα, όπως η Μακεδονία, η Θράκη και η Μικρά Ασία. «Θερμός ζηλωτής»[2] του τακτικού στρατού ο Υψηλάντης έδωσε τέτοια χαρακτηριστικά στο συγκεκριμένο σώμα, όπως ομοιόμορφη στολή, ιεραρχία και μισθό, με βάση τα οικονομικά που είχε εξασφαλίσει από τη Ρωσία.[3] Με τη συμμετοχή του σε κάποιες επιχειρήσεις της Πελοποννήσου κατά τους πρώτους μήνες το συγκεκριμένο σώμα εξάντλησε όλη τη δραστηριότητά του.

 

Δημήτριος Υψηλάντης. Ο Υψηλάντης υπερασπίζεται ανδρείως την πόλιν Άργος. Peter Von Hess.

 

Η εκτεταμένη αταξία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και της άλωσης της Τριπολιτσάς αποτελούσε ικανή απόδειξη για να κατανοήσει ο Υψηλάντης ότι οι δυσκολίες που είχε να υπερβεί για να υλοποιήσει τα σχέδιά του κάθε άλλο παρά αμελητέες ήταν. (περισσότερα…)

Read Full Post »

Η Πελοπόννησος κατά την έβδομη δεκαετία του 15ου αιώνα: Η μαρτυρία των πηγών – Φωτεινή Β. Πέρρα. «Εκκλησιαστικός Φάρος», έκδοσις της Αφρικής, AlexandriaJohannesburg, 2012.


 

Μια από τις πλουσιότερες σε ιστορικό παρελθόν περιοχές του ελλαδικού χώρου, στενά συνδεδεμένη με την παρουσία ποικίλλων κυριάρχων κατά την εποχή του Μεσαίωνα αποτελεί η Πελοπόννησος, ο «τόπος του Μορέως» σύμφωνα με το ομώνυμο Χρονικό. Επαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας την περίοδο της ακμής της τελευταίας, παρέμεινε στην κατοχή της ως το 1205, οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Φράγκων, οι οποίοι ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας.

Παράσταση νίκης Οθωμανού σουλτάνου, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης στο: L'histoire de la decadence de l'empire grec, et establissement de celuy des Turcs, par Chalcondile Athenien..., Parisien, Claude Sonnius, 1632.

Παράσταση νίκης Οθωμανού σουλτάνου, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης στο: L’histoire de la decadence de l’empire grec, et establissement de celuy des Turcs, par Chalcondile Athenien…, Parisien, Claude Sonnius, 1632.

Από το 1348/49 η Πελοπόννησος πολιτικά μετατράπηκε σε Δεσποτάτο όταν ο Μανουήλ Καντακουζηνός ανέλαβε την εξουσία ως πρώτος Δεσπότης. Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, οι βυζαντινοί κύριοι της αρχικά του οίκου των Καντακουζηνών και στη συνέχεια της δυναστείας των Παλαιολόγων χρειάστηκε να έρθουν αντιμέτωποι με τις εισβολές Αλβανών και Τουρκομάνων μέχρι την ουσιαστική κατάλυση του Δεσποτάτου το 1460/61 περίοδο κατά την οποία κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, με εξαίρεση τις περιοχές που βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία δηλαδή, τη Μεθώνη, την Κορώνη, το Άργος και το Ναύπλιο. Οι ιστορικές τύχες της Πελοποννήσου κατά τις διάφορες φάσεις της από τον 13Ο αι. και έπειτα έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας από πολλούς μελετητές, οι οποίοι μας έχουν δώσει σημαντικότατες συμβολές για τις κυριότερες φάσεις της μεσαιωνικής πελοποννησιακής ιστορίας ως το 1463, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε συνοπτικά.

Τη βυζαντινή παρουσία στην Πελοπόννησο διαδέχθηκε η περίοδος των Οθωμανικών εισβολών, τις οποίες πρόσφατα έχει περιγράψει και αναλύσει ο L. Kayapinar και οι οποίες σταδιακά οδήγησαν στην πλήρη επικράτηση των Οθωμανών στα πελοποννησιακά εδάφη. Οι γενικότερες εξελίξεις όμως στο χώρο της Μεσογείου που σχετίζονταν με τη διαπάλη μεταξύ της Βενετίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την κυριαρχία στην περιοχή, οδήγησαν την Πελοπόννησο σε νέες περιπέτειες πολεμικού περιεχομένου. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών δυνάμεων, ο οποίος σοβούσε, ήδη πολύ καιρό και κατέληξε στη μεταξύ τους σύγκρουση, επρόκειτο να έχει ως ένα από τα κύρια πεδία του το γεωγραφικό χώρο της Πελοποννήσου, όπου είχε σχεδόν παγιωθεί η οθωμανική παρουσία. Με αυτό τον τρόπο από το 1463 ο Μοριάς βρέθηκε στη δίνη του Α’ βενετο-οθωμανικού πολέμου (1463-1479) και οι κάτοικοί του θα βίωναν όλες τις φάσεις και τα δεινά του, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία μεταξύ του 1463-1473.

Για τη συνέχεια της ανακοίνωσης της κας Φωτεινής Πέρρα πατήστε διπλό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: Η Πελοπόννησος κατά την έβδομη δεκαετία του 15ου αιώνα- Η μαρτυρία των πηγών

Read Full Post »